Εκκλησιαστικό Δίκαιο: Υπόσχεσθαι, αγαπητές φίλες και φίλοι, στην 7η διάλεξη του μεταπτυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου του Δευτέρου Έτους, θα ασχοληθούμε με τις απόψεις του καθηγητή Γέρχα Ρόμπερς για τις σχέσεις κράτους θρησκευμάτων στη Γερμανία ως προς τις νομικές πηγές και ως προς το νομικό καθεστώς των θρησκευμάτων στη Γερμανία, ως προς τις νομικές πηγές ο καθηγητή Γέρχα Ρόμπερς αναφέρει. Σημειωταίνει ότι αφού ακούσουμε τις απόψεις του καθηγητή Γέρχα Ρόμπερς, στη συνέχεια θα αναλύσουμε και θα ασχολιάσουμε οτιδήποτε χρειαστεί. Ο καθηγητής Γέρχα Ρόμπερς αναφέρει ως προς τις νομικές πηγές το άρθρο 4 του Θεμελιώδους Νόμου «Εγγυάται την Ελευθερία Θρησκείας». Η ελευθερία πίστης, συνείδησης, η ελευθερία θρησκεύματος, θρησκείας ιδεολογίας είναι απαραβίαστες. Η αδιατάρακτη άσκηση της θρησκείας είναι εγγυημένη. Αυτά τα ατομικά δικαιώματα που εγγυώνουν την ελεύθερη ύπαρξη της θρησκείας συμπληρώνονται και διευκρινίζονται στο άρθρο 140 του Θεμελιώδους Νόμου. Αυτοί οι κανόνες ενσωματώνουν τα άρθρα 136-139 και 141 του Συντάγματος της Βαϊμάρης της 19 Αυγούστου 1919 στο Θεμελιώδη Νόμο, έτσι ώστε είναι πλήρως ισχύοντα συνταγματικά δικαιώματα. Επιπλέον, το άρθρο 7 παράγραφος 2 και 3 του Θεμελιώδους Νόμου εγγυάται το μάθημα των θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία. Πολυάριθμες άλλες διατάξεις, όπως η ύπαρξη θρηλογικών σχολών στα κρατικά πανεπιστήμια, περιέχονται στο Θεμελιώδη Νόμο και άλλους νόμους των Bundesländer, των ομοσπονδιακών κρατών. Μεγάλο μέρος των σχέσεων θρησκευμάτων κράτους στη Γερμανία νίκησε τα νομοδιότητα των Bundesländer. Οι λεπτομερίες ρυθμίσεις του συνταγματικού θεμελίου του συστήματος θρησκευμάτων κράτους προβλέπονται σε πολλιάρρυθμες διατάξεις νόμων κατώτερης του Θεμελιώδους Νόμου ισχύως. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και τα Bundesländer, τα ομοσπονδιακά κράτη, έχουν συνάψει πολλά κονκορδάτα και θρησκευτικές συμβάσεις με τα θρησκεύματα στη Γερμανία. Σε σχέση με την Καθολική Εκκλησία, το Reichskonkordat του 1933 είναι η κύρια βάση, η οποία αναγνωρίζεται ως συνθήκη δυνάμη του διεθνούς νικαίου. Οι εκκλησιαστικές συμβάσεις με την Ευαγγελική Εκκλησία και εκείνες που συνάπτονται με τις καθολικές επισκοπές είναι sui generis, αλλά την χάνουν μεταχείρισης ως να είναι κατηγορίες παρόμοιες με εκείνη των διεθνών συνθηκών. Συμβάσεις και συμφωνίες υπάρχουν επίσης με ολόκληρη σειρά άλλων μικρότερων θρησκευτικών κοινοτήτων. Το αντικείμενο τέτοιων θρησκευτικών συμβάσεων περιλαμβάνει την συνεργασία μεταξύ του κράτους και των επισκόπων, τις εγγυήσεις και τις ρυθμίσεις για το μάθημα των θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία, τις θεολογικές σχολές, τους στρατιωτικούς ιερείς και τη θέση των συμβαλόμενων θρησκευμάτων στο δημόσιο τομέα, όπως τη χρηματοδότηση των εκκλησιαστικών ενωριών. Στο κεφάλαιο των νομικών πηγών των σχέσεων κράτων θρησκευμάτων, ο καθηγητής Γέρχα Ρόμπερς αναφέρει ότι, μάλλον εξηγεί ότι υπάρχουν οι συνταγματικές διατάξεις ο οποίες προανέφερε και επίσης ότι η ομοσπονδιακή δημοκρατία και τα ομοσπονδιακά κράτη έχουν συνάψει διμερείς συμφωνίες με τα θρησκεύματα προκειμένου να ρυθμίσουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Ως προς την Καθολική Εκκλησία, ισχύει το Reis Concordat του 1933, δηλαδή το Κογκορδάτο με το κράτος Γερμανίας, μεταξύ Αγίας Έδρας και του κράτους της Γερμανίας. Επίσης, υπάρχουν οι εκκλησιαστικές συμβάσεις με την Ευαγγελική Εκκλησία και εκείνες που συνάπτονται με τις καθολικές επισκοπές. Στη συνέχεια, ο καθηγητής Γέρχα Ρόμπερς αναπτύσσει το κεφάλαιο βασικές κατηγορίες του Συστήματος Σχέσεων Κράτους Θρησκευμάτων και αναφέρει «Στο πλαίσιο των Συστημάτων Θρησκευμάτων Κράτους της Ευρώπης, η Γερμανία υιοθετεί ενδιάμεση προσέγγιση μεταξύ εκείνων που έχουν κρατική εκκλησία και εκείνων που έχουν αυστηρό χωρισμό μεταξύ των θρησκευμάτων και του κράτους». Ο θεμελιώδης νόμος θεσπίζει σύστημα υπό το οποίο υπάρχει χωρισμός των θρησκευμάτων και του κράτους, ενώ συγγρόνως υπάρχει συνταγματικά διασφαρισμένη μορφή συνεργασίας μεταξύ των δύο θεσμών. Αυτό γίνεται προκειμένου να υπάρχει μέρημνα για τις ανάγκες των ανθρώπων δια τις συνεργασίες. Η νομική βάση του Γερμανικού Συστήματος Κράτων Θρησκευμάτων είναι επομένως δομημένη γύρω από τρεις βασικές αρχές την ουδετερότητα, την άνοχη και την ισόδητα. Η ουδετερότητα απαιτεί το κράτος να μην ταυτίζεται με ένα θρησκεύμα. Δεν πρέπει να υπάρχει κρατική επίσημη εκκλησία, άρθρο 37 παράγραφος 1 του Συντάγματος της Βαϊμάρης σε συνδυασμό με το άρθρο 140 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόνης. Το κράτος δεν επιτρέπεται να έχει οποιαδήποτε ειδική προτίμηση προ συγκεκριμένη θρησκευτική κοινότητα ή να κρίνει τις ιδιαίτερες αξίες ή ιδεολογίες μιας τέτοιας κοινότητας ως αληθινές. Οι ιδιολογικοί οργανισμοί πρέπει να την κάνουν ήσης μεταχείρισης με τους θρησκευτικούς οργανισμούς. Αυτό αφορά τις κοινότες που έχουν ουμανιστική ιδεολογία ή θέση χωρίς αναφορά στο ζήτημα ενός θεού ή θεών. Αυτό έχει όμως μόνον ελάχιστες κοινωνικές συνέπειες. Από την άλλη πλευρά οι θρησκευτικοί οργανισμοί δεν πρέπει να τοποθετούνται σε μειονεκτικότερη θέση από τις κοινωνικές ομάδες. Αυτό απαγορεύει απόφαση υπέρ του κρατικού αθεισμού. Η ιδιαιτερότητα επομένως σημαίνει περισσότερο από τίδήποτε άλλο μη επέμβαση. Το κράτος δεν επιτρέπεται να βάνει αποφασιστική δράση για τις υποθέσεις των θρησκευτικών κοινοτήτων. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα σαφές στο άρθρο 137, παράγραφος 3. Κάθε θρησκευτική κοινότητα ρεθμίζει και διοικεί τις δικές της υποθέσεις, ανεξάρτητα στο πλαίσιο του γενικού δικαίου. Αυτό το δικαίωμα αυτοκαθορισμού ισχύει ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς της θρησκευτικής κοινότητας. Η αρχή της ανοχής υποχρεώνει το κράτος όχι μόνο να είναι αμερόλυπτο, ενάντια όλων των διαφορετικών θρησκευτικών απόψεων, αλλά και να διατρεί σφαίρα θετικής ανοχής, που αφήνει χώρο για τις θρησκευτικές ανάγκες της κοινότητας. Η ισότητα ως η τελευταία από τις αρχές σημαίνει την υποχρέωση ήσης μεταχείρισης όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων. Αυτό σημαίνει ότι μέσω της συνταγματικής διαφοροποίησης του νομικού καθεστώτος υπάρχει είδος κλιμακούμενης ισότητας που παρέχει κατάλληλη βάση για την αντιμετώπιση των διαφόρων κοινωνικών φαινομένων. Αυτή η ισότητα είναι εξειδικευμένη διαμόρφωση της ιδέας της ίσης μεταχείρισης, προσανατολισμένη στις ομάδες διαμόρφωση που βρίσκεται οι ιστορικές ρίζες της στην ισότητα των θρησκευμάτων, το αποτέλεσμα των θρησκευτικών πολέμων του 16ου και του 17ου αιώνα. Αυτές οι βασικές αρχές πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη στην ερμηνεία της θρησκευτικής ελευθερίας σύμφωνα με το άρθρο 4 του Θεμελιώδους Νόμου. Στη διάταξη αυτή βρίσκεται η απέτηση θετικής ανοχής. Η ελευθερία της πίστης είναι εγγυημένη, προκειμένου να παρέχει σε κάθε άτομο το δικαίωμα να πιστεύει ό,τι θέλει. Περιλαμβάνεται και η ελευθερία πίστης με αρνητική πλευρά, δηλαδή το δικαίωμα να μην έχει κάποιος πίστη και να μην ανήκει σε συγκεκριμένο θρησκεύμα. Η θρησκευτική ελευθερία εγγυάται επίσης το δικαίωμα να εργεί κάποιος σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του. Κατά αποτέλεσμα, οι συνειδησιακές πεποιθήσεις παρουσιάζουν πρόβλημα στις ποινικές υποθέσεις. Μια μάρτυρα στο Ιεχωβά ήταν ασθενής διατρέχοντας κίνδυνο ζωής, αλλά αρνήθηκε η ιατρική περίδραψη βάσει της πίστης της. Ο σύζυγός της, που ανήκε στο ίδιο θρησκευμά, σεβάστηκε τις επιθυμίες της. Το αποτέλεσμα ήταν να αποβιώσει η γυναίκα. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο ακείρωσε την καταδίκη του για παράλληψη της υποχρέωσης για βοήθεια, επειδή ο άνδρας δεν μπορούσε να εκλειθεί υπεύθυνος. Η πραγματική ενέργεια σε συμφωνία με την πίστη και τη συνείδησή του μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη ποινικής ευθύνης για εκείνους που παραβαίνουν τον νόμο. Η Λευθερία Πίστης με την έννοια της θρησκευτικής ανοχής επιτρέπει επίσης τη δυνατότητα του κράτους να προσφέρει στα δημόσια σχολεία την ευκαιρία για τη διαθρησκευτική σχολική προσευχή, εφόσον η συμμετοχή αποτελεί μέρος της υφιστάμενης κοινωνικής τάσης και ως τέτοια είναι πλήρως προοριετική. Το κράτος πρέπει να διασφαλίζει ότι προνοεί για ατμόσφαιρα ανοχής. Το κράτος τους ειδικούς χώρους κρατικής εξουσίασης, όπως όταν είναι υποχρεωμένος κάποιος να παρακολουθεί το σχολείο, απαιτείται να προνοεί για τις θρησκευτικές ανάγκες εκείνων των προσώπων που βρίσκονται σε τέτοια θέση. Αυτό ισχύει και για τις ένοπλες δυνάμεις και τα σοφρονιστικά ιδρύματα. Οι ιδρυσκευτικοί οργανισμοί μπορούν επίσης να στηρίζονται στην ελευθερία πίστης, η οποία υπάρχει ως συλλογικό δικαίωμα. Στο κεφάλαιο βασικές κατηγορίες του Συστήματος Σχέσεων Κράτους Θεσκευμάτων στη Γερμανία, ο καθηγητής Γέρχα Ρόμπερς, έξηγη ότι η Γερμανία έχει το σύστημα του χωρισμού και υιοθετεί μια ενδιάμεση προσέγγιση ανάμεσα στο σύστημα της κρατικής εκκλησίας και σε εκείνο το αυστηρού χωρισμού μεταξύ των θρησκευμάτων και του κράτους. Αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία ανήκει στο σύστημα του χωρισμού με πολυθρησκευτικότητα του κράτους. Δηλαδή, στο σύστημα χωρισμού με εκτεταμένη συνεργασία ή αλλιώς με εκτεταμένη παραχώρηση προνομίων προς ορισμένα θρησκεύματα. Στην ομική βάση του Γερμανικού Συστήματος Σχέσεως Κράτους Θρησκευμάτων, εξηγεί ο καθηγητής Ρόμπερς, υπάρχουν τρεις βασικές αρχές. Η αρχή της ουδετερότητας, η αρχή της ανοχής και η αρχή της ισότητας. Στη συνέχεια εξηγεί τι σημαίνει κάθε μία αρχή. Η ουδετερότητα απαιτεί από το κράτος να μην ταυτίζεται με ένα θρήσκευμα. Δηλαδή, απαγορεύει την ύπαρξη κρατικής η επίσημης εκκλησίας. Δεν επιτρέπει στο κράτος οποιαδήποτε ειδική προτίμηση προ συγκεκριμένη θρησκευτική κοινότητα ή να κρίνει τις ιδιαίτερες αξίες ή ιδεολογίες μιας τέτοιας θρησκευτικής κοινότητας ως αληθινές. Οι κοσμοθεωρίες πρέπει να έχουν ίση μεταχείριση με τις θρησκείες. Η ουδετερότητα απαγορεύει επίσης το κράτος να ρυθμίζει τις υποθέσεις των θρησκευτικών κοινοτήτων, τις εσωτερικές. Δηλαδή η ουδετερότητα εμπεριέχει και το δικαίωμα στην αυτονομία των εκκλησιών ή θρησκευτικών κοινοτήτων ή των κοινοτήτων μη πιστευόντων. Δηλαδή κάθε θρησκευτική κοινότητα ρυθμίζει και διοικεί τις δικές υποθέσεις ανεξάρτητα από το κράτος στο πλαίσιο του γενικού δικαίου. Η αρχή τώρα της ανοχής τι σημαίνει κατά τον καθηγητή Ρόμπερς. Η αρχή της ανοχής υποχρεώνει το κράτος να είναι αμερόληπτο έναντι των διαφόρων θρησκευμάτων και κοσμοθεωριών. Αλλά όχι μόνο αυτό, υποχρεώνει το κράτος να διατηρεί θετική ανοχή που να αφήνει χώρο για τις θρησκευτικές ανάγκες της κοινωνίας. Η αρχή της ισότητας τι σημαίνει κατά τον καθηγητή Ρόμπερς. Τι σημαίνει κλιμακούμενη ισότητα, δηλαδή δεν υπάρχει τάση προς απόλυτη ισότητα των θρησκευμάτων, αλλά προς σχετική ισότητα, δηλαδή διαφοροποίηση του νομικού καθεστώτος των θρησκευμάτων. Τι συνέχει ο καθηγητής Ρόμπερς αναφέρεται στο νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων στη Γερμανία και υποστηρίζει. Οι θρησκευτικές κοινότητες με μεγάλους αριθμούς μελών στη Γερμανία και επίσης σημαντικός αριθμός μικρότερων θρησκευτικών κοινοτήτων, έχουν νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου, δυνάμιοι πολλών και διαφόρων επιμέρους ρυθμίσεων. Οι εκκλησιαστικές ενωρίες, οι επισκοπές, οι λαούντες κύρχεν και οι εκκλησιαστικές ομοσπονδίες θεωρούνται, δηλαδή οι εκκλησίες σε επίπεδο ομοσπονδιακών κρατών και οι εκκλησιαστικές ομοσπονδίες θεωρούνται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Αντίθετα από άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι θρησκευτικές κοινότες με αυτόν τον καθεστώς δεν είναι ενσωματωμένες στην κρατική οργάνωση. Διατηρούν την πλήρη ανεξαρτησία τους ακόμη και ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Δυνάμιοι αυτού του νομικού κανόνα δεν επιδιώκεται καμία ιδιαίτερη ταύτιση μεταξύ των θρησκευμάτων και του κράτους, ακριβώς το αντίθετο, καθώς η κρατική άποψη αποδέχεται αυτή την κατάσταση ως αιτιολόγηση για το ότι οι θρησκευτικές κοινότητες αποτρούν τμήμα του δημόσιου χώρου. Μόνο λίγα ιδιαίτερα δικαιώματα συνδέονται με αυτόν τον καθεστώς. Κάθε θρησκευτική κοινότητα, ύστερα από έτηση στο αρμό διωμοσπονδιακό κράτος, θα αποκτά νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου, όταν μπορεί να αποδείξει μέσω του καταστρατικού της και του αριθμού των μελών της ότι συνιστά πράγματι μόνιμη κοινότητα. Στον αγώνα των μαρτύρων του Ιωχωβάν αναγνωριστούν ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι για την απόκτηση αυτού του καθεστώτος, απαιτείτηκε γενική νοημοφροσύνη προς το δίκιο. Το 2004, η υπόθεσή τους εκκρεμούσε ακόμη στα διοικητικά δικαστήρια. Άλλες θρησκευτικές κοινότητες αποκτούν τη νομική τους προσωπικότητα, δυνάμι του αστικού δικαίου. Το καθεστώς τους θα είναι τουλάχιστον εκείνο του καταχωρημένου ιδιωτικού σωματίου. Ως αποτέλεσμα των εγγυήσεων της ελευθερίας της πίστης, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του θρησκεύματος πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Όπου είναι απαραίτητο, οι προϋποθέσεις του αστικού δικαίου πρέπει να προσαρμόζονται, ώστε να ικανοποιούν τις θρησκευτικές απαιτήσεις. Κατά συνέπεια, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αποτελεί στην ταγματική απέτηση, ότι αντίθετα με τις γενικές προϋποθέσεις του αστικού δικαίου, ένα τοπικό παράρτημα του σωματίου τον Μπαχάη, παράρτημα του οποίου το Διοικητικό Συμβούλιο έχει γνωμοδοτική αρμοδιότητα και το οποίο υπέβαλε αίτηση για απόκτηση νομικής προσωπικότητας, θα έπρεπε να καταχωρηθεί στο Εβλίο Σωματίων, ακόμη και αν θεωρείτε ότι δεν ανεξάρτω από άλλα όργανα του θρησκεύματος τον Μπαχάη. Ως προς το νομικό καθιστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων, ο καθηγητής Γέρχαρ Ρόμπερς μας εξηγεί ότι οι δύο κύριες εκκλησίες της Γερμανίας, η Καθολική και η Ευαγγέλικο Προτεσταντική, έχουν νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου σε όλα τα ομοσπονδιακά κράτη, μάλλον σε όλα τα ομόσπονδα κράτη της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, 16 τον αριθμό. Αλλά υπάρχουν και άλλα μικρότερα θρησκεύματα από άποψη μεγέθους, τα οποία έχουν νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου σε κάποιο ή σε κάποια από το ομοσπονδιακά κράτη. Η νομική προσωπικότητα είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού δικαίου είναι sui generis, ακόμη και δημοσίου δικαίου. Η νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου sui generis των θρησκευμάτων έχει ο συνέπειο ότι τα θρησκεύματα των οποίων οι οργανισμοί έχουν αυτή τη νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου sui generis δεν εντάσσονται στον κρατικό δημόσιο χώρο, αλλά εντάσσονται στον ευρύτερο δημόσιο χώρο, στον κοινωνικό δημόσιο χώρο. Για να αποκτήσει νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου sui generis μία εκκλησία της θρησκευτικής κοινότητας, δηλαδή αυτό σημαίνει για να περάσει από το βασικό καθεστώς νομικής προσωπικότητας ιδιωτικού δικαίου sui generis στο ανώτερο καθεστώς νομικής προσωπικότητας δημοσίου δικαίου sui generis, πρέπει να υποβάλλει μία αίτηση στο αρμόδιο Υπουργείο του Ομοσποδικού Κράτους. Το αρμόδιο Υπουργείο είναι το Υπουργείο Πολιτισμού, ως γνωστό, η αρμοδιότητα του πολιτισμού, το ομοσύνταμα της Ομοσποδιακής Γερμανίας, δεν αποτελεί αρμοδιότητα της Ομοσποδιακής Κυβάρδησης, αλλά των Ομοσποδών Κρατών. Επομένως, κάθε κοινότητα που θέλει να αποκτήσει νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου sui generis, πρέπει να κάνει μία αίτηση στο αντίστοιχο Υπουργείο Πολιτισμού, το αντίστοιχο Ομοσποδού Κράτους. Μεταξύ των προϋποθέσεων που πρέπει να εκπληρώνει για να αποκτήσει αυτή τη νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου μία εκκλησία sui generis, μία εκκλησία η θρησκευτική κοινότητα, θα πρέπει να έχει γενική νομιμοφροσύνη προς το δίκαιο, όπως αποφάνθηκε το Συνταγματικό Δικαστήριο στη σχετική απόφαση που αφορά τους μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι επιδίωξαν να αποκτήσουν αυτό το καθεστώς νομικού προσωπικού δημοσίου δικαίου sui generis. Όσα θρησκεύματα δεν έχουν νομική προσωπικότητα, όσες εκκλησίες ή η θρησκευτική κοινότητα δεν έχουν νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου sui generis, μπορούν να αποκτήσουν και να έχουν νομική προσωπικότητα ιδιωτικού δικαίου που κι αυτή είναι sui generis. Αυτό σημαίνει ότι αποκτούν τη νομική προσωπικότητα σύμφωνα με το αντίστοιχο κεφάλαιο των νομικών προσώπων του αστικού κώδικα. Αλλά, σε αυτή την περίπτωση, ερμηνευτικά γίνεται δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του αστικού δικαίου πρέπει να προσαρμόζονται ώστε να ικανοποιούν τις απαιτήσεις της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία θρησκευτική ελευθερία προστατεύεται από νομικά κείμενα με ανώτερης τυπικής ισχύος, διεθνείς συμβάσεις και σύνταγμα, σε σχέση με το νοστικό κώδικο, ο οποίος είναι τυπικός νόμος. Ως νοστών η θρησκευτική ελευθερία επιτρέπει στα θρησκεύματα, άρα υποχρόνει το κράτος, επιτρέπει λοιπόν στα θρησκεύματα να ρυθμίζουν την οργάνωση και τη διοίκησή τους σύμφωνα με τις θρησκευτικές τους επιθύσεις. Δηλαδή οργάνωση και διοίκηση σημαίνει πολίτευμα. Δηλαδή μπορεί να έχουν είτε δημοκρατικό πολίτευμα, είτε ολιγαρχικό, είτε μοναρχικό και αυτό είτε σε όλα τα επίπεδα οργάνωσής τους, τοπικό, περιφερειακό, εθνικό, διεθνές, είτε συνδυασμούς αυτών των πολιτευμάτων αναεπίπεδο. Επίσης, η θρησκευτική ελευθερία επιτρέπει στα θρησκεύματα να γράφουν τη θέση την οποία κατέχουν, να μην παρουσιάζουν δηλαδή ότι είναι ανεξάρτητοι κοινωνικοί οργανισμοί, αλλά ότι είναι εξαρτημένοι από θρησκεύματα, από άλλους θρησκευτικούς οργανισμούς και να εμφανίζουν τη σχέση κατά το εσωτερικό δίκαιο του θρησκεύματος, τη θέση την οποία κατέχουν στα πλαίσια ενός θρησκεύματος. Δηλαδή αν έχουν εξάρτηση από κάποιον άλλο θρησκευτικό οργανισμό και σε αυτή την περίπτωση, ο γαθηγητής Ρόμπερς αναφέρει την απόφαση του Ομοσπονδιακού Σταγματικού Δικαστηρίου, κατά την οποίαν ένα τοπικό παράρτημα του σωματίου των Μπαχάη, του οποίου παρατήματος στο διοικητικό σύμβουλο έχει μόνο γνωμοδικαίρεμο διότητα, μπορεί να αποκτήσει νομική προσωπικότητα. Δηλαδή να εγγραφεί στο ειδικό βιβλίο σωματίων, ακόμη και αν θεωρείται ότι δεν είναι εξάρτητο από άλλα όργανα του θρησκεύματος των Μπαχάη. Ακολούθως, ο καθηγητής Ρόμπερς μας αναλύει την έννοια της συσκευτικής κοινότητας και το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού. Το δικαίωμα στον αυτοκαθορισμό, άρθρο 137, παράγραφος 3, Συντάγματος Βαϊμάρη, σε συνδυασμό με το άρθρο 140, Μελειόδους Νόμου της Βόνης, μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι το κεντρικό σημείο αναφοράς για τη νομική και κοινωνική ύπραξη των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Κάθε θρησκευτική κοινότητα ρυθμίζει και διοικεί, ανεξάρτητα από τις δικές υποθέσεις, μέσα στα όρια του γενικού δικαίου. Κάθε θρησκευτική κοινότητα μπορεί κατόπιν, ανεξάρτητα από το είδος νομικής της προσωπικότητας, να διοικεί τις δικές υποθέσεις ανεξάρτητα. Αυτό το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού καλύπτει ζητήματα όπως το δόγμα και τη δασκαλία, τους επίσημους διορισμούς, τις θρησκευτικές ακολουθίες, την οργάνωση φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων, τις θρησκευτικές ακολουθίες. Θέματα που αφορούν τα σημαντικά τμήματα της σχέσης μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων και την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Ο κατάλογος πιθανών παραδειμάτων δεν πρέπει να παρασύρει κάποιον στο να υποθέσει, στο να υποθέτει ότι το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού δεν συμπεριλαμβάνει τα πάντα. Ούτε θα πρέπει να εκλαμβάνεται ότι υποδεικνύει ότι οι σφαίρες λειτουργίες των δικαιωμάτων πρέπει να περιορίζονται σε ορισμένους καθορισμένους τομείς. Το νόημα και η διατύπωση των ορίων του δικαιώματος του αυτοκαθορισμού δεν είναι αναμφισβήτητα. Το δικαίωμα υπάρχει μόνο μέσα στα όρια του Γενικού Νόμου. Για κάποιο χρονικό διάστημα το Ομοσπονδιακό Σταγματικό Δικαστήριο χρησιμοποίησε τη στερεότυπη διατύπωση ότι ένας νόμος δεν αντίθετος στο δικαίωμα αυτοκαθορισμού των θρησκευτικών κοινοτήτων, εφόσον δεν επηρέαζε ιδιαίτερα τη θρησκευτική κοινότητα, αλλά αντίθετα θα επηρέαζε εξίσου όλους. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνή, ένας νόμος προαβιάζει το δικαίωμα του θρησκεύματος τον αυτοκαθορισμό, εφόσον το ίδιο το θρησκεύμα δεν επηρεάζεται στην ίδια έκταση με οποιοδήποτε άλλο, αλλά μάλλον μέσα στο πλαίσιο των ειδικών χαρακτηριστικών του ως θρησκεύματος, η αυτοαντίληψή του και ειδικότερα το πνευματικοθρησκευτικό καθήκον του υπόκεινται σε ιδιαίτερα μειονεκτήματα. Καταλληλότερη είναι ένα άλλη στερεότυπη διατύπωση την οποία διαμόρφωσε το Ομοσπονδιακό Σταγματικό Δικαστήριο και με την οποία το δικαίωμα στον αυτοκαθορισμό δεν μπορεί να υπηρεσχεί έναν αντιγενικού νόμου, ο οποίος εκφράζει διάταξη ιδιαίτερης σημασίας για το δημόσιο συμφέρον. Είναι σημαντικό για την κατανόηση αυτού του θέματος να σημειωθεί ότι το Ομοσπονδιακό Σταγματικό Δικαστήριο αποδίδει μεγάλη σημασία στην αυτοαντίληψη του θρησκευτικού οργανισμού. Στο σημείο αυτό, ολοκληρώσαμε την έβδομη διάλεξη του μεταπτυχιακού του εκκλησιαστικού δικαίου του δευτέρω έτους. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |