Διάλεξη 13: Στο τελευταίο μας μάθημα, κλείτοντας όλη αυτή τη, θα λέγαμε, το παιδιάβασμα μέσα στη γενικότητα συζήτηση για το συνοπτικό πρόβλημα, θα συζητήσουμε λίγο μία τυχή, η οποία πολλές πολλές δεν είχε συζητηθεί. Αποτελεί, θα λέγαμε, μία περιφερειακή συζήτηση μέσα στη συζήτηση του συνοπτικού πρόβληματος και είναι η σχέση που έχουμε συνοπτικά με το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο. Και ως παράδειγμα, εδώ, για να μην μακρύνουμε και να μην ανοίξουμε πάρα πολύ τη συζήτηση, θα αξιοποιήσουμε το υλικό από το καταλουκάν Ευαγγέλιο και θα δούμε τις σχέσεις που πιθανόν υπάρχουν ανάμεσα στο καταλουκάν και στο κατά Ιωάννη. Και λέω, θα δούμε αυτό, γιατί ακριβώς είναι ένα κομμάτι το οποίο συζητήθηκε αρκετά μέσα στην έρευνα. Όσο και αν φαίνεται παράξενο, η συζήτηση για τις σχέσεις του καταλουκάν Ευαγγέλιου με τα συνοπτικά Ευαγγέλια αρχίζει πολύ νωρίς μέσα στην ιστορία τις ερμηνείες των Ευαγγέλιων. Ουσιαστικά έχουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία του Ευσεβίου, ο οποίος λέει χαρακτηριστικά τα εξής Αυτό μας λέει εδώ ο Ευσεβίος πέρα από αυτό το γνωστό, που έχει να κάνει με την ιδιαιτερότητα, με την ιδιοπροσωπία θα λέγαμε του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, ότι πρόκειται για ένα πνευματικό Ευαγγέλιο σε σχέση με τα σωματικά, όπου συνήθως χαρακτηρίζονται τα Ευαγγέλια, το οποίο λαθασμένα πολλές φορές μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας θεωρήθηκε ως, τα λέγαμε κατά κάποιο τρόπο, ότι σημαίνει ότι είναι κατώτερα από το κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, επειδή αυτό θεωρήθηκε πνευματικότερο και αυτά σωματικότερα και το σώμα σε ένα κομμάτι τουλάχιστον της εξαιρετικής παράδοσης και ως υπόδεεστερο. Λέω από αυτό ότι εδώ ευσέργειος ακολουθώντας και μια παλαιότερη γραμμή όπως αυτή που βρίσκουμε στο κλίμα, το Αλεξανδρέα υποστηρίζει αυτή την ιδιαιτερότητα του Ιωάννη, υπάρχει ένα δεύτερο πολύ ενδιαφέρον στοιχείο εδώ, ότι αυτό που λέει εδώ είναι ότι γνώριζε ο Ιωάννης τα σωματικά Ευαγγέλια και γνωρίζοντας τα ουσιαστικά έρχεται να γράψει το δικό του Ευαγγέλιο. Και μάλιστα σε άλλο σημείο της εξαιρετικής ιστορίας του, λίγο νωρίτερα στο τρίτο βιβλίο του 24, 7, 2 και εξής, ο ευσέργειος θα παρατηρήσει ότι ο Ιωάννης γνώριζε και έγινε να συμπληρώσει τα κενά των συζητικών. Λοιπόν, προμένως εδώ, για πρώτη φορά μέσα στην ιστορία της συζήτησης ακριβώς της σχέσης του Ιωάννη με τα υπόλοιπα κείμενα, μπαίνει ακριβώς αυτή η ιδέα της εξάρτησης με κάποιο τρόπο και ουσιαστικά τις στάσεις που έχει ο Ιωάννης να συμπληρώσει τα κενά των συζητικών. Άρα λοιπόν ξεκινάμε νωρίς, βέβαια θα κάνουμε ένα μεγάλο άλμα τώρα στην ιστορία της έρευνας. Πολύ νωρίτερα θα πάμε στον 20ο αιώνα, όπου το θέμα ξανά έρχεται στην υποφάνεια με ιδιαίτερη έμφαση, γιατί πρέπει να πω ότι στην αρχαιότητα κυρίως τονίστηκε ακριβώς αυτό ότι ο Ιωάννης γνωρίζει τα άλλα Ευαγγέλια και έρχεται να τα συμπληρώσει και γι' αυτό μάλιστα οι πατέρες εξηγούν ο Ιωάννης δεν επαναλαμβάνει τα όσα λένε οι άλλοι Ευαγγελιστές. Θα πάμε λοιπόν στην σύγχρονη φάση της έρευνας, τον 20ο αιώνα, και ο πρώτος ο οποίος ασχολείται ιδιαίτερα με τη σχέση του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου με τους συνοπτικούς, είναι ο Χανς Βίντις, ο οποίος γράφει ένα κείμενο, μια μελέτη στα 1926, την οποία την προφορείται Ιωάννης και συνοπτική. Ο Βίντις θα συνεχίσει τη σκέψη του Ευσεβίου και θα πει ότι ο Ιωάννης γράφει για να αντικαταστήσει τους συνοπτικούς, επειδή θεωρεί ότι έχει γνωρίσει μια ορθότερη εκδροχή της ιστορίας του Ιησού. Ο Βίντις βλέπει και έναν ανταγωνισμό μεταξύ του Ιωάννη και των συνοπτικών και ότι ουσιαστικά το Ευαγγέλιο του Ιωάννη έρχεται τανταγωνιστικά να υποκαταστήσει τα τρία συνοπτικά. Ο Πέρσιβαλ Γκάρντες Σμιπ θα ακολουθεί σε μια παρόμοια γραμμή στο διβλίο που εκδίδει το 1938 «Saint John and the Synoptic Gospels». Εκεί θα πει ότι συνοπτική και Ιωάννης μοιράζονται μια κοινή παράδοση. Το πλέον δεν λέει ότι ο Ιωάννης έχει γνωρίσει μια καλύτερη εκδοχή, λέει ότι όλοι αρδεύουν από μια κοινή δεξαμενή και θα απομακρυνθεί από το Βίντης λέγοντας ουσιαστικά ότι λειτουργεί ανεξάρτητα από τα συνοπτικά. Δηλαδή έχουν όλη την ίδια κοινή δεξαμενή, αλλά κατά κάποιον παράξενο τρόπο, το οποίο φυσικά κανείς θα πρέπει να ρωτήσει γιατί, ο καθένας θα δει διαφορετικά στοιχεία μέσα από αυτή τη δεξαμενή. Η δεξαμενή πρόκειται για τη θεωρία που τη λέμε independence theory, η θεωρία της ανεξαφεσίας όσον αφορά τις γραμμές που ακολουθούν οι διαφορετικές εκδοχές της Ευαγγελικής αφήγησης. Αυτή η θέση, ότι υπάρχει μια κοινή δεξαμενή δηλαδή και ότι ο καθένας θα δει διαφορετικά στοιχεία και ότι λειτουργεί ο Ιωάννης ανεξάρτητα από τους συνοπτικούς, ότι δείτε από τους περισσότερους προσώπους της λεγόμενης κριτικής της μορφής, της form critique, όπως είναι ο Πουλπμαν, ο Ντότ, ο Γουτνόου, ο Μπραούν, ο Περρίν ή ο Σνάκενδροχ. Όλοι αυτοί λίγο πολύ ακολουθούν τη ίδια θέση. Αλλά από τη δεκαετία του 70' και έξις έχω μια στροφή θα λέγαμε στη μέθοδο ανάγνωσης των ευαγγελικών κοινών και την εισαγωγή, αν θέλετε, του αντίλογου της λεγόμενης σχολής της σύνταξης, της κριτικής της σύνταξης, η λεγόμενη ρεταξιός κριτικ, όπου η ρεταξιός κριτικ, μεταξύ πολλών άλλων, τονίζει ακριβώς τον ρόλο του συγγραφέα, που το είπαμε το προηγούμενο μάθημα, ως θεολόγου και όχι απλώς η λέκτη αφηγήσεων. Αλλά μέσα σε αυτή τη συζήτηση θα του νηστεί κυρίως ότι ο συγγραφέας του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου ουσιαστικά εξαρτάται και γνωρίζει τα συναπτικά αυτήν, η γραμμή που κυρίως υιοθέτησε η σχολή του Λεβέννη, με υποσόχους για παράδειγμα τον Νέιριο και τον Σαμπέ, αλλά η υιοθέτηση συνήθισε και από άλλους ερευνητές, όπως είναι ο Μπάρετ, ο Στουλμάχερ, ο Σνέλε και κυρίως ο Τιεν. Διαβάζοντας κανείς για παράδειγμα το υπόμοιμα του χαρτιτ Τιεν, θα δει ότι ακριβώς εκεί ο Τιεν δεν κάνει τίποτε άλλο, παρασυνεχώς να υπογραμμίζει και να τονίζει ακριβώς αυτή τη σύνδεση με τα συνοπτικά Ευαγγέλια. Διακρίνει δηλαδή ένα συνεχή διάλογο του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου με τις Ευαγγελικές αφηγήσεις στα συνοπτικά μας Ευαγγέλια. Τώρα το πόσο δίκιο έχει ο Τιεν, αυτή είναι άλλη ιστορία, ξέρουμε ότι πολλές συχνά έχει ασκεφθεί κριτική στις θέσεις του Τιεν, ακριβώς εξ της αυτής της υπερβολής, τα λέγαμε, ελπίδιας του Κυστάν, κάποιες φορές, στη σύνδεση με τα συνοπτικά Ευαγγέλια. Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν τρεις βασικές τάσεις, ένα τρεις είναι ουσιαστικά, η μία είναι είτε ότι ο Ιωάννης γνωρίζει το κείμενο ενός ή περισσότερων Ευαγγελίων, τα οποία τα χρησιμοποιεί, γνωρίζει κάποιους από αυτούς και εδώ τώρα ως υποψήφια κείμενα τα οποία γνωρίζει ο Ιωάννης, θεωρούμε είτε τον Μάρκο ή και τον Λουκά, Μάρκο και Λουκά. Ο μαθητής δεν δείτε λιγότερο πιθανό από τους εκπροσώπους αυτής της σχολής, αυτής της τάσης, ότι λειτουργεί θα λέγαμε σαν παράγοντα επίδρασης στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο. Η δεύτερη ευδοχή είναι ότι οι Ιωάννης και οι συνοπτικοί λειτουργούν καθένας ανεξάρτητα από τον άλλο και ουσιαστικά όλοι επηρεάζονται από μία κοινή προφορική παράδοση, δηλαδή αυτό που είπαμε πριν, η θεωρία της ανεξαρτησίας, έχουν μία κοινή δεξαμενή παραδόσων προφορικών, τις οποίες θα δει ο καθένας διαφορετικά στοιχεία. Υπάρχει και η τρίτη ευδοχή, η οποία συνδυάζει κατά κάποιον τρόπο τα παραπάνω, λέει δηλαδή ότι ο Ιωάννης γνώριζε τα συνοπτικά Ευαγγέλια και τις παραδόσεις τις οποίες χρησιμοποιούν τα συνοπτικά Ευαγγέλια, δεν εξαρτάται όμως από αυτά, δηλαδή κατά κάποιον τρόπο κατελθώνει ο Ιωάννης να τα αφήσει όλα στην άκρη, παρόλο που τα γνωρίζει και να γράψει κάτι ειδωλώς και νουρίο, χωρίς να φαίνεται πουθενά οποιαδήποτε σχέση του Ευαγγελίου με τα συνοπτικά Ευαγγέλια. Όπως είπα και στην αρχή του μαθήματος, εμείς κυρίως θα εντοπίσουμε το ενδιαφέρον στη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον Ιωάννη και στον Λουκά και φιλέγω αυτό, γιατί, όπως είπα και πριν, η σχέση του Ιωάννη με τον Μάρκο λίγο πολύ θεωρείται δεδομένη σήμερα, ο Λουκάς είναι ένα κομμάτι το οποίο γενικά δεν έχει μελετηθεί πολύ, ως ένα, θα λέγαμε, κείμενο το οποίο γνωρίζει ο Ιωάννης και η κοινότητά του ή ο συγγραφέας ή αν θέλετε και οι συντάκτες, διορθωτές της συνέχεια, αναθεωρητές μάλλον του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου. Αυτό που προκαλεί εντύπωση, διαβάζοντας κανείς αυτά τα δύο κείμενα, θα παρατηρήσει αυτό που είπε ο Μούτι Σμιθ, ένας ερευνητής ο οποίος ασχολούθηκε ιδιαίτερα με τη σχέση Ιωάννη και Λουκά, αυτό που παρατηρεί λοιπόν είναι ότι υπάρχει μία κοινή αντίληψη του γεγονός στα δύο Ευαγγελίου, πάρα πολύ ενδιαφέρον, δηλαδή πάνω τα πράγματα τα οποία ο τρόπος που τα παρουσιάζει ο ένας και ο τρόπος που τα παρουσιάζει ο άλλος είναι συγγενείς, έχει πάρα πολλές ομοιότητες. Και στη στιγμή είχε ένας ερευνητής ο οποίος γενικά θα λέγαμε πέρασε σε αυτούς τους που δεν μελετήθηκαν ιδιαίτερα και η αλήθεια είναι ότι έφυγε σχετικά νωρίς με αποτέλεσμα να μην έχει και ο ίδιος την ευκαιρία να αξιοποιήσει το υλικό του, όταν έχουμε κάποιες δημοσιεύσεις δικές του, θα λέγαμε, έχει το δικό του υλικό, πάνω σε κάθε περίπτωση θα μπορούσαμε να βρούμε, δηλαδή ο άνθρωπος αυτός έγραψε κάποιες συμμελέτες, αλλά πέφτουν σχετικά νωρίς με αποτέλεσμα να έχουμε το υλικό του, όταν μην έχουμε πάρα πολλά πάνω σε αυτό, είναι πολύ λίγο το υλικό που μας θέζουν, όμως πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του. Ο Λαμάρ λοιπόν Κρύψ εντοπίζει πολλές ομοιότητες λεκτικές ανάμεσα στο Καταϊόν Ευαγγέλιο και στο Καταλουκά. Συγκεκριμένα βάζει να κάθει σε ο Λαμάρ σε μια σειρά από εισεγήσεις που έκανε κυρίως στην SBL, Society of Biblical Literature, και σε κάποιες εκτρέστιες μελέτες κάνει το εξής, εντοπίζει όλα τις περιπτώσεις αυτής της λεκτικής συγκένει, τάφτισης, και εντοπίζει 60 τέτοιες περιπτώσεις. Συζητά μάλιστα τις παραθέτει και τις συζητά μία προς μία. Από εκεί πέρα εντοπίζει άλλες 24 σκηνές μεταξύ των 4 Ευαγγέλιων περιπτωπές, στις οποίες όμως, αν συγκρίνει κανείς τα 4 Ευαγγέλια, θα διαπιστώσει ότι σε 48 περιπτώσεις, μέσα στις 24 σκηνές περιπτωπές, οι ομοιότητες μεταξύ Ιωάννη και Λουκά είναι περισσότεροι. Επίσης, εντοπίζει άλλες 24 περιπτώσεις μέσα στα 4 Ευαγγέλια, όπου ο Ιωάννης και ο Λουκάς, μάλλον στις 24 φορές αυτές, ακολουθούν την ίδια διαδοχή του γεγονότου. Σε 20 περιπτώσεις μέσα στις 24 σκηνές περιπτωπές. Και τέλος, βρίσκεται, όχι λεκτική ταύτηση, αλλά λεκτική ομοιότητα, 25 φορές, 25 περιπτώσεις μέσα στα 2 αυτά κείμενα. Αυτά λοιπόν όλα έκαναν τον Λαμάρ να υποθέσει ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε κάτι τόσο απλό, ότι εδώ πρόκειται ουσιαστικά για μια σχέση πολύ πιο ουσιαστική και σημαντική από αυτό που μπορεί να υποψιάζονταν κανείς μέχρι τώρα. Και όπως είπα πριν, είναι το θέμα της σχέσης του Λουκά με τον Ιωάννη ένα θέμα που δεν έχει μελετηθεί πάρα πολύ, δεν μπορούμε όμως να είναι τελώς άγνωστο. Απ'εναντίας, υπάρχουν μελέτες μέσα στην πορεία της ιστορίας, τα οποία πραγματικά δεν κάνουν τίποτε άλλο, παράκριβώς να προσπαθούν να διαρευνήσουν ακριβώς αυτή τη σχέση. Μια πρώτη λοιπόν μελέτη είναι αυτή, το 1911, του Λουκβί Κύμπελ, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο Ιωάννης γνωρίζει τον Λουκά, τον γνωρίζει καλά, ως συγγραφέας του Καταγιάννου Βαλτιλίου, και προσπαθεί να τον συμπληρώσει. Ο Κύμπελ εντοπίζει διάφορες περιπτωπές, θα πούμε γι' αυτές τις συνέχειες, στις οποίες θεωρεί ο Ιωάννης, έχοντας στην υπόψη του την αφήγηση του Λουκά, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να προσπαθεί να την συμπληρώσει. Στα 1958, ο Σνίμιν θα ακολουθήσει μια άλλη πορεία. Λέει δηλαδή ότι ο Ιωάννης και ο Λουκάς μοιράζονται μία κοινή προφορική παράδοση. Και ότι αυτή η κοινή προφορική παράδοση, ουσιαστικά συνδέεται, επίσης, και είναι μία πρωτο-Ιωάννια παράδοση, όπως την λέει, είναι μία παράδοση όπου αρχικά υπάρχει ένα πρώτο στρώμα του Καταγιάννου Βαλτιλίου, την οποία γνωρίζει ο Λουκάς και την οποία στη συνέχεια την παραλαμβάνει ο Λουκάς και την εντάσσει μέσα στο κείμενό του και την εξελίσει περισσότερο. Θεωρεί δηλαδή ότι ο Λουκάς έπεται μία συγκεκριμένη σφάσης της σύνταξης του Καταγιάννου Βαγγελίου. Είναι μια ενδιαφέρουσα ιδέα, η οποία μπορεί να συνεχί και με τα όσα θα ακούμε στη συνέχεια. Στα 1937 ο Γκράντ θα μιλήσει για κοινές πηγές παράδοσης ανάμεσα στο Λουκά και τον Ιωάννη και θα πει, ακολουθώντας τον Σκύβιν που σέφτηκα, ότι γίνεται από τον Λουκά μία προσπάθεια εναρμόνισης του τρίτου Ευαγγελίου με το τέταρτο. Βαγγελίου θα μιλήσει για τη σχέση του Ιωάννη με τον Μάρκο και τον Λουκά. Λέει λοιπόν χαρακτηριστικά ότι ο Ιωάννης γνωρίζει και τον Μάρκο και τον Λουκά, με το οποίο ο Λουκά παραθέτει από μνήμης. Αυτό θεωρεί οτι υπάρχουν πάρα πολλές ομολόγτες ανάμεσα στον Ιωάννη και στον Λουκά. Υπάρχουν και οι διαφορές στις οποίες εκείνης αποδίδε αυτήν την ανάκληση των ιστοριών αυτών από μνήμης. Και θα πει λοιπόν ότι ουσιαστικά ο Ιωάννης και ο Λουκάς μοιράζονται κοινές προφορικές επίσης παραδόσεις. Βλέπει δηλαδή ένα πιο σύνθετο πλέγμα σχέσεων ανάμεσα στον Λουκά και στον Ιωάννη. Και να συνεχίσουμε συνέχεια με τους Πάρκερ και Μάντοξ, δεκαετία 60 έως 80, όπου εκεί πλέον υπάρχει μια νέα εξέλιξη σε αυτή τη συζήτηση. Αυτοί θα μιλήσουν για μια κοινή προφορική παράδοση. Οι δηλαδή, που σαφώς υπάρχουν μεταξύ των δύο βαγγελίων, αυτές οφείλονται στο γεγονός ότι οι δύο Ευαγγελιστές, οι δύο κοινότητες μοιράζονται κοινές παραδόσεις προφορικές. Έχουν υπάρξει ένα κοινό υλικό, από το οποίο ακούν και οι δύο. Αυτή είναι η θέση του Πάρκερ και του Μάντοξ, και όπως θα πω στη συνέχεια, είναι μια θέση, η οποία γενικά έχει οφετηθεί μέσα στην έργο. Πριν μιλήσαμε για τον Λαμάρ Κρύμ, είπαμε ότι ο ίδιος έχει ένας μεγάλο υλικό σε το τρόσεο, μέσα σε μικρές σχετικά μελέτες, ο οποίος έγινε σχετικά νωρίς, με αποτέλεσμα να μην αφήσει πιο περισσότερες μελέτες ή κάτι πιο συγκροτημένο. Ο Κρύψο όμως θα πει ότι ο Λουκάς και ο Ιωάννης συνδέονται πάρα πολύ στιγμές μεταξύ τους και παρατήρησε ότι ο Λουκάς απομακρύναται από τον Μάρκο στα σημεία εκείνα της αφήγεσης που ακολουθεί τον Ιωάννη, όπου δηλαδή ο Λουκάς γενικά, το είπαμε και στα προηγούμενα μαθήματα, έχει μια ιδιαίτερη σχέση με το υλικό του κατά Μάρκο Λουκά, γενικά τον ακολουθεί πιστά, όπως επίσης είναι αυτός ο οποίος διασώζει σύμφωνα με την άποψη της έρευνας και την κοιού. Ο Λουκάς με μεγαλύτερη πισθότητα, ο Λουκάς απομακρύναται από τον Μάρκο αρκετές φορές και το κάνει αυτό όταν ακολουθεί τον Ιωάννη και θα πει και ο Κρίπς ότι ακολουθεί τον Κατά Ιωάννη όχι στη μοφή που το γνωρίζουμε σήμερα έχει δεχθεί μεγάλη επεξεδρασία, σήμερα είναι πάρα πολύ δύσκολο να διακρίνουμε τα στρώματα αυτής της επεξεδρασίας, ακολουθεί λοιπόν μια άλλη επεξεδρασία και γνωρίζει, και επομένως γνωρίζει διάφορα στάδια της εξένειξης και προφανώς ο Λουκάς γνωρίζει κάποια από αυτά τα στάδια. Και φυσικά όπως συμβαίνει και με τα υπόλοιπα ζητήματα που αφορούν στο συνοπτικό πρόβλημα, έτσι και στην περίπτωση σχέσης του Λουκά και του Ιωάννη, τα τελευταία χρόνια διατυπώνονται περισσότερο σύνθετες θεωρίες, όπως για παράδειγμα αυτή του Μπόμα, το οποίο μιλήσαμε ήδη όταν μιλούσαν και για το συνοπτικό πρόβλημα, αλλά και του Αντών Ντάουα, ο οποίος μιλάει για μια μετά-συνοπτική προφορική παράδοση, η οποία επηρεάζει την Ιωάννη. Δηλαδή υπάρχει μια παράδοση, η οποία διαμορφώνεται μετά τη συγγραφή των συνοπτικών Ευαγγελίων και λαμβάνει και το γραπτό κείμενο πόψι, και αυτή η παράδοση είναι προφορική και επηρεάζει συνέχεια την Ιωάννια παράδοση που βρίσκουμε να αποτυπώνεται μέσα στο κείμενο μας. Σε όλα αυτά θα μιλήσουμε στη συνέχεια και θα πούμε πώς αυτά θα μπορούν να δέσουν σε μία άλλη σχέση, η οποία ίσως υπάρχει ανάμεσα στο Μάτερ, στο Λουκάρ και στον Ιωάννη. Το πρώτο που πρέπει να πούμε τώρα είναι ότι υπάρχουν διάφορους ειδών, όπως και ο ίδιος ο Κρύψερ Ντόπισες, κοινές επαφές μεταξύ του Ιωάννη και του Λουκάρ. Το πρώτο πρώτο υπάρχουν διάφορες παφές, σχέσεις δηλαδή, οι οποίες μπορούν να απορραπέμουν σε κοινές παραδόσεις μεταξύ του Λουκάρ και του Ιωάννη ή των συλλογικών γενικότερα και του Ιωάννη. Αναφέρατε ένα παράδειγμα, ας πάμε στο Μάρκος 11, εννιά έως δέκα, όπου εδώ αναφέρεται χαρακτηστικά, έχει να κάνει με την ίσοτο στα Ιεροσόλουμα, λέει λοιπόν και οι προάγοντες και ακολουθούντες έκραζαν λέγοντες ο Σανά ευλογημένος ερχόμενος ο νόματι Κυρίου, ευλογημένη η ερχομένη βασιλεία είναι ο νόματι Κυρίου του πατρός ημών Δαβίδ, ο Σανά εν της υψίστης. Αυτή είναι η εκδοχή του Μάρκου. Αν πάμε στην εκδοχή του Ματθαίου, στο 21 κυβάλαιο, θα δούμε εκεί να λέγεται χαρακτηστικά, οι δε όχλοι προάγοντες και ακολουθούντες έκραζαν λέγοντες ο Σανά το Ιόδοδη, ένα στοιχείο που το βρήκαμε και στην διάρκεια του Μάρκου, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ο νόματι Κυρίου, και αυτό υπάρχει, ο Σανά εν της υψίστης. Και αυτό υπάρχει. Πηγαίνοντας ταωστονικά, στο 2234, στην αντίστοιχη ιστορία που έχουμε για την είσοδο στα Ευαγγέλια, στην είσοδο στο Ναό, στην Ιουσαλήμ, θα δούμε ότι και εκεί ο Λουκάς θα μοιάσει περισσότερο στην αφήγηση τον Ιωάννη και όχι τους συνοπτικούς, λέει χαρακτηστικά στο 19 κεφάλαιο. Ευλογημένος ο ερχόμενος βασιλεύς εν ο νόματι Κυρίου, ειρήνη εν ουρανό και δόξα εν υψίστης. Υπάρχει στο 224 τη συνοπτική παράδοση, αλλά αυτό, στο πρόβλημα που χαιρετίζει το Ιησού, παραπέμπει σε μία αντίστοιχη εικόνα στο 13 κεφάλαιο, στο 238, του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Όπου εκεί, σύνολου έχει στο 13 κεφάλαιο, νωρίτερα στην ίσοτο, όπου εκεί και γενικότερα, μάλλον να το πω για να είμαι και ακριβέστερη, και γενικότερα στο 12 κεφάλαιο, γενικότερα στην εικόνα του Ιησού, βασιλέα με στον Ιωάννη, αλλά πρέπει και συγκεκριμένα στην κραυγή των όχρον των υποδέχεων του Ιησού, λέει λοιπόν ο Σανα, ευλογημένος ο ερχόμενος ο νόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ. Πάλι βλέπουμε ότι εδώ ο Ιησούς χαρακτηρίζει τους βασιλεύς του Ισραήλ μόνο στον Ιωάννη και στον Λουκά, ενώ οι άλλοι δύο, οπωσδήποτε μιλάει για τη Βασιλεία, υπάρχει η ιδέα, αλλά η διατύπωση είναι τέτοια που παραπέλει ακουμβώ σε μια συγγένεια μεταξύ Λουκά και Ιωάννη. Μια σαφαίστρη σχέση μεταξύ Λουκά και Ιωάννη μπορούμε να βρούμε σε κάτι της άλλης προκτώσης, σε μιας άλλης προκτώσης θα φέρουμε ένα παράδειγμα πάλι, ας ξεκινήσουμε από τον Ματθαίο 26,34, όπου ο Ιησούς μιλάει στον Πέτρο και του προφητεύει ότι θα τον προβώσει και λέει αμήν Λεγωσή ότι εν τάφνικ τί πριν Αλέκτρα φωνήσε τρεις απαρνήσειν. Αυτή είναι η παρατήρηση που κάνει ο Ιησούς στον Πέτρο λίγο πριν από την προβουσία. Αν πάμε στο 14 κεφάλαιο του Μάρκου στο στίχο 30 θα δούμε εκεί ότι ο Ιησούς θα πει αμήν Λεγωσή ότι εν τάφνικ τί πριν Αλέκτρα φωνήσε τρεις απαρνήσειν. Και εδώ πάλι έχουμε ανάλογη διατύπωση. Δεν θα προλάβει ο Πετινός να λαλήσει και εσύ θα με αρνηθείς τρεις φορές. Αν πάμε τώρα στο Λουκάς 22 που έχουμε πάλι την ίδια διατύπωση. Λέει ο Ιησούς πέτρε ου φωνήσει σήμερον Αλέκτρα πριν ή τρεις απαρνήσει με μη δέν. Δηλαδή δεν θα προλάβει να λαλήσει ο Πετινός πρωτού εσύ με αρνηθείς τρεις φορές. Και αν δούμε στον Ιημάνη ακριβώς την ίδια συζήτηση θα δούμε τον Ιησού να λέει στον Πέτρο και μάλιστα κατά κάποιο υποειρονευόμενος του γιατί ακριβώς ο Πέτρος λέει ότι εγώ και αν όλοι να σας αρνηθούν εγώ δεν θα σας αρνηθώ. Και λέει και θα δώσουν ψυχή μου τη ζωή μου για σένα και λέει Ιησού στην ψυχή σου υπερμούν θύσεις αμήν λεγόσι μη Αλέκτρα φωνήσει έως ο απαρνήσει με τρεις. Ακριβώς το ίδιο πράγμα ότι και εδώ αυτό που λένε οι δύο Λουκάς και Λουάννης είναι ότι ο Πετινός σαστικά θα λαλήσει μετά τη τρίγη άρνηση του Πέτρου. Ενώ οι άλλοι δύο συνοπτικοί λένε ότι θα ήδη θα λαλήσει ο Πετινός και μέσα σε αυτό το διάστημα όταν θα τελειώσουν αυτές τις φορές θα λαλήσει ο Πέτρος θα τον έχει ήδη προδώσει. Υπάρχει και κάτι άλλο, ήδη αναφερθήκαμε λίγο όταν μιλούσαμε με τον Βασιλιά πριν, υπάρχουν συγγένειες σε ιδέες και παραστάσεις. Βλέπουμε δηλαδή πολλές περιπτώσεις, υπάρχουν κοινές ιδέες ανάμεσα στο Λουκά και στο Ιωάννη και μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο λεγόμενος Ιωάννηος Μετεωρήτης. Ο Ιωάννης Μετεωρήτης λέγεται ένα κοιχωρίο το οποίο σήμεσα αποδίδεται στην πηγή Κιού γιατί είναι κοινό ανάμεσα στο Ματθαίο και στο Λουκά. Θα διαβάσουμε και τις δύο εγκλωχές. Αυτό που λέει αστραπίνεκτο ουρανού πεσόντα, η δουλειο με την εξουσία του πατήν επάνω όφεων και σκοπιών και λιπάς στην δύναμη του εθνού και ουδένα ημάς ουμή αδικήσει, πλύνε τούτο χαίρεστε κτλ κτλ και θα πει μετά στο 22 νεοπατήρ ότι ούτως θα γίνεται ευλογία εν προσθέσω πάντα με το παντοδύναμο πρόγραμμα. Εν προσθέσω πάντα είναι υπαρρυδόθητο του πατρός μου και ουδείς γινόσχη της εστίν ο υιός ειμή ο πατήρ. Μια πάρα πολύ γνωστή ιδέα από το Κατεγιάνινι ο Αγγέλιο, η της εστίν ο πατήρ ειμή ο υιός και ο ανεβούλετος ο υιός από καλύψα στην Ιθού με εκείνο που λέει στο Κατεγιάνινι γένει ο Ερακώση μία ώρα και τον πατέρα. Αυτό το ίδιο χωρίο το βρίσκουμε και στο Ματέως 1127 όπου λέγει πάλι χαρακτηριστικά πάντα με υπαρρυδόθητο του πατρός μου και ουδείς επειγινόσχη τον υιόν υιμή ο πατήρ ουδέ τον πατέρα της επειγινόσχη η μη ο υιός και ο ανεβούλετος ο υιός από καλύψα. Και εδώ έχουμε ακριβώς την ίδια ιδέα. Αυτή η ιδέα ότι ο υιός έρχεται στον κόσμο και είναι ουσίως σωστός και αποκαλύπτει ουσιαστικά τον πατέρα και ο πατέρα ουσιαστικά αποκαλύπτει μέσα του υιού και ο υιός ουσιαστικά ταυτίζεται καταλαβαίνει πρώτα με τον πατέρα είναι καθαρά Ιωάννια στη σκέψη. Βλέπουμε όμως εδώ να υπάρχει ένα πολύ ξαφνικά μέσα στο κείμενο και αμήν ξαφνικά βρισκόμε την ίδια ιδέα που φωνάμε στην Ευαγγέλια. Αυτό που ονομάστηκε ο Ιωάννης Μεταορίδης και μάλιστα βλέπουμε ότι η διατύπωση στο καταλουκάν Ευαγγέλιο θυμίζει περισσότερο το κατά Ιωάννη. Αυτή αποτελεί κατά κάποιον τρόπο μια ένδειξη της συμβαίνειας μεταξύ του κείμενου. Στον Θεό που τίθεται είναι ότι συμβαίνει εδώ και μια όξη που δείχνει η αυτοί οι λουβέντες είναι ότι ο Ιωάννης προφανώς γνωρίζει την εκδοχή του Λουκά. Ή αντίστοφα. Αλλά αν πούμε αντίστοφα τότε θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ο Λουκάς έπεται χρονικά του κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο. Από εκεί πέρα μια μεγάλη συγγένεια ανάμεσα στον Ιωάννη και στον Λουκά θα βρούμε στην αφήγηση του πάθους. Λοιπόν βέβαια ότι όλοι οι συνοκτικοί μοιράζονται μια κοινή αφήγηση. Ο Ιωάννης επίσης έχει στοιχεία τα οποία βρίσκονται και στους συνοκτικούς αλλά έχει και δικές του ιστορίες, μια δική του ροή στα γεγονότα στο κείμενό του. Ωστόσο αν προσέξουμε να διαβάσουμε λίγο πιο προσεκτικά Λουκά και Ιωάννη στο πώς αφηγούνται τα γεγονότα που αφορούν στο πάθος θα δούμε ότι υπάρχουν αρκετές ομοιότητες. Για παράδειγμα είναι πολύ ενδιαφέρον ότι τόσο Λουκάς όσο και Ιωάννη συνδέουν το πρόσωπο του Ιούδα με τον διάβολο. Τον ταυτίζουν κύριε Δακτυτά με τον διάβολο κάτι που δεν το βρίσκουμε στους άλλους δύο συνοκτικούς. Σε όλους τους εσωτερικούς βασιλικούς ο Μάρκος αναφέρει απλώς τον Ιούδα ως αυτόν που παρέδωσε από τον Ιησού, την κανδρόδωσε και ο Δ. Μαχθέος περιγράφει τον θάνατό του, ουσιαστικά παραβάλλοντας περισσότερο σε παλαιοδιαθητικές αφηγήσεις που έχουν να κάνουν με τον κύκλον της ιστορίες του Δαβίδα, με την προδοσία του Αδεσσαλών ή την προδοσία των φίλων του Δαβίου και αυτόν που ήταν συνδετημόνες του. Όμως Λουκάς και Ιωάννης προχωρούν και στο χαρακτηρισμό του Ιούδα και μάλιστα την ταύτισή του με τον διάβολο. Και οι δύο κάνουν λόγο και για μία δίκη μπροστά στο Μεγάλο Συνέδριο, κάτι το οποίο δεν το βρίσκουμε στους άλλους Ευαγγελιστές. Οι Ευαγγελιστές μαθαίνουμε ότι παρουσιάζεται μπροστά στους Αρχιερείς, αλλά δεν κάνουν λόγο για μία δίκη. Η δίκη ουσιαστικά πραγματοποιείται μπροστά στον Πιλάτο, Ιωάννης και Λουκάς όμως κάνουν λόγο και για μία τέτοια δίκη. Και στις δύο περιπτώσεις, στους δύο δηλαδή, Λουκά και Ιωάννη, ο Πιλάτος ομολογεί τρεις φορές την αθώδητα του Ιησού, φυσικά από το μοτίβο καταλαβαίνω, το οποίο δεν είναι με έμφραση να τονίσει την αθώδητα του Ιησού, ενδιαφέρον όμως ότι και οι δύο αυτοί οι Ευαγγελιστές οθενούν ακριβώς το ίδιο μοτίβο. Και στις δύο περιπτώσεις, ο Βαραβάς αναφέρεται πρώτη φορά από το ίδιο το πλήθος και όχι από τον Πιλάτο, δηλαδή μία πρωτοβουλία θα λέγαμε της αρχής του πλήθους, εδώ με οπωσδήποτε μπορεί να δεικρίνει την ίδια τάση θεολογική, να υπηρεθεί όλη η ευθύνη για το θάνατο του Ιησού όχι στους πρωμαίους, αλλά στον λαό του Ιησραήλ και κυρίως στους άρχοντες του. Και το τελευταίο και πολύ σημαντικό και το οποίο το τόνισε ιδιαίτερα ο Λαμακρύψης είναι ακριβώς ότι τα γεγονότα ακολουθούν την ίδια ροή, την ίδια σειρά αφήγησης στο κατά Ιωάννη και στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο όσον αφορά τον Πάστος. Σημαίνει δηλαδή ότι εδώ μπορεί να έχουμε να κάνουμε κάποια κοινή παράδοση ή για την γνώση του ενός από τον άλλον Ευαγγελιστή. Ας πούμε και ένα άλλο παράδειγμα το οποίο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Είναι οι δύο εμφανίσεις του Αναστημένου στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο. Στο κεφάλαιο 24 και στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο στο κεφάλαιο 20. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Λουκάς μιλώνει για την εμφάνιση. Θα αφήσουμε βέβαια την εμφάνιση προς αιμαούς. Θα τα πιάσουμε λίγο την πρώτη εμφάνιση, η οποία θυμίζει πάρα πολύ τον τρόπο που αφιγείται τα πράγματα και το κατά Ιωάννη που έχουν πάρει οι δύο αγγέλους. Σε αντίθεση με τους άλλους ετοιμικούς που έχουν έναν αγγέλο. Εδώ έχουμε και διαφορετικές παραδόσεις. Το δεύτερο και πολύ ενδιαφέρον είναι η συνάντηση που έχει αναστημένος ο Ιησούς στο καταλουκάντα της μαθητές του στο δίπνο. Ότι ο Ιησούς εμφανίζεται λοιπόν ανάμεσα τους και εκεί που βρίσκονται συνημένοι και ζητάει να φάει μαζί τους και τους εξηγεί τον νόμο και τα λοιπά. Αυτό καταγιβάνεται, Ευαγγέλιο, μία αντίστοιχη εμφάνιση του Ιησού. Έτσι λοιπόν ο συγγραφέας μας θεωρεί ότι, σύγχρονοι οι γερευνητές θεωρούν ότι εδώ πρέπει να έχουμε να κάνουμε μια μεγαλύτερη εξάρτηση. Αυτή την εξάρτηση το Λουκάς 24-36 έως 43, που είναι αυτό που σας είπα με την εμφάνιση του Ιησού μέσα στον κλειστό κύκλο των μαθητών σε κλειδωμένο χώρο που αυτοί κάθονται και συσδούν και ζητάει να τον ψηλαφίσουν και να δουν ότι είναι πραγματικά ο Ιησούς που παραπέμει χαρακτηριστικά στην ιστορία με τον Θωμά. Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο και επίσης τρώει κάτι μαζί τους για να μην ακριβώς θεωρήσουν ότι είναι φάβοδο κατά ανάλογο τρόπο όπως συμβαίνει και στον Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο. Κατά τη στιγμή στο στίχο 10 όπου ο Ιωάννης κατά ενδιαφέροντα τρόπο αναφέρει ότι ο Πέτρος είναι αυτός ο οποίος πηγαίνει, μάλλον η Μαρανή Μαρία Ιωάννη, η Μαρία του Ιακώβου είναι αυτές που πηγαίνουν και μεταφέρουν σαποστόλες τα νέα και ο Πέτρος είναι αυτός ο οποίος θα πάει στη συνέχεια στον τάφο. Από αυτή την πληροφορία υπάρχει και στον Ιωάννη, δεν υπάρχει μια άλλαγη εκεί. Εκεί βλέπουμε ότι ο Πέτρος μπήκε μέσα στον τάφο, εδώ ακούς κοιτάζει και φέρνει δισκρυπτικώς. Σε κάθε περίπτωση όμως έχουμε μία συγγένεια που δεν βρίσκονται στους όντους των Ακτικούς και αυτό είναι ένα ενδιαφέρον στοιχείο. Και ένα άλλο στοιχείο ενδιαφέρον είναι ότι όταν ο Ιωάννης μιλάει για ορισμένα δεδομένα και ορισμένα γεγονότα, τα θεωρεί δεδομένα για τους αναγνώστες του. Θεωρείται ότι οι αναγνώστες του γνωρίζουν ορισμένα πρόσωπα και πράγματα τα οποία όμως δεν θα μπορούσαν να τα γνωρίζουν παρά μονάχα εάν είχαν διαβάσει το κατανοκάν Ευαγγέλιο Την ιστορία με τη Μάρθα και τη Μαρία. Έτσι είναι η ιστορία που ο Ιησούς πηγαίνει στο σπίτι, που η Μάρθα κάθεται στα πόδια του και τον παρακολουθεί στη δασκαλιά του, η Μαρία είναι αυτή που τον διακονούν, είναι πολύ ζήλο και θα πει στο τέλος Μάρθα Μάρθα να σκατερβάζει περισσότερα ενώ δεν στη χρεία και αν πάμε στο Ιωάννης 21 και αξίες Εδώ ο Ιωάννης μιλάει για την άσταση του Μαζάλου και λέει χαρακτηριστικά είναι της αστυνόλαζερος αγομηθανίας εκτισκόμης Μαρίας και Μάρθας μ' αδερφής αυτής, είναι η Μαρία λείψωσα τον κύριον Μύρο και εκμάξωσα τους πόδες αυτού της της τελξήν αυτής. Και στη συνέχεια στο 12ο κεφάλαιο, στο στίχο 3 και 6, θα πει χαρακτηριστικά, ενώ η Μαρία λαβούσα λίτρα μύρου ναυδοκριστικής κολλητήμου, ήλειψε τους πόδους του Ιησού και ξέμαζε τις αισθήν αυτές τις πόδους αυτού, είδε οικία επληρώθη εκτισοσμούς του λιτρου, δηλαδή ότι στο 11 ο συγγραφέας παραπέμπει τους αναγνώστες σε κάτι που ίσως γνώριζε. Και το οποίο έχει να κάνει με την ιστορία που υπάρχει αντίστοιχη στο καταλογάδο Μαρία Κάθαρξα από δεκτου Ιησού, εδώ βλέπουμε την Μαρία αναπλέμητα από δεκτου Ιησού και μάλιστα υπάρχει ένα αποθύστερο, δηλαδή ουσιαστικά στο 11 γίνεται λόγος για ένα περιστατικό το οποίο αναφέρει τελικά στο 12 κεφάλαιο. Μια άλλη περίπωση είναι πολύ χαρακτηστική. Έχουμε στο 21 κεφάλαιο του Καταϊόνιου Ευαγγελίου πάω με εκείνη τη θεαρμαστία Λεία. Στο τέλος λοιπόν του Ευαγγελίου, μέσα σε εμφανίσεις του αναστημένου Ιησού, έχουμε τον Ιησού να εμφανίζεται στη Βαλιδά, οι μαχαίρες να ψαρεύουν, να μην έχουν πιάσει όλη τη νύχτα τίποτε και ο Ιησούς να τους ζητάει να ρίξουν τα δίχτυα, μια πλογράφη που τα ρίχνουν, υπακούν, βγάζουν πολλά ψάρια και τότε ο μαχαίρις παρακούσε τον Ιησού, φύγει στον Καταϊόνιου Ευαγγελίου, αναγνωρίζει τον Ιησού και λέει χαρακτηστικά στο μέτρο ο Κύριος Εστέ. Εδώ αν υποθέσουμε ότι δεν γνωρίζουμε το Καταλουκάν Ευαγγέλιο θα μπορούσε πολύ εύλογα να δημιουργηθεί η απορία στον αναστη, πώς κατάλαβε ότι ο Κύριος είναι. Η άποψη που ο Κύριος το στρίχθηκε από τον Ούλβιχ Μπούσεκ και από τον Χάρτεκ Τιεν είναι ότι εδώ έχουμε μια διακυμενική ανάγνωση από μέρους του συγγραφέ του Καταλουκάν Ευαγγελίου. Στην αρχή της διήγησης στον Καταλουκάν Ευαγγέλιο, τον Ιησού να εμφανίζεται στον μαθητές, οι οποίοι έχουν κοπιάσει όλη τη νύχτα και δεν έχουν πιάσει τίποτε και κατά ανάλογο τρόπο όπως και στο Ιωάννης 21, να τους λέει ρίξτε τα πίθια σας, να τα ρίχνουν και να μαζεύουν στη συνέχεια πάρα πολλά ψάρια και μετά από αυτό ο Ιησούς να τους κάνει μαθητές του. Άρα λοιπόν η ανάγνωση του Καταλουκάν Ευαγγέλιου και να καταλάβουν και να πιάσουν το νόημα της ιστορίας θα πρέπει να έχουν υπόψη τους μια ιστορία η οποία υπάρχει στον Καταλουκάν Ευαγγέλιο. Βέβαια κανείς θα μπορούσε να πει ότι προφανώς μπορεί να είχαν μια κοινή παράδοση την οποία την ξέρουν και απλώς το Καταλουκάν Ευαγγέλιο επίσης δεν τα γράφει, όμως ενδιαφέρον να δούμε λίγο τα πράγματα και από μία άλλη οπτική δηλαδή ο συγγραφές μας να αντλεί το ηλικό του από την ουσιαστικά, όχι από μία κοινή παράδοση αλλά ένας να γνωρίζει τον άλλο. Θα πω κάτι που πολύ συχνά λένε σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι σαφώς εδώ έχουν μία σύνδεση και ότι αυτό που συνήθως οι ερευνητές καταλήγουν είναι τόσο στενή αυτή η σύνδεση που δεν είναι τόσο εύκολο να πούμε ότι απλά αγγλούν από μία κοινή δεν ξαναίνει αλλά αυτή η στενή λεκτική εξάρτηση την οποία όπως είπαμε εντόπισε ο Κρύπς, ο Λαμάρ Κρύπς και ανέπτυξε σε μια σειρά από εισηγήσεις του δείχνει ακριβώς ότι η σύνδεση είναι κάτι παραπάνω από μία απλή θα λέγαμε κοινή περιβαίουσα ατμόσφαιρα. Φαίνεται ότι Ιωάννης και Λουκάς συνδέονται μεταξύ τους και υπάρχει η λεκτική αυτή σύνδεση και υπάρχει γνωστό στο ταυτό μου ότι κάποιες πιο χαλαρές συνδέσεις οι οποίες μπορεί να παραπέμουν σε μία κοινή προφορική παραζέθα μπορούσαμε να δεχτεί με ένα μικρό σχήμα και να πούμε ότι υπάρχουν σημεία στα οποία η σχέση δεν φαίνεται να είναι τόσο χαλαρή αλλά αντίθετα φαίνεται να είναι ιδιαίτερα έντονη και στενή και υπάρχει και μία ομάδα περιπτώσεων όπου η σύνδεση αυτή είναι περισσότερο χαλαρή και εκεί ίσως πρέπει να δεχτεί με ακριβώς τα τέσσερα από τον Μάτοξ και τον άλλον την πρώτη για μία κοινή προφορική παραδόσια. Υπάρχει μια τρίτη έκδοση την οποία κανείς θα έπρεπε να συζητήσει και λίγο πολύ τέθηκε δηλα βέβαια από κάποιους προβλήμους ερευνητές Αυτό που ο Walter Ong ονόμασε Δευτερογενή Προφορικότητα με Δευτερογενή Προφορικότητα για το οποίο μιλήσαμε ήλιοι σε παλαιότερα μαθήματα ξεκίνησε από άλλες περιοχές γνωστικές και συνέχεια εφαρμόστηκε και μέσα στο πλαίσιο της συζήτησης για τις συγκεκριμένες Ευαγγέλια ίσως στην προκειμένη περίπτωση η Δευτερογενή Προφορικότητα να έχει να προσφέρει κάποια ενδιαφέροντα συνδεράσματα ή να δώσει μια άλλη όθυση στη συζήτηση για τη σχέση Ιωάννη και Λουκά Δηλαδή είναι ενδεχόμενο η κοινότητα του Ιωάννη να γνωρίζει το γραπτό κείμενο του Λουκά το οποίο συνέχεια όμως ξαναζει μέσα από μια προφορική αναπαραγωγή μέσα στην κοινότητα αυτό που λέμε re-oralization δηλαδή επαναπροφορικοποίηση μιας γραπτής ιστορίας για να ξαναγραφτεί στη συνέχεια σε κάποια άλλη φάση ξέρω μου ότι έχει γίνει για διάφορα κοινά της αρχαιότητας αυτό θεωρούμε ότι ίσως μια τέτοια μορφή χωρίς να το λέμε με απόλυτη βεβαιότητα να είναι διαφορική δηλαδή η περίπτωση re-oralization να είναι η καταγραφή στη συνέχεια μέσα στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη της παράδοσης του Λουικού μάλλον το έχει το καταλοκάνε Ευαγγέλιο και την οποία οι φορείς της παράδοσης δεν την γνωρίζουν μόνα από το γραπτό κειμένο αλλά και από τη συνέχεια της ζωής από το γραπτό κειμένο μέσα στον προφορικό λόγο καταλαβαίνετε βέβαια ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με αυτό που θα λέγαμε κρίζες ζωές της προφορικότητας και επειδή μας είναι μια δύσκολη περιοχή πάρα πολύ δύσκολο να εγγραφηθεί, πάρα πολύ δύσκολο να χαρτογραφηθεί αλλά το θέτουμε απλώς υπόψη ως μία εκποχή, ως μία θα λέγαμε πιθανότητα αν αυτό ισχύει αυτό μπορεί να εξηγήσει τόσο τη χαλαρότητα μερικές φορές όσο και τη στενότητα της συνδέσης και της σχέσης μεταξύ των Ευαγγέλιων. Κλείνω λοιπόν το κύκλο των μαθημάτων που θα κάνουμε με τα συνολικά Ευαγγέλια και κυρίως με την ιστορική παράδοση φυσικά της Ενδέσης ότι πρόκειται ότι έχει καλυφθεί ολόκληρος το εύρος των ζητημάτων ή των δεδομένων τα οποία έχουμε σήμερα ή των υποθέσεων που έχουμε σημαίνει στη διάρκεια μας πως πρισσότερο του μαθήματος ήταν να τεχθούν ορισμένες ορισμένες πραγματισμοί να δοθούν ορισμένες καρτεφίσεις ώστε κανείς στη συνέχεια να μπορεί να μελετήσει περισσότερο, να εσκύψει πάνω στις μελέτες, να εσκύψει πάνω στο ίδιο τα κείμενα, να συγκρίνει τις σχέσεις και να τελείσει φυσικά να διατυπώσει θεωρίες και απόψεις όσον αφορά τη σύνδεση των κείμενων. Σε κάθε περίπτωση αυτό που θα μπορούμε να πούμε είναι το συνεργτικό πρόγραμμα παραμένει αριθό. Αυτό που είδαμε πολλές φορές στα πρώτα μαθήματα είναι εξαιρετικά δύσκολο σήμερα να γνωρίζουμε τι κρύβεται πίσω από το κάθε κείμενο, δύσκολο να γνωρίζουμε την ιστορία του κείμενου το κείμενο καθώς είναι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι αυτής της ιστορίας έχει μεγάλει με την ειδοφωρική παράδοση και σήμερα δεν διαθέτουν δοκιμμέντα και στοιχεία από αυτή την εποχή, όμως όπως και να έχει το πράγμα σε κάθε περίπτωση και αυτό με βεβαιότητα μπορούμε να το πούμε παραμένει ένα συγκλειμιστικό, ένα συνεργαστικό πρόβλημα, ένα πρόβλημα άλυτο και ταυτόχρονα όμως εξαιρετικά δελαιαστικό που προκαλεί στεχώς για καινούργιες συζητήσεις, για καινούργιες λύσεις, για καινούργιες προτάσεις και θεωρίες και οπωσδήποτε κάθε φορά με τα καινούργια δεδομένα, με τις καινούργιες θεωρίες που δίνονται καινούργιες προοπτικές στην επίλυση αυτού του προβλήματος. |