Διάλεξη 12 / Διάλεξη 12 / Διάλεξη 12

Διάλεξη 12: Περνώντας τις καθολικές επιστολές μέσα στο πλαίσιο του μαθήματος της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης, θα περιεργουστούμε μοναχά σε μία από αυτές και ειδικότερα στην Α' επιστολή Πέτρου. Και επιλέγουμε αυτήν, διότι είναι εξαιρετικά εμβιαφέροντα, μικρό βέβαια, μέσα στη συλλογή των κανονι...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Τσαλαμπούνη Αικατερίνη (Επίκουρη Καθηγήτρια)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Θεολογία της Καινής Διαθήκης
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=466d40be
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 12: Περνώντας τις καθολικές επιστολές μέσα στο πλαίσιο του μαθήματος της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης, θα περιεργουστούμε μοναχά σε μία από αυτές και ειδικότερα στην Α' επιστολή Πέτρου. Και επιλέγουμε αυτήν, διότι είναι εξαιρετικά εμβιαφέροντα, μικρό βέβαια, μέσα στη συλλογή των κανονικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης, οστόσο εξαιρετικά ενδιαφέρον. Και το παράδοξο με αυτή την επιστολή είναι ότι γενικά δεν έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον των ερευνητών. Αυτό είναι ένα πραγματικό πρόβλημα. Ας σκεφτεί κανείς ότι άλλες επιστολές, εξίσου μικρές, όπως είναι, ας πούμε, οι Ιωάννιες επιστολές, η Γαλάτας, η οποία έχει περίπου την ίδια έκταση με την Α' Πέτρου, έχουν αποτελέσει θέμα μελετών και αποτελούν ακόμα θέμα συζήτησης. Αντίθετα η Α' Πέτρου, για πολλούς και διάφορους λόγους, όπου θα τους συζητήσουμε σε λίγο, πέρασε μάλλον σε αυτά τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, τα οποία δεν προκάλεσαν και τόσο πολύ την προσοχή των ερευνητών. Βέβαια τα πράγματα έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια, γιατί τα τελευταία χρόνια είδαν το φως της δημοσιότητας, μελέτες και κυρίως κείμενα τα οποία ασχολούνται με τη θεολογία της Α' Πέτρου. Έχουμε και στον ελλαδικό χώρο πρόσφατα δημοσιευμένο υπόμοιμα στην Α' Πέτρου, του συναδέλφου κ. Χαράλα Μπατμαντζίδη, αλλά και στο εξωτερικό έχουμε πολύ σημαντικά υπομνήματα, όπως είναι του Αχτεμάια, του David Horrell, αυτό που ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει μέσα στο 2015. Υπάρχει δηλαδή μια, θα λέγαμε, αναμόχλευση του ζητήματος της Α' Πέτρου, γιατί έχει αρχίσει η έρευνα να επιστρέφει στο κείμενο αυτό και να το μελετά. Τώρα, γιατί το κείμενο αυτό δεν αποτέλεσε θέμα συζήτησης, αυτό είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Η μία απάντηση που μπορούμε να δώσουμε, είναι ότι γενικά στις σπουδές, στις βιβλικές, η μεγαλύτερη έμφαση δόθηκε στον Παύλο και στη θεολογία του Παύλου και είναι φυσικά λογικό αυτό, πρώτον γιατί ο όγκος των κειμένων του Παύλου, ο οποίος συμπεριλαμβάνεται μέσα στον κανό της Καινής Διαθήκης, είναι σαφώς πολύ μεγαλύτερος, πράγμα που δείχνει ότι ήδη από την αρχή μέσα στην Αρχαία Εκκλησία, τα Παύλια κείμενα κατέλαβαν μια πολύ σημαντική θέση και αντίθετα οι πημαντικές επιστολές, εξαιτίας του ιδιαίτερου χαρακτήρα των οποίων είχαν και έχουν, εξαιτίας επίσης των ιδιαίτερων προβλημάτων, όσον αφορά τους συγγραφείς τους, πέρασαν μάλλον σε μία δευτερεύουσα θέση, με αποτέλεσμα ακριβώς όπως είπα, να μην συζητιούνται τόσο πολύ όσο συζητιούνται για παράδειγμα τα κείμενα του Αποστόλου Παύλου. Ωστόσο κανείς μελετώντας το κείμενο, όπως θα δούμε στη συνέχεια, θα διακυπιστώσει ένα πλούτο ιδεών, πολλές νέες ιδέες θεολογικές, μια ιδιαίτερη θεολογική σκέψη και επίσης έχω την αίσθηση ότι μπορεί κανείς να αισθανθεί ότι είναι ένα κείμενο αρξαιρετικά σύγχρονο, ένα κείμενο που έχει να πει και στις σύγχρονες εκκλησιαστικές κοινότητες και υπό αυτήν την έννοια θεωρώ ότι από τις επιμαντικές επιστολές είναι ενδεικτικό παράδειγμα θεολογίας, θεολογικής σκέψης, που θα άξιζε να ενταχθεί μέσα στα πλαίσια του συγκεκριμένου μαθήματος. Ο συγγραφέας βέβαια στην επιστολή αναφέρεται ότι είναι ο Πέτρος και φαίνεται ότι από πολύ νωρίς μέσα στην αρχαία παράδοση η επιστολή συνδέθηκε με το όνομα του πρωτοκορυφαίου Αποστόλου, ενός πολύ σημαντικού προσώπου μέσα στην αρχαία εκκλησία. Ωστόσο σήμερα η έρευνα είναι εξαιρετικά επιφυλακτική ως προς αυτήν την τάφτιση και υποστηρίζεται πλέον σήμερα ότι πρόκειται για ένα ψευδεπίγραφο κείμενο το οποίο βέβαια αποδίδεται στον Πέτρο, αλλά ο συγγραφέας δεν μπορεί να είναι ο Πέτρος για πολλούς και διάφορους λόγους τους οποίους θα εξηγήσω στη συνέχεια. Αυτό βέβαια δεν μειώνει την αξία του κειμένου, κάθε άλλο μάλιστα. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι η αρχαία εκκλησία θέλει να συνδέσει αυτό το κείμενο με τον συγκεκριμένο Απόστολο και είναι πάρα πολύ πιθανό κάποια από τα στοιχεία που υπάρχουν μέσα σε αυτή την επιστολή να απηχούν ίσως παραδόσεις οι οποίοι συνδεόνται με το πρόσωπό του. Αυτό που κάνει την έρευνα σήμερα να είναι αρκετά επιφυλακτική όσον αφορά την ταύτιση όπως είπα του Πέτρου με τον συγγραφέα της επιμένης επιστολής είναι το γεγονός ότι το κείμενό μας προδίδει ένα συγγραφέα με πολύ καλή ελληνική παιδεία. Ένα άνθρωπο που γνωρίζει δηλαδή καλά την ελληνική φιλοσοφία και την ελληνική σκέψη και την ελληνική κουλτούρα και την οποία με έναν πολύ δημιουργικό και έξυπνο τρόπο εντάσσει μέσα στη θεολογική του επιχειρηματολογία. Αυτό δεν ταιριάζει θα λέγαμε με το προφίλ του Πέτρου ο οποίος ως γνωστό προερχόταν από την Παλαιστίνη και επομένως είχε μια περισσότερο Ιουδαϊκή, Παλαιστινιακή ας τα λέγαμε παιδεία. Επομένως από αυτή την άποψη το επιχείρημα της έρευνας που θέλει ακριβώς τον συγγραφέα να είναι κάποιο πρόσωπο εκτός από τον Πέτρο από τον ελληνόφωνο χώρο φαίνεται να έχει μια λογική. Επίσης ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνονται οι διάφορες ιδέες μέσα στο κείμενο αυτό προϋποθέτουν μια κατάσταση στις αρχές εκκλησίας προς το τέλος του 1ου αιώνα μετά Χριστόν γιατί όπως θα δούμε στη συνέχεια γίνεται λόγος για διωγμούς, γίνεται λόγος για μια πίεση που αισθάνονται οι Χριστιανοί και έναν κοινωνικό αποκλεισμό στοιχεία τα οποία γνωρίζουμε ότι βίωσαν οι Χριστιανοί προς το τέλος του 1ου αιώνα αρχές του 2ου άρα αρκετά μακριά από την εποχή που τοποθετεί η παράδοση τον θάνατο του Πέτρου. Σήμερα αυτό που εμείς μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι το κείμενο αυτό μάλλον γράφτηκε μετά το θάνατο του Μ. Αποστόλου και επομένως δεν θα μπορούσε να συνδεθεί άμεσα με το πρόσωπό του. Ειδικότερα σήμερα θεωρείται ότι το κείμενο πρέπει να γράφτηκε στη Ρώμη γύρω στο 75 με 95 μετά Χριστόν. Είναι λοιπόν ένα κείμενο που έχει πολύ ενδιαφέρον γιατί συνδέεται ακριβώς με μία περιοχή, μία πόλη, από την οποία ως γνωστόν προέρχεται ακόμα ένα κείμενο της Καινής Διαθήκης, η προζωμαίωση επιστολή του Παύλου. Και αυτή ακριβώς η σύνδεση καθώς επίσης και διάφορες ιδέες οι οποίες θα συναντήσουμε μέσα στο κείμενο, οι οποίες θυμίζουν πάρα πολύ και παραπέμπουν στα κείμενα του Αποστόλου Παύλου και στην προζωμαίωση επιστολή έκανε πολλούς ερευνητές να υποστηρίξουν ότι εδώ πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο προέρχεται από κάποιον συγγραφέ ο οποίος ανήκει στον Παύλιο Κύκλο. Δηλαδή ότι πρόκειται για μαθητή του Παύλου και γι' αυτό πολύ συχνά στην έρευνα υποστηριζόταν παλαιότερα και ακόμα υποστηρίζεται πορισμένους ότι αυτό το