Εκκλησιαστικό Δίκαιο: Υπόσχεσθαι, κυρίες και φίλοι, στην ενδέκατη διάλεξη του Μεταπτυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου του δεύτερο έτους θα ασχοληθούμε με την μελέτη του καθηγητή Τζέιμς Κάσιη για τις σχέσεις κράτους και θρησκευμάτων στην Ιρλανδία και ειδικότερα με την πτυχή της που αφορά το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών οργανισμών στην Ιρλανδία. Ως προς τις νομικές πηγές του στήματος σχέσεων κράτους και θρησκευμάτων στην Ιρλανδία, ο καθηγητής Τζέιμς Κάσιη αναφέρει «Η κύρια νομική πηγή για τις σχέσεις θρησκευμάτων-κράτους είναι το άρθρο 44 του Συντάγματος, όπως τώρα τροποποιήθηκε. Οι διατάξεις του είναι οι ακόλουθες. 1. Το κράτος αναγνωρίζει ότι στον παντοδύναμο Θεό οφείλεται η εκδήλωση δημόσιας λατρείας. Θα ευλαβείτε το όνομά του και θα σεβαίτε και θα τιμά τη θρησκεία. 2. Η ελευθερία της συνείδησης και η ελεύθερη ομολογία και άσκηση της θρησκείας είναι με την πιφίλαξη δημόσιας τάξης και της ηθικής, εγγυημένες για κάθε πολίτη». 2. Το κράτος εγγυάται να μην αναγνωρίζει ως επίσημο οποιοδήποτε θρίσκευμα. 3. Το κράτος δεν θα επιβάλλει οποιασδήποτε ανικανότητες ή δεν θα προκαλεί οποιασδήποτε διακρίσεις λόγω της θρησκευτικής ομολογίας, πεποίθησης ή καθεστώτος. 4. Η νομοθεσία που προβλέπει την κρατική βοήθεια για τα σχολεία δεν θα προκαλεί διακρίσεις μεταξύ των σχολείων που διοικούνται από διάφορα θρησκεύματα, ούτε θα είναι τέτοια ώστε να επηρεάζει επιβλαβώς το δικαίωμα οποιοδήποτε παιδιού να παρακολουθεί σχολείο που λαμβάνει δημόσιο χρήμα, χωρίς να παρακολουθεί το μάθημα των θρησκευτικών σε εκείνο το σχολείο. 5. Κάθε θρησκεύμα θα έχει το δικαίωμα να διοικεί τις δικές του υποθέσεις, να έχει στην ιδιοκτησία του να αποκτά και να διαχειρίζεται περιουσία κινητή και ακίνητη και να διατηρεί οργανισμούς για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς. 6. Η υπερουσία οποιοδήποτε θρησκεύματος ή οποιοδήποτε εκπαιδευτικού ιδρύματος δεν θα απαλλοτριώνται παρά μόνο για τα αναγκαία έργα δημόσιας οφέλειας και με καταβολή αποζημίωσης. 7. Οποιαδήποτε νομοθεσία συνεχίζει ο καθηγητής Ζέιν Κάσηη για τις νομικές πηγές του Συστήματος Σχέσεων Κράτους Θρησκευμάτων. 8. Οποιαδήποτε νομοθεσία ή διοικητικές ρυθμίσεις ασυμβίβαστες με αυτές τις αρχές θα ήταν αντισυνταγματικές. 9. Θα έπρεπε να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει συνταγματική ή νομοθετική απαγόρευση για τον προσυριδισμό. 10. Θα είναι σαφές όμως ότι το άθρος ανατέσα σχεδόν δεν προϋποθέτει λαϊκό κράτος πράγματι όπως αναφέρθηκε παραπάνω το προήμιο του συντάγματος όπως εκείνο της Ελλάδος ανοίγει μια αναφορά στην Αγία Τριάδα. 11. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο πρωταρχικός σκοπός του άρθρου 44 είναι η εγγύηση της πλήρους και ελεύθερης άσκησης της θρησκείας. 12. Επομένως, οι διαφορετικές μεταχειρήσεις που προβλέπονται από το νόμο στη βάση της θρησκευτικής ομολογίας, πεποίθησης ή καθεστότος και οι οποίες συντάσσονται για αυτό το σκοπό είναι συμβατές με το σύνταγμα. 13. Έτσι, όπου η ελεύθερη άσκηση και η ομολογία μιας θρησκείας καθιστώνει αναγκαία μια εξαίρεση από τις διατάξεις ενός γενικά εφαρμοστείου νόμου, τέτοια εξαίρεση μπορεί να παρασχεθεί έγκυρα. 14. Οι σχέσεις μεταξύ του κράτους και της Ρωμακαθολικής Εκκλησίας δεν εριθμίζονται με κονκορδάτο και το κράτος δεν έχει τυμπική αραμονιότητα σε σχέση με τους ανώτερους εκκλησιαστικούς διορισμούς. 15. Ούτε περιέχει το ελλαδικό δίκαιο οποιαδήποτε διάταξη για συμφωνίες μεταξύ του κράτους και των θρησκευμάτων, σαν αυτές προβλέπονται στο Άρθρο 16 Παράφωστρια του Ισπαρικού Συντάγματος του 1978. 16. Όταν βλέπω ένα κεφάλαιο από την μελέτη του καθηγητή Τζέιμς Κάση, όπως εν προκειμένου νομικές πηγές του συστήματος σχέσεων κράτους-σκευμάτων στην Ιρλανδία, στη συνέχεια θα σχολιάζομαι οποιαδήποτε ζητήματα χρειάζονται αυτόν τον σχολιασμό. Ο καθηγητής Τζέιμς Κάση αναφέρει ότι η κύρια νομική πηγή για τις σχέσεις κράτους-σκευμάτων στην Ιρλανδία είναι το Άρθρο 44 του Ιρλανδικού Συντάγματος και ότι αυτή είναι η συνταγματική διάταξη καθιερώνει χωρισμό με πολυθρησκευτικότητα του κράτους, δηλαδή εκτεταμένη παροχή προνομίων του κράτους σε ορισμένα θρησκεύματα, αλλά δεν καθιερώνει το σύστημα του λαϊκού χαρακτήρα του κράτους, ετά λαϊκ της Γαλλίας. Επίσης, το ελληνικό δίκαιο δεν περιέχει οποιαδήποτε διάταξη για συμφωνίες μεταξύ του κράτους και των θρησκευμάτων, είτε με την Καθολική Εκκλησία είτε με άλλα θρησκεύματα. Στη συνέχεια, στο κεφάλαιο για το χωρισμό θρησκευμάτων και κράτους, ο καθηγητής James Cassie αναφέρει, «Αφότου η Εκκλησία της Ιρλανδίας αποκρατικοποιήθηκε το 1871, το ελληνικό δίκαιο πλήν της εκπαίδευσης. Έχει αποδεχθεί την αρχή του χωρισμού θρησκευμάτων και κράτους. Το Σύνταγμα, όπως έχει φανεί, απαγορεύει την αναγνώριση ως επίσημου οποιοδήποτε θρησκεύματος». Όπως ερμηνεύθηκε από το Νότο Δικαστήριο, αυτή η αρχή είναι πιο ευρεία από άποψη περιεχομένου από ό,τι θα μπορούσε να φανεί εκ πρώτης όψιος. Στην απόφαση campaign to separate church and state versus minister for education, κρίθηκε επίσης ότι απαγορεύεται. Πρώτον, η ταυτόχρονη αναγνώριση ως επίσημον όλων των θρησκευμάτων. Παραδείγματος χάρη είναι η κορύγηση δημοσιονομικών και οικονομικών πλεονεκτημάτων σε όλες τις θρησκείες. Και δεύτερον, η αναγνώριση μιας θρησκείας ως κρατικής. Το Άδρος 94 δεί ο αριθμός 5 εγγυάται ότι σε κάθε θρύσκευμα το δικαίωμα να διηκεί τις δικές του υποθέσεις. Ο όρος θρύσκευμα δεν ορίζεται πουθενά στο σύνταγμα και τα δικαστήρια δεν είχαν την ευκαιρία να τον ορίσουν. Θα κάλυπται προφανώς τις παραδοσιακές χριστιανικές εκκλησίες, τον Ιουδαϊσμό, τον Ισλάμ, τον Ινδουϊσμό κλπ. Εάν θα επεκτινόταν σε οργανισμούς όπως η Εκκλησία της Εντολογίας είναι ασαφές. Το δικαίωμα ενός θρησκεύματος να διηκεί τις δικές του υποθέσεις θα φαινόταν ότι περιλαμβάνει τη σύνταξη κανόνων για τη δική του διακυβέρνηση. Εκπλώδης όψεως, επομένως, το περιεχόμενο ενός κώδικα κανονικού δικαίου μιας Εκκλησίας είναι δική της υπόθεση. Και βεβαίως οι αλλαγές σε αυτό το περιεχόμενο δεν απαιτούν ούτε επικύρωση από το κρατικό δίκαιο ούτε ιδιωτική έγκριση. Εάν όμως διαπιστωνόταν εντροπίσεις στους κανόνες διακυβέρνησης μιας Εκκλησίας, θεσπίστηκαν κατά παραβίαση αυτού του εκκλησιαστικού χάρτη που είχε θεσπίσει σύμφωνα με την αυτοαντιληψή της, τα δικαστήρια εάν καλούνταν θα μπορούσαν να κρίνουν ότι λόγω τροποποίησης θεσπίστηκαν χωρίς τη σχετική δικαιοδοσία. Στην απόφαση ο Κάλλαγκαν βέρσους ο Σάλιβαν, το νότο δικαστήριο έκρινε ότι το κανονικό δίκαιο της Ρωμαικαθολικής Εκκλησίας θεωρείται ως αλλοδαπώ δίκαιο, με τη συνέπεια ότι οι διατάξεις του πρέπει να αποδεικνύονται με πραγματογνωμοσύνη. Το ίδιο θα ίσχυε για το κανονικό δίκαιο ή παρόμεες διατάξεις σε οποιοδήποτε θεσκεύματος. Διότι ο αρχιδικαστής Κένετι με τη σύμφωνη γνώμη των δικαστών Ο Κόνορ και Φίτς Γίμπον είπε, «Κατά τη γνώμη μου, όλο το δίκαιο είναι οδαπώ σε αυτά τα δικαστήρια, εκτός από τους νόμους με τους οποίους σε αυτά τα δικαστήρια έχουν ιδρυθεί δυνάμια του συντάγματος της Ιρλανδίας για να τους εφαρμόζουν και να τους επιβάρουν, δηλαδή εκτός από τους νόμους, οι οποίοι αποκτούν ισχύει και κύρος δυνάμη το άρθρο 73 του συντάγματος και της θέσπισης των ερεχτάς που εκδίδονται μετά τη θέση σε ισχύει του συντάγματος, δηλαδή της θέσπισης των νόμων. Ένας άλλος νόμος δεν είναι γνωστός σε εμάς δικαστικός. Ούτε μπορούμε να λαμβάνουμε υπόψη οποιουσδήποτε άλλους νόμους, εκτός από να αποδεικνύονται ενώ ποιόν μας ως πραγματικά περιστατικά. Όλοι οι άλλοι νόμοι είναι εξωγενείς σε σχέση με αυτά τα δικαστήρια της Ιρλανδίας και με αυτή την έννοια αλλοδαπεί για τα δικαστήρια. Έτσι, το σκοτικό δίκαιο είναι αλλοδαπώ στην περιοχή της Μ. Βρετανίας που αποκαλείται Αγγλία. Ως προς τον χωρισμό κράτους θρησκευμάτων, ο καθηγητής James Cassie μας δίνει την έννοια αρχικά του χωρισμού. Ο χωρισμός κατά το ιρλανδικό σύνταγμα σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται η ταυτόχρονη αναγνώριση ως επίσημον όλων των θρησκευμάτων και δεύτερον δεν επιτρέπεται η αναγνώριση μιας θρησκείας ως κρατικής. Δεύτερη παρατήρηση. Η έννοια νομική της θρησκείας δεν ορίζεται πουθενά. Ούτε στο Σύνταγμα, ούτε στους λόγους, ούτε τα δικαστήρια είχαν την ευκαιρία να την ορίσουν. Ως προς την Εκκλησία της Ανητολογίας ο καθηγητής James Cassie έχει αμφιβολίες εάν η Εκκλησία της Ανητολογίας μπορεί να θεωρηθεί θρησκεία κατά την έννοια του ιρλανδικού σύνταγματος. Το δικαίωμα των θρησκευμάτων να διοικούν τις δικές τους υποθέσεις συμπεριλαμβάνει και το δικαίωμα να ρυθμίζουν τις δικές τους υποθέσεις, υποστηρίζει ο καθηγητής James Cassie. Υπερθυμίζει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο σε μία υπόθεση, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιλανδίας έκρινε ότι το κανονικό δίκιο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας θεωρείται ως αλλοδαπώ δίκιο με συνέπεια ότι οι διατάξεις του θα πρέπει να αποδεικνύονται με πραγματογνωμοσύνη. Στη συνέχεια ο καθηγητής James Cassie αναφέρεται στο νομικό καθεστώς των θρησκευτικών οργανισμών ως εξής «Δυνάμη του σύγχρονου Ιρλανδικού δικαίου, όλες οι εκκλησίες και θρησκευτικές συσσωματώσεις είναι ίσες. Δεδομένου ότι καμιά δεν αναγνωρίζεται ως επίσημη με νόμο, όλες υπάγονται στον καθεστώς των εκούσιων συνενόσιων». Όπως το έθεσε ο Σάλιβαν στην υπόθεση State v. Darcy, «το καθεστώς εκκλησίας μη αναγνωρισμένης ως επίσημης με νόμο είναι κατά τον δικαστή Barry στην απόφαση Keith v. Callen, το καθεστώς εκούσιας συνένωσης, τα μέλη της οποίας προσυπογράφουν ή συνενούν σε ορισμένους κανόνες και κανονισμούς και δεσμεύονται μεταξύ τους να τυρούν ορισμένους νόμους και αρχές, ενώ η υποχρέωση στην ελλόγωση, μόρφωση και τήρηση στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην αμοιβαία σύμβαση των μελών, που επιβάλλεται μόνο ως συμβατικό θέμα από τα τακτικά δικαστήρια της χώρας όταν φέρεται στην κρίση τους και το οποίο δεν μπορεί να επιβληθεί δυνάμη οποιασδήποτε ανεξάρτητης αναγκαστικής δικαιοδοσίας». Οι εκκλησίες και θρησκευτικές ομάδες δεν έχουν αυτοδικαίως νομική προσωπικότητα. Γενικά το νομικό καθεστό τους είναι εκείνον των ενώσεων προσώπων. Οι νόμοι για τις εταιρίες προλέπουν μηχανισμό δυνάμη του οποίου θα μπορούσαν να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα, αλλά δεν φαίνεται να έχει γίνει χρήση αυτού. Δεν υπάρχει διαδικασία ελλείψης σχετικής νομοθεσίας για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας δημοσίου δικαίου από τις εκκλησίες και τις θρησκευτικές συσοματώσεις. Ως αποτέλεσμα αυτής της έλλειψης νομικής προσωπικότητας που δεν φαίνεται να δημιουργεί οποιαδήποτε πρακτικά προβλήματα, η διοίκηση και διαχείριση της θρησκευτικής περιουσίας ανατίθεται κανονικά σε διαχειριστές αλλότριας περιουσίας, τράστις, σε μερικές περιπτώσεις γενωρία, σε άλλες για επισκοπή ή τα ισοδύναμά τους. Στην Εκκλησία της Ιρλανδίας όμως υφίσταται ένα συγκεντρωτικό καθεστώς. Ως τμήμα της διαδικασίας της αποκρατικοποίησης, η Εκκλησία αυτή ίδρυσε εκουσίως τον αντιπροσωπευτικό εκκλησιαστικό οργανισμό «Representative Church Body» για τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας της. Αυτός ο οργανισμός απέκτησε νομική προσωπικότητα με το βασιλικό καταστρατικό χάρτη 15 Οκτωβρίου 1870, ο οποίος όρισε ότι θα υπαγόταν στην εξουσία και τον έλεγχο της Γενικής Συνόδου. Μπορεί να ενάγει και να ενάγει τις σχέσεις με την εκκλησιαστική υπερουσία η οποία αντέθηκε στην διοίκηση και διαχείρισή του. Γενικά, η απόκτηση ή διάθεση υπερουσίας από εκκλησία ή θρησκευτική συσομάτωση θα διέπεται αποκλειστικά από τους δικούς της εσωτερικούς κανόνες και διαδικασίες. Το πολιτικό δίκαιο θα εφαρμοζόταν κατ' εξέρεση μόνον εάν η σχετική περιουσία υπαγόταν σε διαχείριση από τρίτο και προβαλόταν ο ισχυρισμός ότι η άθεσή της τον παραβίαζε. Το δημόσιο δίκαιο υπομορφή πολυοδομικής νομοθεσίας προβλέπει διαδικασία, δυνάμψη οποίας οι πολυοδομικές αρχές μπορούν να καταλογραφήσουν κτίρια για συντήρηση, για λόγους μεταξύ άλλων ιστορικού και αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος. Τέτοια καταλογραφημένα κείμενα μπορούν να υποστούν αλλαγή ή να κατεδαφιστούν μόνο με άδεια. Θέμα σαφώς σχετικό με το πρόβλημα των πλεονόζουσων εκκλησιών. Επιπλέον, το μνημείο, συνδεδεμένο με τη σχετική ιστορία του τόπου όπου βρίσκεται, αποτελεί ιστορικό μνημείο, δυνάμι των νόμων για τα εθνικά μνημεία, των 1930 έως 1987. Μπορεί επομένως να ενταχθεί στον κατάλογο των λόγων μνημείων και στην περίπτωση αυτή, οποιαδήποτε αλλαγή ή επέμβαση σε αυτό απαιτεί τη συνέναιση των επιτρόπων, δημοσίων έργων, commissioners of public works, στις εκκλησίες και θρησκευτικές ομάδες. Παρέχεται περιορισμένη απαλλαγή από τις διατάξεις πολοδομικής νομοθεσίας. Οι υπουργικές κανονιστικές πράξεις που θεσπίζονται κατά νομοθετική εξοδότηση, κατά τάσουνος απαλασσόμενη ανάπτυξη, την αλλαγή στη χρήση υφιστάμενου οικοδομήματος, σε χρήση ως οικοδόμημα για δημόσια λατρεία ή θρησκευτική εκπαίδευση. Χρήση του ενόγου οικοδομήματος για τις κοινωνικές ή ψυχαγωγικές δραστηριότητες του θρησκευτικού οργανισμού, που χρησιμοποιεί το οικοδόμημα ως μονή. Αλλά αυτή η αλλαγή χρήσης δεν πρέπει να απαιτεί την εκτέλεση οποιονδήποτε εργασιών στο οικοδόμημα. Έπεται ότι η κατασκευή εκ νέου, εκκλησίας, σχολείου, νοσοκομείου ή παρόμοιο θα υπαγόταν στο κοινό δίκαιο και θα απαιτούσε έτσι πολεοδομική άδεια. Προς το συμφέρον της προστασίας αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, το μέρος 4 του νόμου για την πολεοδομία και για την ανάπτυξη επιβάλλει ελέγχους στις αλλαγές στο εσωτερικό, μεταξύ άλλων των εκκλησιών, άρθρο 52, παράγραφος 2. Αυτή και εντομή έχει προκαλέσει διαμαρτυρίες από μερικούς κληρικούς, ειδική αν και όχι απόλυτη προστασία στην περιουσία των εκκλησιών. Και των θρησκευτικών ομάδων παρέχεται από το άρθρο 44, παράγραφος 2, άρθρο αριθμός 6, του συντάγματος. Αυτό προβλέπει τα εξής. Η περιουσία οποιοδήποτε θρησκεύματος ή οποιοδήποτε εκπαιδευτικού ιδρύματος, δεν θα απαλλοτριώνεται παρά μόνο για τα αναγκαία έργα δημόσιας ωφέλειας και με καταβολή αποζημίωσης. Η έκταση αυτής της εγγύησης αναμένει ακόμη δικαστική διευκρίνηση. Ο καθηγητής James Cassell ως προστονομικός καθεστός των θρησκευτικών οργανισμών διευκρινίζει ότι καμία εκκλησία της καιθική κοινότητα δεν αναγνωρίζεται ως επίσημη με νόμο στην Ιρλανδία. Όλες θεωρούνται εκούσιες συνενόσεις. Η διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας τους γίνεται με τα trusts, δηλαδή ανατίθεται κανονικά σε διαχειριστές αλλότριας περιουσίας, είτε πρόκειται για ενορία, είτε για επισκοπή, είτε για άλλους σωδύναμους οργανισμούς. Υπάρχουν μερικά προνόμια για τα θρησκεύματα όσον αφορά τα πολιτιστικά αγαθά. Υπάρχει επίσης και μια εγγύηση της ακίνητης περιουσίας των θρησκευμάτων, η οποία δεν απλουρατριώνεται παρά μόνο για τα αναγκαία έργα δημόσιας ωφέλειας και με καταβολή αποζημίωσης. Ακολούθως ο καθηγητής James Cassie ασχολείται με το ζήτημα της αυτονομίας των θρησκευμάτων. Αναφέροντας τα εξής, υπερθυμίζεται ότι ο άρθρος 44.2, πέντε του συντάγματος του Ιρλανδικού, προβλέπει τα εξής. Κάθε θρύσκεμα θα έχει το δικαίωμα να διοικεί τις δικές του υποθέσεις, να έχει την ιδιοκτησία του, να αποκτά και να διαχειρίζεται περιουσία κινητή και ακίνητη και να διατηρεί οργανισμούς για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς. Η έννοια αυτής της διάταξης εξετάστηκε από το Ανόντατο Δικαστήριο στην απόφαση McGrath και O'Rourke versus Trusties of Maynooth College. Οι ενάγοντες και οι δυο πρώην ιερείς είχαν αποληθεί από τις δακτικές θέσεις τους στο κολέγιο, το οποίο ήταν τότε νομικά ιεροσπουδαστήριο, αλλά λειτουργούσε και ως ποντιφικό πανεπιστήμιο και ως αναγνωρισμένο κολέγιο του Εθνικού Πανεπιστήμιου της Ιρλανδίας. Με την τελευταία ιδιότητα μόνο, έλαβε κρατική χρηματοδότηση. Ο λόγος του να απολύσουν ήταν ότι οι ενάγοντες είχαν παραβιάσει ορισμένες διακτάξεις του καταστατικού του κολεγίου. Υποστήριξαν ότι εκείνο το καταστατικό προκαλούσε διακρίσεις μεταξύ κληρικών και λαϊκών δασκάλων και έτσι παραβίαζε το άρθρο 44.2, αριθμός 3 του Συντάγματος. Το Νότο Δικαστήριο απέρριψε αυτό το επιχείρημα. Ο δικαστής Χέντσι, με τη σύμφωνη γνώμη των δικαστών Γκρίφιν, Κέννη και Πάρκ, είπε, «Ο λόγος ύπαρξης του κολεγίου, ανεξάρτητα από οποιασδήποτε ακαδημαϊκές ή εκπαιδευτικές προσδίκες, μπορεί να έχει πραγματοποιήσει με τα χρόνια, είναι ότι αποτελεί πάντοτε ένα εθνικό ιεροσπουδαστήριο, όπου οι σπουδαστές καταρτίζονται και εκπαιδεύονται για την καθολική ιεροσύνη. Αυτό να πω θα σημαίνει ότι τουλάχιστον κάποιοι από το ακαδημαϊκό προσωπικό πρέπει όχι μόνο να είναι ιερείς, αλλά ιερείς με ιδιαίτερα προσόντα και με ένα απαιτούμενο επίπεδο θρησκευτικής ορθοδοξίας και συμμεριφοράς. Είναι μέρος του σκοπού του καταστατικού, που κατά σύμπτωση συντάχθηκε από εκείνους που όρισαν τη διαχείριση της περιουσίας του από τρίτους τράστις, οι οποίοι ήταν όλοι επίσκοποι της καθολικής εκκλησίας και το οποίο δεν επιβλήθηκε από το κράτος, πρέπει να τηρούνται οι προβλεπόμενοι κανόνες από εκείνα τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού που είναι ιερείς. Ακόμη και αν υποθεί ότι το καταστατικό λόγο αναγνώρισης ή υποστήριξης προέρχεται από το κράτος, η διαφορετική μεταχείριση που προβλέπεται σε αυτό μεταξύ ιερέα και λαϊκού με όρους ανικανοτήτων ή διακρίσεων, δεν απαγορεύεται από το άνθρωπο 4.2 αριθμός 3. Δεν περιέχει καμιά παράνομη κρατική παρέμβαση στην περίπτωση κατά την οποίαν ο ιερέας προωθείται αδικαιολόγητα σε σύγκριση με τον λαϊκό ή αντίστροφο, όπως συνέβη στην απόφαση Μόλοι vs. Μ. Φ. Τζουκέισον. Αντίθετα, ισοδυναμή με εφαρμογή της εγκύσης που κατοχυρώνεται στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, ότι κάθε θρίσκευμα θα έχει το δικαίωμα να διοικεί τις δικές του υποθέσεις, να έχει στην ιδιοκτησία του να αποκτά και να διαχειρίζεται ιδιοκτησία κινητή και ακίνητη και να διατήρει οργανισμούς για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς. Αυτό το καταστρατικό είναι ότι οι διορισμένες αρχές της Ρωμαϊκαθολικής Εκκλησίας στην Ιλανδία έχουν θεωρήσει αναγκαίο για αυτό το ιεροσχουδαστήριο. Η ύπαρξή του ή όρη του δεν μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος ως αντισυνταγματική επιβολή. Συνεχίζοντας το ίδιο θέμα της αυτονομίας των θρησκευμάτων, ο καθηγητής James Cassie αναφέρει ότι θα φαινόταν έτσι ότι το άρθρο 44.2.5 παρέχει στα θρησκεύματα «cad blanche» στη σύνταξη των καταστρατικών τους χαρτών και των άλλων κανών που πρέπει να τηρούνται από τους πιστούς τους. Τούτο θα απέκλει οποιαδήποτε διοικητική εποπτεία από το κράτος των ελόγων θεμάτων είτε αφορούν το δόγμα είτε την πειθαρχία και κανένα από αυτά δεν υπάρχει. Επειδή το κράτος δεν παρέχει χρηματοδότηση στις εκκλησίες ή τις διεσκευτικές ομάδες, δεν έχει ενδιαφέρον για τα ζητήματα της εκκλησιαστικής διοίκησης όπως ο αριθμός των επισκοπών ή ο αριθμός των κληρικών που διορίζονται σε ενορία. Οποιαδήποτε εκκλησία ή θρησκευτική συσομάδος είναι ελεύθερη να οργανώνει οικονομικές επιχειρήσεις όπως εκδοτικοίκο με όρους ίδιους με οποιαδήποτε ομάδα ιδιωτών. Αυτό θα γινόταν κανονικά με την ίδρυση επιχείρησης γι' αυτό το σκοπό. Και δεν υπάρχει νομικό κόλλημα για την εκκλησία ή θρησκευτική ομάδα που ζητά την άδεια λειτουργίας υπηρεσίας σε δραδιοφωνικού σταθμού. Είναι εξίσου ελεύθερες να συστήνουν ιδρύματα κοινωνικής πρόνοιας όπως νοσοκομεία, αρφανατροφία, φιλανθρωπικούς οργανισμούς. Στην πράξη, τα νοσοκομεία και τα αρφανατροφία διοικούνται όχι από τις εκκλησίες ως συλλογικούς οργανισμούς, αλλά από νομικά πρόσωπα στο πλαίσιο τους όπως τα μοναχικά τάγματα. Το δικαίωμα στην αυτονομία των θρησκευμάτων υποστηρίζει ο καθηγητής James Cassie όπως κατοχυρώνται στο άδρος 4.2.5 του Ιρλανδικού Συντάγματο. Επιτρέπει την ελεύθερη σύνταξη των καταστατικών από τα θρησκεύματα. Και δεν υπάρχει, αποκλεί δηλαδή, οποιαδήποτε διοικητική εποπτεία από το κράτος της ρύθμισης και της διοίκησης των εσωτερικών υποθέσεων των θρησκευμάτων. Οι εκκλησίες, οι διοικητικές κοινότητες είναι ελεύθερες να οργανώνουν οικονομικές επιχειρήσεις δηλαδή να αναπτύσσουν κοσμικές δραστηριότητες όπως οποιαδήποτε ομάδα ιδιωτών καθώς και να αναπτύσσουν θρησκευτικά και λογούμενες για λόγους οργανωμένης φιλανθρωπίας, ενημέρωσης μέσω μαζικής ενημέρωσης και εκπαίδευσης καθώς και δραστηριότητες θρησκευτικές, δηλαδή δραστηριότητες θρησκευτικές, θρησκευτικά αιτιολογούμενες και δραστηριότητες κοσμικές, τηρώντας τους νόμους του κράτους. Βέβαια, μας διευθυνίζει ότι η ίδρυση ιδρυμάτων κοινωνικής πρόνοιας στην πράξη γίνεται όχι από τα ίδια τα θρησκέματα αλλά από τα μοναχικά τάγματα, από τα οποία κεδίκονται. Εδώ τελείωσε η ενδέκατη διάλεξη του Μεταπτυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου του Δευτέρου Έτους. Ολοκληρώσαμε επίσης τη σχέση κράτων θρησκευμάτων στην Ιρλανδία και ειδικότερα το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων στην χώρα εκείνη, όπως παρουσίασε αυτό το θέμα ο καθηγητής Τζέιμς Κάση και όπως εμείς στη συνέχεια σχολιάσαμε την παρουσίαση αυτή του καθηγητή Τζέιμς Κάση. Στην επόμενη δωδέκατη και τελευταία διάλεξη του Μεταπτυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου του Δευτέρου Έτους θα ασχοληθούμε τη σχέση κράτων θρησκευμάτων στην Ισπανία και ειδικότερα για το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων όπως μας το παρουσιάζει ο καθηγητής Ιμπάν. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |