σύντομη περιγραφή: Στο σημερινό μάθημα θα συνεχίσουμε καταρχήν αυτήν την παρουσίαση των σημαντικότερων έργων, των προσώπων που πρωτοστάτησαν στην εμφάνιση αυτού του πνευματικού κινήματος, το οποίο ονομάζεται Κολυβαδικό Κίνημα ή Κίνημα των Πατέρων της Φιλοκαλικής Αναγέννησης, του οποίου τους δυο σημαντικότερους προτεργάτες το έργο τους, ιδιαίτερα το αγιολογικό έργο τους, εξετάσαμε στα προηγούμενα μαθήματα, δηλαδή το έργο των Αγίων Μακαρίου Νοταρά και του Αγίου Νικοδήμο του Αγιορείτη. Σήμερα θα ασχοληθούμε με το πολύ σημαντικό αγιολογικό και δευτερευόντος υμνογραφικό έργο του τρίτου σημαντικότερου προσώπου στον κύκλο αυτών των προσώπων αυτού του σημαντικού του σπουδαίου, αυτού πνευματικού κινήματος του 18ου αιώνα, που είναι ο Άγιος Αθανάσιος Οπάριος. Ο Αθανάσιος Οπάριος χαρακτηρίζεται από αρκετούς μελετητές του ως ο πολυγραφότερος συγγραφέας της εποχής του 18ου αιώνα. Άλλοι βέβαια υποστηρίζουν ότι ο πολυγραφότερος συγγραφέας υπήρξε ο Νικοδήμος Αγιορείτης, άλλοι υποστηρίζουν ότι υπήρξε ο Κεσάριος Δαπώντες. Σίγουρα ο Αθανάσιος Οπάριος συγκαταλέγεται μέσα στους πιο παραγωγικούς συγγραφείς και θεολόγους αυτής της περιόδου και εμφανίζεται ως μια πολύπλευρη προσωπικότητα που συμμετείχε στις σημαντικές ημώσεις αυτής της περιόδου και ασφαλώς που συνέβαλε με ένα πολύ σημαντικό συγγραφικό έργο αλλά και εκδοτικό έργο στην πνευματική αναγέννηση αυτής της εποχής και ιδιαίτερα στην πνευματική αναγέννηση που προκάλεσε το κίνημα των κολυβάδων. Θα πρέπει καταρχή να πούμε ότι ο Αθανάσιος Οπάριος σύγχρονος του Αγίου Μακαρίου και του Αγίου Νικοδήμου, αν και κατάτι αρχαιότερος τους, γεννήθηκε στην Πάρο εξού και το προσωνήμιο Πάριος. Δεν αποτελεί επώνυμο το προσδιορισμός Πάριος αλλά γεωγραφικό προσδιορισμό. Γνωρίζουμε ότι οι γονείς του είχαν μετακινηθεί στην Πάρο ο πατέρας του ονομαζόταν, το επώνυμο της οικογένειάς του ήταν Τούλιος και έζησε στο χωριό Κόστος της Πάρου, στις αρχές του 18ου αιώνα, χωρίς να έχουμε ακριβώς τον προσδιορισμό του έτους γεννήσεώς του. Σύμφωνα με τα διάφορα στοιχεία τα οποία έχουμε υπόψη και που κάποια από αυτά προσδιορίζουν χρονολογικά ασφαλώς το έτος θανάτου του το 1813, που γνωρίζουμε με ακρίβεια ότι απεβίωσε το 1813, επιτρέπουν τον προσδιορισμό του έτους γεννήσεώς του στο έτος 1721 ή σε αυτά τα χρόνια με χρονική εγγύτητα ενός δύο ετών. Ο Αθανάσιος υπήρξε μια πρυκισμένη φυσιογνωμία, αυτό προκύπτει από το έργο το οποίο παρίγαγε και ασφαλώς τα χαρίσματα τα οποία είχε γνώρισαν πολύ μεγαλύτεροι, καλλιεργήθηκαν περισσότερο μέσα από τις σπουδές τις οποίες πραγματοποιήσε ο Αθανάσιος ο Πάριος. Οι δύο σημαντικότεροι σταθμοί στο πλαίσιο αυτού των νεανικών του σπουδών υπήρξαν η Σμύρνη, αυτό το σημαντικό κέντρο της πνευματικής κινήσεως του υπόδουλου ελληνισμού κατά τον 18ο αιώνα. Η Σμύρνη θα μπορούσαμε να πούμε ότι λειτούργησε κατά κάποιο τρόπο ως η πνευματική πρωτεύουσα, ιδιαίτερα η εκπαιδευτική πρωτεύουσα με τη λειτουργία της Ευαγγελικής Σχολής, όπου φίτησε και ο Αθανάσιος ο Πάριος και κατά δεύτερο λόγο η Αθωνιάδας Σχολή στο Άγιον Όρος. Γνωρίζουμε, έχουμε πληροφορίες αλλά δεν θα επεκταθούμε στο θέμα αυτό, δεν αποτελεί το ζήτημα να σχολησήσουμε στο πλαίσιο αυτών των μαθημάτων. Η λεπτομερής εξιστόρηση της ζωής του, γνωρίζουμε για παράδειγμα τους διδασκάλους του. Θα επιμείνουμε περισσότερο στη δεύτερη περίοδο των σπουδών του, στην Αθωνιάδας Σχολή, δεδομένου ότι εκεί ο Πάριος συναντήθηκε με την κυρίαρχη πνευματική φυσιολογνωμία του 18ου αιώνα, τον Ευγένιο Βούλγαρη. Ο Ευγένιος Βούλγαρης γνωρίζουμε ότι ανέλαβε γύρω στο 1753 με 1754 τη διεύθυνση της σχολαρχίας της περίφημης Αθωνιάδας Σχολής, της Αθωνιάδας Ακαδημίας. Και βέβαια έχουν γραφεί πάρα πολλά από τους ιστορικούς της πνευματικής κίνησης του ελληνισμού κατά την περίοδο αυτή και ιδιαίτερα από νεοελληνιστές όπως ο Άλκης Αγγέλου και άλλα πρόσωπα έχουν γραφεί πάρα πολλά για την ιστορία της Αθωνιάδας, που πραγματικά κατέχει μία ξεχωριστή θέση στην ανάπτυξη και στην άνθηση που γνωρίζει η παιδεία στον τουρκοκρατούμενο ελληνισμό κατά τον 18ο αιώνα και αποτελεί ασφαλώς μία έκφραση αυτοίς της εκρήξεως της πνευματικής που παρατηρείται στη διάρκεια του 18ο αιώνα. Εκείνο όμως το οποίο θα πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι ο Πάριος για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο παρέμεινε ο Ευγένιος Βούργαρης μιούργησε, σφυριλάτισε μία πολύ ισχυρή φιλία και μία σχέση μαθητίας που θα μπορούσαμε να πούμε ότι τον συνόδευσε με τον Βούργαρη που θα μπορούσαμε να πούμε ότι τον συνόδευσε ως το τέλος της ζωής του. Ο Πάριος γνωρίζουμε ότι διατήρησε αυτήν την επικοινωνία και θα μπορούσαμε να πούμε ότι επέμεινε πάρα πολύ στο θέμα της διαχείσεως της σκέψεως του διδασκάλου του μέσα από το έργο του και κράτησε αυτήν την επικοινωνία για όλα τα φλέγοντα πνευματικά θέματα αυτής της περίοδου. Είναι χαρακτηριστικό όπως έχουμε δείξει σε πρόσφατες έρευνές μας ότι ασχολήθηκε για παράδειγμα με το σημαντικότερο θεολογικό σύγγραμμα του Βουλγάριος που ο ίδιος ο Βούργαρης το είχε ονομάσει Ιερά Θεολογία. Βέβαια ο Βουλγάρης όπως και άλλα έργα του προέκρινε τιμή δημοσίευση αυτού του έργου. Πράγμα όμως το οποίο πραγματοποιήθηκε αργότερα μέσα από την ευρύτατη κυκλοφορία που γνώρισε το έργο του αυτό δηλαδή θα μπορούσαμε να πούμε μια δογματική θεολογία της εποχής του. Πραγματοποιήθηκε αρκετά αργότερα βέβαια στα τέλη του 19ου αιώνα του 1880 όταν πρωτοεκδόθηκε το περίφημο Θεολογικό του Βουλγάριος. Εκείνο όμως το οποίο μπορούμε να διαπιστώσουμε είναι ότι ο Πάριος λειτούργησε έχοντας το έργο αυτό ως βασικό έργο αναφοράς για τη θεολογική του διδασκαλία. Ως διδάσκαλος χρησιμοποίησε την ιερά θεολογία του Βουλγάριος αργότερα μπορούμε να υποθέσουμε στην Θεσσαλονίκη αλλά σίγουρα το γνωρίζουμε ότι αυτό το έπραξε στην Χίο όπου ανέλαβε την διέθυση της περίφημης σχολής της Χίου όπου και παρέμεινε ως διδάσκαλος αυτής της σχολής από το 1786 τα τέλη της δεκαετίας του 1780 ως το τέλος της διδασκαλικής του σταδιοδρομίας το 1811 δηλαδή δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του. Έτσι λοιπόν γνωρίζουμε ότι διετήρησε πάντοτε αυτήν την πνευματική σχέση με τον σπουδαίο αυτό ηγέτη της πνευματικής κοινήσεως του 18ου αιώνα τον Ευγένιο Βουλγάρι παρά το γεγονός ότι ασφαλώς δεν ήταν ίδιες δεν είχαν την ίδια δεν ταυτίζονταν οι ίδιο συγκρασία τους παρά το γεγονός ότι ακόμη και οι θέσεις τους πολλές φορές δεν ταυτίζονταν και βέβαια παρά το γεγονός ότι σε διάφορα θεολογικά ζητήματα ο Πάριος κατά την περίοδο της θεολογικής του οριμότητας επέφερε αλλαγές στο έργο του Ευγενίου Βουλγάριος. Ωστόσο αρκετά χειρόγραφα που μας έχουν σωθεί της ιεράς θεολογίας του Βουλγάριος φαίνεται ότι αντιγράφηκαν μέσα στο πλαίσιο λειτουργίας αυτού του έργου ως ενός σημαντικού θεολογικού εγχειρηδίου και αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι ο Αθανάσιος Πάριος φρόντισε να γράψει και ένα προήμιο το οποίο έως πρόσφατα ήταν ανέκδοτο και που εκδώσαμε τα τελευταία χρόνια στην συνεργασία με τον συνάδελφο καθηγητή κ. Χ. Αραμπατζή. Προκύπτει λοιπόν αυτή η άμεση εξάρτησή του και αυτό φαίνεται και από την επιστολογραφία του και από κάποιες επιστολημέες πραγματίες που μας έχουν σωθεί γύρω από το ζήτημα του παπισμού που είναι ένα από τα επίμαχα θέματα που απασχολεί ιδιαίτερα τον Αθανάσιο Πάριο ο οποίος ασφαλώς εμφανίζεται ως ο μαχητικότερος θα μπορούσαμε να πούμε το πιο εκρηκτικός από τον κύκλο των κολυβάδων πατέρων. Έτσι λοιπόν ο Αθανάσιος ο Πάριος απέκτησε μια πολύ συγκροτημένη παιδεία όχι μόνο γύρω από τα θεολογικά ζητήματα αλλά και γύρω από όλα τα θέματα τα οποία διδάσκονταν στις ανώτερες σπουδές στις σχολές του υπόδουλου ελληνισμού. Για αυτό και μέσα στην εργογραφία του διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν και εγχειρίδια της ρητορικής, επεξεργασία εγχειριδίων της ρητορικής, η ρητορική του ερμογένους και άλλα έργα και ασφαλώς και βιβλία γραμματικής. Είναι σημαντικό για παράδειγμα το ότι συνέγραψε και εξέδωσε ένα σχολιασμένο έργο της γραμματικής του κυρού νεοφήτου εκείνου δηλαδή του νεοφήτου του Καυσοκαλυβίτη ο οποίος επίσης είχε διατελέσει διδάσκαλος στην Αθωνιάδα. Η περίοδος αυτή της παραμονής του Αθανασίου του Παρίου στην Αθωνιάδα θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημάδεψε τη μετέπειτα πορεία του αφενός μεν διότι όπως είπαμε στην Αθωνιάδα γνώρισε τον Ευγένιο Βούλγαρη αφετέρωδε ο οποίος παρέμεινε βέβαια όχι για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά η περίοδος αυτή ήταν ικανή όπως είπαμε για να σφυριλατίσει αυτήν την πνευματική σχέση του Παρίου με τον διδάσκαλό του τον Ευγένιο Βούλγαρη ο οποίος σε νέα τότε ακόμη ηλικία περίπου σε ηλικία 38 ετών αναλαμβάνει την διεύθυνση της Αθωνιάδας σχολής. Ωστόσο μέσα σε μια περίοδο διδασκαλικής οριμότητας αφού ήδη γνωρίζουμε ότι ο Ευγένιος Βούλγαρης είχε πραγματοποιήσει διδακτικό σημαντικό διδακτικό έργο και στην Ζωσιμαία σχολή στα Ιωάννινα και στην σχολή της Κοζάνης και στη Θεσσαλονίκη αργότερα και βέβαια γνωρίζουμε ότι αργότερα συνέχισε αυτό το διδακτικό του έργο και στην Κωνσταντινούπολη και αλλού. Αυτό το οποίο επίσης είναι σημαντικό είναι ότι ο Πάριος εμφανίζεται ως ένας από τους αμίντορες, από τους βασικούς αμίντορες της πρωτοποριακής διδασκαλικής παρουσίας του Ευγένιου Βουλγάρεως και μαζί με τον άλλο μαθητή του τον Αντικολυβά, στον οποίο θα αναφερθούμε σε ένα από τα επόμενα μαθήματά μας τον Σέργιο Μακρέο, συμπελαμβάνονται μεταξύ των μαθητών του Ευγένιου Βουλγάρεως που υπογράφουν την περίφημη αυτή επιστολή που έστειλαν οι μαθητές της Αθωνιάδας σχολής προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για να διατηρήσει στη θέση του διευθυντή της σχολής, του σχολάρχη της Αθωνιάδας, τον Ευγένιο Βουλγάρη. Έκτοτε γνωρίζουμε ότι ο Πάριος επιτέλεσε πολύ σημαντικό από μαθητής πλέον περνάει στις τάξεις των διδασκάλων. Πραγματοποιεί πολύ σημαντικό διδακτικό έργο καταρχήν εδώ στη Θεσσαλονίκη. Οι ιστορικοί της παιδείας για την περίοδο αυτή δεν έχουν μία επαρκή και σαφή εικόνα για τα ακριβή αίτη κατά τα οποία δίδαξε στο περίφημο Ελληνομουσείο της Θεσσαλονίκης ο Αθανάσιος ο Πάριος. Εκείνο που είναι σίγουρο είναι, έχει υποστηριχθεί ότι δίδαξε αποσπασματικά για παράδειγμα για τρεις διαφορετικές περιόδους. Εκείνο το οποίο όμως είναι απολύτως βέβαιο είναι ότι ο Αθανάσιος ο Πάριος δίδαξε στην δεκαετία αυτή του 1780, στα πρώτα τουλάχιστον πέντε με έξι έτη, όταν παρήγαγε και ένα πολύ σημαντικό θεολογικό και αγιολογικό ή υμναγιολογικό έργο για το οποίο θα μιλήσουμε και για το οποίο με ρίμνησε να εκδοθεί το έργο αυτό, να κυκλοφορήσει σε έντυπες εκδόσεις. Επίσης είναι πολύ σημαντικό ότι ο Αθανάσιος ο Πάριος εμφανίζεται και αυτός ως διδάσκαλος μετά τα ορλωφικά του 1770 εμφανίζεται ως διδάσκαλος και αυτός στην Αθωνιάδα σχολή, δηλαδή στην περίοδο αυτήν μετά την αναχώρηση του Ευγενείου Βουλγάριος και μετά από την επίσης απομάκρυση μετά την αναχώρηση και άλλων διδασκάλων που διαδέχθηκαν τον Ευγενείο Βουλγάρι όπως ήταν ο Παλαμάς, όπως ήταν ο Νικόλαος Ζερζούλης από τον Μέτσοβο και ούτω καθεξής. Χωρίς να έχουμε βέβαια μια επαρκή εικόνα για την παραμονή του στην Αθωνιάδα κατά την περίοδο αυτή, διαπιστώνουμε ότι η περίοδος της παραμονής του, αν πράγματι ο Πάριος βρισκόταν το 1771 και για κάποια χρόνια ακόμη παρέμεινε στην Αθωνιάδα, γνωρίζουμε ότι ως διδάσκαλος μπορούμε να υποθέσουμε ότι εκεί ήλθε σε επαθή και με τον Άγιο Μακάριο τον Οταρά ο οποίος φτάνει λίγα χρόνια αργότερα στο Άγιον Όρος, αλλά και με τον πιο νέο μοναχό Νικόδημο τον Αγιορίτη ο οποίος σε πολύ νεαρή ηλικία και αυτός φτάνει στο Άγιον Όρος και εγκαταβιώνει στη Μονή Διονυσίου. Αυτό το οποίο προκύπτει είναι ότι σίγουρα το Άγιον Όρος υπήρξε ο χώρος εκείνος όπου για πρώτη φορά δημιουργήθηκε αυτή η πνευματική επικοινωνία μεταξύ των τριών αυτών προτεργατών του κολυβαδικού κινήματος. Χωρίς να έχουμε μία όπως είπα και πριν εικόνα σαφή για την εμπλοκή του Αθανασίου Τουπαρίου στα φλέγοντα θέματα αυτής της περιόδου στο Άγιον Όρος, ήδη είχαμε πει ότι από το 1754 και μετά εξελίσσεται το κολυβαδικό ζήτημα και βέβαια εμπλέκονται και άλλα θέματα στη συνέχεια από τις αρχές του 1770 με το ζήτημα της συχνίστιας μεταλλήψεως, παρά τα αυτά δεν φαίνεται να υπήρξε ένας από τα πρόσωπα εκείνα που πρωτοστάτησαν στα γεγονότα αυτά από πλευράς του κύκλου των κολυβάδων. Σίγουρα γνωρίζουμε ότι πραγματοποιεί ένα πολύ σημαντικό διδακτικό έργο όπως είπαμε και εκδοτικό έργο στην Θεσσαλονίκη κατά τους μεταγενέστερους χρόνους. Και βέβαια εν συνεχεία φεύγοντας αναχωρώντας από την Θεσσαλονίκη γύρω στο 1786 και ενώ αρχικά φαίνεται πως κατευθύνεται στην γενέτειρά του για να αναλάβει εκεί να πραγματοποιήσει επίσης ένα σημαντικό διδασκαλικό έργο, ο Αθανάης Σοπάριος τελικά εγκαθίσταται στη Χίο και μετά από παράκληση των Χίων αναλαμβάνει τη διεύθυνση της περίφημης σχολής της Χίου. Είναι η περίοδος αυτή κατά την οποίαν θα συνδεθεί ιδιαίτερα με τον Ιθίνο Τανού, με τον μεγάλο προτεργάτη του φιλοκαλικού κινήματος, τον Άγιο Μακάριο τον Οταρά, και με τον οποίο θα συνεργαστεί και θα συμπνευματιστεί για τις επόμενες δεκαετίες ως το θάνατο Ανφωτέρον και του Αγίου Μακαρίου τον Οταρά, αλλά και του Ιδίου του Αγίου Αθανασίου του Παρίου. Αυτά σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να πούμε ότι αφορούν σε ένα διάγραμμα με αδρές γραμμές της βιογραφίας του και κυρίως της πνευματικής του βιογραφίας. Θα πρέπει να περάσουμε όμως πρωτίστως στο έργο το οποίο παρίγαγε, το σπουδαίο συγγραφικό έργο το οποίο παρίγαγε ο Αθανάσης Σοπάριος και το οποίο θα πρέπει να πούμε καταρχήν ότι ακόμη δεν μας είναι προσβάσιμο στο σύνολό του δεδομένου ότι ένα μέρος αυτού του έργου του παραμένει ανέκδοτο. Και στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πριν από αρκετά χρόνια, πριν από περίπου 2-3 δεκαετίες, πραγματοποιήθηκε μια σημαντική προσπάθεια με πρωτοβουλία του τότε μακαριστού Μητροπολίτη Παροναξίας Αμβροσίου να δημιουργηθεί μια εκδοτική ομάδα από επιστήμονες των φιλοσοφικών και θεολογικών σχολών των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης για να προχωρήσουν στην έκδοση των απάντων του Αγίου Αθανασίου του Παρίου, όλου του έργου και του εκδεδομένου και του ανέκδου του έργου του Αγίου Αθανασίου του Παρίου. Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποιήθηκε η έκδοση δύο μόνον τόμων, δύο μόνον έργων του, δύο πολύ σημαντικών έργων του. Το ένα σχετίζεται με το διδακτικό του έργο και αφορά αυτό το έργο το οποίο ήδη μνημονεύσαμε για την επεξεργασία της γραμματικής του νεοφίτου του Καυσουκαλιβίτη. Το δεύτερο έργο είναι ένα από τα σημαντικότερα θεολογικά συγγράμματα του Αθανασίου του Παρίου και ονομάζεται, φέρει τον τίτλο «Επιτωμή των θείων της πίστεως δογμάτων» και είναι ένα από τα πιο όψημα θεολογικά έργα του Αθανασίου του Παρίου που εκδόθηκε, αν δεν κάνω λάθος, το 1805 στις αρχές του 19ου αιώνα και αποτελεί τη θεολογική, τη δογματική, το δογματικό σύγγραμμα του ιδίου του Παρίου. Όταν πλέον ο ίδιος προετοιμάζει ένα τέτοιο δογματικό έργο και προχωρά στην έκδοσή του, χρησιμοποιώντας βέβαια και λαβάνοντας υπόψη του και το θεολογικό του Ευγενείου Βουλγάριος, αλλά διορθώνοντας σιωπηρά ή και καταγράφοντας σε υποσημειώσεις τα σημεία εκείνα στα οποία επέφερε ο ίδιος αλλαγές σε σχέση με τα θέματα τα οποία τραγματευόταν ο δάσκαλος του Ευγενείου Βουλγάρις. Δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκε, δεν είχε συνέχεια αυτή η εκδοτική προσπάθεια η οποία θα βοηθούσε την έρευνα και θα έδινε έναυσμα και στην νεότερη έρευνα να ασχοληθεί με πιο συστηματικό τρόπο και να μας δώσει πιο σαφή εικόνα και πιο βέβαια απορίσματα γύρω από την ζωή, το πρόσωπο, την δραστηριότητα και ασφαλώς και το συγγραφικό έργο του Αγίου Αθανασίου του Παρίου. Γνωρίζουμε όμως από την έρευνα αυτή που πραγματοποιήθηκε και στην οποία λάβαμε μέρος ότι υπάρχουν ακόμη σημαντικές πηγές και μάλιστα πρωτογενείς πηγές με πολύ μεγάλη σημασία όπως είναι οι ίδιες οι επιστολές που συνέγραψε ο Άγιος Αθανασίος ο Πάριος από τις οποίες αντλούμε πολύτιμο λιλικό και πολύτιμες πληροφορίες για όλα τα γεγονότα και τα θέματα τα οποία σχετίζονται με τα κρίσιμα ζητήματα πνευματικά και θεολογικά ζητήματα αυτής της περιόδου. Έτσι λοιπόν παραμένει ως ένα αιτούμενο της έρευνας αυτή η δημοσίευση του επιστολαρίου θα μπορούσαμε να πούμε δηλαδή της επιστολογραφικής συλλογής του Αθανασίου του Παρίου που εντοπίστηκε από τους συναδέλφους που ετοιμάζουν την έκδοσή της και από παλαιότερους επιστήμονες εντοπίστηκε και στην Μονή Βατοπεδίου σε έναν φάκελο με λιτά έγγραφα στο αρχείο της Μονής Βατοπεδίου αλλά εντοπίστηκε και στο αρχείο της Μονής Ευαγγελισμού της Κιάθου αυτής της πολύ σημαντικής Μονής την οποία αναφέραμε ως το κέντρο της κολυβαδικής κίνησης αυτού του μοναστηριού του κοινοβίου που ίδρυσε ο Ωσιος Νύφωνας για τον οποίον θα κάνουμε μια αναφορά στα επόμενά μας μαθήματα αναφερόμενη στους υπόλοιπους κολυβάδες και στο έργο τους ο Νύφων ο κοινοβιάρχης γνωρίζουμε ότι σύστησε αυτό το μοναστήρι αυτό το κοινόδιο του Ευαγγελισμού της Κιάθου που εξελίχθηκε θα μπορούσαμε να πούμε στο κέντρο της κολυβαδικής κίνησιος και που γνωρίζουμε ότι στην βιβλιοθήκη αυτού του μοναστηριού μεταφέρθηκε από τη Χίο κατά ευτυχή συγκυρία λίγο πριν την καταστροφή του νησιού η προσωπική βιβλιοθήκη του Αγίου Αθανασίου ένα μέρος της προσωπικής βιβλιοθήκης του Αγίου Αθανασίου του Παρίου και του Αγίου Μακαρίου του Νωταρά όπως και πολλά χειρόγραφα ή προσωπικά έγγραφα τα οποία βρίσκονταν στην προσωπική τους βιβλιοθήκη. Έτσι λοιπόν όταν ολοκληρωθεί η έκδοση όλων αυτών των κειμένων σίγουρα η εικόνα που θα έχουμε γύρω από το έργο και την ζωή και την προσωπικότητα του Αθανασίου του Παρίου θα είναι ασφαλώς πιο ολοκληρωμένη. Θα πρέπει επίσης να πούμε πριν παρουσιάσουμε τα έργα του Αγίου Αθανασίου του Παρίου που σχετίζονται που έχουν αγιολογικό και υμνογραφικό περιεχόμενο θα πρέπει να πούμε ότι ο Αθανασίος ο Πάριος υπήρξε μια αφυλεγόμενη προσωπικότητα και μάλιστα υπήρξε ένας εξ εκείνων των προσώπων που πρωτοστάτησαν στο κολυβαδικό κίνημα και που καταδικάστηκαν με συνοδική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με αφορισμό. Αφορίστηκαν για τις θέσεις τους και εν συνεχεία βέβαια αποκαταστάθηκαν με άρση του επιτιμίου αυτού από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ακολουθώντας ως το τέλος της ζωής του μία συνετή και σώφρονα πορεία, θεολογική πορεία γύρω από τα θεολογικά θέματα που απασχόλησαν την εποχή του. Αυτό το οποίο επίσης θα πρέπει να πούμε είναι ότι όχι μόνον αποκαταστάθηκε σε σχέση με αυτόν τον αρχικό αφορισμό του ο Αθανάσιος Οπάριος για την εμπλοκή του μαζί με άλλους, με κάποια ακόμη πρόσωπα από τον κύκλο των Αγιορυτών Κολυβάδων του Χριστόφωρ του Προδρομήτη, του Ιακώβου του Πελοποννησίου, του Αγαπείου και καταδικάστηκαν όπως είπαμε με το επιτιμίο του αφορισμού. Όχι μόνον ήρθε αυτό το επιτίμιο, αλλά πριν από μερικά χρόνια, πριν από περίπου μία δεκαετία, πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες, το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1996 προχώρησε και στην αναγνώριση της αγιότητας του Αθανασίου του Παρίου και έτσι ο Πάριος τιμήθηκε από την εκκλησία, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως ένας από τους αγίους του κολυβαδικού κινήματος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου με πρωτοβουλία του επιχώριου Μητροπολίτη, του Μητροπολίτη Παροναξίας, αποκατέστησε την εικόνα αυτή του σπουδαίου αυτού προσώπου παρά το γεγονός της οξύτητας με την οποία εξέφρασε σε αρκετές περιπτώσεις τις θεολογικές του θέσεις που τον οδήγησαν σε ρήξη με άλλα πρόσωπα, με άλλα σημαντικά πρόσωπα αυτής της περιόδου. Εκείνο το οποίο θα πρέπει να σημειώσουμε σε σχέση με τον Άγιο Θανάση τον Πάριο είναι ότι το συγγραφικό του έργο και κυρίως το έργο του το αγιολογικό και το υμνογραφικό, αυτό που το ονομάζουμε ίμνο αγιολογικό γιατί περιλαμβάνει πολλές φορές δικές του και υμνογραφικές συνθέσεις αλλά και αγιολογικά κείμενα όπως θα δούμε, κυρίως προέρχεται από τις δύο περιοχές όπου ανέδειξε το διδασκαλικό του χάρισμα δηλαδή από τη Θεσσαλονίκη, σχετίζεται με τη Θεσσαλονίκη και με τη Χίο. Η Θεσσαλονίκη μάλιστα πραγματοποιήσε ένα σημαντικό και ένα σημαντικό εκδοτικό έργο τουλάχιστον πέντε συγγράμματα, πέντε έργα του Αθανασίου του Παρίου εκδόθηκαν κατά την περίοδο της παραμονής του στην Θεσσαλονίκη. Όπως ασφαλώς και στην Χίο συνέχισε αυτό το σημαντικό εκδοτικό έργο έχοντας μάλιστα και την συνδρομή στην έκδοση των έργων του και του Αγίου Αθανασίου και του Αγίου Μακαρίου του Νωταρά με τον οποίον όπως είπαμε συλλειτούργησαν στον ίδιο χώρο, συναγωνίστηκαν και συνίσκησαν στον ίδιο χώρο στην περιοχή των ρεστών στα ρεστά της Χίου στο κάθισμα του Αγίου Πέτρου όπου ασκήτευσε τελικά για την τελευταία περίοδο της ζωής του ο Άγιος Μακάριος ο Νωταράς. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο όπως θα δούμε ο Αθανασίος Πάριος αναδείχθηκε στον σημαντικότερο βιογράφο του Αγίου Μακαρίου του Νωταρά και μας έχει αφήσει ένα πραγματικά πολύ σημαντικό έργο, μια σημαντικότητη βιογραφία του, τον βίο του Αγίου Μακαρίου του Νωταρά όπως επίσης και άλλα έργα που σχετίζονται με την προάσπιση της αγιότητας όπως θα δούμε του Αγίου Μακαρίου του Νωταρά. Θα πρέπει να πούμε ότι αυτή η απόσταση την οποία είχε ο Αθανασίος Πάριος από τους υπόλοιπους αγιορείτες κολυβάδες αφού όπως είπαμε δεν εγκαταβίωσε στο Άγιον Όρος ως μοναχός. Πιθανολογείται ότι ίσως εκεί χειροτονήθηκε ιερομόναχος στο Άγιον Όρος, ωστόσο δεν έχουμε σαφής πληροφορίες. Αναφέρεται βέβαια παντού σε όλες τις πηγές ως ο ιεροδιδάσκαλος κ. Αθανασίος ο Πάριος, επομένως γνωρίζουμε ότι είχε χειροτονηθεί πρεσβύτερος αλλά παρά τα αυτά δεν έχουμε πληροφορίες ούτε και από τον ίδιο παρά το γεγονός ότι αλληλογραφεί με αρκετούς αγιορείτες και σχετίζεται με αρκετούς αγιορείτες όχι μό αλλούς όπως είναι ο Κυπριανός, ο διδάσκαλος όπως είναι ο Κύριλος ο Εξαγράφων που διαδραματίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο στις πνευματικές έρηδες και ως ένας άνθρωπος ο οποίος προσπαθεί να συμβιβάσει τις διεστώσεις παρατάξεις ο Κύριλος ο Εξαγράφων παρά τα αυτά και μας έχουν σωθεί αρκετά κείμενα και προς τον Ιωάσα αυτόν Πάριο τον συμπολίτη του, τον συμπατριότη του από την Πάρο κολυβά που γνωρίζουμε ότι έζησε στο Άγιον Όρος και με αρκετά άλλα πρόσωπα τον Βέβαια τον ίδιο τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη με τον οποίον διατηρεί επίσης μια αλληλογραφία εντού της δεν προκύπτει από όλες αυτές τις πηγές ότι εγκαταβίωσε όπως είχαν εγκαταβιώσει και ο Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο Μακάριος ο Νωταράς και οι άλλοι Αγιορείτες κολυβάδες σε διάφορα κυρίως σε διάφορα σκήτες του Αγίου Όρους. Έτσι λοιπόν είναι εύλογο το γεγονός ότι δεν διαπιστώνεται μια συνεργασία του Αγίου Αθανασίου του Παρίου με τους κολυβάδες συνεκδότες των μεγάλων αγιολογικών συλλογών που ήδη μνημονεύσαμε όπως είναι δηλαδή το νέο μαρτυρολόγιο και το νέο εκλόγιο που συνεξέδωσαν ο Μακάριος ο Νωταράς και ο Μακάριος ο Νικώδημος ο Αγιορείτης στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Δεν προκύπτει καμία συμμετοχή του παρά μόνον πιθανολογείται ότι ο Αθανασίος ο Πάριος τροφοδότησε με κάποιο νέο μαρτυρολογικό υλικό από εδώ από τη Θεσσαλονίκη για νεομάρτυρες του τέλους αυτής της δεκαετίας που βρισκόταν εδώ τις δεκαετίας δηλαδή της 8ης δεκαετίας του 18ου αιώνα ότι τροφοδότησε με υλικό νεομαρτυρολογικό τους συντάκτες της σπουδαίας αυτής νεομαρτυρολογικής συλλογής του νεομαρτυρολογίου. Από εκεί και πέρα δεν προκύπτει κάποια άλλη συνεργασία για την έκδοση αυτών των μεγάλων συλλογών και ο Αθανασίος ο Πάριος εμφανίζεται ως συνεργάτης και συνεκδότης σε ένα έργο το οποίο τελικά εκδόθηκε μετά το θάνατο του όπως και μετά το θάνατο του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά με επιμέλεια του μαθητή του του Νικηφόρου του Χίου στην Χίο. Πρόκειται για το νέο λιμονάριο για την τρίτη όπως είχαμε αναφέρει σε ένα προηγούμενο μάθημά μας σημαντική συλλογή μετά το νέο μαρτυρολόγιο και το νέο νεκλόγιο που μνημονεύσαμε και βέβαια το μεγάλο έργο του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορίτη τον Συναξαριστή που είναι βέβαια ένα προσωπικό έργο του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορίτη δεν είναι προϊόν δηλαδή συνεργασίας. Προϊόν συνεργασίας είναι το νέο λιμονάριο το οποίο εκδόθηκε το 1819 δύο χρόνια δηλαδή πριν να ξεσπάσει η ελληνική επανάσταση και τρία χρόνια πριν την μεγάλη καταστροφή της Χίου από τον τουρκικό στόλο και επιμελήθηκε αυτή την έκδοση ο Νικηφόρος ο Χίος όπως είπαμε προκύπτουν όμως με σαφήνια τα έργα τα οποία έγραψε ο κάθε ένας από τους τρεις αυτούς συνεκδότες της σπουδαίας αυτής συλλογής του νέου λιμοναρίου που όπως είπαμε εκδόθηκε το 1819 στην Βενετία με υλικό σε πολύ μεγάλο βαθμό σχετιζόμενο με την ίδια τυχία και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο στην πρώτη έκδοση αυτού του έργου το 1819 έχουμε μια σαφέστατο διαχωρισμό ενός μέρους αυτού του έργου που σχετίζεται με αγίους της Χίου και είναι το λεγόμενο νέο λιμονάριο των αγίων των εγχείολαμσάντων που αργότερα σε μεταγενέστερες εκδόσεις αποσπάστηκε από την έκδοση αυτή όπως άλλωστε συνιστούσαν και οι εκδότες της συλλογής να το χρησιμοποιούν οι χριστιανοί της Χίου ότι θα μπορούσαν ακόμη να το έχουν και να το αποσπάσουν από το όλο σώμα του έργου αυτού το νέο το τμήμα αυτό του χιακού λιμονάριου και έτσι πραγματικά εκδόθηκε σε αρκετές μεταγενέστερες εκδόσεις με τον τίτλο νέων χιακών λιμονάριο στο 19ο και στη διάρκεια του 20ου αιώνα έτσι λοιπόν ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος γνωρίζουμε ότι πραγματοποίησε ένα πολύ σημαντικό έργο στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας του με τον Άγιο Μακάριο τον Νοταρά και με τον μαθητή του τον Όσιο Νικηφόρο τον Χίο Στον Αθανάσιο τον Πάριο καταρχήν ανήκει όπως διαπιστώνουμε το προήμιο του έργου η προσφώνηση της σπουδαίας αυτής όπως είπαμε συλλογή ονομάζεται προαναφώνησης του ιεροδιδασκάλου κυρίου Αθανασίου του Παρίου προς άπαντα στους αρθοδόξους χριστιανούς προαναφώνησης περί της παρούσις βίβλου και στο προήμιο λοιπόν του έργου αυτού ο Αθανάσιος ο Πάριος εκθέτει θα μπορούσαμε να πούμε την ιστορία της προετοιμασίας αυτού του έργου και εκθιάζει την πολύ σημαντική συμβολή του ίδιου του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά για την προετοιμασία αυτού του έργου που τονίζοντας ότι έχοντας την έγνοια και την φροντίδα αυτού του κοινού έργου τελείωσε την ζωή του ο Άγιος Μακάριος Νοταράς και συνέχισαν την ολοκλήρωση αυτού του έργου ο Αθανάσιος ο Πάριος με τον Νικηφόρο τον Χίο. Όταν λοιπόν γράφεται το έργο αυτό ο Άγιος Μακάριος έχει ήδη αποβιώσει επομένως γράφτηκε το έργο αυτό πριν από τον Απρίλιο του 1805 όταν στις 17 Απριλίου απεβίωσε ο Μακάριος ο Νοταράς και όπως είπαμε εκδίδεται σχεδόν 15 χρόνια αργότερα για την ακρίβεια 14 χρόνια αργότερα στην Βενετία. Εκτός από την προαναφώνηση όπου αναφέρεται όπως είπαμε στην ιστορία συγκροτήσεων της συλλογής και αναφέρεται και σε ένα άλλο πάρα πολύ σημαντικό ζήτημα για το οποίο όμως δεν θα κάνουμε εδώ αυτή τη στιγμή αναφορά γιατί θα ασχοληθούμε με το θέμα αυτός ένα από τα επόμενα μαθήματά μας. Δηλαδή αναφέρεται στο ζήτημα της αγιότητας των εξαρνησηχρής των νεομαρτύρων, των χριστιανών εκείνων που είχαν αρνηθεί την πίστη τους και είχαν επιστρέψει και είχαν τελικά οδηγηθεί στην ομολογία και στο μαρτύριο ενώπιον των τουρκικών αρχών. Φαίνεται ότι προκύπτει και από το γεγονός ότι εντάσσει μέσα στο προήμιο του νέου λιμοναρίου μία σημαντική, μία εκτενή αναφορά στο θέμα των εξαρνησηχρής των νεομαρτύρων, προκύπτει το πόσο φλέγον ήταν το ζήτημα αυτό για την εποχή του και θα δούμε ότι υπήρχαν αντικρουόμενες απόψεις και θεολογικές θέσεις γύρω από το ζήτημα αυτό. Ο Αθανάσιος ο Πάριος λοιπόν ασχολείται με το ζήτημα αυτό και με την εκθέτητη σχετική επιχειρηματολογία στο προήμιο του νέου λιμοναρίου και βέβαια ο ίδιος προχώρησε και στη συγγραφή διαφόρων κειμένων στη σύνταξη νεομαρτυρολογικών κειμένων ή και ακολουθιών δεδομένου ότι όπως θα δούμε αναδεικνύεται σε έναν δόκιμο υμνογράφο αυτής της περιόδου. Δεν συγγράφει μόνον αγεολογικά κείμενα αλλά συνθέτει και τα σχετικά υμνογραφικά κείμενα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι επενδύει λειτουργικά τις εορτές είτε των νεομαρτύρων είτε τις άλλες εορτές τοπικού χαρακτήρα όπως είναι κάποιες από αυτές στις οποίες αναφέρεται και για τις οποίες συνέταξε σχετικά κείμενα στο νέο λιμονάριο. Έτσι λοιπόν στο νέο λιμονάριο γνωρίζουμε επίσης ότι ο Αθανάης ο Πάριος συμπεριέλαβε ένα πάρα πολύ σημαντικό κείμενο για το οποίο επίσης θα κάνουμε εκτενή αναφορά όταν θα μιλήσουμε για τους εξαρνησιχρήστων νεομάρτυρες που είναι μία ευχή μία προσευχή υπέρ του ικετήριος υπέρ του ενεργία εναθλούντος υπέρ της αγίας πίστεως. Δηλαδή πρόκειται για μία προσευχή την οποίαν διάβαζαν οι Χριστιανοί προσευχόμενοι την περίοδο εκείνη και τις ημέρες εκείνες κατά τις οποίες είχε αποφασίσει κάποιος εξαρνησιχρήστων νεομάρτυρας να ομολογήσει την πίστη του οδηγούνταν στον Τούρκο δικαστή ανακρινόταν βασανιζόταν και τελικά οδηγούνταν στο μαρτύριο. Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο ως μία πνευματική προετοιμασία για τον υποψήφιο νεομάρτυρα συνέταξε μία τέτοια ευχή την οποίαν συμπεριέλαβε μάλιστα στο νέο λιμονάριο και αποτελεί ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον κείμενο που εισαγάγει μέσα στην λειτουργική ζωή της εκκλησίας την άθληση αυτή των εξαρνησιχρήστων νεομαρτύρων. Συνέταξε επίσης δύο μαρτύρια, δύο νεομαρτυρολογικά κείμενα του Γεωργίου του Εξεφέσου του Εφεσίου που μαρτύρησε το 1801 και του Ιωάννου του Κρητός που μαρτύρησαν στη Νέα Έφεσο και στη Σάμο. Και στα κείμενα αυτά επίσης θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και ένα προήμιο που αναφέρεται ότι προήλθε από την γραφίδα του Αθανασίου του Παρίου που είναι ένα προήμιο που συναντούμε στο εκτενές μαρτύριο του νεομάρτυρα Κωνσταντίνου του Ιδρέου. Ενός προσώπου που γνωρίζουμε ότι προετοιμάστηκε όπως και αρκετοί νεομάρτυρες προετοιμάστηκαν πνευματικά από πρόσωπα του κολυβαντικού Κυκλουίττα, από τον ίδιο τον Άγιο Μακάριο όπως είχαμε δει ότι λειτούργησε ως αλήπτης νεομαρτύρων πέραν όλων των άλλων, ιδιαίτερα στην Χίο και ασφαλώς και του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορίτη αφού γνωρίζουμε ότι συναντήθηκε ο Κωνσταντίνος ο Ιδρέος με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορίτη και προετοιμάστηκε από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορίτη στο Άγιον Όρος και βέβαια ο Νικόδημος Αγιορίτης υπήρξε και ο συνθέτης της ακολουθίας του νεομάρτυρα Κωνσταντίνου του Ιδρέου. Εκείνο το οποίο επίσης θα πρέπει να σημειώσουμε είναι ως μια πολύ σημαντική αγιολογική συλλογή, είναι η μετάφραση μιας ομάδος συναξαρίων που έχουν πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και είναι τα συναξάρια των Κυριακών και των εορτών της περιόδου του Τριωδίου και του Πεντικοσταρίου. Πρόκειται για έναν κύκλο συναξαριακών κιμένων, πάρα πολύ ενδιαφέροντα, που προκύπτει ιδίως από κρυσταλώνεται ο κύκλος σε αυτών των συναξαριακών κιμένων στη διάρκεια του 14ου αιώνα, αποδίδοντας τον Νικηφόρο Κάλιστο τον Ξανθόπουλο, δηλαδή χρονολογούνται πιθανόν στις αρχές του 14ου αιώνα. Κατάλλους όμως σχετίζονται με τον Πατριάρχη Κάλιστο τον Ξανθόπουλο τον Πατριάρχη Κάλιστο τον Δεύτερο. Όπως και να έχει, τα κείμενα αυτά έχουν πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον αφού στα κείμενα αυτά συναντούμε για πρώτη φορά συναξάρια για τις εορτές μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Και θα δούμε ότι ο Αθανάσιος ο Πάριος υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς προασπιστές της λειτουργικής μνήμης του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όταν αρχικά εξέδωσε ένα σχετικό έργο βρισκόμενος εδώ στην Θεσσαλονίκη ως σχολάρχης του Ελληνομουσίου της Πόλεως. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό μεταφράζει στη δημόδη γλώσσα της εποχής του τα κείμενα αυτά των συναξαρίων της περιόδου του 32 και του 50, δηλαδή τα κείμενα της περιόδου της νηστείας, των Κυριακών των νηστείων και των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδος. Και μάλιστα είναι πολύ σημαντικό ότι παρά το γεγονός ότι η μνήμη και κυρίως η διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά πολεμήθηκε από τους λατίνους θεολόγους, από τους παππικούς θεολόγους και κυρίως από τους παππικούς μισιονάριους κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, ήδη στις αρχές του 16ου αιώνα με την έκδοση του πρώτου λειτουργικού τυπικού και του πρώτου τριωδίου λειτουργικού δηλαδή βιβλίου της Εκκλησίας, ενσωματώθηκε η λειτουργική μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και θα μπορούσαμε να πούμε και το συναξάριο που περιλαμβάνεται στον κύκλο αυτών των συναξαρίων της περιόδου του τριωδίου, αφού γνωρίζουμε ότι η μνήμη του εορτάζεται κατά τη δεύτερη Κυριακή των νηστιών και κατά αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε ότι εδρεώθηκε λειτουργικά με τον πιο αδιαφυσβήτο τρόπο η μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά μέσα από την έκδοση αυτών των συναξαρίων και ασφαλώς μέσα από την επανέκδοση αυτών των μεταφράσεων που πραγματοποίησε ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος. Μάλιστα γνωρίζουμε ότι πραγματοποιήθηκαν τουλάχιστον δύο τέτοιες εκδόσεις που μάλιστα σχετίζονται με ένα πολύ σημαντικό τυπογραφείο για το οποίο θα κάνουμε και μια μικρή νίξη στη συνέχεια, το τυπογραφείο των αδερφών Μαρκίδων Πούλιου, των σχετιστινών αυτών εκδοτών στην Βιέννη στο τυπογραφείο των οποίων εκδόθηκαν έργα των κολυβάδων και που σχετίζονται βέβαια όπως πιθανόν γνωρίζουμε, όπως πιθανότατα γνωρίζετε σχετίζονται με την δημοσίευση, με την έκδοση των επαναστατικών φυλαδίων του Ρήγα Φεραίου και με την δυσάρεστη τύχη που είχε η προετοιμασία της πρώτης έκδοσης του συνόλου των έργων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορίτη, όταν τα δοκίμια αυτής της εκδόσεως είχαν σταλεί κατά την περίοδο εκείνη που η αυστριακή λογοκρισία κατέσχεσε όλο το υλικό που εντοπίστηκε μέσα στο τυπογραφείο των σχετιστινών αδερφών Πούλιου και μεταξύ αυτόν κατέσχεσε και τα δοκίμια της εκδόσεως που είχε ετοιμάσει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορίτης στο Άγιον Όρος με τη συμβολή και του Αγίου Αθανασίου του Παρίου όπως θα δούμε στην συνέχεια. Αυτό το οποίο επίσης πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι ο Αθανασίος ο Πάριος συνέθεσε και κάποιες ακολουθίες μαρτύρια αλλά και κάποιες αγιολογικές διηγήσεις στο δεύτερο μέρος του νέου λιμονάριου, στο νέο λιμονάριο της Χίου που είπαμε αποτελεί ένα ανεξάρτητο τμήμα της πρώτης αυτής έκδοσης του 1819. Μεταξύ αυτόν είναι η ακολουθία και η διήγηση, η ανάμνηση του θαύματος της Αγίας Παρασκευής στην πόλη της Χίου το έτος 1442. Δηλαδή επενδύει θα μπορούσαμε να πούμε με κείμενα υμνογραφικά και αγιολογικά την ανάμνηση αυτού του θαύματος στην Χίου όπου ζούσε πλέον ο Αθανασίος ο Πάριος, το μαρτύριο του νεομάρτυρος Μάρκου του εν Χίου που σχετίζεται με τον κύκλο αυτών των κολυβάδων της Χίου, όπως επίσης και η ακολουθία και το μαρτύριο του νεομάρτυρος Δημητρίου του Χίου, πάλι στην Χίου το 1802 μαρτυρεί ο νεομάρτυρας Δημητρίος και σχετίζεται και αυτός με τους προτεργάτες του κολυβατικού κινήματος. Και βέβαια διασώζονται, παραδίδονται μεταξύ των έργων αυτόν ως κείμενα του Παρίου και κάποιες άλλες αγιολογικές διηγήσεις, κυρίως διηγήσεις θαυμάτων, το θαύμα που έγινε στοιχείο από τον Τίμιο Πρόδρομο κατά των Αγαρινών ή το θαύμα που έγινε από την Παναγία κατά των Αρμενίων. Είναι χαρακτηριστικά τα κείμενα αυτά, τα αγιολογικά κείμενα τα οποία σχετίζονται ακριβώς με αυτόν τον πολεμικό χαρακτήρα που διακρίνει αρκετά από τα θεολογικά όπως είπαμε έργα του Αγιού Αθανασίου του Παρίου και που καταγράφονται και στα αγιολογικά κείμενα που μας παραδίδονται με το όνομά του. Επίσης ένα πολύ σημαντικό έργο το οποίο μας σώθηκε από ένα μαθητή του είναι το μηνολόγιο του Αγιού Αθανασίου του Παρίου, μηνολόγιον ή τη ακολουθία των 12 μηνών του έτους. Πρόκειται για ένα έργο το οποίο έως πρόσφατα θεωρούνταν απολεσθέν, ότι είχε χαθεί. Προέκυψε όμως από μια προσωπική έρευνά μας ότι το έργο αυτό στην ουσία ανήκει σε ένα τρίπτυχο. Στο τρίπτυχο μιας έκδοσης της πανθέκτης από έναν μαθητή του Παρίου στοιχείο και γνωστό εκδότη και κλησιαστικό λόγιο τον Διονύσιο Πύρο τον Θεταλό, ο οποίος εξέδωσε τους τρεις σε μια τρίτωμη πανθέκτη, ένα λειτουργικό δηλαδή σύνολο κειμένων, μεταξύ των οποίων ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει το έργο αυτό του Αθανασίου του Παρίου, δηλαδή το μηνολόγιο αυτό που μας είναι γνωστό ως μηνολόγιο του Παρίου. Δεν σχετίζεται με τα γνωστά έως τότε μηνολόγια, όχι τα αγιολογικά μηνολόγια της Βζαντινής περιόδου, αλλά με τα μηνολόγια που κυκλοφορούν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αλλά ακριβώς παρέχει μία συντετμημένη λειτουργική απεικόνιση όλων των εορτών και των ακολουθειών των Αγίων όλου του εκκλησιαστικού έτους, όπως εκδίδονται στο τρίτο μου αυτό έργο του Διονυσίου Πύρου του Θεταλού. Περιλαμβάνει λοιπόν ακολουθία των 12 μηνών του έτους και περιέχει τα τροπάρια του Εσπερινού, τα απόστηχα και με συντομία όπως αναφέρει χαρακτηριστικά τους βίους όλων των Αγίων των 12 μηνών, δηλαδή ένας σύντομος θα μπορούσαμε να πούμε συναξαριστής Αρχαίων και Ανατολικών Αγίων της Ανατολικής της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι λοιπόν το έργο του αυτό μία πολύ σημαντική συμβολή στην συγκρότηση αυτών των συλλογών, όπως είναι την ίδια περίοδο η συναξαριακή αυτή συλλογή την οποία επεξεργάζεται το παλαιό δηλαδή βυζαντινό συναξάριο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως στον τρίτομο συναξαριστή του με εκτενή βέβαια τρόπο ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο Άγιον Όρος. Και βέβαια θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν προϊόν μιας κοινής στόχευσης, ένας κοινού εκδοτικού προγραμματισμού, αν και προκύπτει από αρκετά έργα ότι οι προτεργάτες του κολυβατικού κινήματος λειτούργησαν κατά κάποιο τρόπο αυτοτελώς και αυτόνομα, χωρίς δηλαδή να έχουν μία πλήρη εικόνα των εκδοτικών εργασιών ο ένας του άλλου, ιδιαίτερα αυτό το συναντούμε, το στοιχείο το συναντούμε μεταξύ του Αγίου Αθανασίου του Παρίου και του Αγιού Νικόδημου του Αγιορείτη, δεδομένου ότι ο Άγιος Μακάριος επισκέφτηκε αρκετές φορές στο Άγιον Όρος και όπως γνωρίζουμε συνεργάστηκε στον εκδοτικό αυτόν προγραμματισμό και στον συγγραφικό προγραμματισμό που πραγματοποίησε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Δεν θα αναφερθούμε στο σημείο αυτό, όπως είπαμε έχουμε μία αναφορά στο ζήτημα των νεομαρτύρων, που απασχολεί ιδιαίτερα τον Εξαγνήσει Χριστό νεομαρτύρο που απασχολεί την εκκλησία της Χίου, σε τοπικό επίπεδο αλλά και ευρύτερα. Δεν θα αναφέρουμε και μία ακόμη επιστολή πάρα πολύ σημαντική, που συνέγραψε και έστειλε σε κάποιον γνωστό του ο Αθανασίος ο Πάριος γύρω από το ζήτημα των Εξαγνήσει Χριστών νεομαρτύρων. Θα ασχοληθούμε με το πείημα αυτό, όπως αναφέρετε, πείημα Αθανασίου του Παρίου περί νεομαρτύρων, που σώζεται σε έναν κώδικα της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Θα αναφερθούμε σε ένα από τα επόμενα μαθήματά μας, όπου θα κάνουμε ειδική αναφορά στο ζήτημα των Εξαγνήσει Χριστών νεομαρτύρων. Εδώ θα πούμε μόνον ότι η επιστολή αυτή γράφεται γύρω στο 1801, σχετίζεται με την έξαρση αυτού του φαινομένου στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, ιδιαίτερα στην τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου αιώνα την έξαρση του φαινομένου, δηλαδή των Εξαγνήσει Χριστών νεομαρτύρων. Όπως θα δούμε είναι μια επιστολή που την έστειλε πιθανότατα στον μαθητή του τον Νικηφόρο τον Χίο. Εκείνο το οποίο έχει συνεχεία ιδιαίτερο ενδιαφέρον γύρω σχετικά με το αγιολογικό έργο του Αγίου Αθανασίου του Παρίου είναι ότι ο Άγιος Αθαναίος ο Πάριος κατά την περίοδο που έζησε και δίδαξε στη Θεσσαλονίκη συνδέθηκε ιδιαίτερα και προσπάθησε να προβάλει ιδιαίτερα την τιμή την τιμή η οποία δεν είχε βέβαια ατονήσει σε απόλυτο βαθμό αλλά φαίνεται ότι είχε ατονήσει η κατουσία μνήμη του προστάτη της πόλεως και του μεγάλου πατέρα του Βυζαντινού Ισυχασμού του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Έτσι λοιπόν ο Αθανασίος ο Πάριος ανέλαβε την πρωτοβουλία να συγγράψει και να πραγματοποιήσει την έκδοση ενός πολύ σημαντικού έργου με τον τίτλο «Ο Παλαμάς εκείνος» που αναφέρεται ακριβώς στο πρόσωπο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και προσπαθεί να συγκεντρώσει και να μεταφέρει στην δημόδη γλώσσα της εποχής του τα σχετικά κείμενα γύρω από το πρόσωπο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Τονίζει μάλιστα ότι παρά το γεγονός ότι οι προγενέστεροι του εκδότες διαφόρων αγιολογικών συλλογών είχαν συμπεριλάβει στις συλλογές τους παραφρασμένα διάφορα κείμενα για σημαντικούς αγίους, δεν είχαν μεριμνήσει για να συμπεριλάβουν τον βίο αυτού του μεγάλου πατέρα της εκκλησίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του οποίου όπως είπαμε οι μνήμοι πολεμούνταν με σφοδρότητα, ιδιαίτερα από τους παππικούς μισιοναρίους και γνώρισε μεγάλη πολεμική κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, του 17ου αιώνα και μάλιστα στις περιοχές εκείνες από τις οποίες καταγόταν ο Άγιος Γρηγόριος, ο Άγιος Αθανάης ο Πάριος, δηλαδή από τις περιοχές των Κυκλάδων, στα διάφορα νησιά των Κυκλάδων όπου γνωρίζουμε ότι ανέπτυξαν πολύ μεγάλο έργο οι παππικοί μισιονάροι και βέβαια λειτούργησαν και λειτουργούν ακόμη σημαντικές κοινότητες Ελλήνων καθολικών, ρωμιοκαθολικών χριστιανών. Εκεί λοιπόν στο έργο αυτό ο Αθανάης ο Πάριος εκφράζει την απορία του για το ζήτημα αυτό όπως και τη λύπη του για το γεγονός ότι οι Θεσσαλονικοί αγνοούσαν την ζωή αλλά και τη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και γι' αυτό φροντίζει να καλύψει αυτό το κενό μέσα από το σπουδαίο αυτό έργο το οποίο παρέφρασε το έργο του Αγίου Φιλοθέου Κοκίνου τον βίο δηλαδή τον εκτενή βίο του που έγραψε ο Φιλόθεος Κόκκινος πραγματοποιώντας βέβαια μία σύνδμηση του έργου αυτό που είναι ένα εξαιρετικά εκτενές αγιολογικό κείμενο και φαίνεται ότι η προσπάθεια αυτή του Αγίου Αθανασίου του Παρίου είχε συμπαραστάται έναν πολύ σημαντικό θεσσαλονικέα ευπατρίδη που γνωρίζουμε ότι γενικότερα προχώρησε σε χορηγίες και στην ενίσχυση τέτοιων εκδόσεων του Ιωάννη Γούτα Καφταντζόγλου της μεγάλης οικογένειας αρχοντικής οικογένειας Θεσσαλονίκης της οικογένειας Καφταντζόγλου ο οποίος μάλιστα γνωρίζουμε ότι συνδέθηκε και λειτούργησε και ως επίτροπος του Αγίου Όρους για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. Έτσι λοιπόν με μέρημνα και του Ιωάννη Καφταντζόγλου συγκεντρώθηκαν τα σχετικά κείμενα που αφορούσαν στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και πραγματοποιήθηκε αυτή η πολύ σημαντική έκδοση. Είναι σημαντικό ότι στο έργο του αυτό, στο έργο ο Παλαμάς εκείνος, ο Άγιος Αφανάσιος Πάριος συμπεριέλαβε και τη σχετική υμνογραφία της εορτής, αρκετά κείμενα υμνογραφικά που σχετίζονταν με την εορτή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως επίσης είναι αξιοσημείωτο ότι προσέθεσε και κάποια κείμενα που σχετίζονται με τον άλλο μεγάλο πολιούχο της Θεσσαλονίκης τον Άγιο Δημήτριο, σε αυτό το πλαίσιο προβολής της συμπολιουχικής δράσεως των δύο Αγίων της Θεσσαλονίκης, του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, γνωρίζουμε ότι στην περίπτωση της Οικοκρατίας ο Παλαμάς προβάλλεται ως συμπολιούχος της Θεσσαλονίκης. Εκτός αυτού του έργου, το οποίο είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό έργο και μάλιστα στο έργο αυτό ο Αθανάης ο Πάριος εκφράζει και την ευχή να βρεθεί κάποιος ο οποίος θα προχωρούσε στην έκδοση του συνόλου των έργων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και θα μπορούσαμε να πούμε ότι με αυτόν τον τρόπο δίνει τις κατευθυντήριες γραμμές για την έναρξη αυτού του σπουδαίου εκδοτικού έργου που πραγματοποίησε στη συνέχεια ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορίτης συγκεντρώνοντας όλα τα παλαμικά έργα και ετοιμάζοντας όπως είπαμε αυτήν την σπουδαία έκδοση η οποία δυστυχώς απολέστηκε στον τυπογραφείο της Διέννης. Μαρτυρεί επίσης ότι είχε εντοπίσει αρκετά χειρόγραφα με έργα του Παλαμά στις βιβλιοθήκες της Θεσσαλονίκης και κυρίως στη βιβλιοθήκη της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης και βέβαια γνωρίζουμε ότι αρκετά τέτοια χειρόγραφα επεβίωσαν στη λεγόμενη συλλογή του Γυμνασίου της Θεσσαλονίκης που δημιουργήθηκε ακριβώς από τα χειρόγραφα της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης και η σπουδαία αυτή συλλογή γνωρίζουμε ότι σήμερα φυλάσσεται και ανήκει στην συλλογή, αποτελεί μέρος της συλλογής των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος στην Αθήνα. Μεταφέρθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στην Αθήνα και εντάχθηκε στον κύκλο των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Εκείνο το οποίο επίσης είναι σημαντικό είναι ότι ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς εκτός από πέραν αυτού του μεγάλου έργου το οποίο εκδόθηκε στην Βιέννη της Αυστρίας το 1784 ο Παλαμάς εκείνος εξεφώνησε και έναν λόγο προς τιμή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά σε μια εκκλησία της Θεσσαλονίκης, μάλιστα παρουσία κάποιου επισκόπου της Θεσσαλονίκης που πιθανολογείται ότι ίσως είναι κάποιος από τους γνωστούς επισκόπους αυτής της εποχής. Εκείνο το οποίο είναι σημαντικό θα πρέπει να μιμονεύσουμε σχετικά με τον λόγο αυτό είναι ότι δεν περιορίζεται μόνο απλά σε έναν εγκωμιασμό σε μια εγκωμιαστική αναφορά στο πρόσωπο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ή σε μια έκθεση της διδασκαλίας του προς το εκκλησιασμα αλλά καταφεύγει και επιχειρεί μια σφοδρή πολεμική εναντίον των πολεμίων των παππικών που καταπολεμούσαν την μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και μάλιστα αναφέρεται στους θεσσαλονικείς εκείνους μαθητές οι οποίοι μετέβαιναν στη Ρώμη για να σπουδάσουν στο ελληνικό κολέγιο της Ρώμης στο κολέγιο του Αγίου Αθανασίου ή σε άλλες σχολές της Ρώμης και τους ζητούνταν να αρνηθούν και να αναθεματίσουν τον Άγιο Γρηγορίο την μνήμη και τη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού. Ο Άγιος Μάρκος Ευγενικός είναι και ο Άγιος Εκείνος για τον οποίον επίσης συνέγραψε ένα πολύ σημαντικό έργο ο Άγιος Αθανασίος ο Πάριος. Όπως συνέγραψε το έργο ο Παλαμάς εκείνος για να τιμήσει τον μεγάλο αυτόν υπέρμαχο της διδασκαλίας του ησυχασμού και της βυζαντινής θεολογικής παραδόσσεως του 14ου αιώνα. Συνέγραψε βλέποντας, διαπιστώνοντας την απουσία ενός τέτοιου σχετικού έργου συνέθεσε ένα έργο βιογραφικού χαρακτήρα, μια βιογραφική εξιστόρηση για το πρόσωπο του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού με τον τίτλο «Ο Αντίπαπας». Είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο με το οποίο προσπάθησε να επιχειρήσει την αναβίωση της εορτής του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού όπως είχε κάνει και το είχε πετύχει με το έργο του ο Παλαμάς εκείνος και με την εισαγωγή όπως είπαμε των λειτουργικών εκείνων κειμένων στο βιβλίο του αυτό που αφορούσαν και στις λιτανίες, τη λιτάνευση του σκηνώματος του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στη Θεσσαλονίκη. Έτσι λοιπόν προσπάθησε να δημιουργήσει, να εκδόσει και εξέδωσε τελικά και πάλι στη Βιέννη ένα χρόνο αργότερα το 1785 το έργο «Ο Αντίπαπας». Ήτοι αγώνες υπερθαύμαστοι και ηρωικά παλέσματα και το όντι υπερφιά κατορθώματα του Αιναγίης Πατρός ημών Μάρκου Αρχιεπισκόπου της Εφέσου. Εδώ ο Αθανάσιος ο Πάριος χρησιμοποιεί σε κατεξοχήν την βασική πηγή από την οποίαν καθίσταται γνωστά τα πραχθέντα στην Σύνοδο της Φεράρας Φλωρεντίας, δηλαδή τα απομνημονεύματα του Σίλβεστρου Συρόπουλου και πολλά άλλα κείμενα σχετικά τα οποία έλαβε υπόψη του για να συνθέσει την βιογραφία του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού. Και βέβαια είναι πολύ σημαντικό και θα πρέπει να εμμονεύσουμε ότι στο τέλος αυτού του έργου έκρινε σκόπιμο να συμπεριλάβει και την άρση του επιτιμίου του αφορισμού, της ακοινωνισίας που είχε πραγματοποιηθεί εις βάρος του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εις βάρος του ιδίου και των άλλων προσώπων της κολυβαδικής κινήσεως. Και έτσι λοιπόν ο Αθανάσιος ο Πάριος με ένα πανηγυρικό τρόπο θέτη στην έκδοση αυτή του 1785 την άρση του πατριαρχικού κείμενου με το οποίο έρεται αυτό το επιτίμιο. Το έργο αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό διότι διαπλέκει θα μπορούσαμε να πούμε το ζήτημα της αναδείξεως της χριστιανικής αγιότητας με τη δογματική αλήθεια της Ανατολικής Εκκλησίας και προβάλλει ιδιαίτερα την αντιλατινική θεολογική δραστηριότητα του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού μέσα από το σχετικό έργο του που προέκυψε στο πλαίσιο της συγκλήσεως αυτής της ενωτικής συνόδου που προκλήθηκε στη Φεράρα και στη Φλωρεντία τα 1438 και 1439. Είπαμε λοιπόν ότι ολοκληρώνεται το έργο αυτό με την συνοδική απόφαση που εκδόθηκε από την Πατριαρχία Σεραφείμ του Πρώτου που αφορά στην ανάδειξη, στη συνοδική αναγνώριση της αγιότητας του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού το 1734 με ένα ειδικό κείμενο όπως δηλαδή καθιερώνεται η σχετική πράξη της συνοδικής αναγνωρίσεως των νέων Αγίων από την παλαιολόγια περίοδο και μετά. Και γνωρίζουμε βέβαια ότι στο πλαίσιο αυτό συντέθηκε ακριβώς για να καθιερωθεί λειτουργικά η μνήμη του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού. Ο Άγιος Νικόδημος Αγιορίτης σε συνεργασία με τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο προέβη στη σύνταξη μιας ειδικής ακολουθίας προς τιμήν του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, η οποία σχετίζεται με έναν σημαντικό μαθητή του σπουδαίο λόγιο της μετάπειτα περιόδου, μαθητή του Αγίου Αθανάσίου του Παρίου στην Χίο τον Νικόλαο Λογάδη τον Χίο και το σημειώνει αυτό το στοιχείο ο Άγιος Νικόδημος Αγιορίτης στο συναξαριστή του λέγοντας ότι στον Άγιο Μάρκο Εφέσου ακολουθεί αγλαφυρά συνέγραψε η εμία δυναμία διαπροτροπής του ιερολογιωτά του διδασκάλου κυρίου Αθανάσίου του Παρίου, τους χολαρχώντες εν την νήσο Χίο. Το επόμενο πολύ σημαντικό έργο του, στο οποίο θα κάνουμε μία σύντομη αναφορά, είναι η προσπάθεια του αυτή να δικαιώσει και να αποκαταστήσει την λειτουργική μνήμη του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά. Είπαμε, του προτεργάτη αυτού του μεγάλου πνευματικού κινήματος που ξεκίνησε, που σχετίζεται και με το κολυβαντικό αλλά και με το ζήτημα της συνεχούς θείας μεταλήψεως, αλλά πρωτίστως με αυτή τη θετική όθηση που έδωσε αυτό το σπουδαίο έργο που εγγενίασε με δική του πρωτοβουλία και με την εξεύρεση χορηγών ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς. Έτσι λοιπόν, γνωρίζοντας πολύ καλά τον Άγιο Μακάριο, έχοντας ζήσει τις τελευταίες δεκαετίες της κινής του ζωής μαζί του στη Χίο, ο Αθανάσιος ο Πάριος ανέλαβε την πρωτοβουλία να συγγράψει μια εκτενή βιογραφία του από τη γέννησή του, περιεξιστωρώντας τα πρώτα χρόνια της ζωής του από την οικογένεια των Νοταράδων στα Τρίκαλα της Κορυθίας, ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη Χίο. Μας δίνει πάρα πολλές πληροφορίες, είναι γενικώς μια σημαντική πηγή για την ιστορία του κολυβαδικού κινήματος μέσα από την προσωπική ιστορία του Μακαρίου του Νοταρά. Και βέβαια ο Αθανάσιος ο Πάριος γνωρίζουμε ότι εκτός από αυτή την εκτενή βιογραφία που κυκλοφόρησε σε αρκετά αντίγραφα, σε αρκετά χειρόγραφα, γνωρίζουμε ότι συνέθεσε και την ακολουθία του. Μάλιστα πιθανολογείται ότι συνέθεσε δύο κανόνες. Έναν κανόνα ο οποίος θα μπορούσαμε να πούμε αφορούσε στους Χίους, στην εκκλησία της Χίου και σχετιζόταν και με τα θαύματα που είχαν πραγματοποιηθεί στον τάφο του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά στην Χίου. Θαύματα θεραπείας, όπως επίσης και ένας άλλος κανόνας που αφορούσε στην οικουμενική λειτουργική τιμή του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά σε άλλες εκκλησίες και στο Άγιον Όρος, αλλά και στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες εκκλησίες της Μύρνη όπου τιμόνταν επίσης ως Άγιος. Επειδή όμως η μνήμη του πολεμήθηκε και δεν αναγνωριζόταν ως Άγιος από την αντίπαλη θεολογική μερίδα των αντικολυβάδων, για αυτόν τον λόγο διαπιστώνουμε ότι ο Αθανάζιος Οπάριος επανέρχεται στο θέμα αυτό και συγγράφει μια ειδική πραγματεία που συμπεριλήφθηκε σε κάποια χειρόγραφα μαζί με ένα γενικότερο έργο του που αποτελεί μια πάρα πολύ σημαντική πηγή για το κολυμπατικό ζήτημα, το έργο του δήλωσης περί τον Εναγείο Όρι Ταραχών Αληθίας, μια ιστορική αναφορά στα τραγικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο Άγιον Όρος σε σχέση με τον πνιγμό των κολυβάδων του Παπαπαϊσίου του Καλλιγράφου και του Γέροντά του του Θεοφάνους και που με αφορμή αυτό το έργο του συμπεριέλαβε ένα ειδικό κεφάλαιο περί της αγιότητας του Αγίου Μακαρίου Κορίνθου του Νοταρά αντιπαραβάλλοντας μάλιστα την αγιότητά του με την προβαλόμενη από τους αντικολυβάδες αγιότητα του πρώην λακεδαιμονίας Θεοφάνους που εγκαταβίωνε στην Αγία Άννα και που προβαλόταν ως ένα πραγματικό πρότυπο αγιότητας από τους αντιπάλους των κολυβάδων. Είναι επίσης σημαντικό στο πλαίσιο αυτό ο Αθανάσιος ο Πάριος όθησε και κάποιους μαθητές του όπως είναι ο Νικηφόρος ο Χίος και αργότερα και ο Ανδρέας Μάμουκας ένας σπουδαίος λόγιος αυτής της περιόδου που τους όθησε στην διάδοση αυτών των κειμένων και στην συγγραφή από τον Νικηφόρο τον Χίο και μιας δεύτερης ακολουθίας προς τιμήν του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά. Ο βιογράφος του Ωσίου Νικοδήμου του Αγιορίτη ο σημαντικότερος βιογράφος αυτός δηλαδή από τον οποίον προέρχεται ο εκτενής βίος του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορίτη ο παραδελφός του Ευθύμιος στο Άγιον Όρος μας δίνει μια πολύ σημαντική πληροφορία στο προήμιο του βίου του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορίτη ότι μετά την κίνηση του 1809 του Νικοδήμου του Αγιορίτη αρκετοί πατέρες στράφηκαν στον Άγιο Αθανάζιο τον Πάριο και του ζήτησαν να συγγράψει μια βιογραφία του Νικοδήμου του Αγιορίτη και μάλιστα σημειώνει ότι πραγματικά εκείνος ανταποκρίθηκε στην παράκληση αυτή και ότι συνέγραψε ένα τέτοιο σχετικό κείμενο το οποίο όμως δυστυχώς δεν μας έχει σωθεί. Πρόκειται για έναν απολεσθέντα δηλαδή σήμερα βίου του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορίτη, ωστόσο επικρίνει το κείμενο αυτό ο συγγραφέας της βιογραφίας ο Ευθύμιος του βίου του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορίτη λέγοντας ότι επειδή δεν βρισκόταν στο Άγιον Όρος και δεν γνώριζε το πως ακριβώς είχε ζήσει στο Άγιον Όρος ο Νικόδημος ο Αγιωρίτης, γι' αυτό απέτυχε του στόχου του ο Αθανάζιος ο Πάριος. Δηλαδή ότι δεν παρήχε ακριβώς ακριβής πληροφορίες και στοιχεία γύρω από το έργο του Νικοδήμου, γύρω από τη ζωή και το έργο του Νικοδήμου του Αγιορίτη. Και τέλος πρέπει να μνημονεύσουμε και διάφορα άλλα έργα που εκδόθηκαν ή και ελάσσονα έργα τα οποία δεν έχουν εκδοθεί και παραμένουν ανέκδοτα. Αγιολογικά έργα του Αγίου Νικοδήμου του Αγίου Αθανασίου του Παρίου που αφορούν είτε σε τοπικούς αγίους έργα που έχουν ένα περιστατικό χαρακτήρα όπως είναι η ακολουθία του Αγίου Κλίμεντος Αχρίδος που σχετίζεται με το γεγονός ότι φυλασσόταν η κάρα του Αγίου Κλίμεντος Αχρίδος στην Μονή του Τιμίου Προδρόμου στη Σκίτη της Βέρειας. Και γνωρίζουμε ότι ο Αθανασίος ο Πάρος είχε σχέση με Βεριείς, είχε και μαθητής και άλλα εκκλησιαστικά πρόσωπα με τα οποία σχετιζόταν ή την ακολουθία προς τιμήν του Αγίου Ελευθερίου που επίσης σχετιζόταν ακριβώς με το γεγονός ότι φυλασσόταν η κάρα του Αγίου Ελευθερίου σε ένα μικρό μοναστήρι κοντά στον Όλυμπο στην περιοχή της Πιερίας ή το έργο Ουρανού Κρίσης που είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο που αφορά στα θαύματα τα οποία επιτέλεσε ο Άγιος Σπυρίδωνας στην Κέρκυρα και συνδέεται ακριβώς με αυτήν την λατινική πολεμική του Αθανασίου του Παρίου που εκφράζεται και εκδηλώνεται και μέσα από το αγιολογικό και το υμνογραφικό του έργο. Όσον αφορά στα ανέκδοτα έργα του αρκετά μας παραδίδονται σε διάφορα χειρόγραφα και στο Άγιον Όρος και σε χειρόγραφα που βρίσκονται σήμερα σε μίζωνες ή ελάσσονες βιβλιοθήκες στην Αθήνα, στην βιβλιοθήκη της Βουλής, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, σε άλλες τοπικές βιβλιοθήκες. Μπορούμε να πούμε ότι αποτελούν ανέκδοτους λόγους και εγκόμια σε διάφορες εορτές αγίων όπως είναι στον Άγιο Αθανασίο, στον Μέγα Αθανασίο, στην Αγία Ματρώνα της Χίου, στην μεγάλη αυτή αγία της προστάτηδας της Χίου και σε διάφορες εορτές όπως είναι ο λόγος τους στη μεταμόρφωση, στην εξήγηση που έχει στον Τίμιο Σταυρό και άλλα κείμενα που μας έχουν καταστεί γνωστά όπως και ελάσσονα υμνογραφήματά του όπως είναι η προσπάθειά του να συνθέσει ένα, να συντάξει και να συγκροτήσει ένα λειτουργικό πλαίσιο για την εορτή της πολύ σημαντικής Αγίας της γενέτειράς του, της Πάρου, της Αγίας Θεοκτής της λεσβίας που γνωρίζουμε ότι σχετίζεται παρέμεινε ως μια ιδιάζουσα ασκήτρια στους βυζαντινούς χρόνους στην Πάρο και τιμόνταν ιδιαίτερα στην Πάρο αλλά και στα γύρω νησιά προσπαθεί λοιπόν ο Αθανάσιος ο Πάριος να συνθέσει τροπάρια για να τιμηθεί η εορτή της, η εορτή της Αγίας Θεοκτής της. Γενικότερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι από το σύνολο αγιολογικό και υμνογραφικό έργο του Αγίου Αθανασίου του Παρίου πραγματικά επαληθεύεται η εικόνα του ακμαίου και του στιβαρού θεολογικού λόγου που προέρχεται από έναν πεπεδευμένο λόγιο του 18ου αιώνα της πνευματικής ακμής του ελληνισμού βγαλμένη μέσα από την ιδιοσυγκρασία, από τα ιδιάζοντα αυτά γνωρίσματα του χαρακτήρα του Αγίου Αθανασίου του Παρίου ο οποίος διαπιστώνουμε ότι παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του ένας μαχητής και ένας απολογητής αλλά μέσα σε ένα πολεμικό πλαίσιο ένας συνεχής απολογητής και υπέρμαχος της ορθοδοξίας της εποχής του. |