: Αυτό το παράδοξο που είναι πολύ ενδιαφέρον, ότι όταν φτάνεις να εγγράψεις κάτι σε ένα βιβλίο έχεις φτάσει σε μία αποκορύφωση προσωπική της γνώσης σου, που είναι η πραγματικότητα. Αυτό το παράδοξο που είναι πολύ ενδιαφέρον, ότι όταν φτάνεις να εγγράψεις κάτι σε ένα βιβλίο έχεις φτάσει σε μία αποκορύφωση προσωπική της γνώσης σου, που είναι η πραγματικότητα. Καταγράφεις πράγματα τα οποία από την επομένη που τυπώνεται το βιβλίο αρχίζουν να φεύγουν. Λες και το μυαλό μας δεν έχει ανεπίστροφη βάνα, όπως έχουν πολλές δεξαμενές που δεν μπορεί να ξαναβεί, αλλά μόλις το γεμίσεις και καταφέρεις να τα μαζέψεις και να τα μαζέψεις και να τα ενώσεις. Αυτό είναι ένα βιβλίο. Τι άλλο, η ένωση κάποιων πραγμάτων που εντέλει καταφέρεις και λέει το βρήκα, το ένωσα αυτό με εκείνο, το άλλο με τ' άλλο. Σας βεβαιώνω ότι την επόμενη μέρα αρχίζουν να φεύγουν και γι' αυτό έχει μεγάλη σημασία το να έχεις ένα βιβλίο. Ήδη έχουν περάσει, δεν το πιστεύω, 12-13 χρόνια από τότε που γράφτηκε το βιβλίο για δεκαμάτη με τα σχόλια. Υπάρχουν σελίδες που τις διαβάζω και λέω, πολύ ωραία τα λέω εδώ μέσα εγώ, λες και το έχει γράψει κάποιος άλλος. Πολύ περισσότερο για την ιστορία των διαδόφων και του μεγάλου Αλεξάνδρου που πραγματικά υπάρχουν σελίδες που τις διαβάζω με πάρα πολύ μεγάλη απόλαυση στην κυριολεξία για πρώτη φορά. Και λες πως είναι δυνατόν να τις έγραψα εγώ και να τα έχω ξεχάσει και όμως δεν είναι. Είναι μεγάλο καλό να βγάζεις ένα βιβλίο, ποτέ να μη λες τα ξέρω, τα κατέχω, εντάξει τα έχω στην τσέπη μου. Η τσέπη σου αυτή τη στιγμή αρχίζει και αδειάζει σαν μια κλεψίδα. Δεν μπορεί να το πιστέψει άκου το πραγματικό όταν έχει κάνει ένα βιβλίο. Την άλλη μέρα αρχίζει και ξεχνάει τις συνδέσεις, το γιατί, το πώς κατέληξε εκεί και τα διαβάζεις σαν μια ωραία περιφέρα. Λοιπόν, σήμερα το πρώτο πάλι κομμάτι θα μιλήσουμε για την ελληνιστική εποχή και το δεύτερο κομμάτι θα αρχίσουμε να εξερευνούμε πλέον το καμπάτι πίμα-πίμα. Γι' αυτό και σας μοίρασα κάποια πίματα. Δεν ξέρω ότι τα καταφέρουμε όλα όταν τα κάναμε. Αλλά εδώ είμαστε τόξα φαρθόνια. Επομένως, για να μπορείτε να τα έχετε μπροσάς και να μην διαβάζω μόνο ό,τι πιάσατε, ό,τι ακούσατε. Ελληνιστική εποχή. Την άλλη φορά είπαμε για τον Αλέξανδρο πέντε, δέκα, δεκαπέντε πράγματα. Και πολλά από αυτά είναι γνωστά. Η ελληνιστική εποχή είναι πολύ πιο άγνωστη. Ακόμα και εγώ βρίσκομαι τώρα που την έχω τελειώσει, την έχω διαβάσει, την έχω εκδόσει σε ένα ανεφέλλομα. Αόριστα που να είναι πράγματα. Είναι τόσο μπερδεμένη που, όπως αφέτρεψε τους αρχίους ιστορικούς και τους νεόπτους να την καταγράψουν, έτσι αποτρέπει ποιονδήποτε και τους αναγνώστες. Θα σας δώσω μερικά πολύ βασικά στιγμήρα και μετά θα αρχίσουμε την εξερεύνηση. Έχω εδώ πέρα ένα χάρτη που είναι τα βασίλια τα βασικά που γεννιούνται μετά το θάνατο του Μεγαλέξανδρου. Ένα σημείο, σε ένα σημείο θα σταθώ την ώρα που λένε θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η ιστορία πολλές φορές, εγώ ήμουνα μανιώδης με το ποια ήταν η αλήθεια. Μη μου λες ψέματα, μη μου λες παραμύθια, μη μου λες μύθοι. Με αυτό και δεν μπορούσα ποτέ στη ζωή μου να μάθω μυθολογία. Είχα πάντα την αίσθηση ότι είναι αλήθεια αυτό. Όχι δεν είναι αλήθεια ότι η Λίδα πήγε με τον Κύπρο, μη με απασχολήσεις. Δεν μπορώ ούτε να το μάθω ούτε να το θυμηθώ. Ούτε τι ήταν ο Κάστολ και ο Πολιτεύτης. Αυτό δεν ήταν αληθινή. Μόνο τα αληθινά με ενδιέφεραν. Ωστόσο μετά από πολυχρόμιο διάβασμα ιστορίας, μόνο οι μύθοι λένε την αλήθεια. Παραμύθι σου μοιάζει. Αυτό λέει την αλήθεια. Το βράδυ που πέθανε ο Μέγας Αλέξανδρος, η ιστορία παραδίδει, παραδίδει όμως, δεν γράφει, ότι στη Βαβυλώνα δεν τόλμησαν να ανάψουν φώτα. Σκεφτείτε αυτή τη σκηνή. Ο Μέγας Αλέξανδρος, που σε έχει γυρίσει με ένα από δέκα χρόνια εκστρατείας, είναι ο απόλυτος κυριακός ενός ολόκληρου κόσμου. Έχει κυριαχήσει σε όλη την Ανατολή. Τον προσκυνάνε όλοι οι λαοί. Έρχονται πρεσβείες από τη Δύση, ως λένε και από τη Ρώμη, για να γονατίσουν και να του προσφέρουν στεφάνια. Και πάνω στο απόγειο της δόξης και της δύναμης, πεθαίνουν. Από πού, από κάποια κουνούπια, ελονωσίες, τρεκαγκή ρεβετίνα. Την νύχτα που πέθανε ο Μέγας Αλέξανδρος, απρόσμενα, μέσα σε μία δωμάδα, δέκα μέρες, που αρρώστησε και πέθανε, δεν τόλμησαν να ανάψουν φως. Σκεφτείτε τη συμβολική σημασία αυτής της παράδοσης. Δεν ανάβω φως. Δεν τολμάω να αντικρίσω τίποτε, ούτε να δω τι θα γίνει την άλλη μέρα. Ένας δεύτερος, εξίσου ποιητικός μύθρος, είναι ότι όταν τον ρώτησαν πού θα αφήσει τη βασιλεία και σε ποιον θα δώσει τη σφραγίδα του, απάντησε, το κρατήστο. Στον πιο ισχυρό. Στον ικανότητο. Δηλαδή, όποιος μπορεί, ας το πάρει. Εγώ σας έφερα πίσω από τον Ήφαση. Κάντε ό,τι νομίζετε. Τι να σου λέει ο κακομεράς. Και αυτός που πέθανε ήτανε 33 χρονών. Εγώ σας έφεραμε εδώ. Άμα δεν μπορείτε να το συνεχίσετε, γυρίστε πίσω, αφήστε το, εγκαταλείψτε το. Τι κάναμε τώρα εμείς. Ό,τι κάνουν πάντοτε οι Έλληνες. Απάνω από το πτώμα του, πλακωθήκαμε, να αρχίσουμε να γδέρνουμε και να ξεσπίζουμε ο ένας της Άρχιας τα Λουλδόκια. Μεγάλες μοφές γιατί για να έχεις γυρίσει μαζί με τον Αλέξανδρο από την Ινδία πρέπει να είσαι στρατηγάρ, όπως ήταν ο Περδίκας. Πρέπει να είσαι ιδιοφυείς, όπως ήταν ο Πτώλεμαίος. Πρέπει να είσαι παλικάρη, παλικάρη για να είσαι 25-26 χρονών, δηλαδή να ξεκίνησες μικρότερος και από τον Αλέξανδρο, όπως ήταν ο Σέλευκος. Πρέπει για να επιβιώσεις ανάμεσα σ' αυτούς τους καραβανάδες, τους κληραγωγημένους, να είσαι δαιμόνιος, όπως ήταν ο Εδμένης, ο οποίος δεν είχε λέει δικά του όπλα, ούτε δικό του στρατό, γιατί ήταν από την καρδία. Δηλαδή ήταν από ένα μέρος από την πράκη, αλλά ήταν ο Γραμματέας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Και ποιος τόλμα γίνεται να τα βάλει μαζί με. Ήταν ο Προσωπικός του Γκέβες, να το βάλουμε με την κακή έννοια, αν θέλουμε. Οπότε πώς, αυτός κράταγε το αρχείο της αποφάσεις, τις καθαρόγραφε, ήταν το δεξί του χέρι, ήταν η Γραμματεία του. Ήταν, ήταν, ήταν ένα σωρό παλικάρια. Από αυτά που θα έτρε με η γη, ακόμα κι αν μπαίνανε μέσα από την πόρτα εδώ. Δηλαδή εμάς μας περισσεύηκε ο τελευταίος το στρατικός. Αλλά ποιος θα το πάρει. Έλα μου δε. Ακολούθησαν 30 χρόνια αλληλοσκοτομών. Καθένας έπαιρνε σαν τα σκυλιά ένα κομμάτι από το θύραμα αυτό το μεγάλο, το άρπαζε με τα δόντια και τράβαγε στη μονιά του για να μπορέσει να το φάει ήσυχος και δεν δυνατόν να φάει και άλλα κομμάτια. Επικράτησε η πλήρης αλληλοδιάσπαση. Αφού αλληλοφαγώθηκαν σε πάρα πολλά σημεία, με συνεχείς πολέμους, έτσι, φτάσαμε στη διαμόρφωση 4 ή 5 βασικών ηγεμονιών ή βασιλείων. Βασίλια έγιναν από το 406 δ.Χ., δηλαδή από 25 χρόνια μετά το θάνατο του μεγαλού Αλεξάνδρου. Μέχρι τότε δεν τολμούσαν να πούν ότι είναι βασιλιάδες, ποιος θα το πει, αφού κανένας τους δεν ήταν βασιλιάς, ήταν όλοι στρατηγοί. Μόνο από μία μάχη το 406 π.Χ. τόλμησαν να πούν ότι ήταν η λεγόμενη χρονιά των βασιλέων, αφού πρώτος το αποφάσισε ο Αντίγονος, όλοι μετά είπαν, ωραία, και εγώ φοράω το στέμα και εγώ είμαι βασιλιάς, αυτό έβαλε ο άνθρωπος. Σε αυτές τις μάχες λοιπόν, από αυτές τις μάχες και από αυτές τις πάρα πολύ περίπλοκες διεργασίες για να μπορέσουν να φτάσουν σε μία ισορροπία, διαμορφώθηκαν τα εξής βασίλια. Το μεγαλύτερο είναι το κίτρινο που βλέπετε και είναι του Σελεύχτου. Ο Σελεύχτος ήταν νεότερος από τον Αλέξανδρο, ήταν στη Βαβυλώνα διοικητής, έτρεξε αμέσως όταν ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος άρρωστος δίπλα του, ικανότατος άνθρωπος ο οποίος περίμενε βέβαια τις περιστάσεις και μετά από μερικά χρόνια κατάφερε να επικρατήσει, να νικήσει τους άλλους ιδιαίτερα τον Αντίγωνο και η επικράτειά του να ξεκινάει σχεδόν από τη θάλασσα, μετά πήρε και το πράσινο βλέπετε, άρα έφτανε μέχρι τη Μεσόγειο και η άλλη του άκρη να ακουμπάει στην Ινδία. Ήταν η μεγαλύτερη επικράτεια. Φανταστείτε τι ικανότητα χρειαζόταν για να κρατηθούν τόσο διαφορετικοί λαοί όπως οι Σύριοι και οι Ελληνοί και οι Αυγανοί και οι άλλοι κάτω στον Βερσικό Κόλπο και όμως ήταν διακέσταται, διήρκεσαν τουλάχιστον 200 χρόνια. Οι τελευταίοι που κρατήθηκαν ήταν κάποια απομονωμένα κομμάτια εδώ επάνω που ήταν τα ειδοβακτριανά βασίλια που έζησαν όσο και μετά τα χρόνια του Χριστού. Ξέρουμε ονόματα βασιλέων και ηγεμόνων μοναστά από τα νομίσματά τους, από κανένα άλλο, από καμία άλλη πηγή. Αλλά μας σώζονται ονόματα όπως Ερμαίος το 50 μετά Χριστόν. Άρα ξεπέρασαν ακόμα και αυτό το βασίλειο της Αιγύπτου που τελειώνει ουσιαστικά με την Κλεοπάτρα με την περίφημη κοινημίτη στο 33 περίπου π.Χ. που υποτάσσεται στον Βούλιο Κέσανα. Το δεύτερο μεγάλο βασίλειο είναι ο Κτολεμαίος ο οποίος παίρνει την κομμάτα της Αιγύπτου, την παίρνει δικιά του, αποσύρεται στην Αιγύπτω, την κλείνει την Αιγύπτω και κάνει μία κλειστή πολιτική και οικονομικά κλειστή πολιτική και στρατηγικά κλειστή πολιτική. Του αμήνωμε, κανείς δεν μπορεί να έρθει στο δικό μου το χώρο να μου το πάρει και κάνω μόνο επιχειρήσεις τουλάχιστον 6 Συριακούς πολέμους για να κατακτήσω και τη χώρα εδώ πέρα της Συρίας. Δηλαδή μόνο προς τα έξω κάνει πολέμους, ποτέ κανείς δεν τολμάει να πάει να του πάρει το κομμάτι. Η Αιγύπτος έχει μια δικάτηση ιδιοσυστασία όπου το Ρεμμέος το καταλαβαίνει αυτό πολύ καλά και λέει εδώ αμυντικό πόλεμο δεν έχω να κάνω, ό,τι αρπάξω περισσότερο. Την Κύπρο θα πάρω, καταφέρνει και την Μπέρνη την Κύπρο και έχει φοβερή βάση, θέλει τη Συρία γιατί έχει ξυλία καταπληκτική και που χρειάζεται για το στόλο του, γιατί η Αιγύπτος όσον ας πούμε δεν έχει ξυλία και επομένως το κόκκινο που βλέπετε παραμένει επί 300 χρόνια ελληνικό. Τρίτο μεγάλο κομμάτι είναι η Μακεδονία με το μπλε. Τι μεγάλο δηλαδή. Σκεφτείτε ότι αυτοί που μείνανε ο αντίπατος και μετά ο γιος του ο Κάσανδρος και όλοι στη Συρά, που μείνανε βασιλιάδες στο αρχικό βασίλειο από το οποίο ξεκίνησε ο Μέγας Αλέξανδρος, ήταν βασιλιάδες μιας κουτσουλιάς μπροστά στο Σέλευκο και μπροστά στο Μπτολεμαίο. Φανταστείτε κάποιος να σας πει είμαι διοικητής της Μακεδονίας, περιφερειάρχης, κι άλλος να λέει είμαι πρόεδρος της Δημοκρατίας της Αιγύπτου. Εντάξει, ο ένας μπορεί να χωρέσει ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, ο άλλος χρειάζεται μια πόλη ολόκληρη. Πόσο ονάδωνος Σέλευκος, έτσι ο οποίος έχει τουλάχιστον τέσσερα ή πέντε σύγχρονα κράτη μέσα στην Επικράτειά του. Επομένως αυτοί που ήτανε, που μείνανε στη Μακεδονία, ναι μεν είχαν το κλαίο στη δόξα ότι εμείς είμαστε εδώ στη κητήδα των Μακεδόνων, στην πραγματικότητα όμως ήτανε μια τρομερά μικρή Επικράτεια η οποία επηρέαζε μονάχα την υπόλοιπη Ελλάδα. Κάνανε κουβάντο δηλαδή οι Μακεδόνες στους υπόλοιπους Έλληνες εδώ πέρα. Τρόμαζαν τους Βιωτούς, τους Αθηναίους, τους Εβοείς, τους Πελοκονήσιους, τους Ετολούς και τελειώσανε. Πάλι ξανακυλίσαμε στα ίδια γνωστά, δηλαδή ήταν η κύρια δύναμη, η οποία απλώς κράταγε υποταγμένους τους υπόλοιπους Έλληνες να μην κάνουν πολλές πασαρίες. Τέταρτο ήταν το βασίλειο της Στράκης, το οποίο επεκτάθηκε και πήρε και τη νησή Βουλγαρία. Κατόπινο όμως σύντομα, ενώ στην αρχή το πήρε ένας στρατηγός, ένας παλικαράς του Μεγαλέξανδου, λησίμαχος, σύντομα έπεσε και αυτό στα χέρια της Μακεδονίας. Ήδη και σε 20-30 χρόνια και μετά με το θάνατο του λησίμαχου δεν μπόρεσε να αντέξει και η Μακεδονία το κατάπιε. Επομένως θα λέμε Μακεδονία, εννοούμε Μακεδονία και Θράκη. Τελευταίο ένα βασίλειο το οποίο γεννήθηκε ήταν από το θησαυροφύλακα του λησίμαχου, ο οποίος τόσκασε με 9.000 τάλαντα και πήγε και εγκαταστάθηκε στη Μπέργαμο, που είναι στη Μικρά Ασία και ίδρυσε το βασίλειο των Αταλειδών, οι Αταλείδες της Μπέργαμο. Εκεί ένα βασίλειο με μικρή έκταση αλλά με τρομερά μεγάλες αξιώσεις πολιτιστικές. Δηλαδή η Μπέργαμο υπήρξε ένα νέο Παρίσι τόσο σημαντική. Το μόνο που θα σας πω, έτσι σαν ενδεικτικό, χώρια από την τέχνη την Μπέργαμη, η οποία είναι εκπληκτική, χώρια από το τι έφτιαξε στη Μπέργαμο ο Άταλος και οι Αταλείδες, η λέξη που λέμε Περγαβινή, οφείλεται στη Μπέργαμο. Δηλαδή όταν οι Πτολεμαίοι για δικούς τους λόγους, εμπορικούς, οικονομικούς, κόψανε το εμπόριο παπίρου για να κάνουν το εσωτερικό μονοπόλιο, δεν σου κουλάω το βασικό είδος γραφής. Έτσι το σταμάτησαν, η τιμή του ήταν επανάκριβη και όλος ο κόσμος, ουσιαστικά, βρισκόταν χωρίς υλικό γραφείς, γιατί το λέμε, ήθελαν πάντα να ελέγχουν όλο το χώρο του εμπορίου τους, να είναι μονοπολιακοί οι πολιτικοί τους και ελεγχόμενοι. Στη Μπέργαμο ανεκάλυψα ότι μπορούν να γράφουν πάνω σε δέρματα, εάν θα έχουν κατεργαστεί πάρα πολύ καλά, φανταστείτε τα δέρματα που έχουν οι κυρίες στα δεμάτνα ή κύριοι, εάν τους ξυρίσεις πάρα πολύ το εσωτερικό, το δέρμα, το χνούδι τους, μένει μονάχα η επιδερμίδα του ζώου. Αυτή η επιδερμίδα λοιπόν, με καλή κατεργασία, είναι ασπροδιαφανής και