: Θα συνεχίσουμε με την ομιλία της κυρία Συρρήνης Πουπάκη. Θα μας μιλήσει για ειδόλια από το οικόπεδο αγροτικού ιατρίου στη Μύθυμνα της Λέσβου. Νέα στοιχεία για την κοροπλαστική της αρχαίας Μύθυμνας. Καλημέρα κι από εμένα. Η αρχαία Μύθυμνα, η σημερινή πόλη του Μολύβου, ήταν τη δεύτερης έκταση και ισχύ πόλους-κράτος της Λέσβου. Αποτέλεσε δημοκρατική δύναμη και ως σύμμαχος των Αθηναίων για μακρά χρονική περίοδο υπήρξε ο βασικός αντίπαλος της ολυγαρχικής Μητυλίνης. Στο τέλος του 8ου ή στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. προσάχτησε την αγιειτονική Αρίσβη, ενώ στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. ύδρυσε την Άσου στην απέναντι μικρασκιατική ακτή, ενώ το 167 π.Χ. συμπεριέλαβε στην επικρατειά της και την Άντισα. Κατάφερε έτσι να ξεπεράσει σε έκταση πλέον την επικράτεια της Μητυλίνης, η οποία εν το μεταξύ είχε σωματώσει και την αρχαία Πύρα. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους η Μύθυνα θα παραμείνει η δεύτερη σημαντικότερη πόλη της Λέσβου μετά τη Μητυλίνη. Όπως αποδεικνύεται από τις ανασκαφικές έρευνες της ΕΦΑ Λέσβου π.Χ. και 14η ΕΦΑ, η Απρόπολη της Μύθυμνας ήταν φτισμένη στη θέση του Μεσαιωνικού Κάστρου, ενώ η εμπορικός λιμμένας της πόλης ταυτίστηκε με το σημερινό λιμάνι του Μολύβου. Αρχικά η αρχαία πόλη ήταν περιορισμένη γύρω από την Απρόπολη. Μεγαλύτερη αθμή γνώρισε κατά την αρχαϊκή περίοδο, οπότε κατελάβανε στην έκταση της την περιοχή του σημερινού παραδοσιακού οικισμού. Στη θέση Τάπια εκτινόταν το αρχαϊκό νεκροταφείο, ενώ από τον 5ο αιώνα π.Χ. επεκτάθηκε εκεί και η πόλη και η νεκρόπολη μετατοπίστηκε στην περιοχή του Κάπου. Από τον 4ο αιώνα π.Χ. η πόλη περιορίστηκε προς την Ακρόπολη και την Τάπια, ενώ η νεκρόπολη των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων εκτινόταν κυρίως στην περιοχή του Κάπου, κατά μπίκος των οδικών οδών που οδηγούσανε προς την άθλησσα και την επέτρα της σημερινή. Παρά τη σημασία της αρχαίας πόλης, η χοροπλαστική της αρχαίας Μύθυνας είναι λίγο γνωστή και αντιπροσωπεύεται από μικρό αριθμό ειδολίων στις παλαιότερες δημοσιεύσεις. Η διδακτορική διαδρομή της κυρίας Λαγκαρχυλαρά έχει συμπεριλάβει 45 ειδόλια από τη Μύθυνα, που χρονολογούνται από τις αρχές του 5ου ως τα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. και συνδέονται με τοπικό εργαστήριο. Μάλιστα στην Τάραπια αλλά και στη κοιτονική Πέτρα έχουν βρεθεί μήτρες ειδολίων. Τα πλήνια ειδόλια που θα παρουσιαστούν προέρχονται από τη σωστική ανασκαφή στο υπόμεδο του αγροτικού ιατρίου μέσα στον παραδοσιακό οικισμό, απέναντι από το Ακιεννητό, όπου ήταν χτισμένο το σπίτι της γνωστής από το ομώνυμο έργο του στρατή Μυρυφίλη, δασκάλας με τα χρυσά μάτια. Στο Ακιεννητό ανασκάφθηκαν κατά τα έτη 1992 και 1993 τα κατάλυπα με τα Βυζαντινής εκατάστασης με κυκλικό υπνό. Πρόκειται για δύο σειρές δωματίων, διεχθετημένες σε κατέρα δενυσχυρού τύπου, που διατρέχει όλο το επώπεδο με διέθυση βορειοδυτικά όντως ενατολικά. Το κτίριο είχε θεμελιωθεί σε υποδομικά κατάλυπα των ελληνιστικών χρόνων. Ειδικότερα ανασκάφθηκαν τμήματα πλακοστρωμένων χώρων καθώς και τμήματα δύο τείχων που τους όριζαν. Από τα σημεία όπου τα δάπεδα αυτά είχαν καταστραφεί προήλθαν πολλά από τα σπαράγματα ειδωλίων που θα παρουσιάσουμε με εξέρεση όσων βρέθηκαν σε επιφανειακά ή αναμαφλευμένα στρώματα. Χρονολογούνται από τα αιστεροαρχαϊκά ως τα ελληνιστικά χρόνια και είναι σχεδόν όλη η γυναικεία. Τα δύο καλύτερα ζωζόμενα ειδώλια είναι συμπαρχή, δηλαδή για την πρωστινή πλευρά τους χρησιμοποιήθηκε μήτρα την οποία ο ποροπλάθος γεύριζε με πυλό ενώ η πίσω όψη ήταν αδράδρα διαμορφωμένη. Όλα τα υπόλοιπα ειδώλια είναι φτιαγμένα με μήτρα. Ο βυλός των ειδωλίων είναι πορτοκαλέριθρος με λίγες προσμίξεις ενώ είναι διαφορετικές οι αποκρόσεις του πυρήνα από την εξωτερική επιφάνεια του ειδωλίου ανάλογο με τη θερμοκρασία όπτισης. Σποραδικά σώσονται ύχνη λευκού υποστρώματος για την επισογράφηση. Το πληρέστερο από τα ειδώλια είναι μια ακέφαλη γυναικεία μορφή στον τύπο της κόρης ύψους 12 εκατοστών που στηριζόταν σε ορθογόρια πλακοειδή βάση. Η κόρη φορά το λοξοειονικό ημάτιο και χειτώνα η χειρίδα του οποίου διακρίνεται πάνω από τον αριστερό βραχείονα. Η στάση της είναι μετοπική και προβάλλει ελαφρώ στο αριστερό σκέλος ενώ το δεξί χέρι το λυγίζει μπροστά στο δεξιόμαστο κρατώντας μία προσφορά και με το αριστερό ανασυκώνει την παρεφή του ηματίου της. Η λεπτομερής απόδοση της πτυχολογίας του ηματίου και η λεπτομέρειος του χειτώνα που θα τονίσουν και με τα χαμένα σημένα χρώματα παραπέμπουν στη μεγάλη αρχαϊκή πλαστική. Ειδικότερα οι τυχόσους του ηματίου ως πρότυπο έχουν την κόρη του Αντίνωρα που παρουσιάζει μεγαλύτερο άνοιγμα στον χώρο ενώ η υποδήλωση του χειτώνα κάτω από το έφκαμτο ημάτιο με τη χρήση μόνον χρώματος και όχι με τη δήλωση του διαφορετικού υφάσματος του εντύματος παραπέμπιζε πολλές χώρες της Απρόπολος όπως την κόρη του Ευθυδίκου. Τα πλυσιέστερα παράλληλα στην κοροπλαστική προέρχονται από τη Μητυλίνη και τις απέναντι ακτές κυρίως την Άσο και την Τροάδα τα οποία είναι εστεροαρχαϊκά που ακολουθούν την Αττική παράδοση. Ένα άλλο αποσπασματικό ιδόλιο γυναικίας μορφής φέρει το δεξί της χέρι ακάλυπτο και λυγισμένο μπροστά στο στήθος αλλά σε απόσταση από αυτό. Φορά ένθυμα με δέσμι εγχαράψεν μπροστά στο στήθος ενώ πίσω από το χέρι της φαίνεται να υπάρχει επίβλημα κάποιο άλλο ένθυμα που θα κάλυπη και την κεφαλή της. Το θράψμα είναι πιστό αντίγραφο από την αγλυτρίδα της Άσου στο Μουσείο Βοστόνης που φορά χειτώνερ με κοντές χειρίδες και τράπα με οξυκόλυφο κάλυμα κεφαλής και ανασυκώνει τα χέρια της για να παίξει διπλό αυλό. Η τέλεια ομοιότητα των δύο ειδωτήλων φανερώνουν κοινό εργαστήριο. Ενδιαφέρον είναι και το θράψμα ειδωλίου με το δεξί χέρι έντονα λυκισμένο με ένθυμα που θα κάλυπται και πάλι το κεφάλι της αλλά όχι τον ακόνα και τον πήχη. Και πάλι το θράψμα είναι ομοιότητο με το λυκισμένο χέρι αρχαϊκού ειδωλίου από την Άσο που φορά κλάμα με οξυκόλυφο κάλυμα στο κεφάλι αλλά και με ειδώλια που κρατούν προσφορά μπροστά στο στήθος οι γυναίκες που κρατούν βρέφη. Η κοινή προέλευση των ειδωλίων από τη Μύθυνα για την Άσο είναι φανερή. Το μικροσκοπικό ειδώλιο κούρου ύψους 6,5 εκατοστών δεν ήταν περίοχτο αλλά φαίνεται στην πίσω όψη του να ήταν κάπου προσαρτημένο. Ανασύρθηκε από την ίδια επίκοση μαζί με το ειδώλιο της καλύτερα σωσόμενης κόρης. Σώζεται ακέφαλο και χωρίς τα άκρα πόδια. Ακολουθεί την λανθάνουσα κίνηση των κούρων της μεγάλης πλαστικής ενώ τα χέρια τα εναποθέτει μπροστά στα ισχία του με τις παλάμες ανοιχτές. Παρά το μικροσκοπικό μέγεθός του φέρνει τυλωμένες φυσιοκρατικές λεπτομέρειες, το στιβαρό στήθος, τους μυές της κυλιακής χώρας και τις απολύξεις των βοστρίκων της μακριάς χώμης. Στην κοροκλαστική είναι διαδεδομένος ο τύπος του ιωνικού εδαιδημένου κούρου, με σημαντικότερα τα προϊόντα των εργαστηρίων της Τάσου, της Σάμου και της Ρόδου που εξήγγονταν σε όλη την Ελλάδα αλλά και την Κάτω Ιταλία. Τα ειδώλια γυμνών κούρων είναι σπάνια, ωστόσο έχουν βρεθεί στη Λέσβο και σε άλλες εολικές πόλεις παραδείγματος χάρη στη Λάβησα του Έρμου αλλά και νοτιότερα στα Δωδεκάνηση στην Κόπ. Προβληματισμός μας διόρκυμας δημιουργήσε το αδικείμενο στο οποίο θα ήταν επικολλημένος ο κούρος το πίσω μέρος του. Βέβαια ήταν διαδεδομένη η πλαστική διακόσμηση χάλκινων σκευών και άλλων αντικειμένων με μορφές γυμνών κούρων κατά τον 6ο και π.Ε.Χ. Επιπλέον ολόκληρες κεφαλές κορόν μεταφέρονται ως πλαστικά για κοσμητικά στοιχεία στην κεραμική τον ίδιο χρόνο. Η κρίση όμως ιστάμενων γυμνών κούρων στην ίδια στάση με τους μαρμάρινους στη διακόσμηση πύληνων σκευών δεν μας είναι γνωστή από τη βιβλιογραφία. Ο κούρος του υποπέδου ιατρίου διατηρεί από τη μέση και καρτών μάζα πυλού που υποδελώνει τη σύνθεσή του με κάποιο αντικείμενο. Πράγματι, από διάφορες εολικές πόλεις μας είναι γνωστά αποσκεδιαστικές αναπαραστάσεις του Βουίνκερ και του Λάνκλοξ πύληνα συντάγματα καθυστών γυναικείων μορφών με ανακεκλυμμένες αντρικές μορφές ενδεδημένες και γυμνούς κούρους όπως ο συγκεκριμένος της Μήθυνας στο πρότυπο του συντάγματος του Γενέλεου Οκοτισάμου. Ο εντοπισμός σε άλλη σωστική ανασκαφή στη Μήθυνα στο υπόπεδο Χατζιμάρκου ενός τέτοιου πύληνου συντάγματος έδωσε κρίση στο προβληματισμό μας. Το εγλόγου πύληνο σύνταγμα έχει ύψος μόλις 6,8 εκατοστά και αποτελείται από τρεις καθυστές γυναικείες μορφές με οξυπόλυφα καλύματα κεφαλής, ένα γυρνό κούρο και ένα σκύλο. Ο κούρος του έχει το ίδιο ύψος με το κούρο του υποπέδου ιατρίου, αν και δεν έχει μακριά ακόμη και στερεώνεται στην πίσω του κλευρά με μάζα πυλού, που το κρατά συνδεδεμένο με τις υπόλοιπες μορφές όπως ακριβώς και ο κούρος του ιατρίου. Το σύνταγμα χρονολογείται στην αρχή του 5ου αιώνα σύμφωνα με την κυρία Χηλαρά και αποτελεί ένα ακόμα έργο με κοινή προέλευση με το ιδόλιο του υποπέδου ιατρίου. Το θράψιμα πύληνου πίνακα με απεικόνιση μορφής αθλητής εμπρόστιπο ανάγλυφο είναι μοναδικό έβλημα της ανασταφής. Απεικονίζεται γυπνός νέος σε κίνηση προς τα δεξιά με ελαφρά κάμψη του κορμού του προς τα εμπρός, λυβισμένα τα πόδια του και ανασυκωμένα τα χέρια του σε κίνηση. Θα μπορούσε να είναι τυγμάκος υπακρατιαστής και να ανασυκώνει τα χέρια του για να επιτεθεί στον αντίπαλό του στον πρότυπο της παράστασης στη βάση από το Θεμιστό Κλειοτήκος στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ωστόσο θεωρούμε ότι τα πόδια θα είχαν μεγαλύτερη κάμψη ώστε να υποδηλώνεται η ένταση στην προσπάθεια του αθλητή να καταβάλει τον αντιπαλό του. Αντίθετα φαίνεται ότι ο αθλητής κρατάει κάποιο ελαφρύ αντικείμενο που δεν θα αφαιτώ σε μεγάλη μυαλική δύναμη για να το χειριστεί παρά μόνο δεξιοτεκνία. Η μορφή όντως προσομοιάζει με τους νέους που παίζουν χόκεϊ το γνωστό άθλημα κεριτίζιν στην αρχαιότητα του οποίου η πιο γνωστή απ' εικόνηση είναι και πάλι αυτή στην άλλη βάση από το Θεμιστό Κλειοτήκος Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα ιστεροαρχαϊκά εμβόλια από το Εκκόπεδο Ιατρίο της Μήθυνας που μπορούν να δονολογηθούν πιστεύουμε τη δεκαετία 490-480 π.Χ. απολογούν την παράδεσο της χοροπλαστικής των ιστεροαρχαϊκών χρόνων των νεολικών πόλων που αγγλίει πρότυπα από τη μεγάλη πλαστική της όροιμης αρχαϊκής περιόδου των Αττικών Εργαστηρίων όπως άλλως το διαπιστώνουν οι περισσότεροι ερευνητές Μολάβεσ, Λάγλωτς, Αχυλαρά. Ωστόσο η ύπαρξη πανωμιότηπων ιδεολίων στη Μήθυνα και στην Αβυκία της την Άσο υποδηλώνει και διακίνηση μητρών ή και τελειωμένων προϊόντων ενός εργαστηρίου που παρήγαγε συγκεκριμένους τύπους έργων χοροπλαστικής. Το προηγότερο από τα κλασικά ιδόλια που εντοπίστηκαν είναι το θράσμα με το ένδυμα γυναικίας μορφής. Πρόκειται για βαρύ πέπλο με ύθνι εζητρού κρόματος του οποίου το εξαιρετικά πλατεία απόκτιγμα δημιουργεί ελεύθερες πτυχώσεις πάνω από το δεξιόμαστο της μορφής. Στο πρότυπο της Αθηνάς απομοιάχτησαν ατολικές μετόπες του ναού του Δια στην Ολυμπία. Πίσω από το νόμο της φαίνεται να υπάρχουν οι απολύξεις βοστρίχων ή καλύματος κεφαλής ή εναλλακτικά το ευησύνο του κάπτου θρόνου, οπότε η μορφή να ήταν ένθρωνη, όπως παραδείγματα από τη Λοκρίδα, την Κόρυφλα και αλλού. Τα πλησιέστερα παράλληλα που έχουμε βρει ανάγκονται στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. Το σπάρεγμα ανακεκλημένης γυναικίας μορφής διατηρεί εξαιρετικές λεπτομέρειες στην απόδοση του νεαρούς φρυγγυλού σώματος, η τριφηλή επιδερμίδα του οποίου παραμένει ακάλυπτη, καθώς η μάσα του ηματίου τυλίγεται στο κατώτερο μέρος της κυλιακής χώρας. Από την κόμμη διακρίνονται οι απολύξεις βοστρίχων, ενώ το μαξιλάρι και το τσαλακωμένο ημάτιο καλύπτουν το στηρίζον άνω άκρου της μορφής. Ο τύπος απαντά στην κοροπλαστική από την αρχαϊκή και την πρωί μου κλασική περιοδό στους ελληνιστικούς πρόμους και αποδίδεται συνήθως στην Αθροδίτη. Ωστόσο τα παραδείγματα τη Μοργατίνα αποδόθηκαν στην Περσεφόνη. Με αυτά, όπως και με ένα άλλο από τις άγκρες της Σικελίας, το φράσμα της Μίθυνας παρουσιάζει πολλές ομοιότητες και γι' αυτό και προδουλουγείται στον δίστερο πέμπτο ή π.Χ. Το απότομα γυναικίου ειδωλίου με εξωμένο το δεξί της χέρι για να κρατήσει κάτι υψηλά προέρχεται πιθανόν από υδριαφόρο που θα κρατούσε πάνω στο κεφάλι της Ιντρία. Η μορφή φοράει γιτόνα με κοντές γυρίδες, το μήκος των οποίων καλύπτει το μισό μπράτσο περίπου, όπως φανερώνουν οι τυχώσεις. Ποδηνά του παράλια είναι τα ειδώλια από την Κώ και από τα θεά αγγελά της Καρίας του π.Χ. του 4ου αι. π.Χ. οπότε μάλλον αναλογείται και το συγκεκριμένο σπάραγμα. Ένα άλλο φράσμα που έρχεται από γυναικία μορφή που κρατά με το αριστερό της χέρι την παρυφή του ηματίου της. Την ίδια κυνησεολογία έχουν ειδώλια του π.Χ. π.Χ. από τη Μητυλίνη και την αρχαία Απείρα και γι' αυτό θεωρούμε σύγχρονο το φράσμα μας με αυτά. Παρά την κακή αθήριση της επιδερμίδας του το κεφαλάκι ειδωλίου με την πεπονοηδή κόμωση και χαμηλό προφύλλο που συμπρατείται με κετριφαλό φαίνεται να βρίσκεται στον απόηκο της πραξιτέλειας παράδοσης διότι η κεφαλή χωρίστηται σε 6 ή 8 μέρη μέσω των αυλακώσεων της κόμεις που διακόπτονται από ταινία στοιχείο που απαντά σε ειδώλια του π.Χ.τ.Χ. Τα κοντινότερα παράλληλα χρονολογούνται από το 400 έως το 200 π.Χ. αν και το παράδειγμα της Μέρινας που βλέπετε είναι αρκετά μεταγενέστερο. Σε κακή κατάσταση διατήρησης είναι και το κεφαλάκι ειδωλίου που φέρει στο υψηλότερο σημείο του τα μαλλιά σημαζεμένα μάλλον σοφιόγκο που συγκρατούνται μέσω μεταλλικής καρφίτσας όπως υποδειλώνει σωζόμενοι οπί. Στο πίσω τμήμα του το κεφάλι πρέπει να καλύπτεται από πιστοσφενδόνι που δένεται στο πάνω κλίμα του κεφαλιού μπροστά από την ανασυκωμένη τούφα. Λεπταίσχημα το ειδί σε χαράξεις αποδίδωσης συνολικά την κόμη ενώ η έκφραση της μορφής αποπνέει κάποια ισοτερικότητα. Δεν έχουμε βρει ακριβές παράλληλο, ωστόσο οι παρόμοια κόμοι συναντάμε σε ειδόλια που χρονολογούνται από τον 3ο στον 1ο αιώνα π.Χ. Το θραμσμάνο γυναικίου κορμού που τυλίγεται σε λεπτό ημάτιο το οποίο καλύπτει το χειτώνα της μορφής ανήκει στον έδωμο τύπο των ταναγραίων του Βουίντερ, του τέλους του 4ου και αργών του 3ου αιώνου π.Χ. τον οποίο η έντανη παρουσία στις αιωλικές πόλεις δεν μπορεί να αφισβητηθεί. Το δεξί χέρι της μορφής είναι λυγισμένο και καλυμμένο πλήρως από το ημάτιο φαίνεται μπροστά στο δεξιό μαστό ενώ το άλλο βρισκόταν μάλλον στη μέση κρυμμένο πίσω από την κατακόρυφη απόλεξη του ηματίου. Στον αριστερό όμο της μορφής φαίνεται ότι το ημάτιο κάλυπτει και την κεφαλή. Οι λεπτές πτυχώσεις σχηματίσουν ανεστραμμένο τρίγωνο ψηλά στο στήθος και το ημάτιο καθεαυτό φαίνεται να διασταδρώνεται χαμηλότερα. Ο τύπος θεωρείται πρόημος ελληνιστικός. Ενδιαφέρον είναι και το θραύσμα από την παρυφή ηματίου και την άκρη ενώ σανδάλιου με ψηλό κάτυμα με τη χαρακτηριστική κομμένη γωνία που διαχωρίζει το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού από τα υπόλοιπα που στη μεγάλη πλαστική εμφανίζεται ήδη το 3ο αιώνα π.Χ. και είναι πολύ συχνό σε ειδόλια της αποσανδαλής ως αφροδίτης. Η κεφαλή με τις επικαθήσεις από το λευκό υπόστρωμα του κρόματος που είναι καλυμμένη με το ημάτιό της έχει τα μαλλιά κλεγμένα σε στεφάνι ενώ οι βόρστρυχοι πάνω από το μέτωπο χωρίζονται στη μέση. Το μαλακό πλάσιμο και ηρεμή έκφραση της μορφής που αποδίδεται από το χαμηλό μέτωπο τους αμυγδαλόσχημους οφθαλμούς και τα σαρφόδι χείλη απαντάται σε άλλη κεφαλή από την ίθυμνα του 2ου αιώνα π.Χ. η οποία έχει την ίδια εσωτερικότητα στο βλέμμα και ανήκει προφανώς στο ίδιο εργαστήριο. Βέβαια τα χαρακτηριστικά αυτά επιβιώνουν και σε κεφαλές ιστεροελληνιστικών γυναικείων ειδωλίων της Μητυλίνης. Τα προαναφερόμενα κλασικά και ελληνιστικά ιδόλια της Μήθυνας φανερώνουν επιδράσεις όχι μόνο από την κοροπλαστική της Εολίδας αλλά εγγένει από τα μητρασκιατικά εργαστήρια. Η παραγωγή των ελληνιστικών εργαστηρίων κοροπλαστικής της Λέσβου παρέμεινε ακμαία μέχρι την πρωιτρομαϊκή εποχή, οπότε εισήξησαν καινοτόμες τεχνικές όπως αυτή της εφιάλωσης που υιοθετήθηκε από τον 1ο αιώνα π.Χ. ως τον 1ο αιώνα μ.Χ. δεν ακολουθείτε στις υπόλοιπες εολικές πόλεις. Παραδείγματος χάρη το κοροπλαστικό εργαστήριο της Τροίας διέκοψε τη λειτουργία του μετά την καταστροφή της πόλης από το Γαϊοφλάβιο Φίμπριο το 86 με 85 π.Χ. Η σύντομη αυτή παρουσίαση των αποσπασματικών ευρημάτων του εποπέδου αγροτικού ιατρίου δημιουργεί ερωτήματα ως προς τη χρήση τους. Έγλογη είναι η σκέψη ότι αποτελούσαν αναθήματα από κάποιο ιερό, το οποίο βρίσκονταν είτε σε μικρή απόσταση από την ανεσπαμμένη θέση, είτε καταχώραν στο υπόπεδο ιατρίου και καταπατήθηκε από το μεταβυζαντινό κτήριο, αλλά θα λειτούργησε από την ίστηρια αρχαϊκή εποχή ως τη μέση ελληνιστική περίοδο, οπότε η θέση επενταλήφθηκε. Στην αρχαία μύθινα μαρτυρούνται πάπολες λατρείες. Οι γυναικοί ωστόσο μορφές που παρουσιάσαμε μας προτρέπουν να συνδέσουμε τα ειδόλια αυτά με τη λατρεία της Δήμητρας και κόρης που όμως έως τώρα δεν μαρτυρείται στη μύθινα. Συγκεκριμένα η προσφορά του αρχαϊκού ειδολίου της κόρης που είναι μικρότερη από φρούτο, μήλο ή ρόδι αλλά είναι σφαιρική και δεν θυμίζει άμθος ή κάτι άλλο, απαντέκει σε ειδόλιο από την άσου. Υπάσουμε ότι πρόκειται για κάποιο καρπό που συνδέεται με την ευκαρπία θρησκής την οποία προσφέρει στους μυδούς η θεά Δήμητρα. Τα ειδόλια υγριαφόρο συνδέονται με την τελετουργική μεταφορά και χρήση ταχατήριου νερού μέσα σε ειδρίες κατά τη διάρκεια της χρόνιας λατρείας ή λατρείας για γυναίκια θεοτήτων, κυρίως όμως της Δήμητρας, γι' αυτό και αποτελούν συνήθεια αναθήματα σε θεσμοφόρια όπως αυτά που βλέπετε. Πύλην οι πίνακες και οι θάμενες ή καθήμενες πεπλοφόροι που κρατούν προσφορά στο στήθος, είναι επίσης αγαπητά παραδείγματα αναθημάτων σε πολλά ιερά γυναικείο θεοτήτων. Μάλιστα η πεπλοφόρος αποτελεί ανατμμένο τύπο αναθήματος σε ιερά Δήμητρας και κόρης όπως αυτό από το ιερό των καρποφόρων θεών στην Τεγέα. Αν και σπάνια, ωστόσο είναι πιθανή η τάχτηση της ημίχυνης ανακεκλυμένης μορφής με την Μπερσεφόνη όπως παρουστάται σε ειδόλια από τη Μοργαντίνα της Ικελίας. Οι θεές Δήμητρα και κόρη άλλωστε υπονίσονται γυμνές σε όρθιο σύμπλεγμα από τη νεκρόπολη της αρχαίας πύρας του ύστερου πέμπτου αιώνα προχριστού, το οποίο αποδίδεται και σε εργαστήριο της Ολύνθου. Οι καθιστές μαχές με την καλυμμένη κεφαλή ίσως αποδίδουν τη θεά Δήμητρα στον αγαπημένο άλλος τετύπο της μεγάλης πλαστικής. Ο παραπάνωσης λογισμός αποτέλεσε την αφετηρία για τη διατύπωση της συγκεκριμένης υπόθεσης που όμως απαιτεί τη συνολική μελέτη των ευρημάτων της ανασκαφής, ιδίως της κεραμικής και περαιτέρω έρευνα για να γίνει αποδεκτή ή όχι. Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον προστάμενο της ΕΦΑ Λέσβου, κ. Παύλου Τριανταφυλίδη για την άδεια μελέτης του υλικού, τις επίτιμες εφόρους ορχιωτήτων κ. Σαγλάιλια Αρχωτήτου και Λίλια Ναφιναρά, την κοιματάρχη προεστορικών και κλασικών της ΕΦΑ Λέσβου κ. Κοκώνα Ρούπου, την συντηρήνη κ. Δήλια Τρακοπάνου αλλά κυρίως το συνάδελφο Γιάννη Κουρτζέλη και την πολλή πλευρά των συντρομήτρων στην παρουσία εργασία. Ευχαριστώ για την προσοχή σας. |