Παραμύθι ν’ αρχινήσει - Ο αχθοφόρος βασιλιάς /

: Στη Κοζάνη λοιπόν, έναν παγωμένο Δεκέμβρη, τον Δεκέμβρη του 1957. Τα παραθυρόφυλλα δεν άνοιγαν σήμερα το πρωί. Το χιόνι που έπεφτε όλο το βράδυ, τα σκέπασα σαν λεκοκυνημένο πάπλωμα. Μόλις κατάλαβε η μητέρα πως ξύπνησα, με φώναξε αμέσως. «Νίκο, Νικολιάκη, έλα κάτω πως σε χρειάζομαι». Κατέδικα δυο δ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Φορέας:Κοβεντάρειος Βιβλιοθήκη Κοζάνης
Μορφή:Video
Είδος:Πολιτιστικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: ΚΟΒΕΝΤΑΡΕΙΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΚΟΖΑΝΗΣ 2020
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=8PA1zLCkDzY&list=PLh-A2vnXWxrC6TI9mGNzo8fRN-78fvHnM
Απομαγνητοφώνηση
: Στη Κοζάνη λοιπόν, έναν παγωμένο Δεκέμβρη, τον Δεκέμβρη του 1957. Τα παραθυρόφυλλα δεν άνοιγαν σήμερα το πρωί. Το χιόνι που έπεφτε όλο το βράδυ, τα σκέπασα σαν λεκοκυνημένο πάπλωμα. Μόλις κατάλαβε η μητέρα πως ξύπνησα, με φώναξε αμέσως. «Νίκο, Νικολιάκη, έλα κάτω πως σε χρειάζομαι». Κατέδικα δυο δυο τα σκαλιά, έτοιμος, φορώντας ήδη το πανεφόρυ μου. «Ωρίστε, πάρε το φτιάρι και πάμε να ανοίξουμε δρόμο έξω στην αυλή και μετά να καφέρσουμε τα παράθυρα, να μπει λιγάκι φως». Με χαρά πάξα το φτιάρι και φόρουσα τα γάντια μου. Μόλις θα τελείωνα τη δουλειά, σίγουρα η μητέρα θα με αντάμιβε με καμιά λιχουδιά. Θα περίμενα βέβαια και το φίλο μου τον Χάρη, που έμεινε ακριβώς απέναντι. Ήταν πιο μικρός από εμένα, αλλά στο χιονόπόλημο σχεδόν πάντα με κέρδισε. Σήμερα ήταν ευκαιρία να αντικτικήσω μια νίκη. Μια φτιάριζε λοιπόν, μία έπλαθα σφιχτές χιονόβαλες. «Ουφ, τελείωσα, μαμά», φώναξε ελαφρυνιασμένος. «Έλα τώρα μέσα, παιδί μου». Και να, πάλι με φρυσκοψημένο κουλουράκι, είπε και άπλωσε το χέρι της να καθαρίσει τις χιονόβαλες από το μαλλιά μου. «Αμέσως μετά το σχολείο να γυρίσεις γρήγορα στο σπίτι. Θα σε περιμένει ο πατέρας σου. Πρέπει σήμερα να παραδώσεται πολλά μπουκάλια γάλα. Βλέπεις, όλοι ετοιμάζονται σιγά σιγά για τα Χριστούγεννα. Είναι αυτές οι μέρες φορτωμένες από δουλειά. Δόξα το Θεό! Αφού ο πατέρας είναι ο καίτερος γαλατάς, το πιο φρέσκο και το πιο ενόστιμο γάλα της Κοζάνης. Άρπαξα τη σάκα μου και έφερα στο σχολείο πετώντας. Τρεις μέρες μείνανε και φτάσανε επιτέλους τα Χριστούγεννα. Μόλις γυρίσα από το σχολείο, καθάρισα τις γαλώτσες μου και έβαλα τα γάτια δίπλα στο τσάκι για να στεγνώσουν. Η στολή του γαλατά θα ήταν έτοιμη για την απογυγματινή παράδοση. Μετά το μεσημεράκι έφτασε κατάκοπος και ο πατέρας. Έφαγε στα γρήγορα και ξεκινήσαμε για να μοιράσουμε το γάλα από πόρτα σε πόρτα. Πρώτος προορισμός, το αρχοντικό του κυρίου δημάρχου. Ήταν το πιο μεγαλοπρεπές σπίτι της πόλης. Στην πλανή πόρτα μας περίμενε η βοηθός τους, η κυρία Τασίτσα. Μια γυναίκα ψιλή και καρταμωμένη που είχε γεννήσει τρεις γιους. Εργαζόταν όλη την ημέρα για να τους μεγαλώσει, καθώς ήταν μοναχή της. Ο άντρας της είχε χαρθεί στο νεοφιλείο πόλεμο. «Πατέρα», είπα χαμηλόχωνα, «δώσ' μου τα γάλα να τα πάω μέσα στην κουζίνα, να μην τα κουβαλά η κυρία Τασίτσα. Σε ευχαριστώ, παλικάρι μου. Έλα, πάρε ένα σοκολατάκι από αυτά τα επίσημα που κερνάει και η κυρία τους καλεσμένος της». «Είμαι κι εγώ ο επίσημος», ρώτησα με λαχτάρα. «Ε, βέβαια, ο επίσημος βοηθός του σπουδαιότερου γαλατά». Κράτησα το σοκολατάκι για να το φάω μετά το γραβινό μου, μόνος μου, χωρίς να με τύρουν τα αδέρφια μου, κάτω από τη μάλινη κουβέρτα. Συνεχίσαμε με τον πατέρα την παράδοση. Περάσαμε και από το σταθμό του τρένου. Πλήθος ανθρώπων περίμενε να επιβεβαστεί και αλλοκρατηρούσαν κάποιον δικό τους να φανεί μέσα από τα βαγόνια. «Έτσι είναι τα Χριστουγενναγέ μου», είπε γλυκά ο πατέρας. «Μια ευκαιρία για τους ανθρώπους να υδοθούν με τους δικούς τους». Χάζευα τη χωριή κίνηση γύρω από το σταθμό. Το βλέμμα μου όμως έπεσε σε έναν άνθρωπο που περπατούσε σιγά σιγά, σκυφτός, σπρώχνοντας ένα καρότσι. Το καρότσι πρέπει να ήταν φτιαγμένο από τα χέρια του. Μια λαμαρίνα πάλουσα τέσσερις ρόδες και ένα χερούλι στερεωμένο να το σπρώχνει. «Ποιος είναι αυτός, πατέρα», ρώτησα απορριμένως. «Α, λες το χαμάλι του σταθμού. Μεταφέρει τις βαλίτσες των ταξιδιωτών και αυτοί του δίνουνε καμιά δεκάρα». «Και πώς τον λένε», ξαναρώτησα, καθώς ήθελα να μάθω περισσότερο γι' αυτόν. «Ε, δεν ξέρω, Νικολιάκη, όλο το φανώσουμε χαμάλι, αλλά ώστε αυτή είναι η δουλειά του. Άσε την κουβέντα τώρα και πάμε να τελειώσουμε τη δικιά μας δουλειά. Νύχτωσε πια». Παραμονή Χριστουγέννων, πήρανε φωτιά τα πόδια μου. Μέχρι τις τρεις το μεσημέρι έπρεπε να μοιράσω όλο το γάλια. Σήμερα, οι νοικογέρος φτιάχνανε ζεματιστούς κουραβιέδες, μοσχοβολούσανε τα δρομάκια της πόλης. Σε κάθε σπιτικό που έβαινα, γέμιζαν τα λουβούνια μου χριστουγεννιάτικες μυρωδιές. Ό,τι κάτι βέβαια με κερνούσανε, τα έβαζα προσεκτικά μέσα στο σακούλι μου, για να τα μοιραστώ την άλλη μέρα με τα αδέρφια μου, αφού τελείωνε η κίνηση. Μέσα πάλι από το σταθμό του τρένου, δίπλα από της ράγιας, στεκόταν ησκιφτός και αποκαμωμένος ο Χαμάλις. Όσο τον κοίταζα, τόσο σκεφτόμουν πως δεν τον ταιριέζε το όνομα αυτό. Θενότανε κουρασμένος, αλλά έχει μια ευγένεια στον πρόσωπό του. Αποφάσισα να τον πλησιάσω και να του μιλήσω. Παραμονή Χριστουγένου ήταν έως τε. Κανείς δεν πρέπει να μείνει μόνος. Καλησπέρα κύριε, είπα με δυνατή φωνή. Να με σίγουρος πως θα μ' ακούσει. Σήκωσε το πλέμμα του και χαμογέλασε. Γεια σου παιδί μου, απάντησε εκείνος ευγενικά. Είμαι ο Νικολιάκης, ο μεγάλος γιος του Γαλιατά. Βοηθάω τον πατέρα μου με τη δουλειά. Συστήθηκα με υπερηφάνεια. Το γνωρίζω. Και εσύ, ποιος είσαι? Είμαι ο οχθωφόρος, αυτός που κουβαλά πράγματα δηλαδή. Α, ωραία λέξη. Ακούγεται σαν κάτι σημαντικό. Ναι, είναι. Αρκετά σημαντικό. Ξέρεις, σήμερα που είναι παραμονή Χριστουγέννων, να, θα ήθελα να σου δώσω τούτο. Ψέλησα δείχνοντας ένα μπουκάλι γάρια. Σε ευχαριστώ Αυγένικα μου νεαρέ. Ακούλησε το χέρι και έβαλε το γάλα κάτω από το παλτό του. Συνέχισα την παράδοση μέχρι τις πέντε. Δείσε πια ο ήλιος. Στο τελευταίο σπίτι η κυρία Ματίνα με κατσάδιεσε που δεν πήγα δύο μπουκάλια, αλλά ένα. Δεν της είπα φυσικά ότι το έδωσα στον οχθωφόρο. Ήτανε το χριστουγεννιατικό μου μυστικό. Καθώς επέστρεφα σκέφτηκα να κάνω μια τελευταία στάση. Στο σπίτι της κυρίας Τασίτσα. Ήταν ένα πέτρινο σπιτάκι με χαμηλωμένη στέγη που με τα βίαιες χωρούσανε τέσσερις ανθρώπους εκεί μέσα. Είχα μαζίψει ένα σωρό καλούδια στο σακούλι μου. Θα έδινε λοιπόν μερικά στον Χρήστο, στο μικρό υγειό της κυρίας Τασίτσας. Μια σκιά όμως φάνηκε να πλησιάσει την πόρτα. Στάθηκα πίσω από την καρυδιά να δω ποιος είναι. Και ξαφνικά ο οχθωφόρος. Ναι, αυτός ήταν. Έσκεψε στην πόρτα, ακούμπησε από το μπουκάλι με το γάλα που του είχα δώσει πριν από λίγο και έφυγε. Έμεινε για δύο λεπτά πίσω από το δέντρο. Κοίταξα ψιλά στον ουρανό και είδα πυκνές χιονάνιφάδες να χορέγουν ανέμελα στον παγωμένο αέρα. Σκεφτόμουν τον οχθωφόρο. Αυτός που με το τρίπιο παλτό και τα σκισμένα αργάδια, αυτός που είδες να μην έχετε ένα σπίτι απόψε για να μείνει, δώσε το γάλα του σε κάποιον άλλο. Θα άφηνα κι εγώ λοιπόν ολόκληρη την τσάντα μου με τα λαχταριστά γλυκά, δίπλα από το γάλα, για να τα βρει ο μικρός Χρήστος και να πετάξει από τη χαρά του. Έτσι έκανα λοιπόν. Ακούμπησα αθώρυβα την τσάντα μου και εξαφανίστηκα σαν τον άνεμο. Ξημέρος επιτέλους, όλη η πόλη εκτινοβολούσε από το κατά λευκό χιόνι που σκέπασε τις δρόμους και τα σπίτια. Οι καμπάνες δοξολογούσανε τη γέννηση του Χριστού. «Σηκωθείτε, φωνέστε τη γιορτινά σας». Η φωνή της μάνας μας μας ξύπνησε για τα καλά. Πάμε στην εκκλησία. Ο Χριστός γεννήθηκε. Θυμήθηκα τον οχθωφόρο. Πού να είναι τέτοια ώρα. Θα έχουν οικογένεια, φίλους ή συγγενείς. Μετά το γιορτινό τραπέζι τα πήγαινα στο σταφμό του τρένου για να δω με τα μάτια μου αν είναι ακόμα εκεί. Έτσι έκανα. Μόλις φάγαμε, είπα μια βιαστική δικαιολογία στους γονείς μου και βγήκα έξω. Ο αέρας πάγωνε το πρόσωπό μου. Θα πάγωνε όμως και το κρέας που είχα φυλάξει για τον οχθωφόρο. Πήρα και κάτι άλλο μαζί μου, χωρίς να με δει η μάνα μου. Μια ζεστή κουβέρτα για να του τη δω. Εκεί ήταν, πράγματι. Μόνος να κάθεται πάνω στην κρύα λαμαρίνα του καρουτσιού. Ζωγράφιζε με το δάχτυλο στο χιόνι. Στην αγκαλιά του γυοκουρνιάσε ένα σκυλιάκι. Μαζί του μοιραζόταν ένα ξεροκόμματο. Καλησπέρα κύριε, φώναξα με χαρούμενη διάθεση. Καλησπέρα και σε σένα νεαρέ, είπε συνεχίζοντας να ζωγραφίζει το αφρά το χιόνι. Ήρθα για να δω αν είσαι εδώ. Κι αφού είσαι, να, πάρε λίγο ο κρέας, που έφτιαξε η μάνα μου σήμερα για το γιορτινό τραπέζι. Είναι πεντανόστιμο. Σε ευχαριστώ. Μα, βλέπω πως και κάτι άλλο κουβαλάς στην πλάτη σου. Φαίνεται βαρύ. Ω ναι, και πολύ βαρύ μάλιστα. Διπλήμα είναι κουβέρτα κύριε. Μπορώ να την βάλω πάνω στο καρουτσι? Βέβαια μπορείς. Γι' αυτό έχω το καρουτσι, αλλιώς, για να παίρνω το φορτίο από τις πλάτες των ανθρώπων. Ακούμπισε το εδώ και έτσι θα ξεκουραστείς. Ξέρεις, είναι για σένα. Είπα διστάσοντας, φοβήθηκα μην τον προσβάλω. Σε ευχαριστώ και πάλι. Μπορείς να αφήσεις το φορτίο σου σε εμένα. Πόσο γλυκιά ήταν η μηλιά του. Πόσο ήρεμη η μορφή του. Πρέπει να φύγω τώρα. Δεν εσχύσουν και οι δικοί μου. Αλλά κάτι τελευταίο θέλω να σε ρωτήσω. Ποιο είναι το όνομά σου? Ποιος είσαι? Με κοίταξε μέσα στα μάτια και μου είπε. Είμαι ο βασιλιάς. Βασιλιάς! Γουλώσα τα μάτια μου από τη σαστιμάρα. Κανονικός βασιλιάς. Εννοώ, έχεις παλιάρτια, κάστρα, θησαυρούς. Το δικό μου βασίλειο είναι διαφορετικό από τα άλλα. Δεν υπάρχει άλλο σαν αυτό. Και πού βρίσκεται? Έχεις και θρονό. Ναι, έχω. Μπορώ να έρθω. Να είμαι κάτι σαν επίσημος καλεσμένος. Ίσως με κεράσεις και αποκίνα τα επίσημα σοκολατάκια της κυρίας Μαντίνας. Βέβαια και μπορείς να έρθεις. Το δικό μου βασίλειο άλλωστε φτιάχτηκε για τα παιδιά όλου του κόσμου. Θέλω όμως κι εγώ να σου κάνω ένα δώρο. Τόσα πράγματα έφερες εσύ σε εμένα. Έβγαλε μέσα από την τσέπη του ένα λευκό μαντήλι με χρυσοκεντημένο ένα μονόγραμμα. Ορίστε το δώρο μου για σένα. Με λαχτάρεξε δίπλα στο μαντήλι. Μια πιξίδα. Σε ευχαριστώ πολύ κύριε Βασιλιά, είπα κατά ενθουσιασμένος. Φύλαξέ την, να μην χάσεις ποτέ τον δρόμο σου και τον προορισμό σου. Είπε και χάθηκε μέσα στη νύχτα. Πέρασαν πολλά χρόνια από εκείνα τα Χριστούγεννα. Φύλαξα όπως μου ζήτησε την πιξίδα. Και η βελώνα της έμεινε πάντα στην ίδια θέση. Να δείχνει την Ανατολή. Εκεί που φωτίζει πάντα ο ήλιος. Με χαρά και αισιοδοξία. Να αντιμετωπίζω την κάθε μου μέρα. Όπως ακριβώς έκανε και ο δικός μου Χαμάλης. Καλά και ευλογημένη Χριστούγεννα.