Διάλεξη 5: Υπόσχεσθαι, αγαπητές φίλες και φίλοι. Ξεκινάμε τη διάλεξη πιμπέμπτη του Μεταπτυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου με γενική θεματική οδηγίες για την εξέταση των αθυσιών των κρατών που αφορούν τη θρησκεία ή την κοσμοθεωρία. Έχουμε εισέλθει ήδη στην εξήγηση των διεθνών κανόνων, των περιφερειακών, ευρωπαϊκών, που αφορούν τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και συνεργασία στην Ευρώπη σε θέματα θρησκείας ή κοσμοθεωρίας ως ένα αναγκαίο θεσμικό πλαίσιο, ούτως ώστε να κατανοηθούν στη συνέχεια οι οδηγίες για την εξέταση νομοθεσίας που αφορά τη θρησκεία ή την κοσμοθεωρία των κρατών. Και είμαστε στο καταληκτικό έγγραφο της συνάντησης συνεχείας της Βιέννης, της διάσκεψης για την ασφάλεια και συνεργασία στην Ευρώπη του 1989 και συγκεκριμένα στην Αρχή 19 ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια στην Ευρώπη. Τα συμμετέχοντα κράτια, αναφέρει η Αρχή 19, θα προστατεύουν και θα δημιουργούν συνθήκες για την προαγωγή της εθνωτικής, πολιτιστικής, λοσσικής και θρησκευτικής ταυτότητας των εθνικών μειονητήτων στο έδαφος τους. Θα σεύδονται την ελεύθερη άσκηση των δικαιωμάτων από πρόσωπα που ανήκουν σε τέτοιες μειονότητες και θα διασφαλίζουν την πλήρη ισότητά τους με άλλους. Η Αρχή 19 περιέχει μια δέσμευση των συμμετεχών των κρατών για την αναγνώριση των δικαιωμάτων των εθνικών μειονωτήτων και συγκεκριμένα της εθνωτικής, πολιτιστικής, λοσσικής και θρησκευτικής ταυτότητας των εθνικών μειονωτήτων. Είναι σημαντική αυτή η Αρχή που αφορά τις εθνικές μειονότες, διότι σε αντίθεση με το Διεθνές Σύμφωνο για Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα σε οικουμηνικό επίπεδο, όπου υπάρχει η αναγνώριση των δικαιωμάτων των εθνωτικών, λοσσικών και θρησκευτικών μειονωτήτων στο άρθρο 27 αυτού του Διεθνού Συμφώνου, όμως στη Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπήρων Δικαιωμάτων δεν υπάρχει κάποιο άρθρο που αναγνωρίζει τα δικαιώματα των μειονωτήτων. Παραδεικτική αρχή 19 του καταληκτικού εγγράφου της συνάντησης συνεχίας της Βιέννης το έτους 1989, που αφορά το θέμα των δικαιωμάτων των εθνικών μειονωτήτων ως δέσμευση των συμμετεχών των κρατών. Αρχή 21. Ζητήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια στην Ευρώπη. Τα συμμετέχοντα κράτη θα διασφαλίζουν ότι η άσκηση των παραπάνων αφαιρώμενων δικαιωμάτων δεν θα υπόκειται σε οποιοσδήποτε περιορισμούς εκτός εκείνων που προβλέπονται από το νόμο και είναι σύμφωνοι με τις υποχρεώσεις τους δυνάμεις του διεθνούς δικαίου, ειδικά με το Διεθνές Σύμφωνο για Τομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και με τις διεθνείς δεσμεύσεις, ειδικά με την Οικουμενική Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αυτοί οι περιορισμοί έχουν το χαρακτήρα εξαιρέσεων. Συμμετέχουν τα κράτη, θα διασφαλίζουν ότι αυτοί οι περιορισμοί δεν καθίστανται αντικείμενο κατάχρησης και ότι δεν εφαρμόζονται κατά αφαίρετο τρόπο, αλλά κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική άσκηση αυτών των δικαιωμάτων. Η 21 περιέχει ως δέσμευση των κρατοσυμμετικών μεκρών μια διάταξη για τους περιορισμούς. Δηλαδή ότι οι περιορισμοί στα ανθρώπινα δικαιώματα που αναγνωρίζονται από αυτό το καταλληκτικό κείμενο της συνάντησης συνεχείας της Βιέννης και γενικώς από τις διεθνείς πράξεις για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα επιβάλλονται οι περιορισμοί λοιπόν σύμφωνα με τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις των συμμετεχών των κρατών δυνάμη του διεθνούς δικαίου και αναφέρεται ιδικότερα το Διεθνές Σύμφωνο για Τομικά και Πολιτικά Δικαιώματα από άποψη συμβατική και από άποψη ηθικοπολιτικά δεσμευτική δεσμεύσων διεθνών δεσμεύσων δηλαδή οικουμενική διακήρυξη ανθρωπίνων δικαιωμάτων και επίσης ότι οι περιορισμοί δεν θα επιβάλλονται καταυθέρετο τρόπο στα ανθρώπινα δικαιώματα ούτε κατά τρόπο που να προκαλούνται κατά χρήσης τους ή διακρίσεις. Συνεργασία στον ανθρωπιστικό και άλλους τομείς, παράλφος 32, ανθρώπινες επαφές. Τα συμμετέχοντα κράτη θα επιτρέπουν στους πιστούς, στα θρησκεύματα και τους εκπροσώπους τους σε ομάδες ή σε ατομική βάση να εγκαθιδρύουν και να διατηρούν άμεσες προσωπικές επαφές και επικοινωνία ο ένας με τον άλλον, στη δική τους και σε άλλες χώρες, μεταξύ άλλων μέσω ταξιδιών, προσκυνημάτων και συμμετοχής σε συναθρήσεις και άλλα θρησκευτικά γεγονότα. Σε αυτό το πλαίσιο και σε σχέση με τις επαφές και τα γεγονότα, εκείνοι που ενδιαφέρονται θα πρέπει σε αυτούς να επιτρέπεται να αποκτούν, να λαμβάνουν και να μεταφέρουν μαζί τους θρησκευτικά δημοσιαίματα και αντικείμενα που σχετίζουν με την πρακτική της θρησκείας ή της πεποίθησής τους. Αυτή η ανθρώπινη σε επικοινωνία δηλαδή, είτε με ταξίδια, προσκυνήματα, συμμετοχή σε συναθρήσεις και άλλα θρησκευτικά γεγονότα ή μεταφορά θρησκευτικών δημοσιευμάτων και αντικειμένων δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι είναι αυτονόητοι σήμερα. Ήχε όμως την εποχή τότε, λίγο πριν πέσουν τα κομινιστικά καθεστότα, δηλαδή το 1989, μια σημασία η οποία δεν είναι η ίδια με τη σημερινή. Η συνεργασία σε ανθρωπιστικούς και άλλους τομείς, παράγραφος 68 του καταληκτικού εγγράφου της συνάντησης συνεχείας της Βιέννης του 1989, τη συνεργασία και ανταλλαγές στον τομέα της εκπαίδευσης. Μετέχοντα κράτη, θα διασφαλίζουν τα πρόσωπα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες ή περιφερειακές κουλτούρες, στα εδάφη τους μπορούν να δίνουν και να λαμβάνουν εκπαίδευση στην κουλτούρα τους, περιλαμβανομένη στη δασκαλία μέσω γονικής μεταβίβασης της γλώσσας, της θρησκείας και της πολιτιστικής ταυτότητας των παιδιών τους. Επομένως, παράγραφος 68 αναγνωρίζει τα δικαιώματα των ατόμων που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες και εδώ προσθέτει και τις περιφερειακές κουλτούρες, όπως είναι για παράδειγμα στο Βέλγιο η γαλόφωνη κοινότητα, η ολανδόφωνη κοινότητα. Να λαμβάνουν τα δικαιώματα, να παρέχουν και να λαμβάνουν εκπαίδευση στην δική τους κουλτούρα. Όπως και εκπαίδευση στη γλώσσα, τη θρησκεία και την πολιτιστική ταυτότητα των παιδιών των γονέων που ανήκουν σε αυτές οι εθνικές μειονότητες. Και περνάμε στο έγγραφο της Κοπενχάγης, τη συνάντηση των εκπροσώπων των συμμετεχών των κρατών, της διάσκεψης για την ανθρώπινη διάσταση, της διάσκεψης για την ασφάλεια και την εργασία στην Ευρώπη του 1990, η Αρχή 9 αυτού του εγγράφου της Κοπενχάγης του 1990, αναφέρει ότι τα συμμετέχοντα κράτη επαναβεβαιώνουν ότι κάθε 94 κάθε ένας θα έχει το δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την ελευθερία αλλαγής θρησκείας ή κοσμοθεωρίας και την