είναι καταγηλόκτυπη για να γράφεις επάνω. Αντέχει περίπου πεντακόσια χρόνια η Περγαμηνή, ενώ ένα δέρμα, δηλαδή ένα βουφάν, ακόμα και αν το συντηρήσετε με τον καλύτερο τρόπο, δεν θα αντέξει πάνω από 100 με 150 χρόνια. Η Περγαμηνή αντέχει πεντακόσια, δηλαδή η επιδερμίδα είναι το ισχυρότερο κομμάτι του δέρματος. Επομένως βρέθηκε ένα καινούριο είδος υλικό γραφής, η Περγαμηνή στην Περγάμου, ουσιαστικά για να υπηρετήσει τις μεγάλες διβιωθήκες της Περγάμου, οι οποίες συνειδονίζονταν τη διβιωθήκη της Αλεξάνδριας. Άρα η πολιτιστική αξία της Περγάμου είναι μέγιστη, ενώ η έκταση του βασιλείου της Περγάμου ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τη μισή Μικρά Ασία. Ας πάρουμε λοιπόν αυτά τα τέσσερα που σας είπα πολύ σύντομα και θα αρχίσουμε να βλέπουμε τις μεταξύ τους σχέσεις. Η Μέμπεργαμος προσπαθούσε όλο να επεκταθεί και να πάρει κομμάτια της Μικράς Ασίας. Η Αίγυπτος, όπως σας είπα, προσπαθούσε συνεχώς να κάνει κατακτητικούς πόλεμους και να αρπάξει κομμάτια της Συρίας από τους Ελευκείδες. Οι Ελευκείδες προσπαθούσαν αφενός να αποθήσουν τους πτολεμαίους και αφετέρου να οργανώσουν αυτή την αχανή χώρα, η οποία είχε διαφορετικούς λαούς μέσα, κάτοικο που ο πτολεμαίος δεν είχε, διοικούσε ένα λαό με μία γλώσσα, μία θρησκεία και ίδια έθιμα. Ενώ ο Κακομύρης, αυτός ο ειλικώνος έλευκος, είχε από Ιδούς μέχρι Σύριους, από Γαβηλώνιος μέχρι Πέρσες, Ακάνιους και οποιουσδήποτε άλλους μεσοποτάμιους. Οι Μακεδόνες κλεισμένοι στο χώρο τους, η θράκη θα υποκύψει. Και γίνεται τώρα, όταν εμείς λέμε ελληνιστικός κόσμος, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάτε ότι όσο κι αν βάζουμε όλη τη δόξα στο κεφάλι του Μ. Αλεξάνδρου, στην πραγματικότητα, αυτό το πράγμα, αυτός ο πολιτισμός, αυτή η ζωή που αναπτύχθηκε, αυτό μας νοιάζει, οι μάχες τέλειωσαν, τα πτώματα θαύτηκαν, μας νοιάζει τι κόσμο στήσαμε. Ο κόσμος αυτός δεν στήθηκε από τον Αλέξανδρ, στήθηκαν τα πρώτα θεμέλη του κόσμου. Στήθηκαν οι πρώτες βάσεις, βάλαμε την αίθουσα, αλλά ποιος δίδαρε μέσα στην αίθουσα, ποιος έφερε τους μαθητές, ποιος έντισε τους μαθητές, ποιος μόρφωσε τον δάσκαλο. Και βέβαιος το πρώτο κτίριο, το έδαφος, το αγόρασε ο Μέγας Αλέξανδρος. Αλλά το να λέμε ότι ένα σχολείο Αλεξάνδριο είναι ένα σχολείο που απλώς επειδή αγόρασε κάποιος ικόπεδο ή το κατέκτησε ή το χάρισε, από εκεί μέχρι το να λειτουργήσει ένα σχολείο και να παραγάγει ανθρώπους μορφωμένους ένα νέο πολιτισμό, ένα που θα γίνει καλλιτέχνης, ένα που θα γίνει συγγραφέας, ένα που θα γίνει φυσικός, έχει πάρα πολύ δρόμο. Οι μονοί ιστορικοί ξεχνάνε τη μεγάλη, τη μέγιστη συνησφορά αυτού του κόσμου, του ελληνιστικού κόσμου, που εκτείνεται σε τρεις ολόκληρους αιώνες. Όταν βλέπουμε μεγάλους συγγραφείς, μεγάλες αναπτύξεις επιστημών, μεγάλα έργα στην τέχνη, μεγάλα έργα στην αρχιτεκτονική, δεν έγιναν αυτόν τον κακομύριο μεγαλέξανθρον. Βέβαια σε αυτόν, αυτό πάντα έχουμε στο νου μας εμείς. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι δούλεψαν πολλοί άνθρωποι και προς τον ίδιο σκοπό. Ποιος είναι ο σκοπός? Εύκολα, εύκολα, έχουμε στο μυαλό μας την καταδίκη της απεικαιοκρατίας ή του ιμπεριαλισμού, γιατί έχουμε στο μυαλό μας τους κακούς ιμπεριαλιστές Γάλλους που κατέβαιναν στην Αφρική, μαζεύαν το καουτσούκ και σκοτώναν τους Μαβουκ. Τους κακούς πορτογάλους που μαζεύανε σκλάβους από την Αφρική και τους πηγαίνανε και τους πουλάγανε. Εντάξει, σωστά. Έχουμε όμως και το παράδειγμα, γιατί πρέπει λίγο να προσπαθώ να σας δώσω με κάποιο τρόπο συγγενέστερα δείγματα. Έχουμε όμως και τους Άγγλους. Βεβαιότατα σκληροί κατακτητές, βεβαιότατα αμήλικτοι έναντι των Ινδών και έναντι όλων των άλλων πληθυσμών τους οποίους ενέταξαν στη Βρετανική Κοινοκολιτεία, δηλαδή σε μια τεράστια αυτοκρατορία διαφορετικών λαών που είχε μέσα από νοτιοαφρικάνους έως αυστραλούς, έως αγορίγινες έως Ινδούς, έως οπουδήποτε θέλει κανείς μέσα στον κόσμο. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αντισβητήσει στους Άγγλους ότι πρίκησαν τους λαούς αυτούς με κάποια πράγματα. Πρώτον, με συγκεκριμένους θεσμούς λοιποί τους βοήθησαν ακόμα και σήμερα. Σήμερα λέμε για τους Κύπριους που είναι αδέρφια μας, ναι, αδέρφια μας, αδέρφια μας, αλλά έχουν κτηματολόγιο από το 1890. Ποιος τους το έβαλε ή άντι? Αδέρφια μας, αδέρφια μας, αλλά αν πάτε στην Κύπρο θα παρατηρήσετε ότι λειτουργούν παντού σαν επαγγελματίες, όχι σαν και εμάς. Έτσι είπαμε ωραία, αλλά δεν... Ο Κύπριος είναι. Είπες αυτό, αυτό λέει ο νόμος, κάνε έτσι χαρτί, υπογραφή, πήγαινε εκεί, πάρε εκείνο. Είναι τακτοποιημένοι, ενώ είμαστε ίδια ράτσα. Γιατί αν μου πείτε για κάποιον άλλον θα αρχίστε να μου λέτε όχι, εντάξει, άλλο, και ο Γερμανός και άλλο Έλληνες. Ο Κύπριος είμαστε ίδια ακριβώς ράτσα, αλλά εκείνος έχει μπει σε κάποια καλούπια από τον Εγγλέζο. Δεύτερον, πρήκησαν όλους τους λαούς με τη γνώση της γλώσσας τους. Θα σου μάθω τη γλώσσα μου, είτε μπορεί να είσαι με τα τουρπάνια σου, μπορεί να είσαι με τις κελεμπίες σου, μπορεί να είσαι με τα σαρίκια σου, θα μάθεις αγγλικά. Σήμερα μεγάλα κμήματα πληθυσμού της Ινδίας βρίσκουν θέση στις διεσμείς αγορές θέση εργασίας, γιατί ακριβώς απλώς μιλάνε αγγλικά. Κάποιοι από εσάς το ξέρετε, κάποιοι μπορεί να μην το ξέρετε, τα τηλεφωνικά κέντρα που παίρνετε και ρωτάτε, αν ρωτάτε στην Αγγλία και ρωτάτε, σας παρακαλώ, ποιο νοσοκομείο σήμερα διανοικτερεύει στο Ανατολικό Λονδίνο, σας απαντάει κάποιος που βρίσκεται στη Βομβάη. Τα τηλεφωνικά κέντρα βοηθείας που έχουμε εδώ στην Ελλάδα, έχουν αντίστοιχα στην Αγγλία, μόνο που δεν είναι στην Αγγλία, γιατί το Άγγλιο στο Μπεροκάμοδο είναι πολύ ακριβό για να απαντάει αυτά τα πράγματα και σας απαντάει. Φαρμακείο στη γειτονιά σας είναι στην οδό Λέσλη Γωνία και Court Street 46. Αυτός που σας απαντάει, βρίσκει την απάντηση στο ίντερνετ, αλλά όλο το τηλεφωνικό κέντρο, με χίλια ή δύο χιλιάδες ή πέντε χιλιάδες άτομα, βρίσκεται στην Ινδία. Οποιαδήποτε έκδοση ανοίξετε της Οξφόρδης, του Πανεπιστήμιου της Οξφόρδης, είτε είναι βιβλία για τα παιδιά σας που παίρνουν, είτε εκδόσεις που αγοράζω εγώ φιλολογικές, και ανοίξετε να δείτε πού είναι τυπωμένες, συνήθως είναι στην Kuala Lumpur. Όλα. Δεν υπάρχει ούτε ένα βιβλίο των εκδόσων της Οξφόρδης που να τυπώνεται και να λέει από κάτω Made in England ή τυπωμένο στο τάδε Αγγλικό τυπογραφείο. Αφού δηλαδή σε εκπαίδευσα Kuala Lumpurianai να μπορούμε να συζητήσουμε στα Αγγλικά, εσύ θα μου τυπώνεις, γιατί αυτό δεν είναι καμία εργασία που απαιτεί υψηλή διανόηση, απλώς να μπορούμε να συζητήσουμε στα Αγγλικά. Τύπωσέ το, τόσα αντίτυπα, μαύρο χρώμα, κίτρινο χρώμα. Έφτιαξε δηλαδή ένα γολοσιέο πολιτισμό, περνώντας τους τη γλώσσα. Μόνο τη γλώσσα. Και μόνο με τη γλώσσα, την Αγγλική, αυτοί καταφέρουν και βρίσκουν δουλειά. Και επειδή οι ίδιοι την έχουν μάθει από το σχολείο τους, μπορεί να μιλάνε οι ίδιοι 180 διαφορετικές διαλέκτους, εφόσον μιλάνε και Αγγλικά, πιάνουν και γρήγορα μία δουλειά. Ενώ εμείς, τα κακόμερα τα Ελληνάκια και αντίστοιχα και άλλοι λαοί πολύ πιο κάτω από εμάς, ο Λύβιος, ο Ξεροκοπιός, δεν ξέρει Αγγλικά, πρέπει να τα μάθει στο φρετιστήριο, λεφτά δεν είναι μαζί στο φρετιστήριο, τελείωσες. Να λοιπόν πως είναι ενοποιητικός, μέγας παράγουν η λόσα. Άφησαν οι Άγγλοι επίσης θεσμούς. Όχι όσους θα έπρεπε, ούτε όσο ελεύθερους θα έπρεπε. Αλίμονο μην ανακηρύξουμε τους Άγγλους, οι οποίοι στην Ινδία στο γνωστό εκείνο θέατρο έριξαν 1746 σφαίρες και σκότωσαν 1723 Ινδούς. Δηλαδή μόνον 25 σφαίρες δεν βρήκαν άνθρωπο. Αλίμονο αν τους εξαγιάσουν σε καμία περίπτωση, εγώ θα ήμουν τελευταίος. Αλλά οπωσδήποτε δεν υπήρξαν κατακτητές του τύπου «βγάζω δόντια μόνο» για τη στιγμή. Αφρική, οι Γάλλοι άφησαν ελάχιστα πράγματα. Οι Βέλγοι δεν άφησαν παρά τους Χούττου και τους Τούτσι να αλληλοσκοτώνονται. Οι Γερμανοί δεν άφησαν τίποτε στην Αμμύμπια. Δηλαδή υπήρξαν λαοί οι οποίοι πήγαν εκεί απλώς για να εκμεταλλευτούν, να πάνε το δικό τους πολιτισμό, να πάρουν τις πρώτες ήλες και να αφήσουν το μαύρο γυμνό όπως τον βρήκαν. Οι Άγγλοι, δεν ξέρω για ποιο λόγο, θα κάτσω να κάνω τώρα ανάλυση, άφησαν πολλά πράγματα σ' αυτούς τους λαούς που πήγαν. Ίσως κέρδισαν ακόμα περισσότερο, κατά τη γνώμη μου ναι. Δηλαδή δεν το κάναν για το λαό, το κάναν για το δικό τους συμφέρον, τους γύρισε. Αλλά οπωσδήποτε το κάνανε. Ακόμα πιο ανοιχτή από τους άλλους, σαφώς πολύ πιο ανοιχτή, ήταν η ινπεριαλιστική πολιτική που κάναμε εμείς οι Έλληνες. Δηλαδή ναι, βρεθήκαμε, ήσαμε εδώ στην άκρη της Ινδίας, ήσαμε τη Συρία, ήσαμε την Αίγητο, αλλά φροντίσαμε να πρυκίσουμε τα μέρη αυτά, και αυτό είναι μια μεγάλη έρευνα στην αθεολογία και στη φιλολογία, να μπορέσουμε να το διαπιστώσουμε με συγκεκριμένα πράγματα, φροντίσαμε να πρυκίσουμε με ένα νέο τρόπο ζωής, μια νέα αντίληψη αυτές της χώρας. Πρώτα πρώτα λοιπόν, να πάμε να το δούμε πώς λειτούργησε σε τομείς και κατά τομέα θα αρχίσουμε να βλέπουμε και κάποια τύματα και να τα αποκωδικοποιούμε λίγο. Πρώτος τομέας λοιπόν που θα βάλω εγώ, ή θα τον ειπενηθεί την άλλη φορά, γλώσσα. Γλώσσα και μαζί τρόπος ζωής. Ποιος από τη γλώσσα θα μιλήσουμε, ήρθα εγώ από το Εβεμέο στην Αίγυπτο, όλοι εσείς μιλάτε εγυπτιακά, όμως βρέχονται στην Ενωγή. Εγώ εγυπτιακά δεν θα μάθω, πιθανόν ούτε εσείς θα μάθετε όλοι ελληνικά. Αλλά πάντως ο Κυρίαχος θα μιλήσει τη γλώσσα, οι νόμοι θα βγουν στα ελληνικά. Και τι θα γίνουν, και ο Αιγύπιος τι θα κάνει. Ξεκινάμε. Για να το δούμε στον πλευρά του δικαίου. Ας μείνουμε μόνο σε ένα παράδειγμα. Χωρίζονται τα δικαστήρια ανάλογα με το πρόσωπο των διαδίκων. Είσαι Έλληνας που τσακώνεται με άδων Έλληνα στην Αίγυπτο, ελληνικό δικαστήριο. Είσαι Έλληνας που τσακώνεται με Αιγύπτιο, κοινοδίκια με ο μικρογιώτα, δηλαδή μυκτά δικαστήρια, όπου μετέχουν και Έλληνες δικαστές και Αιγύπτιοι μαζί. Είσαι Αιγύπτιος στα Αιγυπτιακά δικαστήρια, τα οποία δικάζουν σύμφωνα με τους δικούς σου νόμους, τους Αιγυπτιακούς. Δεν μπαίνω εγώ μέσα. Ένας Αιγύπτιος έκλεψε τα κατσίκια του άλλου Αιγύπτιου. Μπράβο. Πηγαίνετε στο Αιγυπτιακό δικαστήριο να σας τα βρει ο δικαστής σας. Είσαι Έλληνας και έκλεψες του Αιγύπτιου κοινοδίκιο. Είσαι Έλληνας σάμιος, έχεις έρθει ως μισθοφόρος και αδείξες ένα Μακεδόνα. Ελάτε στο Ελληνικό δικαστήριο, θα δικαστείτε σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο. Και πώς θα τα διακρίνουμε αυτά, φτιάξαν οι Έλληνες κάτι πολύ λογικό και το ίδιο θα κάνουμε και εμείς σήμερα, με βάση τη λόσα της δικογραφίας. Τι δικογραφία παρουσιάζει ο Έρμον και ο Αλκιβιάδης, ελληνικοί στα ελληνικά δικογραφία. Φέρνει αποδείξεις, φέρνει αυτό, φέρνει ότι πράγματι πήρα τόσα λεφτά, δανείστηκα και μετά δεν πλήρωσα. Αν είναι ελληνικός ο φάκελος της δικογραφίας, θα πας σε ελληνικό δικαστήριο. Αν ο φάκελος της δικογραφίας είναι εγκυπτιακός, θα πας σε εγκυπτιακό δικαστήριο, ή αν δεν έχεις καθόλου φάκελ. Εκομένως, επέκτεται μία μίξη. Παρότι τα δύο δίκαια μένουν το καθένα πάρα πολύ αδιάβροχο, όπως λένε είναι ο όρος που χρησιμοποιούν στην δικονομία, δηλαδή δεν παίρνουν εγκυπτιακές διατάξεις στο ελληνικό δίκαιο, ούτε ελληνικές διατάξεις στο εγκυπτιακό, όλοι είναι ικανοποιημένοι με ένα μικτό δίκαιο. Υπερισχύουν όλων αυτών οι βασιλικοί νόμοι. Αν βγει νόμος βασιλικός, όλα τα δικαστήρια πρέπει να τον ακολουθήσουν. Αλλά δεν κάθεται βασιλικός νόμος να ασχοληθεί με τα κατσίκια του ενός και τις καμπύλες του ανθρώπου, ή το νίκη που δεν πλήρωσε ο ένας με τον άλλο, θα το δείτε μόνος σας. Βλέπουμε λοιπόν μια σύγκραση, ένα ένομα σε ένα νέο μείγμα το οποίο λειτουργεί επί 300 χρόνια και λειτουργεί επιτυχώς. Υπάρχουν, για όσους θέλουμε παραπέρα να ρωτήσουμε, κάποιες ελάχιστες διατάξεις, ειδικά για τα θέματα πρικός και γυναίκας, όπου το ελληνικό δίκαιο, το ελληνιστικό, έχει παρατηρηθεί, πρέπει να κάνουμε κάποια μικροανύγματα να προσπαθήσουμε να εναμονιστούμε με το αιγυπτιακό, γιατί εμείς είχαμε πολύ περισσότερα δικαιώματα στη γυναίκα από ό,τι είχε ο Αιγύπτιος. Δηλαδή η γυναίκα, εάν πέθαιναν οι κλησιέστεροι συγγενείς, είχε δικαιώματα επί της περιουσίας της, ενώ στην Αίγυπτο δεν είχε. Οπότε εκεί, επειδή είπαν και μικτοί γάμοι, έπρεπε να κάνουμε κάποια μικροανύγματα, ως εκεί όμως, έτσι, ως εκεί. Το ίδιο συμβαίνει και στη γλώσσα. Εμείς δίνουμε τη γλώσσα μας, δάνεια υπάρχουν ελάχιστα, δηλαδή ελάχιστες λέξεις μπαίνουν από το εγυπτιακό λεξιλόγιο στο ελληνικό, ενώ σαφώς περισσότερες ελληνικές στα εγυπτιακά. Τους δίνουμε και το αλφαβητό μας, το οποίο το γνωρίζουμε αυτό από τα κοπτικά, τα κοπτικά εν τέλει, που είναι η γραφή την οποία χρησιμοποιούν αντί της δημόδους αιγυπτιακής, γιατί οι Αιγυπτοί είχαν δύο γραφές, την ηραιοκληφική και τη δημοτική, την πιο απλή, να τη γράφουν οι άνθρωποι. Εξέλιξη της δημοτικής ήταν η κοπτική, αυτοί που είναι οι κόπτες που έχουν εκκλησία τους τώρα οι χριστιανοί στην Αίγυπτο. Τα κοπτικά γράμματα είναι ουσιαστικά πάρα πολύ επηρεασμένα από τα ελληνικά. Επομένως εμείς τους δώσαμε παραπάνω, αυτοί μας δώσανε ελάχιστα. Ξάχνουμε μετρημένες τις λέξεις που είναι από την εγυπτιακή γλώσσα μέσα στην αρχαία ελληνική. Πώς θα τους πείσουμε όμως να ζήσουν μαζί μας και να γίνουνε. Είναι ολόκληρος ο τρόπος ζωής. Δένει μέσα ο άλλος και φέρνει ένα νέο τρόπο όταν ο Αλέξανδρος συνδροίει την Ανεξάνδρια. Φτιάχνει μια πόλη που υπάρχει ορθολογισμός στο σχεδιασμό. Μισίδες, ίσχες, πετράβανες. Ο αέρας θα περνάει από μέσα. Θα είναι υγιεινή η πόλη. Θα συνδέονται τα λιμάνια το ένα με το άλλο με αρτηρίες μεγάλες να μπορεί να γίνεται το εμπόριο. Όλα τα δημόσια οικοδομήματα θα είναι σε μία ζώνη της πόλης. Όχι διασκορφισμένα. Οι οικιστικές ζώνες θα είναι μακριά από εκεί που γίνεται το αλυσβερίση της αγοράς. Και υπάρχει θόρυβος, βρώμα και οτιδήποτε άλλο. Διάφοροι λόγοι οι οποίοι επηρεάζουν το σχεδιασμό μιας πόλης ως και τις μέρες μας. Οι γείτοι το βλέπουν αυτό και θέλουν να συμμετάσουν. Αν εδώ φτιστεί ένα ωραίο προάστιο με σωστές προδιαγραφές, με νερό, με αποκομμυδί σκουπίδιων σωστή, πάτε και δείτε ότι ηλεκτροφωτίζεται όλο. Και μάλιστα ηλεκτροφωτίζεται με πηγές ενέργειας που δεν θα πληρώνετε συστημό, διότι ας πούμε είναι με ολική ενέργεια ή με ηλιακή ενέργεια. Και θα έχει και το τάδε σύστημα που δεν χρειάζεται καν να βγάζει τα σκουπίδια σας, αλλά κάθε σπίτι από μέσα θα παίρνει τα σκουπίδια, το γυαλί, το μπρούτζο ή το ρευκοσύντερο και θα τα πηγαίνει απευθείαν στην ανακύπτωση. Και οι δρόμοι είναι σωστοί, με διαγράμμιση, με φανάρια που λειτουργούν πάντοτε, με διαβάσεις. Θα ζήστε, θα μην πάτε εκεί και να κάθεστε εδώ πέρα μέσα. Κατά τον ίδιο τρόπο προσελίχτήσαμε τους τη μεγάλη μάζα του Αιγετιακού κληθισμού. Φτιάξαμε γυμναστήρια. Και ο άλλος σκέφτηκε, εγώ γιατί να τρέχω πάνω στην άνω και να μην πάω στο γυμναστήρι, που έχουν και λαβάκι να καθαρίζομαι, που θα βρω και κάποιους ανθρώπους να συναγωνιστούμε, που αυτοί έχουν φτιάξει ωραία παιχνίδια, ρε ίδινες, δεν είναι σαν και εμάς. Όπως όταν εμείς πάνε στους προσκόπους, ή πάτε στους προσκόπους, ή στείλτε τα παιδιά σας στους προσκόπους, μαθαίνετε ότι εκείνοι οι προσκόποι ξέρουν ωραία παιχνίδια, εμείς δεν τα ξέρουμε, δηλαδή αν μας πούν ωραία καλή και το παιχνίδι να περάσει ώρα, πρέπει να βγάλουμε καλή ένα χαρτί. Οι προσκόποι ξέρουν, παιχνίδια με τρέξιμο, παιχνίδια μυαλού, παιχνίδια, αυτή είναι η δουλειά, για να διασκεδάζονται τα παιδιά. Και εγώ θα κάτσω απ' έξω, θα μπω λοιπόν στο γυμναστήριο. Και αυτοί οι Έλληνες μαζεύονται και κάτι βλέπουν εκεί πέρα όλοι μαζί και διασκεδάζονται, γελάνε ή βγαίνουν προβληματισμένοι, είναι ένα θέατρο, και εμείς θα κάτσουμε απ' έξω. Ναι, αλλά εγώ έχω τη δική μου θρησκεία, ακόμα ο σκλητής δεν μου απαγόρευσε να χτίσω το ναό μου. Έχω και το ναό μου εκεί πέρα, δίπλα είναι αυτός, λατρεύει το δικό του Θεό. Λατρεύω κι εγώ το δικό μου εδώ, μπορώ να πάω στην αγορά μου και να πουλήσω καλά. Είναι καλός έμπορος ο Έλληνας, διαγοράζει πραγμάτια μου και την πουλάει έξω, την προωθεί. Είναι η εισαγωγέας ή είναι η εξαγωγέας. Συγχρόνως με παίρνει στο στρατό του, με εκπαιδεύει στον ογκλησμό του. Είναι πολύ καλοί αυτοί οι Έλληνες στα θέματα τα πολεμικά. Έχουν πολύ καλή σχολή πεζοναυτών, θα λέγαμε σήμερα. Έχουν πολύ καλή σχολή πιλότων, θα λέγαμε σήμερα. Πράγματι, ήμασταν οι πρώτοι στον αρχαίο κόσμο, αφού στο κάτω κάτω το έχουμε αποδείξει η εικόνας. Επομένως, ναι, τους τραβήξαμε στον οικό μας τρόπο ζωής. Ύστερα, αυτοί οι Έλληνες έχουν κάτι περίεργες συνήθειες. Έχουν, λέει, ανοιχτές βιβλιοθήκες. Οι ρημάδες, οι δύο πρότυπτο, λέμε, αποφασίζουν να στήσουν το μουσείο, όπου μαζεύουν μέσα ένα σωρό λογίους να κάθονται, λέει, και να μελετάνε τα κείμενα. Τα κείμενα όχι μόνο τα δικά τους, αλλά μια και θέλαν να μάθουν αυτοί οι περίεργοι Έλληνες τα πάντα, θέλαν να μελετήσουν και τα κείμενα των άλλων θρησιών. Κάθονται, λοιπόν, και μεταφράζουν οι Έλληνες αυτοί οι περίεργοι άνθρωποι, ένα εκατομμύριο, όπως λέγεται, αβεστικούς στίχους, δηλαδή της σενταβέστα, που είναι τα πεσικά ιερά βηβεία. Στην ίδια προσπάθεια μέσα, κάθονται, τους βάζει ο βασιλιάς και το λαιμαίος. Τώρα, όπου το λαιμαίος είναι ο πρώτος, όπου το λαιμαίος είναι ο δεύτερος, μην κολλάμε εκεί πέρα. Τους βάζουν να μεταφράσουν, λέει, τον άλλο παλαδόν των Εβραίων, οι οποίοι μας έχουν έρθει. Και περίπου το ένα τέταρτο της Αντεξάνδριας είναι και Εβραίοι έμπεικοι, οι οποίοι βολεύτηκαν για πρώτη φορά σε έναν κόσμο που όλοι τους κυνηγούσανε και ξαφνικά έρχονται οι Έλληνες και δεν τους πειράζουν. Δεν έχουν τίποτα ειν' αντίον τους. Από εκεί που ήταν ο λαός, που ήτανε σεριακή με δικαισία, οι Έλληνες του λένε, θέλετε να εγκατασταθείτε. Μάλιστα, επειδή οι Εβραίοι είναι καλοί πολεμιστές, οι Έλληνες τους χρησιμοποιούν εμπρίδαθε και στο στρατό τους. Οπότε θέλω, ναι θέλω, δεν θέλω να είναι μόνο Αιγύπτιοι εδώ μέσα, τυχόν μου γίνει και κάτι και με σφάξουνε τη νύχτα, θέλω. Το ένα τέταρτο των συλληγιών της Αντεξάνδριας είναι εβραϊκός κληθισμός. Οπότε και αυτοί φέρνουν το δικό τους θεό, τις δικές τους συνήθειες, καθένας τα δικά του, τη δικιά τους γλώσσα, ωραία, αλλά όλοι πως θα συνενοηθούμε τώρα ελληνικά βράδεφε, όπως λέμε και τώρα αγγλικά. Μπορεί κάποιος να ξέρετε και αγγλικά, αλλά δεν ελπίζετε ότι θα συμμετείτε με τον λιπλανό σας. Αν λοιπόν δείτε κάποιον άγνωστο σε μια ξερή χώρα, ξεκινάτε από τα αγγλικά. Αν είναι μία παιδί τους, αγγλικά θα ξέρει. Τραβάμε λοιπόν όλους προς τον τρόπο ζωής μας. Μουσείο είπαμε. Μα έκανε και η Ουλιοθήκη. Ναι. Άλλη παραγωγή. Α, μετέφρασε λοιπόν, για να τελειώσω τη φράση μου. Η μετάφραση των εβδομήκοντα γίνεται από τον Τολεμέο τον Β' έτσι. Βάζει και μεταφράζει κάτω τα ιερά βιβλία των Εβραίων. Τι τον ενδιαφέρει, μά σας είπα, το έναν τέταρτο της Αλεξάνδριας είναι Εβραίοι. Αν δεν ξέρουμε τι πιστεύουν αυτοί, τι στο καλό πιστεύουν. Για να το δούμε, ο περίεργος Έλληνας. Ο Πέρσις ούδεποτε είχε ασχοληθεί να μάθει τι πιστεύουν αυτοί. Ο Αιγύπτιος ούδεποτε είχε ασχοληθεί. Μόνο εμείς, τα περίεργα μυαλά των Αρχαίων Ελλήνων. Θα το δω. Για να δω. Μεταφρασέμουν το να καταλάβω τι λέει και το μεταφράσαμε. Και, και, και, και Αιγυπτιακά επίσης μεταφράσαμε. Ήταν Αιγύπτιοι που γράψανε διατριβές για τη δικιά τους θρησκεία, αλλά στα ελληνικά. Μανέθων, ας πούμε. Έτσι. Εκτός του, βιβλιοθήκες. Ανοιχτοί βιβλιοθήκες. Φτιάχνουν μια βιβλιοθήκη και αποφασίζουν οι πτωλεμαίοι να μαζέψουν κάθε βιβλίο παιδί. Α, είχαμε δηλαδή τον Αριστοτέλη σκέφτεται ο πτωλεμαίος. Θυμάμαι, όταν ξεκίνησα από τη Μακεδονία, υπήρχε και ένας μπάρμπας, που λένε ότι δίδαξε τον Αλέξανδρο και ο μπάρμπας αυτός λέγονταν Αριστοτέλη. Κι είχε και κάποια βιβλία βέβαια. Εδώ θα φτιάξουμε μια ολόκληρη, ένα ολόκληρο κράτος και δεν θα έχουμε βιβλία. Μα έχουν οι Αιγύπτιοι ιερείς. Και εγώ τι να τα κάνω τον Αιγύπτιο ιερείο να διαβάζω ιεροπληθικά. Παιδιά, πιάστε κτίριο, χτίστε το και μαζεύτε μου βιβλία. Μαζεύτε βιβλία από την Ελλάδα, από παντού, πέστε αν τη γράφτε, δεν με ενδιαφέρει, θα γίνει μία βιβλιοθήκη. Και φτιάχνει η ιδρύτη βιβλιοθήκη της Αλεξανδρίας, η οποία ουσιαστικά συγκροτεί τη μεγαλύτερη ποτέ βιβλιοθήκη του αρχαίου κόσμου. Σώθηκαν απερίγραπτα κείμενα χάρη στη βιβλιοθήκη αυτή. Και συγχρόνως η βιβλιοθήκη αυτή λειτούργησε ως πόλος για ένα κάρο μεγάλους φιλολόγους. Και γεννιέται η φιλολογία, διότι απ' τη στιγμή που αντιγράφουν εμφανίζονται άνθρωποι που διαβάζουν το όνειρο, προσπαθούν να ξεκαθαρίσουν τους στίχους μέσα στον όμυρο. Γεννιέται η ομυρική κριτική με μεγάλους φιλολόγους όπως ο Αρίσταθος ή ο Ζινόδοτος και οι οποίοι προσπαθούν να αποκαθάγουν το κείμενο που διαβάζανε ο κάθε ένας, σε κάθε χωριό της Ελλάδος είχε και έναν όμυρο για το παιδί του, για το σχολικό βιβλίο και να λένε αυτό εδώ δεν είναι σωστό. Αυτός ο στίχος δεν μπορεί να είναι σωστά, μετρικά σωστός. Ο άλλος δεν φαίνεται πραγματικός, κάποιος τον πρόσθεσε εκεί στο χωριό για να διαφημίσει το χωριό του. Και προσπαθούν να βγάλουν έναν καθαρό κείμενο ομύου και κατόπιν με την ίδια διαδικασία ελέγχουν συγκρίμεντα όλα τα άλλα κείμενα που μαζεύουν. Μα γιατί χρειαζόμουν σαν σύγκριση, παίχτηκε ένας εσχύλος μία φορά. Την παρτιτούρα, το κείμενο του το ζήτησαν για να το παίξουν κάποια στιγμή και σε μία άλλη, γιατί ήθελαν να το διαβάσουν κάποιοι. Μόνο που μετά, σε δεύτερη παράσταση, σε τρίτη, σε τέταρτη, πρόσθεται στίχους ο ηθοποιός. Ήτανε φύρμα ο ηθοποιός και έλεγε δυό λογάκια δικά του. Και έτσι το κείμενο του Σοφοκλή του Ευρυπίδη, είχε κατατήσει ο τυπουρή και από διάφορες μπουρδες που προσθέθεται κάθε ηθοποιός. Ποιος θα το διακρίνει αυτό. Θα έχουμε ένα φιλόλογο, είχε στην Αλεξάνδρια, που θα κάτσει να το δει το κείμενο, να συγκρίνει διαφορετικά δύο-τρία κείμενα, να δει ποιο ταιριάζει στη γλώσσα του Σοφοκλή και ποιο δεν ταιριάζει. Έτσι γεννήθηκε στη φιλολογία, η Αλεξανδρική φιλολογία. Γράψαν υπομνήματα για κάθε κείμενό τους οι Έλληνες, έτσι, και έχουμε τα γνωστά αλεξανδραινά υπομνήματα. Υπομνήματα στον Αριστοτέλη υπομνήματα, στον Πλάτωνα σχόλιας, στον Ευρυπίδη σχόλιας του Σοφοκλή. Φτιάξαμε λοιπόν μια νέα επιστήμη, κανείς άλλος δεν είχε τέτοια επιστήμη με το συγχρόνο. Μαζέψαμε όλα τα συγγράμματα γιατρικής, όλα τα συγγράμματα γεωμετρίας, όλα τα συγγράμματα όσο μπορούσαμε να βρούμε αστρονομίας και των υπολύπων επιστημών να μη σας κουράζουν. Και αυτό ανοιχτό σε όποια μήκο. Εάν εσείς συμφανιζόσασταν και λεγόσασταν Μανέθων ή Αμμόνιος ή ξέρω εγώ Σαβαώθ ή Δαβίρ γιατί σας ήταν Εβραίος, δεν ήταν κλειστές οι πόρτες της Βιβλιοδίκης και του Μουσείου. Ήταν ανοιχτές, με αποτέλεσμα τρελός είναι ο άλλος να μην έρχεται να ζήσεις αυτό το όνειρο. Αν σας λέγανε ότι η Βιβλιοθήκη της Οξόρδης ή το Βαρισσείο της Οργώνης είναι ανοιχτή για εσάς και θα μπορείτε να πηγαίνετε να βλέπετε τις ωραιότερες όπερες στο Παρίσι και τα θέατρα του Παρισιού και τα καφενεία του Παρισιού και να παρακολουθείτε αθλητικές εκδηλώσεις στο Παρίσι ή γιατί να μην πάμε στο Παρίσιό. Και σιγά σιγά θα μάθουμε και γαλλικά, θα αρχίσουμε να εκτιμάμε και το γαλλικό τραγούδι, θα αρχίσουμε να εκτιμάμε και τη γαλλική αρχιτεκτονική και κάπως έτσι τραβήξαμε έναν ολόκληρο κόσμο στην κυριολεξία στα δικά μας μέρα. Δηλαδή αυτό που θέλω να πω με όλα όσα σας είπα και φιλιάρισα είναι ότι δεν τους τραβήξαμε από το πέτωρα ούτε κατ' ανάγκη. Το στήσαμε ωραίο και ήρθαν να μπουν μέσα. Αλλιότικα δεν μπορείς να πείσεις κανέναν να αρχίσει να γράφει σε μια τόσα που δεν είναι δικά του. Δεν μπορείς να πείσεις κανέναν να γίνει λογοτέχνης σε γλώσσα άλλη. Και όμως έχουμε μεγάλους λογοτέχνες όπως ο Λυκιανός παράδειγμα, ο οποίος είναι Σύριος, παράδειγμα ύφους στη λίστα στα ελληνικά. Έχουμε μεγάλους φιλοσόφους όπως είναι ο Πλωτίνος ο οποίος είναι μέγας φιλόσοφος και φυσικά γεννήθηκε στην Έλλητο έγραψε στα ελληνικά. Έχουμε άλλους μεγάλους ανθρώπους σε κάθε επιστήμη οι οποίοι γεννήθηκαν και έδρασαν στην Ανδιόχεια, στην Πέργαμο, αλλού. Ήτανε Σύριοι, ήτανε άλλης καταγωγής και σαν και μας γράψαν στα ελληνικά. Μα δεν, δεν σε πιστεύουμε. Φλάβιος Ιώσιμπος, ο βασικός ιστορικός τον οποίο διαθέτουμε για όλη την εβραϊκή ιστορία, φανατίλα σιπέρ των Εβραίων μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Μιλάει διαρκώς και λέει ότι οι Εβραίοι έχουν πάντα δίκιο, οι Εβραίοι μη κάνουν. Δεν μόνο που όλη η ιστορία, η Ιουδαϊκή αρχαιολογία όπως τη λέει, είναι γραμμένη στα ελληνικά. Γιατί? Μα γιατί αν δεν την έγραφε στα γαλλικά, ποιος θα τη διάβαζε, αυτός και η παρέα του? Δηλαδή, όπως σήμερα οι Δέλλοι ξέρουν ότι όσο πιστημονικά και να καταξιωθούμε εδώ στον ελληνικό το χώρο, είτε είμαστε φυσική, είτε είμαστε ιστορικοί, είτε είμαστε οτιδήποτε, αν δεν βγάλουμε μερικά άρθρα στα γαλλικά να διαβαστούν από τη διεθνή κοινόκτρα, απλώς θα μείνουμε οι σπουδαίοι της κυβαδιάς. Εντάξει, είμαστε άπαλοι, ο νέος φύσκος είναι πολύ σπουδαίος. Για να καταξιωθώ πρέπει να έχω μία, δύο, πέντε, δέκα δημοσιεύσεις σε έναν αγγλικό περιοδικό, όχι σε ένα ρώσικο, μην είναι τίποτα. Και ρώσος να είμαι, αν έρθε εδώ ένας ρώσος, αν δεν κάνει σε αγγλικό περιοδικό, δεν βιάνει. Φυσικός είναι, σε αγγλικό περιοδικό πρέπει να κάνει. Χημικός είναι, σε αγγλικό. Φιλόλογος, σε αγγλικό. Καλώς ή κακώς. Με τα βίας να βάλουμε μέσα κανένα γερμανικό και κανένα αγγλικό. Με πολύ αυτό και θα του λένε, δεν ξέρετε, δεν μπορείς να διαβάσεις το άρθρος γιατί είναι στα γαλλικά ή στα γερμανικά. Το ίδιο πράγμα έγινε και με εμάς. Καταφέραμε αυτό στο οποίο τώρα είμαστε εμείς από κάτω, να είμασταν 300 χρόνια από πάνω. Είχαμε πετύχει ένα ύψηστο επίπεδο γνώσης, πολιτισμού και τρόπου ζωής τέτοιου που όλοι ήθελαν να το μιλήσουμε. Επομένως, ο ελληνισμός, όταν μιλάμε για ελληνιστική εποχή, αυτό είναι το μεγαεπίτεχνο. Αυτή είναι η φράση που σας είπα στο πήμα του Καβάθη με την κοιλή δράση των στοχαστικών προσαρμογών. Το προσαρμόσαμε και το ξένο το φέραμε στα μέτρα μας και ο ξένος καλλιτέχνης εκφράστηκε μέσα από τους δικούς μας τρόπους. Σιγά μην είχε γλυπτική τέτοια ο Σύριος ή ο Πέρσις ή ο Ινδός. Εκφράστηκε μέσα από τη γλυπτική την ελληνική. Σιγά μην είχε τέτοια αδιτεκτονική. Τα δικά του μοτίβα τα προσάρμοσε και τα έφτιαξε σύμφωνα με τα δικά μας πρότυπα. Και αυτό το πετύχαμε, δεν μπορείς κάποιον να το βάλει με το τουθέκι να χτίσει ναό όπως τον θες εσύ ή ήρθε μόνος του. Τι, θα χτίζει ο Έλληνας και δεν θα χτίσω εγώ. Τι, θα φτιάξει ο Έλληνας, θα τραγουδήσει ο Έλληνας και δεν θα τραγουδήσω κι εγώ τους σκοπούς μου. Αλλά όσο λάβετε, παίρνεις από το δικό του. Επομένως, πρώτο βασικό η γλώσσα, δεύτερο βασικό ο τρόπος ζωής. Τρίτο, η θρησκεία. Αναφέρθηκα σύντομα. Το μεγάλο πράγμα που γίνεται είναι ένα μεγάλο χωνευτήρι θρησκειών. Οι θρησκείες κατά τόπους ενόμουν. Γίνεται ουσιαστικά μια μήξη, έτσι. Το οποίο ονομάζεται συγκριτισμός, με η τα το κρή. Συγκριτισμός σημαίνει ένωση, ένωμα των θρησκειών. Ένας θεός παίρνει διαφορετικές ιδιότητες από το διπλανό. Έτσι, οι Άρτεμοι ψάχνουν να βρουν ποια θεότητα περσική είναι έτσι λίγο άγρια, με ελάφια, με τόξα, με αυτό. Βρίσκουν ότι είναι αυτή. Και ενώνονται οι δύο. Στον ίδιο ναό λατρεύουν την Άρτεμοι που είναι μαζί και η περσική τάδε. Η Ρακλής. Ναι, έχουμε εμείς τον παλικάρά μας τον Ρακλή που έκανε τους άθλους. Ναι, στη Συρία έχουν ένα αντίστοιχο παλικάρά ο οποίος είναι ο Μελικάρς. Ήτανε και αυτός τη Λιόδης μεγάλο παλικάρι βασιλιάς και δεν σημαζεύει. Ωραία, Ναή, Ιρακλής, Μελικάρ. Ποιος είναι ο σπουδαιότερος θεός που έχετε στην Ελλάδα. Ο Δίας βεβαίως, ναούς στο Δία. Εμείς οι Αιγυρτοί έχουμε τον Άμονα. Είναι βασικός θεός της ζωής και του θανάτου, αλλά φέρνει συγχρόνως και τη λύτρωση. Φέρνει και τη λύτρωση από τον Μπορν. Μάζεψέ τους μωρέ να μην έχουμε δύο ναούς τώρα να χτίσουμε. Άμων, Ζεύς. Γίνεται συνεχώς αυτή η σύσδευση. Το ίδιο γίνεται με την Αφροδίτη, πανεύκολο. Τι είναι η Αφροδίτη, η τυπική θηλυκή θεά. Ωραία, βρες ποια είναι η αντίστοιχη στη Συρία, βρες ποια είναι η αντίστοιχη εδώ, εκεί. Μας άρεσαν πάρα πολύ, γιατί ο κόσμος προχωράει, και κάποιες θεότητες που είχαν όνω αυτή και δεν τις είχαμε εμείς. Η ίσυδα. Η θεά η οποία έχει έρθει από το θάνατο, φέρνει τη λύτρωση και αυτή από τον πόνο, είναι θεά παρηγορήτρα, είναι ένα είδος παγαγίας, όπως την έχουμε, για όλα τα κακά μας βοηθάει η ίσυδα. Την είχαν λοιπόν από την Έγιπτο και άρεσε πάρα πολύ. Και αρχίζουν να γεμίζουν, όλη η Αρχή να γεμίζει όλοι οι Μεσόγειοι με ναούς της ίσυδας. Μια γλυκιά θεότητα, με κάποια περίεργα τηλικά, που άρεσε στον κόσμο εκείνο. Τι λογίσεις με τον κόσμο εκείνο, θα σας έλθει η επόμενη ερώτηση. Δηλαδή, τι έχει ο κόσμος εκείνος, άλλαξε τίποτα από τον καιρό του Αλκιβιάδη, του Περικλή, πώς δεν άλλαξε. Άλλαξε κάτι πολύ ρυζικό μέσα στον κόσμο εκείνο, άλλαξε σιγά σιγά και ενδιαφέρει κυριότατα τον καμπάθιο. Τι αλλάζει. Ο άνθρωπος μέσα σ' αυτές τις τεράστιες πόλεις, φανταστείτε ότι η Αλεξάνδρια μπορεί να έχει και πεντακόσεις χιλιάδες κατοίκους. Μιλάμε ότι είναι σαφώς μεγαλύτερη από την Αθήνα και η Αντιόχεια το ίδιο και άλλες μεγάλες πόλεις το ίδιο. Μαζεύονται κάθε καριδιάς καρίδι μέσα. Και Έλληνες που έχουν έρθει για τυχοδιώκτες και Μακεδόνες από τους βασικούς πρώτους στρατιώτες, και Εβραίοι και ντόπιοι και Αιγύπτιοι και Πέρσες που πήγαν για λόγους να πιάσουν θέση στο στρατό. Κάθε καριδιάς καρίδι. Να αποφασίσουμε στην εκκλησία του Δήμου. Ποιοι να αποφασίσουν. Τι να αποφασίσεις. Εσύ σιγά μη σε αφήσει εσένα από το λεμμέ ως ιωσέλευκος να αποφασίσεις. Δεν έχετε αποφασίσει τίποτα. Ο Αζητάς θα βγάλει τους νόμους. Εσύ θα μαζεύεσες αυτές τις συνελεύσεις, οι οποίες σιγά σιγά καταντάνε τις συνελεύσεις μαγιονέντες, για να αποφασίσεις να βγάλεις τον αστίατρο. Να βγάλεις τους αστυνόμους. Να βγάλεις τον περιφεριάρχη σου. Να βγάλεις το διοικητή της τροχέας. Πάμε να εκλέξουμε διοικητή τροχέας. Πολύ σημαντικό βέβαια για να μην τρακάρουν τα αυτοκίνητά μας. Διαλέγως ο πρωθυπουργός ούτε θα αποφασίσεις εσύ για πόλεμο αφού είσαι ένας βασιλιάς. Άρα όλα αυτά χάνεται, διατηρούνται κάπου ελάχιστα μέσα στο πολίτευμα ίχνη, αλλά μιας τοπικής αυτοδιοίκησης. Κάποιων μονάχα αυτοδιοικητικών περιφεριών οι νόμοι ψηφίζονται σε μια συνέλευση, η οποία δεν έχει καμία σημασία. Ο βασιλιάς του πολεμίου δεν θα βγει με πόλεμους. Δεν θα βγει ο δημοσθένης να αγορεύσει υπέρ του πολέμου ή κατά του πολέμου και να βγουν οι άλλοι και να πίσει τους Αθημαίους. Ούτε να πίσει τίποτα. Επομένως, πηγαίνουμε προς έναν κοσμοπολιτισμό. Τι είναι, τι θα λέει ο άλλος. Είμαι ανεξανδρεύσης. Μπορεί αύριο να πάει στην Αντιόχεια, μπορεί μεθαύριο να βρεθεί στην Πέργα μου, μπορεί μεθαύριο να βρεθεί στην Λυκόπολη. Αρχίζει να χάνεται η αίσθηση της ταυτότητας. Ανίκοδικη. Ήδη σήμερα εμείς έχουμε καλλιεργήσει έναν κοσμοπολιτισμό. Λέσυμα από τη Λιβαδιά. Αλλά σε γενικές γραμμές είμαι Έλληνας. Τώρα θα κάτσε, αν μας δεις κάποιον λίγο παραέξω, δεν του λες από τη Λιβαδιά είμαι Έλληνας, κανονικά σε καταλαβαίνει. Και πόσο μάλλον όταν μένεις σε ένα πανεπστήμιο στη Γαλλία και σπουδάζεις, όταν σε ρωτήσει ο άλλος από πού είσαι, Έλληνας του λες. Δεν του λες από τη Λιβαδιά. Δεν τον ενδιαφέρει, μπράβο σου, από τη Λιβαδιά. Και εγώ είμαι από την Κρενόμου. Αλλά ο Γάλλος του λες, εννοεί στο όλος είναι Γερμανό, δεν σου λέει από το Μόναχο. Θανούμαστε λοιπόν στα μεγάλα αυτά κράτη. Όταν το κράτος εμείς ξεκινήσαμε από κάτι κράτη τέτοια μεγκρά, και φτάνουμε να είμαστε σε μία πόλη εδώ πέρα ή σε μία πόλη εδώ πέρα μέσα, χάνεται ο έλεγχος και η αίσθηση της ταυτότητας μας. Όταν τη χάσεις αυτή συμβαίνουν σαν αρισινωτή αντίπραση, κάποια πράγματα ψυχολογικά που όταν θα σας τα πω θα πείτε μέσα σας είναι πράγματα για αυτά σας. Πρώτα πρώτα, δεν σε ενδιαφέρει. Το Μόναχο να σώσει το τωμάρι σου και η προσωπική σου ευημερία. Τι με νοιάζει, θα γίνει στη Λιβαλία ή δεν θα γίνει στη Λιβαλία. Εγώ να είμαι καλά, το σπίτι μου να είμαι καλά, να το μεγαλώσω, να αγοράσω και το Λιβανό εκόπιτο, να πάρω καλύτερα αυτό το κίντο. Δεν είναι καλά στη Λιβαλία και έχει πολλά σκουπίρια, θα πάω στη Θήβα. Δεν είμαι καλά και στη Θήβα, μπορώ να δεν πάω στο Παρίσι. Χάνεις την αίσθηση του τοπικού για το οποίο πολεμάς, είσαι περήφανος, είσαι έτοιμος να πεχάνεις εδώ παρά έξω. Δεν παρκέσαι, παντού είναι τόπος να ζήσω, άρα ο εαυτός μου, εγώ. Και πώς θα επιζήσω εγώ. Άλλο σκέφτεται θα επιζήσω με την πολλή δουλειά, άλλο σκέφτεται θα επιζήσω τεμπέληκα, άλλο σκέφτεται θα επιζήσω επιχειρηματικά, άλλο σκέφτεται θα επιζήσω πνευματικά. Καθένας διαλέγει την προσωπική του θρησκεία ή την προσωπική του φιλοσοφία, άλλος είναι πιο στοϊκός, άλλος είναι πιο επικούριος, άλλος είναι πιο κοινικός. Προσέξτε, λέω επίτηδες τις διαφορετικές σχολές φιλοσοφίας που είχαν εκείνη την εποχή. Και διαλέγει ο καθένας πώς θα επιβιώσεις αυτό το πέλαγος. Καθένας είναι μόνος. Δεν υπάρχει πια η κοινότητα που σε στηρίζει σαν φωλιά και σε ζεσταίνει οι άνθρωποι σου. Είσαι σε μια πόλη 500 χιλιάδων ανθρώπων, ένας εσύ σάμιος στην Αλεξάνδρια, χαμένος χωρίς καμία κοινότητα και προσπαθείς να επιβιώσεις το πέλαγος. Θα βρεις τον προσωπικό σου τρόπο να επιζήσεις σαν μια βαρκούλα μόνος. Αυτό θα σε κάνει να διαλέξεις τη δική σου φιλοσοφία, γι' αυτό τόσα φιλοσοφικά ρέγματα, θα σε στείλει επίσης στη συμπόνια της θρησκείας. Η θρησκεία πρέπει να αποκτήσει να γίνει πιο γλυκιά. Δεν αρκεί απλώς να θυσιάσω ένα περιστεράκι στον Ερμή, όπου είχα όλη μου την κοινότητα, όλη την παρέα στο Πιθαγόριο, στη Σάμ, όλοι με ξέρουν και τους ξέρω, αναγνωρίζεται η αξία μου. Τώρα είμαι μόνος εδώ πέρα και αν μείνω μόνος και κάτι μου συμβεί, δεν υπάρχει ένας θεός γλυκός να με αγκαλιάσει και αναζητούνται λοιπόν τέτοιες θεότητες. Όλος μαζί ο χριστιανισμός είναι μια ανάπτυξη, αν το σκεφτείτε σε μεγάλες διαστάσεις, μιας γλυκιάς θρησκείας συμπόνιας. Δεν μας χρειαζόταν η συμπόνια στην αρχαία Ελλάδα. Βεβαίως και μας χρειαζόταν και στην αρρώστια και στην ατυχία και στο θάνατο και παντού. Αλλά στην αρχαία Ελλάδα η κοινωνία ήταν πολύ πιο σφιχτή και ζεστή και οι άνθρωποι ήταν πιο κοντά ο ένας τον άλλο μέσα στην κοινότητα. Ξέραν ότι δεν φεύγεις εδώ, δηλαδή στο αρχαίο χωριό δεν έφευγες, το μεγαλύτερο κακό ήταν να σου κάνουν να σε εξορίσουν. Σήμερα, ε και τι έγινε, με εξόρισαν ευχαριστώ, εξαργυρώνω το σπίτι μου και πάω στο Παρίσι, μετά από δέκα χρόνια βρίσκω μια καλύτερη δουλειά και πάω στη Σουηδία. Αυτό για τον αρχαίο ήταν αδιανόητα. Στον υγνιστικό κόσμο όμως που γίνεται αυτό το μεγάλο ανακάτωμα, ο άνθρωπος ξεριζώνεται, μόνος του πλέει και θέλει και συμπόνια. Να λοιπόν που έχουμε ανάγκη άλλων θρησιών. Να γιατί η ίσυδα και ο άμμον πιάνουν πια και με χαέρεται και ο Χριστός. Να αγαπηθούμε παιδιά. Οι φτωχοί όλοι, οι αλλήναμοι όλοι, οι μεμονωμένοι όλοι. Κάποιοι που στον αρχαίο κόσμο είναι τόσο έντονοι. Δεν είχαμε τόσες θρησιείες, εντός εγώ λοιπόν αγαπησιάρικες. Δεν έπεσα με πιο σωστές τους όρους, αλλά πιστεύω ότι με καταλαβαίνετε. Επομένως έχουμε κι αυτό. Και ένα ακόμα τελευταίο. Μόλις εγκαταλείψουμε ψυχολογικά πάλι να σκέφτεστε. Μόλις εγκαταλείψουμε τη φωλιά μας, την κοινότητά μας, που μας ξέρει και τους ξέρουμε, που έχουν αυτή την αγκαλιά, που είναι στο γη. Τα πάθη ενός ενός εξαπολίονται, βγαίνουν έξω. Εδώ πρέπει να τη ζήσω τη ζωή. Τι θα κάνω, θα περιμένω εδώ στο Πιθαγόριο, τώρα, τώρα να ζήσω τη ζωή τώρα. Τα πάθη λοιπόν ανεβαίνουν, το λέει Καπονίτσε, ότι όταν οι κοινωνίες γίνονται κοσμοπολιτικές, ουσιαστικά ο άνθρωπος μένει μόνος και όταν μένει μόνος τα πάθη είναι αχαλήνοντα. Τελείωσε. Εδώ ό,τι φάω, ό,τι πιώ, τώρα, τώρα όλα μου τα πάθη, ό,τι έχω, τώρα θα τα φάω, τώρα θα τα πιω, τώρα. Αυτό σε έναν ευρύ κόσμο ενδιαφέρει ιδιαίτερα από τον Καβάφη, ο οποίος ένα μεγάλο κομμάτι της πλησίας του θα έχετε πάντα υπόψαστο, ότι με τρόπο κρυπτικό προωθεί την ιδονή της ζωής, την ιδονή που ο ίδιος στελήθηκε, δεν μπόρεσε να τη ζήσει και πάντα του είναι σαν αποχειμένο. Και θα προσπαθήσουμε και να τη βρούμε και μέσα στα ιστορικά του πείμματα να την ανακαλύψουμε. Έτσι. Δεν ξέρω ποιο. Α, εντάξει, είμαστε τέλοι, μπορούμε να κάνουμε τέτοιο διάλειμμα. Ας ξεκινήσουμε τώρα, αφού έχουμε ακούσει την ιστορία, ας ξεκινήσουμε να δούμε ένα-ένα τα πείμματα του Καβάφη, να επικεντρωθούμε στα ιστορικά του πείμματα και θα προσπαθήσω να σας τα αναλύω χωρίς να γίνομαι βαρετός. Κάποιες στιγμές θα φτάσω και θα σας διαβάσω κάποιες παραγράφες, όταν σας τα λέω, γιατί είναι αρκετά συνοπτικά καλογραμμένες, οπότε να γλιτώνουμε χρόνο και να κερδίζουμε όσο μπορούμε περισσότερα δείγματα. Πρώτα-πρώτα, ο Καβάφης στείμει έναν κόσμο, αισθανόμενος ότι είναι ο τελευταίος αφόγονος της Αλεξανδρινής εποχής. Γιατί η πόλη απλά είναι γεννημένα στην Αλεξάνδρια, εγκολπώνεται αυτό το ιδεόδες της Αλεξανδρινής ζωής και το φτιάχνει όπως του αρέσει αυτού νου. Αν πράγματι ήταν η ζωή τέτοια στην Αλεξάνδρια, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Μπορεί να ήταν εντελώς διαφορετική. Μπορεί εμείς να φανταζόμαστε ότι στο Μόναχο είναι μια σκληρή βιομηχανική πόλη, όπου οι άνθρωποι δεν σηκώνουν το κεφάλι από τη δουλειά και δουλεύουν σαν Γερμανοί και δεν συμβαίνει αυτό. Υπάρχουν κάποιοι στο Μόναχο που περνούν μια χαρά, να είναι γλετζέδες, να πίνουν τις πίρες τους και να περνούν ωραία. Εμείς όμως έχουμε ότι το Παρίσι είναι η πόλη του φωτός και του έρωτα, η Ρώμη είναι η Ιωνιακόλη, η Γερμανία είναι κάτι άλλο. Κάπως έτσι ο Καμπάτης πλάθει ειναντικό του κόσμο μέσα από τα πήματα του και σιγά σιγά πρικίζει τους ανθρώπους που κατοικούν σε αυτή τη πόλη την Αλεξάνδρια ή την Αντιόχεια με συγκεκριμένες ιδιότητες που στα πήματα τους σκεφτείτε τα σαν πρισματικά, δηλαδή που βλέπεις διαφορετικές απόψεις του ίδιου πράγματος, σου λέει για το ίδιο πράγμα για την Αλεξάνδρια του και σιγά σιγά σου δίνει στο ένα πήμα μία άποψη στις Αλεξάνδριας, στο άλλο άλλη άποψη, στο άλλο άλλη άποψη και όταν τον διαβάζεις ολόκληρον φτιάχνεις μία πόλη όπως τη φαντάστηκε αυτός, γι' αυτό και είναι και πιο ωραία και γι' αυτό και μας ενδιαφέρει. Δεν θα μας ξεφεύγει θα σας πω ποια στοιχεία έχουμε μαζέψει από όλα του τα πήματα που είναι οι γενικές ιδιότητες των Αλεξανδρινών. Ετσι και μετά σιγά σιγά θα αρχίσουμε να διαβάζουμε. Δεν θα σας ξεφεύγουν δύο δεύτερα πράγματα. Πρώτον βασικό θέμα η ηρωνία του Καβάφη. Σχεδόν η μισή του στίχη περιέχουν μία ηρωνία. Πολλές φορές δεν μπορούμε καν να την καταλάβουμε γιατί τι σημαίνει ο Καβάφης ξαφνικά όπως ετοιμαζόμαστε έχουμε φτιαχτεί, έχουμε τη δει και μπαίνουμε σε ένα σαλόνι που ένας φίλος μας βάζει μέσα και ανοίγεται ένα σαλόνι και είναι πενήντα άνθρωποι και δεν ξέρεις κανέναν. Δεν ξέρεις ότι ο τάδε είναι ύπουλο, η δύνα είναι χαρτοπέχτρα, ο άλλος είναι αμπατεόνας, ο άλλος είναι μεγάλος πολιτικός, ο άλλος είναι δάσκαλος, ο άλλος είναι σοκούλιακας, ο ένας είναι φαντατικός δεξιός και ο άλλος φαντατικός αριστερό. Τίποτα δεν τα ξέρεις. Ο Καβάφης λοιπόν σου ανοίγει ξαφνικά τις πόντες, σε χτυπάνε τα φώτα αυτού του κόσμου χωρίς να πει πόλι προλαβαίνεις να ξέρεις και αν δυνάζονται σχόλια είναι για να σου πω πρόσεξε την κυριακή, η κυριακή έχει συγγενή του πέθανα στον Εφήλιο, τους σκότωσαν οι δεξοί. Ό,τι πει αυτή πρόσεχε την λέει, η άλλη πρόσεχε είναι μια νεόπλουτη και τρέχει μονίμως πίσω από τα λεφτά της και τα αυτοκίνητά της, πρόσεχε τον κύριο εκείνο, ο κύριος είναι ύπουλος, μαζεύει στοιχεία, είναι χαθιές μαζεύτης αστυνομίας. Όταν αρχίσω να σας τα λέω τότε αυτός ο κόσμος ζωντανεύει όπως ο Καβάφης τον ήξερε και έβαζε πρόσωπα τη γνωστή κυρία, το γνωστό κύριο, το γνωστό άλλο κύριο και βλέπετε τον Καβάφη να κάθεται σε μια αγωνία και να υπομοιδιά. Τους κόσμους τους έβαλα και έπρεπε να γελάσεις. Μα αν δεν ξέρεις ποιος είναι ποιος πώς να γελάσεις με σ' αυτό, πώς να αισθανθείς άνετα σ' αυτό τον κόσμο πους τον ρίχνω όλον μαζί. Γι' αυτό και χρειάζεται να ερμηνεύσουμε κάποια πράγματα. Πρώτον λοιπόν υπάρχει η ιωνία του μονήμος. Σαρκάζει και ιωνεύεται τα πάντα. Δεύτερον ο Καβάφης είναι βαθύτατα κριτικός. Μα μας είπανε για ερωτικό ποιητή να ψάχνουμε αυτά τα ομοφυλοφιλικά. Ψάφτε τα κι αυτά. Είναι βαθύτατα κριτικός, κριτικό μάτι της τότε κοινωνίας και της σημερινής κοινωνίας. Κριτικό. Λέει πράγματα που θα μπορούσε ένας πολιτικός να τα πάρει και θα τα βρούμε μαζί θα σας τα δείξω να τα πάρει και να πει να ποιοι είμαστε. Πάρ' το. Να γιατί είμαστε έτσι. Πάρ' το. Να το έχει καταγγείλει. Απλώς είναι ο άνθρωπος που θα τα πει σωτοβότσελ. Δεν είναι ο άνθρωπος που θα γράψει ένα πείημα ας πούμε του τύπου χαμένος ανθρωπολογαγός της Σαλβανίας ή του τύπου του Σεφέρι θεατρίνη μέσης Ανατολής ή του τύπου άλλων ποιητών που θα το πούν σαν τον Μπαλαμά ας πούμε στο δεκάλο του κήφτου θα τα καταγγείλει με δυνατή φωνή. Είναι ένας ποιητής που του αρκεί να την έρθει. Σε βλέπεις, σε σάπλεις, μυρίζει κιόλας. Το κατάλαβες. Δεν χρειάζεται ούτε να φωνάξω, ούτε να βγάλω σημαία, ούτε να σε καταδικάσω, ούτε να σε σταυρώσω, ούτε να σε βγάλω στην πλατεία. Είπα. Μας έφτιασε η μυρωδιά απ' τη σαπίλα σου. Είπα. Έχεις αυτό το ελάττω. Χάνηκε, σε κουτσώσε. Σου έκανα την κριτική, αλλά σώ τον βότζερ. Επιμέλως θα πρέπει να μάθουμε να ακούμε και την κριτική του. Είναι πολύ σημαντική σε σημείο που θα έλεγα ότι ίσως είναι το ένα τρίτο από τις ιδιότητές του. Ο κριτικός καβάβις. Κάτι που πολύ λίγο τονίζουν οι εναλυτές, γιατί δεν τη θέλουν αυτή την ανήλικτη κριτική. Συγνώμη, σώ τον βότζερ. Χαμηλή φωνή, χαμηλόφωνο. Είναι τρόπος, πώς το λένε, στο τραγούδι. Σώ τον βότζερ. Λοιπόν, πάμε παρακάτω. Ένα τρίτο πράγμα που με ενδιαφέρει πάντοτε και το παρατηρώ πάντοτε στον Καβάβι, είναι βέβαια επίσης ότι είναι απολύτως σύγχρονος. Κάποτε όταν βγάλαμε το βιβλίο είχα μια φίλη κυρία, η οποία της άρεσε τόσο πολύ το βιβλίο, ώστε πήγαινε και το έδινε, το πλάσα έλεγα, σε τέτοιο σημείο παντού. Σε κάποια σημεία έρχονταν εκεί και έπαιρνε, πέντε βιβλία θέλεις, πάρ' τα ρένα μου να τα πάρεις. Μετά από μία βδαμάδα δέκα μέρες θέλω άλλα πέντε βιβλία. Άρα ρένα που τα δίνεις τα βιβλία, που βρήκες, δηλαδή εγώ γράφω βιβλία πενήντα χρόνια, δεν έβισκα. Μου λέει δεν έχεις καταλάβει, ο Καβάφης έχει κάτι για τον κάθε άνθρωπο. Έλα μωρέ ρένα, της λέω υπερβάλεις. Και μου λέει και στην κονότρια μου ακόμα, της μίλησα για Καβάφη και ήθελε Καβάφη. Γελάται, αλλά η πραγματικότητα είναι αυτή. Γιατί όμως, το πιάσουμε, εμείς τι άνθρωποι είμαστε. Είμαστε οι άνθρωποι της δόξας, είμαστε οι άνθρωποι οι ακέραιοι, είμαστε οι άνθρωποι οι περήφανοι, είμαστε οι άνθρωποι οι ολοκληρωμένοι και οι μεέστηση αυτοκρατορίας πίσω μας δύναμις, ρόμις ή μήπως είμαστε οι άνθρωποι οι οποίοι ζούμε την παρακμή. Την παρακμή στον κόσμο ολόκληρο, όχι μόνο σε εμάς. Βεβαίως θαυμάζουμε τα τεχνικά επιτεύματα, αλλά πόσες φορές δεν λέμε μωρέ δεν υπάρχει πια εκείνο, μωρέ δεν είναι έτσι όπως ήταν ούτε έξω, μωρέ ούτε τα πανευστηνία είναι όπως είναι, μωρέ και εμείς δεν βαριέσαι εχάλη, μωρέ εμείς που είμασταν το 40 και κάναμε αυτό και εκείνο, που είναι η παλικαριά μας, που είναι τα πράγματα, που είναι οι ευεργέτες, που είναι οι θεσμοί, που είναι η δικαιοσύνη. Είμαστε άνθρωποι που προσπαθούμε να επιπλέψουμε μόνοι μας ο καθένας σε έναν κόσμο που μας φαίνεται ολοένα και πιο σπασμένος, κομματιασμένος, παρακμιακός. Αν το πιάσετε και αναρωτηθείτε, πολύ λίγοι από εσάς θα πείτε, είμαστε στην ακμή, είμαι περήφανος που είμαι Έλληνας. Θα πείτε όλοι, μωρέ βαριέσαι τώρα, τραβάμε τώρα τα μυριανινά. Ο Καβάθης διαλέγει την Αλεξανδρική εποχή, γιατί η εποχή αυτή είναι μια εποχή τσακισμένη. Οι ήρωες δεν είναι ποτέ οι ομαντικοί ήρωες, ο Ιππότης πάνω στ' άλογο, το άλλο είναι Πουτσόκη. Τα όπλα του Ιππότη είναι σκουριασμένα, ο Ιππότης έχει χάσει το νόημα, δεν ξέρει γιατί πολεμάει. Όπως όλοι μας, αν αναλογηθούμε, ζούμε σε έναν κόσμο λίγο ραγισμένο. Και γι' αυτό συγκινεί ο Καβάθης. Το παρακμιακό εντέλει είναι το δικό μας. Μα τι λέτε κύριε Αποστολή Νιστό, αν μας κατεδεκάσετε στην παρακμή. Παλεύουμε, παλεύουμε χειρότερα και σπληρότερα από όσο πολύ παλεύει ο άνθρωπος της ακμής, αλλά τα πράγματα πάνε κατά κάτω. Θα σας το δείξω κι αυτό το στις. Κρατήστε λοιπόν αυτά τα πραγματεία και αρχίζουμε να διαβάζουμε μια εφριαρούντα. Πρωτού πιάζω το πείμμα, διαβάζω, μαζεύω τα επίθετα με τα οποία πληκίζει συνηθέστατα σε όλα αυτά τα πείμματα ο Καβάθης τους Αλεξανδρινούς. Να ξέρετε λοιπόν ότι όταν λέει για Αλεξανδρινό, τι ιδιότητες έχει αυτός ο Αλεξανδρινός. Το επίθετο Αλεξανδρινό σέγραφε ο Γιώταμης Παναγιωτόχηλος, που είναι από τις καλύτερους αναλυτές του Καβάθης, εισαγωγικά είναι ένας ολάκαιρος κόσμος. Είναι τα εννιάτα, η ομορφιά, το πάθος της ιδονής, η νεϊδονωτήρας φυσικά, η παιχνιδιάρικη φιλοσοφία, αισιόδοξη και πυσιθάνατη μαζί, επικούρια και στοικοί, εκλεκτικοί και στον πάθος αμέλουνι, εκλεκτικός λέγεται αυτός που από τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές διαλέει λίγο από τον και λίγο από εκεί, όπως τον βολεύει για να επιζήσει, εκλεκτικοί λέει και μαζί κατά βάθος αμέλουνι. Έλα μη με σκοτίζεις αυτός τον Αλεξανδρινός. Χωρίς σταθερούς προσανατολισμούς, χωρίς αμετακίνητα κριτήρια, σιγά μη βάλει ο Αλεξανδρινός όρους και κριτήρια. Α, εντάξει, τώρα με βολεύει έτσι μετά αλλιώς. Είναι η πολυτέλεια και ο θερμός ήλιος της Αφρικής. Θα μπορούσαμε να προσθέταμε, λέω εγώ, μια αόριστη κλίση για τα γράμματα, για τις σπουδές, μα χωρίς αποσίωση και δόσημο απερίσπαστο. Ο χλεβασμός κάθε ξένη που αρέσει να χλεβάζει οποιονδήποτε δεν είναι Αλεξανδρινός. Έλα τώρα εσύ, έλα απ' έξω, είσαι εξωτερικός εσύ, που θέλει για δικός μας να περνιέται, αυτό είναι ρήμα του Καβάθη, το προσγειωμένο ρεαλιστικό πνεύμα δεν ξεγελιέται με φιλιναθήματα και λιτορίας. Περίπου λοιπόν αυτή είναι η Αλεξανδρινή έτσι περιγράφει ο Καβάθης. Πιάσουμε λοιπόν το πρώτο μας τίμα, ξεκινήσουμε από ένα πιο απνό, που είναι το ηγεμόν εκδυτικής Λιβύης. Πάρε σε γενικό στην Αλεξάνδρια τις δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού, ο ηγεμόν εκδυτικής Λιβύης, αριστομένης υιός του Μενελάου, ως το όνομά του και η περιβολή κοσμίως ελληνικής, δέχονταν ευχαρίστως τις τιμές, αλλά δεν τις επιζητούσαν για τη μέτρη γόφα. Αγόραζε βιβλία ελληνικά, ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά, προπάντων δε, άνθρωπος λιγομίλητος, θα'ταν βαθείς θε σκέψεις διεδίδετο, κι οι τέτοιοι, τον φυσικό, να μην μιλούν πολλά. Μήτε βαθείς θε σκέψεις, είταν μήτε τίποτε, ένας τυχαίος ασφαλής, πήρε όνομα ελληνικό, δίθηκε σαν τους Έλληνες, έμαθε πάνω κάτω σαν τους Έλληνας να θέρετε, κι έτρεμενη ψυχή του μη τυχόν χαλάσει την καλούτσικη εντύπωση, μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά, κι αλεξανδρινή τον πάρουστο ψηλό, όσοι είναι το συλλήθειο τους, η απέση. Γι' αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις, προσέχοντας με δέ ως ταις κλήσεις και την προφορά, κι έπλητε μου κωλίγον, έχοντας ουδένες στιβαγμένες παιδέσα του. Κλασικό χαρακτηριστικό του Καβάφη είναι ότι αφού σου στήσει κάτι και σε ανεβάσει, φτάνει στην άκρη σαν τα τρενάκια του Λουναπάρκ και έχει την απότομη πτώση. Αφού μας λέει πόσο σπουδαίος θα ήταν αυτός που διάβαζε σπουδαία διβλία ελληνικά και ιδιως ιστορικά και φιλοσοφικά και βαρθεί στις κουβέντες και λοιπά, μετά λέει, σκέτο σκουπίδι ήτανε, ένας ανόητος, τυχάρπαστος άνθρωπος, που δεύτερον ξανατυπάει να αντιδεί ελληνικά να μας μοιάσει κατά κάποιο τρόπο και έτρεμο ο Κακομύρης πως θα πει je suis vous plaît, je voudrais savoir, να θυμηθεί το συμβουπτή το γαλλικό, μη του φύγει καμιά πράση και νιώζει ο μυάλης ότι είναι άσχετος εντελώς. Και έπλητε πάρα πολύ γιατί είχε πολλές κουβέντες να πει ο Κακομύρης και δεν μπορούσε. Πείτε, γιατί πρέπει να το αγαπήσω το θύμα αυτό. Για να δούμε μερικές μικρόλεπτομέρειες. Πρώτα πρώτα λέει ηγεμών εκ δυτικής Λιβύης. Που βρίσκεται αυτή η ρημάδα η δυτική Λιβύη. Δεν είναι καν μες το χώρο του ελληνισμού. Η Λιβύη αγγίζει, ακραγγίζει, είναι το τελευταίο όριο με την Αίγυπτο. Αλλά αυτός είναι από τη δυτική Λιβύη, δηλαδή από το Μαρόκο. Ο άνθρωπος είναι κανίβαλος, μόλις έβγαλε τα φτερά από το κεφάλι. Το λέει ο Καμπάφης, την ώρα που μας τον συνηστά μας, λέει, παιδιά αυτός δεν έχει φέρει τις παπούτσες ποτέ. Εκ δυτικής Λιβύης. Ξέραν δηλαδή που έρχεται η σκούφια. Πάμε να δούμε μέσα σπωρακάτω. Άρεσε γενικός στην Αλεξάνδρια, δηλαδή ό,τι δεν μας αρέσει εδώ εμείς το πετάμε. Και ποιο ήταν το όνομά του, παιδιά, βρήκε ένα όνομα αυτός, Αριστομένης Ιωστού Μενελάω. Βρήκα ό,τι καλύτερο. Τι κοροϊδεύει, ότι όλοι αυτοί οι τρεις βάρβαροι διαλέγαν ελληνικά ονόματα. Γιατί πως θα μοιάζαν Έλληνες, έτσι και εγώ δεν λέγομαι Γιάννης, λέγομαι Τζόν. Δεν με λένε Βασίλη, με λένε Μπιλ, οι φίλοι μου. Δεν με λένε Ιάκωβο, με λένε Τζέικομ. Έτσι είναι το όστιο, το γιό μου ας πούμε, το λένε οι συμμαχτές του Τζέησον. Γιατί να τον πουν Τζέησον και να μοιάζει ποιο. Ποιο μάγικο το Τζέησον, ενώ το Ιάσο μας δεν είναι ωραίο. Αυτόν λοιπόν το λέγαν αριστομένοι ότου μεν Ελλάδα. Προσέξτε πως τα ρούχα κάνουν τον παπά ως το ονομάδικη περιβολή κοσμίως ελληνική. Υφυσικά θα κάνει τα φτεράκια, τα χούλα χού και τις διάφορες, πως το λένε φούστες από χόρτο. Και θα πας, θα βάλεις χιτόνας από τους δικούς μας, θα προσέξεις τα σανδάλια σου, θα βάλεις και κανένα διάδειγμα, θα κόψεις και το μαλί εκείνο το άγριο, θα πλύνεις και κανένα δόντι, κανένα μάτι, να σε δούμε, κακομύρη μου. Και φυσικά δεν επιζητούσαν τις τειμινές σε γνώσαν. Ούτως αγόρασε βιβλία, ιδίως χιλιοσοφικά και ιστορικά, όχι που τα έτσι μυθούσαν οι μανάκια της πλάκας, έτσι. Και διαιδίδετο θα ήταν, βαθίστε σκέψεις και τέτοιοι το έχουν συνήθειο να μη λένε πολλά. Τι λες, μωρέ παιδί μου, που τάχιζε η καταστροφή. Χρύο, τίποτα, ένα σκουπίδι ήτανε. Και εμείς, γιατί εξαγγλυνοί, αυτοί καταλαβαίνουμε αμέσως, όπως η κυρία που ξέρει να αντίνετε, καταλαβαίνει την υπηρέα, που είχε και αγόρασε το ίδιο μοντέλο, αλλά από τα Κινέζικα. Την πιάνει αμέσως, γιατί το ένωσε το μοφ με πράσινο παπαγαλί από κάτω. Και σε κατάλαβα, του παιδί μου δεν κάνεις εσύ. Μπορεί να είναι, μπορεί να γράφει και ψεύτικα, γκουτζι, αλλά δεν είναι γκουτζι. Το φοράς και το φοράς σαν να είναι χάλι, δεν ξέρεις να το φορέσεις. Και αυτά δείχνουν ότι εγώ έχω πολιτισμό, Αλεξανδρυνώσου, και εσύ είσαι απλώς ένας ξένος, το μαγμαϊμουδίζε. Και τα επίσης πολύ ωραία, γι' αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις, τον καταλικάζει τελείως, προσέχοντας μεδέως τις κλήσεις και την προφορά. Αυτό σου αρκεί, εσύ στην προφορά. Και είναι ωραία φράση που έχει μείνει, όταν βλέπουμε κάποιον που δεν ξέρει τίποτα και το αρμάει προσπαθεί να παραστήσει κι αυτός ότι καταλαβαίνει από πίνακες μες στο μουσείο, σκύβει στον άλλον και πες προσέχοντας μεδέως τις κλήσεις και την προφορά. Μη φανεί ότι περνάει μπροστά από κάποιον τσιτσιάνο και λέει ποιος είναι αυτός ο τσιτσιάνος. Μπα μπα, σε καταλάβαμε μισή βορειάτα. Πάμε στο φιλέλλινα. Το ίδιο πράγμα ειστεί εδώ, ο Καβάκης όμως εδώ θα προσθέσει και μια ιρωνία στον εαυτό του, δηλαδή θα προσθέσει και στους άλλους, ή πολλές φορές διπλή ιρωνία, τρία πρίσματα υπάρχουν. Φιλέλλινα. Εδώ υποθέτει ότι υπάρχει κάποιος ηγεμόνας κάπου στην Κεντρική Ασία. Τα φράατα βρίσκονται κάπου εδώ πέρα, στο κέντρο της Περσίας. Έτσι, ούτε προς την Αρμενία, ούτε εντελώς χαμηλά κάτω. Και ο ηγεμόνας σκέφτεται, έχει έρθει η Ρωμαϊκή εποχή και ο ηγεμόνας εκεί είναι με ελληνιστής. Τι ελληνιστής, στα φράατα ελληνιστής, δηλαδή θέλει να έχει ελληνικικοτρόπο ζωής, αλλά τρισβάρβαρος είναι, θα δείτε πως είναι τρισβάρβαρος, θα μας το αποδείξει. Καταλάβουμε λοιπόν ότι ενώ είναι στην Κεντρική Ασία, στην Περσία πείτε, στην Τεχεράνη πείτε κάπου εκεί, δεν είναι Έλληνας, δεν είναι δικός μας, αλλά θέλει να μηνυθεί τα δικά μας. Συγχρόνως όμως έχουν έρθει οι Ρωμαίοι, είναι Ρωμαϊκή κυριαρχία πια και αυτός είναι υποταγμένος. Αλλά ακόμα θυμάται τα ελληνικά, θυμάται ποιος είναι ο κόσμος εκείνος που θα ήθελε να ζηλέται, θα του άρεσε. Λοιπόν πώς το σκηνοθετεί. Είναι ο ηγεμόνας, κάθεται στην κεντρική αίθουσα του Παλατιού και έχει έρθει ο άνθρωπος, ο χαράκτης που θα φτιάξει τα νομίσματα και του δίνει εντολές πως να φτιάξει τα νομίσματα. Να θυμίσω μόνο ότι τα ωραιότερα νομίσματα μετά τα αρχιολυνικά, έτσι που παίρνουν την αρχιολυνική παράδοση, κόβονται στην ελληνιστική εποχή σε όλα αυτά τα βασίλια. Και κυρίως το πρώτο πράγμα που εμφανίζεται για πρώτη φορά πάνω στον κόσμο, και σε αυτό οι ρημάδες οι Έλληνες έχουμε πρωτιά, είναι το πορτρέτο. Μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όλα τα πρόσωπα που εμφανίζονται πίσω σε ελληνικά νομίσματα είναι πορτρέτα θεών. Δηλαδή, απεικονίζονται ο Δίας, ο Ηρακλής και και και και και. Κι ακόμα και στα αλεξανδρινά νομίσματα, αυτό που λέμε σαν πρόσωπο με λέει ο Ντοκεφαλή, δεν είναι ο Αλέξανδρος, όπως νομίζουν οι περισσότεροι, αλλά είναι ο Ηρακλής. Μόνο σε κάποιες χροπές στα εντελώς τελευταία χρόνια του Αλεξάνδρου, εμφανίζεται ο Αλέξανδρος με κερατάκια του άμμονα. Και έκτοτε, όλοι οι γεμόνες αποφασίζουν. Δεν βάζουν θεούς, βάζουν τους εαυτούς τους. Και βγαίνουν ορισμένα από τα ωραιότερα προσωπικά πορτρέτα ανθρώπου. Θα φτάσουμε κάποια στιγμή να διαβάσουμε τον Οροφέρνη, που είναι ένα πείμμα πάνω ακριβώς σε νόμισμα και σε πορτρέτο νομίσματος, όπου ο Καβάθης μόνο και μόνο από το νόμισμα βγάζει την ιστορία ενός ανθρώπου. Έχουμε όμως λοιπόν πρώτον σημειώσει την ευαισθησία του Καβάθη, στη δουλειά την καλλιτεχνική του χαράκτη, που χαράζει τα πρόσωπα αυτά τα καταπληκτικά που υπάρχουν σε ελληνιστικά νομίσματα. Φυσικά όλοι οι γεμόνες, από τον Αλέξανδρο και μετά, οι Κολούτισαν και βάζουν την μουτσούνα τους πάνω στα νομίσματα. Φιλέλην, αυτός λοιπόν που μας γράφει ο περίου ο λόγος ηγεμόνας είναι Φιλέλην. Και θα σας πω τι σημαίνει. Την χάραξη φρόντισε τεχνικά να γίνει. Έκφραση σοβαρή και μεγαλοπρεπής. Το διάδειμα καλύτερα μάλλον στενό. Εκείνα τα φαρδιά των πάρθων δεν με αρέσουν. Η επίγραφή ως σύνηθες ελληνικά. Όχι υπερβολική, όχι πομπόδης, μην τα παρεξηγήσει ο ανθήπατος που ολος καλίζει και μηνάει στη Ρώμη. Αλλά όμως βέβαια τιμητική. Κάτι πολύ εκλεκτό απ' το άλλο μέρος. Κανένας δυσκοβόλος, έφηβος, ωραίος. Προπάντων σε συστήνω να κοιτάξεις στη θάσπη προς Θεού να μη λυσμονηθεί. Μετά το βασιλεύς και το σωτήρ να χαραχθεί με γράμματα κομψά Φιλέλην. Και μην αρχίζεις εφιολογή. Και τώρα μην αρχίζεις εφιολογίες τα πού οι Έλληνες και πού τα ελληνικά πίσω απ' τον Ζάγρο εδώ από τα φράτα πέρα. Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροι μας άλλοι αφού το γράφουν δεν το γράψουμε κι εμείς. Και τέλος μην ξεχνάς που ενίωτε μας έρχονται από την Συρία σοφιστέ και στιχοπλόχοι κι άλλοι ματαιόσκουδοι. Δεν είμαστε εφαρμόδιοι. Πώς έξτεχνε και κάνει λοιπόν. Εδώ δίνει εντολές στον Σιθάσπη. Πανταστείτε, δίνει εντολές σε έναν χαράκτη ο οποίος έχει το όνομα Σιθάσπης. Τρισβάρβαρος, πού οι Έλληνες. Και του λέει, σε παρακαλώ, θα βάλεις με λίγο και το τοτώνεις έτσι, σε παρακαλώ, την χάραξη φρόντισε τεχνικά να γίνουν, φτιάξει κανένα νόμιμο. Αρπακόλα, έκφραση σοβαρή και μεγαλοπρεπής θα μου βάλεις την ίδιο και λοιπά. Το διάδειμα καλύτερα στενό πράγματι. Τα ελληνικά διαδείματα, το διάδειμα ήταν το βασιλικό έμβλημα. Μια ταινία στο κεφάλι. Στα ελληνικά νομίσματα το διάδειμα αυτό είναι πάρα πολύ λεπτό, σαν μια κορδελίτσα. Υπάρχει, έχουν βάλει ένα πράγμα λες και είναι λάστιχο, αυτοκινήτου και το έχουν φορέσει στο κεφάλι. Είναι τετραπλάσιο. Άκοψα. Δεν έχω αντίστοιχες εικόνες, θα έπρεπε να κάνω εικόνες να σας δείξω. Πόσο εξαιρετικά στα ελληνικά νομίσματα, τα ελληνιστικά, αυτή η κορδέλα ανεμίζει πίσω και κόβει και τα μαλλιά, τα οποία είναι βαρετό να τα βλέπει κανείς στο πορτρέτο, τα κόβεις στα δύο. Και έτσι έχεις το πάνω μέρος του κεφαλίου και κάτω τα μαλλιά τρέχουν ελεύθερα. Και το διάδειμα φαίνεται σαν μια γραμμή μόνο. Λέει πως, πρόσεχε, μην μου κάνεις τα βαρβαρικά τώρα, τα χοτρά διαδείγματα. Η επιγραφή ως σύνηθες ελληνικά, δηλαδή, τι, θα κόψεις νόμισμα και δεν θα έχεις ελληνική επιγραφή. Όχι υπερβολική, όχι πόμποδης, μην το παρακάνεις, δηλαδή. Μην τα παρεξηγήσει ο ανθήπατος και στείλει στη Ρώμη και πει αυτός εδώ βάζει πάρα πολλά επίθετα, για κόφτε το κεφάλι. Αλλά όμως βέβαια τιμητική. Κάτι πολύ εκλεκτό από το αλλομένος, κανένας δισκοβόλος, έφηβος, ωραίος. Πω, παρεμβάνει όλος ο Καβάδης. Άντελο ο ίδιος ο Καβάδης. Ένα ωραίο παιδί γυμνό δισκοβόλο από την άλλη μεριά του νομίσματος. Να λήξουμε τη λεπτότητά μας. Συθάσπη, προπαντός εσύ στείλω να κοιτάξεις, συθάσπη προς Θεού να μην λυσμονηθεί. Μετά το βασιλεύς, που θα βάλεις κάτω από το όνομά μου και το σωτήρ, που θα βάλεις κάτω από το όνομά μου, να χαρακτεί με γράμματα κομψά φιλέλη. Εδώ έχει βάλει όλη του την κομψότητα, σαν γυναίκα που θέλει να πάρει το ωραιότερο μαντήλι και το ωραιότερο κόσμιμα για τον εαυτό του. Όλη αυτή η καλλιεσθησία είναι μαζεμένη στο φιλέλι. Τι υποκρίνεται εδώ κάτω. Επί 200 χρόνια η Πάρθη, η οποία είναι η απόγονη των Περσών, δηλαδή εμείς τους τσακίσαμε, τους κόψαμε τα κεφάλια. Στο βορά, εδώ πέρα, κάτω από την Καστία, αρχίζει και ξανασυκώνεται το κεφάλι των Περσών με μια νέα δυναστία που λέγονται Πάρθη. Το ίδιο όνομα είναι Πάρθη και Πέρσες. Αυτοί γίνονται οι σημαντικότεροι εχθροί των Σελευκηδών. Και όταν έρχονται οι Ρωμαίοι, επί 200, 300 ή 400 χρόνια, πολεμάνε με τους Ρωμαίους και αντιστέκονται. Ουσιαστικά οι Ρωμαίοι δεν θα καταφέρουν ποτέ να κατακτήσουν ολόκληρο το κομμάτι της Περσίας. Θα το παλεύουν με τους Πάρθους. Υπάρχει λοιπόν η δυναστία η πρώτη των Πάρθων, η οποία διαρκεί τουλάχιστον 200 χρόνια για σακίδες, κόβουν νομίσματα όπου όλες, μα όλες οι επικραφές είναι στα ελληνικά. Φανταστείτε δηλαδή ότι η υποταγμένη κατεξοχήν από εμάς, που τους σκοτώσαμε τον τελευταίο τους βασιλιά, που τους εκμηδενήσαμε για 300 χρόνια, όταν ξανασυκώθηκαν και είπαν κόβουμε νόμισμα, γιατί τα νομίσματα του Δαρίου ήταν εκεί, δεν είχαν καμία επικραφή. Όταν είπαν ξανακόβουμε το δικό μας νόμισμα, δεν έχουμε της Ρώμης, δεν έχουμε το ελληνικό, η επικραφή ήταν ελληνικά. Και όχι μόνο ήταν ελληνικά, ήταν απερίγραπτοι τίτλοι ο ένας κάτω από τον άλλον, γι' αυτό πάρα πολύ φαντεζή, που λέει βάλε, βασιλεύς, σωτήρ κλπ. Και συνηθέστατα έγραφαν φιλέλιν. Τι νούσαν με αυτό το λιμάδι, το φιλέλιν. Είναι σαν να γράψω εγώ, να βγάλω ένα νόμισμα, να έχει τελειώσει η κατοχή γερμανική και να γράψω. Πρωθυπουργός της Ελλάδος, δημοκράτης, σωτήρας και φιλογερμανός. Μην είμαι το κατακτητή, θα βάλεις φιλογερμανός. Θα σας διαβάσω δυο-τρεις κλασικές, τυπικές μάλλον επικραφές από νομίσματα παρτικά. Βασιλέος βασιλέων Αρσάκου Εβεριέτου, δικαίου επιφανούς φιλέλινος. Αυτός ήταν ο τίτλος που ήθελε. Είμαι Λέγομαι Αρσάκης, είμαι βασιλεύς βασιλέων. Πάντα το πετσικό, δηλαδή είμαι πάνω από τους βασιλιάδες, είμαι βασιλιάς βασιλιάδων. Βασιλεύς βασιλέων Αρσάκου, σε γενική είναι το νόμισμα, αυτό είναι του Αρσάκου, Εβεριέτου. Βασιλέος βασιλέων Αρσάκου, δικαίου επιφανούς φιλέλινος. Βασιλέος βασιλέων Αρσάκου, δικαίου επιφανούς φιλέλινος. Βασιλέος βασιλέων Αρσάκου, δικαίου επιφανούς φιλέλινος. Βασιλέος βασιλέων Αρσάκου, δικαίου επιφανούς φιλέλινος. Καβάπθης μας κλείνει το μάτι, πάρφος είναι, το συθάσπι έχει, δεν έχει κανέναν Έλληνα καλλιτέχνη, αλλά του παραγγένει, πρόσεξε, να σε χάσεις, να βάλεις φιλέρι, μην το χάσουμε αυτό. Και τώρα, τον προειδεύει, τον ξεσκίζει ο Καβάπθης, για να δούμε όμως παρακάτω τι γίνεται. Και του λέει, και μη μ' αρχίζεις τώρα τις εφειολογίες, πού οι Έλληνες και πού τα ελληνικά εδώ που βρισκόμαστε στον Πίθουλα. Έτσι, τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροι μας άλλοι το γράφουν, πράγματι, το γράφανε και στην Αρμενία, το γράφανε και πιο κάτω στη Μεσοποταμία, φιλέρι. Δεν θα μάθουμε ποτέ, γιατί τόσο πολύ λάτρευαν τον ελληνισμό. Αφού το γράφουν, θα το γράψουμε και εμείς. Και τώρα, ο άνθρωπος που πράγματι δεν έχει πιάσει από παιδεία, προσπαθεί να δικαιολογηθεί κιόλας. Και πώς είμαστε φιλέρινες, έλα μωρέ, μην ξεχνάς που πολλές φορές ενίωται, μας έρχονται από τη Συρία, ξεπεύτουν και κατά εδώ, στο ζάρθρο, έτσι, πάνω στα βουνά, σοφιστέ και στιχοπλόκοι, δηλαδή δεν είναι καν ποιητές, στιχοπλόκοι, έτσι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι. Αυτός που παρίσταμε ότι τόσο πολύ αγαπάει τον ελληνισμό, λέει τους σοφιστές και τους έστω στιχοπλόκους, όχι ποιητές που του λένε από τη Συρία, ματαιόσπουδους. Δηλαδή σαν λέω εγώ, πώς δεν είμαστε εδώ πνευματικοί, έρχονται διάφοροι από την Αθήνα, καθηγητές, ποιητές και διάφοροι άλλοι τεμπελχανάδες. Τα μέσα καταλάβω ότι εγώ είμαι ένας άσχετος άνθρωπος, όπως λέγα το πέρα, αφού τους είπα, καθηγητές πρώτα και τεμπελχανάδες μετά. Αυτός, λοιπόν, τόσο πολύ τον ξεφυλίζει, τον ξεσκίζει ο καμπάτης, ακριβώς για να δείξει, κοιτάξτε πόσο θέλαμε ακόμα και αυτά τα σημανά ανθρωπάκια να βάλουν στο τίτλο «Φιλέλη». Όταν μας κάθετε και βλέπετε ένα αμαρτικό νόμισμα, το γυρνάει και σκέφτεται από αυτά που σκεφτόμαστε και εμείς. Είναι δυνατόν τόσο πολύ να τους ενθουσιάσαμε αυτούς τους κανιβάλους, ώστε να θέλουν να γράφουν «Φιλέλη» 200 και 300 χρόνια μετά το θάνατο και την τελευταία Έλληνα ηγεμόνα, γιατί τότε βγαίνουν αυτά τα νομίσματα, το 200 μετά Χριστόν, και να θέλουν να γράψουν «Χσένη πάνω, Φιλέλη». Αμπός είναι η περίπτωση. Έτσι, και το κόβει εντελώς, ώστε ανελήνηστοι δεν είμαστε θαρό. Θα ρίχνει κιόλας. Θα ρίχνει ο κόπανος, ο αγράμματος. Προσέξτε ότι αν δεν εμβαθύνει στο κάθε τι και δεν ξέρει στις ιστορικές γιατρομέρειες, θέλετε απλώς να διασκεδάζει μόνος του ο γέρος της Αλεξάνδριας και να γελάει μόνος του. Τώρα που το είδαμε, γελάμε κι εμείς, σπάμε κι εμείς το γραμμόνι. Αυτό θα προσπαθήσω να κάνω σε όλα τα πείγματα. Να σας δείξω πού πρέπει να γελάσετε, με ποιον. Με ποιον από εδώ, από την Ομίγυρη που είναι χωριατάκος και που θα φοράει ακόμα τσαρούτια. Ε, εντάξει πάμε. Βγάζουμε και λίγο από τη στάγη. Βγαλάσουμε λίγο και θα καταλάβουμε ποιοι είμαστε. Λίγο, λίγο, τόσο λίγο. Αυτό κάνει καλά τις συνέχειες όλα τα πείγματα. Εδώ είναι ένα πολύ ωραίο πείμμα, ηρώδης ορτικός, το οποίο να αλλάζει εντελώς χαρακτήρα. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ιδονία. Παρασίσω σε δεύτερο και σε τρίτο επίπεδο. Σε πρώτο δεν θα φτάσω εκεί πέρα. Έχει όμως να δώσει τη δόξα του Τίταν αυτό. Ο ηρώδης ορτικός είναι το 1ο αιώνα, αν θυμάμαι καλά, μετά Χριστό. Συγγνώμη, είναι ο γνωστός που έχει πτήσει το δύο ηρώδη του ορτικού. Πάρα πολύ πάμπλουτος άνθρωπος, πολύ μορφωμένος, με φιλοσοφία όσο μπορούσε φυσικά του καιρού του. Δεν είμαστε στον καιρό του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη. Έχουν περάσει τέσσερις αιώνες από τότε. Έχει δύο-τρεις βίλες διασκοπισμένες στην Αντικείο που λέει ότι κανένας που δεν σπουδάζει φιλοσοφία δεν επιτρέπεται να μπει εδώ μέσα. Έχει μεγάλες βιβλιοθήκες, ευεργετεί τον Αθηναϊκό λαό και ουσιαστικά θέλει να δείξει εδώ πέρα ο Καβάφης τι μεγάλο πράγμα είναι το να είσαι μορφωμένος άνθρωπος ακόμα και τετρακόσα και τετρακόσα χρόνια μετά την Αγνή. Για να δούμε τι είναι αυτός, πώς είναι αυτός, με πλήρη δόξα, δόξα χαρισμένη από τον Καβάφη. Ηρώδης Αττικός. Α, του Ηρώδη του Αττικού τι δόξα είναι αυτή. Ο Αλέξανδρος της Ελευκίας, απ' τους καλούς μας Σοφιστάς, φτάνοντας στας Αθήνας να ομιλήσει, βρίσκει την πόλη ν' άδεια, επειδή ο Ηρώδης ήταν στην εξοχή και η νεολέα όλη τον ακολούθησεν εκεί να τον ακούει. Ο Σοφιστής Αλέξανδρος λοιπόν γράφει προς τον Ηρώδη επιστολή και τον παρακαλεί τους Έλληνας να στείλει. Ο δελεπτός Ηρώδης απαντάληφθείς, έρχομαι με τους Έλληνας μαζί κι εγώ. Πόσα παιδιά στην Αλεξάνδρια τώρα, στην Αντιόχεια ή στην Πειρητό, οι ρίτορες του η Αυριανή που ετοιμάζει ο Ελληνισμός, όταν μαζεύονται στα εκλεκτά τραπέζια, που πότε η ομιλία είναι για τα ωραία σοφιστικά και πότε για τα ερωτικά των τα εξίσια, έξαφ να φυρημένα συλλοπούν. Άγγιχτα τα ποτήρια φύνουνε κοντά τον και συλλογίζονται την τύχη του Ηρώδη. Ποιος άλλος σοφιστής ταξιώθηκεν αυτά. Κατά που θέλει και κατά που κάνει, οι Έλληνες, οι Έλληνες να τον ακολουθούν, μήτε να κρίνουν ή να συζητούν, μήτε να εκλέγουν πια, να ακολουθούνε μόνο. Πρώτα πρώτα, χωρίς να είναι τόσο σημαντικός βέβαια ο δυσοδικός, ήταν η αίσθηση του τελευταίου Αττικού Πνεύματος. Πού φτάνει ο Αλέξανδρος της Σελευκίας, ο εκλεκτός μας σοφιστής από τη Σελεύκη, γιατί κανικός μας πήγε, άδειος ο τόπος όλος, εμείς θα σας κάνουμε το κουτσομπολιό, εγώ θα σας κάνω το κουτσομπολιό, να σας δείξω λίγο την κουτίνα, τον λέγανε ο Πυλοπλάτων, δηλαδή πλάτων αλλά από πυλό φτιαγμένος, έτσι ήταν το παρατσούκλι αυτού του Αλεξάνδρου της Σελευκίας, δηλαδή πλατωνικός είσαι μωρέ παιδί μου, πολύ καλό σοφιστής εδώ για τα δικά μας, για την περιφέρεια, αλλά εντάξει πλάτωνας δεν είσαι, είσαι Πυλοπλάτων. Έτσι, μετά προσέξτε τα στοιχεία, φτάνει λοιπόν και δεν υπάρχει κανείς, όλοι έχουν πάει στον Ηρώδη τον Αντικό και όταν του λέει στείλε μου επιτέλους τους Έλληνες, αφού είμαστε στην Αθήνα στο κέντρο πια του πολιτισμού, του λέει με Ευγένεια ο άλλος, έρχομαι με τους Έλληνας μαζί και εγώ, δηλαδή όχι δεν σε συνομπάω, πράγματι θα αρθούμε να σας ακούσω και εγώ σαν μαθητή σου. Και τώρα φτιάχνει μια σκηνή, υπάρχει ο Καβάφης και στήνει και λέει σκέψου τώρα πόσα παιδιά… Ω παιδιά, τι τον ενδιαφέρουν τα παιδιά, όμως φυσικά τον ενδιαφέρουν τα παιδιά, οι νέοι για αυτό που θέλει το ερωτικό και όχι όποιοι νέοι, όχι οι χωριάταροί, τα παιδιά που ετοιμάζει ο ελληνισμός αύριο να γίνουν λύτορες, να γίνουν φιλόσοφοι, τα ευγενικά παιδιά ή ευγενικές αυτές μορφές, το διαμάντι του τόπου. Του βγάζουμε εμείς τον ελληνισμό, βρίσκονται λέει και όταν βρίσκονται και μιλάνε άλλονται για φιλοσοφία, άλλονται για τα εξαίσια, τα ερωτικά, δεν κρατιέται ο Καβάφης. Όπως εγώ δεν μπορώ ποτέ να το αισθανθώ έτσι, αλλά εμείς οι άντρες βέβαια όλα πολύ σωστά κοιτάμε όταν περάσει μια κυρία που είναι πολύ εντυπωσιακή, ασφαλώς και θα κόψουμε λίγο την κουβέντα και θα κοιτάξουμε το μάτι, έτσι κάνει και ο Καβάφης πάντα. Σου γράφει το πήμα και δεν ξέρει ποτέ να τονίσει τους νέους, ότι θα μιλούσαν και λίγο για τα εξαίσια ερωτικά των. Ο ίδιος δηλαδή παθαίνει είδο ελπσία από τα πράγματα, φτιάχνεται μόνος του μέσα από τους τείχους του, το ξαναζεί το πράγμα, τους ξαναζωντανεύει αφού δεν μπορεί να τους έχει, τους έχει μέσα στους τείχους του τους ωραίους νέους. Λοιπόν, αυτοί που μαζεύονται σαφνικά λέει αφήνουν τα ποτήρια κάτω άγγιχτα και σκέφτονται την τύχη αυτού του ανθρώπου που είχε μεγάλη, όταν μίλαγε ποιος, οι Έλληνες μωρέ, όχι οποιοςδήποτε άλλος, όχι αυτοί εδώ που τους μαθαίνουμε Φιλοσοφία και Ριτορική, οι διάφοροι Σύροι και Αιγύπτι, έλα τώρα οι δεύτεροι, οι Έλληνες να τον ακολουθούν και μήτε να κρίνουν, μήτε να συζητούν τίποτα, να τον ακολουθούνε μόνο. Οι Έλληνες που είμαστε το δαιμόνιο που ποτέ δεν δέχεται άλλον, ποτέ δεν ακολουθεί άλλον, εμείς να τρέω, μήτε να πηγαίνουμε πίσω από τον Ιόδο Μαδικό, τι μορφή πρέπει να έχουμε. Οι Έλληνες να τον ακολουθούν. Να πιάσουμε λίγο από την σχολή του Περαιονίμου Φιλοσόφου. Εδώ θα σας πω δύο-τρία πράγματα πριν και μετά ξεκινάμε. Ο Αμώνιος Σακάς δεν ήταν σημαντικός φιλόσοφος, τρίτης κατηγορίας, ωστόσο φαίνεται ότι είχε μυαλό. Μάλιστα μας σώζεται ένα ανέκροτο ιστορικό που ο Πλωτίνος, ο μέγιστος των νεοπλατωνικών φιλόσόφων, όταν γύριζε από δάσκαλο σε δάσκαλο και κανένας δεν τον ικανοποιούσε, όταν έφτασε επιτέλους στον Αμώνιος Σακά, είπε «αυτόν εζήτουν, αυτόν ζήταγα, αυτός είναι δάσκαλος ρε» και κάθισε στον Αμώνιος Σακά και από τί και πέρα έγινε φιλόσοφος. Άρα έχει ο Αμώνιος Σακάς κάποιαν αξία. Έτσι έλεγος, εμείς διαβάζουμε πλάτων, έτσι, αλλά πάντως τον παίρνει εδώ σαν παράδειγμα. Εδώ το σκηνικό δεν στείνεται στην Αλεξάνδρια, στείνεται στην Αντιόρχεια. Και ο νέος είναι ένας νέος σαν κι αυτούς που θέλει ο Καβάθης. Προσέξτε το ύφος, προσέξτε το θράσος, προσέξτε την αμάθεια και την ανέδεια του νεαρού, όπως είναι του σημερινού νεαρού, είναι έναν κόσμο που έχει σπάσει πια και οι δομές δεν συγκρατούν τον άλλον με ιδανικά, ηρόδια τυχούν, ακολουθούν οι Έλληνες κλπ. Προσέξτε τι λέει αυτός εδώ και πώς τα παίρνει όλα και τα σαρώνει και τι κριτική κάνει και στον δικό μας κόσμο. Και θα ακούω εγώ με τα δικά μου. Από την σχολή του Περιονίμου Φιλοσόφου, ο Αμώνιος Σακάς είναι Περιόνιμος Φιλόσοφος. Οπόψη ήδη βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού γιατί είναι 250 ο Αμώνιος Σακάς μετά Χριστών. 250 μετά Χριστών. Αλλά βέβαια η ακόμη εκκλησία δεν είναι ο Μέγας Κωνσταντίνος να την ας το πούμε βάλει μέσα στην κανονική, είναι υπό διωγμόν ή εν κρυπτό. Άρα έχουμε από τη μία τους εθνικούς και από την άλλη την εκκλησία. Κάποιοι μπήκανε σέχτες και πηγαίνουν με τον Χριστό. Από την σχολή του Περιονίμου Φιλόσοφου έμεινε μαθητής του Αμώνιου Σακά δύο χρόνια. Αλλά βαρέθηκε και την Φιλοσοφία και τον Σακά. Κατόπι μπήκε στα πολιτικά, μα τα παρέτησε. Ήταν ο έπαρχος μωρός κι υπέριξ του ξόανα επίσημα και σοβαροφανή, τρισβάρωαρα τα ελληνικά τον Ιάθηλη. Την περίεργα αν του ήλκησε κομμάτι εκκλησία να βαπτιστεί και να περάσει χριστιανός. Μα γρήγορα τη γνώμη του άλλαξε. Θα κάκλωνε ασφαλώς με τους γονείς του επιδεικτικά εθνικούς και θα του έπαβα πράγμα φρικτών ευθύσταλια γενναία δοσίμα. Έπρεπε όμως και να κάνει κάτι. Έγινε ο θαμόν των διεφθαρμένων οίκων της Αλεξανδρίας κάθε κρυφού καταγωγίου κρεπάλης. Η τύχη του εφάνιστο το ευμενείς τον έδωσε μορφή εις άκρων εβηβή και χαίρονταν την θεία δωρεά. Τουλάχιστον για δέκα χρόνια ακόμη η καλονή του θα διακούσε. Επίτα ίσως εγκραίουστον σακά να πήγαινε και αν εν τω μεταξύ απαίθνεις καινογέρος πήγαινε σ' άλλους φιλοσόφοι σωφιστού. Πάντοτε δίσκεται κατάλληλος κανείς. Ή τέλος δυνατόν και στα πολιτικά να επέστρεφεν αξιεπένος ενθυμούμενος τις οικογενειακές του παραδόσεις, το χρέος προς την πατρίδα κι άλλα ιχεία παράλληλα. Αυτός ο ασύστατος νέος πήγαινε δύο χρόνια και έτρωγε τα λεφτά του μπαμπά στον αμμόνιο σακά και τα βαρέθηκε και τη φιλοσοφία και τον σακά. Τι ωραίο στίχος αυτός που καβάθει. Παπά που τα πετάς όλα από πάνω όπως ο νεαρός σαν το άλογο που πετάει το σαμάρι και τρέχει. Κατόπι μπήκε στα πολιτικά αλλά ο έπαρχος πω πω πω πω αυτή εκεί πέρα και επίσης ξόα να σοβαροφανεί, δηλαδή, και πώς το έκρινε ο νεαρός μας, δηλαδή είναι αλεξανδρυνός, έτσι, είναι. Τρεις βάρβαρα τα ελληνικά το μιάτλι δεν ξέρα να μιλήσουν τα ελληνικά, αυτή η ρωμέη αντιμείδε μάθανε, δηλαδή είναι χωριανταρέοι παιδί μου. Προσέξτε τώρα, αλλάζει η υποστήμη. Την περιέργειά του, μυστήμα περιέργειας, ήλικησε κομμάτι η εκκλησία, κομμάτι, κομμάτι, την ήλικησε κομμάτι. Εδώ κοροϊδεύει ο καβάστης. Τι σοβαρός έω νέος, σκέφτηκε να βαπτιστεί κομμάτι. Ε, θα πάμε και από κει λίγο μωρέ παιδί μου, όσα φάμε, όσα πιούμε και όσα βάξεις τρεις τελείες. Κομμάτι η εκκλησία, να βαπτιστεί και να περάσει χριστιανός. Από τη μία είναι η σωστή χρήση, δηλαδή θα περάσει από εθνικός και θα γίνει χριστιανός, από την άλλη ο καβάφης κοροϊδεύει, δεν θα γίνει πραγματικός χριστιανός, θα περνάει που λέμε για χριστιανός. Να περάσει χριστιανός. Τι είναι μωρέ, για έφυρα να την περάσεις από την άλλη με για. Είχε και τότε τη φιλή σημασία η λέξη. Όχι. Ο καβάφης τη φτιάχνει να είναι έτσι, δηλαδή τη χρησιμοποιεί, όχι ακριβώς στη σημασία. Να περάσει χριστιανός δεν το λένε σήμερα. Το λένε. Να περάσεις για. Ναι, να περάσεις για. Εδώ τι βάζει, δεν βάζει το για. Δεν θέλει τόσο πολύ να το τονίσει ότι είναι ψεύτης, λέει να περάσει χριστιανός. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας καβαφισμός που χρησιμοποιήσαμε τις φορές στην τοπική διάλεκτο της Αλεξάνδριας. Αλλά εδώ έχει διπλή έννοια. Και να περάσει, δηλαδή να μεταστραφείς το χριστιανισμό, αλλά και να περάσεις για χριστιανός. Αχ, ούτως ή άλλως, τόσο εκφανιακόσονται νεκές, νεαρός, σ' είχαμε τον έννοιαζε στα σοβαρά η θρησκεία. Να κάνει και να περάσουμε. Ακριβώς, κάνει και να περάσουμε. Επιστέχει η έννοια του περάσματος. Πέρασε και από την Οξφόρδη λίγο. Καταπληκτική η αποστροφή. Δεν τολμάει καν να βαπτιστεί. Μα γρήγορα την δρόμο του άλλαξε, γιατί αμέσως σκέστηκε να κάποιον είναι ασφαλός με τους μονείς του. Επινυκτικά εθνικούς. Και του κόβανε αμέσως τα ΛΙΑΝ για νέα δοσίματα, γιατί τον είχαν το κανακάρυ και τον μετρέφανε. Έπρεπε, όμως, και να κάνει κάτι. Οπότε τι να κάνει. Πήγε και έγινε ανδρικός πόρνος. Αυτό λέει. Πήγε και έγινε, λοιπόν, θαμώνας των διεφθαρμένων οίκων της Αλεξανδρίας. Και λέει, η τύχη του εφάνιστου το ευγνώησε. Τον έδωσε μορφή μισάχρον, επειδή ήταν ωραίο το παιδί. Εδώ ο Καμπάφης εκστασιάζεται μόνος του, γιατί τον έπλασε ο ίδιος. Τον θέλει το νεαρό, τον θέλει έκδοτο, τον θέλει και ασκεφτό, όπως οι άντρες πολλές φορές λέμε για μια γυναίκα που μας αρέσει και είναι επιδεικτικά ομοφικαλά. Δεν θέρεστε και να σκέφτετε και τόσο πολύ. Δεν πειράζει. Ας είναι και χαζότοτα. Αρχί να την παρουσιάζω εγώ και να είναι πάρα πολύ ωραία δίπλα και να έχει το μήνυ και αυτό. Σιγά μη θέρετε και να σκέφτετε τι είναι φιλοσοφία. Α, στη φιλοσοφία θα την κάνω με άλλους ανθρώπους. Το ίδιο θέλει και αυτός να κάνει. Τον νεαρό του τον θέλει εντελώς απροβλημάτης. Εντελώς επιφανειακό. Και χαίρονταν τη θεία δωρεάν. Γι' αυτό δεν έγινε χαμόν, απλώς ότι πήγαινε και κρυβόταν. Υπήρχαν τέτοιοι οικιανοχείς όπου πήγαιναν ωραία παιδιά όπως είναι σήμερα οι ζυγκολό. Κανονικότατα. Πήγε για ζυγκολό ο άνθρωπος. Αυτό διάλεξε μετά το σακά δύο χρόνια. Τουλάχιστον για δέκα χρόνια ακόμα η Καλλονίκ του θα διερκούσε. Θα μπορούσε να λέει έσκορτ για κυρίες περασμένης ηλικίας. Έπειτα, προσέξτε πόσο άνετα θα μεταπίδαγε. Ίσως εκπλέον θα πήγαινε στο σακά μωρέ. Εντάξει δε θα. Και αν είχε πεθάνει το μεταξύ ο γέρος, σκοτήστηκε σαν πως άκουγε. Άκουγε τίποτα σοβαρό στο γέροντα. Πήγαινε σ' άλλου φιλοσόφου ή σοφιστού. Σιγά μωρέ. Πάντοτε βρίσκεται κατάλληλος καθής. Φοβερό στίχος και σήμερα. Μόλις σου πουν ξέρετε ο κύριος θα την κοιτήσει. Πάντοτε βρίσκεται κατάλληλος κανείς. Εμείς και τα Λεία γενναία δοσίματα. Επίσης στίχος που έχει περάσει. Ωχ θα του κόψει τα Λεία γενναία δοσίματα. Ή τέλος δυνατών και στα πολιτικά να επέστρεφε αξιεπένος ενθυμούμενος επιτέλους και η μαμάκα που του έλεγε πάντοτε και τον μπαμπάκα που του σφύριζε στα αυτοί τις οικογενειακές του παραδόσεις. Το χρέος προς την πατρίδα κι άλλα η χειρά παρόμοια. Για αυτό τον άνθρωπο πόσο μαγριά είναι από το αθηναϊκό ιδεόδες και από το σπαρτιατικό ιδεόδες ήταν η Εντιτάς. Ο άνθρωπος αυτός που λέει για το χρέος προς την πατρίδα κι άλλα η χειρά παρόμοια κι άλλα δεν είναι και δενια κούφια λόγια που με έχει πρήξει η μάνα μου και μου λέει να πάμε να γίνεις παιδί μου. Είπατος τρίτου βαθμού και μετά είπατος δευτέρου βαθμού και χειρά παρόμοια. Προσέξτε πως σκίνει έναν κόσμο, πως κοροντεύει τον κόσμο αυτό, αλλά συγχρόνως εμείς που είμαστε εδώ πέρα την ώρα που σας ακούτε ότι όταν δεν γνωστό σας έγινε αντιπεριφερειάρχης μπορείτε χάλιστα να πείτε ναι, θυμήθηκε το χρέος προς τον τόπο του κι άλλα οι χειρά παρόμοια θα κάτσει και εκεί, θα συνεχίσει τις λιωπιτούρες που κάνανε οι προηγούμενοι, θα μου πει μετά από πέντε χρόνια δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο, εγώ καταλαβαίνεις όλοι οι άλλοι έκλευαν και ό,τι μπόρεσα έκανα θα έχει κάνει κι αυτός το χρέος προς την πατρίδα. Εμείς δηλαδή δυστυχώς είμαστε λίγο ως πολλοί με τη μεριά αυτόν που σαρκάζει των θυμάτων της ματιάς της κριτικής του καρβάδου. Δεν είμαστε εμείς εκείνοι που έχουμε τα φόντα να έχουμε την Αθήνα πίσω μας και να είμαστε να λέμε σαν τον Περικλή τον Επιτάφιου για μια ιδανική δημοκρατία. Είμαστε οι σπασμένες μορφές. Θα κλείσω με το νέη της Ιδώνας 400 μ.Χ. γιατί είναι το κατεξοχή θύμα που δίνει τη διαφορά ανάμεσα στο τι είναι το μεγάλο και τι είναι το μικρό. Ο εσκύλος όταν έφτασε σε μια μεγάλη ηλικία αποσύρθηκε πικραμένος πιθανώς γιατί μικήθηκε από άλλους φοιτητές από το σωθοπλή. Αποσύρθηκε στη Σικελία στη Γέδα και εκεί πέρα έφτιαξε ένα επιτήμπιο για τον εαυτό του έτσι λέει η παράδοση. Για τον τάφο του έφτιαξε ένα επιτήμπιο. Θα σας το διαφάσω, θα σας το μεταφράσω και θα το ξέρετε και θα το σχολιάσουμε λίγο πριν ξεκινήσουμε το πίνω. Το επιτήμπιο που έφτιαξε ήταν το εξής. Εσχύλων εφορίων ως Αθηναίων τόδε κέφθει. Μνήμα καταυθύμενον πυροφόρειο γέλλας, το μνήμα που βρίσκεται στη Γέδα που έχει πολύ στάρι. Καταυθύμενος σημαίνει που πέθανε. Μνήμα καταυθύμενον τον κρύβει αυτό το μνήμα όταν πέθανε αφού έχει πεθάνει στη Γέδα η οποία είναι γεμάτη με στάρια. Αλκήν δε ευδόκιμον την γενναιότητά του που είναι ευδόκιμη άρα που όλοι την επενούν. Μαραθώνιον άλσος ανήπη η παιδιάδα του Μαραθώνα θα την ομολογήσει θα τη μαρτυρήσει και βαθιχετίοις μήδος και ο μακρυμάλης μήδος επιστάμενος που καλά την ξέρει. Άρα γράφει αυτό εδώ το μνήμα που βλέπετε κρύβει τη σωρό του αισχύλου του γιου του Εφορίωνα του Αθηναίου που πέθανε εδώ στη Γέδα που είναι γεμάτη στάρια και τη γενναιότητά του που όλοι την επενάνε, η παιδιάδα του Μαραθώνα θα την μαρτυρήσει και ο μακρυμάλης μήδος που καλά την ξέρει. Τελεία. Σας σημειώνω και σας θυμίζω ότι ο Αισχύλος είχε πολεμήσει στη μάχη του Μαραθώνα και μαζί ο αδερφός του ο Κινέγυρος ο οποίος είναι και η γνωστή ιστορία πως σκοτώθηκε. Όταν φτιάχνει το επιτύγγιό του λοιπόν ο άνθρωπος αυτός λέει ότι εδώ είναι πεθαμένος ο Αισχύλος και τη γενναιότητά του θα τη μαρτυρήσει η παιδιάδα του Μαραθώνα. Τελεία. Πάνω σε αυτό ο Καβάθης στείμει την εξίσικη εκπληκτική σκηνοθεσία. Βρισκόμαστε στη Σιδώνα. Η Σιδώνα είναι εδώ πέρα στο Συννεπνό Λίβανο. Το τετρακόσια μετά Χριστόν. Τετρακόσια μετά Χριστόν. Έχουν εξαφανιστεί όλος ο ελληνιστικός κόσμος. Σε Λευκίδες, Στολεμαίοι, Ρωμαίοι, τα πάντα. Είναι Βυζαντινή πλέον αυτοκρατορία. Ρωμαϊκή δηλαδή ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και κάποιοι Σιδόνοι νέοι εκεί πέρα. Τι, που ανήκουν αυτοί, στο Βυζάντιο, στο μη Βυζάντιο, στους Ρωμαίους, Σιδόνοι είναι, Έλληνες είναι τη Σιδόνος, Σιδόνοι, Σιδόνοι δηλαδή Άραβες, Ρωμαίοι. Τρέχα γύρε με τι, θα το δούμε τι διάλογι είναι. Είναι πέντε νεαρά, θα μου επιτρέψετε τη φράση, κουσταρέλια, τα οποία συζητούν περί ποιήσεως και έχουν πάρει σε ένα ωραίο πάρτι για να τα πούνε και να πιούνε. Και βάζει εδώ να κάνουν έχουν και απόψεις, για να τα δούμε τι λένε τα παιδιά, τι λένε στα σοβαρά τα παιδιά και τι θα μας πει ο ποιητής και ποια θέση θα πάρει. Πάνω σε αυτήν την κρίση, το ζήγιασμα, δεν υπάρχει καμία απολύτως βέβαιη άποψη ερμηνευτική και όπως είπε καπιστεύω ότι επίτητες το γράφει χωρίς να παίρνει θέση αφήνοντάς μας διαρκώς σε μια ταλάντωση. Προσέξτε παρακαλώ τη σκηνοθεσία την ώρα που διαβάζω να νιώσετε σαν να μπαίνει ένας φακός κινηματογραφικός βουβά μέσα σε ένα αρχαίο μεγάλο δωμάτιο σε μια αρχαία έπαυλη με τους κήπους και πώς μας βάζει ο ποιητής. Νιώστε σαν σκηνοθέτες πίσω από ένα φακό για να παρατηρήσετε την εκπληκτική σκηνοθεσία και πού εντοπίζει ο Καβάθης. Νέη της Σιδώνος, 400 μ.Χ. Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά. Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω και είχε μια λαφρά ευωδία ανθέων που ενώνονταν με τα μυρωδικά των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων. Διαβάστηκαν Μελέαγρος και Κρυναγόρας Κεριανός. Μας αναπήγγειλε ο ηθοποιός εσκύλων εφορίων ως Αθηναίων τόδε και εύθυ. Τονίζοντας ίσως η πέτω βέον το «Αλ κίνδε δόκιμον το μαραθόνιον άλσος» πετάχτηκε ευθύ σε ένα παιδί ζωηρό φανατικό για γράμματα και φώναξε «Α, δεν μ' αρέσει το τετράστιχον αυτό». Εκφράσιστοι ουτουίδους, μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες. «Δώσε, κυρίτος, το έργον σου όλη τη δυναμή σου, όλη τη μέρημνα, και πάλι το έργον σου θυμίσουμε στην δοκιμασίαν ή όταν η ώρα σου πια γέρνει, έτσι από σένα περιμένω και απαιτώ». Κι όχι από το νου σου ολότελα να βγάλεις της τραγωδίας τον λόγο τον λαμπρό, τι αγαμέμνονα, τι προμηθέα θαυμαστό, τι ωρές του τι Κασσάνδρας παρουσίας, τι επτά επιθύβας και για μνήμη σου να βάλεις μόνο που μέσ' των στρατιωτών τεστάξεις τον σωρό πολέμισες κι εσύ τον Δάτη και τον Αρταφέρνη. Τι γίνεται εδώ, τη σκηνοθεσία την είδα, ο ηθοποιός που ήρθε τους διάβασε τρεις ποιητές, Κρυναγόρα, Μελέα, Γροκεριανό, σας σημειώνω ότι ένας από τους τρεις έχει γράψει παιδική μουσα, δηλαδή ομοφυλοφιλοφιλικά ποιήματα, άρα όλη η περίπτωση όλα μαζί, γι' αυτό τα ονόμασα έτσι τα παιδιά. Έχουν πάει λοιπόν αρωματισμένοι οι πέντες, οι τόνοι οι νέοι και έχουν και απόψες περίπτωσης αλλά πίνουν κιόλας. Μόλις διαβάζει λοιπόν ο ηθοποιός αυτό το επίγραμμα που δεν σήκωνε αστεία του αισχύου, που έγραφε μονάχα «εδώ τάφηκε ένας άνθρωπος που την καλυκαριά του την ξέρει ο Μαραθώνας», που είναι η μάχη σύμβολο που διώξανε πενήντα χιλιάδες Πέρσες ή δέκα χιλιάδες Έλληνες και σταματήσαμε για πάντα την προέλαση των Περσών, δεν πέρασαν ποτέ πέρα από την παιδιάδα του Μαραθώνα και τους σταματήσαμε μόνοι μας για δύο χιλιάδες χρόνια. Πετάγονται τώρα τα παιδιά και έχουν απόψεις. Για να δούμε, προσέξτε πρώτα πρώτα πώς τον γρήνει το νεαρό. «Πετάχτηκε ν' ευθύς ένα παιδί ζωηρό», η άντρας είναι η παιδί, ζωηρό κιόλας, πάρα πολύ παιδί, πεταχτούλης. «Φανατικό για γράμματα», σώπα μωρέ, φανατικό για γράμματα, σε έπιασε η φανατήλα και φώναξε, τορμάκια να φωνάζει. «Α, δε μ' αρέσει το τετράστημα του», ποιος είσαι, σπανακόπιτα είναι το τετράστημα, «δε μ' αρέσει». Δεν είναι για γράμματα οι άνθρωποι, λένε «δε μ' αρέσει». Δεν στέκεσαι ποτέ μπροστά σε ένα μπίνακα του Πικάσο και να πεις «δε μ' αρέσει». Μπορείς να πεις «δεν με συγκινεί», μπορείς να πεις «δεν τον καταλαβαίνω». Το «αρέσει» λέγεται μονάχα και αμαρταρονάδες, σπανακόπιτες και διάφορα άλλα. Αυτός, λοιπόν, είναι στο επίπεδο «δε μ' αρέσει». Α, φύγε, ποιος είσαι και ποιος είσαι εσύ που θα κρίνεις τον εσχύλο. Αλλά πάμε παρακάτω να τον αφήσουμε να τον δείσει κι άλλο λίγο ο Καβάδης. «Εκφράσεις του ήδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες. Δώσε κηρύτο». Κηρύτης, ρε. Δεν ήρθε του μια φάπα του νεαρού. Κηρύτης, πού κηρύτης, τον εσχύλο του λέει πώς θα γράψει το επίγραμμα για τον τάφο του. Θα του το πει ο νεαρός της Ιδώνος, τετρακόσα χρόνια μετά τον Χριστό, κηρύτο. Σωπέ, πάρ' και τον οποδόρια. Ρίχνει του μια σμαλιά. Προσέξτε πως κοροϊδεύει, δηλαδή, η υποδόρια. «Στο έργον σου όλη την δύναμή σου». Δηλαδή, ο νεαρός ήθελε ο εσχύλος να αρχίσει να βάλει τον κατάλογο των έργων. Εγώ που έχω γράψει ορέστια, εσχύλου αυτό, εσχύλου τάδε, εσχύλου δύνα, εσχύλου το άλλο, να βάλω τον κατάλογο των έργων μου και ήμουν σπουδαίος και τιμήθηκα και βραβέθηκα, γινά εδώ ο τάφος μου. Και μετά λέει «έτσι από σένα περιμένω και απαιτώ». Περιμένεις και απαιτήσεις. Και όχι από το νου σου ολότελα να βγάλεις τη στραγωδία στον Λόρντο και να βάλεις αυτό που τον εκνευρίζει κυρίως το νεαρό, είναι ότι έβαλε μόνο, καλά μάμπαζε και τα άλλα, έβαλε μόνο που μέσα στον τραδιωτόν τεστάξεις τον σωρό βέβαια, η οπλυτική φάλαγκα της Αθήνας για τον νεαρό αυτό το παρακμασμένο είναι ο σωρός, ο σωρός. Πολέμισες και εσύ σιγά στον σωρό, στον δάτη και τον αρταφέρνι, σιγά μάρα, τον είχαμε σωρά σαρώσει η μησινεαρή της ειδώντας. Φυσικά τον έχει πραγματικά ξεφτυλίσει ο Καβάφης με ένα λεπτό τρόπο, όπως κάποιον που είναι πραγματικά γράμματος τον ξεφτυλίζουμε σιγά σιγά και αφού καταλάβουμε ότι δεν ξέρει από τέτοιου, λέμε «Α το μεγάλο Μπρατ Βέγγελ τον έχετε οπωσδήποτε δει» και λέει όλους «Ναι, ναι, τον ξέρω, το ξέρετε» και φυσικά ξέρετε και τον μεγάλο Τσικώφσκι που είναι πολύ μεγάλος. Και γελάμε μετά, κάπως έτσι τον ξεφτυλίζει σιγά σιγά ο Καβάφης με λέξη λέξη και λοιπού της προσέχουμε μία μία λέξη. Θα μπορούσα να το μακρύνω πολύ αλλά δεν το μακράνω, σας αφήνω μόνοι σας να το δείτε. Τι τον ενοχλεί το νέο ότι ο άλλος έβαλε μόνο πολεμικά κατωθώματα. Γιατί τον ενοχλεί το νέο αυτό? Γιατί ο νέος αυτός ζει σε έναν κόσμο που τετραχώσα μεταχειστών, που δεν δείθεται θέμα, που δεν να πεθάνει για μια καμιά πατρίδα, πια για τη Σιδώνα να πάει να πεθάνει. Δεν δείθεται τέτοιο θέμα, ούτε τον ενδιαφέρει η Σιδώνα, τον ενδιαφέρει του Παρτάκη, ούτε τίποτα άλλο και άρα όταν ακούει ότι ο ισχύλος έβαλε πολεμικό κατώρθωμα μόνο, δεν κνευρίζεται. Λέει εγώ αυτό δεν μπορώ να το έχω ποτέ, ούτε το νιώθω, ούτε με ενδιαφέρει, ούτε με απασχολείται. Φανταστείτε δηλαδή αν ο δικός μας ο Ελλήτης σήμερα έγραφε ένα επίγραμμα για τον τάφο του και έλεγε την βαλικαριά μου στην Αλβανία την ξέρω. Εμείς που είμαστε εδώ και που δεν δείθεται θέμα ούτε πολέμου, ούτε Αλβανίας όταν έρθουμε σε καμία μοράβα, ούτε να δούμε χιόνια, θα λέγαμε «ε φίλε καλά, ε όλο ποιο τάρα είσαι, δεν έγραψες τίποτα, δεν είπες ότι ξέρεις έγραψε το Action State». Γιατί βέβαια και εμείς δεν ανέβουμε με ποιο όπλο, με ποια ξυφωλόχη, με ποιο αέρα να πούμε, σε ποιον να το πούμε, εκείνος ο κακομένης βρέθηκε. Λίγο, δες, πολύ, δεν μας ενδιαφέρεσαν να τους σκεφτώ και έβαλε τις δάφλες, όπως ο Μαβίλης πήγε και πέθανε ο κακομένης πολεμώντας με τους Γαρυπαλιδινούς για την απελευθέρωση του Τσιπίου. Αυτό πως να το συναγωνιστώ εγώ Αποστολήτης, εγώ έχω μια ίσχυρη ζωή στο γραφείο και το μόνο μου με φάει κανένα φιλιτσιστικό. Εκείνος όμως άφησε το γραφείο του και πήγε και πολέμησε. Άρα, μου λέει κάτι αυτός που εγώ δεν μπορώ να το φτάσω. Κι άνα σασιδόνιος νέος, μισώ, της τροπώ, ζηλεύω, αγανακτώ. Να θυμίσω επίσης, που δεν το ξέρετε, ότι ο μεγάλος λαογράφος Νικόλαος Πολίτης είναι για τον γλωσσολόγο τον Χατζιδάκη. Ο γλωσσολόγος ο Γεώργιος Χατζιδάκης, ηλικίας 50 ετών, το 1901, καθηγητής όν πανεπιστημίου, πήγε στο μάθημα το πανεπιστημιακό και τους είπε «Αγαπητοί μου φοιτητές, εγώ αυτό είναι το τελευταίο μάθημα». Κατέβηκε, πήρε όπλο και κατέβηκε στην Κρήτη και πολέμησε επί δύο χρόνια για την ελευθέρωση της πατρίδας του. Ον καθηγητής πανεπιστημίου το 50 ετών, εγκατέλεψε το πανεπιστημίο και κατέβηκε να πολεμήσει. Δεν είχε καμία ανάγκη, δεν ήταν στρατεύσιμος, αλλά ήταν η πατρίδα του. Και κατόπιν γύρισε και συνεχίσε τα πανεπιστημιακά του μαθήματα μετά από δύο χρόνια πόλεμο κάτω εναντίον των Τούρκων, ούτε λίγο, ούτε πολύ. Και μάλιστα να σας πω πώς είχε φύγει από την Κρήτη ο ίδιος καθηγητής. Ήταν 17 ετών, ήταν πρωτοπαλήκαρος στην ομάδα του πατέρα του, αντάρτικη ομάδα κατά των Τούρκων, έφτασε ένα ιταλικό πλοίο που τους έφερνε προμήθειες κρυφά, ανέβηκε πάνω να τις πάρει, να τις παραλάβει και εκείνη την ώρα εμφανίστηκαν οι Τούρκοι. Και το ιταλικό πλοίο έκανε πανιά και το πήρε μαζί του. Πήρε ένα παιδί 17 ετών και το απολύνωσε στον Πειραιά. Ο άνθρωπος αυτός σπούδασε, έγινε καθηγητής, μεγάλο όνομα στην γλωσσολογία, έγινε καθηγητής γλωσσολογίας και μετά από 20 χρόνια διδασκαλίας, όταν ήρθε η ώρα του αγώνα, εγκατέλειψε αφού το ανέφερε στους κλητές του και πήγε να πολεμήσει. Τέτοιους Έλληνες έχουν πίσω μας. Αυτό λοιπόν εγώ πώς να το συναγωνιστώ. Θα έπρεπε αν γινόταν κάτι να πω μια μέρα στους μαθητές μου, παιδιά καλά τα μαθήματα της Αντιγώνης που σας κάνω, αλλά αύριο το πρωί θα πάω να στρατετώ. Και πράγματι όποιος το έχει κάνει, τιμή του έχει αυτό και όχι αυτά τα γράμματα. Πάμε να δούμε τώρα όμως και την ανάποδη πλευρά. Εμείς, εσείς, με ποιον είστε, με τους συνόνιους νέους, μήπως, γιατί εγώ να πω την αλήθεια ότι σώσε έναν κόσμο που δεν έχει καμιά αξία πλέον να πολεμήσει. Ζώσε μια πατρίδα που δε θα με στηρίξει. Ζώσε μια πατρίδα που δριακώς τη συχτηρίζω και που λέω ότι πλέον μόνη μου και το έργο μου, η ταυτότητά μου είναι αυτό. Και πράγματι λέω ρε, εσύ λέε, εντάξει, μπράβο πατριώτης, εσύ ήσουν για την Αθήνα και το βλέπεις σπουδαίο, εγώ αν δεν είχα τις τραγωδίες σου, τι να το κάνω. Θα μπορούσα να τις γράψεις, συγγνώμη, και στη Σικελία τις τραγωδίες και στην Ιταλία και στη Μήπειρο και, όπου θέλεις, στην Πελοπόννησο. Άρα μήπως εμείς είμαστε σιδώνει οι νέοι. Ο Καβάφης δεν παίρνει θέση, μας αφήνει να τα λαντευόμαστε ανάμεσα στις δύο θέσεις οι οποίες είναι ισοβαρείς. Κανείς από εσάς δεν μπορεί να μου πει άνετα ότι αν του αναθέτανε να φτιάξει ένα μνημείο για τον Εσκύλο, εδώ στην Βιβαδιά, να στήσουμε γι' αυτό τον ποιητή, ρε παιδιά, μια προτομή. Ότι θα γράφαμε από κάτω «Ο ήρωας του Μαραθώνα». Ποιος από εσάς θα το τόλουνα και μόνος του. Όλοι θα μου γράφατε «Ο μεγάλος τραγικός». Εκείνος διάλεξε να βάλει το κεφάλι του και να γράψει από κάτω «Ο ήρωας του Μαραθώνα». Εμείς, λοιπόν, είμαστε συνδόνιοι νέοι. Γι' αυτό μας συγκινεί. Γιατί ο Καβάφης πιάνει κάποιες χορδές μας, ότι ο κόσμος μας είναι σπασμένος, είναι παρακνειακός. Μας αρέσουν τα λόγια και όχι τα έργα. Τα χαρτιά και τα βιβλία και όχι το μπουθέκι για να υπερασπίσουμε αυτό το βράχο από τον οποίο γεννηθήκαμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο και να τον κάνουμε κόσμο της ακμής. Αλλά ο Καβάφης μας δίνει τα κρυβιά να το καταλάβουμε ποιοι είμαστε. Μας κοροϊδεύει από μία πλευρά και αυτό κοροϊδεύεται. Εκείνος ζούσε σε μία παρακμή του 19ου τέλος, σε μία Αλεξάνδρια που ήταν εμπορική πόλη. Ο καθένας κάνει ό,τι νομίζει και ότι μπορεί και πλουτίζει όπως μπορεί και επιβιώνει όπως μπορεί και τάνει. Και όταν είδε αυτό το ευητείνδιο του Μίλησε και είπε κοίτα ρε και εγώ για τα πείματά μου τα άγαπα. Και επίσης πάρτε από πίσω και λίγο τις συντεχνιακές διαφορές, την ίδια εποχή Νομαβίλης που πεθαίνει πολεμώντας τον Βερίσκο 1912 και την ίδια εποχή ο Καβάφης τι περγαμινές να λήξει πολέμου. Ο Μίλης ήταν ένας ποιητής γραφείου, ήταν 30 χρόνια στις αδεύσεις. Φυσικά και το έργο του μας τον σώζει αυτό το μέγιστο άνθρωπο και δημιουργό. Κανείς δεν μπορεί από εσάς να αποφασίσει στην προτομή του ισχύνου τι θα γράψει. Πάντως είναι βέβαιος ότι αν βάζατε μια προτομή εδώ έξω στην πλατεία και γράφατε «Ο ήρωας του Μαραθώνα» θα περνάγανε ο κόσμος και θα κοίταζε έτσι. Πρέπει να αυτοαναλογηθούμε. |