: Είναι αρκεία, οι διδατμοί δημόδεις, οι δουλειές του Τουργραδία, ο Τουργραδίου είχε παίρνει λεπτά της μάνας του και έφτιαξε την πρόσφυγή του. Είναι αρκεία, οι διδατμοί δημόδεις, οι δουλειές του Τουργραδία, ο Τουργραδίου είχε παίρνει λεπτά της μάνας του και έφτιαξε την πρόσφυγή του. Είναι αρκεία, οι διδατμοί δημόδεις, οι δουλειές του Τουργραδία, ο Τουργραδίου είχε παίρνει λεπτά της μάνας του και έφτιαξε την πρόσφυγή του. Είναι αρκεία, οι διδατμοί δημόδεις, οι δουλειές του Τουργραδία, ο Τουργραδίου είχε παίρνει λεπτά της μάνας του και έφτιαξε την πρόσφυγή του. Είναι μία γλώσσα πολύ χειμή. Δεν είναι ιδιωματισμός. Είναι μία γλώσσα ελληνική που την περιγραφήσαμε. Αν είχαμε το σχολείο μας, τώρα θα πητούσαν από αυτά μας πουλάκια. Όλα τα κλαϊκούς θα φεύγουν. Διότι με τη γλώσσα ξεαγωγείς συσχόνως. Δεν δράσουμε μόνο τρογορίες. Λοιπόν, η πέταξή μας χώδει ψεαγωγεία και δεν είναι μόνος τρογορίες. Θα γίνει τρογοριό. Λοιπόν, η μάνα του έφτιαξε ποτέ για μια ωραία γυναίκα. Μια ωραία γυναίκα. Θα πει, είχε μια νύπη οδάβε της Λέπης, το νερό στο λαιμό. Το νερό στο λαιμό. Τρανεί, τρανεί η μεταφορά. Ασύντομη η μεταφορά. Πάνω του μόντυρο. Ήδης. Όχι. Πολλοί τρέχουν μεταφορά. Πολλοί ωραίοι μεταφορά. Λοιπόν, δεν είναι αυτό η βιώλευτος. Αυτό είναι πολύ πιο σε βαθιά λιμνικά. Εγώ ένα μέρος στην καλλιτεχνική αποδοχονία μας που τραβάμε σήμερα είναι αυτό. Ότι σαν είναι έθνος, φαίνεται σαν μικρά παιδιά. Οτιδήποτε καλό δικό μας είχαμε και είχαμε πάρα πολλά καλά δικά μας. Πάρα πολλά. Η δική μας γλώσσα, η παραγωγή, η καμάς ρούχα. Δες μια φωτογραφία με γυναίκες με τους θωρήτους. Στην Κώστη, Ρώβος, στην Βρύγκη. Πανεδεσσία φρωμάκων. Είχαμε δικά μας πράγματα και πάθαμε μία μισθή σαν μικρά παιδιά και τα μάμασαμε βλάκικα. Βλάκικα. Εμείς οι μοντέρα των Ευρωπαίων. Ό,τι δικό μας το περιφερονίσαμε, η μαθήτατα, και ό,τι ευρωπαϊκό. Το πιο κακό ευρωπαϊκό το εισάγαμε, όσο αυτό αξίζει. Και το πιο καλό δικό μας το είπαμε με φλάκιο. Και τώρα την είμαστε τιμένη, όπως την τιμένη στην Καλλία, στην Ινταλία, στην Αγία. Άχρυμα, άγριξτα κι άλλο. Όταν μπορείτε να βράχατε μία φιλίτσα εδώ, μία φιλιστα νερά βραία. Μια φιλιστα νερά και τιμένη. Να βλέπω κι εσάς απέναντι, γιατί είναι στις φοβερές στολές. Φοβερές στολές. Αλλά δεν μπορείτε να βλέπω ικανίτες, ελληνίτες, γαμπλινίτες, όλοι. Γιατί ο Κοτιέ πάντως εδώ που ήρθε φυστανέλα φόρεσε. Και ο Προνοδοσμπάιλος. Ο Κοτιέ, μόνο ο Κοτιέ, αυτός ο Βάρης, ο Μέτσις, ο Βιγανός, εμφανίστηκε στις Εκκλησίες του με φυστανέλα. Το μονικό του τώρα. Και τώρα νιώθουν όλοι εκπληκτική κατάθλιψη. Δεν ξέρω τι μας θέλει. Είναι πολύ γνωστό όμως τι μας θέλει. Μας θέλει ότι δεν εκτιμήσαμε καθόλου τα μητρώνες. Βλάχικα. Και τώρα, όταν ήρθα στην Αθήνα, ήταν μια κρυφή κουλά βανέμορφη. Μέχρι τότε ακόμα τα γόνιστρα δεν τρεπότσανε να μιλήσουν με το χρώμα της. Καταρχήν, ο ιδιαίτερος τρόπος του καθενός είναι αυτός ο οποίος θα εκκλησθρώσει φιλία, αγάπη, τα συμπερφέσεις της ζωής. Ο τρόπος ο κοινός δεν θα εκκλησθρώσει κανέναν θέμα. Είχα χάσει αγάπη στο σπιντώσαχο μέλημα, διότι είχε πολλή αιτώνη ιδιομοσοπία. Δηλαδή είχα αγγλίστρια, γλυκό. Μέχρι τότε μιλούσαν τα γόνιστρα στην Αθήνα με το χρώμα τους από τα μέρη της Ελλάδος. Μετά το 1871, τότε βλάχικα, τρεπότσαν όλες. Τελευταία ημέρα, πώς θα απλούν τις λέξεις και τον ήχο, πώς θα το αποφύγουν, διότι θα είναι βλάχικα. Αν δεν μπορούσαν τη βλάχα, σαν χαζάνω ρόμπιστρα κεντάκια που έρχονταν σ' αυτό, πάντα μικρά κεντάκια. Χαζάνε μικρά κεντάκια. Και τώρα γίναμε διπλήθος παλίδια. Για ποιο λόγο? Οι Έλληνες, οι Έλληνες και οι Έλληνες. Οι Ευρυμάνομενοι ήταν υπέρος. Ακόμα και τέλει τέτοια πράγματα, μοιράει στην εγγονιά, τυπικά. |