Διάλεξη 8: Σε αυτή τη διάλεξη θα ασχοληθούμε σε συντομία με το θέμα της απαγόρευσης των διακρίσεων και σε κάποια έκταση με το νέο αντιρατσιστικό νόμο. Για το θέμα της απαγόρευσης των διακρίσεων, καν την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η διαφορά μεταχείρισης προκαλεί διακρίσεις, κατά την έννοια του Άρθου 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, αν δεν έχει αντικειμενική και εύλογη αιτιολόγηση. Δηλαδή, αν δεν επιδιώκει ένα νόμιμο σκοπό ή δεν υπάρχει μια εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται να πραγματοποιηθεί. Κατά το Γενικό Σχόλιο της Επιτροπής του Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα στο Άθρο 26 του Διεθνού Συμφώνου, η απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών στη βάση της ισότητας δεν σημαίνει την ίδια μεταχείριση σε κάθε περίσταση. Η δε διαφοροποιεί στη μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση αν τα κριτήρια αυτής της διαφοροποίησης είναι εύλογα και αντικειμενικά και αν ο σκοπός της είναι η επίτευξη ενός στόχου που είναι νόμιμος δυνάμι του Συμφώνου. Και τώρα εισερχόμαστε στην ανάγκη της ποινικής τιμωρίας των αρκυστικών και ξενοφοβικών εγκλημάτων. Η απόφαση πλαίσιο 2008 κάτω σε 913ΔΕΥΥ του Συμβουλίου της ΕΕ, στις 28 Νοεμβρίου του 2008, την οποία ακολουθεί ο νέος αντιρατσιστικός νόμος, τονίζει ότι ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αντίκεινται ευθέως στις αρχές τις οποίες θεμελιώνει την ΕΕ και οι οποίες είναι κοινές στα κράτη-μέλη. Αυτές οι αρχές είναι εκείνες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων των ανθρώπων και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου. Τόσο η ΕΕ όσο και η Ελλάδα συμμετέχουν στις προσπάθειες διεθνούς κοινότητας για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Όπως η ίδια απόφαση πλαίσιο υπογραμμίζει μαζί με τον Έλληνα νομοθέτη στην ετυλογική έκθεση, στο συγκεκριμένο θέμα γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα της ισότητας έναντι του νόμου, της αρχής απαγόρευσης των διακρίσεων, στις οποίες αναφερθήκαμε προηγουμένως, της ελευθερίας έκφρασης, των ελευθεριών τους συνέρχεστε και τους συνεταιρίζεστε. Ορθά το σκεπτικό της απόφασης πλαίσιο αναφέρει ότι τα κράτη-μέλη αναγνωρίζουν ότι στην καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται σε ποινικά ζητήματα και γι' αυτό απαιτεί τη λήψη επικύλων μέτρων μέσα σε ένα συνολικό πλαίσιο. Αλλά αυτή η απόφαση πλαίσιο, όπως η ίδια διευκρινίζει, περιορίζεται στην καταπολέμηση ιδιαίτερα σοβαρών μορφών ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου. Ο Έλληνας νομοθέτης έκρυνε ότι δεν επαρκούσε ή ως ένα βαθμό ποινικοποίηση από το νόμο 927-1979 των συμπεριφορών που αποβλέπουν σε φιλετικές διακρίσεις. Εξαιτίας των σοβαρών προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας, κάτι μετάβασήτη σε μια ανοιχτή και πολυπολιτισμική κοινωνία. Σε αυτήν την νέο τύπου κοινωνία προβάλλει ως πρωταρχή υποχρέωση του κράτους η ισότιμη προστασία των ανθρώπων των ατόμων, ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα φυσικά και πολυτισμικά χαρακτηριστικά τους για την αντιμετώπιση σοβαρών εκδηλώσεων ρατσιστικών και ξενοφων συμπεριφορών με επάρκεια πληρότητα και αποτελεσματικότητα. Θεωρήθηκε επιβεβλημένη θέσπιση ενός ολοκληρωμένου, σαφούς και αποτελεσματικού νόμου. Τα τρία ρατσιστικά και ξενοφοβικά εγκλήματα. Λόγω θεσπίζονται οι αντικειμενικές και υποκειμενικές υποστάσεις των εξής δύο βασικών εγκλημάτων. Ένα, της δημόσιας υποκίνησης βίας ή μίσους, καταπροσώπου η ομάδα σπροσώπων, που προσδιορίζονται με τα οριζόμενα χαρακτηριστικά ή των πραγμάτων που χρησιμοποιούνται από αυτούς. Άρθρο 1, το οποίο αντικατιστά το άρθρο 1 του νόμου 927 του 1989. Δεύτερον, της δημόσιας επιδοκιμασίας ή άρνησης εγκλημάτων, άρθρο 2, το οποίο αντικατιστά το άρθρο 2 του νόμου 927 του 1979. Με το άρθρο 1 παράρροφος 1 του νέου νόμου τιμωρείται όποιος. Με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή διατουτύπου, μέσω του διαδικτύου με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινή, προκαλεί, διεγύρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες, που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία, κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενελογικές καταβολές, την εθνική ή εθνωτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, το λόγο προσώπων. Με την παράγραφο 2 του άρθρο 1 του νεονόμου τιμωρείται επίσης όποιος, με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή διά του τύπου, μέσω του διαδικτύου, με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινή, προκαλεί, διεγύρει ή προτρέπει σε διάπραξη φθοράς ή βλάβης πραγμάτων, εφόσον αυτά χρησιμοποιούνται από ομάδες ή πρόσωπα, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενολογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο την δημόσια τάξη. Με το άρθρο 2 παράγραφος 1 τιμωρείται όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή διά του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, επιδοκιμάζει, ευτελίζει ή κακόβουλα αρνείται τη σοβαρότητα εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, του ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του Ναζισμού που έχουν αναγνωριστεί με αποφάση διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων και συμπεριφορά αυτή στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους της που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενολογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατονισμό, ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία όταν η συμπεριφορά αυτή εκδηλώνεται κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βία ή μίσος ή ενέχει απειλητικό ή βριστικό χαρακτήρα κατά μιας ομάδας ή μέλους της. Η απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου της ΕΕ στο άρθρο 1 προβλέπει τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την εξασφάλιση της τιμωρίας των ακόλουθων εκπροθέσεως τελουμένων πράξεων. 1. Τη δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενελογικές καταβολές ή την εθνική εθνοτική καταγωγή με δημόσια διάδοση ή διανομή φυλαδίων, εικόνων ή άλλου υλικού. 2. Τη δημόσια επιδοκιμασία άρνηση ή χονδροϊδή υποτίμηση της σοβαρότητας πρώτον των εγκλημάτων και νοικτονίας εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και των εγκλημάτων πολέμου όπως ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του Καταστρατικού του Διεθνού Σπινικού Δικαστηρίου, δεύτερον των εγκλημάτων τα οποία ορίζονται στο άρθρο 6 του Καταστρατικού του Διεθνού Στρατοδικίου που προσαρτά τη Συμφωνία του Λονδίνου 8 Αυγούστου 1945 η οποία συμπεριφορά στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται βάς της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενελογικών καταβολών της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής όταν συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπου που είναι πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους μιας τέτοιας ομάδας. Αν συγκρίνουμε το νέο νόμο με την απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρατηρούμε το εξής. Σε σχέση με το πρώτο έγκλημα, δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους, η υποκίνηση απόφασης πλαισίου παρέμεινε και επεκτάθηκε στο νέο νόμο στην πρόκληση, τη διέγερση ή την προτροπή σε πράξεις ενέργειες. Στο νέο νόμο προσθήθηκε το διαδίκτυο ως τρόπος δημόσιας πρόκλησης, διέγερσης ή προτροπής ενώ στην απόφαση πλαίσιο το διαδίκτυο δεν αναφέρει τελικά παρά μόνο σε σχέση με τη θεμελίωση της κρατικής ποινικής δικαιοδοσίας. Στη βία η το μίσος της απόφασης πλαισίου προσθέθηκαν διαζευτικά στο νέο νόμο οι διακρίσεις. Το μέλος ομάδας της απόφασης πλαισίου αντικαταστάθηκε από τον πρόσωπο. Ο νέος νόμος πρόσθεκε τα κριτήρια της οξυαλικού προσανατολισμού της ταυτότητας φύλου και της αναπηρίας για τον προσδιορισμό των ομάδων σε βάρος των οποίων απευθύνται το πρώτο και το δεύτερο έγκλημα. Κατά τρόπο επιτρεπτό από την απόφαση πλαισίου ο νέος νόμος επιλέγει να τιμωρήσει μόνο συμπεριφορά οι οποίοι εκδηλώνεται κατά τρόπο που διαταρά στη δημόσια τάξη ή έχει απειλητικό χαρακτήρα και συγκεκριμένα εν έχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακαιριότητα. Σε σχέση με το δεύτερο έγκλημα δημόσια επιδοκιμασία η άρνηση εγκλημάτων. Η άρνηση της απόφασης πλαισίου γίνεται κακόβουλη άρνηση στο νέο νόμο και η χοντροειδής υποτίμηση της απόφασης πλαισίου γίνεται ευθελισμός στο νέο νόμο. Το λογάφτωμα και τα εγκλήματα του ναζισμού δεν αναφέρουν ειδικά στην απόφαση πλαισίου παρά μόνο ως εγκλήματα τα οποία ορίζονται στο άρθρο 6 του Καταστρατικού του Διεθνού Στρατοδικίου προς αρτάδες συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Αυγούς του 1945 ενώ το αντίθετο συμβαίνει στο νέο νόμο. Στην πλαίσιο αναφέρεται σε εγκλήματα γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου όπως ορίζουν στο άρθρο 6, 7 και 8 του Καταστρατικού του Διεθνού Στρατοδικίου δικαστηρίου ενώ ο νέος νόμος δεν παραπέμπει στα εν λόγω άρθρα του Καταστρατικού του Διεθνού Στρατοδικίου το οποίο κυρώθηκε με το νόμο 3003 του 2002 και στη διατάξη του οποίου προσαρμόστηκαν οι διατάξεις στο ιστορικού δικαίους σύμφωνα με το νόμο 3948 του 2011. Να γίνει παραπομπή και στα άρθρα 7-15 του νόμου 3948 του 2011 τα οποία θεσπίζουν εγκλήματα γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου. Κατά τρόπο μη επιτρεπτό από την απόφαση πλαίσιο, δηλαδή με μη αναλογική διεύρυνση, ο νέος νόμος επιλέγει να τιμωρήσει συμπεριφορά που μπορεί να υποκινήσει βία ή μίσος ενώ η απόφαση πλαίσιο να φέρνει συμπεριφορά που εκδηλώνεται κατά τρόπο που διατερά στη δημόσια τάξη. Κατά τρόπο μη επιτρεπτό από την απόφαση πλαίσιο, ο νέος νόμος επιλέγει διαζευτικά με την προηγούμενη μη επιτρεπτή από την απόφαση πλαίσιο περίπτωση να τιμωρήσει συμπεριφορά που έχει απειλητικό ευριστικό περιεχόμενο. Ο νέος νόμος ακολουθεί εν μέρει την αλλακτική δυνατότητα που παρέχεται από την απόφαση πλαίσιο να τιμωρεί την πράξη άρνησης ή χονδροϊδούς υποτίμησης σοβαρότητας του τρίτου εγκλήματος δημόσιας παιδοκυμασίας ή άρνησης εγκλημάτων μόνο εφόσον τα λόγω εγκλήματα έχουν να γνωριστεί μία μετάκλητης αποφάσης διεθνών δικαστηρίων αλλά όχι εθνικών δικαστηρίων και επιπλέον από τη βουλή των Ελλήνων. Σε σχέση και με τα δύο εγκλήματα, η απόφαση πλαίσιο διευκρινίζει τα εξής. Διευκρινίζει δηλαδή τι σημαίνει όρος γενεολογικές καταβολές, τι σημαίνει όρος θρησκεία, τι σημαίνει όρος μίσος. Μίσος. Πολλά κράτη-μέλη, λαμβάνοντας υπόψη την ελευθερία της έκφρασης, ιδίως την ελευθερία του τύπου και την ελευθερία της έκφρασης σε άλλα μέσα ενημέρωσης και την ελευθερία του συνεταιρίζεσθε, έχουν καθορίσει ή περιορίσει την ευθύνη από τερατσιστικά και εξυρροφοδικά εγκλήματα με διαδικαστικές εγγυήσεις και ειδικούς κανόνες στο Εθνικό Δίκιο, αριθμός 15 του προημίου. Και το Άρθρο 7 Παράγραφος 2 της Απόφασης Φλησίου προβλέπει ότι τα κράτη-μέλη δεν υπέχουν υποχρέωση να λαμβάνουν μέτρα προς την κατέστηση εφαρμογής της, τα οποία αντιβαίνουν προς θεμελιώδεις αρχές τους σχετικά με ελευθερία της έκφρασης, ιδίως την ελευθερία του τύπου και την ελευθερία της έκφρασης σε άλλα μέσα ενημέρωσης, όπως προκύπτουν από τις δραματικές παραδόσεις ή τους κανόνες που διέπουν τα δικαιώματα, τις ευθύνες και τις διαδικαστικές εγγυήσεις για τον τύπο ή άλλα μέσα ενημέρωσης, ή σχετικά με την ελευθερία τους συνεταιρίζεται όταν οι κανόνες αυτοί αναφέρονται στον καθορισμό ή το περιορισμό της ευθύνης. Αντιθέτει στον νέος νόμος, δεν περιέχει σχετικές ρυθμίσεις, ενώ θα μπορούσε και έπρεπε να το πράξει, όπως το έπραξαν πολλά κράτη-μέλη και παρά την ύπαρξη σχετικής παρατήρησης έκθεσης από το νομοσχεδίου της Επιστημονικής Επιτροπής Βουλής. Κατά την παρατήρηση αυτή της Επιστημονικής Επιτροπής, συνταρματικώς κατοχυρωμένα τομικά δικαιώματα, όπως η ελευθερία της τέχνης, της έρευνας και της επιστήμης, και θα πρόσθετα και της ελευθερίας της έκφρασης, της ελευθερίας στους νευτερίζεις και της σχετικής ελευθερίας, επηρεάζουν το πεδίο εφαρμογής ποινικών διατάξεων, όταν ο νομοθέτης όπως οφείλει με ειδικές ρυθμίσεις, είτε αποκλεί την αντικειμενική υπόσταση των σχετικών εγκλημάτων, είτε θεσπίζει ειδικούς λόγους άρσης του άδειου χαρακτήρα τους, ακριβώς διότι η ύπαξη και άσκηση ατομικών δικαιωμάτων αποτελούν το σταγματικό θεμέλιο μιας κοινωνίας ανθρώπων οργανωμένης βάσης των αρχών της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Μολονότι τα ατομικά δικαιώματα μπορούν να λειτουργήσουν ως λόγοι άρσης του αδίκου στο πλαίσιο του γενικού λόγου της διαφύλαξης δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, θα ήταν σκόπι με προκειμένου ελλείψη ειδικής ρύθμισης στην ελληνική νομοθεσία και προς διευκόλυνση εφαρμογής προτενόμενης διάταξης, να εισαχθεί ειδικός λόγος άρσης του αδίκου της περιγραφόμενης συμπεριφοράς στο άρθρο 2 παράδειγμα 1 του νομοσχεδίου, κατά το πρότυπο του ΑΤ367 ποινικού κώδικα, η εφαρμογή του οποίου είναι κονκρέτο τελεί υπό τον αυτονόητο έλεγχο της αρχής της αναλογικότητας. Σημειοτέλο της συναντήσκης διάταξης του γερμανικού ποινικού κώδικα προβλέπεται ο αποκλεισμός της ειδικής υπόστασης, όταν συμπεριφορά υπηρετεί τη διαφώτιση των πολιτών, την τέχνη, νεπιστήμη, τη δασκαλία, την έρευνα ή άλλους παρόμοιους σκοπούς. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να τροποποιηθεί άμεσα ο νέος νόμος προκειμένου να ρυθμιστεί το ζήτημα του ειδικού λόγου άρσης του αδίκου των νομοτυπικών υποστάσεων και των δύο εγκλημάτων. Θα ασχοληθούμε με ένα νέο νόμο πολύ πρόσφατο, ο οποίος ψηφίστηκε 1 Οκτωβρίου του 2014, από το 3ο θερινότημα της Γουλής, που επιγράφει το οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσιών τους στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις αραιωμοδιώτητας γενικής γραμματίδας σχεμάτων και λιμπές διατάξεις. Το χαρτιστικό αυτού του νόμου είναι ότι για πρώτη φορά στην Ελλάδα καθιερώνει μορφές θρησκευτικής νομικής προσωπικότητας. Μέχρι τώρα στην Ελλάδα δεν υπήρχαν θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, ενώ υπήρχαν σε άλλες χώρες. Δύο είναι τα είδη θρησκευτικών νομικών προσώπων. Η θρησκευτική κοινότητα το άρθρο 2 και το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο η Εκκλησία το άρθρο 12. Η Ένωση Προσώπων, η οποία επιδιώκει τη συστηματική και οργανωμένη άσκηση της λατρείας της και τη συλλογική εκδήλωση των συσκευτικών πεποιθήσεων των μελών της, αυτός είναι ο σκοπός, συστηματική και οργανωμένη άσκηση της λατρείας και συλλογική εκδήλωση των συσκευτικών πεποιθήσεων των μελών της, γίνεται νομικό πρόσωπο, δηλαδή αποκτά νομική προσωπικότητα, με την εγγραφή σε ειδικό δημόσιο εβιβλίο που τηρείται στο πρωτοδικείο της έδρας του. Και τι είναι η θρησκευτική κοινότητα, μας το δίνει το άρθρο 1. Η θρησκευτική κοινότητα είναι ικανός, δεν μας λέει εδώ πόσο συνοριθμός, ικανός, αρκετός δηλαδή αριθμός φυσικών προσώπων, με συγκεκριμένη θρησκευτική ομολογία γνωστής θρησκείας, μόνιμα εγκατεστημένον σε ορισμένη γεγραφική περιοχή, με σκοπό την κοινή άσκηση της λατρείας της και την τέληση των καθηκόντων που απαιτούνται από την κοινή ομολογία των μελών της. Το άρθρο 2 μας λέει ότι ο ελάξιος αριθμός φυσικών προσώπων ιδρυτών μιας θρησκευτικής κοινότητας, θρησκευτικού νομικού προσώπου, όπως την αναφέρει, είναι 300, μεταξύ των οποίων ένας θρησκευτικός λειτουργός, ιεργός, επιμένας της σκεφτικής κοινότητας. Ο αριθμός αυτός 300 είναι υπερβολικά μεγάλος και δυσκαιρένει την άσκηση του δικαιώματος του συνεταιρίζεστε για τις σκεφτικούς σκοπούς των φυσικών προσώπων ιδρυτών. Όταν για ένα σωματίο απαιτούνται 20 ιδρυτές είναι δυσανάλογος υπερβολικά μεγάλος ο ελάξιος αριθμός φυσικών προσώπων που απαιτείται για την ίδρυση θρησκευτικού νομικού προσώπου. Για την ίδρυση εκκλησιαστικού νομικού προσώπου ή εκκλησίας απαιτούνται τρία νομικά πρόσωπα δηλαδή τρία θρησκευτικά νομικά πρόσωπα ιδρυτές. Το τρία είναι εύλογος αριθμός. Επομένως έχουμε μία αντίθεση του νόμου αυτού προς το διεθνές και το συνταγματικό δικαίωμα της απόκτησης νομικής θρησκευτικότητας από τους σκεφτικούς οργανισμούς. Το δικαίωμα αυτό το οποίο παράγεται κατά μία ερμηνευτική άποψη είτε μόνο από την ελευθερία εκκλήρωσης της θρησκείας, κατά άλλη ερμηνευτική άποψη από την ελευθερία εκκλήρωσης της θρησκείας σε συνδυασμό με την ελευθερία του συνετερής για τις σκεφτικούς σκοπούς, κατοχυρώνει να γνωρίζει το δικαίωμα των σκεφτικών οργανισμών στην απόκτηση νομικής προσωπικότητας, αλλά όχι όμως στην απόκτηση συγκεκριμένης μορφής νομικής προσωπικότητας. Η ρύθμιση των ορφών νομικής προσωπικότητας ανήκει στη δικαιοδοσία του κράτους. Απετείται και στις δύο περιπτώσεις και του θρησκευτικού νομικού προσώπου, δηλαδή μιας τοπική θρησκευτικής κοινότητας, και του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, δηλαδή μιας θρησκευτικής ένωσης. Οι όροι αυτοί που χρησιμοποιούνται στο νόμο αυτό είναι αδόκημοι. Θρησκευτικό νομικό πρόσωπο θα μπορούσε να λέγεται τοπική θρησκευτική κοινότητα, εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο και αυτός αδόκημος όρος θα μπορούσε να λέγεται θρησκευτική ένωση. Και στις δύο περιπτώσεις για την απόξη θρησκευτικής νομικής προσωπικότητας, είτε από το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο, είτε από το εκκλησιαστικό νομικό προσώπο, δηλαδή είτε από την τοπική θρησκευτική κοινότητα, είτε από τη θρησκευτική ένωση, απαιτεί να τηρηθεί μια δικαστική διαδικασία να γίνει μία έτηση προς το Μορμολέιση Πρωτοδικείο της Έδρας και αναγνωριστεί όπως γίνεται η αναγνώριση των σωματίων δηλαδή. Απετούνται να υποβληθούν προς σκοπό της δικαστικής αναγνώρισης ορισμένα δικαιολογιδικά τα οποία αναγράφονται στο νόμο. Στατική πράξη για το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο, στατική πράξη υπογεγραμμένη από όλους τους ιδρυτές μέλη, με πλήρη στοιχεία ταυτότητας και κατοικίας τους, ομολογία πίστης, τα νόματα των μελών της διοίκησης, στην οποία περιλαμβάνεται και ο θρησκευτικός λειτουργός της κοινότητας, πλήρης βιογραφικό σημείωμα του ηλευταίου, από το οποίο θα προκύπτουν τυχόν θρησκευτικές σπουδές του, ο τρόπος και ο χρόνος ανάδειξης εκλογής ή επιλογής του θρησκευτικού λειτουργού, κατάλογος των λατρευτικών με τους λατρευτικούς χώρους και κανονισμός, με τις προγραφές των μελών φυσικών προσώπων και με ημεροχρονολογία. Προβληματική είναι και αυτή η διάταξη που απαιτεί μεταξύ των ιδρυτών φυσικών προσώπων, θρησκευτικού νομικού προσώπου, να υπάρχει και ένας θρησκευτικός λειτουργός. Διότι αυτή η διάταξη προκαλεί διακρίσεις. Επειδή υπάρχουν θρησκεύματα τα οποία δεν έχουν θρησκευτικούς λειτουργούς. Δεν είναι απαραίτητο για ένα θρησκεύμα να έχει θρησκευτικό λειτουργό. Όταν λοιπόν απαιτεί από τον νόμο υπάρχει θρησκευτικού λειτουργού μεταξύ των μελών, αυτό έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της όρευσης και της απαγόρευσης των διακρίσεων. Επίσης προβληματική είναι και η διάταξη που λέει ότι ένα μέλος, φυσικό πρόσωπο ενός θρησκευτικού νομικού προσώπου, δεν μπορεί να συμμετέχει ταυτόχρονα σε άλλο θρησκευτικό νομικό πρόσωπο. Της ίδιας θρησκείας ή δόγματος. Της αυτής ή άλλης θρησκείας ή δόγματος. Και αυτοί οι θρησκευτικοί πρόσωποι, δεν είναι δόγματος. Και για μένα αυτή η θρησκεία είναι κατανοητό. Γιατί την άλλη θρησκεία δεν είναι κατανοητό, διότι υπάρχουν και θρησκεύματα, τα οποία δεν υποχρεώνουν τους πιστούς τους να ανήκουν αποκλειστικά σε αυτά, αλλά μπορούν να συμμετέχουν σε περισσότερα θρησκεύματα. Όπως είναι τα θρησκεύματα του βραχμανικού δέντρων θρησιών, τα ανατολικά λεγόμενα, Ινδουισμός, Βουδισμός, Γιαννινισμός κλπ. Αυτά τα θρησκεύματα τα ανατολικά, σε σύγκριση με τα δυτικά, δηλαδή του αυραμικού δέντρου θρησιών, Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλάμ, τα ανατολικά λοιπόν δεν υποχρεώνουν τους πιστούς τους να ανήκουν αποκλειστικώς σε αυτά, και να ανήκουν τα μέλη του αποκλειστικώς σε αυτό, αλλά επιτρέπουν στα μέλη τους να ανήκουν ταυτόχρον ως και σε άλλα θρησκεύματα. Όταν έχει λοιπόν ο νόμος και λέει ότι δεν μπορεί ένα μέλος φυσικό πρόσωπο ενός θρησκευτικού νομικού προσώπου να είναι μέλος και άλλου θρησκευτικού νομικού προσώπου άλλης θρησκείας, έχετε σε αντίθεση με την θρησκευτική ελευθερία. Η αίτηση που υποβάλλεται στο δικαστήριο, εάν ένα θρησκευτικό νομικό πρόσωπο υπάγεται πνευματικά και διοικητικά σε εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, δηλαδή μια τοπική θρησκευτική κοινότητα αν υπάγεται σε μια θρησκευτική ένωση, υποβάλλεται από κοινού, δηλαδή η θρησκευτική ένωση ή κατά την ορολογία του νόμου το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο υποβάλλεται από κοινού με το υποσίσταση, θρησκευτικό νομικό πρόσωπο, δηλαδή η τοπική θρησκευτική κοινότητα, την αίτηση για αναγνώριση του θρησκευτικού νομικού προσώπου από το δικαστήριο. Το άρθρο 4 προβλέπει ποια στοιχεία, ποια δεδομένα πρέπει να περιλαμβάνει ο κανονισμός, το άρθρο 5 αφορά την εγγραφή στο βιβλίο, δικό δημόσιο βιβλίο, θρησκευτικό νομικό προσώπο, και ότι από τη σεγγραφή στο βιβλίο αποκτάται η νομική προσωπικότητα συγκεκριμένη, η θρησκευτική νομική προσωπικότητα. Το άρθρο 8 αφορά την διοίκηση του θρησκευτικού νομικού προσώπου. Εάν δεν ορίζει διαφορετικά ο κανονισμός, δηλαδή άλλη μορφή πολιτεύματος, δηλαδή οργανώσεως και διοικήσεως, ως γνωστόν οι τύποι οργανώσεως και διοικήσεως, δηλαδή οι τύποι πολιτευμάτων είναι δημοκρατικό, ολιγαρχικό, μοναρχικό. Η θρησκευτική ελευθερία επιτρέπει όλους τους τύπους πολιτευμάτων, οργανώσεως και διοικήσεως. Επιλέγει κάθε θρησκεύμα το δικό του τύπο, είτε συνολικά για όλα τα επίπεδα οργανώσεως και διοικήσεως, είτε μπορεί να αλλάσει τις διάφορες μορφές πολιτευμάτων ανα επίπεδο οργανώσεως και διοικήσεως. Αν λοιπόν δεν προβλέπεται από τον κανονισμό ποιος είναι ο τύπος πολιτεύματος, τότε υποχρεωτικά πρέπει να είναι δημοκρατικό, δηλαδή να έχει γενική συνέλευση, το οποίο αποτελεί το ανώτατο όργανο. Εκλέγει τα πρόσωπα της διοίκησης, κρίνεται οικονομικά και αποφασίζει για τη διάλεση του νομικού προσώπου. Τα ισχευτικά νομικά πρόσωπα μπορούν να ιδρύουν ευθύριους ήχους και συγχαστήρια, οπουδήποτε στην ελληνική επικράτεια, επ' ονοματί τους και ως παραρτήματα. Επίσης μπορούν να ιδρύουν, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, κατασκηνώσεις, ιδιωτικά σχολεία, εκπαιδευτήρια, ραδιοφωνικούς σταθμούς, φιλανθρωπικά ιδρύματα, μη κυβερνητικές οργανώσεις και άλλα νομικά πρόσωπα, ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους. Το Άρθρο 10 προβλέπει τα θέματα της διάλυσης του θρησκευτικού νομικού προσώπου. Το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο δελείται σε περιπτώσεις που προβλέπει ο κανονισμός και σε περιπτώσεις που τα μέλη του μείνουν λιγότερα από 100. Με απόφαση του μορμολούς πρωτοδικίου, το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο μπορεί να δελειθεί, αν το ζητήσει η διοίκησή του για οποιοδήποτε λόγο και αν το ζητήσει η Εποπτεύου σε αρχή η ουραμόδησης αγγελέας. Πρώτον, αν δεν έχει τουλάχιστον έναν θρησκευτικό λειτουργό για διάστημα μεγαλύτερο των 6 μηνών, αυτή η διάταξη έχει τη σε αντίθεση με τη σκεφτική ελευθερία, για το λόγο που εξηγήσαμε προηγουμένως. Δεύτερον, νας την πραγματικότητα επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από αυτόν που ορίζει ο νόμος. Και τρίτον, να η λειτουργία του έχει καταστεί παράνομη ή ανήθικη ή αντίθετη προς τη δημόσια τάξη. Προβλέπεται και μια διάταξη αναστολής διτουργίας του νομικού προσώπου. Το Άρθρο 12 αφορά το λεγόμενο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, δηλαδή θρησκευτική ένωση, η οποία ιδρύεται από τρεις τουλάχιστον ιδρυτές που είναι οπωσδήποτε θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, δηλαδή τοπικές θρησκευτικές ενώσεις της ίδιας θρησκείας. Μπορεί να έχει επισκοπική, συνοδική ή άλλη κεντρική δομή, δηλαδή οποιοδήποτε πολίτευμα μπορεί να έχει, από αυτά τα οποία προέναφέραμε και είναι γνωστά και λειτουργεί με βάση τον κανονισμό και διοικείται από εκλεγμένα διορισμένα ή διορισμένα ατομικά ή συλλογικά όργανα. Και απαιτείται, όπως προναφέραμε, να αναγνωριστεί από το Μονομελέση Πρωτοδικείο και εγγραφή στο ειδικό βιβλίο της σκεφτικών νομικών προσώπων και εκκλησιαστικών νομικών προσώπων. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |