: Μια φορά και έναν καιρό, σε έναν κόσμο μακρινό, κάποια άλλα Χριστούγεννα μύρισε παραμύθι. Ήταν κάποτε η Μάρο, ένα κορίτσι που έχασε τη μαμά της και ο μπαμπάς της την αγαπούσε πολύ. Παντρεύτηκε και πήρε μια άλλη γυναίκα. Και έκαναν ένα άλλο κοριτσάκι και χάρηκε η Μάρο που είχε αδερφή και την είπανε Βασίλου. Μεγάλωναν τα κορίτσια, μεγάλωναν, μεγάλωναν, μεγάλωναν και σαν μεγάλωσαν αρκετά η Μάρο ήταν όμορφη και καλοσυνάτη. Και η Βασίλου ήταν στριφνή και κακασμένη. Η Μάρο την αγαπούσε, αλλά όσο η Μάρο την αγαπούσε, τόσο η Βασίλου ήταν στριφνή και κακιασμένη. Και η μάνα ήθελε μόνο την Βασίλου στο σπίτι. Όμως ο πατέρας της Μάρος της αγαπούσε και της δυο πολύ και δεν ήθελε κανένα κορίτσι να φύγει. Όμως η μητριά βάνει με το νου της αυτά τα Χριστούγεννα να διώξει για πάντα το κορίτσι απ' το σπίτι. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Και όπως είπαμε εκείνα τα μέρη παίρναν το σιτάρι μέσα στο μήλο και το έφτιαναν αλεύρι για να έχουν πίτες και γλυκά. Και Χριστούγεννα χωρίς μενδοδιές γλυκαντικές δεν υπάρχουνε. Ήταν τότε παραμονή Χριστουγέννων. Και ανάγκασε η μητριά την Μάρο να πάει βράδυ στο μήλο να αλέσει το σιτάρι και το κορίτσι που ήταν πάντα βοηθητικό και δωτικό συμφώνησε να πάει και ζήταν βράδυ. Ανέβασε τα δυο σακιά στο μουλάρι, ανέβηκε και αυτή και μια και δυο επήγε για το μήλο. Σαν έφτασε, είχε βραδιάσει για τα καλά. Φοβήθηκε το κορίτσι, μα δεν το έβαλε κάτω. Επήγε σιγά σιγά στην πόρτα του μήλου. Έκανε να δείχνει, μα δεν φανότανε κανένας. «Κυρμίλωνα!» έκανε να φωνάξει. Μα δεν ακούστηκε φωνή. Τότε, εκτύπησε τη μεγάλη πόρτα. Κανένας δεν ακούστηκε. Τότε η Μάρο αποφάσισε να λέσει μόνη το σιτάρι. Άνοιξε τη μεγάλη πόρτα, σήκωσε τα δυο σακιά και μια και δυο επήγε για το μήλο. Γεννήσε να γυρίζει. Και αμέσως εφανίστηκαν οι χίλια δυο καλικαντζαράκια. «Ω, τι όμορφη που είσαι! Τα χορέψεις μαζί μας!» Τα καλικαντζαράκια ήταν γύρω της και τη χόρευαν. Χόρευε και χόρευε και ευχαριστιότανε. «Ω, τι όμορφος που είσαι! Εσύ μου αρέσεις πιο πολύ!» «Ω, κι εσύ τι έγινε, ρόντι, τι που έχεις!» Τα καλικαντζαράκια την αγάπαγαν όν. Και εκεί που χόρευαν ευχαριστημένα και ο ένας την έπαιρνε ο άλλος την άφυνα και χειροκροτούσανε, η μάνα ξανακουράζεται. Και ξέρετε, αν τα καλικαντζαράκια ξεκινήσουν να χορέψουν, δεν σταματάνε ποτέ παρά μονάχα όταν ξημερώσει το πρωί. Τότε, λοιπόν, βάνει με τον νου της ημάρο και λέει, «Α, να σας πω κάτι! Είδατε καμία να χορεύει χωρίς ωραίο φόρεμα!» «Φέρτε μου ωραία φόρεματα να χορέψω!» Τα καλικαντζαράκια εφτύς αμέσως εξαφανίστηκαν. Πήγα σ' όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης να βρουν φόρεμα ωραίο για την αγαπημένη Μάρο. Και Μάρο αμέσως πήγε στον Μήλο, έβανε σιτάρι και αρχίνισε να λέφει και να λέφει και να λέφει. Μα δεν πρόλαβε πολύ και τα καλικαντζαράκια εφθάσανε στον Μήλο με τα πιο ωραία φορέματα που είδε ανθρώπου μάτι. Χρυσάκια σιμένια με τα ξένια και διμένα. Έβαζε το ένα και ήταν πιο όμορφο απ' άλλο. Και συνέχισα να τη χορεύουνε και να τη χορεύουνε. «Αχ, τι όμορφος που είσαι! Ευχαριστώ για τον χορό! Μα είστε πολύ γλυκοί όλοι!» «Μάρο, θα με παντρευτείς!» «Όχι εμένα θα παντρευτείς! Όχι εμένα θα παντρευτείς! Εμένα θα παντρευτείς!» «Όχι! Στα μέρα της ημέρας! Για να παντρευτώ! Είδατε εσείς νύφη να παντρεύετε χωρίς παπούτια! Και εγώ παπούτια δεν έχω!» Τότε ευθύσσα αμέσως. Εξαφανίστηκαν και πάλι τα καλκατσαράκια. Και πήγα σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης να δουν τα πιο ωραία γοβάκια. Γιατί μαρώτος. Κι μαρώ αμέσως πήρε το τσουβάλι και το έβανε στο μήλο Κι έρχισε να γυρίζει το μήλο, να το γυρίζει, να το γυρίζει, γεράχια, λεύρι, μα δεν πρόλαβε. Φανίστηκαν τα καλύτερα τζαράκια με τα πιο ωραία γοβάκια που είδε ανθρώπου μάτι. Γιάλινα και χρυσαφένια. Έβασνε το ένα μετά το άλλο. Και έρχισε να χορεύουνε. Α! Να σας πω και κάτι άλλο. Μα να παντρευτώ έναν από εσάς, αλλά είδατε καμιά νύφη χωρίς κοσμήματα. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της. Και τα καλυκά τζαράκια ξαφανίστηκαν με μιας. Πήγα να βρω κοσμήματα. Όμως η Μπαρό τη δουλειά της, πήρε το σιτάρι και το έβαλε στο μήλο και αρχίσε να γυρίζει το μήλο, να το γυρίζει, να το γυρίζει. Μα δεν πρόκαμε. Εφανίστηκαν τα καλύτερα τζαράκια με τα πιο ωραία κοσμήματα του κόσμου. Δαχτυλίδια και κουριέ, στέκες και σκουλαρίκια. Κάθε γυναική ομάδη θα ζήλευε. Τότε, λοιπόν, αυτή βάνει με το νου της και λέει, μωρέ, θα με πεθάνουνε, καημένη, στο χορό. Ξέρω ότι δεν φταίνει, αλλά κάτι πρέπει να σκεφτώ. Και βάνει με το νου της, βάζει με το νου της και είπε, να σας πω κάτι. Άμα είναι να παντρευτώ ένα από σας, επειδή είμαι μικρή, πρέπει να μου δώσει την άδεια ο πατέρας μου. Συφώνησαν τα καλυκά τζαράκια ότι αυτό ήταν το σωστό. Τότε, λοιπόν, την ανέβασαν πάνω στο μουλάρι, πήρανε το λεύρι άλλη και μια και δυο πήρανε το δρόμο για το χωριό. Γειτόνι, ξυπνήστε! Γειτόνι, έχετε υμόρομα τα καλυκά τζαράκια και είναι χρυσαφικά γιωμάτα! Τ' άκουγε η Μητρία και δεν πίστευε στα αυτιά της ότι γύρνουν αγια και πλούσια και ζωντανή. Περίμενε στην πόρτα. Μα μόλις πήγε στην πόρτα, έλαμψε ο ήλιος ψηλά και ξαφανίστηκαν τα καλυκά τζαράκια με μοιάζ. Γιατί ξέρετε ότι φοβούνται το φως της μέρας. Τότε, έφτρεψε τα μάτια η Μητρία. Η Μάρω ήταν πλούσια και το ξέρε όλο το χωριό. Μοίρασε τα πρώτα της η Μάρω, τα έδωσε και στη γειτονιά και στη Βασίλου και χάρηκαν πολύ. Είπε όλα όσα έγιναν και στη μάνα της και στον πατέρα της και στην αδερφή της και σε όλο το χωριό. Το βράδυ η Μητρία η ζήλεψε πολύ. «Θα πας κι εσύ Βασίλου!», τι λέει με βροντερή φωνή. Η Βασίλου φοβόταν να πάει το βράδυ στον πύλο. Όμως την ανάγκρασε. Την έδωσε και δυό τσουβάια γιωμάτα με σιτάρι και την ανέβασε πάνω στο μουλάρι. Το μουλάρι πήρε τον δρόμο που ήξερε και ανέβαινε. Μας ανέφτασε, αρχίνησε να φωνάζει «Πώς είσαι Μαραίμιλονά, πού είσαι και έλα εδώ πέρα ήρθα να μου αλέσεις το σιτάρι». Καμιά φωνή δεν ακούστηκε. «Που είσαι τέτοια ώρα, ανάθεμα την τώρα που ήρθα καν τη στιγμή». Κανένας δεν αποκρινόταν. Άνοιξε την πόρτα με μια σκουτ και μπήκε μέσα. Άρχισε να φωνάζει «ΜΙΛΟΝΟ! ΜΙΛΟΝΟ!». Κανένας δεν ακούστηκε. Και σε μια στιγμή εφανίστηκαν χιλιάδες καλτκατσαράκια και αρχίσαν να τη χορεύουν. Μα αυτή φώνασε «Αφήστε με! Αφήστε με! Τα πόδια μου, τα χέρια μου, το κυβάλι μου που είναι τα ρούχα που είναι τέτοιες μήματα». Τα καλτκατσαράκια δεν σταμάτησαν να τη χορεύουν μέχρι το ξημέρωμα. Σαν άνοιξε η επόμενη μέρα, Χριστού ημέρα, τα καλτκατσαράκια εξαφανίστηκαν. Και οι χωριανοί είδαν τη Βασίλω σχεδόν λυπόθυμη πάνω στο μουλάρι να γυρίσει στο χωριό. «Βγείτε, γειτόνι, να δείτε! Η Βασίλω είναι σκοτωμένη!» Η μάνα βγήκε να τη δει. Και αντί να την ελπιθεί για το χάλι της, αφήνισε να τη μαλώνει για την κακοτιοπιά της. Και από τότε η Βασίλω έγινε καλό κορίτσι. Πήρε τα πατήματα της μάρος και αρχίσε να γίνεται όμορφη και καλωσυνάτη. Και δυο αδερφές παντρεύτηκαν και κάμαμε πολλά παιδιά που ήταν καλά και ήξαραν να αγαπάνε και το διαφορετικό. Και εσένα αυτή καλά και εμείς καλύτερα και δυο τσουβάλια πίτουρα. |