κείμενο όπως ανήκει στις Δευτεροπαύλιας λεγόμενες επιστολές, δηλαδή που ανήκουν στον ευρύτερο κύκλο των επιστολών των μαθητών του Παύλου και απομένως αυτό βέβαια προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον πώς ένα κείμενο της Δευτεροπαύλιας παράδοσης αποδίδεται στον Πέτρο και πώς συνδέονται έτσι οι δύο Αποστόλοι. Βλέπετε σήμερα η έρευνα και εδώ αποστασιοποιήθηκε από την προηγούμενη τοποθέτηση και υποστηρίζει ότι δεν πρόκειται για κάποιον μαθητή του Αποστόλου Παύλου εδώ αλλά θα πρέπει να υποστηρίζεται να τον αποσυνδέσουμε το συγγραφέα από την Παύλια παράδοση χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τη γνωρίζει. Τη γνωρίζει αλλά δεν φαίνεται να είναι, θα λέγαμε, το ενδιαφέρον του να αναπτύξει την Παύλια παράδοση και να δει πώς αυτή μπορεί να φαρμοστεί μέσα σε μια νέα ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα αυτή της κοινότητάς στην οποία απευθύνεται. Και αυτό ακριβώς είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο γιατί στις Δευτεροπαύλιες Επιστολές Οσμωστών έχουμε ακριβώς αυτήν την τάση, οι Παύλιες διδασκαλίες, η Παύλια σκέψη να αναπτύσσετε, να προσλαμβάνετε και να αναπτύσετε περαιτέρω και να εφαρμόζεται πλέον σε νέες ιστορικές συνθήκες αυτές που βιώνει η κοινότητα στην οποία απευθύνονται αυτά τα κείμενα. Και αυτό θα δούμε βέβαια πολλές από τις Παύλιες ιδέες μέσα σε αυτά τα Δευτεροπαύλια κείμενα θα δούμε όμως και μια διαφοροποίηση, μια εξέλιξη της σκέψης και αυτό ακριβώς είναι η παράδοση. Παράδοση σημαίνει ακριβώς ότι πάνω στα προηγούμενα, στην προηγούμενη εμπειρία της Εκκλησίας, στην προηγούμενη δασκαλία της Εκκλησίας, αναπτύσσεται, στηρίζεται μάλλον η κάθε νέα κοινότητα και προσπαθεί ακριβώς αυτό το γεγονός της σωτηρίας να το βιώσει μέσα σε νέες συνθήκες. Επομένως, όταν ένα κείμενο λέμε στην εισαγωγή της Καινής Διαθήκης ότι είναι ψερδεπίγραφος, το κανόν της Καινής Διαθήκης, δηλαδή ο συγγραφέας δεν ταυτίζεται με το πρόσωπο στο οποίο συνήθως αποδίδεται, αυτό δεν νιώνει σε τίποτε την αξία αυτού του κειμένου, τουν αντίον μάλιστα αναδεικνύει ακριβώς αυτό το στοιχείο της παράδοσης και δείχνει αυτή τη συνέχεια ήδη μέσα στη ζωή της πρώτης Εκκλησίας. Κάτι το οποίο βέβαια συνεχίζεται μέσα στη πορεία του χρόνου και της ιστορίας όπως τη βιώνουμε μέχρι σήμερα. Περνώντας τώρα, καθαρά στο θεολογικό κομμάτι της επιστολής, θα ήθελα καταρχάς να κάνω μια σημαντική κατατηγνώμη με επισήμανση. Η α' πέτρου, μαζί με την Αποκάλυψη και την προσεβραίου σε πιστολή, είναι ίσως ένα από τα λίγα κείμενα της Καινής Διαθήκης που κάνει τόσο μεγάλη χρήση της Παλαιάς Διαθήκης. Βέβαια και στα Ευαγγέλια έχουμε είχαμε πει και άλλη φορά το Ματθαίο, αλλά στις επιστολές είναι σημαντικό ότι η α' πέτρου είναι από εκείνα τα κείμενα, το οποίο πραγματικά πολύ συχνά ανατρέχει στην Παλαιά Διαθήκη. Και ανατρέχει όχι απλώς κάνοντας έμμεσες θα λέγαμε διακειμενικές αναφορές για να μπορέσω να είμαι ακριβής, γιατί σαφώς έχουμε πει πάρα πολλές φορές στο πλαίσιο των μαθημάτων ότι τα κείμενα της Καινής Διαθήκης είναι διαποτισμένα από τις ιδέες, τις παραστάσεις, τα μουτίβα, τις θεολογικές ιδέες της Παλαιάς Διαθήκης και είναι αδύνατο σήμερα να κατανοήσουμε την Καινή Διαθήκη χωρίς να γνωρίζουμε Παλαιά Διαθήκη και χωρίς να λαβάνουμε υπόψη όλη αυτή την προηγούμενη παράδοση, αφού άλλωστε και η πρώτη εκκλησία βλέπει τον εαυτό της να συνεχίζει και να ερμηνεύει την Παλαιά Διαθήκη. Είπα λοιπόν όχι απλώς ανέμεσες αναφορές αλλά και ως απευθείας παραθέσεις μάλλον κειμένων από την Παλαιά Διαθήκη. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, πολύ ενδιαφέρον, γιατί θα δούμε έχει μια ιδιαίτερη θέση στη θεολογική σκέψη του συγγραφέτης ΑΠΕΤΟ. Συγκεκριμένα υπάρχουν οι εξής πολύ σημαντικές αναφορές. Η πρώτη είναι στο 1-16, όπου ο συγγραφέας παραπέμπει στο Λεβητικό, στο 19-2. Η δεύτερη είναι στο 1ο κεφάλαιο, πάλι, στους στίχους 24-25, μια πάρα πολύ σημαντική παράθεση που παραπέμπει στον Ισαία. Μια τρίτη έχουμε στο 2-6-8, επίσης σημαντικό κείμενο, το οποίο παραπέμπει στον Ισαία και στους Ψαλμούς. Και τέλος έχουμε στο 3-10-12, όπου παραπέμπει στους Ψαλμούς. Αν τώρα προσέξουμε, διαβάσουμε προσεκτικά πόσο ο συγγραφέας χρησιμοποιεί στα κείμενα αυτά την Παλαιά Διαθήκη, θα δούμε μερικά πάρα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, τα οποία, όπως είπα και πριν, μπορούν να μας βοηθήσουν κάλλιστα να κατανοήσουμε το πώς αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας τη σχέση του με την Παλαιά Διαθήκη, αλλά και τη θέση της κοινότητας, και κατά συνέπεια και του εαυτού του, μέσα στην ιστορία. Και αυτό έχει μια σημασία ιδιαίτερη, όπως θα δούμε στη συνέχεια, όταν θα δούμε πώς ακριβώς λειτουργεί, πώς κατανοεί μάλλον ο συγγραφέας, το ρόλο της εκκλησιαστικής κοινότητας μέσα στον κόσμο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι στο 2, 6 έως 8, εκεί γίνεται λόγος για τον Ιησού Χριστό και γίνεται λόγος ακριβώς για ότι αποτελεί την προφητεία η οποία υπήρχε στον Ισαία και στους Ψαλμούς και ακριβώς εκεί φαίνεται πάρα πολύ ωραία πώς όλα αυτά τα Παλαιοδιαθητικά στοιχεία, ο συγγραφέας δέν μεταξύ τους φτιάχνει μια καινούργια, θα λέγαμε, εικόνα, η οποία έχει να κάνει τόσο με την Χριστολογία του, όσο και με την εκκλησιαλογία του. Πριν προχωρήσω όμως εκεί, για να καταλάβουμε λίγο το πώς λειτουργεί ο συγγραφέας, θα πρέπει να πάμε στο 1, 10 έως 12, όπου μιλάει για τους προφήτες και μιλάει για την προετοιμασία του κόσμου, για τον ερχομό του Ιησού και λέει χαρακτηριστικά. Μιλάει για τη σωτηρία λοιπόν, την οποία τη βιώνει η κοινότητα, έτσι είναι το παρόν της κοινότητας, και λέει «περί εις σωτηρίας εξεζήθησαν και εξειρεύνησαν προφήτε, υπερή της εις μας χάριτος προφητεύσαντες, ερευνώντες εις τίνα, ειπίον καιρόν, εδήλου το εναυτής πνεύμα Χριστού, προμαρτυρώμενον τα εις Χριστόν παθήματα και τα δάφτα δόξας, εις απεκαλύφθη οτι ούχε αυτοίς, ημήδη δ' εικόνων αυτά, αν ειν' αγγέλι ημήν, δια τον Ευαγγελισσαμένον, ημάς εν Πνεύματι Αγίου Αποσταλέντια Πουρανού, εις α επιθυμούσι άγγελοι παρακύψε». Πολύ σημαντικό κείμενο και γι' αυτό θα το διαβάσω και στη μετάφραση. Αυτή τη σωτηρία την αναζήτησαν διεξοδικά και γι' αυτήν εξερεύνησαν οι προφήτες, που προφήτευσαν για τη χάρη που σας δόθηκε, προσπάθησαν να εξακριβώσουν πια και τι λογής θα ήταν η χρονική στιγμή για την οποία τους μιλούσε το Πνεύμα του Χριστού που ήταν μέσα τους, όταν προέλεγε τα παθήματα του Χριστού και τη δόξα που θα ακολουθούσε. Ο Θεός τους αποκάλυψε ότι όσα έλεγαν δεν αφορούσαν τη δική τους γενιά, αλλά τη δική σας. Όλα αυτά τα ακούσατε τώρα από εκείνους που σας έφεραν το χαρμόσυνο μήνυμα με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος και στάλθηκε από τον ουρανό αυτό το μήνυμα, ακόμα και οι άγγελοι θα ήθελαν να το κατανοήσουν. Εδώ βλέπουμε ότι η ισχατολογική σωτηρία για την οποία κάνουν λόγο οι προφήτες ουσιαστικά εκπληρώνανται τώρα. Άρα οι μεμ προφήτες είναι αυτοί οι οποίοι προλέγουν, η εκπλήρωση όμως γίνεται εδώ και τώρα στην Καινή Διαθήκη. Βέβαια αυτό είναι μια ιδέα που την ξέρουμε και από άλλα κείμενα της Καινής Διαθήκης, το έχουμε συζητήσει πάρα πολλές φορές. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι ο ρόλος της Πνεύματος στην Προφητεία και αυτό μια ιδέα που για παράδειγμα τη βρίσκουμε στο Καταλουκάν Ευαγγέλιο. Και το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι το θέμα της Παλαιάς Διαθήκης δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο Ιησούς Χριστός. Αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον έτσι όπως ο συγγραφέας το θέτει γιατί ακριβώς δείχνει την προοπτική θα λέγαμε της ιστορίας, της ιστορίας της σωτηρίας. Και αυτό οπωσδήποτε δείχνει και πώς ερμηνεύει η χριστιανική κοινότητα την Παλαιά Διαθήκη. Την κατανοεί ως θα λέγαμε, καταρχάς την οικιοποιείται με αυτόν τον τρόπο διότι δηλώνει ότι είναι ένα κείμενο το οποίο ουσιαστικά μίλησε γι' αυτούς και γι' αυτόν τον οποίον εκείνοι πλέον γνωρίζουν και πίστευαν. Και κατά δεύτερο δείχνει ακριβώς ποιες είναι οι ερμηνευτικές και θεολογικές προϋποθέσεις με τις οποίες προσεγγίζει αυτή η πρώτη κοινότητα τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον χωρίο είναι στο 2-6-8, είπα και πριν ότι είναι ένα πολύ σημαντικό κείμενο, το οποίο, όσο είχα πει και πριν, ότι έχει το χαρακτηριστικό ότι συνδυάζει στοιχεία από διαφορετικά Παλαιοδιοφυκικά χωρία Ισαία και Ψαλμούς και μας δίνει μια νέα σύνθεση η οποία νέα σύνθεση ουσιαστικά μιλάει για το ρόλο του Ιησού Χριστού μέσα στην ιστορία. Λέει λοιπόν, χαρακτηριστικά, μιλώντας για τον Ιησού Χριστό. Εδώ το ενδιαφέρον είναι αυτό που λέει κυρίως στο στίχο 7 για το λιθάρι αυτό το ακρογωνιέο, το οποίο οι οικοδόμοι, οι κτίστες το απαιδοκίμασαν, το απέρρεψαν, το οποίο όμως τελικά απαιδείχθηκε ότι είναι αγκονάρι και κεφαλάρι στο οικοδόμημα του Ιησού Χριστού. Λέει λοιπόν, ο Ιησού Χριστού, ο Ιησού Χριστού, ο Ιησού Χριστού, ο Ιησού Χριστού, ο Ιησού Χριστού, ο Ιησού Χριστού, δείχθηκε ότι είναι αγκονάρι και κεφαλάρι στο νέο οικοδόμημα, το οποίο θα μας πει αργότερα ότι είναι το οικοδόμημα της Εκκλησίας. Και είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό ως στοιχείο. Πηγαίνοντας όμως παρακάτω στο στίχο 21 του ίδιου κεφαλαίου πάλι, βλέπουμε πάλι μια πάρα πολύ ενδιαφέροσα αναφορά στον Ιησού Χριστό σε σχέση πάλι με τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης. «Εις τούτο γάρ εκκλήθητε, ότι και Χριστός έπαθεν υπερημών, η μην υπολυμπάνων υπογραμμός, ή να ακολουθήσετε τη σύγχνεσιν αυτού, ως αμαρτίαν ου κεπίεσεν, ου δέν εβρεθει δόλος εν τω στόματι αυτού, ως λιδωρούμενος ου καν τε λιδώροι, πάσχον ου πιπήλι, παρεδίδου δε το κρίνον τη δικαίως, ως τας αμαρτίας ημών αυτός αν είναιγε, εν τω στόματι αυτού, επί τοξύλων, εινα τας αμαρτίας, απογενόμενη τη δικαιοσύνη ζήσωνο, είτε γάρος πρόβατα πλανόμενα, αλλά επιστράφει τεν είναι επιτομπημένα και επίσκοπον των ψυχών ημών». Εδώ το ενδιαφέρον είναι ότι έχουμε μία εκτενέστατη αναφορά στον Πάσχον Ταδούλο, στις προφητείες του Πάσχον Ταδούλου στον Δευτεροϊσαία. Ξέρουμε βέβαια ότι μέσα στην Καινή Διαθήκη, επανειλημμένα, είτε έμεσα είτε άμεσα, ο Ιησούς συνδέεται με τον Πάσχον Ταδούλο, γιατί η πρώτη εκκλησία κατανοεί σε αυτές τις προφητείες που υπάρχουν στον Δευτεροϊσαία, για τον δούλο του Κυρίου, ο οποίος θα υποφέρει και θα πεθάνει μαρτυρικό θάνατο για χάρη όλου του λαού. Ξέρουμε ότι πολύ νωρίς συνδέθηκαν με τον πρόσωπο του Ιησού Χριστού και κατανοήθηκαν χριστολογικά, υπό το φως ακριβώς του πάθους και της Ανάστασής Του. Ωστόσο, και υπάρχουν αναφορές σε διάφορα σημεία, όμως η α' Πέτρου είναι ίσως η εκτενέστερη αναφορά και χρήση της προφητείας, κατά λέξη, μαζί με το πράξης 832-35, όπου και εκεί πάλι έχουμε την ίδια ακριβώς σκέψη και την ίδια ακριβώς λογική. Ο Ιησούς είναι ο πάσχον δούλος, αυτός ο οποίος πεθαίνει, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αντιπροσωπευτικά, για ολόκληρο τον κόσμο και κατεπέκταση για την κοινότητα. Και ακριβώς αυτά τα παθήματά του, αυτή η ταπείνωσή του, αυτή η μεγάλη του αγάπη και θυσία για τους ανθρώπους, έχει, θα λέγαμε, ηθικές προεκτάσεις, έχει προεκτάσεις στη ζωή της εκκλησίας, καθώς τα μέλη της εκκλησίας καλούνται να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο, θα το πεις στη συνέχεια, ακριβώς στο στίχο 21-24 ακριβώς, ότι ακριβώς αυτός ο οποίος σας έκανε όλα αυτά, μας έφερε, είναι αυτός ο οποίος, ενώ ήσασταν χαμένη, σας έφερε ξανά στη ζωή. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, εδώ, ότι έχουμε μία πάρα πολύ σημαντική μαρτυρία και μία πολύ αποκαλυπτική, θα λέγαμε, θέση όσον αφορά τη Χριστολογία της Α' Πέτρου. Αφού πλέον ο Ιησούς εδώ, για να περιγραφεί χρησιμοποιείται μία εικόνα της Παλαιάς Διαθήκης, η γνωστή ακριβώς εικόνα του Πάσχον Ταδούλου. Περνώντας τη Χριστολογία του κειμένου, θα πρέπει να πούμε ότι το κείμενό μας, όσον αφορά τη Χριστολογία, όσον αφορά το πρόσωπο του Χριστού, βάση, βασική θέση και βασική σκέψη του συγγραφέα είναι η Ανάσταση του Ιησού Χριστού. Αυτό είναι το πρώτο και σημαντικότερο στοιχείο στην χριστολογική σκέψη του συγγραφέα. Αυτό βαίνεται ήδη από το προήμιο της επιστολής, δηλαδή στην αρχή τονίζει ακριβώς αυτό το πράγμα εκεί στην ευλογία που έχει στο στίχο 3 του 1ου κεφαλαίου Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, βλέπουμε εδώ πέρα επομένως και την ιότητα του Ιησού και τη θεότητά του, ο κατά το πολύ αυτού έλεος αναγενείς ας σημάσεις ελπίδαν ζώσα δι' Αναστάσεως Ιησού Χριστού εκ νεκρών. Αυτό δηλαδή το οποίο καθιστά συγκροτεί την κοινότητα, αυτό που αποτελεί ένα σημείο αναφοράς είναι ακριβώς η Ανάσταση του Ιησού Χριστού, το οποίο αποτελεί και τη βάση αυτής της νέας κοινότητας και αυτή η Ανάσταση λαβάνει χώρα με τη δια του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η ιδέα δεν είναι άγνωστη στην Καινή Διαθήκη, θα τη βρούμε δηλαδή και αλλού, όπως για παράδειγμα στη Ρωμαίως 1-3-4, εκεί πάλι λέγεται ότι η Ανάσταση του Ιησού γίνεται διά του Αγίου Πνεύματος. Είναι μια από τις πολλές διατυπώσεις όσον αφορά την Ανάσταση του Ιησού. Στην Α' Πέτρου θα βρούμε διατυπώσεις όπως ότι ο Ιησούς τον Ανέστησε ο Θεός, μια παλιά αρχαία θα λέγαμε φόρμουλα ομολογίας για την Ανάσταση του Ιησού. Βλέπουμε δηλαδή όλα αυτά τα στοιχεία να παίζουν ένα ρόλο μέσα στην επιστολή μας. Υπάρχει ένα στοιχείο πολύ ενδιαφέρον όσον αφορά το πρόσωπο του Ιησού και το έργο του πάνω στον κόσμο αυτό. Είναι ένα στοιχείο το οποίο δεν το βρίσκουμε αλλού μέσα στα άλλα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Είναι ιδέα δηλαδή εντελώς θα λέγαμε απρόσμενη εδώ μέσα στο κείμενό μας, ιδέα όμως η οποία αργότερα προσλήφθηκε από άλλα κείμενα, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα σε εξοκανονικά κείμενα όπως είναι ας πούμε το Ευαγγέλιο του Πέτρου ή το Ευαγγέλιο του Νικοδήμα, αλλά και μέσα στις Πατερικές ομιλίες, στην Πατερική Γραμματεία, καθώς επίσης και στην Ιμνολογία της Εκκλησίας και στην Ικονογραφία. Και αυτό είναι αυτό που βρίσκουμε στο κεφάλαιο 39 έως 21, όπου ο Ιησούς, όπου συγγραφέ, συγγνώμη μιλώντας για τον Ιησού, ο οποίος λέγεται πριν ότι πέθανε και αλλάζοποιήθηκε πνεύματι, αυτό πραγματικά πριν για το Άγιο Πνεύμα, λέει χαρακτηριστικά στη συνέχεια, ενώ και τη σεμφυλακή πνεύμασι πορευθείς εκήρυξεν, απειθήσασι ποτέ ο τε απεδέξαντο, ή του Χριστού μακροθυμία, ή του Θεού αμακροθυμία εν ημέρες νο εκατασκευαζομένης κυβωτού, η συνολίγη του τέστιν οκτώ ψυχε διεσώθησαν δίδατος, ο αντί τυπονί και ημα σώζει βάπτισμα ου σαρκός απόθεσις ρήπου, αλλά συνειδήσως αγαθείς επερότιμα εις Θεόν δι' Αναστάσιους Ιησού Χριστού, κτλ κτλ. Εδώ λέει χαρακτηριστικά, μιλάει για τον Ιησού ο οποίος θανάτωθηκε αλλά αναστήθηκε πνεύματι Άγιο, έτσι πήγε και κήρυξε, λέει στις φυλακισμένες στον άδει ψυχές. Αυτές κάποτε δεν υπάκουσαν στο Θεό όταν αυτός υπομονετικά περίμενε να μετανοήσουν. Έτσι έγινε λόγου χάρη τον καιρό του Νόεο τότε που ετοιμαζόταν η Κιβωτός. Λίγοι μονάχα, ο κτώλη και ο όλης διασώθηκαν με την Κιβωτό από το νερό που ήταν και ο τύπος του σημερινού βαπτίσματος. Αυτό δε ήταν η αποβολή της ακαθαρισίας του σώματος, αυτό δεν είναι η αποβολή της ακαθαρισίας σώματος, αλλά η δέσμηυση που αναλαμβάνεται συνείδητα απέναντι στο Θεό. Με το βάπτισμα κερδίζετε τώρα κι εσείς τη σωτηρία σας χάρη στην ανάσταση του Ιησού Χριστού. Εδώ έχουμε μία ιδέα όντως καινούρια ότι ο Ιησούς κηρύται και μάλιστα οι ψυχές εδώ ταυτίζονται με κατά έναν υποδυματικό τρόπο με τους ανθρώπους που ήταν σύγχρονοι του Νόεου και οι οποίοι δεν άκουσαν στο κήρυγμά του ότι έρχεται η καταστροφή και γι' αυτό υπέστησαν τις συνέπειες του κατακλυσμού. Και την ίδια ιδέα του Ευαγγελισμού στους νεκρούς θα τη βρούμε και λίγο ακόμα. Την επαναλαμβάνει ο συγγραφέας στο τέταρτο κεφάλαιο στο στίχο έξι όταν λέει «Σ τούτο γαρ και νεκρής Ευγγελίσθη, ει να κριθώσι με κατ' ανθρώπους αρκεί, ζώσι δε κατα Θεό πνεύματι». Γι' αυτό είναι το λόγο άλλο στον Χριστός κήρυξε το χαρμόσυνο μήνυμά του και στους νεκρούς ώστε παρότι όσοι άνθρωποι έχουν καταδικαστεί να είναι θνητοί να βρουν στην τελική κρίση του Θεού τη χάρη που χορηγεί το πνεύμα. Ενδιαφέρον στοιχείο εδώ διότι βλέπουμε ότι εδώ γίνεται πιο γενικημένη αναφορά στους νεκρούς, δεν είναι πλέον τα πνεύματα των ανθρώπων εκείνων οι οποίοι απήθησαν στην εποχή του Νόεου, αλλά εδώ έχουμε μια περισσότερο γενική αναφορά σε αυτούς και αυτό το στοιχείο ότι ο Ιησούς πηγαίνει και κηρύτη στους νεκρούς είναι κομμάτι αναπόσπαστο της οτριολογίας και της χριστολογίας βέβαια της επιστολής, γιατί για το συγγραφέα η σωτηρία έχει οικουμενικές διαστάσεις, αφορά τους πάντες και όταν λέει αφορά τους πάντες όχι μόνο όσον αφορά τις εθνικές διακρίσεις ή τις διαφιλικές ή τις φιλετικές, αλλά αφορά τους πάντες όσον αφορά και τους νεκρούς και τους ζωντανούς. Δηλαδή είναι τόσο οικουμενική ώστε η Ανάσταση ως κήρυμα δεν θα μπορούσε να αφήσει ανέγγιχτους και τους νεκρούς στον Άδη, διότι ως γνωστόν στην Παλαιά Διαθήκη ο Άδης είναι ένας χώρος αρκετά μακριά από τον κόσμο των ζωντανών, είναι ένας χώρος ουσιαστικά και ο Θεός, η Σεόλ, είναι ένας χώρος στο οποίο και ο Θεός φαίνεται να μην έχει καμία ιδιαίτερη θα λέγαμε σχέση. Εδώ όμως σπάει το φράγμα αυτής της σκέψης ο συγγραφέας όταν παρουσιάζει τον Ιησού να κηρύται και στους νεκρούς, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο ακριβώς τη σπουδαιότητα της σωτηρίας αλλά και την οικουμενική διάστασή της. Και στο στίχο 22 αμέσως μετά μιλώντας αφού μιλάει στο κεφάλαιο 3 αφού μιλάει για το κήρυγμα στον Άδη συνεχίζει λέγοντας για τον Ιησού ως εστίν εν δεξιά του Θεού πορευθήσεις ουρανών υποταγέντων αυτόν αγγέλων και εξουσιών και δυνάμεων. Αναφορά στην ανάληψη και στο δοξασμό στη δόξα του Ιησού. Ο Ιησούς παρουσιάζει να κάθεται στα δεξιά του Θεού, εικόνα γνωστή από την Αποκαλυπική Αγγραμματεία, εικόνα γνωστή βέβαια και από πάρα πολλά κείμενα μέσα στη Γεννή Διαθήκη. Εδώ σε αυτούς τους στίχους ξεκινώντας βέβαια λίγο νωρίτερα από το στίχο 18 ο συγγραφέας μιλάει για την εσάρκωση των θάνατων, τη θυσία του Ιησού, την ανάστασή του, το κήρυγμα στους νεκρούς και την ένδοξη επιστροφή του στον πατέρα. Διότι με αυτόν τον τρόπο θα λέγαμε μία έτσι πολύ σχηματική αλλά βαθιά θεολογική περιγραφή όλης της ζωής θα λέγαμε και τις δράσεις του Ιησού επί της γης. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η ιδέα που είπαμε νωρίτερα στο 2-4 όπου ο Ιησούς εμφανίζεται ως ο ακρογονιαίος λήθος της εκκλησίας. Η εκκλησία κατανοείται ως ένα οικοδόμημα και σε αυτήν ακρογονιαίος λήθος σημαντικό δηλαδή και αγκονάρει αυτού του οικοδομήματος είναι ο Ιησούς Χριστός. Δεν είναι η πρώτη φορά που μέσα στην Καινή Διαθήκη συναντούμε την εικόνα της εκκλησίας ως την εικόνα ενός οικοδομήματος. Ωστόσο αυτό που είναι ενδιαφέρον εδώ είναι η εικόνα του Ιησού ως ακρογονιαίου λήθου σε αυτό το οικοδόμημα και ο Παύλος κατανοεί την εκκλησία. Σαν οικοδομή παρουσιάζεται και σαν μια πόλη ουσιαστικά στην Αποκάλυψη, η Νέα Ιερουσαλήμ, η εκκλησία, η Θριανβέβουσα. Εδώ όμως υπάρχει αυτή η ενδιαφέρουσα εικόνα η οποία αξίζει τον κόπο κανείς να την προσέξει. Και φυσικά ο Ιησούς, ο συγγραφέας εδώ προϋποθέτει για τον Ιησού και το αναφέρει έτσι πολύ γρήγορα, αλλά το υπενίσετε περισσότερο, την προήπαρξη του Ιησού Χριστού όταν λέει «προεγνωσμένουμε προκαταβολής κόσμου φανεραθέντους δε επεσχάντων των χρόνων εις ημάς». Εδώ φαίνεται να προϋποθέτει, όχι να το λέει βέβαια ξεκάθαρα, ακριβώς αυτό όπως είπα πριν, την προήπαρξη του Ιησού Χριστού. Και όπως είπα και πριν, όλα αυτά, αυτή η θυσία του Ιησού, η σπουδαιότητα, η ουσιαστική σημασία που έχει για τη ζωή της κοινότητας, έχει ηθικές προεκτάσεις και εσωτριολογικές προεκτάσεις. Αυτό είναι πολύ σημαντικό μέσα στην επιστολή, γιατί όπως είπα και πριν, παράδειγμα για τους χριστιανούς της εποχής του συγγραφέα είναι ο Ιησούς και η θυσία του, γιατί ακριβώς βρίσκει ομοιότητες μεταξύ των δύο καταστάσεων. Το Άγιο Πνεύμα επίσης είναι ένα πρόσωπο το οποίο καταλαμβάνει ιδιαίτερη θέση μέσα στην Α' Πέτρου, χωρίς να μπορούμε να μιλούμε για μια πνευματολογία του τύπου της Ιωάννιας σκέψης ή αν θέλετε ακόμα και του Καταλουκάν Ευαγγελίου. Η παρουσία του Πνεύματος είναι κάτι το οποίο ο συγγραφέος το προϋποθέτει, όπως είπα και πριν, όχι μονάχα για την παρούσα ζωή αλλά κυρίως και μέσα στη ζωή των προφητών και μέσα στο κήρυγμά τους. Στην εποχή λοιπόν των προφητών είναι ξεκάθαρο ότι οι προφήτες ουσιαστικά ερευνούσαν και περίμεναν τον Ιησού Χριστό έχοντας το Πνεύμα Χριστού, εδώ κι αλλού το ονομάζει Πνεύμα Θεού, είναι αυτό το Πνεύμα το οποίο θα πει ο συγγραφέας μας ότι κατοικεί μέσα στην Εκκλησία. Ακριβώς όπως υπήρχε στην εποχή των προφητών, έτσι υπάρχει και στην εποχή της Εκκλησίας και αυτό το λέει χαρακτηριστικά στον 4 κεφάλαιο στο στίχο 14 που μιλάει βέβαια για τις δυσκολίες που περνάνε οι χριστιανοί και λέει «Ιούν ειδίζεσθαι ονομάτι Χριστού, μακάρι, ότι το της δόξης και δυνάμεως και το του Θεού Πνεύμα εφημάς αναπαύεται». Το Πνεύμα του Θεού λοιπόν είναι κατοικεί θα λέγαμε, αναπαύεται και κατοικεί σε σας, επομένως εδώ βλέπουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα διάσταση της εκκλησιολογίας του συγγραφέα. Ωστόσο το ενδιαφέρον στοιχείο που πρέπει να πω εδώ είναι ότι ακριβώς η παρουσία του Πνεύματος στην περίοδο των προφητών και η παρουσία του Πνεύματος στη ζωή της Εκκλησίας είναι αυτή που συνδέει επίσης τις δύο εποχές. Το πρόσωπο του Ιησού Χριστού είναι όμως και το Πνεύμα, το ίδιο Πνεύμα και αυτό που θα λέγαμε κατά κάποιον τρόπο που νομιμοποιεί την ερμηνεία όλης της Παλαιάς Διαθήκης υπό ένα χρισταιολογικό πρίσμα. Μια ιδέα που, πώς είπαμε, τη βρήκαμε και στο Καταλουκάν Ευαγγέλιο με διαφορετική διατύπωση, αλλά ουσιαστικά θα λέγαμε κινείται περίπου στις ίδιες γραμμές. Και το Πνεύμα δεν είναι μόνο παρόν στη ζωή της Εκκλησίας, δεν είναι μόνο παρόν στη ζωή των Προφητών, είναι αυτό το οποίο θα συνοδεύσει τον Ιησού και στον