: Εδώ ανέβαιναν τα σκαλάκια. Ήταν η αυλή. Τα παιδιά τους, οι μεγαλύτερους, τους λέγανε θείους. Η θεία Χρύσα και ο θείος ο Γιώμος και η θεία Σοφία ήταν οι γονείς του Τάσου. Η θεία Χρύσα ήταν εδώ. Εδώ ήταν η γιαγιά του, ήταν μια θεία της μητέρας του, η θεία Χρύσα. Και εδώ ήταν ο παππούς και η γιαγιά του Τάσου. Ήταν όλοι πρόσφυγες λοιπόν. Θυμάμαι πάρα πολύ χαρακτηριστικά μια γιαγιά που δεν μιλούσε καθόλου ελληνικά. Ήταν η γιαγιά Ασπασία. Άσπα τη φωνάζανε. Η οποία μιλούσε μόνη της. Είχε το στήθος της γεμάτο χαρτιά. Και έλεγε ότι είναι γράμματα από την κόρη της. Είχε χαθεί η κόρη της όταν φύγανε από εκεί. Και καθημερινά, επί χρόνια, έβγαινε στο παράθυρο και περίμενε την κόρη της με το στήθος της γεμάτο χαρτιά. Υπήρχε και ένας περίεργος άνθρωπος εδώ στον Πρωτοόροφο, ο Ιωακύμ, ο οποίος δεν μίλησε ποτέ. Δεν ακούστηκε ποτέ η φωνή του. Ανέβαινε και κατέβαινε μόνος του. Φορούσε κάτι χειροποίητα πακούτσια με σόλαμος. Μάθαμε ποτέ τι ακριβώς έκανε και γιατί ακριβώς ήταν εκτός τόπου του χρόνου ο άνθρωπος. Και μάλιστα συνήθιζε να ανεβαίνει δεξιά και να κατεβαίνει αριστερά από τις σκάλες. Τα λέγα την Μπαγάλ, προσέξτε, κατεβαίνει εκεί και γίνεται στην άκρη. Εμείς, ως παιδιά, ήμασταν πάρα πολύ αγαπημένοι εκεί μέσα. Ήμασταν παρέα και αγόρια και κορίτσια. Και οι γονείς μας. Κάνανε και γλένια κλειστά. Ήτανε φτωχοί δεύτεροι, παχτωχοί. Μέροκα με κι άλλες. Και είχανε τα στοιχειώδη. Δηλαδή, ήταν ένα δωμάτιο με ένα κραπέζι στη μέση για να τρώω. Τα κρεβάτια. Μια στοιχειώδης τουλάπα. Ή κάποια τουλάπια. Ο πατέρας μου, επειδή ήταν υπηλοποιός, είχαμε, πράγματι, μια τουλάπα. Δίπλα μας ήταν η ηθία η Χρύσα, η οποία έχει τέσσερα παιδιά. Στις οποίες ο άνδρας είχε ένα καρότσι από την οικοσέντου με τα χέρια. Με δύο ρόδες μεγάλες. Και είχε δύο χερούλια τσπίχη. Και πουμούσε φρούτα. Και έρχονταν το βράδυ για να ξεφωτώσουν τα φρούτα που του μείνανε. Φώναζε από κάτω «Χρύσα» και κατέβαινε η Χρύσα και ανεβάζονταν τα φρούτα. Ήταν από αριστοκράτσες, κυρίες, περιποιημένες, που δεν ήξερες από πού ακριβώς ήρθαν. Και καταλάβευαν από την συμπεριφορά την εκκλεπτισμένη μέχρι πολύ απλή άνθρωπη που δουλεύανε στο δρόμο. Πουλούσαν φρούτα στο δρόμο. Εδώ στο πρώτο όροφο έμενε ένας υπάλληλος της ΔΕΙ ο οποίος είχε κομμένο πόδι στην Αλβανία και είχε ένα ψεύτικο πόδι. Το οποίο δεν χώρισαν στο δωμάτιο το άφησαν πέξω. Και όταν ήμασταν μικρά γελούσαμε με το πόδι του Δαμιανού. Δηλαδή το είχαμε σαν φωβητρο το πόδι του Δαμιανού που ήταν απέξω. Καθόταν εδώ στο πρώτο κομμάτι. Και εδώ ήταν ένα ζευγάρι μεγάλων ανθρώπων και οι κόροι τους ήταν πολύ καλλιμοδίστρα. Έραβε και στη μαμά μου και πηγαίναμε εκεί μέσα και είχε σκηνιά με τα υφάσματα ριγμένα εκεί και τις μηχανές και τις μεζούρες. Πολύ ωραία εικόνα. Και πίσω έβλεπε εδώ στην αυλή. Και ωραία κάγκελα έτσι. Εσείς πότε φύγατε από εκεί? Από εκεί φύγαμε το 57. Εγώ γεννήθηκα το 46 και όταν φύγαμε ήμουνα πέμπτη. Θυμάστε τόσα πολλά. Πάρα πολύ. Τα έχω καθρεφτισμένα στο μυαλό μου. Ήταν πολύ δυνατές εμπειρίες. Και ήταν... Υπήρχε και καλή πρόθεση από το περιβάλλον. Δεν αισθανόσουν να απειλήσει. Αισθανόσουν αποδοχή και φροντίδα. Όλοι συμπαραστέκονταν από ένα στον άλλο. |