Διάλεξη 4 / Διάλεξη 4 / Διάλεξη 4

Διάλεξη 4: Υπόλοιπος της ΕΕΚΤΕΣΕΣ ΕΚΡΙΣΕΣΤΟΥΣΤΟΥΣΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟ� Αυτή είναι η απόφαση αυτή. Στερώντας από τις Ιρές Μονές κάθε περιτέρω δυνατότητα να προσφεύγουν στα δικαστήρια για τα παράπονα που τυχόν έχουν κατά του ελληνικού δη...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Κυριαζόπουλος Κυριάκος (Επίκουρος Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Νομικής / Εκκλησιαστικό Δίκαιο ΙΙ (Προπτυχιακό)
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=a80a608c
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 4: Υπόλοιπος της ΕΕΚΤΕΣΕΣ ΕΚΡΙΣΕΣΤΟΥΣΤΟΥΣΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟΥΣΤΟ� Αυτή είναι η απόφαση αυτή. Στερώντας από τις Ιρές Μονές κάθε περιτέρω δυνατότητα να προσφεύγουν στα δικαστήρια για τα παράπονα που τυχόν έχουν κατά του ελληνικού δημοσίου, τρίτον ή της ίδιας εκκλησίας σε σχέση με τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα ή ακόμη και να παρεμβαίνουν σε αυτές τις δίκαιες, το άρθρο είναι παράγφος 1, νομ 1787, που θύγει την ουσία του δικαιώματος προσφυγής σε δικαστή. Λίγο νωρίτερα, στην ΠΑΠΑΠΟ 80, είχε εξηγήσει ότι μια πτυχή του δικαιώματος αυτού αποτελεί το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο. Το δικαίωμα, δηλαδή, εγέρσεως αγωγής επιαστικών υποθέσεων, το οποίο ακριβώς θύγει η επίμαχη ρύθμιση του νομου 3700 του 1987. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου είναι σημαντική. Εξίσου σημαντική με την παραδοχή του ότι ο νόμος 1700 του 1987 παραβιάζει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των ιερών μονών. Και τούτο διότι αφότου η μοναστριακή περιουσία μπήκε στο στόχαστρο του κράτους. Κατά καιρούς επεμβαίνει νομοθετικά και με διάφορες μεθοδεύσεις, είτε με απαλλοτριώσεις εναντί μειωμένης αποζημίωσης, είτε με τεκμήρια όπως αυτό του νομου 1700 του 1987 και ταυτόχρονα χωρίς ευλογή αποζημίωση, χωρίς καμία αποζημίωση, αφαιρεί την περιουσία των μονών. Αλλά και για όση περιουσία δεν αφαιρεί και γι' αυτή φροντίζει να αποξενωθούν οι ιερές μονές από τη δίκηση και διαχείρισή τους. Την μεμτουσία δηλαδή του δικαιώματος κυριότητας. Έτσι, δια της αφαιρέσεως, διοικίσεως και διαχειρίσεως της περιουσίας τους, άρα και του περιλαμβανόμενος στην έννοια της διοίκησης δικαιώματος, νοημοποίησεως προσάσκηση των συναφών με την κυριότητα αγογών κλπ, κολοβώνει το δικαίωμα. Τούτο όμως οδυναμεί με έμμεση απαλλοτρίωση, διότι ο διαχωρισμός βάσει διατάξειως νόμου του κυρίου ενός περιουσιακού στοιχείου και του φορέα διαχείρισης του αποτελεί σαφέστατα περιορισμό του ανωτέρωτομικού δικαιώματος, που εντοπίησε στο γεγονός ότι ο κύριος του ακοινήτου περιουσιακού στοιχείου δεν είναι ελεύθερος να αποφασίσει για τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιήσει και θα καρπουθεί την περιουσία του και εν τέλει καθίσταται ανέφυκτη η διασκήσεως του δικαιώματος πραγμάτωση του περιεχωμένου αυτού. Το νόμο το όμως από τη δογματική άποψη του αστικού δικαίου έγκειται στην απεριόριστη και αποκλειστική εξουσία πάνω στο πράγμα. Τα νέα θετικά νομολογιακά δεδομένα που παρήχθησαν