ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΛΑΠΑΤΑ 190218 /

: ...με τις ευχαριστίες του. Είναι δύσκολη η περίοδος γι' αυτόν. Όσοι συμμετέχετε στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο θα ξέρετε ότι είναι ο καλύτερος μαθητής. Τώρα κοντεύει να μείνει από απουσίες αυτήν την περίοδο λόγω εκλογών. Θα σας δώσω τον κατάλογο της έκθεσης... ...τους αρχαιολογικούς περίπου στον Άλ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΝΟΙΧΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΗΜΟΥ ΑΛΙΜΟΥ 2019
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=I_k8XibZbCc&list=UC5uRYl1cQd2FpE4m1sS-zvA
Απομαγνητοφώνηση
: ...με τις ευχαριστίες του. Είναι δύσκολη η περίοδος γι' αυτόν. Όσοι συμμετέχετε στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο θα ξέρετε ότι είναι ο καλύτερος μαθητής. Τώρα κοντεύει να μείνει από απουσίες αυτήν την περίοδο λόγω εκλογών. Θα σας δώσω τον κατάλογο της έκθεσης... ...τους αρχαιολογικούς περίπου στον Άλμω. Πολύ ωραίο. Και τα αρχαία που έχουν ευρεθεί στον Άλμω. Το είδα τώρα τελευταία. Εκδόσεις καπ' όν. Το διαφήμιζαν και το είδα να το διαφημίζουν. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ελπίζω να τα ευχαριστηθείτε. Βιβλία και για τις ρίζες μας. Ναι, τις ευχαριστήσω. Να κάνω και δύο ανακοινώσεις που θέλω. Να σας πω ότι την τετάρτη που μας έρχεται... ...θα έχουμε δύο αλοιμιώτες που θα τραγουδήσουν όπερα και οπερέτα. Στις 7 η ώρα το βράδυ. Αυτή την τετάρτη. Την Δευτέρα... Τα όνομα του νόμασσα. Εξαιρετικά. Η κυρία Μακαρόνι. Όχι, η κυρία Μακαρόνι ήταν το Σάββατο και ήταν εξαιρετική. Παξόγλου. Ο κύριος Παξόγλου και η κυρία... Βοηθήστε. Λυπάμαι. Δεν είχα τα γυαλιά, τώρα μου τα έδωσε ο σύζυγος. Δεν μπορούσα να τα διαβάσω. Επίσης να σας πω ότι τη Δευτέρα που μας έρχεται, στις 25 Φεβρουαρίου, αν δεν κάνω λάθος, εδώ, σε αυτό το χώρο στις 7 η ώρα, θα γίνει η παρουσίαση του καινούργιου λευκώματος για τον Άλλημο. Το λευκώματο ξέρετε, έχει κυκλοφορείς πριν από 18 χρόνια. Έχει ιστορικά στοιχεία για τον Άλλημο, έχει φωτογραφίες. Εμπλουτίστηκε, ανανεώθηκε και θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα. Και επίσης να σας πω ότι την Πέμπτη, μεθαύριο, ο μήνας έχει 21, στις 7 η ώρα του απόγευμα, στο Ιωνίας 96, επιτέλους, θα εγγενιαστεί η έκθεση, η καστική, με τα έργα του Δήμου. Με τα έργα που ανήκουν στο Δήμο, όχι όλα, περίπου τα μισά. Είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκθεση. Είναι έργα δικά μου, δικά σας, όλων των δημοτών του Αλήμου. Και είναι πάρα πολύ σημαντικό να έρθετε να την δείτε. Θα έχει μια υποτυπώδη ξενάγηση, αλλά να ξέρετε ότι θα ακολουθήσουν πολλές και ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις στο πλαίσιο της έκθεσης. Έχει έργα πολύ σημαντικών Ελλήνων ζωγράφων. Οπότε θα σας περιμένουμε την πέμπτη, στις 7 η ώρα, στο Ιωνίας 96. Χιλιάς συγγνώμη για το χρόνο που σας πήρα. Τι λέτε! Καλησπέρα σας και επισήμως, σας είδα πριν. Σε αυτή τη βραδιά, απόψε, είναι η τελευταία μας βραδιά. Κάναμε τις δύο πρώτες για όσους βρέθηκαν μαζί μας. Για την Αθήνα, για την Ελλάδα, τα 200 χρόνια της ελληνικής ιστορίας μας. 1790 με 1875. Τα θύξαμε όλα, τα καλά μας, τα κακά μας, δυστυχώς υπάρχουν και αυτά. Και βέβαια αν δεν υπήρχε το κακό, δεν θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε ποιο είναι το καλό. Άρα και το κακό είναι απαραίτητος σε αυτή τη ζωή να υπάρχει. Αν δεν υπάρχει το βράδυ, η νύχτα, πώς θα υπάρχει η μέρα. Ή αν δεν υπάρχει το παχύ, πώς θα υπάρχει το αδύνατο. Αντιλαμβάνεστε τι θέλω να πω. Πάντοτε υπάρχει έναν δίπολο, η ζωή και ο θάνατος. Αν δεν υπάρχει ο θάνατος, πώς θα υπάρξει η ζωή. Έτσι, λοιπόν, και τα καλά και τα κακά των Ελλήνων, καλώς να υπάρχουν. Αρκεί εμείς να έχουμε μια επίγνωση πάνω σε αυτά, για να μπορούμε να προχωρούμε και να ξέρουμε... το πώς βρεθήκαμε εδώ, το πώς βρισκόμαστε εδώ. Και για αυτούς που το ψάχνουν λίγο παραπάνω, για ποιο λόγο συμβαίνουν αυτά που συμβαίνουν στη ζωή μας, τα καλά και τα κακά. Εγώ το ψάχνω. Και το πρόβλημά μου ήταν ότι το έψαχνα πάντοτε από μικρή. Και ήμουν ένα περίεργο παιδί, ένα παράξενο παιδί. Που δεν μπορούσαν να με καταλάβουν ούτε οι γονείς μου καμιά φορά. Γιατί πάντοτε έψαχνα να βρω το γιατί των πραγμάτων, των λέξεων, των συναισθημάτων αργότερα. Σήμερα, λοιπόν, όπως σας είχα υποσχεθεί, και το είχαμε προγραμματίσει, έχουμε να μιλήσουμε για τους Έλληνες της Διασποράς. Είναι πολύ μεγάλη ιστορία. Και μέσα σε μια μισή ώρα, που ελπίζω να τελειώσω σήμερα, έβγαλα και το ρολόι μου για να μη σας αργήσω, όπως την περασμένη φορά που πήρα και ένα τέταρτο. Παραπάνω θέλω, λοιπόν, να σας πω ότι είναι ιστορία τεράστια. Αυτό που ξέρουμε μέχρι τώρα, και οι συγγραφείς κατά κόρων έχουνε καλύψει, είναι το θέμα της Μύρνης και το θέμα της Κωνσταντινούπολης. Όλα τα βιβλία, τα περισσότερα βιβλία που θα πάρετε να διαβάσετε για εκείνη την εποχή θα μιλάνε ή για τη Μύρνη, τη μικρασιατική καταστροφή ή την Κωνσταντινούπολη. Η ιστορία μας είναι πάρα πολύ πλατιά. Δεν περιορίζεται στην Κωνσταντινούπολη ούτε στη Μύρνη. Ναι, είναι μία πληγή η μικρασιατική καταστροφή. Αλλά αν μπορείτε να φανταστείτε πόσες και πόσοι θησαυροί υπάρχουν σε άλλα μέρη της Ελλάδας μας και σε άλλα μέρη του κόσμου για την Ελλάδα, θα προσπαθήσουμε να τα πούμε σήμερα επεριληπτικά, για να μπορέσουμε κάτι να μας μείνει στο μυαλό και για όσους ενδιαφέρονται να μπορέσουν να το ψάξουν λίγο παραπάνω. Τώρα τελευταία κυκλοφορούν και κάποια βιβλία. Ο φίλος μου ο Γιάννης ο Καλπούζος, στις εκδόσεις Ψυχογιός, έχει εκδόσει βιβλία το Σέρα, που είναι για τους Έλληνες του Πόντου, με μία έρευνα καταπληκτική γι' αυτό το κομμάτι το πονεμένο, γιατί φαίνεται ότι η Ελλάδα είναι γεμάτη κομμάτι από εμένα. Σήμερα, όμως, θα πούμε και για κομμάτια χαρούμενα, πολύ χαρούμενα. Έτσι, λοιπόν, έγραψα κάποια στιγμή σε μία κομβική στιγμή της ζωής μου. Βρέθηκα στην Άπολη της Ιταλίας. Και είχα, όπως είπα, νομίζω και στην πρώτη μας συνάντηση, είχα δύο επιλογές. Είχα αφήσει το σπίτι μου, είχα πάει το γιο μου στο εξωτερικό για σπουδές, είχα αφήσει τη δουλειά μου, είχα παντρευτεί έναν δεύτερο άντρα, δεύτερος γάμος και ξαφνικά τα παρατάω όλα και φεύγω στην Άπολη της Ιταλίας, γιατί εκεί μας πήγε η δουλειά του συζύγου μου. Είχα δύο επιλογές. Η μία είναι να κλαίω όλη την ημέρα και να ξυπνώ και να λέω πώς μου συνέβη εμένα αυτό, και μου λείπουν η οικογένειά μου και μου λείπουν οι φίλες μου και μου λείπει η πατρίδα μου, ή να σταθώ στα πόδια μου και να κάνω πραγματικότητα, αυτό που ήθελα πάντα να κάνω από μικρή, που ήτανε να γράψω, γιατί έτσι ξεκίνησα, την ιστορία της οικογένειάς μου. Έχω μια οικογένεια θεαματική και θεατρική. Έψαξα πάρα πολύ, κουβάλησα μαζί μου το αρχείο ολόκληρο της οικογένειας, γιατί εκεί βασίστηκα για να μπορέσω να αποδώσω όσο το δυνατόν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τους Έλληνες. Εκείνης της περίοδου, μιλάμε για 1790 με 1913 και μάλιστα πού. Όχι τόσο πόντος πόντος, αλλά ένα άλλο μέρος που όλοι το ξέρουμε, αλλά δεν έχουμε νομίζω και 100% γνώση επί αυτού. Μιλάμε για Βραήλα, μιλάμε για Οδυσσό, μιλάμε για Γαλάτσι, μιλάμε για Κωνσταντινούπολη, για Βιέννη και για Αμβέρσα του Βελγίου. Αυτό ήταν το οδυπορικό της οικογένειάς μου. Το 1790 τελειώνουν οι Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι. Οι Εκατερίνιοι μεγάλοι ήτανε πραγματικά μεγάλοι. Και δεν ξέρω πόσοι από εσάς βλέπετε, νομίζω, στη Βουλή κάθε Κυριακή, ένα σύριαλ εκπληκτικό ρωσικό για τη ζωή της Εκατερίνης της Μεγάλης. Υπήρξε μια γυναίκα που είχε όραμα. Αυτή λοιπόν αφού τελείωσε και ξεμπέρδεψε με τους Ρωσοτουρκικούς πολέμους εκείνη την εποχή, με τον Ορλόφ και τελειώνοντας και τα Ορλοφικά που ήτανε ο ναυαρχός της και ο άντρας της μετά, άνοιξε τα σύνορα της Μαύρης Τάλασσας. Και ότου θαύματος, λες και οι Έλληνες περίμεναν αυτό το κονβικό χρονικά σημείο, για να αρχίσουν να φεύγουν από την Ελλάδα και να πηγαίνουνε σε αυτά τα μέρη, για τα οποία δεν έχουμε και πολύ μεγάλη γνώση του τι έγινε. Έτσι λοιπόν το 1790 ένας νεαρός με πάρα πολύ όρεξη για ζωή και όρεξη να γίνει κάποιος, φεύγει από την Ιθάκη και πηγαίνει στη Βραήλα. Εκεί μπαίνει σε ένα καρνάγιο και γίνεται βοηθός του αρχιμάστορα. Στο καρνάγιο αυτό έφτιαχναν τα σλέπια του Δούναβη. Τα σλέπια είναι η οδηγή πλοίων. Μπαίνει το πλοίο μέσα στο Δούναβη, τεράστιος ο Δούναβης ο ποταμός, και πάντοτε για να μην χτυπήσει δεξιά αριστερά, χρειάζεται οπωσδήποτε έναν οδηγό, ένα μικρό δηλαδή βαποράκι, τελείως επίπεδο, που παίρνει το πλοίο και το οδηγεί μέχρι το λιμάνι στο οποίο κατευθύνεται. Αυτός λοιπόν ο Γενναίος είναι ένας προ-προ-προ-παππος δικός μου. Αυτός έγινε μεγάλος κετρανός εκεί. Οι Έλληνες, Βραήλα, Γαλάτσι, Οδυσσό. Λόγοι και έμποροι, καταπληκτικοί έμποροι. Όλο το εμπόριο, σιτυρών, καρβούνων, ζάχαρης, γινότανε εκείνη την εποχή με τα καράβια τους, τα πλοία τους, καταπληκτικοί ναυτικοί όλοι και πάρα πολύ μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες εκείνη την εποχή στη Βραήλα, στην Οδυσσό και στο Γαλάτσι. Εκείνος λοιπόν επειδή είχε κάποιο όραμα και ήθελε να πετύχει, άνοιξε το δικό του το καρνάγιο και άρχισε να φτιάχνει τα δικά του σλέπια στο Δούναβη. Τόσο πολύ προώδευσε, ώστε κάποια στιγμή τον έγραψε και τον Λίμπρον Τόρο, τον Επτανίσσον, το όνομά του. Μιλάμε για τον Γεώργιο Μανολάτο. Έναν εξαιρετικό θαλασσοπόρο, γιατί η οικογένειά του αργότερα ασχολήθηκε με τα ναυτιλιακά και τα θαλασσινά. Την ίδια εποχή, ένας από την Άνδρο Ανδριώτης φεύγει κι αυτός από την Ελλάδα και πάει στη Βραήλα. Αυτός έμπορος μεγάλος, η μάνα του του στέλνει μία νύφη. Όχι γε μου, του λέει, όχι νύφη ξένη, ελληνίδα η νύφη. Του στέλνει μία νύφη, δεν την αγάπησε ποτέ. Ένας bon vivant τύπος, ο οποίος είχε μία εξαιρετική πρόοδο ως έμπορος, εκείνα τα χρόνια και λόγιος μαζί και κάνει μία κόρη, την Εκατερίνη Χατζιάννη. Ήτανε μία γυναίκα όχι ωραία, αλλά είχε κάτι δικό της, όπως λέει η ιστορία της οικογένειάς μου. Ήτανε μία γυναίκα που έψαχνε πολύ τον εαυτό της, αλλά εκείνη την περίοδο οι γυναίκες δεν είχαν φωνή δική τους. Ήτανε μία κόρη καλής οικογένειας και ο πατέρας της φρόντισε να της δώσει και έναν πολύ καλό Έλληνα. Έλληνα πάλι, γιατί οι γάμοι φρόντιζαν να γίνονται μεταξύ των Ελλήνων εκεί. Της έδωσε έναν Έλληνα με τον οποίον έκανε δύο κόρες. Πέρασαν τα χρόνια, το ζευγάρι απομακρύνθηκε συναισθηματικά ο ένας απ' τον άλλον. Σπάνιο? Όχι, όταν μπαίνει η καθημερινότητα μέσα δεν είναι σπάνιο. Και προπαντός εκείνη την εποχή που οι άντρες είχαν πολύ μεγάλη ελευθερία και φεύγανε και μπορούσαν να κάνουν τη ζωή τους, αλλά οι γυναίκες όχι, απομακρύνθηκε το ζευγάρι. Τότε άρχισε η Κατερίνη Χατζιάννη να αναρωτιέται για ποιο λόγο έχει έρθει σε αυτή τη ζωή. Και ούσα εντελώς απογοητευμένη από τη ζωή της, αποφάσισε να κάνει το πρώτο βήμα αλλαγής. Και εδώ κάνω μία παρένθεση. Σήμερα, εκτός της ιστορίας, θα μιλήσουμε και για συναισθήματα. Θα μιλήσουμε για αλλαγή, θα μιλήσουμε για θυμό, θα μιλήσουμε για συγχώρεση. Έτσι λοιπόν αποφασίζει να κάνει μία αλλαγή και η αλλαγή πάντοτε πρέπει να ξεκινάει από τον εαυτό μας. Και αρχίζει να αλλάζει τον εαυτό της. Έφυγε από εκείνο το τρυπάκι με το σύζυγο γιατί δεν μου μίλησε, γιατί δεν με κοίταξε και που πήγε και με πια ξενοκοιμήθηκε. Έφυγε από αυτό και άρχισε να κοιτάει τον εαυτό της, να διαβάζει, να την ενδιαφέρει η ποίηση, να ανοίξει το σπίτι της στους ποιητές εκείνης, Έλληνες εκείνης της εποχής. Και σιγά σιγά βέβαια, επειδή η αλλαγή το φέρνει αυτό σιγά σιγά, άρχισε να αλλάζει η ίδια. Και ο σύζυγός της την ξανά ερωτεύτηκε. Καινούριος έρωτας αυτή τη φορά. Γιατί η Εκατερίνη Χατζιγιάννη ήταν τελείως διαφορετικός άνθρωπος. Έτσι λοιπόν έκαναν μία κόρη, την Αταλία, η οποία ήταν κόρη του έρωτα. Γεννήθηκε σε μία περίοδο όπου μία οικολογική καταστροφή απ' τα Καρπάθια έρξε λήματα μέσα στο Δούναβη. Και ήτανε τόσο μεγάλη η οικολογική καταστροφή όπου άρχισαν τα ψάρια μέσα στο Δούναβη να ψωφάνε. Και οι βαρκάριδες να βγάζουν όλα αυτά τα ψάρια στις όχθες. Και λέγανε τότε, ήτανε τραγική καταστροφή, η οποία συνέβη και άλλες τρεις τέσσερις φορές. Και μάλιστα πριν 20 χρόνια ακριβώς στην περιοχή του Δούναβη. Και υπάρχουν και φωτογραφίες στις εφημερίδες της ελληνικής εκείνης της εποχής. Μιλάμε όμως για τον παλιό καιρό, ή γέννησε την ίδια μέρα που τα ψάρια βγήκαν στη στεριά. Και είχανε πει τότε ο κόσμος ότι τα κορίτσια που γεννήθηκαν εκείνη τη μέρα, εκείνη την εποχή της οικολογικής καταστροφής, ήτανε ή πάρα πολύ ωραίες κοπέλες ή τερατογεννήσεις έκαναν οι γυναίκες. Δεν έχουμε αποδείξεις γι' αυτό το γεγονός. Ήταν οι κασίες, όπως καταλαβαίνετε. Αλλά έχουμε στην οικογένεια μία καλλονή με όλη τη σημασία της λέξας. Τα χρόνια πέρασαν, η καλλονή μεγάλωσε, δύο-τρεις αυτοκτόνησαν για πάρτη της. Και κάποια στιγμή, για να αγλυτώσουν το σκάνδαλο, οι γονείς την πήρανε από τη Βραήλα και την πήγανε ένα ταξίδι στη Βιέννη, όπου φιλοξενήθηκαν από έναν καταπληκτικό Έλληνα βαμβακοπαραγωγό, το Δούμπα εκείνη την εποχή, βαμβακοπαραγωγός. Εγώ έχω κάποια στοιχεία για εκείνο το τραπέζι που έγινε, ένα επίσημο τραπέζι προς τιμήν του ζευγαριού και της Ναταλίας. Και εκεί γνώρισε τον γιατρό του Σουλτάνου, ο οποίος ήταν επεραστικός και φίλος της οικογένειας Δούμπα, γνώρισε η Ναταλία τον Γεώργιο Πατρίκιο. Και ότου θαύματος ερωτευθήκανε, εκείνος τη ζήτησε, παντρεύτηκε μαζί του και έκαναν μία κόρη, την Αντωνία. Δυστυχώς επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη το ζευγάρι και ο υπουργός των εσωτερικών της αστυνομίας εκείνη την εποχή, στην Κωνσταντινούπολη ερωτεύτηκε αυτή την Ελληνίδα, η οποία είχε μία εξαιρετική χάρη και το αποτέλεσμα ήτανε να σκοτώσει τον γιατρό του Σουλτάνου για να πάρει αυτή τη γυναίκα. Την έσωσε ένας Κυρκάσιος υπηρέτης που είχανε και την πήγε κατευθείαν στη μητέρα της στη Βραήλα. Η ζωή της καταστράφηκε, ήτανε μία γυναίκα που υπέφερε από κατάθλιψη, έπαιζε καταπληκτικό πιάνο, άρχισε να παίζει όλο εμβατήρια και όλο θρησκευτικά κομμάτια στο πιάνο που δεν το έκανε ποτέ γιατί πάντα τραγουδούσε πάρα πολύ ωραία και μεγάλωσε σιγά σιγά και η κόρη της. Και η οικογένεια αυτή ζούσε στη Βραήλα. Οι αδελφές και η μάνα ήθελαν πάση θυσία να την παντρέψουν για να φύγει από πάνω το μίασμα στην οικογένεια γιατί μία χείρα με ένα παιδί εκείνη την εποχή και σε εκείνες τις κοινωνίες ήτανε κάπως περίεργο. Το αποτέλεσμα ήτανε να τις κάνουνε προξενειό το γιο εκείνου του μανολάττου που σας είπα στην αρχή που βρέθηκε στη Βραήλα και εκείνος και είχε τα σλέπια στο Δούναβη. Μπήκε στο σπίτι και αντί να το φέρανε προξενειό για τη μάνα και αντί να πάρει τη μάνα ερωτεύτηκε την κόρη με μία τρομακτική διαφορά ηλικίας. Και βέβαια την παντρεύτηκε την κόρη και από εκείνη την κόρη γεννήθηκαν τέσσερα παιδιά. Ένα από αυτά ήταν η κι η δική μου γιαγιά η Φιλομήλα Λαπατά. Όπως μπορείτε να καταλάβετε έχω ένα ολόκληρο αρχείο, το βιβλίο μου Οι κόρες του νερού και μιλάω για νερό γιατί και άλλες προγονές μου γεννήθηκαν σε περιόδους που πλημμύρισε ο Δούναβης. Και πάντοτε στην οικογένειά μας υπήρχε αυτό το υγρό στοιχείο να πηγαίνει και να έρχεται. Έτσι λοιπόν έγινε και γεννήθηκαν οι κόρες του νερού. Για τους Έλληνες της Βραήλας. Γαλάτσι, Βιέννη και Αμβέρσα. Δεν χρειάζεται να σας πω την ιστορία, η ιστορία είναι καταπληκτική, είναι θεαματικότατη. Μιλάμε για άτομα τα οποία έζησαν, μιλάμε για μαρτυρίες αυτή την εποχή. Να σας πω μόνο ότι ο αδελφός της γεγιάς μου, που ήταν και ο στυλωβάτης όλης της οικογένειας, παντρεύτηκε κάποια στιγμή την κόρη των Εμπυρίκων. Την πολυξένη Εμπυρίκου, η οποία ήταν μια πάρα πολύ ωραία γυναίκα. Και κάποια στιγμή έφυγαν από την Αμβέρσα του Βελγίου, γιατί είχαν τη διακίνηση του Μπακαλιάρου της Βαλτικής. Έφυγαν λοιπόν όλη η οικογένεια και η γιαγιά μου με τα τρία της παιδιά, εκ των οποίων το ένα ήταν ο μπαμπάς μου, και ήρθαν στον Πειραιά, στην Ελλάδα, για να ανοίξουν ένα φτυλιακό γραφείο και για να μπορέσουν να κάνουν μια καινούργια ζωή στην Ελλάδα, γιατί είχαν εξαντλήσει όλο το μέλλον τους, όπως λέγανε, στο εξωτερικό. Είχαν επιθυμίσει την πατρίδα τους, δηλαδή, με λίγα λόγια. Έλληνες της διασποράς, αλλά αυτοί που κράτησαν το σπίτι τους ελληνικότατο. Και ο δικός μου παππούς, ο Ιωάννης Λαπατάς, ήταν ο πρόξενος της Ελλάδας, εκείνα τα χρόνια, στην Αμβέρσα του Βελγείου. Όταν ήρθανε λοιπόν εδώ, αυτός ο αδελφός της γιαγιάς μου πήρε ένα σπίτι, σας τη λέω αυτή την ιστορία γιατί είναι συγκλονιστική, ένα σπίτι ακριβώς στη Βασιλής Ισοφίας απέναντι από το σημερινό Μέγαρο Μουσικής. Και κάποια στιγμή, ερχόμενος δούλευε στον Πειραιά, ήτανε μάλιστα και για πάρα πολλά χρόνια διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας στον Πειραιά, και όπως ανέβαινε με την άμαξα, είδε στο παράθυρο την πολυξένη τη γυναίκα του, σκυμμένη έτσι στο παράθυρο, και ένας αξιωματικός του βασιλιά της Βασιλικής Αυλής, πέρασε από μπροστά και της πέταξε ένα τριαντάφυλλο της πολυξένης. Το είδε ο σύζυγος, ανέβηκε επάνω, είπε μάζεψε τα πράγματά σου, σε γυρίζω στα αδέλφια σου. Μιλάμε για την πολυξένη ο εμπειρίκου. Όπερ και γένετο, έπεσε στα πόδια του, βρε δεν έκανα τίποτα και όχι και πο, τίποτα, ήταν ανένδοτος. Την γύρισε, την επέστρεψε στα αδέλφια της, τέσσερα αδέλφια είχε η πολυξένη εκείνον τον καιρό, έπεσε στα πόδια η μάνα του, η Αντωνία μανωλά του, να τον παρακαλεί και να του λέει, δεν είναι δυνατό να το κάνεις αυτό, η γυναίκα δεν έκανε τίποτα. Όχι, όχι, όχι. Και αφού χώρισε, αποφάσισε να παρηγορήσει τον πόνο του στα διάφορα θέρετρα της Ευρώπης. Και κάποια στιγμή, μετά από δύο χρόνια, βρίσκεται στο Σαν Ρέμο στην Ιταλία. Και φοράει το φράκο του και κατεβαίνει κάτω, θα έπαιζε στο καζίνο και κατεβαίνει να φάει. Και εκεί που καθότανε μόνος του στο τραπέζι, βλέπει από τη σκάλα την πολυξένη, στο μπράτσο του αξιωματικού που της είχε πετάξει, το τριαντάθυλο, γαμήλιο ταξίδι, παρακαλώ. Η ζωή, η ζωή. Τα μαζεύει γρήγορα, επιστρέφει πίσω. Αποτέλεσμα, πέθανε τρελός στον δρομοκαϊτιό. Μάλιστα, από τον καημό και τον πόνο της πολυξένης. Έχασε εντελώς τα μυαλά του, τον γιατροπόρεψε ο πατέρας μου. Αυτό σας λέω, έχω ιδία πλέον. Το αρχείο ανήκει στα χέρια μου, το έχω στα χέρια μου, ανήκει σε μένα. Από όλες αυτές, λοιπόν, τις ιστορίες, βγήκανε Οι κόρες του νερού, που είναι το πρώτο μου βιβλίο. Κάθε βιβλίο και κάθε μυθιστόρημα που διαβάζετε έχει έναν άξονα. Όλα τα μυθιστόρηματα πρέπει να έχουν άξονα, διότι δεν υπάρχει μυθιστόρημα που να μην έχει έναν άξονα. Δηλαδή, για ποιο πράγμα μιλάει το μυθιστόρημα. Οι κόρες του νερού μιλούνε για την προσπάθεια διατήρησης της εθνικής μας ταυτότητας. Σας είπα και τις προάλλες για τους Έλληνες, για πόσο προκόβουμε εμείς οι Έλληνες στο εξωτερικό, γιατί ζούμε σε περιβάλλοντα πειθαρχημένα. Ζούμε και εργαζόμαστε σε περιβάλλοντα πειθαρχημένα. Εδώ παράλληλα είναι η προσπάθεια να διατηρήσει στην εθνική σου ταυτότητα. Και δεν μιλάμε για τώρα που υπάρχει το ίντερνετ και υπάρχουν και τα τηλέφωνα και χιλιαδιώ. Μιλάμε για εκείνη την εποχή που η κατάσταση ήταν παντελώς πρωτόγονη. Και την πατρίδα σου την έβλεπες ή μπορεί να μην την έβλεπες ποτέ στη ζωή σου. Μπορεί να την έβλεπες μια φορά και τα ταξίδια ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Προσπάθεια λοιπόν διατήρησης της εθνικής ταυτότητας είναι ο άξονας του βιβλίου μου. Προβληματισμός για το νόημα της ζωής. Σε όλες του τις σελίδες θα δείτε αυτόν τον προβληματισμό. Και εκείνο το ερωτηματικό το μεγάλο που θυμάμαι να το είχε και η γιαγιά μου. Υπάρχει έλεγχος πάνω στη ζωή. Μπορούμε να ελέγξουμε τη ζωή μας. Είναι λοιπόν ιστορία της οικογένειάς μου. Και το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι ένα ταξίδι πάρα πολύ προσωπικό. Εγώ χρόνια μάζευα τις πληροφορίες. Αλλά και όχι μόνο, γιατί αργότερα έκανα μία πάρα πολύ μεγάλη έρευνα ιστορική, για να μπορέσω να γράψω αυτό το βιβλίο. Και βρήκα και άλλα στοιχεία καταπληκτικά για τους Έλληνες που τα παραθέτω μέσα στο βιβλίο. Το παράπλευρο κέρδος μου ποιο ήτανε. Ότι το προσωπικό μου ταξίδι με βοήθησε να καταλάβω πως είμαι ένα κομμάτι από όλες αυτές τις γιαγιάδες, που μου διγόντανε και ο πατέρας μου, αλλά και οι θείες μου, ιστορίες της οικογένειας. Και το άκουγα σαν να ήταν παραμύθι. Το προσωπικό μου λένε το παράπλευρο κέρδος μου ήτανε, στο ότι κατάλαβα πως είμαι ένα κομμάτι από ό,τι έχει υπάρξει πριν, στο παρελθόν, από αυτές τις γυναίκες. Και φέρω επάνω μου, στη μυστική αρχιτεκτονική των οστών μου, που κάναμε στο περασμένο βιβλίο, στο διχασμό, και έχω ένα ολόκληρο κεφάλαιο πάνω σε αυτό το θέμα, φέρω τις επιλογές τους και τις συνέπειές τους και πως πρέπει να είμαι πολύ προσεκτική για το τι κληρονομιά πνευματική και συναισθηματική θα αφήσω στο γιο μου και στα παιδιά του παιδιού μου. Όλο το μυθιστόριμα είναι ψάξιμο ταυτότητας. Και η ταυτότητα δεν είναι ένα κλειστό μοτίβο με το οποίο γεννιόμαστε. Είναι μια διαδικασία που διαρκεί ολόκληρη τη ζωή μας. Το πρόσωπό μας σχηματίζεται από τη γλώσσα μας, από τις σκέψεις μας, από την αντίληψή μας για το τι είμαστε και για το τι είναι ο κόσμος. Και ο μόνος έλεγχος που έχουμε πάνω στη ζωή είναι οι επιλογές μας. Ποιος είμαι αυτό είναι το ερώτημα και η βασική ερώτηση που απασχολεί τους ανθρώπους από την αρχή του κόσμου. Αυτός ο προβληματισμός τον θυμάμαι μέσα στην οικογένειά μου πάρα πολύ έντονα. Απασχολεί και τις πρόγονες τις δικές μου και τις απασχολεί σε όλο το μυθιστόριμα. Ποιος είναι ο σκοπός που ζούμε, γιατί ζούμε. Και δεν θέλουμε να μάθουμε μόνο το συλλογικό σκοπό όλης της ανθρωπότητας, όλης της ανθρώπινης ράτσας πάνω στη γη, αλλά τη σημασία και την αιτία για κάθε ζωή, προπαντός για τη ζωή τη δική μας. Κεντρική ιδέα του μυθιστορίματος. Όλα μου τα μυθιστορίματα έχουν μια κεντρική ιδέα. Η ζωή είναι μια διαρκής αναζήτηση. Οι πρόγονες μου και η πρόπρογιαγιά μου, η Αντονιέτα Μανολάτου, Αντονιέτα τη λέγανε εκείνη την εποχή, Αντονίτσα δηλαδή χαϊδευτικά, τη φώναζαν Αντονιέτα, στο σπίτι της, έχουνε μετικήσει πολλές φορές και σε πολλά μέρη. Η συναισθηματική πληγή είναι πάντοτε η ίδια. Θα ήθελα, λοιπόν, να σας δώσω από το βιβλίο ένα πολύ μικρό κομματάκι για το πώς νιώθει η πρόγιαγιά μου την ημέρα που εγκαταλείπει το σπίτι της στη Βραήλα, για να μετακομίσει στην Αμβέρσα του Βελγείου. Έχουν μπει στην άμαξα, έχουνε κλείσει το σπίτι, το έχουνε ήδη πουλήσει το σπίτι τους στη Βραήλα. Μιλάμε ένα αρχοντικό τριόροφο εξαιρετικό. Μάλιστα κάποιος το έχει ζωγραφίσει, γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχε φωτογραφία, αλλά δεν έχουμε κάτι συγκεκριμένο στην οικογένεια. Έχουμε όμως ένα σκίτσο αυτού του σπιτιού. Μέσα στην άμαξα με τις κόρες της, «Στοπ!», λέει στον άμαξα. «Γλίστρισε γρήγορα από την άμαξα. Το καπέλο έπεσε απ' τα μαλλιά της, μα δεν στάθηκε να το μαζέψει. Σήκωσε τη φούστα της και άρχισε να τρέχει προς το σπίτι της. Κι εκεί, μπροστά στο σφαλισμένο πορτόνι, έπεσε στα γόνατα. Σύρθηκε στη γνωπή γη και έκλαψε με όλα τα δάκρυα που φύλαξε όλους τους μήνες της προετοιμασίας του ταξιδιού της. Φώναξε, ούρλιαξε, χτύπησε το στήθος της, ξέσκισε τα μαγουλά της, έγδαρε με τα νύχια της την πόρτα, έφαγε το χώμα της γης της, της λατρεμένης γης της πατρίδας της, κι άφησε το θρίνο της να