ελευθερία εκδήλωσης θρησκείας ή κοσμοθεωρίας, είτε ατομικά είτε από κοινού με άλλους, δημόσια ιδιωτικά, μέσω της λατρείας, της δασκαλίας, της πρακτικής και της στήρισης των θρησκευτικών εθήμων. Η άσχηση αυτών των δικαιωμάτων μπορεί να υπόκειται μόνο σε τέτοιους περιορισμούς όπως είναι αυτή που προβλέπονται από το νόμο και είναι σύμφωνη με τα διεθνή standards. Δηλαδή, η ιδικότερη αρχή 94 της αρχής 9 αναγνωρίζει και πάλι το δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, επαναμβάνει το περιεχόμενο αυτού του δικαιώματος, όπως είναι αναγνωρισμένο από τους διεθνείς κανόνες και επίσης αναφέρεται και στους περιορισμούς ότι οι περιορισμοί που επιβάλλονται στην ελευθερία εκδίδεως θρησκείας θα πρέπει να είναι σύμφωνοι με τους διεθνείς κανόνες. Με συγχωρείτε, αρχή 18 του εγγράφου της Κοπενχάγης του 1990, τα συμμετέχοντα κράτη παρατηρούν ότι η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ε.Ε. έχει αναγνωρίσει το δικαίωμα καθενός να έχει αντιρρύσει συνειδήσεο στη στρατιωτική θητεία. 18-1. 18-2 παρατηρούν πρόσφατα μέτρα έχουν ληφθεί από ένα αριθμό συμμετεχών των κρατών για να επιτρέπουν την εξαίρεση από την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία στη βάση αντιρρυσιών συνείδησης. Παρατηρούν τις δραστηριότητες διαφόρων μη κυβερντικών οργανισμών στο ζήτημα των αντιρρύσιων συνειδήσεων στην υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. 18-4 συμφωνούν να θεωρούν να εισάγουν όπου αυτό δεν έχει γίνει ήδη διάφορες μορφές εναλλακτικής θητείας που είναι συμβατές με τους λόγους αντίρρησης συνειδήσεως είναι οι μορφές εναλλακτικής θητείας που είναι σύμφωνες με μη στρατιωτική, με μη πολεμική ή πολιτιακή φύση ή σύμφωνες με το δημόσιο συμφέρον και μη τιμωρητικού χαρακτήρα. 18-5 θα καθυξτούν διαθέσιμοι στο κοινό τη δημόσια ενημέρωση γι' αυτό το ζήτημα. 18-6 θα διατηρούν υπό εξέταση στο πλαίσιο της διάσκεψης για την ανθρωπιστική διάσταση, για την ανθρώπινη διάσταση, τις τασχετικά ζητήματα που σχετίζονται με την απαλλαγή από την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία όπου υπάρχει ατόμων στη βάση αντιρρυσιών συνείδησης, στην ενωπληθητία και θα επεξεργάζονται ενημέρωση για αυτά τα ζητήματα. Δηλαδή, η παράγραφος 18 του εγγράφου της Κοπενχάγης του 1990 αναφέρει το θέμα της στρατιωτικής θητείας και κατά κάποιον τρόπο αναγνωρίζει μια δέσμευση των συμμετεχών των κρατών να το προχωρήσουν αυτό το θέμα. Δηλαδή, εφόσον υπάρχουν αντιρρύσεις συνειδήσεων στη στρατιωτική θητεία, να προβλέπουν τις αντίστοιχες μορφές εναλλακτικής θητείας, τις αντίστοιχες με τις προβαλόμενες αντιρρύσεις συνείδησης. Παράδειγμα, αν κάποιος έχει αντιρρύσει συνειδήσεως στην πολεμική υπηρεσία, να προβλέπεται μια εναλλακτική θητεία μη πολεμική. Δηλαδή, να υπηρεθεί κάποιος στρατιωτική θητεία χωρίς όπλο. Αν κάποιος έχει αντιρρύσει συνειδήσεως γενικό στρατιωτική θητεία, να προβλέπεται μη εναλλακτική θητεία ως δημόσια υπηρεσία. Δηλαδή, προς το δημόσιο συμφέρον, αλλά να μην έχει ούτε η μη πολεμική, ούτε η μορφή η μη πολεμική, ούτε η μορφή που παρέχεται εναλλακτικής θητείας σε δημόσια υπηρεσία, να μην έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα. Δηλαδή, να μην επιβάλλουν υπερβολικά μεγαλύτερο αριθμό μηνών θητείας, με αυτούς που επιλέγουν αυτές τις μορφές εναλλακτικής θητείας, εναντί εκείνων που υπάγονται στη στρατιωτική θητεία. Η αρχή 24 του ίδιου εγγράφου της Κοπενχάης του 1990, αναφέρει «τα συμμετέχοντα κράτη θα διασφαλίζουν, ότι η άσκηση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών, που αναγνωρίζονται παραπάνω, δεν θα υπόκεινται σε οποιοσδήποτε περιορισμούς εκτός εκείνων που προβλέπονται από το νόμο και είναι σύμφωνοι με τις υποχρεώσεις τους δυνάμοι του διεθνούς δικαίου, ειδικά με το Διεθνές Σύμφωνο για Τομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και με τις διεθνείς δεσμεύσεις τους, ειδικά με την οικουμενική διαχείριξη ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αυτοί οι περιορισμοί έχουν το χαρακτήρι εξαιρέσεων, τα συμμετέχοντα κράτη θα διασφαλίζουν ότι αυτοί οι περιορισμοί δεν καθίστανται αντικείμενο κατάχρησης και δεν εφαρμόζονται κατά αφαίρετο τρόπο, αλλά κατά τέτοιο τρόπο ώστε η αποτελεσματική άσκηση αυτών των δικαιωμάτων να διασφαλίζεται. Οποιοςδήποτε περιορισμός δικαιωμάτων και ελευθεριών πρέπει σε μια δημοκρατική κοινωνία να σχετίζεται με έναν από τους σκοπούς του εφαρμοστέου δικαίου και να είναι στενά ανάλογος προς τον σκοπό αυτού του νόμου. Δηλαδή στην αρχή 24 έχουμε επανάληψη της limitation clause, δηλαδή της δέσμευσης για τους περιορισμούς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που πρέπει να αποτελούν εξαιρέσεις, να επιβάλλονται σύμφωνα με τις υποχρεώσεις και δεσμεύσεις των κρατών κλπ. Παράγραφος 25 του ίδιου καταληκτικού εγγράφου της ΚΟΠΕΧΑΙΣ του 1990. Τα συμμετέχοντα κράτη επιβεβαιώνουν ότι οποιεςδήποτε αναστολές υποχρεώσεων που σχετίζουν ανθρώπινα δικαιώματα και θεμελιώδης ελευθερίας και αντιδιάρκεια κατάστασης ανάγκης πρέπει να παραμένουν αυστηρά μέσα στα όρια προβλέποντα από το διεθνές δίκιο, ειδικά τις σχετικές διεθνείς πράξεις από τις οποίες δεσμεύονται συγκεκριμένα σε σχέση με τα δικαιώματα για τα οποία δεν μπορεί να επιβάλλεται αναστολή. Δηλαδή, στην αρχή 25 υπάρχει μια δέσμευση των συμμετεχών των κρατών να επιβάλλουν αναστολές ανθρωπινων δικαιωμάτων σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Υπεθυμίζουμε ότι όσον αφορά το άρθρο 18 για τη θρησκευτική ελευθεία δεν μπορεί να επιβληθεί καμία αναστολή αυτού του δικαιώματος κατά τη διάρκεια κατάστασης ανάγκης ή κατάστασης πολεμικίας, δηλαδή στρατιωτικού νόμου. Η αρχή 30 αναφέρει ότι τα συμμετέχοντα κράτια να γνωρίζουν τα ζητήματα που σχετίζονται με τις εθνικές μειονότητες, μπορούν να επιλύονται ικανοποιητικά σε ένα δημοκρατικό πολιτικό πλαίσιο βασισμένος στο κράτος δικαίου με τη λειτουργία ανεξάρτητης δικαιοσύνης. Αυτό το πλαίσιο εγγυάται τον πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών, τα ίσα δικαιώματα και κατάσταση για όλους τους πολίτες, την ελεύθερη έκφραση όλων των νόμιμων συμφερόντων, το πολιτικό προυραλισμό, την πολιτική πολυφωνία, την κοινωνική ανοχή και την εφαραμογή των νομικών κανόνων, που θέτουν αποτελεσματικούς περιορισμούς στην κατάχρηση της κυβερνητικής εξουσίας. Σε αυτή την παράγραφο της Αρχής 30 τα κράτη αναγνωρίζουν ότι τα ζητήματα που αφορούν τις εθνικές μειονότητες επιλύονται ικανοποιητικά μόνο σε ένα δημοκρατικό πολιτικό πλαίσιο που βασίζεται στην αρχή του κράτους δικαίου και με τη λειτουργία εν εξάρτης δικαιοσύνης. Την παράγραφο 2 της Αρχής 