: Και τελειώνουμε με την τρίτη μας εισήγηση από τον πατέρα Μάρκο Φόσκολο, η Μέρι Αν και η Σοφία Λίβς στη διακονία της καθολικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Πατέρας Μάρκος Φόσκολος, νομίζω ότι περισσότεροι τον γνωρίζουμε, είναι ιερέας της Καθολικής Εκκλησίας Νάξου Τίνου, ολοκλήρωσε τις φιλοσοφικές και θεολογικές στουδές του στο Γρηγοριανό Παρεπιστήμιο της Ρώμης και ταυτόχρονα πραγματοποίησε έρευνες στην Βιβλιοθήκη και στο Αρχείο του Βατικανού για την ιστορία της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα. Μετά τη χειροτονία του σε βρεσβήτερο υπηρέτησε ως εφημέριο σε πολλές ενορίες, ενώ συνέχισε τις έρευνές του και δημοσίευσε μελέτες που αναφέρονται στην ιστορία των καθολικών κοινοτήτων στην Ελλάδα και στη λειτουργική τους παράδοση. Ήδησε και διευθύνει δύο υπετυλίδες, τα Τυνιακά Ανάλεκτα και το Άννο Ντόμινη με σχετικό περιεχόμενο και το Πημαντική Φύσεως Μινιέο Δετύο Τυνιακά Μηνύματα. Έρευνά του για την ιστορία της Τίνου κατά τον ίστερο μεσαίωνα βραβεύτηκε από την Ακαδημία Ανθεινών. Πατέρα Μάργος, εσάς ο λόγος. Καλησπέρα σας. Θα αρχίσω αυτή την ιστορία των δυο κολλητήτσεων του Λίβς από ένα περιστατικό, το οποίο το σημείωνε μια από τις δυο στην αυτοβιογραφία της. Μια μέρα του Αυγούστου του 1832 ο παιδαγωγός των παιδιών του Λίβς, ο οποίος ίσως τότε βρισκόταν στη Σύρο, πάντα για τις ίδιες εκείνες υποθέσεις της γραφής, επισκέφτηκαν στην πάνω χώρα το ναό του Αγίου Γεωργίου. Μπήκαν στο ναό, ο ναός ήταν άδειος. Ο παιδαγωγός τους, ένας πολύ αυστηρός, όπως σημειώνεται, πρωτεστάντης Ελβετός, τους εξήγησε διάφορα πράγματα μέσα στο ναό και τους έδειξε τις εικόνες και τα αγάλματα, λέγοντάς τους ότι όλα αυτά είναι ιδρολατρικά. Βγήκαν τα παιδιά από το ναό, όταν υπήρχε ψυχή, στην αυλή του Αγίου Γεωργίου και ξαχνικά ανοίγει μια διπλανή πορτίτσα και βγαίνει ένας νεαρός Ισουήτης, ο οποίος ήταν μέσα στο εξομολογητήριο και περίμενε αμαρτωλούς για να τους εξομολογήσει. Βγήκε έξω και έπιασε κουβέντα με αυτή την μικρή ομάδα παιδιών και τον παιδαγωγό τους. Ένα από αυτά τα κοριτσάκια, κουκλίτσα θα λέγαμε, ήταν ξανθιά με γαλανά μάτια, όλοι όσοι την έβλεπαν τη θαύμαζαν για την ομορφιά της και για την εξυπνάδα της. Και απλώνει ο Ισουήτης το χέρι του επάνω στο κεφαλάκι του παιδιού για να το χαϊδέψει. Ήταν εννιά χρονών τότε, αυτή ήταν η Μέριάν. Αυτή την κίνηση του Ισουήτη, πατέρα, η Μέριάν δεν την ξέχασε σε όλη της τη ζωή. Προσοχή Ισουήτη, σας κάνουν έτσι. Με αυτό το επεισόδιο αρχίζει την αυτοβιογραφία της η Μέριάν, η δεύτερη από τις κόρες του Λίβς. Γιατί η αυτοβιογραφία? Κοιτάξτε. Ίσως αυτό το γεγονός μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε και την προσωπικότητά της. Ήταν μια γυναίκα καταπληκτική, δυναμική όσο δε λέγεται. Ήταν μια γυναίκα η οποία όταν πέθανε πήγαν να μαζέψουν τα πράγματα της μέσα από το κενί της στα λουτρά και δεν βρήκαν τίποτα εκτός από λίγα ρούχα. Δεν υπήρχαν χαρτιά, δεν υπήρχαν επιστολές, δεν υπήρχε τίποτα. Θέλησε να μην μείνει τίποτα μετά από αυτήν που να τη θυμίζει. Λίγο όμως πιο πριν το θάνατό της η ηγουμένη της της είπε και τα ξαναδείς. Πρέπει να γράψεις κάτι, όχι γιατί θα πρέπει να προβάλεις τον εαυτό σου και το έργο σου, αλλά εγώ είμαι ηγουμένη αυτού του σχολείου, εσύ είσαι μια από τις αδελφές αυτής της μονής, οφείλεις να γράψεις, μια και είσαι ιδρύτρια και το ήθελες τόσο διακαώ σε όλη σου τη ζωή, πρέπει να δείγει της πώς ιδρύθηκε αυτή η μονή. Δεν φύτρωσε και παίρνει ένα τετράδιο και αρχίζει να γράφει εκείνα τα πράγματα τα οποία θυμόνταν και όπως σημειώνει στην πρώτη σελίδα, όλα αυτά τα γράφω για να υπακούσω στην ανώτερη μου, στην ηγουμένη μου. Το κείμενο αυτό βρέθηκε πριν από 20-22 χρόνια, όταν ήρθαν οι μοναχές του τάγματος του Αποστολικού Καρμήλου από την Ινδία, ψάχνοντας πληροφορίες για την ιδρύτριά τους, την αδελφή της Μεριάννη. Έψαξαν οι Ουρσουλίνες εδώ στο ψητικό και βρήκαν αυτή την αυτοβιογραφία. Ήταν στο αρχείο και ουσιαστικά το αγνοούσαν οι πάντες. Όταν βρέθηκε αυτή η βιογραφία, ζήτησαν στην αδελφή Βιολάντα, θα τη θυμάστε, η περισσότερη, η οποία ήταν τότε 89 ετών, να καθίσει να αντιγράψει το κείμενο. Βιολάντα, αδελφή Αρμάου, από την κανονί της Τίνε. Η γυναίκα, είπαμε 89 ετών, αντέγραψε το κείμενο και στη συνέχεια το μετέφρασε και στα ελληνικά. Όταν συγκρίναμε όμως τώρα το κείμενο της αδελφής Βιολάντας και το κείμενο, το χειρόγραφο, το ιδιόχειρο της Μεριάννη, υπάρχουν πάρα πολλές διαφορές. Φράσεις που έχουν παραλυφθεί, λέξεις οι οποίες δεν μπορούσαν να τις διαβάσει η αδελφή και έγραψε ότι πέρασε από το μυαλό της και έτσι δημιουργήθηκε ένα καινούριο κείμενο. Το πρώτο κείμενο της αδελφής Βιολάντας μεταφράστηκε στα γαλλικά και στα ελληνικά και στα γαλλικά στάρθηκε στις αδελφές του Καρμίλου στην Ινδία, για να κρισιμεύσει ως τεκμήριο για την αγιονημία της. Μεταφράστηκε στα αγγλικά και βρίσκεται σήμερα, όπως μου είπε ο κύριος Σεβάς, στα αγγλικά στο διαδίκτυο, αλλά δεν είναι το κείμενο το αυθεντικό. Το κείμενο το αυθεντικό βρίσκεται σήμερα στο αρχείο της Καθεολικής Αρχιεπισκοπής Νάξου Τίνου, που βρίσκεται και το υπόλοιπο αρχείο της Μονής των Σουλινών των Λουτρών, οι οποίες θέλησαν να μας το εμπιστευτούν. Το βρήκαμε εκεί και κάνουμε μια καινούργια μετάφραση, η οποία πρόκειται να δημοσιευτεί. Και άρχιζε αυτή τη μετάφραση με αυτό το περιστατικό στον λόφο της Πανοχώρας η Μέριαν. Δεν βρέθηκε όμως τίποτα άλλο. Υπάρχουν όμως άλλες δύο επιστολές, τις οποίες τις εντόπισα εγώ στο επισκοπικό αρχείο, μία από τις οποίες, πέντε σερίδες γραμμένη σε ωραιότατα ελληνικά της εποχής, και πρόκειται να δημοσιευτεί μέχρι τέλος του χρόνου στο ημερολόγιο του Αρχιπελάγους στις εκδόσεις Φιλιπότη, με τον σχολιασμό. Δεν υπάρχει όμως τίποτα άλλο για αυτή τη γυναίκα. Και τι ρωτώ με. Και μάλλον τι ρωτήθηκα. Δεν έστελνε κάποιες επιστολές στις φιλενάδες της στη Γαλλία, στην αδερφή της, στο Κάρμιλο. Τι έγιναν όλα αυτά. Εκείνες δεν τους απαντούσαν. Τι έγινε όλο αυτό το υλικό. Πρέπει να το κατέστρεψε ίθια. Όπως πρέπει να κατέστρεψε και πάρα πολύ υλικό ζωγραφικό. Γιατί η Μέρι Αν ήταν μια κοπέλα με πάρα πολλά χαρίσματα. Όχι μόνο εξαιρεμένα τραγουδά, αλλά συνέθεται και μουσική. Ζωγράφιζε. Και επίσης, θα σας δείξω δύο πράγματα τα οποία σώθηκαν. Και επίσης ήξερε να γράφει και να περιγράφει, να γράφει διηγήματα. Και είχε και αυτή τη φυσική ομορφιά, η οποία έκανε την μεγαλύτερη αδερφή της, την Σοφή, να την αγαπήσει τόσο πολύ που να ενωθούν αυτές οι δυο ζωές ως ένα σημείο, τόσο πολύ που όλες τους τις αποφάσεις από εκείνη τη στιγμή και πέρα, τις έφερναν μαζί. Έτσι εξηγείται γιατί οι δυο αδερφές έγιναν καθολικές. Υπήρχε και μια τρίτη και μια τέταρτη. Η μία ονομαζόταν Εμήλια, νομίζω, και η οποία όμως γεννήθηκε κοφάλανη και με άλλες ακόμα ασθένειες και πέθανε στην ηλικία των 23 ετών. Η άλλη, η Κατερίνα, και εκείνη επρόκειτο να γίνει καθολική, γιατί, από ό,τι πληροφορούμαστε, πίστευε στα δόγματα της καθολικής εκκλησίας, ιδιαίτερα το δόγμα της αμίαν της ύληψης της Μαναγίας που τότε είχε καθοριστεί και μάλιστα είχε κάνει μόνη της, ενώ δεν είχε γίνει καθολική, είχε κάνει όρκο παντοτινής αγαμήνας. Τελικά δεν το τίρισε, παντρεύτηκε και χάνουμε τα ύχνη της κάποια στιγμή στην Αγγλία. Ας δούμε πώς έφτασαν αυτές οι κοπέλες στην απόφαση να γίνουν καθολικές. Τους ενδιέφεραν, πριν από όλα ήταν άτομα με ιδιαίτερο προβληματισμό, τους ενδιέφεραν και όσο βρίσκονταν στην Ελλάδα και όταν πήγαν στην Αγγλία και όταν πήγαν επίσης και στη Μάλτα, τους ενδιέφεραν τα κινήματα που υπήρχαν τότε μέσα στην εκκλησία. Ειδικά την αγγλικανική εκείνης της εποχής με κυρίαρχο το κίνημα της Οξφόρδης που ακούσαμε πριν από λίγο τόσο ωραία. Πληροφορούνταν κάποια πράγματα για το τι συνέβαινε ανάλλου και θέλησαν κάποια στιγμή να γνωρίσουν από πιο κοντά την καθολική εκκλησία. Βρισκόμενες στη Μάλτα πήγαιναν, σύγκναζαν στην εκκλησία των Ισουητών. Δηλαδή περνούσαν απ' έξω και έμεναν μέσα και ύστερα ξαναύγαιναν και συνέχιζαν τον δρόμο τους. Και εκεί άκουσαν ένα-δυο κυρίγματα τα οποία τους εντυπωσίασαν. Όταν βρέθηκαν πάλι στην Ελλάδα, είχε έρθει, αν θυμάμαι καλά το όνομά του, ο επίσκοπος του Γιβραλτά Ρίτσαρτσον, ο οποίος έκανε τα εγγένεια του Αγίου Παύλου. Τόμ Λίνσον. Πώς? Τόμ Λίνσον. Αυτός. Λοιπόν, πήγαν και τον βρήκαν και του είπαν τις ανησυχίες τους. Και τους είπαν ότι εμείς έχουμε κάποιες πνευματικές ανησυχίες που νομίζουμε ότι μπορούμε στην Καθολική Εκκλησία να εκπληρωθούν. Και τους είπε ο Αρχιεπίσκοπος του Γιβραλτά Ρίτσαρτσον πως ό,τι κάνετε λάθος. Πολύ καλά κάνετε και έχετε αυτές τις ανησυχίες, αλλά θα πρέπει να ξέρετε ότι και στην Αγγλικανική Εκκλησία για όλες αυτές τις ανησυχίες υπάρχουν απαντήσεις. Και τη σύμβουλεψε να πάνε στην Αγγλία και εκεί να πάνε να γνωρίσουν ανάμεσα σε διαφόρους. Τον Πιούζι, ο οποίος ήταν εφημέριο σε μια εκκλησία στην Μάργαρετ Στριτ, αν θυμάμαι καλά, και να ενταχθούν στην ομάδα του προκειμένου να δουν ότι όλα αυτά τα οποία θα ήθελαν να γνωρίσουν και να ζήσουν, ιδιαίτερα κάποιες ευλάβιες προς την Ιερά Καρδία, υπάρχουν και στην Αγγλικανική Εκκλησία. Η έκπληξή τους, δυσάρεστη έκπληξη, ήρθε μετά από δύο μέρες. Ενώ είχαν μιλήσει με αυτό τον επίσκοπο, τον αρχιεπίσκοπο και το είχαν αισθανθεί ότι πήγαν να εξομολογηθούν σε αυτόν, ύστερα από τρεις, τέσσερις μέρες λαβαίνουν ένα γράμμα από τη γυναίκα του αρχιεπισκόπου, της σύζυγός, η οποία προσπαθούσε να τους αποτρέψει από το να γίνουν καθολικιές. Και είπαμε, εμείς πηγαίνουμε και εξομολογηθήκαμε και αυτός πήγε και τα είπε όλα στη γυναίκα του και η γυναίκα του τώρα σε ποιο θα τα πει. Και βέβαια φοβούταν να μην το μάθουν οι μητέρα τους. Στο μεταξύ, ο πατέρας τους είχε πεθάνει στη Βήρυτο, συνοδευόμενος από τη Μαριάνη, η οποία ήταν τότε είκοσι χρονών. Αν ο πατέρας τους ζούσε, θα είχαν μεταστραφεί στον καθολικισμό. Δεν ξέρω πως ένα δαθμό αμφιβάνω πολύ, γιατί τον αγαπούσαν και ήταν πάρα πολύ προσιλωμένες στον πρόσωπον. Αντίθετα, βρίσκονταν σε συνεχή σύγκρουση με τη μητέρα τους, η οποία μάλιστα φέρθηκε και ως ένα βαθμό λίγο βάναυσα όταν έμαθε ότι πέρασαν στην καθολική εκκλησία. Όμως, η Μαριάν ακολούθησε τη συμβουλή του αρχιεπισκόπου του Γιβραλτάρ και πήγε στην Αγγλία και πήγε και ζήτησε από τον Γιούζι να την δεχτεί ως παιδαγωγό της κόρης του και να ζήσει μαζί του στο ίδιο σπίτι για ένα χρόνο, προκειμένου να γνωρίσει αν πράγματι εκείνα τα οποία επιθυμούσε να βρει στην Αγγλικανική εκκλησία, αν όντως θα τα συναντούσε. Έμεινε ένα χρόνο, αλλά γύρισε πίσω απογοητευμένη. Δεν έβρισκε ικανοποίηση. Έτσι γύρισε πίσω στη Μάλτα όπου συνάντησε την αδερφή της, της είπε την εμπειρία της και κάποια στιγμή αποφάσισαν στις 2 Φεβρουαρίου, σημανιακή ημέρα της Ιθαπαντής, να προσχωρήσουν στην Καθολική εκκλησία. Πήγαν στην εκκλησία των Ισουετών και εκεί έλαβαν το βάπτισμα υπό όρους, δηλαδή υπό τον όρο ότι δεν είχαν λάβει το βάπτισμα όσο καιρό βρίσκονταν στην Αγγλικανική εκκλησία. Επέστρεψαν στην Αθήνα, έμαθε η μητέρα τους ότι είχαν γίνει Καθολικές και τις πήρε με το ζόρι από τη Μάλτα και τις έφερε στην Αθήνα σε ένα μάλλον μουδέτερο έδαθος προκειμένου να σκεφτούν καλά εκείνο το οποίο είχαν κάνει. Όμως η Μαρία εγκαταστάθηκε μαζί με την αδερφή της σε ένα σπίτι που είχαν στον Πειραιά και συνέχιζαν να ζουν μέσα στην Καθολική εκκλησία ως ενορήτησες γνωρίας του Αγίου Παύλου του Πειραιά και μάλιστα έχουν και μια γραπτή γι' αυτό απόδειξη. Κάποια στιγμή η μητέρα τους θέλησε να φύγει όλη η οικογένεια και να μεταφευθεί στην Άπολη στην Ιταλία γιατί ο γιος ήθελε να ασχοληθεί στην Καστανιότησα με την παραγωγή μεταξιού και ήθελε να πάει να σπουδάσει με ταξοκαλλιέργεια στην Άπολη. Στη Ιταλία βέβαια πήγαιναν συχνότατα στη Ρώμη και μάλιστα για εκείνους οι οποίοι γνωρίζουν τη Ρώμη στη Βιαδέλ Μπαμπουίνο που υπάρχει η αγγλικανική εκκλησία σύγχναζαν εκεί δίπλα ακριβώς στο ελληνικό κολέγιο. Τελικά πίστηκαν ότι είχαν κάνει τη σωστή επιλογή με το να γίνουν καθολικές. Επέστρεψαν κάποια στιγμή στην Αθήνα αλλά για κάποιους λόγους οικονομικούς η μητέρα τους έπρεπε να επιστρέψει στην Αγγλία. Δεν μπορούσε πια να σέρνει μαζί της όλη την οικογένεια. Έτσι αποφάσισε τις δυο κόρες που ήταν ήδη ενήλικες να τις αφήσει στην Ελλάδα. Αλλά δεν μπορούσε να αφήσει δυο κόρες της για στον Πειραιά σε ένα σπίτι μόνα. Έτσι τους είπε, κοιτάξτε να δείτε, θα πρέπει να επιλέξετε πού θα πάτε, οικότροφες. Στη μονή των αδελφών του Ελέους στη Σαντορίνη ήτε στην μονή του Αγίου Ιωσήφ στη Σύρο. Όπου οι αδελφές του Αγίου Ιωσήφ είχαν ήδη ιδρύσει πρόσφατα μονή και σχολή ταυτόχρονα. Εκείνες διάλεξαν να πάνε στη Σύρο. Οικότροφες, λοιπόν, στη μονή της Σύρου. Κάποια στιγμή η πιο μεγάλη από αυτές, η Σοφία, ζήτησε να γίνει δεκτή στο τάγμα. Όχι η Μεριάν, παρόλο που έχει γραφτεί, όχι η Μεριάν. Η Σοφή ζήτησε να γίνει δεκτή ως δόκιμη στο τάγμα του Αγίου Ιωσήφ. Πράγμα το οποίο έγινε. Έγινε εδώ εκείνη η μονακή και τελικά έδωσε και τους όροπους. Αντίθετα η Μεριάν δεν ήταν ικανοποιημένη από όσα ζούσε μέσα στο οικοτροφείο. Και περισσότερο την βοήτευαν οι καλόγρυες των σπιτιών. Που ήταν ουρσουλίνες αλλά δεν ήταν σε μοναστήρι οργανωμένες. Κάθε μια ζούσαν στο σπίτι της και ύστερα κάθε πρωί συγκεντρώνονταν και έκαναν μαθήματα, κατήχηση στα παιδιά της Παμοχώρας και της Ερμούπολης. Της άρεσε αυτό της Μεριάν και αποφάσισε να ενταχθεί σ' αυτές τις αδελφές. Και έκανε και εκείνη το δοκιμιό της στη Σύρο και άρχισε για μια δεκαριά χρόνια να διδάσκει ως δασκάλα με τις αδελφές ουρσουλίνες των σπιτιών της Σύρου. Κάποια μέρα κατέβηκε στο λιμάνι και βλέπει από ένα πλοίο να κατεβαίνουν τέσσερις καλόγριες ουρσουλίνες από τη Γαλλία. Και πήγε και τους μίλησε, ήξερε και γαλλικά, τους μίλησε και την παρακάλεσαν να γίνει η ξεναγός τους στο νησί για μερικές μέρες, γιατί ο προορισμός τους ήταν να πάνε στην άξοδο. Δέχτηκε, μίλησε μαζί τους, της είπαν για το τάγμα των ουρσουλίνων και αποφάσισε εκείνη κάποια στιγμή ότι εγώ πρέπει να γίνω τώρα ουρσουλίνα αλλά του γαλλικού τάγματος. Της ρώτησε από ποια μονή είστε στη Γαλλία και είπαν από τη μονή των ουρσουλίνων στο Μοντινί. Έτσι άρχισε μέσα της ένας αγώνας για το πώς θα έπρεπε να φύγει από τη Σύρο, να εγκαταλείψει το τάγμα. Είχε πει τα όνειρά της τον επίσκοπο της Σύρου που λεγόταν Αλμπέρτη, και ο οποίος θα είχε αποδεχθεί, είχε θαυμάσει μάλιστα και τις γνώσεις της και τον δυναμικό της χαρακτήρα και μάλιστα του είπε ότι σε βεβαιότητα αν αφήστε να πάω εγώ θα γυρίσω στη Σύρο και θα ιδρύσω εδώ άλλο ένα σχολείο. Δεν του πολύ άρεσε το επισκόπου αυτή η ιδέα αλλά είπε βλέπουμε ως τότε. Γιατί θα ήταν δύσκολο να υπάρκουν δύο σχολεία για κορίτσια στην ίδια πόλη. Έφυγε η Μέριάν και είναι πια ο χωρισμός των δύο κορίτσιων. Κάθε μια από εκείνη τη στιγμή παίρνει τον δρόμο της. Η Μέμ, η Σοφία κάποια στιγμή αναχωρεί από την Σύρο και έρχεται στην Αθήνα. Οι ηγουμένοι της μαζί με δυο άλλες αδέρφες τις στέλνουν στον Πειραιά όπου είχαν και σπίτι και να ιδρύσουν εκεί ένα σχολείο για φτωχά παιδιά. Είναι η αρχή της Ζαντάρκ. Η Σοφία Λίμς βρίσκεται εκεί. Είναι εκείνη η οποία διοργανώνει και τον κύκλο των σπουδών για αυτά τα παιδιά. Η Μέριάν επιστρέφει στην Αγγλία πριν πάει στη Γαλλία στο Μοντινί και εκεί βλέπει ότι δεν τη δέχεται κανένας. Ούτε συγγενείς, ούτε φίλοι με τους οποίους από μικρά παιδιά γνωρίζονταν δεν τη δέχεται κανένας. Ούτε καν για φιλοξενία τη νύχτα. Και αναγκάζεται να περάσει κάποιες νύχτες σε ένα ξενοδοχείο μόνη της φοβισμένη και με αμπαρωμένη την πόρτα από πίσω. Κάποια στιγμή καταλαβαίνει ότι πρέπει να φύγει από την Αγγλία. Η Αγγλία τη διώχνει. Η Αγγλία δεν είναι πια η πατρίδα της. Αλλά δεν θέλει όμως ούτε και στην Ελλάδα να γυρίσει. Γιατί κάποια στιγμή λέει απεχθάνομαι την Ελλάδα, απεχθάνομαι τους Έλληνες. Και μια μέρα όπως διηγείται η ίδια είδε ένα όραμα τον Ιησού μπροστά της και εκείνη προσευχόταν έντονο και του έλεγε δείξε μου πού πρέπει εγώ να εργαστώ. Και ο Ιησούς άπλωσε το δάχτυλό του και του έδειξε την Ελλάδα. Και της έδειξε την Ελλάδα. Την άλλη μέρα πήγε και το είπε στον εξομολόγο της ένα Ιησούητο. Τον πατέρα Αλοίσιο Μποναβεντούρα. Ο οποίος ήταν στη Σύρο και ύστερα είναι και ηγούμενος στη Μονή των Ιησουητών στη Δίνου. Όταν του το είπε της είπε πολύ ωραία όλα αυτά που μου λες αλλά μην δίνεις μεγάλη πίστη στα οράματα. Προσπάτησε να την προσγειώσει λιγάκι. Εκείνη όμως είχε τον αγώνα της. Που πρέπει να δουλέψω. Το μεταξύ η αδελφή της εγκατέλειψε το τάγμα του Αγίου Ιωσήφ και προσδέθηκε στο τάγμα των καρμιλητησών. Αλλά όταν πήγε για δεύτερη φορά στην Ινδία συνάντησε εκεί ένα επίσκοπο ο οποίος της είπε μαζί θα ιδρύσουμε ένα καινούργιο κλάδο των καρμιλητησών που θα το ονομάσουμε Αποστολικό Κάρνικο. Και το ίδρυσαν αυτό το τάγμα το οποίο μέχρι σήμερα υπάρχει και ανθή. Και κατόρτοσε να οδηγήσει την ιδρύτριά τους στην Αγιωνυμία στη Μακαριωνυμία. Η Μαριάνη γυρίζει στη Γαλλία φεύγοντας από την Αγγλία και πάει στο Μοντινί. Κτυπά την πόρτα και κατά περίεργο τρόπο η καλόγλια που άνοιξε την πόρτα μόλις την είδε χωρίς να την ξέρει την αγγάλιασε και της λέει καλωσήφθες. Αυτό φάνηκε για την Μαριάν ότι ήταν ο ίδιος ο Θεός ο οποίος την καλοδέχτηκε και ότι είναι το θέλημα του Θεού μέσα εκεί να ζήσει και μέσα από εκεί να βρει άκρη για τη ζωή της. Ζήτησε από την ηγουμένη να ενταχθεί στο δοκίμιο. Την αποδέχτηκε η ηγουμένη με ανοιχτές αγκάλες και της έδωσε μία αδελφή ως διδασκάλισσα όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Την αδελφή Φρανσουάντες Άλλες. Αυτές οι δυο γυναίκες ήρθαν πολύ κοντά και η Μαριάν της εκμηδιστειρεύτηκε ολοτοσχεδιώντας. Της είπε ότι έχει ένα ορισμένο κεφάλαιο και ότι αυτό με αυτό το κεφάλαιο θέλει να ιδρύσει ένα μοναστήρι και μια σχολή ουρσουλινών κάπου στην Ελλάδα. Και τη ζήτησε μαζί να το σκεφτούν και να το μελετήσουν. Όπως και έγινε. Το μελετούσαν επί δύο χρόνια. Γράφει ένα γράμμα στον επίσκοπο τον Αλβέρτη ο οποίος είχε χάσει πια τα ίχνη της και λέει δεν μπορεί να είναι μια καλή καλόγρια η οποία γυρίζει όλη την Ευρώπη, στην Αγγλία, στη Γαλλία. Από το ένα τάγμα περνάει στο άλλο τι θα γίνει και της είπε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συνεχίσουν μαζί το σχέδιο που είχαν μιλήσει κάποτε στη Σύρο. Ζήτησε μια συμβουλή και κάποιος της είπε ότι υπάρχει και η καθολική Τίνος γύχλα. Και γράφει στον επίσκοπο της Τίνου που λεγόταν Φραγγίσκος Ζαλώνης. Ο οποίος της είπε ναι αλλά εγώ δεν έχω λεπτά να σας δώσω. Ένα πράγμα έχω, μια ιδιοκτησία και σας τη δίνω. Το πατρικό μου σπίτι είναι στο χωριό Λούτρα και μπορείτε όποτε θέλετε να πάτε να μείνετε εκεί. Το αποδέχτηκε η Μαριάν, το συζήτησε με τη δασκάλισσά της στο δοκίμιο και αφού έπλησαν την ηγουμένη τους, πήγε η ηγουμένη στον επίσκοπο του Μοντινή, τον σεβασμό του Ριβέ και του είπαν, γιατί τότε δεν εξαρτώνταν από τη Ρώμη, εξαρτώνταν από τον τοπικό επίσκοπο. Δεν είχε γίνει ακόμα η περίφημη Ηνιών Ρωμένη. Πήγαν στον επίσκοπο και του είπαν, επιτρέπετε σε τέσσερις καλλόγριας από το μοναστήρι του Μοντινή, να φύγουν και να πάνε στη Τίνο και να ιδρύσουν εκεί ένα μοναστήρι. Και είπε ο επίσκοπος, ναι, αλλά πρέπει ο επίσκοπος στη Τίνο να μου στείλει μια έτηση. Γράφουν στον επίσκοπο, αλλά όλα αυτά βέβαια, όπως καταλαβαίνετε, ήθελαν χρόνο. Γράφει ο επίσκοπος την έτηση την οποία την έχουμε και έχουμε και την απάντηση του επισκόπου του Μοντινή ότι ναι θα σου στείλω τέσσερις καλλόγριας για να ιδρύσουν εκεί μια μονή. Όπως και έτσι. Ξεκίνησαν από τέλος Ιουνίου από το Μοντινή και μετά από αρκετές και κάποιες ενδιαφέρουσες περιπέτειες πέρασαν από τη Σικελία που την είχαν καταλάβει οι Γαριβαλτινοί και είχε απαγορεύσει ο Πάπας να τελούνται λειτουργίες στις εκκλησίες και αυτές μπήκαν μέσα σε μια εκκλησία και δεν ήξερα γιατί δεν τελείται λειτουργία. Τέλος πάντων μετά από εκεί έφτασαν στη Σύρο και από τη Σύρο στην 1η Ιουλίου του 1862 έφτασαν στην Τίνο. 11 η ώρα το βράδυ δεν τις περίμενε κανένας, έμειναν στο σπίτι κάποιου που τις είδε να βρίσκονται στο λιμάνι, τις πήρε στο σπίτι του και την άλλη μέρα κατέβηκε ένας πατέρας Ιησούητης πάντα με στιμές από τα λουτρά, κατέβηκε στο λιμάνι, τις πήρε, βρήκαν κάποια μουλάρια, ανέβηκαν επάνω οι καλόγριες και ανέβηκαν στη Ξινάρα. Πήγαν και βρήκαν τον επίσκοπο των Ζαλών, ο οποίος τους είπε καλώς ήρθατε κλπ κλπ πηγαίνετε στα λουτρά το σπίτι σας περιμένει. Πήγαν εκεί αλλά βρήκαν μια άλλη έννοια, μια άλλη καλόγρια των σπιτιών. Τελικά πέρασαν όπως όπως το βράδυ και είναι όλα γραμμένα με κάθε λεπτομέρεια και πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι όταν άρχισε να βρέχει όπου έπρεπε να είναι μέσα στο σπίτι με ομπρέλες, γέμισε όλο το σπίτι με δοχεία που έτρεχε μέσα το νερό από τη στέλη και τα περιγράφει όλα λεπτομερέστατα και πολύ ζωντανά και την άλλη μέρα 2 Ιουλίου μόνες τους μαζί με τον πατέρα τον Ισουήτη έκαναν την τελετή που προβλέπει ο κανονισμός του τάγματος για την ίδρυση της Μονής. Μιας Μονής η οποία υφίσταται ακόμα μέχρι σήμερα. Μια σχολής η οποία μεγανούργησε και εκεί πέθανε η Μέριαν, εκεί την έθαψαν και εκεί βρίσκονται ακόμα σήμερα τα οστάκης. Επειδή ξέρω ότι έχετε κουραστεί θα σας δείξω μόνο ορισμένες εικόνες. Ποιος πάρει αυτό κύριε Τσεβά? Ήθελα να πω χρησιμοποιώντας την τελευταία φράση του κύριου Τσεβά για τα χρήματα των Ευαγγελικών. Επειδή το γυρνάνε εικόνες εκεί δεν γυρνάνε. Ήθελα να πω ότι η Μέριαν κληρονόμησε από τον πατέρα της το σπίτι στον Πειραιά, και το πούλησε αντί δέκα χιλιάδων φράγκων και τα επένδυσε βέβαια για την οικοδομή της σχολής και της Μονής των Ουρσουλινών στα Λουτρά. Δεν έφταναν τα χρήματα, μαζί με μία άλλη αδελφή ξεκίνησαν να ζητήσουν βοήθεια από ζητιανεύοντας σπίτι σπίτι στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπήρχαν πολλοί καθολικοί και ντυνιακοί. Ας πούμε και μία άλλη λεπτομέρεια που δεν την είπα στην αρχή. Ο πατέρας Λίβς κάποια στιγμή όσο ήταν στην Κωνσταντινούπολη, αναγκάστηκε, όπως είπε και ο κ. Σεβάς εξαιτίας του πολέμου, να στείλει τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά στην Αγγλία και κράτησε μόνο τη Μέριαν μαζί του στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά βέβαια δεν μπορούσε να έχει ένα μωρό κοριτσάκι. Για αυτό τον λόγο πήρε μία νταντά και έλακε αυτή η νταντά να είναι ντυνιακιά. Και για να τελειώσω κρισιβοποιώντας την τελευταία φράση, ο κ. Σεβά που είπε για τα χρήματα των Ευαγγερικών, ήθελα να πω να δείτε τι καλά που επενδύουμε τα χρήματα εμείς στην Καθολική Εκκλησία Πιστίνου. Αυτή είναι η αδερφή, η μεγάλη αδερφή, η Σοφή, με το έμβημα των καρμιδίτησων. Εδώ είναι η αρχή, κοιτάξτε να δείτε πώς διαβάζεται, πώς είναι τα γράμματα κλπ, η αρχή των απομνημονεύματον, ας το πούμε έτσι, της Σοφίας. Εδώ είναι το τέλος, κάτω κάτω μπορείτε να δείτε την υπογραφή της, Μαρία Τερέζα Βερονίκη του Ιησού, με αυτό το όνομα έγινε Αγία, ας το πούμε έτσι. Αυτή εδώ είναι η Μεριάνη, και από πιο κοντά. Είναι πίνακας του φυσικού που βρίσκεται στη Μονή των Λουτρών. Εδώ είναι, λέει, κάτω κάτω, δόθηκε στον Πειραιά και υπογράφει Μαρίνος Δούναβης, ρέκτορ Σονταλίτσιου Τσούπρα, είναι το πιστοποιητικό με το οποίο η Μεριάν εντάχτηκε στην αδελφότητα της ενορίας του Πειραιά, γράφει επάνω Μαρία Άνα Λίβς, έτσι, στα λατινικά, 1850, στην αδελφότητα της αμυάνου του καρδίας της Παναγίας. Εδώ είναι όταν ήταν στη Σύρο, στη δεύτερη ενορία που ιδρύθηκε στη Σύρο, εκείνη του Αγίου Σεβαστιανού, παρόλο που δεν γράφεται εδώ, είναι όμως σίγουρο. Ο εφημέριος Κέτρο Πριβιλέγγιο, στις 9 Φεβρουαρίου του 1856, αν θυμάμαι, κατέγραψε την Μαρία Άνα του Ενρίκο Λίβς στην αδελφότητα του αίματος του Ιησού. Εδώ, σε μια άλλη αδελφότητα του Αγίου Ιωσήφ, αλλά αυτή την έγραψε στην αδελφότητα του Αγίου Ιωσήφ ο Μποναβεντούρα Αλοίζιο, το βλέπετε κάτω-κάτω στην υπογραφή του, 19 Μαρτίου 1853, είναι η αδελφότητα του καλού θανάτου. Και έχουμε άλλη μία αδελφότητα, εδώ πέρα είναι στα Γαλλικά, είναι το ίδιο δίπλωμα, υπογράφει κάποιος καρδινάλιος, αλλά είναι έντυπη η υπογραφή του, είναι πολύ πιθανόν αυτή η αδελφότητα να ήταν κάπου στη Γαλλία. Αυτός είναι ο επίσκοπος της Τίνου, Φραγγίσκος Ζαλώνης, ο οποίος δέχθηκε ο κουρσουλίνες στην εκκλησιαστική επαρχία της Τίνου και πρόσφερε το σπίτι του για πρώτο ενδιέτημα. Εδώ έχουμε την επιστολή στα ελληνικά της Μεριάν από το Μοντινί στον επίσκοπο Ζαλώνη που του λέει είμαστε έτοιμες, περιμένουμε μόνο κάποιες μικρές ετοιμασίες για να ξεκινήσουμε. Είμαστε η τάδε και η τάδε δελφή και τάδε ημερομηνία σκεφτόμαστε να αναχωρήσουμε. Καθυστέρησε όμως η αναχώρησή τους καμιά δεκαπενταριά μέρες, αλλά όμως έγινε. Αυτό το γράμμα είναι που θα δημοσιευθεί μέχρι το τέλος του χρόνου στο ημερολόγιο του Αρχιπελάγους, εκδόσεις Φιλιππότη. Εδώ είναι το τέλος της επιστολής, υπάρχει και ένα ιστερόγραφο όπου βλέπουμε την υπογραφή της αδελφή Μαρία του Αγίου Ιγνατίου Δελλογιώλα. Ήταν το όνομά της ως μοναχή, αδελφή Ιγνατία. Εδώ έχουμε το έγγραφο του επισκόπου του Μοντινή, ο οποίος απαντάθετικά στέλνει το έτημα του επισκόπου Ζαλώνη και λέει, σου στέλνω μοναχές για να ιδρύσουν μια μονή. Αυτό εδώ. Δυστυχώς κάτω κάτω υπάρχουν γράμματα τα οποία δεν μπορούμε να τα διαβάσουμε πια. Αυτό το έφτιαξε η Μεριάν με το χέρι της. Είναι πάρα πολύ μικρό. Είναι πέντε εκατοστά επί τρία. Τι δείχνει? Την Ιερά Καρδία, στην οποία αφιέρωσε την Μονή των Λουτρών, ένα μεγάλο κύκνο, που είναι ο Ιησούς Χριστός, που σέρνει μία βάρκα όπου υπάρχουν μικροί κύκνοι, είναι όλες οι αδελφές οι οποίες ξεκίνησαν από το Μοντινί, η Μονή του Μοντινί επάνω εκεί στο βράχο και ξεκινάνε για την Ελλάδα. Έγινε εκείνες τις μέρες. Είναι σε περγαμινή, ζωγραφισμένο στο χέρι, πάρα πολύ μικρό, είναι πραγματικά μικρογραφία, μινιατούρα. Και είναι το μόνο πράγμα, μάλλον ένα από τα δύο πιστεύω, πράγματα που έχουν σωθεί από το χέρι της. Αυτή εδώ ήταν η αδελφή εκείνη, η δασκάλη Σάι, η οποία την διαπαιδάγωγησε στο δοκίμιο της στο Μοντινί. Και μια και μιλάω για το Μοντινί. Το Μοντινί, το μοναστήρι, μαζί με την εκκλησία του, μαζί με το αρχείο κλπ, το κατέστρεψαν οι Γάλλοι το 1917 με τις αντιθρησκευτικές επαναστάσεις που έκαψαν. Δεν υπάρχει τίποτα πια, ούτε μονείο, ούτε αρχείο. Αυτή ήταν η πρώτη ηγουμένη. Αυτήν όρισε ο επίσκοπος του Μοντινί να είναι η πρώτη ηγουμένη και επικεφαλής της αποστολής. Δεν ήταν η Μεριάν. Η Μερ Φρανσουά Δε Σάλλας, η οποία αρρώστησε πολύ σοβαρά στην Τίνο, ύστερα από ένα, ένα μισό χρόνο. Και με τις προσευχές των αδελφών, φαίνεται ότι θεραπεύτηκε. Και κάποιος άγνωστο ζωγράφος έκανε αυτό το πίνακα και τον αφιέρωσαν στην εκκλησία της Κιουράς Καρδιανής, όπου υπάρχει μέχρι σήμερα. Επάνω πάνω είναι η επίγραφή, η Παναγία, η οποία κάτω από τον πέπλο της είναι πολύ συνηθισμένα, ήδη από την εποχή της αναγέννηση αυτή η εικόνα, και κάτω βρίσκονται οι αδελφές των Λουτρών, οι οποίες προσεύχονταν για την σωτηρία της ηγουμένης τους. Αν προσέξουμε καλά, υπάρχουν πέντε που έχουν λευκό βέλο και είναι δόκιμες, και υπάρχουν και τέσσερις οι οποίες είναι με το μαύρο βέλο που είναι αδελφές. Εκείνη με τις δύο λαμπάδες πρέπει να είναι η ηγουμένη η οποία έγινε καλά. Η Άννη που προσφέρει το στεφάνι με τα τριαντά φύλλα, έχει τελείως γυρισμένη την πλάτη προς τα δώ και δεν φέρετε το προσοκό της, πρέπει να είναι η Μεριάννη. Και δίπλα βλέπουμε το πρώτο κτίριο των Λουτρών, πώς ήταν. Είναι το σημερινό δημοτικό σχολείο. Εδώ, «Τι αμιάντο παρθένω εν ευγνωμοσύνης τε κμήριον των μοναχών της συντροφίας Αγίας Όρσουλας, για την θαυμασίαν η άτρευσιν της φιλτάτης αυτών μητρώς βασιλικής Μούσο, αδελφής Φραγγίσπου Δεσάλες, εν τύνο Λουτράτ εν νέα Μαΐου» Κατεμένα το έχει ζωγραφίσει η Μεριάννη, αυτό το πίνακα. Νάτες εδώ. Περίπου σαν αλφατρία. Εδώ είναι ο τάφος της. Όταν πέθανε, έχω εδώ πέρα μια διήγηση, αλλά ίσως είναι εργά, μια δίγηση από μία μαθήτριά της αυτό, η μάρτυρα του θανάτου της. Όταν πέθανε, την έθαψαν στο παρεκκλήσιο μπροστά στην Αγία Τράπεζα και μετά από κάποια χρόνια πήραν τα ώστα και τα ένδειχισαν δίπλα ακριβώς στο ιεροβήμα. Εδώ είναι η αρχή των απομνημονεύματων της, που την υποχρέωσε η ηγουμένη της να γράψει. Με τη φράση, το πνεύμα του Θεού πνέει όπου θέλει. Εάν μπορούμε να πούμε υπάρχει ή φαίνεται πουθενά κάποια πυροή του πατέρα τους ή του έργου του πατέρα τους σε αυτά τα κείμενα της δυο βιογραφίας. Πιστεύω ότι είναι το γεγονός ότι είναι διάσπαρτα τα κείμενα αυτά από παραπομπές στην Αγία Γραφή και μάλιστα όχι μόνο οι φράσεις, αλλά και οι παραπομπές με τα νούμερα. Πιστεύω ότι οφείλεται στην φροντίδα του πατέρα τους να τους μαθαίνει κάθε μέρα, να τους βάζει να διαβάζουν κάθε μέρα την Αγία Γραφή, όπως το περιγράφουν για την παιδική τους ηλικία με πολλές λεπτομέρειες. Εδώ έχουμε το δεύτερο κείμενο. Το πρώτο είναι η αυτοβιογραφία της Μέριάν, που είναι ταυτόχρονα και το χρονικό ίδρυσης της Μονής. Εδώ είναι το δεύτερο κείμενο, τα πρώτα 15 χρόνια, το οποίο όμως έχει τυπωθεί σε ένα περιοδικό του τάγματος. Εδώ είναι ο τάφος της πρώτης ηγουμένης, της Φρασουάντες Ψάλες, που λέγαμε πιο πριν, ακριβώς απέναντι από εκείνον της Μέριάν. Εδώ έχουμε τον κατάλογο των Ουρσουγινών που πέθαναν στην Τίνο, από το 1864 και μετά. Αν παρατηρήσετε, έχουμε ονόματα καλογρεών με τυνιακά και με σιριανά επίθετα. Η τέταρτη είναι η πρώτη ηγουμένη, αμέσως μετά, οι ναυημούντα τρεις είναι 9. Οι έναντες στη σειρά. Λοινιάς, Λίμψ, 73. Και εδώ το σπίτι της σχολής των Ουρσουγινών, όπως είναι στον πίνακα που είδαμε πιο πριν, ακριβώς στην αρχή. Είναι το πρώτο σπίτι σε χωριό, το οποίο οικοδομήθηκε με κεραμίδια, όπως βλέπετε και μάλιστα με δύο κατροδόκους. Δεν υπήρχαν στη χώρα, αλλά στα χωριά, ποτέ. Η Μονή των Ουρσουγινών και η Σχολή των Ουρσουγινών στα Λουτρά, σε μια φωτογραφία του 1890. Η πιο παλιά φωτογραφία που διαθέτουμε. Αυτά. Χήμαρος, όπως πάντα ο πατέρας Μάρκος, μας κατατόπισε πλήρως, τον ευχαριστούμε πολύ. Ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ σε όλους εσάς για την παρουσία σας εδώ σήμερα. Ένα ευχαριστώ μεγάλο στους ομιλητές, στον κύριο Τσεβά, στον πατέρα Λι, στον πατέρα Μάρκο, στη Σχολή Ουρσουγινών που μας υποδέχτηκε εδώ και ευχόμαστε κάθε ευτυχία σε όλες τις εκδηλώσεις του Εορτασμού για τα 350 χρόνια παρουσίας του αδελφός στην Ελλάδα. Ευχαριστούμε πολύ. Καλό βράδυ σε όλους. Μην φύγετε, έχουμε ένα κέρασμα από τη Σχολή σε όλους εμάς. Ευχαριστούμε πολύ. Καλό σας βράδυ. |