Διάλεξη 6 / Διάλεξη 6 / Διάλεξη 6

Διάλεξη 6: Υπόσχεσθαι, αδερφή μου, ευχαριστούμε πολύ και ευχαριστούμε όλους εσάς που μας ευχαριστούσατε. Ευχαριστούμε πολύ και ευχαριστούμε όλους εσάς που μας ευχαριστούσατε. Γεια σας, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην έκτη διάλεξη του Μεταπτυχιακού Εκκλησιαστικού Δικαίου Δευτέρο Έτους Ιαρτινού Εξαμίνο...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Κυριαζόπουλος Κυριάκος (Επίκουρος Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Νομικής / Εκκλησιαστικό Δίκαιο ΙV (Μεταπτυχιακό)
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=5493104c
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 6: Υπόσχεσθαι, αδερφή μου, ευχαριστούμε πολύ και ευχαριστούμε όλους εσάς που μας ευχαριστούσατε. Ευχαριστούμε πολύ και ευχαριστούμε όλους εσάς που μας ευχαριστούσατε. Γεια σας, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην έκτη διάλεξη του Μεταπτυχιακού Εκκλησιαστικού Δικαίου Δευτέρο Έτους Ιαρτινού Εξαμίνου συνεχίζουμε την παρουσίαση και εν συνεχεία θα κάνουμε τον σχολιασμό του Κεφαλαίου Νομικές Φυγές των Σχέσεων Κράτους Θρησκευμάτων στη Λιθουανία από το άρθρο της καθηγήτριας της Γιωλάντα Κούσνε Σοβιένε για τα κράτη και τα θρησκεύματα στη Λιθουανία. Συνεχίζει η καθηγήτρια Γιωλάντα Κούσνε Σοβιένε οι πληρέστερες διατάξεις που αφορούν στις σχέσεις κράτους και θρησκευμάτων περιέχονται στο νόμο του 1995 για τις θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις. Αυτός ο νόμος εγγυάται την ελευθερία θρησκείας που αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Λιθουανίας και της Διεθνής Πράξης. Απαρρυθμεί τις παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις τις αναγνωρισμένες από το κράτος. Καθορίζει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία για την κρατική αναγνώριση άλλων θρησκευτικών ενώσεων. Προβλέπει τις διαδικασίες για την απονομή νομικής προσωπικότητας στις κρατικά αναγνωρισμένες θρησκευτικές ενώσεις και για την καταχώρηση των άλλων θρησκευτικών κοινωντήτων και ενώσεων. Καθορίζεται επίσης στο νόμο αυτό η διαδικασία για την αναστολή, την πάυση των δραστηριοτήτων των θρησκευτικών οργανισμών. Ο Ενλόγων όμως ρυθμίζει επίσης το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία, τις φιλανθρωπικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες των θρησκευτικών οργανισμών στο άρθρο 14 και τα περουσιακά δικαιώματα της σχέσης εργασίας, τα ζητήματα φορολογίας και κοινωνικής ασφάλισης τους στα άρθρα 13, 16, 17 και 18. Η νομική βάση για τη σχέση μεταξύ θρησκευμάτων και κράτους μπορεί να βρεθεί και στο ναστικό κώδικα της Λιθουανίας, το νόμο για την εκπαίδευση και το νόμο για τις κρατικές συντάξεις κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίοι ρύθμισαν τα κύρια ζητήματα που αφορούν τις σχέσεις κράτους και θρησκευμάτων. Επιπρόσθετα, προς τους νόμους που ρυθμίζουν τις σχέσεις θρησκευμάτων κράτους εν γενή, το νομικό πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ του κράτους και της Καθολικής Εκκλησίας θεσπίστηκε με τρεις συμφωνίες που υπογράφηκαν από την Αγία Έδρα και τη Δημοκρατία της Λιθουανίας της 5 Μαΐου 2000. Η πρώτη συμφωνία επιγράφεται για τη συνεργασία στην εκπαίδευση και τον πολιτισμό. Η δεύτερη για την πειμαντική μέρημα των καθολικών που υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις. Και η τελευταία για τις νομικές στοιχές των σχέσεων μεταξύ της Καθολικής Εκκλησίας και του κράτους. Η δυνατότητα ορισμού του νομικού καθεστώτος θρησκευτικού οργανισμού με συμφωνία μεταξύ του κράτους και της ενδιαφορώμενης θρησκευτικής ένωσης προβλέπεται από το άρθρο 43 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Λιθουανίας. Εν τούτης, πρόσφατα μόνο ρυθμίστηκε με συμφωνίες η σχέση μεταξύ της Ρομοκαθολικής Εκκλησίας και του κράτους. Η καθηγήτρια Γιωλάντα Κουσνεσοβιένε, στο κεφάλαιο για τις νομικές πηγές των σχέσεων κράτων-σκευμάτων στη Λιθουανία, μας λέει ότι το Σύνταγμα είναι η θεμελιώδης νομοθετική πράξη που ρυθμίζει τα θρησκευτικά ανθρώπινα δικαιώματα διότι από τη θρησκευτική ελευθερία, η οποία θρησκευτική ελευθερία έχει μία ατομική και μία συλλογική διάσταση. Στη συλλογική διάσταση της θρησκευτικής ελευθερίας στηρίζονται και οι σχέσεις του κράτους με τα θρησκεύματα. Όσον αφορά τη σχέση του κράτους με τα θρησκεύματα, υπάρχει ο νόμος του 1995 της Λιθουανίας για τις σκεφτικές κοινότητες και τις ενώσεις τους. Όπως όλοι οι ειδικοί νόμοι που υπάρχουν για τα θρησκεύματα σε διάφορες χώρες, η διάταξη ενός τέτοιου νόμου περιλαμβάνει συνήθως τρία τμήματα, όπως και της Λιθουανίας. Το πρώτο τμήμα αναφέρεται σε μία νομοθετική ανάπτυξη του δικαιώματος θρησκευτική ελευθερία. Το δεύτερο τμήμα αναφέρεται στην απόκτηση νομικής προσωπικότητας ή την απολυά της. Και το τρίτο τμήμα αναφέρεται σε ορισμένες πτυχές των σχέσεων κράτων θρησκευμάτων. Δεν καλύπτει, δηλαδή, αυτό το τρίτο τμήμα του νόμου όλες τις πτυχές των σχέσεων, αλλά μόνον ορισμένες. Για αυτό υπάρχουν και οι άλλοι νόμοι, στους οποίους συναφέρει η καθηγήτρια Ιωλάνδα Κουσνεσοβιένε, υπάρχουν και άλλοι νόμοι, στους οποίους συναφέρει η δικά, που ρύθμισαν τα κύρια ζητήματα που αφορούνται σχέσεις του κράτους με τα θρησκεύματα. Επίσης, διευκρινίζει η ίδια συγγραφέας ότι σύμφωνα με το Άδωσα 43 του Συντάγματος της Δημοκρατητής Λιθουανίας, βλέπετε η δυνατότητα αριθμίσεις του νομικού καθεστώτος ενός θρησκευτικού οργανισμού με συμφωνία μεταξύ του κράτους και της ενδιαφερόμενης θρησκευτικής ένωσης. Έτσι, λοιπόν, κατά εφαρμογήν αυτού του Άδωσα 43 του Λιθουανικού Συντάγματος, ρυθμίστηκε το νομικό καθεστώς της Καθολικής Εκκλησίας στην Λιθουανία με διεθνείς διμερείς συμφωνίες, τρεις των αριθμών, η πρώτη για τη συνεργασία στην εκπαίδευση και τον πολιτισμό, όλα οι θέματα εκπαίδευσης και πολιτισμού, η δεύτερη για την πειμαντική μέρη με τον Καθολικό, που υπερρυτούσε ενώπλες δυνάμεις, δηλαδή για την Στρατιωτική Επισκοπή Ενόπλων Δυνάμεων και η τρίτη συμφωνία διεθνής διμερής συμφωνίας για τις νομικές πτυχές των σχέσεων μεταξύ Καθολικής Εκκλησίας και Κράτους. Και συνέχεια η καθηγήτρια Γιωλάντα Κουσνεσοβιένε προχωρεί στο κεφάλαιο Κατηγορίες Προσέγγισης του Συστήματος όπου αναφέρει Το σύστημα της σχέσης θρησκευμάτων και κράτους στη Λιθουανία χαρακτηρίζεται καθολοκληρίας ό,τι λειτουργεί με βάση την αρχή της μέσης οδού. Ο χωρισμός θρησκευμάτων και κράτους διακηρίζεται από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Λιθουανίας. Το άρθρο 43 του Συντάγματος προβλέπει το δικαίωμα των θρησκευτικών οργανισμών να λειτουργούν ελεύθερα σύμφωνα με τους κανόνες του θρησκευτικού τους δικαίου και τα καταστατικά τους και διακηρίσει ότι δεν υπάρχει κρατική θρησκεία στη Λιθουανία. Πληρέστερες ρυθμίσεις των σχέσεων κράτους και θρησκευμάτων προβλέπονται από το νόμο της Λιθουανίας για τις θρησκευτικές κοινότητες και τις ενώσεις τους. Το άρθρο 7 αυτού του νόμου ορίζει ότι οι θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις δεν θα ασκούν κρατικές αρμοδιότητες, ενώ το κράτος δεν θα ασκεί τις αρμοδιότητες των θρησκευτικών κοινοτήτων και ενώσεων. Η συνταγματική διάταξη για την απαγόρευση κρατικής θρησκείας στη Λιθουανία εξηγείται από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 13ης Ιουνίου 2000. Σύμφωνα με την απόφαση, η διάταξη για την απαγόρευση κρατικής θρησκείας σημαίνει το χωρισμό κράτους και θρησκευμάτων και την ουδετερότητα. Ο χωρισμός εφαρμόζει δύο κυρίες αρχές των σχέσεων κράτους και θρησκευμάτων. Πρώτον, οι κρατικές δραστηριότητες βασίζονται στην αρχή της κοσμικότητας. Δεύτερον, οι τομείς δραστηριοτήτων και λειτουργίας κράτους και θρησκευμάτων είναι οριοθετημένοι. Επομένως, ο χωρισμός σημαίνει ότι από τη μια πλευρά τα θρησκεύματα και οι θρησκευτικοί οργανισμοί δεν παρεμβαίνουν στις επίσημες δραστηριότητες του κράτους και δεν καταστρώνουν την κρατική πολιτική. Και από την άλλη πλευρά, το κράτος δεν παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις των θρησκευμάτων, τα οποία λειτουργούν σύμφωνα με τους δικούς τους κανόνες του θρησκευτικού δικαίου και τα καταστατικά τους. Όμως, ο χωρισμός θρησκευμάτων και κράτους δεν σημαίνει ότι τα θρησκεύματα και το κράτος δεν έχουν καμία σχέση. Ο όρος χωρισμός υπογραμμίζει τη σημασία τόσο του κράτους όσο και των θρησκευμάτων στην κοινωνική ζωή της Λιθουανίας μάλλον, παρά την έλλειψη οποιασδήποτε επαφής μεταξύ τους. Η ουδετερότητα σημαίνει το κράτος και οι θεσμοί του είναι ουδέτεροι αναφορικά με τη φιλοσοφία ζωής και τη θρησκεία. Η ουδετερότητα εγγυάται την ανοχή έναντι των διαφόρων θρησκευτικών φιλοσοφιών ζωής και απαγορεύει τις διακρίσεις εναντίον των πιστών. Σχολιάζοντας αυτό το κεφάλαιο για τις κατηγορίες προσέγγισης του συστήματος της καθηγήτυλας Γιωλάντα Κούσνεσο Βιένε, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε τα εξής ότι το σύστημα σχέσηων κράτων θρησκευμάτων στη Λιθουανία είναι εκείνο του χωρισμού με αναγνώριση ορισμένων θρησκευμάτων. Η αναγνώριση ορισμένων θρησκευμάτων στη Λιθουανία γίνεται με την αναγνώριση θρησκευτικών οργανισμών ή ενός αιών τους ως παραδοσιακών. Τι σημαίνει η αρχή του χωρισμού, η οποία προβλέπεται τόσο στο Σύνταγμα όσο και στο νόμο για τους θρησκευτικούς οργανισμούς και τις ενώσεις τους της Λιθουανίας. Μας εξήγηκε η καθηγήτυρα Γιωλάντα Κούσνεσο Βιένε ότι ο χωρισμός σημαίνει δύο πράγματα. Πρώτον, οι κρατικές δραστηριότητες είναι κοσμικές. Δεύτερον, οι τομείς δραστηριοτήτων κράτους και θρησκευμάτων είναι ωραιοθετημένοι. Δηλαδή, οι θρησκευτικοί οργανισμοί, οι ενώσεις τους δεν παρεμβαίνουν στους τομείς δραστηριοτήτων του κράτους, δηλαδή που ανήκουν στη δικαιοδοσία του κράτους, ούτε το κράτος παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις των θρησκευμάτων. Όσον αφορά τις εσωτερικές υποθέσεις τους, τα θρησκεύματα λειτουργούν σύμφωνα με το εσωτερικό δικαιό τους και με το καταστατικό το οποίο υποβλήθηκε στην αρμόδια κρατική αρχή, προκειμένου να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα. Στη συνέχεια η καθηγήτρια Γιωλάντα Κουζενσοβιεννέ μας εξηγεί τι σημαίνει ουδετερότητα του κράτους. Ουδετερότητα σημαίνει εγγύηση της ανοχής απο μέρους του κράτους όλων των φιλοσοφιών ζωής, είτε θρησκευτικών είτε μη θρησκευτικών. Και επίσης σημαίνει και την απαγόρευση των διακρίσεων εναντίον των μισθών. Αυτό είναι κάτι που προέρχεται από την εποχή που η Λειθουανία αποτελούσε τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης, οπότε υπήρχε το ζήτημα των διακρίσεων του αθευστικού κράτους εναντίον των μισθών. Κατάλληπο εκείνης της εποχής είναι αυτή η πλευρά του ζητήματος της ουδετερότητας του κράτους στη Λειθουανία. Στη συνέχεια η καθηγήτρια Γιωλάντα Κούσνεσο Βιενέ προχωρά στην παρουσίαση του νομικού καθεστώτος των θρησκευτικών οργανισμών στη Λειθουανία. Και αναφέρει «Η κύριοι θρησκευτικοί οργανισμοί ορίζονται στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Λειθουανίας και στο νόμο για τις θρησκευτικές κοινότητες και τις ενώσεις». Σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου, η θρησκευτική κοινότητα είναι μονάδα που περιλαμβάνει ομάδα ατόμων που επιδιώκουν να εφαρμόζουν τους σκοπούς της ίδιας θρησκείας. Η Ένωση πρέπει να αποτελείται τουλάχιστον από δύο θρησκευτικές κοινότητες που έχουν κοινή ηγεσία. Το Θρησκευτικό Κέντρο είναι ο διοικητικός οργανισμός της Θρησκευτικής Ένωσης. Ορίζοντας τις κύριες έννοιες με αυτόν τον τρόπο ως βασική ρύθμιση για την ύπαρξη διαφορετικών ομάδων, ο νόμος προβλέπει ότι ο στόχος των μελών της ομάδας θα πρέπει να είναι η πραγματοποίηση των κοινών τους θρησκευτικών σκοπών. Η καταχώρηση των θρησκευτικών κοινοτήτων και ενώσεων δεν είναι υποχρεωτική. Αν και ημί καταχωρημένες θρησκευτικές κοινότητες δεν είναι υποκείμενα δικαίου. Ο νόμος προσδιορίζει τρεις διαφορετικές κατηγορίες θρησκευτικών κοινοτήτων και ενώσεων. Τις παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις, τις κρατικά αναγνωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις και άλλες θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις. Ο νόμος ορίζει ότι παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις είναι εκείνες οι οποίες αποτελούν τμήμα της ιστορικής πνευματικής και κοινωνικής κληρονομιάς της Λιθουανίας. Το άρθρο 5 απαριθμεί τα εννέα παραδοσιακά θρησκεύματα στη Λιθουανία. Τη Ρωμακαθολική Εκκλησία, την Ελληνοκαθολική Εκκλησία, την Ευαγγελική Θηρανική Εκκλησία, την Ευαγγελική Μεταριθμισμένη Εκκλησία, τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, τους Παλαιούς Πιστούς, τους Ιουδαίους, τους Ιουνίτες Μουσουλμάνους και τους Καραΐτες. Στις μη παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις μπορεί να παραχωρωθεί το καθεστώς της κρατικά αναγνωρισμένη θρησκευτικής κοινότητας η Ένωσης και αυτές να καταχωρηθούν και να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα. Το άρθρο 6 του νομού ορίζει ότι η θρησκευτική κοινότητα η Ένωση μπορεί να αναγνωριστεί από το κράτος αν περιλαμβάνει τμήμα της ιστορικής πνευματικής και κοινωνικής κληρονομιάς της κοινωνίας. Εγκρίνεται από το κράτος και οι διδασκαλίες και οι ροτελεστίες της δεν έρχονται σε σύγκρουση με τους νόμους και την ηθική. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τον νόμο, τόσο οι παραδοσιακές, όσο και οι αναγνωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις θερούνται ότι αποτελούν τμήμα της λιθουανικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Εν τούτοις, η αναγνώριση σημαίνει ότι οι αναγνωρισμένες δεν είναι παραδοσιακές. Σύμφωνα με την απόφαση της 13ης Ιουνίου 2000 του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Δημοκρατίας Λιουθουανίας, ο χαρακτηρισμός των εκκλησιών και θρησκευτικών οργανισμών ως παραδοσιακών δεν αποτελεί πράξη ορισμού τους ως παραδοσιακών οργανισμών, αλλά πράξη ορισμού τόσο του παραδοσιακού τους χαρακτήρα όσο και του καθεστώτων των σχέσεών τους με την κοινωνία. Μια τέτοια πράξη αντανακλά την ανάπτυξη και κατάσταση του θρησκευτικού πολιτισμού στην κοινωνία. Η παράδοση ούτε δημιουργείται ούτε καταργείται με πράξη της βούλησης των ομοθέτη. Το αποτέλεσμα τούτου είναι το κλείσιμο του καταλόγου των παραδοσιακών θρησκευμάτων. Οι θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις μπορούν να ασθήσουν κρατική αναγνώριση 25 χρόνια τουλάχιστον μετά την ημερομηνία της αρχικής τους καταχώρησης στη Λιθουανία. Η κρατική αναγνώριση γίνεται από το ΣΕΙΜΑΣ, δηλαδή από το Κοινοβούλιο της Δημοκρατίας Λιθουανίας εις τραπογνώμη του Υπουργείου της Δικαιοσύνης. Αν η έτηση απορριφθεί, μπορεί να επανυποβληθεί 10 χρόνια τουλάχιστον μετά την ημερομηνία απόρριψης αρχικής έτησης. Την 1η Ιουλίου 2001 το ΣΕΙΜΑΣ, το Κοινοβούλιο παραχώρησε το καθεστώς της κρατικά αναγνωρισμένης θρησκευτικής κοινότητας, στην ένωση των κοινοτήτων των Ευαγγελικών Βαπτιστών της Λιθουανίας. Η διαδικασία για την αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας, τόσο των παραδοσιακών, όσο και των άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων και ενώσεων, καθορίζεται από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, το νόμο για τις θρησκευτικές κοινότητες και τις ενώσεις τους και το Ναστικό Κώδικα. Το άρθρο 43 του Συντάγματος προβλέπει ότι οι κρατικά αναγνωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες απολαμβάνουν νομικής προσωπικότητες και ο νόμος δεν απαιτεί την καταχώρηση των καταστρατικών ή των εγγράφων που αντιστοιχούν σε εκείνα των παραδοσιακών κοινοτήτων και ενώσεων. Οι νεοεδριώμενες ή επανιδριώμενες παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις αποκτούν νομική προσωπικότητα, ύστερα από αναφορά σχετικά με την ίδρυσή τους ή την επανίδρυσή τους εκ μέρους των αρχών τους προς το Υπουργείο της Δικαιοσύνης. Οι μη παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις αποκτούν νομική προσωπικότητα με την καταχώρησή τους στο Εβλίο Καταχώρησης των Νομικών Προσώπων. Η κοινότητα μπορεί να καταχωρηθεί εφόσον έχει τουλάχιστον 15 μέλη που είναι ενήλικοι πολίτες της Δημοκρατίας της Λιθουανίας. Η Θρησκευτική Ένωση μπορεί να καταχωρηθεί αν περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο κοινότητες. Το Θρησκευτικό Κέντρο μπορεί να καταχωρηθεί εάν ιδρύεται σύμφωνα με το καταστατικό της Θρησκευτικής Ένωσης ή άλλο ανάλογο έγγραφο. Ο Θρησκευτικός Οργανισμός θα πρέπει να υποβάλλει τα έγγραφα στο Υπουργείο της Δικαιοσύνης, όπως προβλέπετε, από το νόμο και τον αστικό κώδικα. Το Υπουργείο ελέγχει τα έγγραφα όταν τα έγγραφα συμμορφώνονται με το νόμο και ότι η ομολογία αυτής της θρησκείας δεν συνεπάγεται παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της ελευθερίας και της δημόσιας τάξης. Το καταστατικό της Σκεφτικής Ένωσης μπορεί να καταγορηθεί μέσα σε 6 μήνες από την ημερομηνία της υποβολής του. Το καταστατικό ή ανάλογο έγγραφο που πρέπει να υποβληθούν πρέπει να περιλαμβάνουν την επωνυμία της κοινότητας, την κύρια έδρα, τη νομική μορφή, τους στόχους και τους σκοπούς της θρησκείας, την οργανωτική δομή και τις αρχές της κοινότητας ή της Ένωσης, τη διαδικασία της λήψης αποφάσεων από τα διοικητικά όργανα, τη διαδικασία τρομοποίησης του καταστατικού, τους τρόπους προσχώρησης και αποχώρησης των μελών από την κοινότητα, τα δικαιώματα και τα καθήκοντα των μελών, τη διαδικασία για την αναδιοργάνωση και τη διανομή της περιουσίας της μετά τη λύση της, τοπικές θρησκευτικές κοινότητες που ανήκουν σε ήδη καταχωρημένες μη παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες, αποκτούν ομική προσωπικότητα όταν οι αρχές θρησκευτικής Ένωσης αναγνωρίσουν την ύπραξή τους και γνωστοποιήσουν αυτοί στο Υπουργείο Δικαιοσύνης εν γράφος. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης μπορεί να αρνηθεί να καταχωρήσει το καταστατικό των θρησκευτικών κοινοτήτων και ενώσεων, αν πρώτον δεν παρέχονται τα αναγκαία δεδομένα. Δεύτερον, η δραστηριότητα της θρησκευτικής κοινότητας ή Ένωσης παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες ή τη δημόσια τάξη. Και τρίτον, όταν έχει ήδη καταχωρηθεί καταστατικό που περιέχει την ίδια επωνυμία. Σύμφωνα με το δεύτερο βιβλίο, τετράρτο κεφάλαιο, άρθρο 2, παράγραφος 34 του Αστικού Κόδικα, οι θρησκευτικές κοινότητες και ενώση είναι μη κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Λαβάνδος υπόψη τη σύσταση για τις παράνομες δραστηριότητες των θρησκευτικών σεκτών μιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 14 Απριλίου 2000, η Κυβέρνηση έλαβε απόφαση για τη σύσταση επιτροπής για το συντονισμό των δραστηριοτήτων των διαφόρων κρατικών υπηρεσιών, οι οποίοι σύμφωνα με τις αρμοδιοτητές τους, επιλύουν προβλήματα που ανακύπτουν από τις δραστηριότητες των θρησκευτικών, αποκρυφιστικών και πνευματιστικών ομάδων. Αυτή η Επιτροπή αποτελείται από προσώπους των Κύριων Υπουργίων Δικαιοσύνης Εσωτερικών Υποθέσεων, Εκπαίδευσης και Επιστημών Υγείας Εξωτερικών Υποθέσεων του Γενικού Ισσαγγελέα της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Κέντρου Θρησκευτικών Σπουδών και Έρευνας. Η κύριη σκοπή αυτής της Επιτροπής είναι η ακόλουθη. Πρώτον, ο συντονισμός της έρευνας για τη συμμόρφωση των δραστηριοτήτων συγκεκριμένων ομάδων με το νόμο. Δεύτερον, η εγγύηση και ανταλλαγή της πληροφοριών μεταξύ κρατικών υπηρεσιών και αν χρειάζεται υποβολή προτάσεων για επίγουσα κρατική δράση όσον αφορά τις υποθέσεις αυτών των ομάδων. Κάθε 6 μήνες η Επιτροπή πρέπει να υποβάλλει ενημέρωση για το έργο της στην Κυβέρνηση και την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Και τώρα προχωρούμε στον σχολιασμό αυτού του αρκετά εκτεταμένου κεφαλαίου για το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Λετωνία της καθηγήτητης Γερολογιολάντα Κουσνεσοβιέννη. Η πραγμάτευση αυτού του ζητήματος, του νομικού καθεστώτος, γίνεται με βάση το Σύνταγμα, το Ναστικό Κόδικα, αλλά ιδίως τον ειδικό νόμο για τις θρησκευτικές κοινότητες και τις ενώσεις τους της Λετωνίας. Ποιοι είναι οι κύριοι θρησκευτικοί οργανισμοί σύμφωνα με αυτόν τον νόμο. Είναι η θρησκευτική κοινότητα. Άλλος τύπος θρησκευτικού οργανισμού, η Ένωση Θρησκευτικών Κοινοτήτων. Και τρίτος τύπος θρησκευτικού οργανισμού, το Θρησκευτικό Κέντρο. Η τοπική θρησκευτική κοινότητα ιδρύεται από φυσικά πρόσωπα και έχει σκοπούς, τους σκοπούς της οικίας θρησκείας. Η Ένωση ιδρύεται από δύο τουλάχιστον τοπικές θρησκευτικές κοινότητες που έχουν κοινή ηγεσία. Το Θρησκευτικό Κέντρο είναι ο διοικητικός οργανισμός της θρησκευτικής Ένωσης. Διευκρινίζει η καθηγήτριε Γιωλάντα Κουσνεσοβιέναι ότι η καταχώρηση των θρησκευτικών κοινοτήτων, δηλαδή η απόκτηση νομικής προσωπικότητας από αυτούς, δεν είναι υποχρεωτική προκειμένου να σκίσουν την ελευθερία εκδήλωσης θρησκείας τους. Και αυτό βεβαίως είναι απολύτως σύμφωνο με τα διεθνή standards της θρησκευτικής ελευθερίας. Διευκρινίζει όμως ότι δεν είναι υποκείμενα δικαίου οι μη καταχωρημένοι. Βεβαίως και δεν είναι υποκείμενα δικαίου οι τοπικές θρησκευτικές κοινότητες οι οποίες δεν έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα. Στη συνέχεια η ίδια συγγραφέας αναφέρεται στις τρεις διαφορετικές κατηγορίες θρησκευτικών κοινοτήτων και ενώσεων κατά τον ειδικό νόμο για τις θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις τους της Λετωνίας και είναι οι παραδοσιακές. Πρώτη κατηγορία θρησκευτικών κοινοτήτων και ενώσεων. Οι παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις. Δεύτερη κατηγορία θρησκευτικών κοινότητων και ενώσεων. Οι κρατικά αναγνωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις. Και τρίτη κατηγορία θρησκευτικών κοινότητων και ενώσεων. Οι άλλες θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις. Οι άλλες θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις. Αυτός ο ειδικός νόμος για τις θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις δίνει τον ορισμό των παραδοσιακών θρησκευτικών κοινωτήτων και ενώσεων. Επομένως παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις με αυτόν τον νόμο είναι εκείνες οι οποίες αποτελούν τμήμα της ιστορικής, πνευματικής και κοινωνικής κληρονομιάς της Λειθουανίας. Και ο ίδιος νόμος απαριθμεί ποια είναι τα εννέα παραδοσιακά θρησκεύματα της Λειθουανίας. Ρώμα καθολική εκκλησία, Ελληνοκαθολική εκκλησία. Δηλαδή είναι Ανατολική καθολική εκκλησία ή Ουνητική εκκλησία. Ευαγγελική Λουθυρανική εκκλησία, Ευαγγελική μεταρρυθμισμένη εκκλησία, Ρωσική Ορθόδοξη εκκλησία, Παλαιοί πιστοί, Ιουδαίοι, Σουνίτες Μουσουρμάνοι και Καραΐτες. Όσον αφορά τις μη παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες, αυτές μπορούν, εάν έχουν τις προβλεπόμενες από τον ειδικό αυτονόμο προϋποθέσεις, να αναγνωριστούν από το κράτος. Να αποκτήσουν δηλαδή το καθεστώς της κρατικά αναγνωρισμένης θρησκευτικής κοινότητας, η Ένωσης. Και να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα. Ποιες είναι αυτές οι προϋποθέσεις, προκειμένου να γίνει η κρατική αναγνώριση. Διότι στην Γληθουαλία έχουμε δύο είδη αναγνώρισης. Πρώτη κατηγορία αναγνώρισης και δεύτερη κατηγορία αναγνώρισης. Η πρώτη κατηγορία αναγνώρισης είναι παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες και νόσης. Η δεύτερη κατηγορία κρατικής αναγνώρισης είναι οι κρατικά αναγνωρισμένες, αλλά μη παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις. Οι προϋποθέσεις λοιπόν για την κρατική αναγνώριση μη παραδοσιακών θρησκευτικών κοινωντήτων ή ενώσεων είναι οι εξής. Πρώτον, να περιλαμβάνουν τμήμα της ιστορικής, πνευματικής και κοινωνικής κληρονομιάς της κοινωνίας. Δεύτερον, να εγκρίνονται από το κράτος. Και τρίτον, οι διδασκαλείες κυροτελεστίες τους να μην έρχονται σε σύγκρουση με τους νόμους και την ηθική. Επειδή όμως το σημείο αυτό τελείωσε ο χρόνος της έκτης διάλεξης του μετατυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου Δευτέρου έτους 2016, γι' αυτό θα συνεχίσουμε το σχολιασμό των σημαντικότερων σημείων του κεφαλαίου για το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών οργανισμών στη Λιθουανία, από το άρθρο της καθηγήτυρα Γεωλάντα Κουσνεσοβιέννη, «Κράτος και θρησκεύματα στη Λιθουανία», στην επόμενη, 7η, διάλεξή μας. Ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.