από τις κρίσεις και τις αιτιολογίες αυτής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστήρια Αθροπίνων Δικαιωμάτων συνοψίζονται στα ακόλουθα τρία σημεία. Η νομοθετική διατύπωση τεκμηρίων αμάχητων ή μαχητών όπως αυτό του άρθρου τρία παράγγωσε ένα άλφα νόμου 1700 του 1987 δυνάμι των οποίων το δημόσιο ή άλλος δημόσιος φορέας θεωρείται κύριος ακείνη της περιουσίας κατεχόμενης από τρίτο χωρίς να παρέχεται στον τρίτο ιδικονομική δυνατότητα πλήρους ανταποδείξεως κυριότητάς του δια της χρήσης όλων ανεξέρετα των νόμιμων τρόπων και τίτλων που προβλέπει η εθνική νομοθεσία άρα και της χρησικτησίας, συνιστά επέμβαση στην περιουσία και μάλιστα παραβίαση του δικαιώματος του τρίτου για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας του. Και τούτο διότι μια τέτοια διάταξη δεν έχει δικονομικό χαρακτήρα ουσιαστικό και ισοδυναμή με αφαίρεση της ιδιοκτησίας. Περαιτέρω, ειδικά για την ακίνητη περιουσία των ιερών μονών, κρίθηκε ότι μια τέτοια αφαίρεση ιδιοκτησίας χωρίς την καταβολή αποζημίωσης συνιστά παραβίασε το άρθρο ένα παράγραφο σε ένα του πρώτου πρόσετου πρωτοκόλου της Ευρωπαϊκής Συμβασδικαιωμάτων των Ανθρώπων. Άρα η σχετική ρύθμιση της εθνικής νομοθεσίας. Όσο αντίθετη σε υπέρτερης τυπικής ισχύος νομοθέτημα, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Συμβασδικαιωμάτων των Ανθρώπων, είναι σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφο σε ένα του συντάγματος ανίσχυρη και δεν πρέπει να εφαρμόζεται από τα εθνικά δικαστήρια. Δεύτερο σημείο, η νομοθετική αθαίρεση από τον έχοντα πλήρη δικαιοπρακτική η ικανότητα φορέα του δικαιώματος κυριότητας ακυνήτου, της εξουσίας για διοίκηση του πράγματος η οποία συνεπάγεται και την εξουσία εκπροσώπισης ενώπιον των δικαστηρίων. Και ένα θέση της σε τρίτο πρόσωπο, συνιστά παραβίαση του δικαιώματος προσφυγής σε δικαστήριο κατά την ιδικότερη πτυχή του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο. Περαιτέρωδε ειδικά για τις ιρές μονές κλήθηκε ότι αφαίρεσε τις εξουσίες διοίκησης ως μία σκατηγορία στις περιουσίες τους και ένα θέση της εκπροσοπίσεως ενώπιον των δικαστηρίων για τις αστικές διαφορές της περιουσίας αυτής σε άλλο εκκλησιαστικό ή μη νομικό πρόσωπο ακόμη και σε αυτήν την υπερκείμενη ιεραρχικά εκκλησιαστική τους αρχή, δηλαδή την Εκκλησία της Ελλάδος καταστά τις ιρές μονές εξαρτημένες από κίδε μόνα σε εισαγωγικά ένα, δεύτερον καταλείει εν μέρει την αυτοτέλεια της νομικής προσωπικότητάς τους και τρίτον την ουσία του δικαιώματος που σφιγεί σε δικαστήριο. Άρα η σχετική ρύθμιση της εθνικής νομοθεσίας ως αντίθετη σε υπέρτερη αισθητημικής ισχύειας νομοθέτημα δηλαδή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του ανθρώπου είναι σύμφωνα με το άρθρο 28 παρά ουσένα του συντάμεντος ανίσχυρη και δεν πρέπει να εφραμμόζεται από τα εθνικά δικαστήρια. Πρέπει να σημειωθεί να κάνω μια παρατηρήση ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Αθροπινων δικαιωμάτων στο θέμα της παραβήσης του δικαιώματος προσφυγής σε δικαστήριο όσον αφορά την ενμέρη κατάλησης αυτοτέλειας νομικής προσωπικότητας στην περίπτωση κατά την οποίαν γίνεται ανάθεση εκπροσωπίσεως νόπιων δικαστηρίων στην υπερκείμενη ιεραρχικά εκκλησιαστική τους αρχή, δηλαδή την Εκκλησία της Ελλάδος, δεν λαμβάνει υπόψη, αυτό είναι ένα μειονέκτημα της απόφασης, δεν λαμβάνει υπόψη το δικαίωμα στην αυτονομία της Εκκλησίας της Ελλάδος διότι οι αυτοτέλειες νομικής προσωπικότητας ενός θρησκευτικού νομικού προσώπου, ο βαθμός αυτοτέλειας εξαρτάται από το δικαίωμα στην αυτονομία του ιδίου του θρησκεύματος, της θρησκευτικής κοινότητας εν γένει. Πόσον το εσωτερικό δίκιο του ιδίου θρησκεύματος είτε θεσπίζεται από τη νομοθετική αρχή του ιδίου θρησκεύματος, στην περίπτωση που το θρησκεύμα είναι ελεύθερο, είτε θεσπίζεται από τη Βουλή, δηλαδή από το κρατικό νομοθετικό όργανο, στην περίπτωση που το θρησκεύμα είναι κρατικό, το εσωτερικό δίκιο λοιπόν του ιδίου θρησκεύματος, υλοποιεί το δικαίωμα στην αυτονομία του θρησκεύματος, προβλέποντας εξαρτήσεις νομικές, στην ιερορχία όχι μόνο των αξιωματούχων αλλά και των νομικών προσώπων του εν λόγω θρησκεύματος. Συνεπώς εδώ παρατηρούμε ότι στο σημείο στο οποίο αφαιρώμαστε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Αθροπικών Δικαιωμάτων Σφάλι, όταν αφαίρεται στην ενμέρη κατάληση της αυτοτέλειας νομικής προσωπικότητας των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων των μονών, εφόσον η ενάθεση της εκπροσωπής όστους ενώπιον των δικαστριών γιαστικές διαφορές της περιουσίας αυτής γίνεται σε νομικό πρόσωπο της υπερκείμενης ιεραρχικά εκκλησιαστικής τους αρχής, δηλαδή στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαιώτου της Εκκλησίας Ελλάδος. Τρίτο σημείο, οι Ιερές Μονές Εκκλησίας Ελλάδος είναι μη κυβερνητικές οργανώσεις, κατά την έννοια το άρθρο 25 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Αθροπικών Δικαιωμάτων. Η τοποθέτηση αυτή σε συνδυασμό με τις αιτιολογίες που παρατήθενται στις παραγράφους 48 και 49 της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστρίου Αθροπικών Δικαιωμάτων, συμβάλλουν στη διευκλήνηση της φύσιος της νομικής προσωπικότητας των Ιερών Μονών, αν δηλαδή είναι εφορείς δημόσιας εξουσίας ή όχι, για την οποία υπάρχει διάσταση στην ελληνική θεωρία. Αν και δεν είναι ευθέως το ζήτημα, ωστόσο σημαντική είναι η παραδοχή του Δικαστηρίου, ότι για τους Ιερές Μονές δεν ασκούν κυβερνητική εξουσία. Το Άθο 31 Παράγροφος 1 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας Ελλάδος, περιγράφει τις Ιερές Μονές ως ασκητικά θρησκευτικά ιδρύματα. Οι σκοποί τους, κυρίως της εκκλησιαστικής και πνευματικής φύσεως, αλλά και πολιτιστικής και κοινωνικής φύσεως, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν είναι τέτοιοι ώστε να τις κατατάσουν στους κρατικούς οργανισμούς, που έχουν ιντρηθεί για δημόσιους διοικητικούς σκοπούς. Από την κατάταξή τους στα νομικά πρόσωπα δημοσιοδικαίου μπορεί να συνεχθεί μόνο ο νοτιονομοθέτης, εξαιτίας των ειδικών δεσμών μεταξύ των ιερών μονών και του κράτους, επιθυμούσε να τους δώσει την ίδια νομική προστασία 93ο, που έχουν και άλλα νομικά πρόσωπα δημοσιοδικαίου. Και τώρα θα ασχοληθούμε με το ζήτημα του άρθρου 55 του νόμου 2413 του 1996. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Εθνικών Δικαιωμάτων έχει δύο αποδέκτες. Την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία της Ελλάδος. Η πρώτη όφειλε για της κυβερνήσεως είναι να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της από το διατακτικό της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 46 συνδυασμό με το άρθρο 41 της αριθμής και να προωθήσει προς ψήφιση νόμο που να αποκαθιστά τα πράγματα στις σύμφωνες με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εθνικών Δικαιωμάτων βάσης όπως αυτές ανλήθηκαν ουτερό ή να καταβάλει την επιδικαστή της αποζημίωση υπέρ των ιερών μονών των οποίων οι προσφυγές δεν απορρίφθηκαν. Δηλαδή υπέρ των ιερών μονών οι οποίες δεν είχαν δώσει εξουσιοδοτήσεις και μόνον υπέρ αυτόν, των ιερών μονών που δεν είχαν δώσει εξουσιοδοτήσεις στη διαρκή ρασίνοδο να συμβληθεί με την ελληνική κυβέρνηση στη Σύναπτη Συμφωνίας η οποία ενσωματώνεται στο νόμο 1811 του 1988. Η δεύτερη, εάν δεν ψηφιζόταν νέος νόμος που να καταργεί τις επίμαχες διατάξεις με τις οποίες παραβιάζονταν οι ορισμοί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εθνικών Δικαιωμάτων, όφιλε να μην εφαρμόσουν διατάξεις αυτές, δηλαδή δικαστική εξουσία της Ελλάδος. Εάν δεν ψηφιζόταν νέος νόμος που να καταργεί τις επίμαχες διατάξεις του νόμου 1787, με τις οποίες παραβιάζονταν οι ορισμοί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εθνικών Δικαιωμάτων, δηλαδή το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και το δικαίωμα στη δίκη. Στη δίκη ή δίκη, όφιλε να μην εφαρμόσουν διατάξεις αυτές ως αντικείμενες σε υπέρτερης τυπικής ισχύος νόμου. Εάν όμως ψηφιζόταν τέτοιος νόμος, έπρεπε να τον εφαρμώσει και να τον ερμηνεύσει σύμφωνα με τα παραπάνω νομολογιακά πορίσματα και όχι διαφορετικά. Οι κατευθυντήριας γραμμές της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Εθνικών Δικαιωμάτων θα έπρεπε να είναι και οι κατευθυντήριας γραμμές ερμηνείας του νόμου. Τελικά, μετά από διαβουλεύση, στέθηκε συνεχώς το άθρο 55 του νόμου 2413 του 1996. Δηλαδή, σε έναν πολυνομοσχέδιο σκούπα, κάπου στο μέσον του νομοσχεδίου, προκειμένου να διαλάθει της προσοχής του κοινού, περιλήφθηκε το άθρο 55 του νόμου 2413 του 1996, με το οποίο η ελληνική κυβέρνηση συμμορφωνόταν με αυτή την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Εθνικών Δικαιωμάτων. Από την αιτιολογική έκθεση που συνόδευσε το άθρο 55 στη Βουλή, κατά την ψήφισή του, σαφώς προκύπτει ότι οι ρυθμίσεις προβλέπει έγιναν για να εναρμονιστεί δημιουργηθής ακατάσταση με το άλθρο 6 Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσφιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, δηλαδή το δικαίωμα στη δίκη-δίκη, και το άλθρο 1 του πρώτου πρότω του πρωτοκόλου, δηλαδή το δικαίωμα στην περιουσία, που κυρώθηκε με το νομοθικό διάταγμα 53-1974, όπως άλλως θεώρησε ή παραπάνω απόφαση. Η διάταξη αυτή ενώ θα έπρεπε να καταργήσει ευθεώς τις διατάξεις των νόμων 1700-1987 και 1811-1988 που αφορούσαν την πηρουσία των μη συμβληθισών ιερών μονών, το πράτι έμμεσα. Πρώτον ορίζει ότι οι μονές αυτές έχουν την ικανότητα να είναι διάδικοι και νοημοποιούνται ενεργητικά και παθητικά στις δίκες που αφορούν την καταλαμβανόμενη από τους νόμους 1787 και 1811-1988, περιουσία τους. Τους σημαίνει ότι μπορούν να διεκδικήσουν και να αναγνωρίσουν δικαστικά τα δικαιώματά τους σε κάθε ακινητό τους, αστικό και αγροτικό, χαρακτηρισμένο παλιότερα διατηρηταίο ή εκποιηταίο. Πρώτον, είτε δηλαδή πρόκειται για αγροτολιβαδική περιουσία της οποία στη δίξη παραχώρησε ο νόμος 1787 στο Υπουργείο Γεωργίας, δεύτερον είτε για όμια περιουσία για την οποία οι μονές αυτές είχαν έγγραφο και μεταγεγραμμένο τίτλο κυριότητας. Τρίτον, είτε πρόκειται για την αστική τους περιουσία, η διήκηση της οποίας μέχρι τότε είχε ανατεθεί στην Εκκλησία της Ελλάδος κατά το άρθρο 2 παράγφος 3 του νόμου 1811-1988. Τυχόν σκέψει ότι το άρθρο 55 δεν καταλαμβάνει την αστική περιουσία των μη συμβληθισσών ιερών μονών, πρέπει να απορριφθεί γιατί ο νομοθέτης είναι σαφής. Το άρθρο 55 αναφέρεται στην περιουσία γενικά των ονοτέρων μονών, που καταλαμβάνεται από τους νόμους 1787 και 1811-1888. Ρητά όμως η τύχη της αστικής περιουσίας των μη συμβληθισσών ιερών μονών, ρυθμίζεται από τον νόμο 1811 του 1882 παράγφος 3 και άρα καταλαμβάνεται από τον νόμο αυτόν. Δεύτερον, ορίζει ότι το άρθρο 55 του νόμου 2413 του 1896, οι μη συμβληθείς ιερές μονές προσφεύγοντας στα δικαστήρια για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους επί της προναφερόμενης περιουσίας, μπορούν να αποδείξουν τα εμπράγματα δικαιώματά τους με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, όχι υποχρεωτικά με έγγραφο με ταγεγραμμένο τίτλο. Άρα μπορούν να επικαλεστούν και να αποδείξουν κτήση κυριότητας μέχρι σε κτισία, την οποίαν, αν και κατά τον νόμο άρθρα 1041 και 1045 αστικού κώδικα είναι νόμιος λόγος κτήσεως κυριότητας, ο νόμος 1787 είχε εξοβελήσει, απαιτώντας μόνο έγγραφο με ταγεγραμμένο τίτλο ή δικαστική απόβαση σε βάρος του δημοσίου μόνον. Συνεπώς, οι μονές αυτές αλαμβάνουν τη διοίκηση και διαχείριση της αγροτολιβαδικής περιουσίας τους, που κατά τον νόμο 1787 θεωρούνταν ότι περίληθες το δημόσιο, εάν και εφόσον έναν αμφισβητής του δημοσίου ή άλλου τρίτου αποδείξουν με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και μάρτυρες την κυριότητά τους. Τρίτον, ανακαλούνται αυτοδίκια όλες οι συναφείς διοικητικές πράξεις και οι εγκύκλοι που μέχρι τότε είχαν εκδοθεί σχετικά με την πηρουσία αυτών των μονών. Και το κυριότερο, καταργείται κάθε αντίθετη με τ' ανωτέρο διάταξη, όχι μόνο δικονομική, αλλά και ουσιαστική. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει την πλήρη κατάργηση του άρθρου τριέτ νόμου 1787 και του άρθρου 2 παράγραφος τριέτ νόμου 1811 του 1988. Διότι αν ο νομοθέτης ήθελε να αποδώσει στις μη συμβληθείς ιερές μονές, μόνο το δικονομικό δικαίωμα να έχουν την ικανότητα να είναι διάδικοι και να νομιμοποιούνται στις σχετικές δίκες, όπως στενότερα από ότι ήθελε εκφράστηκε στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 55, θα περιοριζόταν στην κατάργηση μόνον κάθε αντίθετης δικονομικής διατάξεως. Άρα καταργήθητο το τεκμήριο του νόμου 1787 και οι συναιπείες του. Ας θυμηθούμε ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Αθροπλίνων Δικαιωμάτων με την απόφασή του έκρυνε αναφορικά με το τεκμήρι ότι δεν αποτελεί απλώς ένα δικονομικό κανόνα που αφορά το βάρος ή αποδείξεως, αλλά μία ουσιαστική διάταξη, της οποίας το αποτέλεσμα είναι η μεταβίβαση της πλήρους κυριότητας επί ηδικής γης στο δημόσιο. Καταργήθηκε και η διάταξη στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του νόμου 1811 του 1988, που έδινε τη διοίκηση και διαχείριση της αστικής περιουσίας των μη συμβλητισσών μονών στην Εκκλησία της Ελλάδος, διότι η ουσιαστικού χαρακτήρα αυτή η διάταξη αφορά την μεμτουσία του δικαιώματος κυριότητας, δηλαδή τη διοίκηση και διαχείριση του πράγματος. Η διάταξη, όμως, από το δικαίωμα κυριότητας των εξουσίων διοικίσεως και διαχείρισεως είναι σαφώς αντίθετη με το πνεύμα των δύο πρώτων παραγράφων του άρθρου 55. Αν η διάταξη αυτή ερμηνεύθει όχι κατά γράμμα, αλλά με βάση την ιστορικοβουλητική ερμηνεία, έχοντας κυρίως ως γνώμονα γι' αυτό τα απορίσματα της απόφασης των Ευρωπαϊκού Δικαστήριων Αθροποιών Διοικιωμάτων όπως αναλύθηκαν ανωτέρο, πρέπει να γίνει δεκτό τη διατάξη των άρθρων 1 και 3 του νόμου 1700 του 1987 και 2 παράγραφος 3 του νόμου 1811 του 1988 και λογικά όσες είναι παρακουρουθηματικές αυτών προϋποθέτουν δηλαδή την ισχύ τους, έχουν καταργηθεί, αφού ως ερχόμενες σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Διοικιωμάτων Αθρώπων είναι ανίσχυρες. Διαφορετική ερμηνεία δεν μπορεί να δοθεί αφού κι αν ακόμη δεν είχε τεθεί σε ισχύ το άθρο 55, οι κριθίσεις ως αντίθετες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Διοικιωμάτων Αθρώπων ανωτέρο διατάξη, δηλαδή αντίθετες σε υπέρτερης τυμπικής ισχύος νομοθέτημα, είναι σύμφωνα με το άρθρο 28 παραφούς 1 ανίσχυρες και δεν πρέπει να εφαρμόζονται από τα εθνικά δικαστήρια και τη διοίκηση. Πρέπει δε να σημειωνθεί ότι τέτοια είναι η ρευστότητα ώστε κανένας από τους δύο αυτούς νόμους 1800 και 1811, 1700 και 1811 δεν έχει λοποιηθεί μέχρι σήμερα διότι ούτε τα προεδρικά διατάματα που προλέπει ο νόμος 1700 έχουν εκδοθεί ούτε οι επιτροπές που προλέπει ο νόμος 1811 έχουν συγκροτηθεί. Συνοψίζοντας λοιπόν τα ανωτέρω μπορούν να λεχθούν τα ακόλουθα. Για τις ιερός μονές που συμβλήθηκαν ή προσχώρησαν στην παραπάνω σύμβαση αργότερα, το νομικό τοπίο είναι καθαρό. Τη διοίκηση και διαχείριση πρώτον της διατηρητέας αστικής περιουσίας τους και δεύτερον της διατηρητέας αγροτολειβαδικής και δρασικής περιουσίας τους που θα απέμενε στην κυριότητά τους μετά τις αναφερόμενες στη σύμβαση παραχωρήσεις προς το δημόσιο θα είχαν οι ίδιες ιερές μονές. Αντίθετα, τη διοίκηση και διαχείριση της ρευστοποιητέας αστικής και αγροτολειβαδικής δρασικής περιουσίας που τυχόν θα τους απέμενε θα έχει πλέον η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία, ειδικά και μόνο για την πηρουσία αυτή, ορίστηκε ιωνή καθολική διάδοχος του καταργουμένου ΟΔΕΠ, αφού θα επισέρχονταν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Για τη διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας αυτής συσήθηκε το 1998 με τον κανονισμό 100 του 1998 η Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών, η γνωστή ΕΚΙΩ, είναι πάντως συζητήσιμο κατά πόσο είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων των Ανθρώπων η ρύθμιση αυτή, αφού η αφαίρηση εξουσίας διοικίσεως μιας κατηγορίας υπηρεσίας τους και η ανάθεση της εκπροσωπίσεως εκπροσωπίσει όσους ενώπιον δικαστηρίων για τις αστικές διαφορές της περιουσίας αυτής σε άλλο εκκλησιαστικό ή μη νομικό πρόσωπο, ακόμη και σε αυτή την υπερκίμηνη ιραρχικά εκκλησιαστική τους αρχή, δηλαδή την Εκκλησία της Ελλάδος, καθιστά τις ιρές μονές εξαρτημένες από κηδεμόνα, καταλεί εν μέρει την αυτοτέλεια της νομικής προσωπικότητάς τους και θύγει την ουσία του δικαιώματος προσφυγής στο δικαστήριο. Δεν χρειάζεται προσωπικώς να επανέλθω επί τις αντίθετες ερμηνείες, την οποία έχω διατυπώσει ως προς αυτή την προβαλόμενη ερμητική άποψη, δηλαδή δεν θύγεται στην ουσία του δικαιώματος προσφυγής στο δικαστήριο από την ενμέρει κατάλησης αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας των ιερονομονών, διότι οι ιρές μονές της Εκκλησίας της Ελλάδος στα πλαίσια του ιεραρχικού πολιτεύματος της ΟΧΕ είναι νομικά προσφύγια δημοσίου δικαίου, υποκείμενα στις Μητροπόλεις, οι οποίες υπόκεινται στην Εκκλησία της Ελλάδος στα πλαίσια της ιεραρχίας των εξεστιστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου της Εκκλησίας. Παράλληλα, ο διαχωρισμός βάση διατάξεως νόμου του κυρίου ενός περιουσιακού στοιχείου και του φορέα διαχειρισής το αποτελεί σαφέστατα περιορισμό του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Για τις ιερές μονές που δεν συμβλήθηκαν και αναφορικά με όλη την περιουσία τους αστική και μη, οπωσδήποτε και αν είχε χαρακτηριστεί στο παρελθόν και ανεξάρτητα από το είδος του τίτλου κτίσεως κυριότητάς τους, ισχύουν τα ακόλουθα. Τη διοίκηση και διαχείριση κάθε είδους ακίνητοις περιουσίες τους θα έχουν πλέον οι ίδιες ως κυρίες αυτής, όπως αρμόζει κατά γενικό δικαιηκό κανόνα σε κάθε κύριο. Άρθρα 999, 1000, 1094, 61 στο κώδικα 17 συντάγματος και τούτο διότι οι διατάξεις του νόμου 1787, που προβλέπαν τα αντίθετα, καταργήθηκαν από το άρθρο 55, νόμο 2416 του 1996, όπως ερμηνεύθηκε ανωτέρω, ήδε διάταξη του άρθρου 2 παράγγευση 3, νόμου 1818, που έδινε τη διοίκηση και διαχείριση της διαδικαστικής περιουσίας τους στην Εκκλησία της Ελλάδος, καταργήθηκε ομοίως. Έτσι η κατηγορία των μόνων αυτών είναι σε πλειονεκτικότερη θέση έναντι των μόνων, οι οποίες έδωσαν πληρεξούσια στην Εκκλησία της Ελλάδος, προκειμένου στην ιερακή σύνοδος να προχωρήσει αγροτολιβαδική τους περιουσία με βάση την συμφωνία, η οποία συνάφθηκε μεταξύ της ιερακής σύνοδου και της ελληνικής κυβέρνησης, και η οποία ενσωματώθηκε στη συνέχεια, περιβληλήθηκε με συμβουλευτικό τύπο και ενσωματώθηκε στη συνέχεια στο νόμο 1811 του 1988. Προχωρούμε στη συνέχεια στη διαχείριση υποπεριορισμούς της μοναστριακής περιουσίας. Το Εγμονουσυμβούλιο που διοικεί τη Μονή ασκεί τη διαχείριση της περιουσίας, όχι κατά το δοκούν, αλλά σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, έχοντας κυρίως υποχρέωση να φροντίζει για την προστασία, βελτίωση και την επαύξηση της περιουσίας της Μονής. Η διαχείριση ασκείται με την επιβεβευλημένη φυδό και προσοχή και μέσα πάντοτε στα πλαίσια και τις επιταγές που έχει καθορίσει ο νομοθέτης και με βάστιες ρητές και ειδικές εξουσίες που συγκεκριμένη διάταξη παρέχει. Δεν έχει, δηλαδή, το Εγμονουσυμβούλιο την απόλυτη ελευθερία διαθέσεως που έχει κάθε ιδιότητα. Σε εκτέλεση και κατά εξοδότηση της περιοδεύτης νομοθεσίας, όπως η νόμι 4684 του 1939, 541 του 1931 και 5256 του 1931 οι οποίοι οικοδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο με το προεδρικό διάταγμα 14-22-1931. Σε εκτέλεση, λοιπόν, και κατά εξοδότηση της περιοδεύτης νομοθεσίας, εκδόθηκαν κατά καιρούς ειδικότερα νομοθετήματα που εξειδίκευαν τον τρόπο δείξης και διαχείρισης της μοναστριακής περιουσίας. Οι νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις είχαν ως βάση τη θεμελιώρητη ρύθμιση, το άρθρο 8, προεδρικό διάταγμα 14-2131, περί διακρίση ως μοναστρικής περιουσίας σε διατηρητέα και εκποιητέρα με διάφορο καθεστώς διοίκησης της κάθε μίας. Τα νομοθετήματα αυτά βασικά είναι, ο κανονισμός 14-1981, περίοδε, το προεδρικό διάταγμα της 1-5 Μαρτίου 1932, περί διοίκηση ως και διαχείριση ως της διατηρούμενης περιουσίας των μονών, το νομοθετικό διάταγμα της 12-23 Φεβρουαρίου 1948, περί όρων και τρόπου εκποιήσεως των ακινήτων της διατηρούμενης περιουσίας των μονών και οι κανονιστικές διατάξεις 3 και 4 του 1969, περί εκποιήσεως και εκμιστώσεως αντιστήκος των εκκλησιαστικών ακινήτων και κινητών. Στα νομοθετήματα αυτά προβλέπονται πολλές ρυθμίσεις που κάμπτουν και ανερρούν τη λειτουργική ανεξαρτησία των ιερών μονών ως νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και εξαρτούν διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας τους από την έγκριση, κατά κανόνα, του επιχωρίου Μητροπολίτη και σπανιότερα της Ιερά Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Έτσι, ένα, για την κατάραξη δίκης με συμβιβασμό παρέτηση από την αγωγή κλπ. Απαιτείται έγκριση Ιερά Συνόδου μετά από αιτιολογημένη πρόταση του οικείου Μητροπολίτη. Άρθρο 2 περίπτωση β και πρωτικό διάταγμα 1, κάθος 5, τρίτου 1932. Δεύτερον, για την αυτοκαλλιέργεια μοναστηριακών γειών. Ή την καλλιέργεια με αυτοεπιστασία. Απαιτείται προηγούμενη έγκριση του οικείου Μητροπολίτη, άρθρο 3, α, πρωτικού διατάγματος 1, κάθος 5, τρίτου 1932. Τρίτον, ο Μητροπολίτης ορίζει τον αναπληρωτή του κολιωμένου ηγουμένου, ενώπιον του οποίου θα διεξαχθεί, εκτός της έδρας της Μονής Δημοπρασία, για την εκμίστοση μοναστηριακών γειών. Άρθρο 3, ε, πρωτικού διατάγματος 1, κάθος 5, τρίτου 1932. Τέταρτον, η τακτική δημοπρασία για την εκμίστοση μοναστηριακών γειών. Άρχεται από το ίγουμνο Συμβούλιο, μετά από έγκριση του οικείου Μητροπολίτη. Ενώ όταν πρόκειται να γίνουν δημοσιεύσεις στις δημοπρασίες εφημερίδες, απαιτείται η δική εγγραφή άδεια αυτού. Άρθρο 4, ε, α, πρωτικού διατάγματος 1, κάθος 5, τρίτου 1932. Άρχεται από το ίγουμνο Συμβούλιο, μετά από έγκριση του οικείου Μητροπολίτη. Ενώ όταν πρόκειται να γίνουν δημοσιεύσεις στις δημοπρασίες εφημερίδες, απαιτείται η δική εγγραφή άδεια αυτού. Άρχεται από το ίγουμνο Συμβούλιο, μετά από έγκριση του οικείου Μητροπολίτη. Στο σημείο αυτό διακόπτωμε και θα συνεχίσουμε στο ίδιο θέμα, στην επόμενη τέταρτη διαλέξη μας, λόγω παρόδου του χρόνου. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.