Άδη. Και θα κηρύξει και εκεί. Με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας κάνει μια σύνδεση όλης της ιστορίας και πάλι τονίζει ακριβώς αυτή την οικουμενική διάσταση, θα λέγαμε την περιχώρηση, τον εναγκαλισμό, θα λέγαμε, όλου του κόσμου μέσα σε αυτόν τον κόσμο του Πνεύματος, τον οποίο ακριβώς προσωπεί η Εκκλησία. Και είναι αυτό το Πνεύμα εκείνο το οποίο δίνει τη δυνατότητα στα μέλη της Εκκλησίας να ζήσουν τη ζωή του Χριστού. Αυτά δηλαδή ενδυναμούνονται, όπως είδαμε και νωρίτερα, αυτά φωτίζονται, καθοδηβούνται ακριβώς από το Πνεύμα, το οποίο τους βοηθάει να ζήσουν τη ζωή ακριβώς, την εχριστώ ζωή, όπως θα έλεγε ο Παύλος. Η σωτηρία, η σωτηρία λοιπόν είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό και θα λέγαμε ένας κεντρικός άξονας της θεολογικής σκέψης του συγγραφέα. Και ο συγγραφέας μας θεωρεί, κατ' ανάλογο τρόπο, όπως είδαμε για παράδειγμα στην προσεβραίους επιστολή ή όπως είδαμε στα κείμενα του Παύλου, θεωρεί ότι η θυσία του Ιησού έχει αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα. Είναι δηλαδή μια θυσία, η οποία αφορά ολόκληρη την οικουμένη. Δεν υπάρχει αυτή η ανάλυση, η διαξοδική που είδαμε στην προσεβραίους επιστολή, όπου γίνεται λόγος για την αρχιερέα Ιησού ή για την εφάπαξη θυσία του Ιησού και έχουμε όλη την πολύ λεπτομερή και πολύ βαθιστόχαστη ανάπτυξη της θεολογικής σκέψης του συγγραφέα όσον αφορά τη θυσία του Ιησού. Εδώ κυρίως αυτό που τονίζεται είναι ακριβώς αυτή η αντιπροσωπευτική, όπως είπα, διάσταση της θυσίας. Χαρακτηριστικά στο δεύτερο κεφάλαιο, στο στίχο 21 λέει χαρακτηριστικά «Ιστούτο γαρεκλήθητε, ότι και Χριστός έπαθεν υπέρ ημών, υπέρ υμών, υπέρ υμών υπόλυμπάνων υπογραμμών, ίνα επακολουθήσετε τη σύγχυνσην αυτού». Εδώ είναι αυτό που είπα πριν, η σύνδεση της θυσίας του Ιησού με το παράδειγμα που πρέπει να ακολουθήσει η κοινότητα. Ο Ιησούς πέθανε για εμάς, για εσάς λέει συγκεκριμένα, για να σας δώσει ένα παράδειγμα με το οποίο θα πρέπει κι εσείς να τον ακολουθήσετε στα ίχνη του, να τον ακολουθήσετε ακριβώς όπως εκείνος δείχνει τον δρόμο. Ή αργότερα στο 318 και πάλι μιλώντας για τη θυσία του Ιησού, μιλάει για την εφάπαξ θυσία του Ιησού, εδώ υπάρχει σύνδεση με την προσεβραίου, αλλά όπως είπα και πριν δεν υπάρχει αυτή η μεγάλη ανάλυση που υπήρχε στην προσεβραίου σε πιστολή. Εδώ και πάλι έχουμε την ιδέα ακριβώς της θυσίας, έχουμε επίσης την ιδέα της καταλλαγής, διότι ο Ιησούς πεθαίνει για μας για να μας προσαγάγει στον Θεό, δηλαδή να επιτεθεί η συμφιλίωση των ανθρώπων με το Θεό και ουσιαστικά δεν μένει στο θάνατο, αλλά ανασταίνεται πνεύματι, αυτό που είπαμε ακριβώς για την παρουσία του πνεύματος και το ρόλο του πνεύματος μέσα στην ανάσταση του Ιησού, στο γεγονός της ανάστασης. Και αυτή η εξηλαστήρια θα λέγαμε, αυτή η αντιπροσωπευτική θυσία του Ιησού καθίσταται σαφής και από τη χρήση του ρήματος λυτρώνο, την οποία χρησιμοποιεί ο συγγραφέας μας. Η έννοια της κατανόησης μάνα της θυσίας του Ιησού ως της καταβολής λίτρων υπάρχει βέβαια ήδη και στα Ευαγγέλια. Υπάρχει σε πολλά κείμενα της Κιανής Διαθήκης, τη βρίσκουμε και εδώ, όπως εδώ βρίσκουμε επίσης μια άλλη πολύ γνωστή εικόνα για τη θυσία του Ιησού, την εικόνα του Πασχάλιου Αμνού, ότι ο Ιησούς είναι ο Πασχάλιος Αμνός, ο οποίος θυσιάζεται δηλαδή για όλους τους ανθρώπους. Λέει χαρακτηριστικά στο πρώτο κεφάλαιο, στους τείχους 18 και 19, οι δότες ότι ουφθαρτίς αργυρείο ή χρυσείο ελιτρώθηται εκ της ματέας ημών αναστροφής προ πατροπαραδότου, αλλά τιμεί ο αίματι ως αμνού αμμόμου και ασπύλου Χριστού. Εδώ λοιπόν ο άσπυλος και άμμομος ως όροι παραπέμουν στον Πασχάλιο Αμνό, ο οποίος ο γνωστός έπεβαι να είναι και άσπυλος και άμμομος, γιατί έπεβαι να είναι ένα ξεχωριστό ζώο το οποίο θα θυσιαζόταν για τον εορτασμό του Πάσχα. Και μία άλλη πολύ σημαντική ιδέα, η οποία συνδέεται με την ιδέα της σωτηρίας και είναι μοναδική στην Καινή Διαθήκη, τουλάχιστον με τον τρόπο που διατυπώνεται μέσα στο κείμενό μας, είναι η ιδέα της αναγέννησης. Βέβαια και στον Καταγιωάννη στη συζήτηση που κάνει ο Ιησούς με τον Νικόδημο, υπάρχει αυτή η συζήτηση για τη γέννηση του ανθρώπου δια του Πνεύματος άνωθεν, για την ιδέα της αναγέννησης, όμως εδώ στην Α' Πέτρου η αναφορά είναι πραγματικά μοναδική, γιατί είναι ακριβώς λεπτομερής και κυρίως γιατί η πρώτη φορά και η μοναδική μέσα στην Καινή Διαθήκη συναντούμε τη λέξη αναγενό. Αναγενάω, αναγενώ, μόνο στην Α' Πέτρου την έχουμε αυτή τη λέξη. Πολύ χαρακτηριστικά, ήδη από το πρώτο κεφάλαιο την αναφέρει αυτή την ιδέα. Αναγενημένη, μιλάει για τους Χριστιανούς, ουκ εξ ποράς θαρτίς, αλλά αφθάρτου δια λόγου ζώντος θεού και μένοντος εις τον αιώνα. Αυτή λοιπόν η αναγέννηση είναι ουσιαστικά στη σκέψη του συγγραφέα η μετοχή σε μια νέα ζωή, η μετοχή σε μια νέα πραγματικότητα και αυτή η αναγέννηση επιτυχάνεται δια του λόγου, του κηρύγματος, του ζώντος θεού και ουσιαστικά δια του ρήματος του κηρίου, που το ρήμα του κηρίου δεν είναι τίποτε άλλο, ουσιαστικά είναι αυτό το κηρύγμα της σωτηρίας. Και αυτή η αναγέννηση την οποία προσφέρει ο Θεός δεν είναι κάτι το οποίο θα λέγαμε δικαιωματικά μπορούν να το διεκδικήσουν οι άνθρωποι, αλλά είναι αποτέλεσμα του ελέωση και της χάριτος του Θεού. Ο Θεός θέλει, ο Θεός ευδοκεί και ο Θεός παραχωρεί και δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους για μια νέα ζωή, για μια δεύτερη ευκαιρία, για ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή τους μέσα από τη θυσία του Ιησού Χριστού. Και επιπλέον η αναγέννηση αυτή είναι μια ανέα αρχή κάθε φορά. Δηλαδή εδώ βλέπουμε αυτή τη λογική της εκ νέου αναγεννήσεως του ανθρώπου, της εκ νέου και συνεχούς δυνατότητας του ανθρώπου να ζήσει αυτή τη νέα ζωή. Βλέπουμε εδώ μια διαφοροποίηση από την προσεβραίως όπως την προσεβραίως αυτό θεωρείται μια άπαξ πραγματικότητα, γι' αυτό ακριβώς υπάρχει και αυτή η δυσκολία εκεί να αντεχθούν και να υπάρξει και η δαδότη του δευτέρου βαπτίσματος. Λόγω στην Β' παρόλο που δεν γίνεται λόγος τόσο θα λέγαμε διεξοτικά σε αυτό το ζήτημα, η ιδέα της αναγέννησης έχει και αυτή τη σημασία της συνεχούς ανανέωσης, της συνεχούς δυνατότητας ένταξης στη νέα ζωή και αυτή η νέα ζωή συνδέεται με το βάπτισμα. Το βάπτισμα στην Ά' παίτρου παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο τα μέλη τα οποία έχουν δεχθεί το λόγο του Ζωντανού Θεού που είναι ακριβώς το μήνυμα της σωτηρίας, ουσιαστικά εντάσσονται μέσα σε αυτή τη νέα ζωή. Στο 2.20 λέει χαρακτηριστικά, στο 3.16 λέει χαρακτηριστικά ακριβώς ότι τα μέλη της κοινότητας μπορούν να συμμετέχουν ακριβώς στη ζωή της Εκκλησίας, μέσα από το βάπτισμα, παρόλο που τα ίδια έχουν περάσει μεγάλη δυσκολία. Λέει στον 21 στίχο, πιο κάτω, ενώ μιλάει ας πούμε πιο πριν για την δυσκολία που περνάνε τα μέλη στο 3.16. Στο 3.21 λέει, μιλώντας βέβαια πιο πριν για τον Νόε, έτσι και για την Κιβωτό, που τη χρησιμοποίησαν παράδειγμα, γιατί μιλούσε ακριβώς για το κήρυμα του Ιησού στα πνεύματα του Άδη, λέει στον 21 ο αντίτυπον είναι και ημάς σώζει βάπτισμα. Ου σαρκός απόθεσις ρίπου, αλλά συνηδίζω σα γαθί σε περώτημα, εις Θεόν δι' αναστάσεις Ιησού Χριστού. Το βάπτισμα είναι αυτό το οποίο συνδέει τα μέλη της κοινότητας με την Ανάσταση του Ιησού Χριστού. Είναι αυτό όμως που ουσιαστικά τους δίνει την ευκαιρία να μπουνε μέσα σε αυτή τη νέα ζωή και ο Κιβωτός της Διαθήκης κατανοείται από το συγγραφέ ως τύπος αυτού του βαπτίσματος και το βάπτισμα είναι ο αντίτυπος αυτού του γεγονότου της Παλαιάς Διαθήκης. Βλέπουμε και λέει μια τυπολογική ερμηνεία, η οποία σε σκοπό έχει ακριβώς να εξηγήσει και να συνδέσει το βάπτισμα και με την Παλαιά Διαθήκη γιατί όπως είπαμε οι γραφές μας ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να κάνει αυτές τις συνδέσεις με την Παλαιά Διαθήκη. Ο άνθρωπος τώρα όπως κατανοείται στην Α' Πέτρου και γίνεται περίπου σε γενικές ραμμές στα πλαίσια που έχουμε και την βιβλική ανθρωπολογία στην ανθρωπολογία, συγγνώμη και στα κείμενα τα άλλα της Κιβής Διαθήκης, ωστόσο έχουν μερικές σημαντικές διαφορές ή αν θέλετε μερικές διαφορετικές ενφάσεις σε ορισμένα πράγματα. Καταρχάς βέβαια αυτό που έχει πολύ μεγάλη σημασία για το συγγραφέα είναι η πίστη, όπου η πίστη δεν είναι απλώς η βεβαιότητα, η πρόγευση αν θέλετε αλλά με την έννοια της βεβαιότητας και της σιγουριάς όπως τη βρήκαμε για παράδειγμα στο ενδέκατο κεφάλαιο της προσευγείας επιστολής αλλά μάλλον εδώ η πίστη λειτουργεί και ως η κατευθυντήριος γραμμή ή αν θέλετε ο δοδείκτης στη ζωή των πιστών, τους οποίους πιστούς ο συγγραφέας κατανοεί ως μία πορεία ανθρώπων οι οποίοι πορεύεται μέσα σε έναν κόσμο ξένο προς αυτούς προσδοκώντας ακριβώς την έλευση της παρουσίας. Η πίστη λοιπόν είναι πολύ σημαντικό στοιχείο στη ζωή των πιστών αλλά αυτό που θα λέγαμε διαφοροποιεί κατά κάποιον τρόπο την ανθρωπολογία της αλφαπέτρου είναι ότι εδώ εισάγεται για πρώτη φορά μέσα στην Καινή Διαθήκη η έννοια της ψυχής έτσι και τονίζεται ιδιαίτερα η ψυχή σε αντιπαραβολή προς τη σάρκα. Αν διαβάσουμε ας πούμε και έχουμε πάρα πολλές φορές αφορά στη ψυχή ως λέξη κάτι το οποίο δεν το βρίσκουμε για παράδειγμα στα άλλα κείμενα ή όταν το βρίσκουμε στα άλλα κείμενα η ψυχή σημαίνει περισσότερο τη ζωή γενικότερα, παράδειγμα στα Ευαγγέλια. Λέει ας πούμε στον στίχο 9 του 1ου κεφαλαίου «Κομιζόμενοι το τέλος της πίστεως ημών, σωτηρία ψυχών» ή στο 2ο κεφάλαιο στο στίχο 11 λέει χαρακτηριστικά «Αγαπητοί παρακαλώ ως παρήκους και παρυπηδήμους, απέχεστε των σαρκικών επιθυμιών, έτινες στρατεύονται κατά τους ψυχείς». Εδώ έχουμε μια αντιπαραβολή της σάρκας με την ψυχή όπου η σάρκα εδώ δεν έχει θετικό χαρακτήρα, θετικό περιεχόμενο όπως είχε στον Παύλο αλλά μάλλον έχει αρνητικό γιατί είναι σε αντιδιαστολή προς την ψυχή. Ή λίγο αργότερα στο στίχο 25 θα πει «Είτε γάρους πρόβατα πλανόμενα εσείς τα μέλη της Εκκλησίας, αλλά επεστράφετε είναι επιτομιμένα και επίσκοπον των ψυχών ημών». Και τέλος στο 4.19 λέει χαρακτηριστικά πάλι ο συγγραφέας «Όστε και οι πάσχοντες κατά το θέλημα του υποθεού ως πιστό κτίστη παράτι θέσθωσαν τα ψυχά σ' αυτόν εν αγαθοποία». Το πρόβλημά μας λοιπόν εδώ είναι τι κατανοεί ο συγγραφέας όταν χρησιμοποιεί τη λέξη ψυχή. Σαφώς εδώ ο συγγραφέας είναι πολύ επηρεασμένος από την ελληνική σκέψη και κυρίως την ελληνική ανθρωπολογία όπου εκεί έχουμε αυτό το μοντέλο του σώματος και της ψυχής, ένα διαρχικό μοντέλο και ίσως εδώ, κατά τη γνώμη ορισμένων, έχουμε πραγματικά τις απαρχές ενός ανθρωπολογικού διαλισμού. Διαλισμού με την έννοια δηλαδή ότι υπάρχουν δύο διαφορετικά στοιχεία στον άνθρωπο τα οποία δεν είναι υποχρεωτικό να είναι ακριβώς σύμφωνα μεταξύ τους. Υπάρχει μια, θα λέγαμε, σύγκριση, μια σαφώς υπερτερότητα της ψυχής έναντι του σώματος. Δεν έχουμε τόσο, θα λέγαμε, ανεπτυγμένη σκέψη, τόσο διαλιστική σκέψη όπως θα δούμε ίσως σε κείμενα αργότερα μέσα στη χριστιανική γραμμανία. Αλλά εδώ οι ερμηνευτές εντοπίζουν ήδη τις απαρχές μιας τέτοιας σκέψης κυρίως γιατί ακριβώς, όπως είπα, τονίζει το φθαρτός χαρακτήρας της σάρκας στο 134, 24, συγγνώμη για παράδειγμα και γιατί ακριβώς η ψυχή είναι αυτό το οποίο τελικά είναι ο αποδέκτης της σωτηρίας. Όμως, αυτό που μπορούμε να πούμε εδώ για να αποφύγουμε οποιαδήποτε παρανόηση είναι ότι ουσιαστικά εδώ ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την ψυχή βέβαια όντως αντιπαραβάλλοντάς την προς το σώμα, σάρκα μερικές φορές, ωστόσο όμως την ψυχή την κατανοεί περισσότερο σαν το συνώνυμο του ανθρώπου. Το ανθρώπινο είναι. Από την τελετή ακόμα δεν είμαστε ακριβώς θα λέγαμε σε μία καθαρά βιαλιστική αντίληψη, είμαστε κάπου στο μετέχνιο θα λέγαμε, κάπου που αρχίζει να αχνοφέγγει θα λέγαμε στη χριστιανική σκέψη αυτή η ιδέα. Όμως είναι πολύ σημαντική η ιδέα, είναι ενδιαφέρον γιατί ακριβώς όπως είπα και πριν είναι μια ιδέα που τη βρίσκουμε μόνο στην Α' Πέτρου. Και η έννοια της αμαρτίας επίσης είναι πολύ σημαντική εδώ γιατί ακριβώς κατ' αρχάς την αμαρτία με κάποιον τρόπο ο συγγραφέας πολύ ενδιαφέροντα τη συνδέει με τα παθήματα του Ιησού. Είναι σαφώς ο Ιησούς πέθανε για τις αμαρτίες των ανθρώπων αλλά ωστόσο ουσιαστικά λέει στο στίχο 1 του τέτατου κεφάλαιου «Η Χριστού ουν παθόντως υπερημών σαρκεί και ειμείς την αυτήν έννο πλήσασθαι». Ε, συγγνώμη, «Η Χριστού ουν παθόντως υπερημών σαρκεί και ειμείς την αυτήν έννο πλήσασθαι ότι ο παθόν εν σαρκεί πέπαυτε αμαρτίες». Λέει λοιπόν αφού λοιπόν ο Ιησούς πέθανε για μας ως άνθρωπος πρέπει και εσείς να οπλισθείτε με το ίδιο φρόνημα γιατί όποιος πέθανε ως προς τον παλαιό άνθρωπο έπαψε να ζει μέσα στην αμαρτία. Ακριβώς το πάθος δηλαδή του Ιησού Χριστού είναι αυτό που δίνει το παράδειγμα στους χριστιανούς να ζήσουν με τον ίδιο τρόπο και από εκεί και πέρα αυτό σημαίνει ουσιαστικά ότι όπως θα ζήσουν και τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής που σαρκεί αυτό όμως σημαίνει ότι ουσιαστικά έχουν πεθάνει ως προς την αμαρτία. Ιδέα η οποία βλέπουμε ότι υπάρχει και σε άλλα κείμενα όπως είπα της Καινής Διαθήκης. Ο συγγραφέας μας εδώ χρησιμοποιεί την έννοια της αμαρτίας στον ενικό αριθμό, αλλά γενικά μέσα στην επιστολή προτιμά τον πληθυντικό αριθμό και σε αυτό σημείο διαφορετεί από τον Παύλο που ο Παύλος προτιμά την χρήση του όρου στον ενικό και όχι στον πληθυντικό, τονίζοντας ακριβώς αυτήν την ονολογική διάσταση που έχει η αμαρτία. Εδώ ο συγγραφέας προτιμά περισσότερο το πληθυντικό και είναι ακόμα ένα στοιχείο, ο Παύλος όπως είπα στο οποίο διαφοροποιείται από την Παύλια σκέψη. Και ένα τρίτο στοιχείο ανθρωπολογικό, εξαιρετικά ενδιαφέρον, είναι η συνείδηση. Τη βρίσκουμε πάλι μια ιδέα η οποία προέρχεται καθαρά από την ελληνική σκέψη, η συνείδηση που είναι η δυνατότητα του ανθρώπου να γνωρίζει τον εαυτό του και να έχει συνέσθηση τον όσον πράττει και ζει. Θα τη δούμε για παράδειγμα στο δεύτερο κεφάλαιο, στο στίχο 19, να λέγεται «τούτο γαρ χάρις» ή «δια συνείδηση Θεού υποφέρει της λύπας πάσχον αδίκως σου». Ή στον 13.6 θα πει πάλι χαρακτηριστικά, συνείδηση έχονται σαν αγαθή, έχουμε ρίχτει τη συνείδησή μας, έχουμε βεβαιότητα για την καθαρότητα της συνείδησής μας. Είναι μια ιδέα δηλαδή εδώ, την οποία δεν τη βρίσκουμε τόσο συχνά στα πάβλια κείμενα, εδώ όμως τη βρίσκουμε και φαίνεται ακριβώς ότι αυτή θα λέγαμε ακόμα αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτήν την ελληνική παιδεία και την ελληνική σκέψη του συγγραφέα. Η εκκλησιολογία της επιστολής είναι εξαιρετικά σημαντική. Έχει δηλαδή θα λέγαμε πάρα πολύ ενδιαφέρον και είναι ακριβώς ίσως εκείνο το στοιχείο της επιστολής που έχει ένα χαρακτήρα επίκαιρο ακόμα και στις μέρες μας. Γιατί ο συγγραφέας ήδη από την αρχή της επιστολής μιλώντας για το, απευθυνόμενος στους παραλείπτες της επιστολής λέει «Πέτρους Απόστολος Ιησού Χριστού, εκλεκτής παρεπιδήμης διασποράς» και τα λοιπά και τα λοιπά και παραπέμει τα μέρη της διασποράς. Τους χαρακτηρίζει και εκλεκτούς στα μέλη της εκκλησίας, τους χαρακτηρίζει όμως και παρεπιδήμους, δηλαδή παραστικούς από αυτόν τον κόσμο. Γιατί ακριβώς έτσι κατανοεί τη θέση των μελών της εκκλησίας μέσα στον κόσμο. Λέει χαρακτηριστικά ότι είστε πάρικοι και παρεπίδημοι μέσα σε αυτόν τον κόσμο και επομένως η θέση σας μέσα στον κόσμο είναι εκείνη του παραστικού. Δεν είναι αυτός ο κόσμος, ο κόσμος ο οποίος ουσιαστικά είναι η μόνιμη σας κατοικία, αλλά είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα διότι έχετε μία πολύ διαφορετική προοπτική. Είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο στη σκέψη του συγγραφέα, την εκκλησιολογική, όπως ενδιαφέρον είναι, όπως είπαμε και πριν, ενδιαφέρος είναι και η εικόνα που έχει του οίκου. Ότι παρουσιάζεται την εκκλησία ως οίκο, ο οποίος οίκος όμως συγκροτείται, θα μας πεις, στο δεύτερο κεφάλαιο, στοίχους 6-8, από το Άγιο Πνεύμα. Και ακριβώς γι' αυτό το λόγο θα δούμε ότι, ακριβώς επειδή συγκροτείται από το Άγιο Πνεύμα, εδώ θα δούμε μια σύνδεση με τη σκέψη του Παύλου, η οποία φαίνεται ακριβώς και στο ρόλο των χαρισμάτων, τον οποίο αναγνωρίζει ο συγγραφέας μέσα στη ζωή της εκκλησίας. Τα χαρίσματα και το ρόλο τους μέσα στην εκκλησία, κυρίως τα ανέπτυξη και τα παρουσίωση του Απόστολος Παύλου στην πρώτη προς Κωνηθείους, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα επιστολή, αλλά και αλλού. Εδώ και στην Α' Πέτρου μιλάμε ακριβώς για αυτά τα χαρίσματα και υπάρχει και αναφορά σε επιμέρους χαρίσματα, τα οποία μας είναι γνωστά, όπως είπα και πριν, από τις Παύλιες επιστολές, ειδικότερα στο τέταρτο κεφάλαιο, στους στίχους 7 έως 11, όπου λέει ότι ο καθένας στο στίχο 10 έκαστος καθώς έλαβε χάρισμα. Εδώ έχουμε την ιδέα ότι τα χαρίσματα έχουν το ρόλο της διακονίας και της μαρτυρίες και μία παρόμοια σκέψη θα βρούμε στην Α' Κοριθείου, να υποστηρίζει ο Παύλος όταν πραγματεύεται ακριβώς το ζήτημα των χαρισμάτων μέσα στην κοινότητα της Κοριθού. Και πολύ σημαντική σκέψη για το συγγραφέ της Α' Πέτρου είναι ότι η εκκλησία είναι ο λαός του Θεού. Είναι ο λαός του Θεού και υπάρχει μια πάρα πολύ χαρακτηριστική και εξαιρετικά γνωστή ρύση του συγγραφέ εδώ, που έχει γίνει έτσι και αλλιώς θέμα συζήτησης, πάνω σε αυτός τη ρίξε και η Πρωτεσταντική Θεολογία, την θέστης για τη γενική ιεροσύνη και πάνω σε αυτός τη ρίξε και γενικότερα η δασκαλία της εκκλησίας για τη γενική ιεροσύνη. Βέβαια, εντάξει, την Πρωτεσταντική Εκκλησία αποκτά μία ιδιαίτερη χρεία, αλλά δεν της παρούσις να επισέλθουμε σε αυτό. Λέει λοιπόν χαρακτηριστικά, ως του 29 έως 10, «Κοιμήστε γένος εκλεκτών, Βασίλειον Ιεράτευμα, Έθνος Άγιον, Λαός εις περιποίησιν, όπως τας αρετάς εξαγγείλεται, του εχκότους ημάς καλέσαντος εις το θαυμαστόν αυτού φως». Λοιπόν, γένος εκλεκτών, Βασίλειον Ιεράτευμα, Έθνος Άγιον, Λαός εις περιποίησιν, όλοι αυτοί είναι τίτλοι οι οποίοι ουσιαστικά στην Παλαιά Διαθήκη αποδίδονται στον λαό του Ισραήλ και τώρα αυτοί οι ρόλοι θα λέγαμε κληροδοτούνται, περνάνε στην Εκκλησία, στον νέο λαό του Θεού. Και αυτό ακριβώς είναι πολύ σημαντικό, ο συγγραφέας μας βλέπει την Εκκλησία ως τη συνέχεια του λαού του Ισραήλ. Ιδέα πολύ γνωστή από την Καινή Διαθήκη, το ενδιαφέρον όμως είναι εδώ, ότι μεταφέρει όλους αυτούς τους σημαντικούς τίτλους στα μέλη της κοινότητας, δίνοντας τους ακριβώς μια ιδιαίτερη θέση μέσα στην ιστορία της σωτηρίας. Και οπωσδήποτε αυτό το στοιχείο που είπαμε πριν, της παραιπηδημίας, του παροδικού της παρουσίας των ανθρώπων, των χριστιανών στη γη, δίνει μια διαφορετική αισχατολογική προοπτική. Αυτό που καταλαβαίνουμε, και θα το πούμε και στη συνέχεια αναλυτικότερα, είναι ότι η κοινότητα αυτή βιώνει διωγμούς και πιέσεις. Και ζει παθήματα. Και ο συγγραφές προσπαθεί να τους δώσει να καταλάβω, να τους βοηθήσει να διαχειριστούν ακριβώς αυτή την κατάσταση, δηλώνοντας ακριβώς ότι τα παθήματά του σωμιάζουν τα παθήματα του Ιησού Χριστού. Και αυτό το οποίο, αυτή ακριβώς η σύνδεση οδηγεί στη σκέψη του συγγραφέα, ότι αυτό που πρέπει να χαρακτηρίζει πλέον τη ζωή των μελών της εκκλησίας είναι η ελπίδα μέσα σε αυτά τα παθήματα, γιατί ακριβώς αυτή η ελπίδα είναι το στοιχείο της αναγενημένης ζωής των πιστών. Είναι στοιχείο της αναγέννησης τους, είναι στοιχείο της νέας ζωής τους, ακριβώς η ελπίδα είναι η νέα ποιότητα θα λέγαμε σε αυτή τη ζωή, όπως τα παθήματα από την άλλη μεριά αποτελούν θα λέγαμε χαρακτηριστικό της ζωής τους. Ο συγγραφέας το προϋποθέτει, το θεωρεί δεδομένο, ότι αυτά τα μέλη της κοινότητας υποφέρουν, γιατί ακριβώς υπέφερε και ο αρχηγός τους, ο ατρογωνιαίος λύθος αυτού του οικοδομήματος, που είναι ο Ιησούς Χριστός. Και ο συγγραφέας που προσπαθεί, όπως είπα και πριν, να βοηθήσει τα μέλη της κοινότητας να διαχειριστούν αυτή την κατάσταση, τονίζω ακριβώς την ελπίδα, την ελπίδα που πηγάζει από την Ανάσταση και είναι, όπως είπα, ποιότητα της νέας ζωής, η οποία είναι και η ελπίδα της παρουσίας. Ο συγγραφέας βλέπει δηλαδή την κοινότητα να κινείται στον χρονικό διάστημα μεταξύ της Ανάστασης και της παρουσίας, σε αυτό το διάστημα και επομένως, ας το πούμε έτσι, επηρεάζεται και ουσιαστικά καθοδηγείται από αυτά τα δύο γεγονότα. Την Ανάσταση από τη μια μεριά και την δεύτερη έλευση του Ιησού Χριστού, η οποία ακριβώς θα δώσει και τέλος στα παθήματα των μελών της Εκκλησίας. Δεν υπόσχεται μη ρεαλιστικά μια απαλλαγή από τα παθήματα στην παρούσα ζωή, απέναντι ας θεωρούν ότι είναι δεδομένα στις δυσκολίες και οι ταλαιπωρίες και τις οποίες προσπαθεί όπως είπα να τις συνδέσει με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, δίνει όμως την προοπτική της ελπίδας ακριβώς υπό το φως της έλευσης της παρουσίας του Θεού. Και όλα αυτά που είπα πιο πριν, έχουν σαφώς μία προέκταση, όπως είπα και στην αρχή, ηθική, με την έννοια δηλαδή ότι επηρεάζουν τον τρόπο ζωής, το ήθος των μελών της κοινότητας. Το που καταλαβαίνουμε από το κείμενό μας είναι ότι τα μέλη αυτής της κοινότητας βιώνουν μία κατάσταση σύγκρουσης. Φαίνεται ότι έχονται πιέσεις εξωτερικές από διάφορες πλευρές και αυτό τους κάνει να αισθάνονται μία σύγκρουση προσπαθώντας να διαχειριστούν, όπως είπα και πριν, αυτή την κατάσταση. Και ίσως το κείμενό μας αφήνει να εννοηθεί σε πολλά σημεία ότι τα μέλη της κοινότητας βιώνουν κάποιον κοινωνικό αποκλεισμό. Λέει, ας πούμε, μιλώντας στα μέλη της κοινότητας, το δεύτερο κεφάλαιο, στο στίχο 19, διαβάζω από τη μετάφραση, γιατί αξία έχει το να υπομένει κανείς δοκιμασίες και να πάσει άδικα, επειδή έχει συνείδηση της παρουσίας του Θεού. Τι αξία θα είχε αν υπομένατε τους βασανισμούς για κάτι κακό που κάνατε, αν όμως κάνετε καλό και σας τιμωρούν και παρόλα αυτά δείχνετε υπομονή, τότε θα έχετε την ευλογία του Θεού. Εδώ φαίνεται να πηχείτε μία κατάσταση, στην οποία βιώνουν αδικίας τα μέλη της κοινότητας, παρόλο που ζούνε δίκαια μέσα στην Εκκλησία. Και ακριβώς το ίδιο υπονοείται και στο τρίτο κεφάλαιο, στο στίχο 14, αλλά και αν χρειαστεί να υποφέρετε επειδή κάνατε αυτό που είναι δίκιο, να μακαρίζετε τον εαυτό σας κτλ. Που δείχνει πάλι ακριβώς ότι εδώ υπάρχει μία, προφανώς υπονοεί ως υγραφέας μία κατάσταση πίεση, στην οποία επανέρχεται στο κοινότητατο κεφάλαιο, στο 15 στίχο, δηλαδή λέει ας πούμε εκεί, προσέχετε να μη φτάνει κανένας από εσάς να υποφέρει τιμωρίες επειδή σκότωσε ή έκλαψε ή έκανε κακό ή αναμείχθηκε σε ξένες υποθέσεις. Αν όμως υποφέρει επειδή είναι χριστιανός, να μην τρέπετε, αλλά να δοξάζει τον Θεό γι' αυτό. Είναι πολύ ενδιαφέρον, δείχνει ακριβώς εδώ ότι η κοινότητα αισθάνεται, ότι τα παθήματα τα οποία υφίσταται, τα υφίσταται ακριβώς λόγω της ιδιαιτερότητάς της και της ιδιαιτρίας χριστιανικής ταυτότητας. Και μία υπόθεση, η οποία γίνεται εδώ, είναι ότι ίσως το κείμενό μας αντικατοπτρίζει και μία κατάσταση, για παράδειγμα, έκτακτης θα λέγαμε πίεσης, όταν στο στίχο 8 ή 9 γίνεται λόγος για τον διάβολο που ως λεωνοριόμενος περιπατών ζητά τι να καταπεί. Προσέχεται ο διάβολος σαν λιοντάρι αγριεμένο, το οποίο γυρνάει και θέλει να καταπεί όποιον βρει μπροστά του. Πολλοί ερμηνευτές θεωρούν ότι εδώ ίσως ο Λέων είναι ο αυτοκράτορας, υπάρχει ένας υπενυμός και ότι εδώ ίσως έχει να κάνει με τη λατρεία του αυτοκράτορα. Αυτό βέβαια είναι υπόθεση μεταξύ πολλών άλλων, η οποία βέβαια θα μπορούσε να ταιριάξει ίσως στα τέλη του 1ου αιώνα, στο οποίο τοποθετούμε την επιστολή όπου εκεί έχουμε ακριβώς τον Δομητιανό και την αναβίωση της αυτοκρατορικής λατρείας. Αυτό που είναι ενδιαφέρον, και κλείνω με αυτό, είναι ότι τα μέλη της κοινωνίας βιώνουν τα παθήματα, βιώνουν αυτή την πίεση, από την άλλη όμως μεριά καλούνται να ζήσουν έναν τρόπο ζωής ο οποίος είναι διαφορετικός από τον τρόπο ζωής του κόσμου, γιατί οι ίδιοι αισθάνονται πάρικοι και παραιπίδιμοι και η ηθική τους διαφοροποιείται αναφισβήτητα από την ηθική του υπόλοιπου κόσμου. Αυτό δηλώνεται πολλές φορές. Όμως από την άλλη μεριά ο συγγραφέας δεν θέλει να τους αποκόψει εντελώς από την κοινωνία, αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Δηλαδή εντονίζει τη διαφοροποίηση από τη μια μεριά, από την άλλη μεριά όμως προσπαθεί με κάθε τρόπο να δείξει ότι τα μέλη της κοινότητας πρέπει να παραμείνουν μέσα σε αυτή την κοινωνία. Και αυτό ακριβώς είναι γιατί υπάρχει αυτή ακριβώς η ανάγκη εξισωρώπησης μέσα σε αυτή την κατάσταση που βιώνουν τα μέλη της κοινότητας. Και πολύ χαρακτηριστικά θα δούμε ότι ο συγγραφέας μας χρησιμοποιεί αυτούς που λέμε κώδικες ηθικής συμπεριφοράς, όπως γνωρίζουμε και από τις δευτεροπάλειες επιστολές, όπως τις πειμαντικές επιστολές και τις καθολικές βρίσκουμε εδώ χαρακτηριστικά. Τις βρίσκουμε σε πολλά κείμενα επίσης του ρωμαϊκού κόσμου και των ελληνιστικών χρόνων, που δείχνουν ακριβώς πώς πρέπει κανείς να φέρεται ο όντας μέλος μιας κοινωνικής συμπατή με τις απαιτήσεις κοινωνίας συμπεριφοράς. Και έχει ο συγγραφέας μας και αυτός κώδικες συμπεριφοράς, έχει ένα χαρακτηριστικό κώδικα στο δεύτερο κεφάλαιο, στο 13 στίχο έως 18, που λέει «να υπακούτε λοιπόν σε κάθε ανθρώπινη εξουσία για χάρη του Κυρίου, είτε είναι ο αυτοκράτορας, επειδή είναι ο ανώτατος αρχοντάς, είτε οι τοπικοί διοικητές, επειδή είναι ασθαλμένοι από αυτόν για να τιμωρούν τους κακοποιούς και να υπενούν αυτούς που κάνουν καλό». Αυτό είναι το θέλημα του Θεού, να αποστομώνετε με τις καλές σας πράξεις στην άγνοια των ανοείτων ανθρώπων. Καθώς είστε ελεύθεροι μην χρησιμοποιείτε την ελευθερία σαν πρόσχημα για να σκεπάζετε την κακία, αλλά ζήτε σαν δούλοι του Θεού όλους να τους τιμάτε, να αγαπάτε τους αδελφούς σας χριστιανούς, να σέβεστε τον Θεό, να τιμάτε τον αυτοκράτορα δύο φορές. Υπάρχει αυτή η αναφορά στον αυτοκράτορα και στη συνέχεια στο τρίτο κεφάλαιο, στους στίχους 1 έως 7, πολύ χαρακτηριστικά, όπου οι γυναίκες επίσης να υποτάσσεστε στους άντρες σας, έτσι και αν μερικοί από αυτούς δεν πιστεύουν στον λόγο του Θεού, με τη συμπεριφορά σας θα τους κάνετε να πιστεύσουν χωρίς καμία διδαχή. Θα βλέπουν απλώς την άμμενη διαγωγή σας και το σεβασμό σας. Στολίδια σας δεν πρέπει να είναι τα εξωτερικά όπως η περιτεχνικόμουση, τα χρυσά κοσμήματα και τα εντυπωσιακά φορέματα, αλλά τα εσωτερικά όπως η καθαρότητα της καρδιάς, η πραότητα και η ρημία που χορηγεί το πνεύμα. Αυτά δευθύρονται και έχουν μεγάλη αξία ενώπιον του Θεού. Τέτοια στολίδια χρησιμοποιούσαν και στο παρελθόν οι ευσεβείς γυναίκες που είχαν αποθέσει στις ελπίδες τους στο Θεό, υποτάσσοντας τους άντρες τους, όπως η Σάρα, της οποίας είστε πραγματικοί απόγονοι, ήταν υπάκουη στον Αβραάμ και τον αποκαλούσε Κύριο, συμπεριφερόταν με καλοσύνη και δεν φοβούνταν τίποτε. Εδώ βλέπουμε στοιχεία από τους γνωστούς κόσμοκώδικες ηθικής συμπεριφοράς, υπάρχουν λίγους διαφοροποιήσεις. Πρώτα πρώτα, έχει πολύ ενδιαφέρον αυτή η έμφαση που δίνεται στη στάση απέναντι στο κράτος, έτσι και στον αυτοκράτορα. Αυτό που τονίζει ο συγγραφέας είναι ότι δεν θέλει τα μέλη της κοινότητας να με κάποιον τρόπο να αντισταθούν ή να δημιουργήσουν προβλήματα στον αυτοκράτορα, ή προσπαθεί να τους δείξει ότι θα πρέπει να τηρούν μία στάση ζωής η οποία να είναι μία στάση σεβασμού προς την εξουσία και έναν τέτοιο τρόπο ζωής ώστε κανείς όπως λέει να μην μπορεί να σας κατηγορήσει για τίποτε. Δηλαδή ο ίδιος ο τρόπος της ζωής θα είναι αυτό το οποίο θα αποστομώνει όλους αυτούς που τους κατηγορούν, προϋποθέτει στο δεύτερο κείμενο που διάβασα την ύπαρξη μη χριστιανικών οίκων, δηλαδή οικτών γάμων, όταν λέει ας πούμε στις γυναίκες αν είστε χριστιανές εσείς να υποτάσετε στους άντρες σας γιατί μπορείτε παράλο που είναι άπιστοι εσείς με αυτόν τον τρόπο να δεώσετε τη μαρτυρία σας, φυσικά για τέτοιες μητρούς γάμους γνώριζουμε ήδη και από την Άλφα προς Κολυθήρος, δηλαδή βρίσκουμε όμως και εδώ αυτή την ιδέα. Αυτό που είναι στοιχείο ειδοποιός διαφορά με τους κώδικες ειδικής συμπεριφοράς που έχουμε από το περιβάλλον της Άλφα Πέτρου είναι ότι το βασικό στοιχείο του χαρακτήρα και του ήθους των μελών της Εκκλησίας είναι η αγάπη. Η αγάπη προς όλους και η αγάπη κυρίως προς τους άλλους χριστιανούς και η ταπείνωση, η ταπείνωση η οποία ακριβώς προκύπτει από την ίδια τη ζωή των μελών μέσα στην αυτήν την νέα πραγματικότητα και από το παράδειγμα που τους δίνει ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Και φυσικά το ενδιαφέρον είναι ότι και ακριβώς είναι αυτό και το παράδοξο στοιχείο ενώ από την μια μεριά προσπαθεί ο συγγραφέας να τονίσει την ανάγκη τα μέλη της κοινότητας να είναι κομμάτι αυτής της κοινωνίας, να μην προκαλούν, να μην είναι εκείνοι οι οποίοι θα ήταν τα κακοπιά ή τα ταραχοπιά στοιχεία αυτής της κοινωνίας. Από την άλλη μεριά συνέχεια τονίζει ακριβώς το παρεπίδι μου, το προσωρινό αυτής της κοινότητας μέσα σε αυτόν τον κόσμο και αυτό ακριβώς όπως είπα και πριν και τελειώνω είναι αυτό που καθιστά το κείμενο ακόμα και σήμερα εξαιρετικά επικαιρό, καθώς και οι σημερινείς χριστιανικές κοινότητες, όντως μικρές πλέον μονάδες μέσα σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει μπορούν με αυτό το παράδειγμα να εμπνευστούν από το παράδειγμα ακριβώς αυτής της κοινότητας που περιγράφει ο συγγραφέας της ΑΠ ενός μιας κοινότητας η οποία πορεύεται μέσα στον κόσμο μειώντας κομμάτι αυτού του κόσμου, αλλά από την άλλη μεριά όντας επίσης ένα δυναμικό και ένα ουσιαστικό και ένα αυεργετικό κομμάτι αυτής της πραγματικότητας, σημερινής πραγματικότητας και έχοντας βέβαια πάντοτε ως προσδοκία, ως στόχο τα έσχατα και την έλευση του Ιησού Χριστού.