30 αναγνωρίζουν το σημαντικό ρόλο τομή κυβερνητικών οργανώσεων, περιλαμβανομένων των πολιτικών κομμάτων, των συνδικαλιστικών οργανώσεων, των οργανώσεων ανθρωπινων δικαιωμάτων και των θρησκευτικών ομάδων για την πραγματική της ανοχής, της πολιτιστικής πολυμορφίας και της επιλύσης των ζητημάτων που σχετίζονται με τις εθνικές μειονότητες. Στην παράγραφο λοιπόν 2 επισημαίνεται η σημασία του ρόλου τομή κυβερνητικών οργανώσεων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι θρησκευτικές ομάδες. Στην παράγραφο 3 της ίδιας Αρχής 30 αναφέρεται ότι επιβεβαιώνουν περιτέρω τα συμμετέχοντα κράτη ότι σέβονται τα δικαιώματα των ανθρώπων που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες ως μέρος της οικουμενικής αναγνώρι της εις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που είναι ένας ουσιώδης παράγοντας για την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, τη σταθερότητα και τη δημοκρατία στα συμμετέχοντα κράτη. Δηλαδή εδώ έχει σημασία, σε αυτή την παράγραφο 3 της Αρχής 30, η αναγνώριση ότι τα δικαιώματα των ατόμων που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες αποτελεί ένα μέρος της οικουμενικής αναγνώρισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Αρχή 32 του εγγράφου της Κοπερχάγης του 1990 αναφέρει ότι τον ανήκει κάποιος σε μια εθνική μειονότητα, ένα ζήτημα προσωπικής, ατομικής επιλογής και δεν πρέπει κανένα μειονέκτημα να προκύπτει απ' την άσκηση μιας τέτοιας επιλογής. Τα πρόσωπα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες έχουν το δικαίωμα ελεύθερα να εκφράζουν, να διατηρούν και να αναπτύσσουν την εθνοτική, την πολιτιστική, την γλωσσική ή τη θρησκευτική ταυτότητα και να διατηρούν και να αναπτύσσουν την κουλτούρα τους σε όλες τις τομείς. Ελεύθερα οποιασδήποτε προσπάθειες εξωμειώσεως εναντίον της θελήσεώς τους. Δηλαδή η Αρχή 32 αναφέρεται στις εθνικές μειονότητες και ότι το ζήτημα αυτό το ανήκει κάποιος ένα πρόσωπο είναι θέμα ατομικής επιλογής και ότι έχουν τα πρόσωπα που ανήκουν σε αυτές τις μειονότητες το δικαίωμα να εκφράζουν, να διατηρούν, να αναπτύσσουν ελεύθερα την εθνοτική, πολιτιστική, γλωσσική, θρησκευτική ταυτότητα και να διατηρούν και να αναπτύσσουν την αυτοτητά τους σε όλες αυτές τις πλευρές. Παρακάτω στην ίδια Αρχή 32 αναγνωρίζονται επιμέρους δικαιώματα των ατόμων που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες. 32.2 Να ιδρύουν και να διατηρούν τα δικά τους εκπαιρευτικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά καθηδρίματα, οργανισμούς ή ενώσεις που μπορούν να ζητούν εκούσιες οικονομικές και άλλες συνεισφορές όπως και δημόσια επιχορίγηση σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. 32.3 Να ομολογούν και να ασκούν τη θρησκεία τους περιλαμβανομένης της αποόκτησης, κατοχής και χρήσης θρησκευτικών υλικών και να αναπτύσσουν θρησκευτικές εκπαιδευτικές δραστηριότητες στη μητρική τους γλώσσα. 32.4 Να ιδρύουν και να διατηρούν ανεμπόδιστες επαφές μεταξύ τους μέσα στη χώρα τους καθώς και επαφές κατά μήκος των συνόρων με πολίτες άλλων κρατών με τους οποίους συμμετέχουν σε μία εθνική ή εθνωτική καταγωγή, πολιτιστική κληρονομιά ή θρησκευτικές επιθύσεις. 32.6 Να ιδρύουν και να διατηρούν οργανισμούς οι ενώσεις μέσα στη χώρα τους και να συμμετέχουν σε διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις. 32.7 Τα πρόσωπα που ανήκουν σε εθνικές μειονέκτητες μπορούν να ασκούν και να απολαμβάνουν τα δικαιωματά τους ατομικά ή από κοινού με άλλα μέλη της ομάδας τους. Επαναμβάνεται αυτό ότι κανένα μειονέκτημα δεν μπορεί να προκύπτει από το ότι ένα πρόσωπο ανήκει σε μία εθνική μειονότητα και για το λόγο ότι ασκεί δεν ασκεί αυτά τα δικαιώματά του. Τα πρόσωπα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες μπορούν να ασκούν και να απολαμβάνουν τα δικαιώματά τους ατομικά ή από κοινού με άλλα μέλη της ομάδας τους. Το ίδιο επαναμβάνεται. Παρατηρούμε ότι στην αρχή 32 όπου έχουμε ανάπτυξη μερικότερων δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες παρατηρούμε ότι υπάρχουν δικαιώματα που είναι θρησκευτικά των ατόμων που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες να ιδρύουν και να διατηρούν τα δικά τους θρησκευτικά κάθε ιδρύματα, οργανισμούς και ενώσεις και να ζητούν εκούσεις οικονομικές και άλλες συνεισφορές. Να ομολογούν και να ασκούν τη θρησκεία τους και μεταξύ αυτών των δικαιωμάτων της ομολογίας και πρακτικής θρησκείας να αποκτούν, να κατέχουν, να χρησιμοποιούν θρησκευτικά υλικά και να αναπτύσσουν θρησκευτικές εκπαιδευτικές δραστηριότητες και μάλιστα στη γλώσσα τους. Και το δικαίωμά τους να ιδρύουν και να διατηρούν ανεμπόδισης επαφές μεταξύ τους, μες στη χώρα τους και επαφές κατά μήκος των συνόρων με άλλους πολίτες που έχουν την ίδια εθνική, εθνική καταγωγή, πολιτιστική πληρομοία ή θρησκευτικές πεποιθήσεις. Δηλαδή στα δικαιώματα των ατόμων που ανήκουν σε εθνικές μειονότες υπάρχει και θρησκευτική διάσταση μεταξύ των άλλων διαστάσεων. Αρχή 33. Τα συμμετέχοντα κράτη θα προστατεύουν την εθνική, πολιτιστική, γλωσσική και θρησκευτική ταυτότητα των εθνικών μειονότητων στο εδαφό τους και θα δημιουργούν συνθήκες για την πραγωγή αυτής της ταυτότητες. Θα λαμβάνουν τα ανάγκη αμέτρα προς αυτό το αποτέλεσμα, ύστερα από τις δέουσες διαβουλεύσεις περιλαμβανομένων των εμπαφών με οργανισμούς ή ενώσεις των ελόγων μειονότητων σε συμφωνία με τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων κάθε κράτος. Λοιπόν, στην παράγραφο 1 του Άνθρωπου 33 διαπιστώνουμε ότι υπάρχει η δέσμευση των συμμετεκών των κρατών να προστατεύουν την εθνική, πολιτιστική, γλωσσική και θρησκευτική ταυτότητα και θρησκευτική ταυτότητα των εθνικών μειονότητων. Βλέπουμε, υπάρχουν τέσσερις διαστάσεις ταυτότητας. Εθνική, πολιτιστική, γλωσσική και θρησκευτική. Καθώς και να δημιουργούν, όχι μόνο να προστατεύουν, αλλά και να δημιουργούν προϋποθέσεις για την προαγωγή αυτής της ταυτότητας. Οποιαδήποτε αυτά τα μέτρα παράγραφος 2 της Αρχής 33 θα είναι σε συμφωνία με τις Αρχές Ισότητας και της Απαγόρευσης των Διακρίσεων με σεβασμό των άλλων πολιτών, των συμμετεχών των κρατών. Τονίστε λοιπόν στη δέσμευση αυτή της προστασίας και της ανάπτυξης της ταυτότητας των εθνικών μειονότητων και της θρησκευτικής, ότι αυτή θα πρέπει να γίνει σε συμφωνία με τις Αρχές της Ισότητας και της Απαγόρευσης των Διακρίσεων. Στο σημείο αυτό ολοκληρώσαμε την πέμπτη διάλειξη του Μεταπτυχιακού Τσιαστικού Δικαίου με θέμα τις οδηγίες για την εξέταση τρομοθεσιών των κρατών που αφορούν τη θρησκεία ή την κοσμοθεωρία. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |