Διάλεξη 8: ΑΝΤΑΝΤΟΣΙΣ ΣΟΚΙ ΚΕΡΗΣΙΣΑΥΝΗΣ ΥΚΙΡΟΣΕΝΗΣΕΣΕΣΕΝΗΣΕΝΗΣΕΝΗΣΕΝΗΣΕΝΗΣΕΝΗΣΕΝΗΣΕΝΗΣΕΝΗΣΕΝΗΣΕΝΗΣΕΝΗΣΕΝΗΣΕΝΗΣΕΝΗΣΕΝΗΣΕΝΗΣΕΝΗΣΕ του έτους 1997, ιδίως στα θέματα που αφορούν την απόκτηση της νομικής προσωπικότητας. Και είμαστε στο άρθρο τώρα 12, που αφορά την απόρριψη της έτησης για αναγνώριση νομικής προσωπικότητας του θρησκευτικού οργανισμού. Η έτηση για απόκτηση νομικής προσωπικότητας θρησκευτικού οργανισμού μπορεί να απορριφθεί, αν η σκοπή και οι δραστηριότητες του θρησκευτικού οργανισμού έρχονται σε αντίθεση με το Σύνταγμα της Ροσκής Ομοσπονδίας και τους νόμους της Ροσκής Ομοσπονδίας. Εφόσον ο δεδομένος οργανισμός δεν έχει αναγνωριστεί ως θρησκευτικός οργανισμός, το καταστατικό και τα άλλα υποβαρόμενα έγγραφα δεν εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις των νόμων της Ροσκής Ομοσπονδίας ή τα δεδομένα που περιέχονται εκεί δεν είναι ακριβή. Ο οργανισμός με την ίδια υπονομία έχει ήδη καταχωρηθεί στο ενοποιημένο καταστατικό δραστηριότητα. Ο οργανισμός με την ίδια υπονομία έχει ήδη καταχωρηθεί στο ενοποιημένο κρατικό βιβλίο καταχώρησης νομικών προσώπων. Ο ιδρυτής ή οι ιδρυτές δεν νοημοποιείται ή δεν νοημοποιούνται. Στο άρθρο 14 γίνεται μια αναφορά στην αναστολή της δραστηριότητας του θρησκευτικού σωματίου, τη λύση του θρησκευτικού οργανισμού και την απαγόρευση της δραστηριότητας του θρησκευτικού σωματίου αν παραβιάζει την νομοθεσία. Σε ποιες περιπτώσεις μπορούν να λυθούν οι θρησκευτικοί οργανισμοί? Σε δυο περιπτώσεις. Με απόφαση των ιδρυτών τους ή του οργάνου που εξουσιοτείται γι' αυτό από το καταστατικό του θρησκευτικού οργανισμού. Δεύτερον, με δικαστική απόφαση στην περίπτωση των επανειλημμένων ή μαζικών παραβιάσεων των κανόνων του Συντάγματος Ροσκής Ομοσπονδίας, του Ομοσπονδιακού Νόμου για τα Θρησκεύματα και άλλων ομοσπονδιακών νόμων, ή στην περίπτωση συστηματικής ανάπτυξης από το θρησκευτικό οργανισμό δραστηριοτήτων που έρχονται σε αντίθεση με τους σκοπούς της ίδρυσής του. Οι περίπτωσες αυτές, λύσεις του σκεφτικού οργανισμού, είναι αντικειμενικές και εύλογες. Με απόφαση των ίδρυτών ή του οργάνου του αρμόδιου κατά το καταστατικό. Ή με δικαστική απόφαση σε περίπτωση επανειλημμένων και συστηματικών παραβιάσεων των νόμων, ή με δικαστική απόφαση. Ή με δικαστική απόφαση σε περίπτωση επανειλημμένων και συστηματικών παραβιάσεων των νόμων ή συστηματικής ανάπτυξης δραστηριοτήτων που έρχονται σε αντίθεση με τους σκοπούς της ίδρυσης του θρησκευτικού οργανισμού. Οι λόγοι λύσης του θρησκευτικού οργανισμού αναφέρονται στην παράγραφο 2, το άρθρο 14. Και είναι η παραβίαση της δημόσιας ασφάλειας για τις δημόσιας τάξεις. Δεύτερον, οι σκοποί που αποβλέπουν στην ανάπτυξη εξτρεμιστικής δραστηριότητας. Τρίτον, ο εξαναγκασμός για διάσπαση της οικογένειας. Τέταρτον, η προσβολή της προσωπικότητας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών. Πέμπτον, η πρόκληση βλάβης η οποία προβλέπεται με βάση τον νόμο, την ηθική, την υγεία των πολιτών περιλαμβανομένη στις χρήσεις σε σχέση με τις θρησκευτικές δραστηριότητές του, ναρκωτικών ουσιών και ψυχοθεραπευτικών μέσων, ύπνοσης, διάπτωσης πράξεων διαστροφής και άλλων παράνομων δράσεων. Έκτον, η παρότρινση σε αυτοκτονία και η άρνηση για λόγους θρησκείας παροχής ιατρικής βοήθειας σε πρόσωπα που βρίσκονται σε κατάσταση διακυνδύνευσης της ζωής και της υγείας τους. Έβδομο, η παρακόληση ενός πολίτη από την απομάκρυσή του από το θρησκευτικό σωματίο με την χρήση απειλής βλάβης της ζωής, υγείας ή περιουσίας του, υπό τον όρο ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος πραγματοποίησης των ίδιων ή απειλής βίας ή άλλες παράνομες δράσεις. Όχδον, η παρακόληση από τη λήψη υποχρεωτικής εκπαίρευσης. Ένατον, ο εξαναγκασμός μελών και πιστών των θρησκευτικών σωματίων και άλλων προσώπων να διαθέτουν την πυρουσία τους υπέρ των θρησκευτικών σωματίων. Δέκατον, η ενθάρρηση των πολιτών να αρνούνται να εκπληρώνουν τα καθή κοντά τους προς το κράτος, τα οποία προβλέπονται από το νόμο και να διαπράττουν άλλες άδικες πράξεις. Οι οχτώ από τους δέκα λόγους παρατηρούμε λύσεις του θρησκευτικού οργανισμού δεν φαίνονται να είναι σύμφωνοι με τους διεθνείς κανόνες για την ελευθερία εκδήλωσης θρησκείας σε συνδυασμό με την ελευθερία του συνεταιρίας και για θρησκευτικούς σκοπούς. Μόνο οι παραβίες της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας τάξης πρώτος λόγος, δεύτερος λόγος, οι σκοποί που αποβλέπουν στη ανάπτυξη εκστρεμιστικής δραστηριότητας αυτοί μπορούν να συμβιβαστούν με τα διεθνείς standards. Οι υπόλοιποι οχτώ λόγοι δεν μπορούν να συμβιβαστούν, διότι αποδίδουν στο θρησκευτικό οργανισμό συνολικά ενδεχόμενες παράνομες δραστηριότητες ηγετών του θρησκευτικού οργανισμού ή μελών του θρησκευτικού οργανισμού. Θα έπρεπε σε αυτή την περίπτωση να διώκονται, σύμφωνα με τον νόμο, οι ηγέτες ή οι πιστή αυτού του θρησκευτικού οργανισμού και να μην χρεώνεται την παράνομη δράση των ηγετών ή συγκεκριμένων πιστών ολόκληρος ο θρησκευτικός οργανισμός. Αφού είδαμε τον νόμο στην προηγούμενη 7η και στην παρούσα 8η διάλεξη, τον νόμο για τα θρησκεύματα της Ρωσίας, θα περάσουμε σε μία άλλη χώρα, στη Λιθουανία, για να δούμε τον νόμο για τις θρησκευτικές κοινότητες και τις ενώσεις τους. Στο άρθρο 4, το οποίο έχει τον τίτλο «Η θρησκευτικές κοινότητες, οι θρησκευτικές ενώσεις και τα θρησκευτικά κέντρα». Ορίζονται αυτές οι έννοιες. «Θρησκευτική κοινότητα αποτελείται από μια ομάδα ατόμων, που επιδιώκουν να εφαρμόζουν τους σκοπούς της ίδιας θρησκείας. Μπορεί να αποτελεί τοπική υποδιέρεση της αντίστοιχης θρησκευτικής ένωσης». Οι θρησκευτικές ενώσεις είναι συνενώσεις εκκλησιών και ομοϊδών θρησκευτικών οργανισμών, δηλαδή κοινοτήτων που προσπαθούν να εφαρμόζουν τους σκοπούς της ίδιας θρησκείας. Η ένωση θα αποτελείται από όχι λιγότερες από δύο θρησκευτικές κοινότητες, που υπόκεινται σε κοινή ηγεσία. Και τα θρησκευτικά κέντρα είναι οι ανώτεροι διοικητικοί οργανισμοί των θρησκευτικών ενώσεων. Επομένως, εδώ, στο άρθρο 4 βλέπουμε ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικές έννοιες. Θρησκευτική κοινότητα, θρησκευτική ένωση και θρησκευτικά κέντρα. Γενικώς αναφέρεται ότι η θρησκευτική κοινότητα είναι μια ομάδα τόμων που επιδιώκουν τους σκοπούς της θρησκείας τους. Προφανώς αναφέρεται σε μια τοπική θρησκευτική κοινότητα. Και αυτή η τοπική θρησκευτική κοινότητα μπορεί να αποτελεί υποδιέρεση της αντίστοιχης θρησκευτικής ένωσης. Οι θρησκευτικές ενώσεις είναι συνενώσεις θρησκευτικών κοινοτήτων που επιδιώκουν τους σκοπούς της θρησκείας τους. Η Ένωση αποτελείται από τουλάχιστον δύο θρησκευτικές κοινότητες ως ιδρυτικά μέλη, οι οποίες οι θρησκευτικές κοινότητες μέσω της Ένωσης έχουν κοινή ηγεσία. Τα θρησκευτικά κέντρα είναι οι ανώτεροι οργανισμοί των θρησκευτικών ενώσεων. Στο άρθρο 5 ο νόμος της Λειθουανίας αναφέρεται στις παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις της Λειθουανίας. Το κράτος αναγνωρίζει εννέα παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις που υπάρχουν στη Λειθουανία και οι οποίες αποτελούν τμήμα της ιστορικής πνευματικής και κοινωνικής κληρονομιάς της Λειθουανίας. Την Καθολική, την Ελληνοκαθολική, την Ευαγγελικό-Λουθυρανική, την Ευαγγελική Μεταρρυθμισμένη, τη Ρωσική Ορθόδοξη, εκείνη των Παλαιών Πιστών, την Ιουδαϊκή, την Σουνιτική Μουσουρμανική και την Καραϊτική. Το άρθρο λοιπόν 5 εισάγει μια νέα διαίρεση των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεων θρησκευτικών κοινοτήτων. Μεταξύ δηλαδή παραδοσιακών θρησκευτικών κοινοτήτων και ενώσεων θρησκευτικών κοινοτήτων και μη παραδοσιακών θρησκευτικών κοινοτήτων και ενώσεων θρησκευτικών κοινοτήτων. Ρητά το άρθρο 5 αναγνωρίζει ποιες είναι οι νέα παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις της Λειθουανίας. Παραδοσιακές σημαίνει αυτές που αποτελούν τμήμα της ιστορικής πνευματικής και κοινωνικής κληρονομιάς της Λειθουανίας. Και είναι οι εξής, η καθολική, η ελληνοκαθολική, η ελληνοκαθολική είναι η ανατολική καθολική, δηλαδή ουνητική. Ευαγγελικολουθυρανική, ευαγγελική μεταρρυθμισμένη, ρωσική ορθόδοξη, εκείνη των παλαιών πιστών, είναι ένα θρίσκεμα ρωσικό αυτό. Ιουδαϊκή, Σουνιτική, Μουσουρμανική και Καραϊτική. Το άρθρο 6 αναφέρεται στην αναγνώριση των άλλων θρησκευτικών ενώσεων. Δηλαδή, με ποιον τρόπο μπορεί να γίνει η αναγνώριση άλλων θρησκευτικών ενώσεων ως παραδοσιακών, πέραν τον 9, που ρητά αναγνωρίζονται ως παραδοσιακές. Οι άλλες θρησκευτικές κοινότητες μπορούν να αναγνωρίζονται από το κράτος, ότι αποτελούν τμήμα της ιστορικής πνευματικής και κοινωνικής κληρονομιάς της Λειθουανίας. Αν υποστηρίζονται από την κοινωνία και οι διδασκαλία και οι ερωτελεστίες τους δεν είναι αντίθετες στους νόμους και την ηθική. Η κρατική αναγνώριση έχει την έννοια της υποστήριξης της πνευματικής πόλης της δικής και κοινωνικής κληρονομιάς των θρησκευτικών ενώσεων. Ποιες λοιπόν είναι οι προϋποθέσεις στις οποίες προβλέπει η παράγραφος 1 του άρθρο 6 για την αναγνώριση άλλων θρησκευτικών ενώσεων ή κοινοτήτων ως παραδοσιακών πέραν των ενέα ήδη αναγνωρισμένων αυτοδικαίως. Πρώτον, να υποστηρίζονται από την κοινωνία. Υποστηρίζονται από την κοινωνία θα πει να έχουν ένα σημαντικό ποσοστό του λιθονικού πληθυσμού σαν μέλη τους. Δεύτερον, η διδασκαλία και οι πρακτικές τους να μην είναι αντίθετες στο νόμο και την ηθική. Τι σημαίνει κρατική αναγνώριση ως παραδοσιακών άλλων θρησκευτικών ενώσεων ή κοινοτήτων πέραν των ίδιων αναγνωρισμένων ενέα. Σημαίνει ότι το κράτος αναγκάνοντας αυτή την αναγνώριση θα υποστηρίζει την πνευματική πολιτιστική και κοινωνική κληρονομιά αυτών των θρησκευτικών ενώσεων που στο μέλλον θα αναγνωρίζονται ως παραδοσιακές. Ποιο όργανο είναι αρμόδιο για την αναγνώριση στο μέλλον άλλων θρησκευτικών ενώσεων ή κοινοτήτων ως παραδοσιακών. Το Κοινοβούλιο της Λιθουανίας είναι αρμόδιο για αυτή την κρατική αναγνώριση. Βλέπει η παράγραφος 2 του άνθρωπου 6 ότι οι θρησκευτικές ενώσεις μπορούν να ζητούν την κρατική αναγνώριση μετά την Πάρδο όχι λιγότερο από 25 έτη από την ημερομηνία αρχικής καταχώρησης στη Λιθουανία. Αν έτσι η απορριφή μπορεί να επανυποληθεί ύστερα από Πάρδο 10 ετών από την ημερομηνία απόρριψης σε έτης. Οι θρησκευτικές ενώσεις μπορούν να ζητήσουν την κρατική αναγνώριση τους ως παραδοσιακών αν περάσουν 25 χρόνια από την ημερομηνία που απέκτησαν νομική προσωπικότητα. Αν απορριφθεί αυτή η έτηση τους από το Κοινοβούλιο, η έτηση τους να αναγνωριστούν δηλαδή ως παραδοσιακές, τότε μπορεί να ξανακάνουν έτηση για να αναγνωριστούν ως παραδοσιακές ύστερα από 10 χρόνια από την ημέρα απόρριψης της έτησης και το Κοινοβούλιο θα αποφασίσει ύστερα από εισήγηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Το άρθρο 10 αφορά την αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας των παραδοσιακών θρησκευτικών κοινοτήτων και ενώσεων. Οι παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις που έχουν νομική προσωπικότητα θα ενημερώνουν το Υπουργείο Δικαιοσύνης σχετικά, αναφέρει η πρώτη παράγραφος. Οι πρόσφατα ιδρυμένες παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις θα αποκτούν νομική προσωπικότητα, σύμφωνα με έγγραφη αναφορά της ίδρυσής τους προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης από τις αρχές τους και το αδιάκοπο της συγκεκριμένης κοινότητας ή ενώσης αποδεικνύεται με την υπόψη λήψη των κανόνων του σκεφτικού δικαίου, του καταστατικού καθώς και άλλων κανόνων τους. Τα νομικά πρόσφατα των παραδοσιακών θρησκευτικών κοινωτήτων και ενώσεων που ιδρύονται σύμφωνα με τους κανόνες του θρησκευτικού δικαίου, το καταστατικό και άλλους κανόνες τους, αποκτούν νομική προσωπικότητα σύμφωνα με έγγραφη αναφορά από τις αρχές τους για την ίδρυσή τους του Υπουργείου Δικαιοσύνης και όταν το Υπουργείο Δικαιοσύνης το αναγνωρίσει σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται από τους νόμους. Αυτά τα νομικά πρόσφατα έχουν το δικαίωμα να μετέχουν σε δραστηριώτες προβλέπονται από αυτό το νόμο για τη σκεφτική κοινότητα, ενός ή κέντρο τους καθώς και σε δραστηριώτητες που προβλέπονται από το καθαρατικό αυτών των νομικών προσώπων. Δηλαδή προβλέπεται μία διαφορετική διαδικασία για την αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας των παραδοσιακών θρησκευτικών κοινοτήτων και ενώσεων από τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις. Για τις άλλες ορίζει το άρθρο 11, για τις παραδοσιακές το άρθρο 10. Όσες τις παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες έχουν νομική προσωπικότητα, το Υπουργείο Δικαιοσύνη στην αρμόδιο για τα θρησκεύματα. Όσες δεν έχουν νομική προσωπικότητα τότε θα αποκτούν νομική προσωπικότητα ύστερα από σχετική αναφορά τους προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Τα νομικά πρόσωπα των παραδοσιακών θρησκευτικών κοινοτήτων και ενώσεων, που ιδρύονται από αυτές τις παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις, θα αποκτούν νομική προσωπικότητα ύστερα από αναφορά έγγραφη δική τους, ό,τι δηλαδή ιδρύθηκαν, από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Δηλαδή το Υπουργείο Δικαιοσύνης είναι αυτό το οποίο θα αναγνωρίσει τη νομική τους προσωπικότητα. Το 11. Αφορά την αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας σε άλλες θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις, που δεν αποτελούν δηλαδή παραδοσιακές. Άλλες θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις θα αποκτούν νομική προσωπικότητα με την καταχώρηση του καταστατικού ή των εγγράφων που αντιστοιχούν σε αυτό. Οι θρησκευτικές κοινότητες μπορούν να καταχωρούνται εφόσον συνενώνουν όχι λιγότερα από 15 μέλη, δηλαδή ενήλικους πολίτες της δημοκρατίας της λιθουανίας. Δηλαδή η απόκτηση νομικής προσωπικότητας για τις θρησκευτικές κοινότητες απαιτεί ιδρυτικά μέλη τουλάχιστον 15. Είναι πάρα πολύ εύλογος αυτός ο αριθμός και απολύτως σύμφωνος με τα διεθνή standards. Οι θρησκευτικές ενώσεις μπορούν να αποκτούν νομική προσωπικότητα εφόσον συνενώνουν όχι λιγότερες από δύο θρησκευτικές κοινότητες. Δηλαδή ιδρυτές των θρησκευτικών ενώσεων είναι νομικά πρόσωπα, δηλαδή θρησκευτικές κοινότητες και ο ελάχιστος αριθμός ιδρυτών θρησκευτικών κοινοτήτων μιας θρησκευτικής ένωσης είναι δύο. Στην Παράλφο 3 του Άρθρο 11 αναφέρεται επίσης ότι οι καταχωρημένες θρησκευτικές κοινότητες, οι οποίες αποτελούν τμήμα της οργάνωσης των καταχωρημένων θρησκευτικών ενώσεων και κέντρων, θα αποκτούν νομική προσωπικότητα σύμφωνα με την αναγνώρισή τους από τις Αρχές της Ένωσης, ενώ το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα ενημερώνεται γι' αυτό εν γράφος. Δηλαδή όσες θρησκευτικές κοινότητες αποτελούν τμήμα της οργάνωσης των καταχωρημένων θρησκευτικών κοινοτήτων, της οργάνωσης των καταχωρημένων θρησκευτικών ενώσεων και κέντρων, θα αποκτούν νομική προσωπικότητα ύστερα από την αναγνώρισή τους από την Ένωση. Και γι' αυτό ενημερώνεται αρμοδίος του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Υποβάλλεται λοιπόν έτηση στην αρμόδια υπηρεσία για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας, μαζί με την ιδρυτική πράξη και τον κατάλογο των μελών της θρησκευτικής κοινότητας ή της θρησκευτικής Ένωσης. Ποια είναι τώρα τα δεδομένα τα οποία πρέπει να περιλαμβάνει το καταστατικό. Υπονομία και κύρια έδρα της θρησκευτικής κοινότητας ή Ένωσης, τις αρχές, τις κατευθύνσεις, τις δραστηριότητες και τους σκοπούς της πρεσβευόμενης θρησκευτικής διδασκαλίας, την οργανωτική δομή και τις διοικητικές αρχές της θρησκευτικής κοινότητας ή Ένωσης. Τη διαδικασία διοίκησης, χρήσης και πώλησης υπερουσίας που ανήκει στη θρησκευτική κοινότητα ή Ένωση. Τη διαδικασία για τη λύση της θρησκευτικής κοινότητας ή Ένωσης και τη διανομή της περιουσίας που απομένει με δάρκεια καθάριση. Τη διαδικασία για τη λήψη των αποφάσεων από τα διοικητικά όργανα. Η απόκτηση νομικής προσωπικότητας γίνεται με υποβολή έτησης στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης και η απόφαση δεν πρέπει να καθυστερήσει περισσότερο από έξι μήνες από την ημέρα που υποβοληθεί έτηση μαζί με όλα τα απαραίτητα έγγραφα. Το άρθρο 12 φορά την απόρριψη της έτησης για αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας των θρησκευτικών κοινοτήτων ή των θρησκευτικών ενώσεων. Εάν το καταστατικό δεν περιέχει όλα τα δεδομένα που απαιτούνται από το άρθρο 11 του νόμου, τότε η έτηση για αναγνώριση δομικής προσωπικότητας απορρίπτεται. Όπως απορρίπτεται και στην περίπτωση που η δραστηριότητα της σκεφτικής κοινότητας ή της σκεφτικής Ένωσης παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες και τη δημόσια τάξη και τρίτον, αν έχει ήδη καταχωρηθεί καταστατικό θρησκευτικής κοινότητας η Ένωσης με την ίδια επωνυμία. Η πρώτη και η τρίτη περίπτωση απόρριψης της έτησης για αναγνώριση δομικής προσωπικότητας είναι σύμφωνα με τα διεθνή standards για την ελευθερία, εκδήλωσης θρησκείας σε συνδυασμό με την ελευθερία του συνετερικίστρα για θρησκευτικούς σκοπούς. Η δεύτερη περίπτωση είναι προβληματική διότι επιτρέπει την απόρριψη της έτησης για αναγνώριση δομικής προσωπικότητας σε μια θρησκευτική κοινότητα ή μια θρησκευτική ένωση, εάν αυτή παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες ή τη δημόσια τάξη πριν καν ιδρυθεί ως νομικό πρόσπολ. Δηλαδή πριν αποκτήσει νομική προσωπικότητα εκ των προτέρων απορρίπτεται η έτηση για αναγνώριση δομικής προσωπικότητας διότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης κρίνει ότι η δραστηριότητα της σκεφτικής κοινότητας, η Ένωση, πριν αυτή αποκτήσει νομική προσωπικότητα παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες στη δημόσια τάξη. Γι' αυτό το λόγο είναι προβληματική αυτή η περίπτωση απόρριψης της έτησης για απόκτηση νομικής προσωπικότητας από μία θρησκευτική κοινότητα ή από μία θρησκευτική Ένωση. Στη συνέχεια θα περάσουμε σε μία άλλη χώρα, στη Βουλγαρία, για να δούμε τον νόμο για τα θρησκεύματα και ιδιαίτερα τις διατάξεις, οι οποίες αφορούν τα θέματα της απόκτησης νομικής προσωπικότητας. Το άρθρο 10 του Βουλγαρικού νόμου για τα θρησκεύματα του 2002 ορίζει ότι το ανατολικό ορθόδοξο είναι το παραδοσιακό θρίσκευμα της δημοκρατίας της Βουλγαρίας. Έχει παίξει έναν ιστορικό ρόλο στην κρατική υπόσταση της Βουλγαρίας και έχει σημερινή σημασία στην πολιτική της ζωή. Ο εκφραστής και εκπρόσωπός του είναι η Αυτοκέφαλη Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία υπό την νομοσία του Πατριαρχείου είναι ο διάδοχος της εξαρχίας της Βουλγαρίας και αποτελεί μέλος της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Διηγείται από την Ιερά Σύνοδο και εκπροσωπείται από τον Βουλγαρο Πατριάρχη που είναι ο Μητροπολίτης Σόφιας. Η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι νομικό πρόσωπο, η οργάνωση και η διοικησία της ορίζονται στο καταστατικό της. Κανένας τυπικός ιουσιαστικός νόμος δεν θα κάνει χρήση, τον παραγράφουν ένα και δύο, ως λόγον παραχώρησης προνομίων ή οποιοδήποτε πλεονεκτιμάτων. Τι μας λέει δηλαδή το άρθρο 10. Κάνει μια διάκριση ανάμεσα στα θρησκεύματα. Από τη μία, η Ορθόδοξη Εκκλησία Βουλγαρίες, η οποία να γνωρίζει ως το παραδοσιακό θρίσκευμα της δημοκρατίας της Βουλγαρίες και από την άλλη όλα τα υπόλοιπα θρησκεύματα. Και τι ολογεί το άρθρο 10 γιατί είναι παραδοσιακό θρίσκευμα, η Ορθόδοξη Εκκλησία Βουλγαρίες, το παραδοσιακό θρίσκευμα της Βουλγαρίας. Γιατί έχει παίξει έναν ιστορικό ρόλο στην κρατική υπόσταση της Βουλγαρίας και έχει σημερινή σημασία στην πολιτική της ζωή. Η Ορθόδοξη, η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι το πατριαρχείο Βουλγαρίας και είναι διάδοχος της εξαρχίας Βουλγαρίας. Είναι μία αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι μέλος του Πολιτείας των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, της Συνομοσπονδίας των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Εκπροσωπείται από τον Βουλγαρό Πατριάρχη. Σε αυτό το σημείο όμως θα σταματήσουμε, διότι τελείωσε ο χρόνος της 8ης διάλεξης του συγκριτικού εκκλησιαστικού δίκαιους. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |