Διάλεξη 8 / Διάλεξη 8 / Διάλεξη 8

Διάλεξη 8: Συζητήσουμε σήμερα για ένα, δεν νομίζω να πω αμφιλεγόμενο πρόσωπο, θα έλεγα θα ήμασταν πιο ακριβής αν πούμε ότι θα μιλήσουμε για ένα αμφιλεγόμενο έργο. Αμφιλεγόμενο με την έννοια τη φιλολογική. Προειδεάζω λίγο τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε με το έργο του Carl von Clausewitz. Ότι το έρ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Μαργαρίτης Γεώργιος (Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Πολιτικών Επιστημών / Πόλεμος και Πολιτική
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=285a9570
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 8: Συζητήσουμε σήμερα για ένα, δεν νομίζω να πω αμφιλεγόμενο πρόσωπο, θα έλεγα θα ήμασταν πιο ακριβής αν πούμε ότι θα μιλήσουμε για ένα αμφιλεγόμενο έργο. Αμφιλεγόμενο με την έννοια τη φιλολογική. Προειδεάζω λίγο τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε με το έργο του Carl von Clausewitz. Ότι το έργο του ήταν ένας οκεανός, αν θέλετε, χειρογράφων ή χειρόγραφων παρατηρήσεων ή χειρόγραφων ιδεών καταθέσεων, τέλος πάντων μιας πλούσιας εμπειρίας και μιας πλούσιας μελέτης πάντα γύρω από το φαινόμενο του πολέμου. Το οποίο αν θέλετε φαινόμενο υπηρέτησε ως αξιωματικός σε μια πολεμική περίοδο, φυσικά όπως ήταν η δική του, ο διάσημος αυτός συγγραφέας. Αυτός ο οκεανός των εγγράφων μέχρι το θάνατο του συγγραφέα το 1831, από Χολέρα πέθανε σε πολύ νεαρή ηλικία, 51 ετών, στη διάρκεια μιας, όχι ακριβώς εκστρατείας, αλλά στο στρατόπεδο πέθανε. Αυτός ο οκεανός είχε πολύ λίγα κεφάλαια τελειωμένα, ήταν μια σειρά σχεδίων, σημειώσεων, παρατηρήσεων, μημερολογιακών και οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς, ιδεών κυρίως, πολλών ιδεών και ανέλαβε κατόπιν να το μορφωποιήσει σε ενιαίο έργο η σύζυγός του. Το φαντάζεστε ότι οι δυσκολίες αποκατάστασης, γι' αυτό λέω αμφιλεγόμενο, δεν υπάρχει καμία φιλολογική έννοια είναι αυτή, η προσπάθεια αποκατάστασης ενός τόσο μεγάλου και τόσο σπουδαίου έργου, απεδείχτει ίσως βαριά για τη σύζυγο του στρατηγού και χρειάστηκαν κατόπιν πολλές επανεκδόσεις, πολλές μελέτες, πολλές αναλύσεις. Αν θέλετε η πιο επίσημη έγκδοση, η οποία κυκλοφορεί σήμερα, προήρθε από υπερδεκαετή φροντίδα των κειμένων αυτών με τα εργαλεία που παρέχει η φιλολογία, η συγκριτική φιλολογία, γλωσσολογία και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Γύρω στα 1975, 1975 πραγματικά καλά το ακούτε, βρισκόμαστε 140 χρόνια μετά το θάνατο του συγγραφέα του μεγάλου αυτού έργου. Γιατί συζητιέται αυτό το έργο? Γιατί συζητιέται αυτό το έργο είναι πάρα πολύ απλή απάντηση. Και το φαινόμενο του πολέμου συζητιέται σήμερα όπως συζητιότανε χθες, όπως συζητιέται σε όλη την πορεία της ανθρωπότητας. Ιστορικός είμαι, διαπίστωση κάνω, δεν είμαι φιλόσοφος για να σας εξηγήσω το γιατί η ανθρωπότητα αρέσκεται σε πολέμους και γιατί αν θέλετε είναι ομώνυμος σύντροφος του ανθρώπου στην ιστορία της ανθρωπότητας ο Αλληλος Κοτομός. Αλλά οπωσδήποτε καθώς στην πορεία της ανθρωπότητας ο πόλεμος ήταν ένα βασικό δομικό στοιχείο, ένα βιβλίο που μιλάει με τον πλήρη και τον απόλυτο τρόπο για τον πόλεμο οπωσδήποτε είναι ένα σπουδαίο βιβλίο. Και αν θέλετε υπάρχει ένας, είναι ζωντανό βιβλίο αυτό είναι το κυριότερο χαρατιστικό του, είναι ζωντανό. Αυτό το περιπολέμου του Κλαούζεβιτς εξαιρετικά δηλώνει παρουσία στις μέρες μας. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι δεν σταμάτησαν οι άνθρωποι να ασχολούνται με αυτό, δεν είναι μόνο το γεγονός ότι στις πολύ κρίσιμες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας, το βιβλίο αυτό ξαναδιαβάστηκε πάρα πολλές φορές, μάλιστα διαβάστηκε από όλες τις πλευρές και μάλιστα αντιφατικά. Δηλαδή το βιβλίο αυτό ήταν απαραίτητος, απαραίτητο ανάγνωσμα και απαραίτητος σύντροφος για τον Λούντερντορφ. Όταν στο πρώτο παγκόσμιο πόλεμο αναζητούσε τα χαρατριστικά του ολοκληρωτικού πολέμου που ανακοίνωσε. Δηλαδή όταν μάλιστα στο Λούντερντορφ, είναι αρχιστράτηκος των γερμανικών δυνάμεων για ένα διάστημα και κατόπιν ένας πρώτος Ναζί πραξικοπηματίας στο πραξικό πήραριο του Μονάχου, πρωταγωνιστής μαζί με τον τότε νεαρό Αδόρφο Χίτλερ. Λοιπόν αναζητώντας αυτό στις ιδέες περί ολοκληρωτικού πολέμου, αναφερότανε πάρα πολύ συχνά στον Κλαούζεβιτς και φαντάζεστε υπάρχει μια πολύ σοβαρή συζήτηση εάν ερμήνευε ή εάν παραιρμήνευε αυτά τα ιδέες που ο Κλαούζεβιτς ανέφερε στο έργο του. Αλλά επίσης ο ίδιος αυτός ο συγγραφέας είναι ο αγαπημένος του Λένιν από την άλλη μεριά. Ο Λένιν οργανώνει μια επανάσταση και έχει να αντιμετωπίσει αμέσως μετά την επανάσταση έναν εμφύλιο πόλεμο. Έναν εμφύλιο πόλεμο όπως είναι συνήθως οι εμφύλοι πόλεμοι στο σύγχρονο κόσμο είναι τόσο εμφύλιος που αναμυγνύονται σε αυτόν πέρα από λευκούς και κόκκινους αναμυγνύονται καμιά δεκαριά άλλα στρατόπεδα και δεκαεφτά αν μετράω καλά ξένες δυνάμεις με τον έμεσο άμεσο τρόπο και λοιπά. Ένα πολύ μπλεγμένο πράγμα ο ρωσικός εμφύλιος και αν θέλετε πολύ μπλεγμένος και ο πόλεμος η μοσφή του πολέμου που γίνεται στη διάρκεια αυτού. Το να μπορούν να σκεφτούν οι άνθρωποι αυτό που τους συμβαίνει φαίνεται πως βοηθάει ιδιαίτερα αυτό το έργο το περιπολέμου. Πολλοί στη συνέχεια πίστεψαν ότι ερμήνευσαν το έργο αυτό με το σωστό τρόπο. Σας θυμίζω ότι στη δική μας ιστορία είναι πολύ γνωστό ο γεγονός ότι όταν η κεντρική επιτροπή του κομμαστικού κόμματος Ελλάδας και αν θέλετε και η κεντρική επιτροπή του ΕΑΜ, δηλαδή για την ακρίβεια ο Γιώργιος Σοσιάντος, όταν αποφάσισαν να αναθέσουν στον Πολύδρο Δενηλίδη την μελέτη του πως μπορεί να οργανωθεί ένας λαϊκός στρατός, δηλαδή πως η αντίσταση μπορεί να πάρει και ένοπλη μορφή να οργανωθεί ένας στρατός και να κάνει πόλεμο με τον κατακτητή. Το αγαπημένο εγχειρίδιο για κάτι το οποίο οι άνθρωποι αντιμετωπίζαν και πρώτη φορά, είναι μερικές εκατοντάδες νοματέοι ανάθεμα και αν έχουν επαφή μεταξύ τους όλοι με όλους, οι οποίοι οργανώνουν την αντίσταση της χώρας μας τον κατακτητή και την ένοπλη αντίσταση σε αυτό. Δηλαδή πρέπει να φτιάξουν πέρα από οργανώσεις, πολιτικές οργανώσεις πάρα πολύ γερές και θεμελιωμένες, πρέπει να φτιάξουν ένα στρατό και πρέπει να φτιάξουν ένα μέτωπο πολέμου. Πρόβλημα το οποίο δεν το έχουν ξανακάνει, όχι αυτοί οι ίδιοι, αλλά δεν υπάρχει και εμπειρία πώς γίνεται αυτό το πράγμα. Ο Μακρίδης, ένας αξιωματικός, σταγματάρης, επιτελικός, θεωρητικός, διαβασμένος, όταν του ζητούνε κοντά στον κύκλο των αξιωματικών που βρίσκονται κοντά στο κομμαστικό κόμμα Ελλάδα σε εκείνο το δύσκολο καιρό, όταν του ζητούνε πώς τελικά γίνονται αυτά τα πράγματα, πώς γίνεται ο πόλεμος, η απάντηση του Μακρίδης είναι πάρα πολύ απλή, τους δίνει ένα αντίτυπο του βιβλίου του Κλαούζεβιτς «Περιπολέμο», για να διαβάσουν πώς γίνεται ο πόλεμος. Παρατηρώντας την επόμενη ιστορία, δηλαδή από την ίδρυση της Κεντρικής Επιτροπής του Ελλάς και κατόπι, αν θέλετε αντιλαμβανόμαστε ότι ενίωται, ενίωται, το επιτελείο, το γενικό επιτελείο, το γενικό στρατηγείο είναι αυτό, είτε Κεντρική Επιτροπή του Ελλάς όσο υπάρχει, εφαρμόζουν σχεδόν κατά γράμμα παρατηρήσεις και σκέψεις του Κλαούζεβιτς. Εκείνοι οι περίφημοι ελιγμοί του καλοκαιριού του 1943, που έχουν σχέση με την διασπορά στο έδαφος, ώστε να υποχρεώνεις τον αντίπαλο ή τη συσπείρωση δυνάμεων, δηλαδή το άπλωμα και το μάζεμα στον χώρο, σύμφωνα με όσα περιελαμβάνονται στο κεφάλαιο, στο βιβλίο μάλλον, περί άμυνας, για την άμυνα του Κλαούζεβιτς, αυτό το λες και κανείς και διαβάζει τις σελίδες του βιβλίου, που σημαίνει το πίναστο σοβαρά. Εξάλλου επειδή έχει συμβεί να έχω δει τις φωτογραφίες τουλάχιστον αυτού του βιβλίου, είναι ένα βιβλίο το οποίο είναι τόσο υπογραμμισμένο και με τόσα σημειώματα στο περιθώριο, που τελικά δύσκολα καταλαβαίνεις τι ακριβώς λέει. Προσθέστε και την κακή μετάφραση στα ελληνικά και διαπιστώνετε το πόσο δύσκολο ήταν να διαβαστεί και να υιοθετηθεί αυτό το βιβλίο. Πολύ μεγάλη κουβέντα για τον Κλαούζεβιτς, γίνεται, τον επικαλούνται πάρα πολύ συχνά, αξιωμαντική ένθεν και ένθεν του μετόπου, στην διάρκεια του Δευτερού Παγκοσμίου Πολέμου. Όχι μόνο στα ελληνικά πράγματα, αλλά δεξιά και αριστερά. Ή αν θέλετε, ο Πάτων όταν ζητάει τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο στα ρύπια του Δευτέρου, επικαλείται Κλαούζεβιτς. Ή αν θέλετε, οι αντίπαλοι του επίσης που λένε ότι αυτά δεν είναι δυνατόν, επικαλούνται επίσης το ίδιο. Στην πυρηνική εποχή στο ψυχρό πόλεμο, υπάρχει ένα ζήτημα. Εάν ακυρώνει η ισορροπία του τρόμου, η πυρηνική απειλή, ο ολοκληρωτικός πόλεμος στην πυρηνική του εκδοχή, αν ακυρώνει το περιπολέμον του Κλαούζεβιτς και κατά συνέπεια ακυρώνει μαζί του τις κλασικές νεοτερικές σύγχρονες αντιλήψεις περιπολέμου, ή εάν αντίθετα δικαιώνονται μέσα από αυτή την εξέλιξη της επιστήμης που έκανε αυτό το τελικό στόχο του πολέμου, που αφήνει να εννοηθεί ότι είναι ο Κλαούζεβιτς, που το λέει και όλα σε μερικές φορές. Το λέει στον Κλαούζεβιτς είναι σχετική έννοια, γιατί πάντα λέει κάτι για να έχει την ευτυχία να το ανατρέψει αμέσως μετά ή να το σχετικοποιήσει αμέσως μετά. Λοιπόν, ότι να καταστήσεις στον αντίπαλο, να στηρίσεις από τον αντίπαλο τα μέσα για να κάνει πόλεμο, τα μέσα και τη θέληση να κάνει πόλεμο. Το φαντάζεστε ακριβώς αυτό, ότι το πυρηνικό όπλο είναι το τέλειο όπλο για την αποτροπή του πολέμου, γιατί η απειλή χρήσης του αν θέλετε ακυρώνει την όποια θέληση κάτω από το βάρος των συναιπιών που θα έχει μια πυρηνική αναμέτρηση, τη θέληση του να γίνει πόλεμος. Και αν θέλετε μέσω Κλαούζεβιτς έχουμε την εξήγηση γιατί ο πόλεμος παραμένει στο πυρηνικό τουλάχιστον επίπεδο ψυχρός και να γίνεται θερμός. Προς μεγάλη αν θέλετε ευτυχία της ανθρωπότητας, διότι δεν είναι αστεία πράγματα μια πυρηνική αναμέτρηση. Υπάρχει αυτός ο καβγάς. Και αν θέλετε σε εποχές που οι Ηνωμένες Πολιτείες σκέφτονται τον εαυτό τους, το ρόλο τους, την πολιτική της ανάσχεσης που έχουν υιοθετήσει από την εποχή του δόγματος Τρούμαν, στην εποχή του δύσκολου πολέμου του Βιεννάμ, η συζήτηση πριν Κλαούζεβιτς δίνει και παίρνει στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Και πάντοτε δίνει και παίρνει, διότι μια δύναμη που έχει τάξη τον εαυτό της ως, πώς να το πω, προστάτη ή αν θέλετε από την άλλη μεριά ως χωροφύλεκα του κόσμου ολόκληρου, συνήθως κάνει πόλεμο. Και στον πόλεμο αυτό πάντοτε κάτι διαβάζει για να ξέρει πώς γίνονται οι πολέμοι και συνήθως αυτό που διαβάζει είναι το έργο, το ίδιο αυτό έργο, το περιπολέμου. Και για να φτάσουμε στο τέλος του ψυχρού πολέμου και στη σημερινή εποχή, σε όλη αυτή τη φιλολογία που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1990 για το αν ο πόλεμος, όπως το ξέραμε, είναι η εποχή που ο Φουκουγιάμε έλεγε ότι η ιστορία τελείωσε και φυσικά, γιατί το έλεγε αυτό, το έλεγε γιατί δεν υπάρχει λόγος πια να γίνονται συγκρούσεις και δεν υπάρχει λόγος να γίνονται πόλεμοι. Γιατί για πρώτη φορά δεν υπάρχουν γεωγραφικά σύνορα, η ελευθερία κίνηση, ο φιλελευθερισμός αυτό, η ελευθερία κίνηση του κεφαλαίου, η ελευθερία κίνησης ανθρώπων, η ελευθερία της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και η ελευθερίας που έχει ανάγκη ο καπιταλισμός για να αναπτυχθεί, όλες αυτές κινούνται πια στον κόσμο μας χωρίς αντίπανο. Οι λαϊκές δημοκρατίες απέθαναν, οι Σοβιετικές Ένωσες απέθαναν, οι κομμουνιστές δεν αισθάνονται πολύ καλά, πάντα έχουν γης, κατά συνέπεια τελειώσανε οι αντιδράσεις και κατά συνέπεια μαζί τους τελειώσανε οι πόλεμοι, τελείωσε η ιστορία. Άρα, στη δεκαετία του 1990, τι χρειαζόμαστε τον Κλαούτζιβιτς. Ο Κλαούτζιβιτς χρειάστηκε στη δεκαετία του 1990, όταν ήταν να γίνουν πόλεμοι, σε αυτό το τέλος των πολέμων να γίνουν πόλεμοι, για παράδειγμα, όταν χρειάστηκε αφενός να γίνει αυτή η ανακατανομή της διουκοσλαβικής κληρονομιάς στον χώρο των Βαλκανίων, όπου εκεί, τι ακριβώς πόλεμος ήταν αυτός, τι ακριβώς μορφή είχε ο πόλεμος, όπου έδωσε και πήρε το ποιος, το αν είναι κλασικός πόλεμος τύπου Κλαούτζιβιτς ή αν είναι απλώς μια αστυνομική επιχείρηση η οποία οφείλει να βάλει τάξη κλπ. Και οι αντιμαχόμενοι χρησιμοποίησαν το περιπολέμου με τον τρόπο του ο καθένας. Κατόπιν, πάλι στην ίδια δεκαετία και στην επόμενη δεκαετία, αυτοί οι ανισομυρείς αναμετρήσεις, στις οποίες από τη μια μεριά είναι μία συνασπισμός, πιερδύναμη και ούτω κατ' αυτοίς και από την άλλη είναι περιφερειακά κράτη τα οποία πρέπει να προσαρμοστούν ή να ξεφανιστούν, συνήθως το δεύτερο είναι αυτό που συμβαίνει. Λοιπόν, και εκεί υπήρξε μεγάλο ζήτημα εάν σε αυτό το είδος πόλεμου, το καινούργιο είδος πόλεμου, όλες οι κλαστικές αυτές θεωρίες έχουν κάποια ισχύ. Κι αν τελείωσε ο Κλαβούτζεβιτς ή όχι. Στη δεκαετία της κρίσης θα λέγαμε, δηλαδή τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, η συζήτηση περί κόμματος έχει πάλι επανέρθει στο προσκήνιο, διότι από τι φαίνεται, μάλλον το τέλος της ιστορίας έχει πάρει μία μικρή μεγάλη αναβολή, κανείς δεν ξέρει, το τέλος της ιστορίας, ξέρετε, έχω μία μικρή υποψία ότι δεν μπορεί να υπάρξει τέλος της ιστορίας με λάβαρο το τέλος αυτού, την ανταγωνιστικότητα, που είναι το ιερό της εποχής μας, διότι πάρα πολύ απλά αυτοί που αναγγέλουν το τέλος της ιστορίας κάτω από αυτό το λάβαρο, ξεχνούν ότι η ανταγωνιστικότητα έχει δύο πλευρές, την πλευρά αυτού που κερδίζει, που ανταγωνίζεται, εξεφανίζει δηλαδή τους ανταγωνιστές του με επαρκή τρόπο και την πλευρά του χαμένου, είναι και αυτή μια πλευρά. Και συνήθως επειδή για να πετύχει ένας χάνονται 100, 1000 και παραπάνω, το φαντάζεστε ότι αυτές οι αντιθέσεις είναι εκείνες, αυτή η άρνηση ανάπτυξη του κόσμου, που επιβάλλει ανταγωνιστικότητα, περιέχει λέξη ανταγωνιστικότητα, αυτό υπόσχεται σε νέες αναπταραχές, νέους πολέμους, νέες καταστάσεις, άρα περαιτέρω μελέτη του έργου περιπολέμου του Κλάουσβιτς. Αυτή είναι η σημασία του, αυτή είναι η συζήτηση που αν θέλετε είναι μια συζήτηση πάντα επίκαιρη διότι άπτεται της ουσίας του ανταγωνισμού μεταξύ κοινωνιών, ανθρώπων, ομάδων, συμφερών των καταστάσεων και του καθεξής. Ο ανταγωνισμός αυτός εμπεριέχει τη σύγκρουση, άρα εμπεριέχει τον πόλεμο. Ένα βιβλίο για το τι είναι ο πόλεμος, το φαντάζεστε ότι δεν μπορεί παρά να είναι επίκαιρος μέχρι το τέλος, το πραγματικό τέλος της ιστορίας. Αυτό το έχει πολύ πριν το Φουκουγιάμα και μάλλον μιλώντας πολύ πιο σοβαρά από το Φουκουγιάμα το έχει αναγγείλει ο Μάρξ. Δηλαδή όταν σταματήσει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και αρχίσει τότε η κανονική ιστορία. Το βιβλίο του Περιπολέμου είναι πάντα επίκαιρο διότι καθώς ο πόλεμος παρακολουθεί όλα τα σκαμπανευάσματα, τις ανώδους, τις καθόδους, τις πτώσεις, τις προσδοκίες, τα επιτεύματα, τις καταστροφές, τις θεομηνίες, ό,τι περιλαμβάνει η ανθρώπινη ιστορία, τις στροφές, τις εναλλαγές και ούτω καθεξής γιατί περιέχει την κατάληξη όλων αυτών των πραγμάτων, τη σύγκρουση, τον πόλεμο, τις τομές δηλαδή. Γι' αυτό και είναι επίκαιρο στο σημερινό μας κόσμο που αν θέλετε είναι και ένας κόσμος ακόμη, θα το εξηγήσουμε αυτό στη συνέχεια, των εθνών, γιατί είναι ένας κόσμος αστικός ακόμα. Και παρ' όλα όσα ακούγονται στη σημερινή μας εποχή, τα έθνη είναι εκείνα που ακόμη κρατούνε τα νήματα της ιστορίας. Όποιος πει το αντίθετο, θα σκοντάψει πάνω σε πολύ σκληρές πραγματικότητες, κι ας φαίνεται το αντίθετο. Λοιπόν, επίκαιρο βιβλίο, γιατί όμως αυτό είναι το μόνο βιβλίο, είναι το μόνο που έχει γραφτεί για τον πόλεμο. Φυσικά και όχι. Το φαντάζεστε, αυτή η κύρια ενασχόληση των ανθρώπων, δεν μπορούσε επαναεμπνεύσης συγγραφής και συγγραφής στο διάβα των αιώνων. Και αν θέλετε να κάνουμε μια μικρή, όχι όλων των βιβλίων, αλλά μερικών σπουδαίων βιβλίων που έχουν γραφτεί για τον πόλεμο, έτσι απλώς για να τα αναφέρουμε, να τα διαβάσουμε και να δούμε γιατί αυτά δεν έγιναν βιβλία καθολικής χρήσης. Η μεθοδική συγγραφή πραγματιών περί του πολέμου συνήθως την ξεκινάμε με το Σουντσού. Ο Σουντσού είναι Κινέζος, δεν ανήκει στη δική μας σειρά της ιστορικής εξέλιξης, είναι Κινέζος σε μια πολύ σημαντική εποχή, όταν γινόταν μια διαρκής πόλεμη μεταξύ διαφόρων βασιλείων μέχρι να ενωποιήσουνε γύρω στα 220-230, οι Κίν να ενωποιήσουνε τα 7 βασίλια, την Κίνα με λίγα λόγια. Μέσα σε αυτό το 4ο αιώνα της δικής μας χρονολόγης, 4ο αιώνα π.Χ. του δικού μας ημερολογίου, έγραψε την τέχνη του πολέμου, ο Σουντσού, μια πραγματεία που ασχολείται τεχνικά αλλά και φιλοσοφικά με τον πόλεμο. Θέτει τους στόχους, θέτει τους όρους, θέτει τις ιδέες, θέτει τις σκέψεις, θέτει ερωτήματα γύρω από το αντικείμενο, γύρω από τις μεθόδους. Το ενώνει τον πόλεμο με την πολιτική ή τέλος πάντων μας εξηγεί το πώς η ειρηνική μέθοδη της πολιτικής και η στρατιωτική μέθοδη της πολιτικής είναι εργαλεία που υπηρετούν τους ίδιους και τους αυτούς στόχους, στόχους κοινωνικούς, στόχους πολιτικούς, στόχους συμφερόντων, στόχους επιδιώξεων. Εάν θέλετε είναι ένα βιβλίο επίσης που ακόμη και σήμερα διαβάζεται, όχι τόσο πολύ, μας μιλάει για εξωτικές καταστάσεις αλλά καθώς το αντιμετωπίζει με ένα σφελικό τρόπο αυτές οι εξωτικές καταστάσεις φαίνονται να είναι διαχρονικές και να ισχύουν ίσως για τον δικό μας κόσμο. Από εκεί και πέρα έχουμε μια σειρά από έργα τα οποία κυρίως αναφέρονται στη δική τους εποχή και φιλοσοφούν επί του πολέμου που έχουν μπροστά τους, που αντιμετωπίζουν, που εξετάζουν. Το πιο σημαντικό από αυτά είναι ίσως ο Θουκυδίδης. Δεν μπορώ να μιλήσω για τον ξενοφόνο γιατί εκεί πάνω είναι στενός ο χώρος στον οποίο αναφέρεται ο Θουκυδίδης. Είναι ο ευρύτερος γιατί ο Θουκυδίδης στην ουσία παρακολουθεί την πατρίδα του την Αθήνα, τον πόλεμο που διεξάγει η Αθήνα και η Αθήνα καθώς είναι μεγάλη δύναμη και καθώς είναι δύναμη που κυριαρχεί στον χώρο, στον ευρύτερο χώρο πεδίο του πολέμου, μπορεί και ανάγει την πολιτική της σε σφαιρική πολιτική, σε συνολική πολιτική, κατά συνέπεια τον πολεμό της. Και κατά συνέπεια όλες αυτές οι επιδιώξεις, οι στόχοι, οι μέθοδοι, οι αμφισβητήσεις, οι απορίες, τα ερωτήματα, όλα αυτά τα πραγματεύεται ο Θουκυδίδης, μιλώντας όμως γι' αυτόν τον στενό χώρο και γι' αυτόν τον στενό χρόνο μέσα στον οποίο βλέπει αυτά που βλέπει, με εξαιρετικό τρόπο, χωρίς να πηγαίνει πέρα από αυτά. Το ίδιο συμβαίνει και με πλήθος Ρωμαίων συγγραφέων που φιλοσόφισαν, αν θέλετε, τους ατυλίου τους πολέμους της Ρώμης, είτε κατακτητικούς είτε αμυντικούς και, αν θέλετε, όλο αυτόν τον πλούτο της κλασικής αρχαιότητας αργότερα προσπάθησε να τον αξιοποιήσει και να τον κάνει θεωρία του πολέμου, πάντα όμως ξεκινώντας από τον πολύ στενό χώρο της πόλης του και των αμυντικών προβλημάτων της Ιταλίας των αρχών του 16ου αιώνα. Μιλάω για τον Νικολόμα Κιαβέλη και την πραγματεία του το βιβλίο του για τον πόλεμο, το οποίο, αν θέλετε, προσπαθεί να βρει τη συνταγή του σωστού πολέμου, του σωστού στρατού, όχι διαχρονικά, αλλά που θα υπηρετούσε την μικρή Φλωρεντία, μικρή μεγάλη πόλη, αλλά μικρή σε σχέση με τα θυρία που αλληλομάχονται στο έδαφός της, μια η Γαλλία, από την άλλη η Σπανία, από την άλλη η Αγία, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους. Το φαντάζεστε, είναι πολύ σύνθετη η υπόθεση της Φλωρεντίας. Προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σε εφαίνομενικά μια διέξοδη κατάσταση, είναι τόσο μεγάλα αυτά τα πράγματα που δεν θα μπορούσε κανείς να τα αντιμετωπίσει. Ο Μακιαβέλης σκέφτεται πολύ, σκέφτεται πολιτικά τον πόλεμο, γιατί πολιτικός είναι, δεν είναι στρατιωτικός, αλλά μέχρι εκεί. Δηλαδή, τον Μακιαβέλη τον χρησιμοποιούμε, τον Μακιαβέλη τον χρησιμοποιούμε, αλλά δεν είναι Κλαούζεβιτς. Το να πούμε πάλι ότι ο Κλαούζεβιτς απλά κατέγραψε τους πολέμους της εποχής του και αν θέλετε το μεγάλο του αντίπαλου, τον Απολέοντα. Όχι, ο Γιωμηνή είναι εκείνος που αναλύει τη στρατηγική του Απολέοντα, των Απολαιοντίων πολέμων, των επαρθατικών πολέμων, όλων αυτών που αλλάζουν, δεν είναι ο Κλαούζεβιτς. Ο Κλαούζεβιτς αντιμετωπίζει από πολύ γενικότερη και φιλοσοφικότερη, σφαιρικότερη και οικουμενικότερη και διαχρονική φάση τον πόλεμο παρά οτιδήποτε άλλο. Και σήμερα, αν θέλετε, εφόσον, ας πούμε, τα διδάγματα, εφόσον περνάει από ποικίλες μελέτες, αντιδράσεις και λοιπά, δηλαδή, δεν είναι τυχαίο ότι τόσο στο Μάρξ, όσο στο Νέγγελς, όσο το είπαμε και όλα στο Λένιν, ο Κλαούζεβιτς είναι μέσα στις βασικές τους αναγνώσεις, μελετώντας την πολιτική, τη συγκρούση, ή αν θέλετε, τον πόλεμο μέσα σε αυτά. Για να φτάσουμε στην εποχή μας, στην εποχή μας που θεωρείται ότι, αν θέλετε, σκεφτήκανε πάρα πολύ την υπόθεση Κλαούζεβιτς, ο μεγάλος στρατιωτικός αναλυτής, φιλόσοφος του πολέμου, μελετητής, ας το πούμε έτσι, μην τα μπερδεύουμε τις λέξεις, του πολέμου Ο Λίντελ Χάρτ, από το μακρινό Λονδίνο, και από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ένας αμφιλεγόμενος, αρκετά μπερδεμένος, στην εποχή του Πιλινικού Πολέμου, ο Φούλερ. Η μοναδικότητα του έργου λοιπόν του Κλαούζεβιτς βρίσκεται στην διαχρονικότητά του και στην οικουμενικότητά του, δηλαδή σκέφτεται τον πόλεμο ανεξάρτητα από τις καταστάσεις που έχει να αντιμετωπίσει. Δεν δίνει οδηγίες, δεν τραγικοποιεί καταστάσεις. Δεν λέγεται όπως ο Θοκιδίδης για την άνοδο και την πτώση μιας πόλης, το ηθικό και το ανήθικο, όλα αυτά τα ζητήματα. Όχι, όχι, για την ακρίβεια δεν τον απασχολούν αυτά, τον Κλαούζεβιτς. Δεν είναι απολίτικος με την έννοια ότι δεν ασχολείται με την πολιτική, ξέρει ότι ο πόλεμος είναι πολιτικής στην ουσία. Εντάξει, υπάρχει και η περίφημη φράση την οποία θεωρούμε ότι είπε ο Κλαούζεβιτς, αλλά όπως συμβαίνει συνήθως με τις φράσεις τις οποίες αποδίδουμε σε μεγάλους, δεν την είπε ακριβώς έτσι ο Κλαούζεβιτς. Ή μάλλον την είπε και μετά την αρνήθηκε, γιατί έτσι κάνει πάντα αυτός ο συγγραφέας. Η φράση αυτή είναι ότι ο πόλεμος δεν είναι περί συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Όχι, είναι πολύ απλοϊκή η φράση για να την πει ένας τόσο σοφός μελετητής του πολέμου. Λοιπόν, εκείνο είναι το πρώτο ζήτημα. Τι τον ενδιαφέρει? Αξιωματικός είναι, στρατηγός φτάνει, σε πολέμους ζει. Ο πρώτος τους πόλεμος είναι σε ηλικία 12 χρονών, ο τελευταίος τους ηλικία 51 χρονών, όταν πέθανε. Ασχολείται με το πεδίο της μάχης, με τη σύγκρουση. Εκείνο που στην υπέρτατη στιγμή του πολέμου, στην μάχη, στη σύγκρουση, τους παράγονται σε εκείνους που δίνουν τη νίκη ή τη νίτα. Αναλύει τη μάχη, στην ουσία, διαχρονικά βάζοντας της ερωτήματα και μέσα από τα ερωτήματα αξιώματα ή, αν θέλετε, θεωρήματα, δεν θα τρομούσαν να πω κανόνες για να καταλαβαίνουμε ποιοι παράγοντες απελευθερώνονται και ποιοι παράγοντες κρίνουν την υπέρτατη στιγμή του πολέμου, τη μάχη, τη σύγκρουση. Ένας σύγχρονος ιστορικός ή ένας σύγχρονος πολιτικός αναλυτής, ας πούμε, θα τον ενοχρούσε λίγο το έργο του Κλαούζεβιτσα. Θα τον ενοχρούσε με την έννοια ότι έχει κενά, ότι έχει πάρα πολλά κενά. Ότι, για παράδειγμα, δεν ασχολείται με την οικονομία του πολέμου. Δεν θα κάτσει να εξετάσει πόσο καρβούνο έχει μια χώρα, πόσο σιδηρομετάλλευμα έχει μια χώρα, ποιες διαδικασίες και γνώσεις τεχνικές έχει μια χώρα, ώστε να μετατρέψει αυτά τα υλικά σε κανόνια, σε πυρομαχικά και σε οτιδήποτε χρειαζούμενο στον πόλεμο. Αυτά τα θεωρεί δεδομένα εργαλεία. Έχεις ένα στρατό με τόσους άνδρες, τόσα τουφέκια, τόσα κανόνια, τόσα πυρομαχικά. Με αυτά τι κάνεις? Αυτά είναι τα δεδομένα του. Δεν θα κάτσει να εξεταστεί πως προκύψανε αυτά. Δεν τον ενδιαφέρει, δεν κάνει οικονομία του πολέμου. Για την ακρίβεια, ούτε και πάλι, με τον Κλαούζεβιτσα είναι πάρα πολύ δύσκολο να μιλήσει με ακρίβεια. Όταν μελετάει τον λαϊκό πολέμιο, για παράδειγμα, κάνει οικονομία του πολέμου. Δηλαδή, είναι αυτό το περίφημο το κόστος αποτέλεσμα. Δηλαδή, φτιάχνεις το συσχετισμό δύναμης υποχρεώνοντας τον αντίπαλο να χάσει το συγκριτικό του πλεονέκτημα, τη συγκεντρωμένη δύναμη πυρός του. Το απλώνεις εκεί που χρειάζεται, το μαζεύεις εκεί που χρειάζεται, ώστε πάντα να πετύχεις το τοπικό πλεονέκτημα, το κέντρο βάρους το οποίο θα κρίνει τη συγκρούση. Αυτό είναι οικονομία με λίγα λόγια, αλλά είναι οικονομία της μάχης. Δεν είναι οικονομία πολεμική, αυτή που προετοιμάζει τα εργαλεία του πολέμου. Αυτά είναι δεδομένα για τον Κλαούζεβιτσα. Δεν θα κάτσει να εξετάσει πόσοι ψυχάμινοι ή οι σύγχρονοι ιστορικοί, που εξετάζουν γιατί μερικά κράτη στον δεύτερο επαγγόσμιο πόλεμο μπορεί να είχαν μηχανοκίνητο στρατό και άλλα δεν μπορούσαν να έχουν μηχανοκίνητο στρατό. Και αρχίζουν και μετράν τα πάντα. Από το πόσο αυτοκίνητες και εκλοφορούσαν προπολεμικά στις χώρες αυτές, η Αμερική έχει το απόλυτο πλεονέκτημα, μέχρι πόσοι ξέρουν να οδηγούν στις χώρες αυτές, το οποίο αν θέλετε είναι σχετική έννοια διότι ο ελληνικός στρατός της Μικράς Ασσυσίας το 1920, ζήτημα θα ήταν εάν ένας στους Έλληνες στους 10.000 ήξεραν να οδηγεί αυτοκίνητο. Παρ' όλα αυτά, στις μεγάλες εκστρατείες στη Μικρασία, ο ελληνικός στρατός τις έκανε κυρίως βασιζόνος αυτοκίνητα. Που σημαίνει ότι μαθαίνεις. Κι αυτές ακόμα είναι πολύ συζητήσιμες έννοιες. Αυτά δεν τον απασχολούν. Τον απασχολούν το καθαρό πεδίο του πολέμου. Καθαρό, απαλλαγμένο από τα υπόλοιπα. Μια άλλη, ένα άλλο κενό για το οποίο κατηγορήθηκε είναι ότι δεν μιλαμβάνει τίποτα για το ναυτικό πόλεμο. Δεν σου μιλάει για τη θάλασσα, δεν σου μιλάει για τίποτα. Ή αν θέλετε ακόμα χειρότερα, δεν σου μιλάει για ποτάμια. Αυτά δεν είναι προπαρασκευαστικά ή αν θέλετε βοηθητικά σε αυτό που τον απασχολεί. Την ώρα της μάχης, το πεδίο της μάχης. Αυτό είναι το κύριο που τον απασχολεί. Ο χρονισμός της μάχης. Το εάν τον απολέοντας έδινε τις μάχες κατά μήκος πλωτών ποταμών και αν τον απολέοντας κάθε φορά που εγκατέλειπε τα μεγάλα ποτάμια, είτε το Ρίνο είτε το Δούναβι, για να βγει είτε προς τη Μόσχα είτε προς τη Μαδρίτη να κάνει εκστρατείες, έχανε αυγά και πασχάλια διότι ο εφοδιασμός εκείνο τον καιρό μεγάλων στρατών δεν μπορούσε να ακολουθήσει παρά μόνο δια μέσου των ποταμών, των πλωτών ποταμών. Λοιπόν αυτό δεν υπάρχει σε καμία από τις πολυάρθιμες σελίδες του έργου του. Αντίθετα το εάν το αποθετήσεις το στρατό σου στην άμυνα στις παρυφές του δάσους, μέσα στο δάσος ή πίσω από το δάσος, αυτό είναι κάτι που τον βασανίζει εξαιρετικά. Ας σταματήσουμε όμως αυτή την περιδιάβαση, τι είναι και τι δεν είναι το έργο, θα ξαναγυρίσουμε σε αυτή και ας μιλήσουμε λίγο για τις συνθήκες μέσα στις οποίες έζησα μεγάλως για να καταλάβουμε τον Κλαούσεβιτς μέσα από την εποχή του. Μοιάζει λίγο η βιογραφία τον Κλαούσεβιτς, μοιάζει λίγο με τη βιογραφία του μεγάλου του αντιπάλου, του μισιτού του αντιπάλου, του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Μοιάζει λίγο με την έννοια την εξής, ότι ανήκουν σε μια εποχή που επιτρέπεται και σε άλλες κοινωνικές ομάδες πέρα από την Αιστοκρατία να γίνουν αξιωματικοί. Δεν είναι απόλυτο αυτό. Δηλαδή η οικογένεια του Κλαούσεβιτς, για παράδειγμα, μετά τις απώλειες που έχει ο προσωπικός στρατός σε αξιωματικούς στον 18ο αιώνα, ειδικά στον 7η πόλεμο, υποχρεωτικά για να υπάρχουν αξιωματικοί, ανοίγει το σώμα των αξιωματικών που μέχρι τότε έπρεπε να είσαι γιοκτήμονας, να είσαι φων, να είσαι μεγάλο πρόσωπο για να ανέβεις τις βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας, ανοίγει προς τα μεσαία στρώματα. Τα μεσαία στρώματα και συνήθως από αυτά αν λύει μορφωμένους, αν λύει αν θέλετε, ανθρώπους που τέλος πάντων έχουν μια κάποια παιδεία, την γνωστή παιδεία του 18ο αιώνα, αυτό που θα είχαν τα μέσα στρώματα, την εμπορική παιδεία, την πρακτική παιδεία, την παιδεία του διαφωτισμού, αν θέλετε να το πούμε αλλιώς, που έχουν αυτά τα στρώματα και αυτό το πράγμα γίνεται μέρος του στρατεύματος. Το πώς σκέφτεται ένας γιούνκερ και το πώς σκέφτεται ένας μεσαίος, ένας γιος εμπόρου, ένας γιος καθηγητή, ένας γιος οτιδήποτε, είναι τελείως διαφορετικά πράγματα. Όταν συνδέονται αυτά, τότε έχουμε γόνιμη σκέψη. Γιατί στην ουσία προέρχεται και μια ταξική και ταυτόχρονα πολιτική και ταυτόχρονα θεωρητική σύγκρουση, η οποία γίνεται και έτσι. Είναι ανάλογη και η πορεία, αν θέλετε, του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Ο Ναπολέοντας Βοναπάρτης ήταν και αυτός γιος και είχε πολλά απλά εμπόδια. Δεν ήταν αριστοκράτης, ήταν τοπικός άρχοντας, αλλά αυτό δεν σημαίνει. Ήταν μια οικογένεια, εύπορη οικογένεια, πλούσια οικογένεια, σημαντική οικογένεια, αλλά τέλος πάντων στο αιάκιο της Κορσικής. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Κάπως παράλληλα. Αυτό και τον ένα και τον άλλο στρέφει τους γονείς τους και τους ίδιους στην στρατιωτική καριέρα. Δηλαδή ο πατέρας του Κλαούσεβις δεν είναι ακριβώς αυτό που θα λέγαμε αξιωματικός καριέρας, δεν θα μπορούσε να είναι άλλος. Σήμερα στις σημερινές συνθήκες, δεν έχει αριστοκρατική καταγωγή αυτό εννοώ, σημερινές συνθήκες θα λέγαμε ότι είναι έφεδρος αξιωματικός. Ένας μεσοαστός, έφεδρος αξιωματικός. Ο οποίος όμως, εξαιτίας μιας κοινωνικής εμβέλειας που διαθέτει, αποκτά αρκετές γνωριμίες στον Πρωσικό Στρατό ώστε να αφιερώσει τον γιό του στο στράτερνα. Για την ακρίβεια δεν του βρίσκε ένα επάγγελμα. Όταν λέμε του βρίσκε επάγγελμα εννοούμε 12 χρονών τον Στέλνη στον Στρατό. Με την προοπτική να πολεμήσει αλλά και ταυτόχρονα να μορφωθεί. 12 χρονών όταν λέμε 12 χρονών εννοούμε ότι βρισκόμαστε στα 1792. Είναι η χειρότερη εποχή που μπορεί κανείς να πάει στο στρατό για να κάνει καριέρα. Διότι 13 χρονών ο Νεαρός Κλαούζεβιτς βρίσκεται στο πεδίο της σμάχης. Μην μου πείτε τι μπορεί να κάνει ένα παιδί 13 χρονών. Παιδιά 13 χρονών κινούν τα στρατεύματα του εκείνου εκείνου. Δεν ξέρουμε αν ο Κλαούζεβιτς πέρασε από αυτό το στάδιο. Αλλά είναι τα παιδιά τα οποία κάνουν τα θελήματα που συνοδεύουν το στρατό, που είναι οι ορντινάνσες, που είναι οι αγγελιοφόροι και κυρίως είναι οι τυμπανιστές. Αυτοί δηλαδή για να ακούγονται μάλιστα είναι υποχρεωμένοι να πηγαίνουν στο πεδίο της μάχης μπροστά από τα στρατεύματα και μάλιστα το θανατικό που πέφτει σε αυτά τα παιδιά καθώς βρίσκονται σε θέση και καθώς τυχόν εξόντωση τους στερεί το στρατό από το βασικό τρόπο επικοινωνίας τους στο πεδίο της μάχης, δηλαδή τον ήχο των τυμπάνων. Το φαντάζεστε ότι είναι επιλεγμένος στόχος του αντίπαλου αυτά τα παιδιά. Δεν είναι εύκολο δηλαδή η θητία που κάνει. Και στο κάτω κάτω για την εισβολή στη Γαλλία πρόκειται. Για την εισβολή στη Γαλλία η οποία από το δύσκολο πεδίο μάχης του Ρήνου βρίσκεται στην ορεινή, λοφώδης είναι για τα δικά μας μέτρα και σταθμάτων Βαλκανίων, στην ορεινή περιοχή των Βοσγίων Ωραίων, όπου αυτός ο Δεκατριάχθρονος μετέχει στις μάχες της εκεί. Στα 1801, αφού τρώει με το κουτάλι τις εκστρατείες και τις αντεκστρατείες, με μέσο πάλι, με τις γνωριμίες της οικογένειας του και την εύνοια των αξιωματικών του, μπαίνει στην στρατιωτική σχολή, στην στρατιωτική ακαδημία της Προσίας για να γίνει αξιωματικός. Είναι όρημος, πια 21 χρονών μπορεί να γίνει αξιωματικός. Σε αυτή τη στρατιωτική ακαδημία της Προσίας του συμβαίνουν δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι συναντιέται με τον στρατηγό, τον Κέρτφον Σανχόρστ. Ο Σανχόρστ είναι ένα από τα φωτισμένα πνεύματα που κληροδότησε στη μετέπειτα Προσία, η περίοδος του Φρυδερίκου του Μεγάλου, είναι από τους μεγάλους οργανωτές στρατών και, αν θέλετε, ένας από εκείνους που έκτισαν πάνω στα ίχνη τα Γερμανικά του Φρυδερίκου, αλλά και πάνω στα ίχνη των νέων καιρών και πάνω στα ίχνη που χάραξαν πάνω τους αντίπαλοι τους, πάνω στα ίχνη των Απολεώντων Πολέμων, στείλουν την Νέα Προσία, αν θέλετε, και μαζί της στείλουν αυτό που αργότερα γίνεται η Γερμανία, τη σύγχρονη Γερμανία, αν θέλετε. Λοιπόν, αυτό είναι το πρώτο, ότι συναντιέται με τον Σανχόρστ. Το δεύτερο είναι ότι πρέπει να κερδίσει τη θέση του στη σχολή, τα γαλόνια του ως αξιωματικού, τη θέση του ως αξιωματικού, πρέπει να τα κερδίσει από το μηδέν. Δεν ανήκει σε μια μεγάλη αριστοκρατική οικογένεια, δεν έχει προστάτες τον βασιλιά τον ίδιο ή τους συγγενείς του, είναι, αν θέλετε, στο περιθώριο της κοινωνικής τάξης του τότε κόσμου, αστός, μεσοαστός. Δεν μετράει, δεν έχει αγροκτήματα τερατόδι με κωλίγους μέσα και κατά συνέπεια πρέπει να διακριθεί. Και διακρίνεται, διότι πολύ γρήγορα γίνεται ο αγαπημένος μαθητής του Σανχόρστ και, αν θέλετε, ένας από τους ερμηνευτές και συνομιλητές του στο πώς οργανώνεται η νέα κατάσταση. Ο Σανχόρστ καταλαβαίνει τι τρέχει. Καταλαβαίνει ότι το απόλυτο όπλο του αντιπάλου είναι η ιδέα του έθνους, όπως είπαμε σε προηγούμενο μάθημα. Είναι η ιδέα του έθνους η οποία μπορεί και αράζει τους κανόνες του πολέμου, διότι για πρώτη φορά οι στρατιώτες δεν μάχονται για τον ηγεμόνα τους, δεν μάχονται για τον θεό τους, δεν μάχονται για κάποιον άλλον με λίγα λόγια, αλλά μάχονται για τον ήχο τον εαυτό τους. Οι Γάλλοι στρατιώτες στα πεδία των μαχών μάχονται για το έθνος, για το λανασιό, είναι θηλυκό στα γαλλικά, για την πατρίδα τους, αν θέλετε, και κατά συνέπεια μάχονται για τον εαυτό τους, γιατί θεωρούν, έστω και ψευδός, έστω και παραπλανημένα, ότι αποτελούν την πατρίδα, το σύνολο τους αποτελεί την πατρίδα. Πρώτο αυτό, το οποίο έχει τεράστια σημασία ως προς τη θέλησή του να νικήσεις. Δεύτερο, διότι το έθνος κρατάει συμπαγή έναν στρατό, ο οποίος εν δυνάμη μπορεί να περιλάβει τον οποιοδήποτε Γάλο. Αυτό σημαίνει ότι ο στρατός αυτούτος αναπαράγεται εύκολα, δε χρειάζεται να εκπαιδευτεί παρά πολύ, μπορεί να αλλάζει τακτικές στο πεδίο της μάχης, αλλά μπορεί και να επιβάλλει τη θέλησή του με συμπαγές φάλαγκες που ορμούν εφόπλου, όχι, χωρίς να ασχολούνται με ταπειρά και τις απώλειες απέναντι στον αντίπαλο. Του δίνει με λίγα λόγια μεγάλη αποτελεσματικότητα στο πεδίο της μάχης και αυτό βασανίζει τον Κλόουτζεβιτς, τι έχουμε να κάνουμε εδώ και πώς κοινούμαστε εδώ. Το έθνος. Ακόμα και εδώ είναι ένα μεγάλο πρόβλημα για τον Στάνχος και τον Κλόουτζεβιτς, ότι για να υπάρξει αυτό το έθνος, η Γαλλία ανέτρεψε την πολιτική και κοινωνική τάξη του κόσμου της. Μπορεί αυτό να το κάνει η Προσία? Φυσικά και όχι. Η Προσία είναι έναν εστωκρατικό κράτος, το Παλάτι στηρίζεται πάνω στους αριστοκράτες, η Juncker είναι η εξουσία της Γερμανίας και κατά συνέπεια τρομερά δύσκολο θα μπορούσε να πείσει στους Γερμανούς ότι προασπίζουν μια πατρίδα κατοικώνε και ομοίωσε της γαλλικής αντιστήχης. Εκεί κυβερνούν οι αστοί και αστοί μπορούν να τα πουν αλλιώς τα πράγματα. Αυτό δεν μας ενδιαφέρει, μας ενδιαφέρει το ότι το έθνος θεωρήθηκε τόσο απαραίτητο στην Προσία εκείνου του καιρού που χρειάστηκε η γερμανική διανόηση να εφεύρε και μαζί της και η αξιωματική. Οι κύκλοι είναι στενοί εκείνο τον καιρό, οι κύκλοι είναι στενοί και οι πόλεις μικρές. Ξέρεις ποιος λαϊτή στο Βερολίνο του 1804. Δεν χάνονται οι άνθρωποι μεταξύ τους, επικοινώνουν συνεχώς, βρίσκονται στα ίδια μέλη, βρίσκονται στα ίδια σαλόνια, βρίσκονται στις χωρούς, βρίσκονται στις αίθουσες, μιλούνε συνέχεια. Λοιπόν, όλοι μαζί αυτοί αρχίζουν και διαμορφώνουν την ιδέα αυτού του έθνους που περιγράψαμε, την ιδέα ενός έθνους που στηρίζεται στη φυλή και στην αόριστη επικράτεια ενός μεταφυσικού έθνους μέσω του οποίου μπορεί να στρατεύσουν τους ανθρώπους ότι κάτι υπερασπίζουν από κοινού και ταυτόχρονα μην τους δώσεις πολιτικά δικαιώματα. Η στρατιωτική καριέρα του Κλάουζεβιτσ δεν ήταν η πιο λαμπρή, ο ίδιος θα ήθελε να εφαρμόσει, δεν είχε ποτέ την διοίκηση μιας άξιας λόγου στρατιάς. Τον βάρενε η κοινωνική του θέση και η κοινωνική του καταγωγή. Δεν είχε ποτέ αυτό που επιθυμούσε, δηλαδή να δοκιμάσει, αυτό που απέτησε ο Μακιαβέλη, που ήταν τελείως υπάλληλος ο Μακιαβέλη και παρ' όλα αυτά έγινε διοικητής πολυτοφυλακής επικεφαλής. Ο Κλάουζεβιτσ δεν μπόρεσε ποτέ αυτό να το πετύχει, δεν μπόρεσε να διοικήσει ούτε καν μεραρχία η σώμα στρατού στη διάρκεια των πολέμων τουλάχιστον και παρέμεινε πάντα επιτελικός αξιωματικός, εγκεφαλικός, διανοούμενος, πολύ καλό στο να κάνει θεωρίες και να χαράζει σχέδια και να κάνει υπολογισμούς, αλλά ποτέ διοικητής στο πεδίο της Μάκης, αυτό δεν είναι για τους αριστοκράτες, τις μεγάδες οικογένειες καπαρωμένο. Και αν θέλετε είχε και την ατυχία του, ότι εκεί που η καριέρα του άρχισε να μπαίνει ως επιτελικού αξιωματικού, άρχισε να μπαίνει σε μία σειρά, σημαίνονται ότι τα επιτελεία έχουν αρχίσει και διαμορφώνονται σαν εργαστήρια, θα λέγαμε διαμόρφωση συνθηκών, εχμαλωτίστηκε το 1806, πάρα πολύ γρήγορα, εχμαλωτίστηκε από τους Γάλλους και έμεινε 2 χρόνια περίπου, 2,5 χρόνια, εχμάλωτος στη Γαλλία. Εντάξει, εχμάλωτος αξιωματικός και όταν η Προσή άρχισε να προσεγγίζει τη Γαλλία, δεν περνούσαν και άσχημα αυτοί οι αξιωματικοί και μαζί θα είχαν την ευκαιρία να σπουδάσουν από τα μέσα τον Γαλλικό στρατό. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, αυτό σφράγισε την τύχη του και την εξέλιξή του διότι όλα τα είχε, αν θέλετε, είχε πολλά αρνητικά, έτσι το γεγονός ότι πέρασε και 2,5 χρόνια φιλοξενούμενος των Γάλλων δεν βόθησε τη συνέχεια. Αλλά κυρίως η μεγάλη του τομή έγινε όταν απελευθερώθηκε και ανακάλυψε ότι προοδευτικά ο βασιλιάς του, ο βασιλιάς της Προσίας, προσεγγίζει τους Γάλλους, προσεγγίζει τη Γαλλική υπόθεση και στρατεύεται στο τέλος στο πλευρό τους. Μπαίνει στη μεγάλη Ναπολεόντια, στον ευρωπαϊκό συνασπισμό. Τότε ο Κλαούτζεβιτς παίρνει μια πρωτοβουλία που σφραγίζει ακόμα περισσότερο την κακοτυχία του στην καργέρα, στα δειοδρομία του, παρετείται μαζί με άλλους εξειωματικούς από τον Πρωσικό στρατό και πηγαίνει να προσφέρει υπηρεσίες στο Ρωσικό αντίστοιχο επειδή η Ρωσία είναι εκείνη που πια απομένει μόνη της να αντιμετωπίσει τον Απολέοντα. Το τραύμα της υποταγής της Προσίας στους Γάλλους ξεπλένεται με αυτήν την λιποταξία θεωρηθεί και τότε στον Πρωσικό στρατό. Δεν ήταν απλό πράγμα το να φύγεις από τον Πρωσικό στρατό να πας σε έναν άλλον στρατό, θεωρείται λιποταξία και μάλλον έτσι είναι νομικά. Στην ουσία επρόκειτο για τη συνέχιση του αγώνα ενάντια στον Απολέοντα, οπωσδήποτε είναι παράβαση όρκου στον ηγεμόνα. Ο ηγεμόνας όμως είναι με τους Γάλλους και ο Κλαβούτζεβις αποφασίζει να τον πολεμήσει. Ζει την εκστρατεία του 1812 από το μεγάλο ρωσικό επιτελείο του στρατηγού Κουτουρζοφ. Μετά έχει στη μάχη του Μπερεζίνα, ως επιτελικός εξωματικός, του Μπερεζίνα στην υποχώρηση και στη μάχη του Μποροντίνου στην προέλαση του Απολέοντα. Στην αμυντική μάχη που δίνει ο ρωσικός στρατός για να αναχαιτήσει τη μεγάλη στρατιά του Απολέοντα στον Μποροντίνο. Όταν ο Ναπολέοντας ητάται ο Κλαβούτζεβιτς επιχειρεί να επιστρέψει στον προσσικό στρατό. Γίνεται αποδεκτός αλλά αν θέλετε υπό παρακολούθηση και του κοστίζει πάρα πάρα πολύ το ότι δεν μετέχει στη μεγάλη κινητοποίηση του 1813 που καταλήγει στη μεγαλύτερη μάχη των Απολεοντίνων πολέμων, στη μάχη των εθνών, στη Λειψία. Πολύ φνιαρίσαμε όμως για τον Κλαούτζεβιτς και τα πραγματολογικά βιογραφικά του να σταματήσουμε για λίγο διάλειμμα εδώ, να εμπεδώσετε αυτά που είπαμε και να συνεχίσουμε την επόμενη ώρα τα υπόλοιπα. Είπαμε λοιπόν πάρα πολύ για τη σημασία του έργου του Κλαούτζεβιτς, για την τοποθετησία του, τις συζητήσεις που γίνονται γύρω από αυτό, τους καυγάδες που γίνονται γύρω από αυτό, τις αμφιβολίες που υπάρχουν γι' αυτό. Τέλος πάντων, ότι μπορούμε σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα του παρόντος μαθήματος να συζητήσουμε όλα, να θέσουμε σαν ερώτημα, σαν θέμα, σαν ζήτημα. Θα τα είπαμε, ασχοληθήκαμε λίγο με την βιογραφία του, με τη ζωή του, το πώς διαμορφώθηκε, το πώς ήταν υποχρεωμένος λόγω κοινωνικής θέσης, αν θέλετε λίγο, λόγω εσωτερικού ανταγωνισμού στο στράταυμα με κοινωνικά τοποθετημένους πλεονεκτικότερα από αυτόν στην ιεραρχία της στρατιωτικής, την καχυποψία που τον περιέβαλε, ειδικά μετά την προσφορά υπηρεσιών στο τζάρο της Ρωσίας, όλα αυτά τα πράγματα. Τα οποία συνοψίζοντας το εξής, ότι ο κλαούζελς πρέπει να σκέφτεται, κερδίζει τη θέση του, αγωνίζεται για τη θέση του σκεπτόμενος. Το αποτέλεσμα είναι ότι καθώς μάλιστα δεν του δίνουν διοίκηση, ποτέ δεν του δίνουν διοίκηση και έτσι έχει όλο τον χρόνο σαν επιτελικός αξιωματικός να γράφει, να σημειώνει, ότι σε όλο αυτό το διάστημα, αυτά που βλέπει, αυτά που παρατηρεί, αυτά που σκέφτεται, αυτά που διαπιστώνει, αυτά που υποψιάζεται και λίπα τα καταγράφει. Καταγράφει τέτοιες ποσότητες, παρατηρήσω, που αυτό εξηγεί το γιατί κατόπιν πολύ δύσκολα αυτά μπορεί να γίνουν ενιαίο έργο. Και φαντάζεστε τις δυσκολίες που ακόμη και σήμερα να συνθέσουμε αυτό το έργο στην πραγματική του διάσταση. Ακόμη και στην τελική φάση των Απολεόντιων πολέμων, ενώ, αν θέλετε, σε μεγάλο βαθμό η τελική νίκη οφείλεται και στον ίδιο, είναι στο επιτελείο του προσυκού στρατού, όταν ο προσυκός αυτός στρατός προσπαθεί να ενωθεί με τον βρετανικό στρατό του Βέλεγκτον, στο Βατερλό, πριν από το απόσπασμα, το κομμάτι του γαλλικού στρατού που έχει ταχθεί για την καταδίωξη και την αντιμετώπιση του, για την αναχαίτησή του, της στρατιάς του Κρουσή. Δηλαδή, σε ένα βαθμό μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα σχέδια, οι λογικές του Κλαούτζεβιτς είναι εκείνες, οι οποίες βοηθούν ότι στο πεδίο της μάχης να φτάσουν οι πρώσι και όχι οι Γάλλοι πρώτοι με αποτέλεσμα τη διάλυση της μεγάλης στρατιάς των Απολέοντα και την τελική του πτώση στα 1815. Το γεγονός ότι παρακολουθεί όλες αυτές τις εξελίξεις από επιτελική θέση, του δίνει την δυνατότητα να γράψει τα πρώτα του βιβλία. Τα πρώτα του βιβλία είναι οι αρχές του πολέμου. Οι αρχές του πολέμου είναι μια σειρά σημειώσεων διδακτικού χαρακτήρα. Τα γράφει όταν είναι 30 χρονών, γύρω στο 1812, 32 χρονών και στην ουσία πρόκειται για ένα εγχειρίδιο, χρηστικό εγχειρίδιο που του έχει ζητήσει ο τότε διάδοχος της Πρωσίας, ο Φρυδερικός Γουλιάλμος, για να ξέρει πού πάντα πράγματα, αν θέλετε. Κατόπιν έχουμε τρία βιβλία τα οποία είναι ημερολόγια. Είναι ημερολόγια εμπλουτισμένα με παρατηρήσεις. Είναι οι εκστρατείες του 1812 στη Ρωσία, είναι η εκστρατεία του 1814 και είναι η εκστρατεία του 1815. Και μετά μας αφήνει για να συνθέσει το μεγάλο του έργο, το οποίο δεν το συνθέτει ποτέ, το Περιπολέμου. Ας πάμε όμως σε αυτό το έργο, να φτάσουμε επιτέλους στο έργο. Κατόπιν φυσικά να το τελειώσουμε αυτό μάλλον. Μετά το τέλος των Απολαιοντιών Πολέμων χρησιμεύει σαν οργανωτής αυτού του νέου προσυκού στρατού, του στριγμένου σε παλιές παραδοσιακές βάσεις, αν θέλετε, με πολλά στοιχεία από τον καιρό του Φρυδερίκου του Μεγάλου, αλλά πλέον με ένα νέο στοιχείο μέσα, τις πολυτοφυλακές, δηλαδή αυτά τα στρατεύματα, τα μαζικά στρατεύματα, τα οποία στο όνομα του γερμανικού έθνους με τη φιλετική έννοια, της γερμανικής φυλής, αν θέλετε, αλλά δεν λέγεται τόσο καθαρά αυτό, θα στρατευτούν σε περίπτωση που η χώρα, η μοναρχία της τέλος πάντων, αλλά η χώρα έχει ανάγκη από ένα μαζικό στρατεύμα, δεν έρχεται αυτή η περίπτωση, δηλαδή μετά το 1815 θα περάσει πολύ καιρός για να έχουμε μαζικούς πολέμους πάλι στην Ευρώπη, δεν έρχεται αυτό, αλλά βρίσκεται στο να οργανώνει αυτές τις νέες καταστάσεις. Λοιπόν, το έργο «Το Πελί του Πολέμου» «The Kriege» στα γερμανικά αποτελείται από 8 βιβλία και υπάρχει μια σχετική διαμάχη για το τι ποσοστό στο κάθε βιβλίο μπορεί να αποδώσουμε απευθείας στο Γκλούζεβιτς και τι μπορούμε να αποδώσουμε σε μετέπειτα επεξεργασίες που γίνονται στο έργο του. Τα βιβλία αυτά είναι τα ακόλουθα, το πρώτο βιβλίο είναι για τη φύση του πολέμου, το δεύτερο βιβλίο είναι για τη θεωρία του πολέμου, το τρίτο βιβλίο είναι η στρατηγική, το τέταρτο βιβλίο είναι η εμπλοκή, το πέμπτο βιβλίο είναι οι στρατιωτικές δυνάμεις, το έκτο βιβλίο, το πληρέστερο ίσως και το πιο σοβαρό είναι η άμυνα, το έβδομο βιβλίο είναι η επίθεση και το όγοδο βιβλίο είναι ο σχεδιασμός. Η πρώτη έκδοση του 1832 όλων αυτών των βιβλίων με επιμέλεια αποκλειστικά και μόνο της γυναίκας του, ένα χρόνο μετά το θανάτωτο, ένα χρόνο και κάτι μετά το θανάτωτο, μας μπερδεύει πάρα πολύ, χρειάστηκε να προσθεθούν, να φερεθούν, να αλλάξουν, να ερμηνευτούν και να προσαρμοστούν πάρα πολλά κομμάτια του βιβλίου αυτό. Οι τελικές, αυτό που έχουμε σήμερα ως έργο του Κλαούτζεβιτς, το οφείλουμε στις επεξεργασίες που γίνονται είτε από το Havank στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου 1950-1960, είτε από την, και θεωρείται η πιο αξιόπιστη έκδοση, θεωρείται εκείνη που έγινε στα 1976 στα Αγγλικά από τον Χαουαρτ και Πάρατ. Μόνο το 1976 άρχισε να ξαναστήνεται με κάποια γενικευμένη και κοινά παραδεχτή αξιοπιστία το έργο του Κλαούτζεβιτς. Θεωρείται ότι το 1, το 2ο και το 8ο βιβλίο είναι τα ολοκληρωμένα, τα πιο κοντινά στις σκέψεις του Κλαούτζεβιτς, ενώ εκείνο που τον βασάνισε εξαιρετικά πολύ είναι το βιβλίο 6 για την άμυνα. Γιατί αν θέλετε είναι και το βιβλίο που περιλαμβάνει τις πιο κοινωνικές και πολιτικές έννοιες. Υποκεφάλαιος, αν θέλετε, στο βιβλίο της άμυνας είναι ο λαϊκός πόλεμος, ο πόλεμος του λαού. Κάτι το οποίο, το φαντάζεστε, διαβάστηκε και ξαναδιαβάστηκε στον ταραγμένο 20ο αιώνα από όλα τα αντιαπικά κινήματα από όλους τους λαϊκούς στρατούς και από τους πάντες. Και με βάση αυτό ο Στυφροσούρτη πολλές φορές, όπως είπαμε προηγουμένως, κάνανε την οργάνωση των δικών τους δυνάμεων. Το περιμένει κανείς ότι ένα βιβλίο το οποίο έχει αυτά τα χαρατιστικά είναι πολύ δύσκολο βιβλίο, διαβάζεται τρομερά δύσκολο και κατανοείται εξαιρετικά. Δεν το δουλεύω να πω δύσκολα, αλλά διαβαζοντάς το μπορείς να καταλάβεις ό,τι επιθυμείς να καταλάβεις. Δηλαδή είναι πάρα πολύ εύκολο στο να εκτροχιαστείς διαβαζοντάς το. Τι είναι το, τι έχει το βιβλίο του, είναι αξιωματικός. Το βιβλίο του το γράφει αυτές τις σημειώσεις και λοιπόν θέλει να τις κάνει βιβλίο και θέλει να τις κάνει με έναν τρόπο που αναρωτιόμαστε αν τα λέει σοβαρά ή αν τα λέει αστεία. Λέει ότι θα είναι ευτύχημα εάν στα επόμενα 2-3 χρόνια κάποιος ασχοληθεί με το έργο μου, κάποιος ασχοληθεί με το βιβλίο μου. Δεν φανταζότανε ποτέ ότι αυτό το σύνοτο σημειώσεων θα γινότανε κλασικό για τα μετέπειτα της ζωής του χρόνια. Γιατί το γράφει το βιβλίο, λέει για τους συναδέρφους μου, για τους συναδέρφους του οι οποίοι είναι η ζωή του. Μέσα στο στρατόπεδο έζησε, στρατόπεδο συγκέντρωσε αν θέλετε μερικές φορές, δεν υπάρχουν στρατόπεδο συγκέντρωση εκείνο τον καιρό, εχμαλωσία, εντάξει περιορισμός είναι σε αριστοκράτες ας πούμε και λοιπά, αλλά στρατιωτική ζωή έκανε όλη τη ζωή του από 12 χρονών, δεν γνώρισε τίποτα άλλο. Το γράφει για τον χώρο του, για τους συναδέρφους του, για τους αξιωματικούς και έφχεται κάποιος από αυτούς να το διαβάσει. Φοβάμαι ότι ποτέ δεν του πέρασε από το νου θα το διάβαζαν τόσοι πολλοί και όχι μόνο αξιωματικοί. Τι είναι αυτό, εγχειρίδιο είναι, οδηγίες για το πως να κάνεις πόλεμο είναι. Ο ίδιος θα διαμαρτυρώτανε για αυτό, ότι όχι εγώ δεν κάνω εγχειρίδιο, δεν δίνω οδηγίες πως να γίνει ο πόλεμος, δεν δίνω οδηγίες στον ηγέτη για το πως θα παρατάξει τα στρατιωματά του, πως θα κάνει τη μάχη, πως θα βάλει το πυροβολικό, τι και πως. Παρατηρήσεις κάνει, παρατηρήσεις κάνει και όχι μόνο στον καιρό του και σε αυτά που είδε, αλλά κάνει και παρατηρήσεις ανατρέχοντας σε ιστορικά παραδείγματα από τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, ότι ήξερε η εποχή του για την ιστορία, δεν ήξερε φοβερά πράγματα, αλλά εν πάση περιπτώσει πάντα η ρωμαϊκή αρχαιότητα ήταν παρούσα, πάντα λίγο ο μεσαίωνας, λίγο η αναγέννηση, λίγο τώνα, λίγο τ' άλλο, όλο και κάτι ξέρανε. Υπάρχει τίποτα στην ιστορία που να μπορεί να χρησιμευθεί για παράδειγμα. Αξίζει να διαβάσουμε την ιστορία για να πάρουμε μαθήματα. Όχι, δεν του αρέσουν τα μαθήματα. Εκείνο που του αρέσει είναι να σκέφτεται ο κόσμος και να αποκτά το θεωρία αναγκαίο και για τους πολιτικούς και για τους αξιωματικούς αυτό, αυτό που λέμε πολιτική και στρατιωτική παιδεία. Δηλαδή το υπόβαθρο εκείνο των γνώσεων, των αφιβολιών, των σκέψεων, των σταθερών σημείων που θα επιτρέψει στον άλλον να σκεφτεί, να παράξει, να παράξει αυτό το οποίο του χρειάζεται την ώρα της κρίσης, την ώρα του πολέμου και προπατώ στην ώρα της μάχης. Η αντιμετώπιση των ζητημάτων του είναι διαλεκτική και όταν λέμε διαλεκτική αδικούμε τον Καούζεβιτς κάθε φορά που μοιράζουμε συγκεκριμένα παραθέματα, νόμους, κανόνες. Ο Κάουζεβιτς του αρέσει να παίζει ανάμεσα στη θέση και στην αντίθεση. Λέει μια φράση και θα εξηγήσουμε τι εννοούμε αυτό μόνο και μόνο για να έχει την ευτυχία να την κατεδαφίσει αυτή τη φράση. Μας δίνει τη θέση. Η θέση γενά την αντίθεση. Από τη σύγκρουση που θα προέρθει μια μικρή μάχη ανάμεσα στη θέση και στην αμφισβήτηση της θέσης, την αντίθεση, από εκεί θα γεννηθεί η καινούργια γνώση, κάτι το καινούργιο. Εάν θέλετε, η σχετικότητα του ενός απόλυτου σε σύγκρουση με το άλλο απόλυτο, η θέση-αντίθεση και γεννάει το ενδιάμεσο, το σχετικό, αυτό το οποίο καθώς έχουν αναμετρηθεί τα δύο προηγούμενα είναι πιο κοντά σε αυτό που όντως συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο. Θέση-αντίθεση και αυτό που παράγει η μεταξύ του σύγκρουση, το υπό προϊόν, σαν συμπέρασμα. Για να δούμε, σε παράδειγμα, τι εννοούμε εδώ. Για το τι είναι ο πόλεμος, το πρώτο ερώτημα, το βασικό. Ξαφνικά αντιμετωπίζουμε δύο τελείως αντιφετικές μεταξύ τους έννοιες. Ο πόλεμος, λέει ο Χλόζοβιτς, σαν θέση, είναι μια μονομαχία σε μεγαλύτερη κλίμακα. Η μονομαχία είναι κάτι το πολύ απλό. Ο ένας θέλει ένα σκοτός τον άλλο. Εκεί που είναι ένας, βάλτε πολλούς, αυτό είναι ο πόλεμος. Μπορείς να σκοτώσεις τον άλλο, τόσο απλό. Μια επιθυμία να σκοτώσεις τον άλλο, τελείωσε. Από εκεί και πέρα, η αντίθεση, ναι, αλλά ο πόλεμος είναι πολιτική. Η πολιτική δεν περιέχει το να σκοτώσεις οπωσδήποτε τον άλλο. Μπορεί να έχεις κάτι το πιο συγκεκριμένο, κάτι το πιο απτό. Να τον αναγκάσεις να εγκαταλείψει τη γυναίκα που κι εσύ αγαπάς, ας πούμε, και αυτό πολιτική είναι. Ή να τον παρετήσεις από κάτι, δεν ξέρω κι εγώ τι. Δηλαδή δεν είναι υποχρεωτικό να τον σκοτώσεις, η πολιτική έχει πάρα πολλές εκδοχές, δεν είναι μονομαχία σών και καλά. Λοιπόν, αυτά τα πράγματα, πώς και τα δύο μπορεί να αληθεύουν. Είναι πολιτική ο πόλεμος ή είναι απλώς η θέληση του να εξοντώσεις τον άλλο. Αφού το παίρνει από εδώ, το παίρνει από εκεί, αφού τα βάλει να συγκρουστούν σε όλες τις ερωτήματα, απαντήσεις, αμφιβολίες, σταθερότητες κλπ. Καταλήγει στην σύνθεση ότι ο πόλεμος, σε τελευταία ανάλυση, αφού έχει απασχολήσει και γεμίσει παραγράφους και παραγράφους, ότι ο πόλεμος δεν είναι παρά μία εντυπωσιακή, που εντυπωσιάζει θα λέγαμε, τριάδα. Δηλαδή είναι μία δυναμική, εγγενός από τη γέννησή της ασταθής, διάδραση των δυνάμεων που απορρέουν από τα βία πάθη, τις συγκινήσεις, από την τύχη και από τον ρασιοναλιστικό υπολογισμό. Το λέμε λοιπόν ότι πρόκειται ο πόλεμος είναι μία διάδραση, είναι δηλαδή ταυτόχρονα τα πράγματα επιδρούν το ένα στο άλλο. Δυναμική, εγγενός ασταθής αυτή η διάδραση. Από πού απορρέουν οι δυνάμεις που μετέχουν σε αυτήν την διαμόρφωση του πολέμου, των χαρατιστικών του, από πού απορρέουν οι δυνάμεις που δημιουργούν αυτήν την διάδραση, που συγκρούονται και φτιάχνουν το φαινόμενο του πολέμου. Από τα βία πάθη. Δηλαδή για να κάνεις πόλεμο πρέπει όντως να θες να σκοτώσεις κάποιον. Αυτό είναι βιοπάθος. Δεν μπορείς να κάνεις πόλεμο λέγοντας «ε, τεράξει ρε παιδάκι μου, θα δούμε». Ο πόλεμος δεν έχει «θα δούμε». Τα βία πάθη την τύχη σου τυχαίνει. Αυτό το απρόβλεπτο. Την τύχη αλλά και το ρασσιωναλιστικό υπολογισμό. Αυτό το τελευταίο είναι ο τρόπος με τον οποίο στον καιρό του Κλαούζεβιτς λέγανε την επιστήμη. Δηλαδή χρειάζεται θέληση, πάθος και θέληση να σκοτώσεις τον άλλον. Δεν έχει σημασία. Υπονοείται ότι ο άλλος θέλει να σκοτώσει εσέναν κατά συνέπεια ισοπαλία. Πρέπει να υπάρχει πάθος όμως για να είναι πόλεμος. Η δημήτα παρατάει ο ένας και τελειώνει το ζήτημα. Την τύχη, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τελικά πώς και τι, και φυσικά η πιστήμη, ρασσιωναλιστικός υπολογισμός. Και όλα αυτά, περιγραφεί περισσότερο παράορισμος, είναι ο πόλεμος. Α, δεν είναι σαφές, δεν είναι συγκεκριμένο, δεν μας λέει τίποτα, θα προτιμούσαμε ότι ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής μας, αλλά μέσα δεν λέει τίποτα. Η φράση αυτή, άμα πάρουμε την υπόλοιπη σκέψη του Κλαούζεβιτς, τον αδικεί, δεν λέει τίποτα. Γιατί όντως αυτά είναι ο πόλεμος, αυτά τα οποία ανέφερε. Και αν θέλετε είναι και η πολιτική, σε μεγάλο βαθμό μια, που είμαστε πολιτικών επιστημών εδώ και πρέπει να τα πούμε. Δηλαδή στην πολιτική πρέπει να θέλεις, αν δεν θέλεις δεν γίνεται. Πρέπει να υπολογίζεις την τύχη, δεν ξέρεις, αυτό είναι το απρόβλεπτο. Το φτιάχνουν αντικειμενικοί παράγοντες, τους οποίους είναι αδύνατο να ελέγξεις. Η τύχη είναι το παιδί της άγνοιας. Όσο λιγότερα ξέρεις, τόσο περισσότερο αφήνεις την τύχη. Και θεωρείς τύχη όσα προέρχονται από τον χώρο τον οποίο εσύ δεν γνωρίζεις. Άρα βλέπετε ότι επειδή ο άνθρωπος δεν μπορεί να τα γνωρίζει όλα, η τύχη είναι μήτρα πολλών απρόβλεπτων και καταστάσεων, τα οποία είναι, αν θέλετε, και αυτά έχουν την ιστορικότά τους, αλλά προκειμένου στο πεδίο που δεν μπορεί να γνωρίζεις. Αυτό το λέμε τύχη. Λοιπόν, και το ρασιονοιστικό υπολογισμό. Ότι εκεί τι διάμετρο έχει το τουφέκι, σε ποια απόσταση τύπαει το τουφέκι, που ρίχνει το πυροβολικό, που θα σκάσει οβίδα πάνω από το έδαφος, κάτω από το έδαφος, στην επιφάνεια, έτσι και λοιπά. Όλα αυτά είναι μαθηματικά, απλά μαθηματικά. Τα γνωρίζεις, τα μελετάς, τα βελτιώνεις, τα συνδυάζεις και σαν εργαλεία που είναι τα χρησιμοποιείς με τον τρόπο που ο εργάτης χρησιμοποιεί τα εργαλεία του. Του τεχνίτη, του επαγίοντα, αυτού που ξέρει. Και πώς, ωραία και με τέτοια σάφια τώρα, τι βοηθάει αυτό τους επαγγελματίες του πολέμου. Ότι παίζει ρόλο και η τύχη, το ξέρει ο οποιοσδήποτε στρατιωτικός. Πάει να περάσεις μια γέφυρα, φεύγει η ρόδα από ένα αμάξι, ποιος το υπολόγει, μπουκάρει η γέφυρα, χάνεις μια ώρα να επισκευάσεις τα πράγματα και λοιπά, ο εχθρός έχει κάνει και λοιπά. Δεν βοηθάει. Λέει δεν βοηθάει. Παρα πολύ απλά δεν βοηθάει. Τίποτα δεν βοηθάει αυτοί οι επαγγελματίες του πολέμου. Τους βοηθάει έμμεσα κάτι, άμεσα τίποτα δεν τους βοηθάει. Στην ώρα της σμάχης το να προσπαθήσουν να ανοίξουν το κινείδιο και να δουν τι κάνουμε τώρα, αυτό δεν βοηθάει κανέναν. Αλλά αυτό δεν σημαίνει. Το λέει αυτό. Δεν βοηθάει κανέναν. Και λοιπόν τι είναι το έργο του. Αυτή είναι η θέση. Δεν βοηθάω κανέναν. Η αντίφαση είναι ότι είναι διανοητικό παιχνίδι. Είναι ένα παιχνίδι το οποίο το κάνουμε έτσι για να παίξουμε στα σαλόνια και να λέμε τι και πώς και γιατί. Όχι, δεν είναι διανοητικό παιχνίδι. Άρα τι είναι όταν συγκρούονται αυτές οι δύο έννοιες. Δεν είναι οδηγίες χρήσης, δεν είναι αφηρημένο διανοητικό παιχνίδι. Άρα τι είναι. Δεν είναι εργαλείο για δράση. Είναι εργαλείο για μελέτη. Δηλαδή με βάση τα όσα έχεις σκεφτεί μελετώντας το έργο αυτό μπορείς να έχεις την παιδεία εκείνη που την ώρα της δράσεις θα σε εμποδίσει, θα σου επιτρέψει να πάρεις σωστές αποφάσεις ή για να είμαστε περισσότερο ρεαλιστές και αισιόδοξοι ίσως σε εμποδίσει να πάρεις τις λάθος αποφάσεις. Είναι η παιδεία, η εκπαίδευση του στρατιωτικού όπως η παιδεία θα λέγαμε εμείς που στην εποχή μας δεν μας έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ σε πολέμους όσο η παιδεία του πολιτικού. Σκεφτείτε όλα αυτά που λέει ο Κλάουζεβιτς όταν παρακολουθείτε σημερινούς πολιτικούς να κάνουν το μικρό πολιτικό τους πόλεμο στα διάφορα κέντρα διαπραγματεύσεων, σαλόνια κλπ. Το έργο μου λέει ο Κλάουζεβιτς δεν είναι ούτε οδηγός, δεν είναι ούτε αφηρημένη θεωρία, βοηθάει στη γενική διαμόρφωση της προσωπικότητας και της παιδείας του όποιου στρατιωτικού ηγέτη εμείς σας διαβάσουμε και πολιτικού ηγέτη. Τίποτα το απόλυτο δεν δέχεται, τίποτα το απόλυτο δεν δέχεται. Δεν δέχεται ούτε τα μεγάλα παραδείγματα που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί. Ξέρετε αυτή η μάχη των κανών, η οποία έκτοτε πάντα λένε θα εφαρμοθεί το σχέδιο κλπ. Ο Κλάουζεβιτς δεν ήταν τόσο σίγουρος ότι τα πρότυπα των μεγάλων μαχών του παρελθόντος μπορούν να χρησιμεύσουν σήμερα στο να μας μάθουν οτιδήποτε. Η διπλή υπερκέραση που λένε οι επιτελικοί αξιωματικοί σίγουρα είναι το όνειρο κάθε αξιωματικού που διοικεί η Μεγάλη Μονάδα σε πεδίο μάχης. Είναι απίθανο να ξαναγίνει όπως την έκανε ο Ανίβα στον παλιό καιρό. Είναι τελείως απίθανο. Γιατί το μελετάμε αυτό, γιατί είναι χρήσιμη η ιστορία και το ιστορικό παράδειγμα. Να ξέρουμε ότι το ιστορικό παράδειγμα είναι σχετικό. Γιατί είναι σχετικό, γιατί είναι μερικό. Είναι μερικό ως προς το χρόνο. Αναφέρεται σε άλλες καταστάσεις, σε άλλες εποχές, σε άλλα δεδομένα. Είναι μερικό ως προς τον τόπο. Ποτέ δεν είναι δυνατόν να ξαναδώσεις μάχη σε έναν τόπο, όμοιο με εκείνο που δοθήκανε παλαιές μάχες. Ακόμη και το ίδιο το πεδίο της μάχης ο χρόνος θα το έχει μεταβάλει. Και κατά συνέπεια είναι συγκυριακό μας λέει το ιστορικό παράδειγμα. Είναι συγκυριακό και απλώς βοηθάει την εμπειρία μας, την προσοχή της εμπειρίας αραπαιδίας, αλλά δεν βοηθάει σε τίποτα το να θελήσουμε να το επαναλάβουμε ή να το επικαλεστούμε όταν εμείς έχουμε το δικό μας πρόβλημα. Και κάτι αν θέλετε που μας απασχολεί. Και τον απασχόλησε κι αυτόν. Ποια είναι η διάσταση του πολέμου. Σε ποιες κατηγορίες μπορεί να χωρίσουμε τους πολέμους. Τι ζητούν οι πόλεμοι. Η εποχή του είναι μεταβατική περίοδος και αυτό το σκέφτεται πάρα πολύ. Δηλαδή από το παλιό καθεστώς του οποίου ίχνη ζει ο Κλαούζεβιτς έχουνε μείνει πάρα πολλά πράγματα. Και το παλιό καθεστώς δεν μπορεί να κάνει ολοκληρωτικούς πολέμους, απόλυτους πολέμους, διότι είχε ένα πρόβλημα. Οι στρατοί είναι καθεστωτικοί, θυμάστε από το προηγούμενο μάθημα, και πάρα πάρα πολύ ακριβοί. Αυτοί οι επαγγελματίες στρατιώτες των 25 χρονών, οι θητείες, που που που είναι πολύ ακριβοί στρατιώτες. Λοιπόν, με αυτό το εργαλείο δεν μπορεί να κάνεις έναν πόλεμο παρά περιορισμένου στόχου. Η περιορισμένη στόχη είναι η εξής, ότι πρέπει να νικήσεις τον αντίπαλό σου χωρίς να ανατρέψεις το κοινωνικό καθεστώς μοναρχικού στρατού. Δεν πρέπει να το παρακάνεις και να καταστρέψεις την κοινωνική τάξη του κόσμου. Και δεύτερο, ότι δεν πρέπει να καταστρέψεις το στρατό. Πολύ ακριβό πράγμα για να το καταστρέψεις. Κατά συνέπεια, οι στόχοι των πολέμων είναι περιορισμένοι στόχοι. Δηλαδή, να πετύχεις να εξαναγκάσεις τον αντίπαλο να παραδεχτεί την ύτα του και να σου κάνει διασυνθηκολογήσεως τις μερικές παραχωρήσεις που εσύ επιθυμείς, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θες να τον οδηγήσεις στην απόλυτη καταστροφή. Για θα είναι και κοινωνική ανατροπή και θα αφήσεις ένα κάποιο καθεστώς, μια κάποια ρογμή στο παλαιό καθεστώς των αρχώντων και των βασιλέων της Ευρώπης για να το εκμεταλλευτούν υπονομευτικές κοινωνικά δυνάμεις και πολιτικά δυνάμεις. Λοιπόν, μπροστά στο ριζοσπαστισμό των Απολεοντίων πολέμων θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι στρατηγοί του παλαιού καθεστώτος είναι αμαθείς, βλάκες, δεν ξέρουν τίποτα από πόλεμο, δεν τραβάνε σε πόλεμο, δεν, δεν, δεν, δεν. Στην ουσία, ο πόλεμός τους είναι άλλης διάστασης, άλλων στόχων, άλλου επιπέδου. Η Γαλλική Επανάσταση δεν την νοιάζει αν θα καταστρέψει καθεστώτα. Επιζητεί να καταστρέψει καθεστώτα. Στο κάτω-κάτω η εισβολή στη Γαλλία, στην οποία μήρε μέρος ο Κλαούζεβιτς, αποσκοπούσε στην καταστροφή ενός νέου καθεστώτος, της επαναστατικής Γαλλίας. Το ίδιο θέλει και η επαναστατική Γαλλία ως προς τους εχθούς της, την καταστροφή τους. Και κατεπέκταση, και κατεπέκταση, είναι τελείως διαφορετική η πόλεμη αυτής της συμμορφής ή η πόλεμη του παλαιού καθεστώτος. Θα φαντάζεστε ότι αυτά τα παιδεία αφήνουνε ανοιχτό το έδαφος σε μύριες όσες παρεξηγήσεις και αυθαιρεσίες το έργο του κ. Κλαούζεβιτς. Δηλαδή, ειδικά γερμανοί θεωρητικοί, την εποχή της εποχής του Ναζίσου μου και σήμερα λένε στα σοβαρά ότι ο Κλαούζεβιτς ήταν ο εφευρέτης του ολοκληρωτικού πολέμου. Το αντίθετο. Η εποχή του Κλαούζεβιτς έφερε την έννοια της καταστροφής του αντίπαλου έθνους, αν θέλετε. Δηλαδή της ολοκληρωτικής καταστροφής όχι μόνο του στρατού, όχι μόνο του καθεστώτος, αλλά είναι δυνατόν και της ίδιας της κοινωνίας που τα στηρίζει αυτά. Αυτό είναι ολοκληρωτικός πόλεμος. Δεν το έφερε ο Κλαούζεβιτς για να πω λέω ότι η εποχή τον έφερε. Ο Κλαούζεβιτς το μελέτησε αυτό, διαπίστωσε την αντίφαση που χωρίζει το επίπεδο των στόχων της μίας περιόδου με την άλλη, τα συζήτησε μεταξύ τους και ταξινόμησε τους πολέμους ως προς τον τελικό τους στόχο. Σε πολέμους που επιζητούν μερικό αποτέλεσμα και σε πολέμους που επιζητούν ολοκληρωτικό αποτέλεσμα. Σε πολέμους που έχουν περιορισμένους στόχους και σε πολέμους που έχουν τον απόλυτο στόχο, την πλήρη επικράτηση πάνω στον αντίπαλο, ό,τι και έναν αυτός. Αν θέλετε, υπό την έννοια αυτή ο Κλαούζεβιτς είναι εξαιρετικά προδειυτικός συγγραφέας με την έννοια ότι απεχθάνεται το δόγμα και ότι βοηθάει την παιδεία πάνω στην οποία θα στηριχθεί η απόφαση. Αυτό δεν είναι χρήσιμο μάθημα, χρήσιμη συμβουλή, όχι μόνο για τον κόσμο τον τότε, όχι μόνο για το στρατό και τον πόλεμο, αλλά και για το δικό μας κόσμο. Μου έχετε ρωτήσει κιόλας, ίσως σας ενδιαφέρει περισσότερο, λίγο για δύο στοιχεία θα σας δώσω για το τι περιλαμβάνει το βιβλίο της Άμινας. Ας πάρουμε το κομμάτι που αναφέρεται στις οχυρώσεις, όπου εξηγεί τι ακριβώς πράμα είναι η οχύρωση. Πολλαπλασιαστής δύναμης θα μου πείτε, εντάξει, πάρα πολύ απλά, αλλά στην ουσία η σκέψη του Κλαούτζιβες μας λέει το εξής, ότι η οχύρωση στην ουσία, γιατί είναι πολλαπλασιαστής δύναμης, γιατί σε βοηθάει να αποκτήσεις πλεονέκτημα απέναντι στον εχθρό σου, μας λέει δύο πράγματα. Γιατί μεγαλώνει τις διαστάσεις. Μια καλή οχύρωση μεγαλώνει το ανάγλυφο, μεγαλώνει δηλαδή το πεδίο της μάχης. Με λίγα λόγια ενισχύει τα φυσικά εμπόδια που συναντάει ο αντίπαλος, είτε βουνά, είτε στεναπεράσματα, είτε ποτάμια, είτε οτιδήποτε άλλο, ενισχύοντας με τεχνητό τρόπο αυτά τα περάσματα, στην ουσία καθιστά πιο πολύπλοκο, πιο δύσκολο, κατά συνέπεια πιο μεγάλο, πιο προβληματικό το ίδιο το πεδίο της μάχης. Άρα μεγαλώνει το χώρο. Μεγαλώνει το χώρο και κάνει πολύπλοκο το χώρο. Το δεύτερο είναι ότι πολλαπλασιάζει το χρόνο. Όπως ακριβώς και τα φυσικά εμπόδια, ο αντίπαλος πρέπει να αφιερώσει τον χρόνο, την επένδυση, για να ξεπεράσει αυτά τα εμπόδια, για να αντιμετωπίσει αυτά τα εμπόδια, τα πρόσθετα εμπόδια που έχει η οχύρωση. Δηλαδή, η οχύρωση στον πόλεμο, τον αμυντικό, είναι στην ουσία η μέθοδος για να αντιμετωπίσει στην υπεροχή του εχθρού, μεγαλώνοντάς του τους φυσικούς αντιπάλους της υπεροχής. Η φυσική αντίπαλη της υπεροχής είναι ο χώρος, τον οποίο εάν το μεγαλώσεις, η υπεροχή αυτή μικραίνει μέσα σε ένα πεδίο πολύ πιο μεγάλο από αυτήν. Και ο χρόνος, ο άλλος εχθρός της υπεροχής, διότι εάν απλώσεις την υπεροχή στον χρόνο, αυτή έχει σημασία όλο τον καιρό για να προετοιμάσεις την απάντηση, ή να βρεις το σχετικό εργαλείο για την αντιμετώπιση αυτής της υπεροχής. Και αυτό είναι το ενδιαφέρον της σκέψης του. Δηλαδή, η σκέψη του είναι πάρα πολύ προσγειωμένη και, αν θέλετε, όλη η λογική του είναι στηριγμένη στον χώρο και στον χρόνο. Μιλώντας για το λαϊκό πόλεμο, ο λαϊκός πόλεμος κάνει ακριβώς αυτό. Δηλαδή, απλώνει, υποχρεώνει, πρώτον, υποχρεώνει τον αντίπαλο στρατό. Να θεωρήσουμε ότι εφόσον τον αντιμετωπίζει ο λαός και μόνο, ότι αυτός ο στρατός είναι τόσο ισχυρός ότι έχει διασκορπήσει τον τακτικό στρατό του αντιπάλου και βρίσκει μπροστά του μόνο τον λαό. Τι κάνει αυτόν τον συμπαγί εχθρικό στρατό που κερδίζει στο πεδίο της μάχης. Μεγαλώνει ο λαϊκός πόλεμος, μεγαλώνει το πεδίο της μάχης. Δηλαδή, απλώνει την αναμέτρηση σε κάθε γωνιά της επικράτειας, ολόκληρη της εθνικής επικράτειας, της όποιας επικράτειας, με αποτέλεσμα να υποχρεώνει αυτόν τον συμπαγί στρατό, τον νικητή στρατό, να απλωθεί στον χώρο, κατά συνέπεια να χάσει την δύναμη κρούσης του, την συνοχή του, το ενιαίο του χαρακτήρα, το συνδυασμό των όπουλων και των δυνατοτήτων του, όλα αυτά που τον έκαναν να καταμάχεται στο πεδίο, σε ένα κλασικό πεδίο μάχης. Δηλαδή, στη ουσία διαχέει την αντίπαλη δύναμη σε πλήθος μετώπων, απομακρυσμένον το ένα απ' το άλλο και κατά συνέπεια στερεί από τον αντίπαλο την αρχική του υπεροχή. Και το άλλο είναι ότι του μεγαλώνει τον χρόνο, δηλαδή βάζοντάς τον μπροστά σε ένα πεδίο εξαιρετικά μεγάλο και εξαιρετικά πολύπλοκο πια ως προς τους στόχους που επιδιώκεις μέσα σε αυτό, τότε κάνει τον χρόνο του αντιπάλου να απλώνεται μερικές φορές ως και στοδυνικές. Το έχουν διαπιστώσει αυτοί όσοι προσπαθούν να καταστήλουν λεϊκούς πολέμους και λεϊκές εξεγέρσεις. Μερικές φορές αυτό το πράγμα όχι μόνο χώρος μεγαλώνει στο απέραντο, αλλά και μερικές φορές ο χρόνος αυτός, κανένας χρόνος για την ακρίβεια διεθέσιμος, δεν επαρκεί για το τελικό αποτέλεσμα. Αυτή είναι η λογική του. Στην ουσία θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για μια γεωμετρική αντίληψη. Δεν είναι γεωμετρική αντίληψη, γιατί συμπεριλαμβάνει μια σειρά άλλα πράγματα. Και εδώ επίσης έχει κατηγορηθεί ότι από τη στιγμή που μπλέκει τόσα πράγματα, ανοίγει τον δρόμο σε απόλυτες θεωρίες. Δηλαδή, σε ποιο στιγμή σε εποχές... Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω χάρη, οι Γερμανοί ιωθέτησαν τη μέθοδο για να σπάσουν το λαϊκό πόλεμο, ιωθέτησαν τη μέθοδο των μαζικών αντιπίνων, τους τρομοκράτης του πεθυσμού. Μερικοί θεωρητικοί νομίζουν ότι διάβασαν για αυτή τη μέθοδο, και τη διάβασαν στο Κλόουζεβιτς. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Δηλαδή, η απόπειρα... θα έλεγε μάλλον το αντίθετο, κρίνοντας αυτό το πράγμα. Δηλαδή, το γεγονός ότι ο λαϊκός πόλεμος προκαλεί αυτά τα ανδυνά σε έναν αρχικά νικητή, συμπαγγή στρατό, τον υποχρεώνει να απλωθεί. Η συνταγή που βρήκε ο Γερμανικός στρατός στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για να το αντιμετωπίσει, και προσέχετε, όχι μόνο ο Γερμανικός στρατός, αλλά ο Γαλλικός στρατός στην Αλγερία, ο Αμερικάνικος στρατός στο Βιετναμ, άσχετα αν μερικές φορές εκεί έρχεται από αέρα ή από θάλασσα, ο βοβαρτισμός και... είναι να τρομοκρατηθεί τόσο ο πληθυσμός, ώστε να ισχύσει η άλλη κλαουζεβινένη ρύση να χάσει ο αντίπαλος τη θέλησή του να αντισταθεί. Να αρνηθεί τη θέλησή του για μάχη, τη θέλησή του για αντίσταση. Η ερμηνεία ήτανε ότι πάρα πολύ απλά κάνεις είτε μαζικές εκτελέσεις, όπως κάνει η Γερμανική του Δευτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για αντίπεινα, για να τρομάξει ο πληθυσμός και να σταματήσει να μπερδεύεται στα πόδια του Γερμανικού στρατού, ή, αν θέλετε, όπως στη Γαλλική εκδοχή στην Αλγερία, με τον στρατηγό μας, μαζικά βασανιστήρια, τρομακτικά βασανιστήρια σε βάρος του Αλγερινού πληθυσμού, ώστε να τρομάξει αυτοί οι μισοζόντανοι που βγαίνανε από τα κέντρα βασανιστήριου των αντικειπτοντιστών της Γαλλίας, να τρομάξει τόσο πολύ ο Αλγερινός λαός ώστε να χάσει τη θέλησή του για αντίσταση. Προσέχτε, οποιοδήποτε κείμενο, και αν πάρουμε στην φιλολογία, στην ιστορία, στα θρησκευτικά κείμενα οπουδήποτε και θέλουμε από αυτό να βρούμε παράλογες, απάνθρωπες έννοιες, σκληρές έννοιες, μπορούμε να το κάνουμε. Δεν λέω για τα Ευαγγέλια, γιατί εκεί είναι σχετικά εύκολο να βρούμε. Αλλά οποιοδήποτε κείμενο και να πάρουμε την πιο ανθρωπιστική λογοτεχνία να πάρουμε, εάν θέλουμε να βρούμε μεθόδους βασανισμού του άλλου, η εξόδοσης του άλλου, μπορούμε να το βρούμε, πιάνοντας κουβέντες, σκόρπιες από εδώ και από εκεί. Σίγουρα δεν μπορούμε να αποδώσουμε στον Κλαούζεβις τον εκβαρβαρισμό των συνθηκών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι τελείως διαφορετικό, είναι χρήση του, είναι ανάγνωση του Κλαούζεβις. Και ξέρετε, υπάρχει η μελέτη, είναι όροι που χρησιμοποιούνται σήμερα και στις επιστήμες τις δικές μας. Υπάρχει η μελέτη ενός κειμένου, η μελέτη με τρόπο να αποκτήσουμε παιδεία, και υπάρχει και το αντίθετό της που θα μας έλεγε και ο Κλαούζεβις. Υπάρχει και η ανάγνωση του. Σήμερα μας αρέσουν οι αναγνώσεις. Κάνουμε αναγνώσεις του Φρόιντ, τις οποίες αν αντιλαμβανόταν ο Φρόιντ θα αυτονούσε, διότι καμία σχέση δεν θα έβρισκε να έχουν με το έργο του πέρα από τη χρησιμοποίηση του ονοματός του. Έχουμε αναγνώσεις του Μάρξ, τις οποίες επίσης ο Μάρξ δεν θα καταλάβαινε γιατί συνδέεται με αυτές. Και έχουμε φυσικά και αναγνώσεις του Κλαούζεβιτς, τις οποίες ο κάθε πικραμένος, ή ο κάθε, αν θέλετε, επίδοξος φωνιάς, εγκληματίας πολέμου ή οτιδήποτε άλλο, αποδίδει τα δικά του έργα. Εάν αυτός είχε αυτό που θέλει να δώσει ο Κλαούζεβιτς, την παιδεία που θέλει να δώσει ο Κλαούζεβιτς, τότε πιστέψτε με, θα ήξερε να κάνει τον πόλεμό του με διαφορετικό τρόπο, θα ήξερε να μην μπλέξει και θα ήξερε, σε τελευταία ανάλυση, πώς θα αποφύγει, πώς θα διεκδικήσει το αποτέλεσμα, χωρίς να φτάσει στην τρατογέννηση. Η τρατογέννηση δεν μπορεί να είναι πολιτικός στόχος, δεν μπορεί να είναι στόχος ενός πολέμου τρατογέννηση. Οι πόλεμοι γίνονται για πολιτικούς στόχους, δηλαδή για να λύνουν οι ζητήματα, όχι για να δημιουργούν. Βρίσκουμε χιλιάδες άλωθοι για να εξηγούν τους πολέμους που πήραν μια κατάσταση στα α χάλια και την αφήσανε στα β χάλια. Αυτό είναι χιλιάδες παράγοντες, αλλά σίγουρα δεν φταίει η θεωρία του πολέμου γι' αυτό. Σίγουρα δεν φταίει το έργο του Κλαούζεβιτς, το περιπολέμου, γι' αυτό. Παρ' όλα αυτά, η συζήτηση, ο καβγάς, η διαμάχη, η γόνιμη ενασχόληση με το έργο του μεγάλο αυτού γερμανού διανοητή συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Και να σταματήσω εδώ λιγάκι για να δούμε, να προαναγγείλουμε λίγα πράγματα θα πω ακόμη, μην ανυπομονείτε, να δούμε λίγο τα υπόλοιπα ή μάλλον να απαντήσουμε σε μερικές ερωτήσεις. Τι ήταν πρώτα απ' όλα η δοκιμασία, η πρώτη δοκιμασία του έργου του Κλαούζεβιτς. Αυτό γράφτηκε σε μια εποχή ολοκληρωτικού πολέμου. Το πολέμον της Γαλλικής Επανάστασης και των Απολεόντιων πολέμων. Ολοκληρωτική διότι ο στόχος ήταν η ανατροπή ενός παλιού οικονομικού συστήματος, ενός παλιού κοινωνικού συστήματος, ενός παλιού πολιτικού συστήματος και η αντικατάσταση τους από κάτι το οποίο στην εποχή εκείνη ήταν ριζοσπαστικά διαφορετικό, ριζοσπαστικά νέο. Και στην εποχή του εκείνη, και ο ίδιος ο Κλαούζεβιτς προβληματίστηκε γι' αυτό, ήταν η εποχή της παλινόρθωσης. Αυτό δηλαδή που έρχεται μετά το τέλος των Απολεοντιών πολέμων και σφραγίζεται και σφραγίζεται από την Ιηρή Συμμαχία όπου τρεις αυτοκράτορες, τρεις βασιλείς και αυτοκράτορες, συναποφασίζουν με τη βοήθεια και την παρουσία, να πω ότι λένε οι ίδιοι, της Θείας Πρόνοιας, το Αγίου Πνεύματος τέλος πάντων, είναι της Θείας Πρόνοιας, είναι της Αγίας Τριάδας, στο όνομα της Αγίας Τριάδας γίνονται όλα αυτά και υποθέτω ότι είναι παρούσα στην συνδιάσκεψη, λοιπόν, ότι συναποφασίζουν το μοντέλο του κόσμου. Όπου η Αγία Τριάδα επιβλέπει, η Θεία Πρόνοια επιμελείτετα των ιστορίας και επιμελείται κυριούς, οι βασιλιάδες να είναι βασιλιάδες, οι αυτοκράτορες, οι αυτοκράτορες και οι λαοί, οι λαοί. Και, αν θέλετε, στο στρατιωτικό πεδίο εξορκίζεται το οτιδήποτε είναι μοντέρνο. Να δοθούν όπλα σε όλο τον κόσμο, να επιστρατευτούν οι λαοί, αποκλείεται. Γύριζουμε πάλι στους ωραίοι αντιμένους καθεστωτικούς στρατιώτες, οι οποίοι, διδάγματα του να πω λέω ότι αυτά, έχουν καινούργιες στολές, πιο όλαμπρες στολές και κυρίως είναι υπηκό, ώστε το υπηκό να μην μπορεί να του μοιάσει ο απλός πεζικάριος. Και ξαφνικά θα λέει και κανείς ότι χάνονται, ότι δεν έχει πια σημασία αυτά που παρατήρησε ο Κλαούζεβιτς. Και όμως, και όμως. Ακριβώς εκείνη την εποχή, ο ίδιος ο Κλαούζεβιτς το σκέφτεται, γιατί ζει 16 χρόνια μετά την πτώση του Απολέοντα, δηλαδή αυτά που γίνανε μια φορά, αυτά που γίνανε μια φορά στη Γαλλική Επανάσταση, θα ξαναγίνουν. Δηλαδή από τη στιγμή που η Γαλλία έχει 32 εκατομμύρια πληθυσμό και η προσία έχει 8, το να έχεις να σκοτώσεις 200 χιλιάδες παραπάνω σε ένα πεδίο μάχης είναι πρόβλημα. Για την προσία, για τους αυτούς που δεν έχουν να σκοτώσουν. Ότι, κατά συνέπεια, αυτά πρέπει να τα σκεφτόμαστε πολύ περισσότερο με προβολή και προοπτική στο μέλλον. Και, εν πάση περιπτώσει, όλο είναι και εξελίσσονται οι καταστάσεις και αυτά τα ξαναδούμε μπροστά. Πάρα πολύ σύντομα δικαιώνεται, ας πούμε, όταν βλέπουμε νέες καταστάσεις και πράγματα. Δεν σβήνει αυτό το νέο πνεύμα. Αυτό το πνεύμα της νέας εποχής δεν σβήνει με το 1815. Ο Κλαούζεβιτς δεν απασχολεί τους αυτοκράτορες. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, τη στιγμή που η Αγία Τριάδα απαγορεύει μάλλον τις αφιβολίες για αυτά που συμβαίνουν. Αλλά, οι επιτελικοί του οποιοδήποτε στρατού, όταν ετοιμάζονται για νέους πολέμους, με τον Κλαούζεβιτς πορεύονται. Ακόμη και αν αυτοί ανήκουν σε αυτοκράτορες, ανήκουν σε κλπ κλπ. Και αν θέλετε, οι πρώτοις καταστολές επαναστάσεων και πολέμων, είτε στη Νάπολη, είτε στη Λιτινική Αμερική, είτε στη Πορτογαλία που γίνονται εκείνον τον καιρό, αν θέλετε, μελετιώνται από τον Κλαούζεβιτς, εντάσσονται στο νέο κόσμο, που γεννιέται σε αυτή την παρίνορθωση που λέμε, σε αυτήν την περίοδο, και εμπλουτίζουν αυτό το έργο με στοιχεία, μάλιστα λαμβάνεται υπόψη, προσία είναι αυτή, στο κέντρο βρίσκεται, λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος με το οποίο πρέπει να κατασταλούν επαναστάσεις, όπως στη Νότια Ιταλίας και της Σκελίας, χωρίς αυτοί να μετατραπούν σε λαϊκό πόλεμο, όπως ήδη έχει καταγράψει ο Κλαούζεβιτς και όπως έχουν ήδη, ήδη, στον καιρό του Ναπολέοντα στην Ισπανία. Δηλαδή, θέλω να πω ότι η παρίνορθωση δεν είναι παρίνορθωση στη θεωρία. Αυτό που πέθανε στη διάρκεια της γαλλικής επανασσίας των Ναπολεοντίων πολέμων, αυτό που βγήκε από αυτά, από τον Κλαούζεβιτς, δεν ακυρώνεται στη μετέπειτα περίοδο της παρίνορθωσης.