χυθεί σαν το χήμαρο, γιατί το κύταρό της θυμόταν ότι είχε συμβεί στους παππούδες της που εγκατέλειψαν δεκαετίες πριν την Ελλάδα. Θυμόταν ότι είχε συμβεί στους προγόνους της που μετανάστευσαν στον ξένο τόπο για μια καινούργια ζωή κι άφησαν τις οικογένειές τους πίσω στα άγρια χρόνια, χωρίς να μπορέσουν να ξαναδούν ποτέ τους ανθρώπους που αγάπησαν. Μετά ήρθε ένα βαθύτερο πεδίο κατανόησης και θυμήθηκε ότι είχε συμβεί σε όλα τα ανθρώπινα όντα. Κάποτε σηκώθηκε και επέστρεψε στην άμαξα που περίμενε στη γωνία με τις κόρες της που ανησυχούσαν. Κάθισε στο δερμάτινο κάθισμα, σκούπισε τα δάκρυά της και καθάρισε το προσοπό της. Έβαλε κατόπιν το καπέλο της, έσιαξε τα τσαλακωμένα ρούχα της και ξαλαφρωμένη έγνεψε στον αμαξά να φύγει. Δεν υπάρχουν σύνορα, είπε δυο-τρεις φορές, καθώς η άμαξα απομακρυνόταν. Αργότερα είπαν πως ο κήπος της έκανε πέντε χρόνια να ανθίσει. Ο πόνος του ξεριζωμού είναι πάντα μεγάλος και δεν μπορεί να τον αποφύγει κανένας. Ο πόνος της αλλαγής είναι κι αυτός εξίσου μεγάλος. Και η αλλαγή, τι είναι η αλλαγή, θα το δούμε στο επόμενο. Εκείνη την εποχή εγώ είχα αρχίσει να κάνω μία πολύ μεγάλη έρευνα ιστορική για τους Έλληνες της Διασποράς. Ζούσα κατά διαστήματα, πήγαινα τα καλοκαίρια στη Σαρδινία. Έχω έναν άντρα Ιταλό σε δεύτερο γάμο. Είναι από τη Σαρδινία. Γνώρισα μία γη τελείως παραμυθένια. Μια γη με ιστορία που δεν την βάζει ο νους μας. Και άρχισα να κάνω μία έρευνα, γιατί είπα δεν μπορεί να τελειώνει ο ελληνισμός με τη Βραήλα και την Κωνσταντινούπολη, ή τη Βιέννη, ή το Γαλάτσι, ή την Αμβέρσα ο ελληνισμός. Είναι και στο Νότο. Και γύρισα πίσω στο Νότο. Εκεί, λοιπόν, έκανα μία μεγάλη έρευνα ιστορική, όπου ακούστε να δείτε τι συγκλονιστικά πράγματα ανακάλυψα. Τρεις χιλιάδες χρόνια πριν τη γέννηση του Χριστού, ένας λαός που βρισκόταν στη Σάρδη της Μικράς Ασίας, έφυγε από εκεί και βγήκε στα παράλια. Πέρασαν κάποιες δεκαετίες, πέρασε κανένας αιώνας και είπανε να πάμε και λίγο παρακάτω, να δούμε ποιος είναι ο κόσμος και πώς είναι ο κόσμος. Έφυγαν, λοιπόν, με τα πλοία εκείνης της εποχής. Ιστιοφόρα, ασφαλώς, και πρωτόγονη κατάσταση. Μιλάμε για τρεις χιλιάδες χρόνια πριν τη γέννηση του Χριστού. Και πήγανε στην Κύπρο, στην Σαντορίνη και στην Κρήτη. Η ιστορία λέει και οι έρευνες που έχουν γίνει ιστορικές και οι αρχαιολογικές, ότι το κομμάτι το Κρητικό κάποιες εκατονταετίες αργότερα, άρχισε να κάνει ταξίδια στη Μεσόγειο. Και σε ένα από αυτά τα ταξίδια βγήκε σε μια γη. Θέλανε να κάνουν μια σκάλα εμπορική εκείνη την εποχή. Και ανακάλυψαν στη Μεσόγειο μια γη. Βγήκανε σε αυτή τη γη, είδαν ότι υπήρχε ένα ύψωμα μπροστά τους, ένας βράχος, οπότε ήταν ένα πολύ καλό κομμάτι. Αυτό για να βλέπεις και τι γίνεται από πειρατές δεξιά και αριστερά. Βρέθηκαν λοιπόν εκεί, άναψαν την πρώτη φωτιά με τις τάχτες της φωτιάς που είχανε σβήσει. Προσέξτε, μια καταπληκτική λεπτομέρεια. Πριν να φύγουν από την πατρίδα τους, όσοι ταξίδευαν έσβηναν τη φωτιά στο σπίτι τους. Παίρνανε τις τάχτες και τα κόκαλα των προγόνων τους. Συγκλονιστικό! Και πηγαίναν στην καινούρια γη και άναβαν τη πρώτη φωτιά με τις τάχτες της τελευταίας φωτιάς που είχανε σβήσει στην πατρίδα τους. Άναψαν τη φωτιά, άρχισαν να ζούνε, να φτιάχνουν τις καλύβες τους. Βρήκανε μια ράτσα εκεί ανθρώπων κοντών και ατομικιστών. Είναι οι αρχαίοι νουράγοι. Δεν ξέρουμε τις ρίζες τους. Χάνονται πολύ βαθιά μέσα στην αρχαιότητα. Αυτό το κομμάτι, το κριτικό, κάποια στιγμή είπε, μα που βρισκόμαστε, δεν ξαναμπαίνουμε στις βάρκες να δούμε που μας βγάζει γύρω γύρω αυτή η γη. Και όπως άρχισαν να κάνουν τον κύκλο γύρω γύρω, ανακάλυψαν ότι βρίσκονταν πάνω σε ένα νησί. Και αρχίζουν να το ζωγραφίζουν και έχουμε τον πρώτο χάρτη παγκόσμιο. Παγκόσμιο χάρτη, τον πρώτο χάρτη, το χάρτη της Αρδεινίας. Και καθώς τον ζωγραφίσανε, είδανε εκεί και είπανε, σε αυτή τη γη που είμαστε, πρέπει να δώσουμε ένα όνομα. Και το σχήμα αυτής της γης είναι σαν ένα σάνδαλο πάνω στην άμμο. Το ίχνος από ένα σάνδαλο πάνω στην άμμο. Τις δίνουν λοιπόν δύο ονόματα, Ιχνούσα και Σανδάλια. Τα αρχαία ονόματα της Αρδεινίας, που δεν το ξέρουμε, γιατί ούτε κι εγώ το ήξερα ποτέ, μας μιλούνε για τη Σικελία, για τις Απικίες, τις Ελληνικές, τις Αρχαίες, τη Σικελία, κανένας όμως για τη Σαρδεινία. Η Σαρδεινία έχει ελληνικό αρχαιόνομα, Ιχνούσα και Σανδάλια. Η γλώσσα ελληνική, ελληνοβυζαντινή. Όλα τα επίσημα έγγραφα στη γλώσσα την ελληνοβυζαντινή. Μέχρι το 800 μετά τη γέννηση του Χριστού. Μπορείτε να αντιληφθείτε τον πλούτο, τον ελληνικό, σε αυτό το νησί. Και κατόπιν χάνονται τα ηχνοί των Ελλήνων, παρόλο που προσπάθησαν να κρατήσουν το ελληνικό του στοιχείο. Και ξαφνικά το 1453, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, αρχίζουν να έρχονται οι πρώτες φουρνιές Ελλήνων από τα επτά νησά. Και έτσι, σε αυτή τη γη, ήρθε τη χρυσή γη με τα ορυχία λιγνίτη, άργυρου, χρυσού. Ήρθε ένας ναυτικός που τον έλεγαν Κάνταρο. Και αυτός ο ναυτικός έχτισε μια ολόκληρη αυτοκρατορία στη Σαρδηνία. Εκείνα τις εποχές εγώ έψαχνα τα βιβλία, τα κοιτάπια, αρχεία, για να βρω την ιστορία των Ελλήνων και βρίσκομαι σε μια κάβα. Και όπως ο άντρας μου ασχολείται με τα κρασιά και του αρέσει η γνώση, βλέπω δύο κρασιά σε ένα βαριέμαι εγώ, δεν πίνω κρασί έτσι κι αλλιώς, αλλά βαριέμαι μέσα στην κάβα και όπως κάνω έτσι βλέπω δύο κρασιά. Το ένα το έλεγαν λάκρυμα κρίστη, δηλαδή στα λατινικά το δάκρυ του Χριστού. Και το άλλο το έλεγαν άγγελου ρούγιου. Στη γλώσσα της Σαρδηνίας ο κόκκινος άγγελος. Τα βλέπω, εγώ λέω πω, πω, πω, πω. Να δύο ονόματα που μπορούν να κάνουν ένα εξαιρετικό ζευγάρι για το επόμενο βιβλίο μου, που θα αναφέρετε για τον ελληνισμό στη Σαρδηνία. Και έτσι γεννιέται η λάκρυμα κρίστη. Και μου λείπει κεντρική ιστορία, γιατί σας είπα και την άλλη φορά, ότι δεν γράφω φανταστικά πράγματα, γράφω πάντοτε πράγματα τα οποία είναι αληθινά. Ιστορίες αληθινές, το πλαίσιο να είναι αληθινό. Και επειδή ο άντρας μου έχει μια πολύ μεγάλη οικογένεια, και είναι κι αυτή έτσι περίεργη, άρχισα να παίρνω μικρές-μικρές ιστορίες από αυτή την οικογένεια. Και γεννιέται η λάκρυμα κρίστη. Και σήμερα σας έχω φέρει και μουσική από τη Σαρδινία, που θα τη βάλουμε σε λίγο. Είναι λοιπόν ένα ζευγάρι, η λάκρυμα και ο άγγελου Ρούγιου. Ένα ζευγάρι που κι αυτό περνάει πολλά. Αναφέρομαι στα 50 χρόνια μιας γυναίκας, μέσα στην αυτογνωσία, η οποία γυναίκα εφίβρε εντός εισαγωγικών, με τη φαντασία της, ένα σακούλι που το έβαλε πίσω στην πλάτη της. Και έριχνε μέσα σε αυτό το σακούλι, ότι το περιβάλλον της δεν δεχότανε, δεν αποδεχότανε. Παραδείγματος χάρη, τα καλά κορίτσια δεν θυμώνουν. Παίρνει το θυμό της και το ρίχνει μέσα στο σακούλι, για να γίνει αρεστή από το περιβάλλον της. Μιλάμε μία γυναίκα η οποία είναι τελείως διαφορετική από τα στάνταρ της εποχής, τα πρότυπα της εποχής, που εκείνη την εποχή ήταν να έχεις δέρμα λευκό, να φαίνονται και οι φλέβες σου, οι γαλαζοέματι. Μιλάμε ότι είναι από μια πολύ σπουδαία οικογένεια. Αυτή η κυρία, αληθινή ιστορία. Και είναι μία γυναίκα δυνατή, ανεβαίνει πάνω στάλογα, είναι μελαχρινή, το δέρμα της είναι πιο σκούρο. Και βέβαια όλοι αρχίζουν να αναρωτιούνται... τι είναι αυτό το κορίτσι, το οποίον δεν θα βρει ποτέ γαμπρό βέβαια, διότι τα πρότυπα της εποχής είναι τελείως διαφορετικά. Και μέσα σε αυτό το βιβλίο μιλάω για το θυμό, μιλάω για την αλλαγή και μιλάω για τη συγχώρεση. Έχετε αναρωτηθεί ποτέ αν υπάρχει στη ζωή κάτι περισσότερο... από αυτό που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας, από αυτό που κάνουμε τώρα συνήθως αφηρημένοι... για να πάμε βιαστικά κάπου αλλού μετά. Και πόσοι από εμάς δεν περνούμε τις μέρες μας στον αυτόματο πιλότο. Αυτό έκανε και η ηρωίδα μου στη Λάκρη Μακρύστη. Και αφήνουμε το σώμα μας, το πνεύμα μας, την υγεία μας, όλα στην τύχη και αφήνουμε να φύγουν οι στιγμές της ζωής μας... χωρίς να τη ζήσουμε και δεν αντιλαμβανόμαστε... πως η ζωή μας είναι όλοι στιγμές και τίποτα άλλο. Και με το να είμαστε παρόντες, να είμαστε στο τώρα και όχι κάπου στο παρελθόν, ξεχνούμε όταν δεν μπορούμε να είμαστε παρόντες, ξεχνούμε ποιοι πραγματικά είμαστε. Να μη δίνουμε λοιπόν προσοχή στη ζωή μας, σκοτεινιάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Και στο τέλος χάνουμε επαφή με την πραγματικότητα. Και κάποιες φορές, ίσως και αυτό το να χάσεις επαφή με την πραγματικότητα, είναι αναγκαίο για να μπορέσουμε να υπερνηκίσουμε... και να ξεπεράσουμε διάφορα τραύματα που συμβαίνουν στη ζωή μας. Γιατί κανένας μας δυστυχώς δεν περνάει τα πρώτα 20-30 χρόνια της ζωής τους, χωρίς να έχει τραύματα, πένθι ή προδοσίες. Ακόμα και αν δεν το αντιλαμβάνετε και έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή, που αυτά τα τραύματα πρέπει να θεραπευτούν. Γιατί αυτό το είδος του δηλητηρίου, κάποια στιγμή, πρέπει να έρθει στην επιφάνεια και να φύγει από πάνω μας. Ο ποιητής, ο Ρόμπερτ Μπλα, είναι ένας ποιητής Αμερικάνος, που τον αγαπάω πάρα πολύ γιατί γράφει κάτι εξαιρετικά κείμενα. Έχει μία καταπληκτική εικόνα δίνει σε ένα κείμενό του. Ένα είδος αναφορά στη ζωή από μια όρατη μαύρη τσάντα, η οποία είναι προσαρμοσμένη στην πλάτη μας ή στο γοφό μας. Και καθώς μεγαλώνουμε και οι άνθρωποι, οι δάσκαλοι, οι συγγενείς, το κοινωνικό περιβάλλον, δεν αρέσουν κάποια στοιχεία από την προσωπικότητά μας. Παραδείγματος χάρη, αυτό που σας είπα, οι άντρες δεν κλαίνε ή τα κορίτσια δεν θυμώνουν. Για να τους ευχαριστήσουμε εμείς, τι κάνουμε? Παίρνουμε αυτό το στοιχείο, αυτό το κομμάτι μας και το πετάμε μέσα σε αυτή τη τσάντα. Και όσο μεγαλώνουμε, παίρνουμε όλα μας τα κομμάτια, τα μη αποδεκτά και τα πετάμε μέσα. Και μέχρι να φτάσουμε στο λίκιο, η τσάντα μπορεί να έχει γίνει χιλιόμετρα μακριά. Και υπάρχουν κομμάτια μας μέσα που τα έχουμε εντελώς ξεχάσει. Συρρικνώνουμε σε κάτι που είναι τελείως αντίθετα από αυτό που πραγματικά είμαστε. Μέχρι να γίνουμε 30 χρόνων, η τσάντα είναι γεμάτη με ό,τι δεν θέλουμε να δείξουμε στους άλλους. Και όταν ξεκινούμε να πάμε το πρωί στο γραφείο, σέρνουμε αυτή την τεράστια τσάντα πίσω μας. Και μετά αναρωτιόμαστε γιατί δεν θέλουμε να σηκωθούμε από το κρεβάτι και να πάμε στη δουλειά μας. Κουβαλάμε πολλά, τοξικά, σκοτάδι και πένθι και προδοσίες. Και όσο περισσότερο μένουν κλεισμένα μέσα, τόσο χειροτερεύουν γιατί ζυμώνονται. Και κάποια στιγμή, συνήθως στην όρημη ηλικία, προσέξτε το αυτό, αυτό που λέμε μέση ηλικία, η κρίση της μέσης ηλικίας, ζητάνε να βγούνε έξω, να βγούνε έξω από τον εαυτό μας. Και γι' αυτό βλέπετε πόσο αλλάζουμε όταν μεγαλώνουμε και αρχίζουμε ξαφνικά να αναρωτιόμαστε, μα αυτή ήταν η ζωή μου, αυτή ήμουνα εγώ, μα εγώ είχα άλλα στο νου μου για τον εαυτό μου, ήθελα να γίνω κάτι άλλο. Και βλέπετε, εμείς τώρα το ονομάζουμε η κρίση της μέσης ηλικίας, αλλά δεν είναι τίποτα άλλο από αυτόν τον εαυτό που θέλουμε πλέον να τον ζήσουμε έτσι όπως τον είχαμε ονειρευτεί. Από αυτόν, λοιπόν, τον κανόνα δεν ξεφεύγει και η λάκκριμα κρίστη η ροήδα μου. Στο τέλος ξέχασε ποια πραγματικά ήτανε. Έχασε την επαφή με τις καλύτερες ποιοτητές της. Αλλά, όπως σας είπα, ποτέ δεν είναι αργά στη ζωή για να κάνουμε τις αλλαγές. Και έχοντας δυσκολία στη σχέση της με τη μητέρα της, έχοντας έναν αποτυχημένο εντός εισαγωγικών γάμο, μία γυναίκα η οποία έκανε τρεις φορές, αλήθεια αυτό, τρεις φορές γέννησε τρεις φορές δίδυμα, δίδυμες κόρες, εκείνη την εποχή που όλοι έλεγαν γιος και γιος, για να πάρει την εταιρεία στα χέρια του. Μιλάμε, ο σύζυγος είναι ο παραγωγός μεγάλος και εκείνη κάνει μία κόρη την Εκατερίνη στην αρχή. Και αμέσως μετά αρχίζει να βγενοβολάει τρεις φορές δίδυμες κόρες. Εφτά κόρες! Συγκλονιστικό! Και κάποια στιγμή καταλαβαίνει ότι ήρθε η ώρα να κάνει μία αλλαγή στη ζωή της. Σας μίλησα πριν για την αλλαγή. Η αλλαγή είναι ο άξονας, σας είπα και για τον άξονα τι σημαίνει άξονας, είναι ο άξονας στο βιβλίο μου Λάκρημα Κρίστη. Έτσι τι είναι η αλλαγή, έτσι συμβαίνει ξαφνικά, μία μέρα ξύπνησε η φιλομήλα και είπε, ε, καιρός είναι να αρχίσω να αλλάζω. Ένα δηλαδή λεπτό μοναδικό εσωτερικής διάβοιας και ξαφνικά αλλάζω τη ζωή μου. Η αλλαγή, η πραγματική αλλαγή, σας το λέω από πείρα, είναι μία μακριά διαδικασία που αρχίζει υποσυνείδητα και προχωράει σταδιακά σε φάσεις. Σε κάποια από τις οποίες μπορούμε να κολλήσουμε για καιρό. Να μείνουμε στάσιμοι μέχρι να έρθει ένα συμβάν, κάτι να μας πρόξει για να πάμε παρακάτω. Γιατί δυστυχώς όλοι μας κληρονομούμε τα άλλη τα προβλήματα του παρελθόντος μας. Έτσι και η Λάκρημα Κρίστη. Αυτό που μας βασανίζει τώρα έχει τις ρίζες του στις προηγούμενες γενιές. Κύθε λοιπόν μία ώρα που η γυναίκα αυτή έπρεπε να δουλέψει με τον εαυτό της. Και ακούστε τι έκανε, γιατί τι σημαίνει δουλεύω με τον εαυτό μου. Πρώτα απ' όλα σημαίνει ότι ξεκαθαρίζω τις αξίες μου, τους στόχους ζωής και τις ιδέες μου. Μένω υπεύθυνα συνδεδεμένη με πρόσωπα του οικογενειακού μου δέντρου. Τονίζω το εγώ στις σχέσεις μου και αντιμετωπίζω συναισθηματικά θέματα όταν προκύψουν. Όσο λοιπόν έπαβε να επικεντρώνει την προσοχή της... στο τι έκανε ή δεν έκανε ο σύζυγός της, τόσο άρχισε να δίνει προσοχή στις δικές της... ανοιχτές υποθέσεις με την οικογένειά της. Είναι ένα βιβλίο το οποίο μιλάει για το θυμό, μιλάει για την αλλαγή και μιλάει για τη συγχώρεση. Πρώτα απ' όλα, τη συγχώρεση του εαυτού μας. Να συγχωρήσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Ψάχνοντας τη Λάκρη Μακρίστη, που νομίζω ότι να ακούσουμε και ένα τραγουδάκι, έχουμε καιρό, να ακούσουμε ένα τραγούδι, το νούμερο 6, από το πρώτο συντή που σας έδωσα. Με λαχαίδα ρούδι, στη γλώσσα της Αρδηνίας. Είναι ένα τραγουδίστριο που δεν υπάρχει πια. Είναι ένα πείημα το οποίο έχουμε μελοποιήσει, το βρίσκω καταπληκτικό. Μιλάει... Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Αλλά βασικά μιλάει για τον ιδιομαστόν εαυτόν. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Είναι τυφωρούμενο, μιλάει για κάποιον πολεμιστή, ο οποίος σκοτώθηκε. Σπουδαία η ιστορία μας! Εκείνη τη μακρινή εποχή, στο εσωτερικό βρίσκονται οι Ετρούσκοι, οι οποίοι προσπαθούνε μάτια να πάρουν την πόλη Παρθενώπη. Πληθαίνουν οι Έλληνες εκεί και λίγο, τώρα μέτρα μιλάμε εκείνη την εποχή, δεν μιλάμε για χιλιόμετρα, ιδρύουν μια καινούργια πόλη, την οποία ονομάζουν Νέα Πόλη και είναι η σημερινή, η Νάπολη της Ιταλίας. Αυτή λίγος πολύ είναι η ιστορία των Ελλήνων εκεί. Έμειναν μέχρι και τα 300, έχουμε εξκαφές και αρχαιολογικούς χώρους που λέει ότι οι Έλληνες μέχρι τα 300 έχουμε μαρτυρίες ότι υπήρξαν εκεί. Αργότερα το 1453 πάλι η άλωση παίζει ρόλο εδώ. Ένα άλλο κύμα φεύγει από τα αιώνια νησιά και κατακλείζει την Νάπολη της Ιταλίας. Μιλάμε, έχουμε μια εκκλησία των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, εξαιρετική, από το 1550 έγινε η εκκλησία αυτή. Οι Έλληνες είναι έμποροι, έχουν τα ενία της πόλης πλέον. Αν έχετε υπόψη σας τον κοσμηματοπόλη Βούλγαρη, ήταν και αυτός από την Άπολη Βούλγαρης, Έλληνας κι αυτός. Οφείλω να σας πω ότι υπήρχαν 6.000 Έλληνες εκείνη την εποχή, στην οποία αναφέρομαι, στο βιβλίο, δηλαδή γύρω στα 1800-1850. Και ήταν αυτοί που βοήθησαν την Ελλάδα, ακούστε αυτό, είναι πολύ σημαντικό, στις 7 επαναστάσεις που άρχισε να κάνει εναντίον των Οθωμανών, πριν την 8η που είναι το 1821 που ξέρουμε εμείς. Δείτε δηλαδή η ζωή, πόσο ωραία και γλυκά ανακατεύει τις τείχες των ανθρώπων και ανακατεύει τα πεπρωμένα μας. Είναι συγκλονιστικό, τίποτα δεν στέκεται μόνο του σε αυτή τη ζωή. Όλα είναι αλυσίδα το ένα με το άλλο. Από πού ξεκινήσαμε στις περασμένες δύο συναντήσεις και πού καταλήγουμε σήμερα. Πάλι στο ίδιο σημείο για τους Έλληνες. Εκείνη την εποχή, εγώ έχω όλη την ιστορία, έχω συναντήσει έναν ελληνιστή σπουδαίο, τον Γιάννη τον Κορίνθιο, ο οποίος με βοηθάει πάρα πολύ για τα... Είναι καθηγητής πανεπιστημίου εκεί για την ελληνική λογοτεχνία. Με βοηθάει πολύ και με συστήνει σε μια οικογένεια που ονομάζεται η οικογένεια των Τιπάλδων. Είναι δύο αδέλφια τα οποία έχουν ένα καταπληκτικό αρχείο και τα οποία μου προσφέρουν το αρχείο να δω τους Έλληνες της Νάπολης του 1800. Και μαθαίνω και μία εξαιρετική ιστορία, ότι όταν στην Ελλάδα, πάλι πώς μπλέκονται τα πράγματα, αυτό αξίζει να σας το πω, όταν στην Ελλάδα αρχίζουν να τυπώνουνε χαρτονομίσματα, μέσα στα χαρτονομίσματα που τυπώθηκαν ήταν και πλαστά. Και αρχίζουνε, προσέξτε τώρα μιλάμε για 1870 στην Αθήνα, και αρχίζουνε να ψάχνουνε και οι ρίζες του κακού τους φέρνουνε πού αλλού στην Νάπολη. Ελληνική Νάπολη. Σκεφτείτε τα ελαττώματα των Ελλήνων, τα ελαττώματά μας. Πολλαπλασιάστε τα επί 100 και κάνετε τους Ναπολιτάνους. Λοιπόν, η ρίζα του κακού ψάχνει, ψάχνει, ψάχνει και παρουσιάζεται ότι είναι από κάπου έρχεται από την Άπολη. Και έρχεται ο διευθυντής της αστυνομίας, τώρα σας λέω αληθινές ιστορίες, γιατί είδα τα χαρτιά και είδα την έκθεση του με τις υπογραφές και τις φραγίδες τις ελληνικές από την οικογένεια Τιπάλδου. Έρχεται λοιπόν εκεί και ανακαλύπτουνε τον φιλοξένη σε αυτή η οικογένεια. Ήρθε ένα γκρουπ από την Ελλάδα και ανακαλύψανε ότι η Καμμόρα, που είναι μία από τις πέντε μαφίες που έχουνε στην Ιταλία, τίπονε ψεύτικα χαρτονομίσματα ελληνικά και τα διακινούσε στην Ελλάδα. Αυτά τα λίγα! Εγώ λοιπόν εκείνη την εποχή δεν μου φτάνει μόνον η ιστορία. Αρχίζω να ψάχνω σιγά σιγά, γιατί θέλω μία κεντρική ιστορία, αλλά μία κεντρική ιστορία που να τρίζουνε τα βατόματα. Και έχω μία φίλη εκεί, δύο φίλες. Δύσκολος κόσμος ο Ναπολιτάνικος και επικίνδυνος. Έχω μία φίλη, μου γνωρίζει μία δική της φίλη, πάω στο σπίτι, ήταν η γυναίκα του γιατρού μας εκεί και μπαίνω και στο σπίτι και βλέπω ένα πόγευμα, ένα σπίτι που ήταν παλιό Ναπολιτάνικο, μία οικογένεια με αντιήκες με χίλια δυο, ένα ωραιότατο σπίτι και μέσα στο σαλόνι δεσπόζει ένα λευκό πιάνο. Εμένα μ' αρέσουν αυτά έτσι να τα ψάχνω. Μπαίνω μέσα, βλέπω και κάτι φωτογραφίες πάνω στο πιάνο. Και μέσα σ' αυτές τις φωτογραφίες μία εξαιρετική γυναίκα με μία καπελαδούρα των αρχών του αιώνα 1800, η οποία έχει και μία φιέρωση στον Φραντσέσκο με όλη μου την αγάπη. Α, λέω, τι είναι αυτά εδώ! Μου λένε, α, αυτή είναι η καταστροφή της οικογένειάς μας! Ήτανε μία αντίβα του Ναπολιτάνικου Μπελκάντο, την οποία αντίβα ερωτεύτηκε ο αδελφός του παππού μου, ο Φραντσέσκο, ο οποίος και την ερωτεύτηκε τρελά, αλλά η οικογένειά του, επειδή ήταν οικογένεια ευγενών Ναπολιτάνων, δεν τον άφησε να την παντρευτεί. Και χωρίσανε αυτή η καταράστη και την οικογένεια με όλη την ψυχή. Και έχει πέσει αυτή η κατάρα, και από γενιά σε γενιά γίνονται πράγματα και θάματα στην οικογένεια. Οι μεγγονείς πεθάνανε κακήν κακώς, ο Φραντσέσκο δεν παντρεύτηκε ποτέ, και υπάρχει αυτή η κατάρα στην οικογένεια η οποία συνεχίζεται και τώρα. Και δεν ξέρουμε, μου λέει, τι να κάνουμε για να μας φύγει αυτό το πράγμα από πάνω μας. Και λέω εγώ εκείνη την ώρα, είχα μία επιφίτηση του Αγίου Πνεύματος, γιατί υπάρχει και αυτό, σας το υπογράφω. Και λέω, εγώ τι θα έκανα στη θέση σου. Θα έπαιρνα τις τέσσερις φωτογραφίες, δηλαδή του μπαμπά της μαμάς του Φραντσέσκο και της Δίβας, και θα τις έβαζα στον τείχο ενίδης σταυρού. Και θα τους άφηνα να συγχωρεθούνε μόνοι τους. Μου λέει πολύ συγγραφικό αυτό. Λέω αυτό θα έκανα εγώ. Όπερ και γένετο η γυναίκα το έκανε. Και κάποια στιγμή μετά από μερικούς μήνες, πήγα πάλι στο σπίτι και μου είπε το έκανα. Και η ατμόσφαιρα έχει ελαφρύνει πολύ. Κάποιοι συγγενείς που δεν μιλιότανε ποτέ, αρχίσανε να έχουν σχέσεις ξανά. Και θεωρώ ότι ήτανε μία πολύ καλή ιδέα, συγγραφικημέν, αλλά ωραία. Και θέλω να μου πεις τι δώρο θέλεις να σου κάνω, για να σε ευχαριστήσω γι' αυτό. Και της είπα θέλω να μου χαρίσεις την ιστορία. Και έτσι γεννήθηκε ην κορονάτα μπιμπό... κι ο λαέρ της κοροναίος. Είναι το ζευγάρι του τρίτου μου μυθιστορίματος, εις το όνομα της Μητρός. Είναι ένα μυθιστόριμα για την Άπολη, με ναπολιτάνικα τραγούδια. Είναι μια δίβα η οποία σαρώνει τον κόσμο όλο... και το παλκοσένικο τον Απολιτάνικο. Υπάρχει ένα θέατρο στην Άπολη, το Τεάτρο Σαν Κάρλο, το οποίο είναι προγενέστερο της Κάλλας του Μιλάνου. Είναι το πρώτο θέατρο. Μιλάμε ότι όπου και να αγγίξει στην Άπολη... είναι θησαυρή και μουσία. Η Άπολη είναι εξαιρετική. Και βέβαια γεννιέται έτσι... το εις το όνομα της Μητρός. Και ο άξονας είναι ο έρωτας. Τι είναι ο έρωτας? Είναι παντοτινόση έχει η ημερομηνία λήξεις. Και βέβαια ο χωρισμός... και πώς μπορεί κανένας να ξεπεράσει... το θέμα του χωρισμού. Λίγος πολύ... δύο πραγματάκια θα σας πω εδώ. Όλοι μας έχουμε μία ιδέα του συντρόφου... που θέλουμε να βρούμε. Όμως το πρόσωπο που λέμε πως θέλουμε να βρούμε... δεν έχει καμία σχέση με το πρόσωπο... που καταλήγουμε να παντρευόμαστε. Και βέβαια να μοιραζόμαστε τη ζωή μας. Γιατί? Γιατί όλες μας οι σχέσεις... αντανακλούν τη σχέση που έχουμε με τον εαυτό μας. Τη μία και μοναδική. Όλες μας οι σχέσεις είναι οι σχέσεις... είναι μάλλον ο καθρέφτης του εαυτού μας. Μέσα σε αυτό το μυθιστόριμα... αγγίζω το θέμα του χωρισμού. Είναι ένα πολύ βαρύ θέμα ο χωρισμός. Μπαίνει μέσα και ο εγωισμός. Μπαίνει μέσα και η απελπισία. Και βέβαια οφείλω να πω ότι ένας δεσμός... δεν τελειώνει ποτέ. Και ότι οι εποχές των χωρισμών... είναι ψυχικά τραύματα. Και βέβαια το ερωτηματικό σε αυτό το βιβλίο... είναι αν ο έρωτας είναι παντοτινός... ή έχει ημερομηνία λήξεις. Καταλήγει λοιπόν η συγγραφέας αυτού του βιβλίου... μέσα από τη ζωή των ηρώων... ότι ανεκπλήρωτοι οι έρωτες... είναι συνήθως εκείνοι που μένουν παντοτινοί. Γιατί δεν προλαβαίνουν να καούνε... και να φθαρούνε στην καθημερινότητα. Η κεντρική ιδέα. Δεν μπορούμε, προσέξτε, σας είπα πάντοτε... υπάρχει μια κεντρική ιδέα στο βιβλίο. Σε κάθε μου βιβλίο. Κεντρική ιδέα εδώ. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν. Μπορούμε όμως να διαλέξουμε τον τρόπο... που θα το θυμόμαστε και θα το τιμούμε. Και αν τώρα έχετε λίγο χρόνο ακόμα... είναι 8.25. Σας το λέω. Λίγο χρόνο για να δούμε δύο σκηνούλες... που βρίσκω ότι είναι πάρα πολύ συγκεκριμένες. Η μία σκηνή είναι μια σκηνή... από τη Λάκρη Μακρίστη. Είναι μιας συνειδητοποίησης. Σας είπα για την αλλαγή. Δεν σας το είπα αυτό. Σας είπα ότι η αλλαγή δεν είναι κάτι... που συμβαίνει από τη μια στιγμή στην άλλη. Αλλά είναι κάτι που γίνεται σιγά σιγά σε στάδια. Στο οποιοδήποτε στάδιο μπορούμε να κολλήσουμε για καιρό. Μέχρι να έρθει ένα γεγονός και να μας δώσει μια σπροξιά... να πάμε παρακάτω. Είναι μια τέτοια σπροξιά στην ηρωίδα μου εκείνη τη στιγμή. Και θα το συνοδεύσουμε και με ένα πολύ ωραίο τραγούδι. Είναι απολυτάνικο. Όχι ακόμα, ένα λεπτό θα σας πω... να ανοίξω τα κοιτάπια μου. Είναι ιστορία ενός πορτρέτου. Η ηρωίδα μου πολύ θυμωμένη με τον άντρα της... παίρνει τις κουρτίνες τις κόκκινες... τις μεταξωτές από το σπίτι της... από το σαλόνι της κατεβάζει κάτω και φτιάχνει ένα κόκκινο φόρεμα. Έχει σημασία το κόκκινο φόρεμα. Και το βιβλίο μου απ' έξω έχει ένα κόκκινο φόρεμα. Δεν σας λέω ότι θα το διαβάσετε στο βιβλίο όσοι το διαβάσουν... αλλά δεν μπορώ να αποκαλύψω κιόλες και την ιστορία. Είναι λοιπόν πολύ θυμωμένη. Και είναι ένας θυμός που την συγκλονίζει... και για να τον εκδικηθεί τον άντρα... φτιάχνει ένα φόρεμα, μια τουαλέτα κόκκινη... και βάζει, εκείνη την εποχή συνηθιζόταν οι ζωγράφοι... να κάνουν το πορτρέτο των κατοίκων του σπιτιού. Των πορτρέτων της οικογένειας. Δίνεται λοιπόν αυτό το φόρεμα και φτιάχνει το πορτρέτο της. Και κάποια στιγμή έρχεται η ώρα να γίνουν... τα αποκαλυπτήρια αυτού του πορτρέτου. Αυτή τη σκηνή θέλω να σας διαβάσω... γιατί εδώ ακριβώς είναι η στιγμή... της προξιάς που σας είπα για να πάει η ροήδα μου παρακάτω. Να δούμε λοιπόν ένα τραγούδι... το νούμερο εννέα από το πρώτο CD. Είναι η Μινιόνα Μορένα. Είναι ένα πολιτάνικο τραγούδι πολύ παλιό. Τα παλαιότερα που βρήκα... είναι... Μια Μέρα Σκέλετα... το πρέντα γρασιόζα... η ασκόλαιτα λαμία λιαμέντα... και μέτρας ο ρόμις... κουντέντα... η οπασλαβίρα φαννόζα... πέρεσαρε το γρασιόζα... δυο μήνες μετά... έφεραν το πορτρέτο μου στο σπίτι από ο Μπραλίος... το κρεμάσαμε δίπλα στου ρούγιου του καταστροφέα... και επειδή κανένας δεν έπρεπε να το δει πες... μέχρι την επόμενη μέρα που θα γίνονταν τα αποκαλυπτήλια... το σκεφάσαμε με ένα άσπρο σεντόνι... έτσι σαβανωμένοι... με άφησαν ολοκοναγιό... μέσα σε σκοτεινή λεμάνι... χωρίς να με κλάψουν... και χωρίς να με δημίσουν με μυρολόγια της χαρδίδας μου... με μια ψυχή υδρομέγκη... που την αποτελεί ο δημιουργιασμένος αέρας του μίσους του... το πρωί μαζευτήκα μόλις στην τουλιαρχία και για τα πρωταγητήρια... ο φιβισμένος ζωγράφος που δίδασκε και στη σχολή καλών τεχνών της Άλιαρη... είπε μερικά ευγενικά λόγια για το ωραίο μοντέλο του, δηλαδή εμένα... και κατόπινε μια κίνηση διατριμίστηκη... αλλά πολύ επίκαιρη, συμφώνα με αυτό που ακολουθούσε... τράβηξε το σεντόνι και μέσα από την κορνίζα... σφιγμένη στο κόκκινο σκούρο σώμα... φόρεμ που άφηνε το στήθος και τους όμους μου ακάλυνες... με τη σπανιόλικη χτένα καθωμένη στα τραβηγμένα μαύρα μεταξό τα μαλλιά μου... κοίταζα με μία συμπίκνωση τα κρύων... την οφθαλμαπάτη της ζωής μου... είχα το δέρμα σκούρο... διαγραμμένα πάνω απ' τα μαύρα μελαχουλικά μου μάντια... η ελιά στο μαγουλό μου ήταν... φάνταζε σαν ελάττωμα του πίνακα... τα χείλη μου ήτανε κατακόπιστα σαν μαδουλένα... και είχα στο στόμα μια εκφράση λίγο μικρή... σαν μόλις να είχα δοκιμάσει η λικέρπιχρα μίλδα... έμειναν όλοι άφωνοι απ' την ένταση του πορτρέτου... και το βάθος της τη στιχείας μου... την είχε απαθανατήσει με εξαιρετική τέχνη... ο ζωγράφος... σαν ένα κομμάτι κυρονομιάζει... αποφύγει απ' τις απερχόμενες γενιές μου... προσοχή, προσοχή δεσποσύνη... με τους κρυμμένους λευλούς... φιλαχτείτα απ' αυτά τα πελαμένα μάτια... αυτή τη ραγισμένη καρδιά από εκείνες παλιές... κρατηθείτε μάτια μου... απ' τις αβάστασκες άγγιες της όλης σας... κάποτε φιλήθηκαν τα μάτια μου... κι η αλήθεια στου ζωγράφου... ήταν αδιασμένο... χαχαχα για σπαλιώνα... όλοι σ' αυτό συγχώλησαν... και η αλήθεια στάνια με τα σπίλια σαν κλειές... και τα δέκαρκα χρόνια σπιλίες... καθ' ουσίστου τόπος... λένε ο Αγγέλος... δεν ήλθα στου χωρίδρα... και κάπου θα τυφεύγει αυτόν τον φλάμα... που δεν είχα σπαράξει... που κακάπηλα την κομμάτια απ' τα δάκρυνα του... και έτρεψαν εγώ... για μέσα του δεύτερον... έτρεφαν τα μάτια μου... και οι ελευθερικές του διάδοκιου... ο Ρούγιου... που σε έβγαλε μγενήχα όλους... εξωτυκλείδωσε τον όρμο... μείναμε μόνοι στο δωμάτιο... τα πορτρέτα μας μπασκίταζαν... ηγρόνικά μέσα απ' τις κομπλίες... πως μόνησες... που είπε τότε μες χασιά ο Ρούγιος... ο καταστροφέας... για τον ίδιο λόγο... πέντε χρόνια πριν... εγκατέλειψες και εσύ το κρεβάτι μας... απάντησα χωρίς να αντιστάσω... για τον ίδιο λόγο... που ξαφνικά άρχισες να ενδιαφέρεσαι... για τη μουσική και το μελκάντο συνεχίζει... και εμείς... ως τίποτα... έχω ευθύκηση... ψηφύρησε... σαν να μην πιστέξεις... τεράφετο λες εσύ... απάντησα στον ίδιο τώρα... και κοίταξε με μια περίεργη έκκριση... κοκάλωσε χρόνια... το δίπολο ζωή-θάνατος ανάμεσά μας... πιο έντονο από ποτέ... και τότε ο Ρούγιος ο καταστροφέας... γύρισε αστραπιαία... άρπαξε το χαρτοκόπτη πάνω από το γραφείο του... και τον κάρφωσε με δύναμη... στην καρδιά του πορτρέτου μου... ανοίγοντας μια τρύπα στο μουσαμά... το μπούστο μου έμοιαζε να εμωραγεί... ενώ εγώ απ' την κορνίζα μου αγέρωχη και σκοτεινή... παρατηρούσα αυτούς τους δυο ξένους... που ξεσκίζονταν μπροστά στα ζωγραφισμένα μάτια μου... και εκεί, την ύστατη στιγμή... και πριν τα καταστρέψουμε όλα... κοίταξα τον Άγγελο Ρούγιου... και κατάλαβα... πως δεν με ενδιέφερε πια να κερδίσω καμιά μάχη... δεν ήθελα πια να λείπω απ' τη ζωή... ήθελα να γυρίσω πίσω... όμως ο Ρούγιο καταστροφέας ήθε κατά πάνω μου... το μίσος του έδινε έκφραση τρελού... με δυσκολία κρατιότανε να μη με σκοτώσει... με άρπαξε απ' τους όμους... με τράνταξε και με πέταξε κάτω... πριν πέσω πάνω στο χαλί που σκέπαζε το παρκέ... προσπάθησα από κάπου να κρατηθώ... και τον τράβηξα κι εκείνον μαζί μου... μείναμε στο πάτωμα για δευτερόλεπτα... να ανασένουμε ο ένας τον άλλον... μέσα σε όλα τα χρόνια της αβάσταχτης αποξένωσή μας... ποτέ δεν είχαμε βρεθεί τόσο κοντά... ανάσανα το αρωμά του το πικρό... και ευχήθηκα εκείνη τη στιγμή να γινόταν ένα θαύμα... και να μπορούσα να έβαζα τα δάχτυλά μου... μέσα στα κόκκινα μαλλιά του... κι εκείνος τότε να με έπαιρνε στην αγκαλιά του... και να σβήναμε μια απόφαση το παρελθόν... ένιωσα τη λαχτάρα στο σώμα σαν πόνο φυσικό... έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα στην ένταση της στιγμής... ήθελα να τα δώσει όλα... έστω και μια φορά κι ας ήταν η τελευταία... δεν πρόλαβα να σκεφτώ τίποτα άλλο... γιατί ο ρούγιου ξέσκιζε ήδη το φορεμά μου... γύμνωνε το στήθος μου... τράβαγε το εσωρουχό μου... ήπιαμε ο ένας τη χωλή του άλλου... μέσα από άγρια θυμωμένα φιλιά... που περιήχαν το δηλητήριο που χύθηκε στα άλλα στα άλλα... από αμέτρητα μοναχικά βράδια... από τυχημένους έρωτες... χρεωμένους καυγάδες που δεν έγιναν... λόγια πικρά που δεν υπόθηκαν... μπήκε μέσα μου ο ρούγιος καταστροφέας... λέει λατώντας το κορμί και την ψυχή μου... κι εγώ του δόθηκα με την ίδια πείνα και δίψα... με το ίδιο πάθος και σπαραγμό... όπως παλιά και καλύτερα... γιατί ο χρόνος λιένει τις άγριες επιφάνειες... και διορθώνει όλες τις ατέλειες... δεν υπήρχε αγάπη μεταξύ μας... υπήρχε το παλαιοπάθος άσβεστο... και το τωρινό μίσος λαμπάδα που μας έκεγε... και μας άφηνε εξουθενωμένους... να μετράμε απώλειες και κέρδη. Τα μάτια του με σκότωναν... η καρδιά μου γινόταν κομμάτια... και δεν μπορούσα εκείνη την ύστατη στιγμή... να θυμηθώ έναν... έστω έναν από τους λόγους... που μισούσαμε ο ένας τον άλλον. Μάζεψα τα σκισμένα ρούχα μου μαζί με την πληγωμένη περηφάνια μου... και βγήκα απ' τη βιβλιοθήκη... αφήνοντας μέσα στο δωμάτιο να βαγώ... τον ρούγιου τον καταστροφέα. Αυτός όριζε τις ζωές μας... και ανύστερα από τόσα χρόνια που περάσαμε μαζί... ακόμα δεν τον ήξερα... τουλάχιστον είχα μάθει κάτι για τον εαυτό μου. Εγώ... η λάκρη μακριστή ρούγιου η μαλλεντέτα... αγαπούσα βαθιά... απόλυτα, ολοκληρωτικά... και χωρίς ελπίδα σωτηρίας... έναν άντρα που μαζί του όλα αυτά τα χρόνια... ή πουλά... και χωρίς να το συνειδητοποιήσω... είχα ξανά δημιουργήσει τις ίδιες καταστροφικές συνθήκες... που κουβαλούσα μέσα μου απ' τη χαλασμένη σχέση... που είχα με τους γονείς μου. Μέχρι τότε στο γάμο μου... συνέχιζα να παίζω το ρόλο του θυμωμένου παιδιού... που υπήρξα κάποτε... που γιονταποκρινόταν άριστα στο ρόλο του... συναισθηματικά αποξενωμένου πατέρα μου... που με απέριπτε. Μάλλον είχα μέσα μου έναν υποσυνείδητο μηχανισμό... που με οδηγούσε στον επαναλαμβάνω... τις παιδικές μου εμπειρίες. Είναι δύσκολο να πουφύγουμε ασυνείδητα πρότυπα. Οι επιλογές μας τρέφονται γύρω... από τον ίδιο τύπο ατόμων και σχέσεων. Χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει μέχρι τότε... ήθελα ακριβώς αυτή την ίδια συναισθηματική απουσία... και απόρριψη που μου ήταν τόσο οικεία... κι είχα στο τέλος καταφέρει να τη δημιουργήσω. Κανένας δεν τόλμησε να τραβήξει το μαχαίρι... απ' το στήθος του πορτρέτου μου. Έμεινα εκεί κρεμασμένη σε έναν τείχο της βιβλιοθήκης του Ινωπείου... λαβωμένη από βαθιά μαχαιριά... που μ' είχε διαπεράσει πέρας πέρα την καρδιά... να παρατηρώ το ολοκάφτωμα του εαυτού μου. Να ακούσουμε πάλι το τραγουδάκι. Να το συνοδέψουμε πάλι. Να το χλαφρύνουμε λίγο. Είναι αυτά που σας λέω. Αυτά είναι οι στιγμές της ζωής μας... που ένα μικρό τσικ, ένα σπρώξιμο... και μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε... αυτά που δεν μπορέσαμε. Δεν μαντέψαμε να συνειδητοποιήσουμε τόσα χρόνια. Αυτή η συνειδητοποίηση είναι το Ινωπείο. Βλάχτουμε αυτά. Μαζί, βέβαια, με την ιστορία των Ελλήνων... στις Αρδηλίδες, είναι μόνο αυτό που σας είπα. Είναι και πολύ άλλο. Και πολλά άλλα πράγματα μέσα από το Ινωπείο. Έχω και ένα κομματάκι... από τον Στόμα της Μικρός. Δεν θέλω να πάρω το χρόνο σας. Θα συνεχίσω? Μόνο να μου πείτε εσείς θα το κάνω. Είναι 9 παρά 25. Πάει παρά 20. Θα το συνοδεύσουμε και αυτό από μια... από ένα κομμάτι... ναπολιτάνικης μουσικής. Αυτή τη φορά... θα βάλουμε το νούμερο... από το δεύτερο συντί... το ιστονόμα της Μικρός... θα βάλουμε το νούμερο 7. Υπάρχει μια σκηνή στο βιβλίο μου... στην οποία αρχίζω. Είναι αληθινή σκηνή. Μου τη διηγήθηκαν οι άνθρωποι... που μου δώσανε και όλες τις πληροφορίες. Αυτή η Δίβα. Εγώ το μετέφερα στη Δίβα, αλλά ήταν μια άλλη γυναίκα... η οποία μετά από μια... εξαιρετική απόρριψη... από τον αραβωνιαστικό... αυτόν τον Φροντσέσκο που είπαμε... όταν έμαθε για το θάνατό του... πέθανε αυτή στο τέλος φυματική... όλες οι μεγάλες ηρωίες του θάνατος. Μηχιστοριμάτων πεθαίνουν φυματικοί. Ακούστε ένα ωραίο τραγούδι. Είναι πάρα πολύ ωραίο. Αυτή λοιπόν η κυρία... όταν έμαθε για το θάνατό του... έβαλε κόκκινο φόρεμα, δήθηκε... μέσα στην εκκλησία που δείτε... των Αποστώνων Πέτρου και Παύλου... που δινόταν η κηδεία... του αυτιανθόφου... τήγη για να φτήσει το νεκρός το πρόσωπο... τέτοιο από μίσους της. Θέλω να σας το διαβάσω. Αυτό το βέρμα του μιερωμένου... έτσι πιθαίνει. Είναι ένα πολύ παλιό τραγούδι. Αυτό λέμε... που έγινε... γραφτή ποτέ. Μπαίνει λοιπόν μέσα στην εκκλησία... με τα κόκκινα. Όλοι Έλληνες, παρατεταγμένοι. Αληθινή σκηνή και ιστορία. Μπροστά στο ιερό... το μαύρο φέρετρο τοποθετημένο... σε δύο πέτριες στήλες... με τα μόβι με τα ξωτά κρέμπια... και τις σαν τε κορδέλες... έμοιαζε σαν ξεβρασμένο να βάγει. Στα δεξιά είδε παρατεταγμένοι... σε καρέκλες όλη την οικογένεια. Με τις μαύρες πλερέζες χείλη... γύραμε λιτινή το γέλο σκουραφά. Επιτέλους τώρα θα τον είχε όλο δικό της. Ας τον έβαζε στον κόλο της. Μαλύτερα πεθαμένη... να μην ανήθει σε καμιά... λίπρο δίδυο της κόρης. Πεγάλη παβλίνα... αυστηρή και αλλήγηση μες στο πέτρο... σαν ηρονίδρο από αρχαία ελληνική τραγωδία... και η μικρή καλλονίρα εγκίνα... χλωμή και ανέκφραστη... με το κεφάλι σκυμμένο... και τη ζωή της ήδη τελειωμένη. Τη στήριζε ο άγγλος σύζυγός της... μήφος χαμένο μέσα σε εκείνη την ελληνική λαοθάλασσα. Στην πίσω σειρά στεκόταν η τροπή της οικογένειας... ο αδελφός του νεκρού, ηδωμενέας Κορονέος... με το θαυμάσιο ελληνικό προφίλ του... σαν σκαλισμένο σε μάρμαρο... από χέρια μοναδικού καλλιτέχνη... που στην πολύ τάραχη ζωή του... τόσα και τόσα πάθη είχε εμπνεύσει... σε άντρες και γυναίκες. Πριν άρων άρων από το Παρίσι, ειδοποιημένος από τη Μελιτινή... πως τον ζητούσε ο αδελφός του... για να κλείσουν παλιούς προσωπικούς λογαριασμούς... μέρος της γενικής αμνηστίας. Πιο πίσω στέκονται οι συγγενείς της οικογένειας... κατορπίνη φίλοι και γνωστοί. Είχαν όλοι ζήσει το δίχρονο μαρτύριο... του σπουδαίου Έλληνα της Νάπολης... ο οποίος τώρα είχε επιτέλους κλείσει... στους λογαριασμούς του με τα εγκόσμια. Ο λόγυρα επίσημη και κόσμος πολλής... κι η μόνη παραφωνία μες στο σοβαρό μαυροντυμένο πλήθος... ήταν η κομψή μοιρωμένη γυναίκα... αντιμένη στα κατακόκκινα... στην είσοδο της εκκλησίας να απολαμβάνει προκαταβολικά... το θριαμβό της. Αααα αυτό πάει πολύ, σκέφτηκε άφωνος ο αρχημαντρείτης... τ Ο μυθός έκπληκτο sieht 여자, κράτησε την ανάσα του. Η γυναίκα, χτυπώντας τα τακούνια της τις μαρμάρινες πλάκες... πλησίασει στο φέρετρο. Είδε τον πεθαμένο άντρα λιωμένο τώρα από την αρρώστια. Μένω τώρα απ' την αρρώστια, ωραίο όμως ακόμα, όπως τον καιρό των ερώτων τους, με το περιποιημένο γκριζογενάκι, το φαρδί μέτωπο, τη λεπτή μύτη και το καλογραμμένο στόμα. Αχ, αυτό το στόμα που παλιά τυγευόταν, νύχτες αξιμέροντες, αυτό το στόμα που εκείνη είχε λατρέψει, τα χείλη που κάποτε δε χόρτενε να φυλάει, τα χείλη που της ψιθύριζαν, τα λόγια τα οποία όλα αυτά τα χρόνια του μίσους τόσο της είχαν λείψει. Κι έτσι, καθώς στεκόταν ακίνητη μπροστά στο νεκρό λαέρτη κορονέο, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της πως η ζωή τώρα, δίχως αυτών, δεν θα ήταν διαφορετική από ότι υπήρξε όταν εκείνος ζούσε. Ένιωσε ξανά τον πόνο αβάσταχτο αλλά θυμήθηκε το μίσος της, το πλήθος την κοιτούσε κατάπληκτο εκείνη και ο κόσμος και μεταξύ τους μια άβυσος από κοινωνικές προκαταλήψεις, απαγορέψεις μυστικά πόνο, πάθη, μίσος προπαντός αυτό, το μίσος, έκανε μερικά βήματα μπροστά, ήρθα φωνιά κορονέε στα κόκκινα, να σε αποχαιρετήσω όπως το υποσχέθηκα, να καείς την κόλαση καταραμένε, είπε με δυνατή φωνή και έφτισε το νεκρό στο πρόσωπο. Κατόπιν τρέμοντας έκανε μεταβολή και βγήκε από την εκκλησία με το κεφάλι ψηλά, ισορροπώντας πάνω στα τακούνια της ενώ στα αυτιά της έφτανε καθυστερημένα η οργή του αγριεμένου πλήθους. Πέταξτε την μπουτάνα έξω απ' τον ιερό χώρο, παραπατώντας μπήκε στην άμαξα που την περίμενε με την πόρτα ανοιχτή. Στο σπίτι πρόλαβε να φωνάξει στον αμαξάντ Τζενάρο και σοριάστηκε στρατινά καθίσματα, με τη βεβαιότητα πως είχε μόλις χάσει όλες τις πιθανότητες μιας καλύτερης ζωής. Αληθινή, βέβαιος, αληθινή σκηνή. Έτσι μου την περιέγραψαν και προσπάθησα, σας είπα πάντοτε. Μα αρέσει να έχω ένα πλαίσιο για να μπορέσω να βάλω και να αναστήσω τη δική μου εικόνα μέσα. Να σας χίλιο ευχαριστήσω που ήσασταν απόψε μαζί. Ευχαριστώ πολύ. Η αγάπη σας με έσωσε πολλές φορές. Η ανάγνωση, τα βιβλία, η μουσική και η αγάπη σας με έσωσε πολλές πολλές φορές στη ζωή μου και σε πολύ δύσκολες στιγμές στη ζωή μου. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Τα βιβλία θα τα βρείτε στα βιβλιοπωλία όπου και να πάτε κι αν δεν τα έχουν θα τα παραγγείλετε. Αφήνω να σας πω ότι τα δύο πρώτα, το εις το όνομα, οι κόρες του νερού και η λάκρυμα κρίστη θα επανακυκλοφορήσουν τον Οκτώβρη από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Και νούρια εξώφυλα και νούρια επιμέλεια. Οι κόρες του νερού θα έχουν και κάποιες φωτογραφίες της οικογένειάς μου μέσα τις οποίες έχω βρει και έχω μαζέψει. Το δε εις το όνομα της μητρός έρχεται τον επόμενο χρόνο κι αυτό. Έχουνε κλείσει τα συμβόλια με τον πρώτο μου εκδότη, τον Καστανιώτη και τώρα θα επανακυκλοφορήσουν με τον Ψυχογιό. 20 Απριλίου επαναλαμβάνω έχετε υπόψη σας να μπαίνετε μέσα ή να παίρνετε το Ψυχογειο τηλέφωνο ή να μπαίνετε μέσα στο Facebook το δικό μου φιλομήλαλα πατά με λατινικά ακούς με λατινικά στοιχεία. Θα μάθετε για τον περίπατο του διχασμού που θα κάνουμε στις 20 Απριλίου. Θα επισκεφτούμε τρία μέρη, τρία ωραία μουσεία. Ξεναγώ εγώ θα σας μιλήσω και από προσωπικές εμπειρίες γιατί στο χαμπάμ του Εμπίτε Φέντι συνήθιζε να με πηγαίνει η γιαγιά μου όταν ήμουνα μικρή και εγώ να κάνω την επανάστασή μου γιατί δεν ήθελα και δεν μου άρεσε. Να είστε καλά, καλά, καλά, καλά, καλά. Ευχαριστώ πάρα πολύ τον Δήμο Αλήμου, την κυρία σκλάβου που τα οργάνωσε όλα αυτά και όλους εσάς που με την παρουσία σας με τιμήσατε τις τρεις βραδιές. Σας ευχαριστώ πολύ.