Διάλεξη 7: Υπόσχεσθαι, αδερφή μου, ευχαριστούμε πολύ και ευχαριστούμε όλους εσάς που μας ευχαριστούσαν. Ευχαριστούμε πολύ. Γεια σας, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην 7η διάλεξη του Μεταπτυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου, Δευτέρα του Εαρινού Εξαμίνου, συνεχίζω με το σχολιασμό του Κεφαλαίου για το Ρομικό Καθεστώς των Θρησκευτικών Οργανισμών στη Λιθουανία, το οποίο περιέχεται στο άρθρο της Γιωλάντα Κοσνεσοβαίνιε «Κράτος και θρησκεύματα στη Λιθουανία», το οποίο περιέχεται στο βιβλίο του καθηγητή Γέρχα Ρόμπερς, δηλαδή με επιμέλεια δική του, με τίτλο «Κράτη και θρησκεύματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Είχαμε πει ότι στην προηγούμενη διάλεξη, την έκτη, είχαμε σχολιάσει ότι υπάρχουν τρεις κατηγορίες θρησκευτικών κοινοτήτων και ενώσεών τους. Η πρώτη κατηγορία είναι οι παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες ή ενώσεις τους. Η δεύτερη είναι οι αναγνωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες ή ενώσεις τους. Και η τρίτη κατηγορία είναι οι άλλες θρησκευτικές κοινότητες ή ενώσεις τους. Και οι κρατικά αναγνωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις αποτελούν έναν δευτερεύοντα τύπο παραδοσιακών θρησκευτικών κοινοτήτων ή ενώσεων. Διότι οι εννέα παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες ή ενώσεις, τα εννέα παραδοσιακά θρησκεύματα έχουν κλείσει τον κατάλογο των παραδοσιακών θρησκευμάτων. Συνεπώς, οι κρατικά αναγνωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες ή ενώσεις αποτελούν τμήμα της ιστορικής πνευματικής και κοινωνικής κληρονομιάς της κοινωνίας, πριν όμως δεν θεωρούνται καθαυτό παραδοσιακές. Προκειμένου να αποκτήσει το καθεστώς της κρατικής αναγνώρισης μια θρησκευτική κοινότητα ή ενώση, πρέπει να περάσουν τουλάχιστον 25 χρόνια από τότε που θα έχει αρχικά αποκτήσει νομική προσωπικότητα. Και η αρμαδιότητα για την κρατική αναγνώριση ανήκει στο Κοινοβούλιο της Λιθουανίας. Αν και γίνεται ήστρα από πρόταση του Υπουργού ήστρα από γνώμη του Υπουργού Δικαιοσύνης προς το Κοινοβούλιο. Αν όμως η αίτηση αυτή απορριφθεί, τότε μπορεί να επανυποβληθεί, αφού περάσουν 10 χρόνια από την ημερομηνία απόρριψης της αρχικής αίτησης. Όσον αφορά τη νομική προσωπικότητα, την απόκτηση της νομικής προσωπικότητας αυτών των τριών κατηγοριών θρησκευτικών κοινοτήτων και ενώσεων, έχουμε να σχολιάσουμε τα εξής. Ότι οι παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις έχουν εκ του νόμου τη νομική προσωπικότητα. Οι κρατικά αναγνωρισμένες απολαμβάνουν νομικής προσωπικότητας. Δεν χρειάζονται δηλαδή καταχώρηση, δηλαδή εγγραφή σε ειδικό βιβλίο. Δηλαδή έχουν και αυτές εκ του νόμου νομική προσωπικότητα. Οι μη παραδοσιακές και οι μη κρατικά αναγνωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις αποκτούν νομική προσωπικότητα με την καταχώρησή τους στο βιβλίο καταχώρησης νομικών προσώπων. Ιδρυτές μιας θρησκευτικής κοινότητας μπορεί να είναι 15 μέλη, ενήλικοι πολίτες της Λιθουανίας. Ο αριθμός αυτός είναι πάρα πολύ έυλογος, διότι είναι εντός των αποδεκτών πλαισίων, των ιδρυτικών μελών ενός θρησκευτικού οργανισμού σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες της Λευθρίας εκδήλωσης θρησκείας και της Λευθρίας του συνεταιρήσεται για θρησκευτικούς σκοπούς. Ιδρυτές μιας θρησκευτικής ένωσης μπορούν να είναι δύο τουλάχιστον κοινότητες. Το θρησκευτικό κέντρο μπορεί να καταχωρηθεί αν ιδρύεται σύμφωνα με το καταστατικό της θρησκευτικής ένωσης ή με ένα ανάλογο έγγραφο. Αρμόδια υπηρεσία για την καταχώρηση των θρησκευτικών οργανισμών είναι του Υπουργείου της Δικαιοσύνης, δηλαδή είναι διοικητική υπηρεσία, όχι δικαστήριο. Εάν όμως υπάρχουν τοπικές θρησκευτικές κοινότητες που ανήκουν ήδη σε καταχωρημένες μη παραδοσιακές θρησκευτικές ενώσεις, αποκτούν νομική προσωπικότητα όταν οι αρχές της θρησκευτικής ένωσης αναγνωρίσουν την ύπαρξή τους και γνωστοποιήσουν αυτήν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης εγγράφος. Στη συνέχεια, η καθηγήτρια Γιωλάντα Κουσνεξοβιένε αναφέρεται στο ζήτημα των λεγόμενων θρησκευτικών σεκτών και αναφέρει ποια πολιτική υλοποιήθηκε στη Λιθουανία σε σχέση με τις λεγόμενες θρησκευτικές σέκτες. Θα πρέπει να υπερθυμιστεί ότι όρος σέκτα είναι πολιτικός όρος και απαξιωτικός. Γι' αυτό θα πρέπει να αποφεύγετε, έστω κι αν περιέχεται ακόμα και σε διεθνείς πράξεις διεθνών οργανισμών όπως είναι ή ενδεχομένως του Ευρωκοινοβουλίου ή όπως είναι μια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία συνέταξε μία σύσταση για τις παράνομες δραστηριότητες των σχετικών σεκτών του 2000 όπου χρησιμοποιείται όρος σέκτα. Δεν έχει καμία σημασία ότι είναι επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο όρος είναι πολιτικά. Είναι πολιτικός, δεν είναι νομικός και απαξιωτικός πρέπει να αποφεύγετε διότι μια ομάδα είναι είτε θρησκεία είτε ψεύδοθρησκεία για την απόλαυση των σχετικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αρκεί ο ισχυρισμός της ομάδας ότι είναι θρησκεστική για να τα απολαμβάνει. Όσον αφορά την απόλαυση προνομίων, δηλαδή δικαιωμάτων που παρέχονται από τα κράτη πέραν των σχετικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το Σύνταγμα και το διαθέσεις δικαιοτροπή των δικαιωμάτων, τότε μπορεί να υπάρχει ένας νομικός ορισμός της θρησκείας και μπορεί να ερευνάται αν μια ομάδα που διεκδικεί κάποιο προθρησκευτικό προνόμιο, αν εμπίπτει σε ένα νομικό ορισμό της θρησκείας, δηλαδή αν είναι θρησκεία και όχι ψευδοθρησκεία, αλλά ο ορισμός αυτός θα πρέπει να διαμορφώνεται κατά τρόπο που να μην προκαλεί θρησκευτικές διακρίσεις, δηλαδή να μην προκαλεί αποκλεισμούς. Στη συνέχεια η καθηγήτρια Γιωλάντα Πουσνεσοβιένε προχωρεί σε ένα άλλο κεφάλαιο η έννοια της σκεφτικής κοινότητας και το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού. Αναφέρει «Το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού είναι η κύρια αρχή που ορίζει τις σχέσεις κράτους και θρησκευμάτων στη Λιθουανία. Η εσωτερική αυτονομία των θρησκευτικών κοινοτήτων είναι εγγυημένη από το Σύνταγμα. Το άθρο 43 ορίζει ότι οι θρησκευτικές κοινότητες μπορούν να λειτουργούν ελεύθερα, σύμφωνα με τους κανόνες του θρησκευτικού τους δικαιού και το καταστατικό τους και έχουν δικαίωμα να διακυρίσουν ελεύθερα τη δασκαλία της πίστης τους, να τελούν τις ιεροτελετστίες της πίστης τους και να έχουν εκτίρειους οίκους και εκπαιδευτικά ιδρύματα για την εκπαίδευση των ιερέων στην πίστη τους, στην έκταση που δεν παραβιάζουν το λιθουανικό δίκαιο». Σε σύγκριση με το Σύνταγμα, ο νόμος για τις θρησκευτικές κοινότητες και τις ενώσεις αφορά την οργανωτική δομή των θρησκευτικών κοινοτήτων. Μάλλον, παρά τα δικαιώματά τους να αναπτύσσουν θρησκευτικές δραστηριότητες. Το άρθρο 7 ορίζει ότι οι θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις έχουν το δικαίωμα να οργανώνονται ελεύθερα σύμφωνα με την ιεραρχική και θεσμική τους δομή και να διοικούν την εσωτερική τους ζωή σύμφωνα με τους δικούς τους κανόνες του θρησκευτικού δικαίου, τα καταστατικά και άλλες διατάξεις. Το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού αναγνωρίζεται επίσης στη λιθουανική νομοθεσία με την πρόλεψη ευχέριας των θρησκευτικών κοινοτήτων και ενώσεων να οργανώνουν και να αναπτύσσουν κοινωνικές δραστηριότητες, να μετέχουν σε φιλιαθροπικές δραστηριότητες και να λειτουργούν εκπαιδευτικά ιδρύματα γενικής εκπαίδευσης και άλλα ιδρύματα κατάρτισης. Οι θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις μπορούν να μετέχουν στην παραγωγική και οικονομική δραστηριότητα, τις εκδόσεις, τη σύσταση ιατρικών και φιλιαθροπικών ιδρυμάτων και οργανισμών μέζων μαζικής ενημέρωσης. Όμως, κατά την ανάπτυξη αυτών των δραστηριοτήτων, οι θρησκευτικές κοινότητες δεσμεύονται από την πολικιακή νομοθεσία λειτουργώντας ως μη κερδοσκοπική οργανισμή. Η Κυριαρχία της Καθολικής Εκκλησίας διακηρύσσεται στη συμφωνία μεταξύ της Αγίας Έδρας και της Δημοκρατίας της Λιθουανίας για τις νομικές πτυχές των σχέσεων μεταξύ της Καθολικής Εκκλησίας και του Κράτους. Αν και το άθρο ένα προβλέπει την ανεξαρτησία και την αυτονομία της Καθολικής Εκκλησίας και του Κράτους, τονίζει επίσης ότι κατά την επιδίωξη των κοινωνικών εκπαιδευτικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων της, η Καθολική Εκκλησία πρέπει να τρει όχι μόνο το κανονικό δίκαιο, αλλά και τις διαδικασίες προβλέπονται από τους νόμους του Κράτους. Δυνάμη του άρθρου 5, το Κράτος αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία της Καθολικής Εκκλησίας στη δική της σφαίρα. Σχολιάζοντας αυτό το κεφάλαιο της καθηγήτριας Γιωλάντα Κίης Νεσοβιένε για την έννοια της σκεφτικής κοινότητας και το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι αυτό αναφέρεται ιδίως στο δικαίωμα του αυτοκαθορισμού, δηλαδή στο δικαίωμα της αυτονομίας των εκκλησιών ηθρησκευτικών κοινοτήτων. Η αυτονομία, το δικαίωμα αυτό στην αυτονομία των εκκλησιών ηθρησκευτικών κοινοτήτων είναι εγγυημένο από το Σύνταγμα, στο άρθρο 43 του Λιθουανικού Συντάγματος. Ο νόμος για τις σκεφτικές κοινότητες και ενώσεις αφορά ιδίως την οργανωτική δομή των θρησκευτικών κοινοτήτων. Το άρθρο λοιπόν 7 αυτού του νόμου επαναλαμβάνει τις δεσμεύσεις του καταληκτικού εγγράφου της συνάντησης συνεχείας της Βιέννης του 1989, του ΟΟΛ. στην Ευρώπη του ΑΣΕ και ορίζει ότι οι θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις έχουν δικαίωμα αυτοοργάνωσης, ελεύθερης αυτοοργάνωσης σύμφωνα με την ιεραρχική και θεσμική τους δομή και έχουν επίσης εσωτερική αυτοδιοίκηση. Η αυτοδιοίκηση με την ευρύα έννοια. Άσκηση νομοθετικής εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Εσωτερική αυτοδιοίκηση σύμφωνα με τους κανόνες του θρησκευτικού δικαίου, τα καταστατικά και άλλες διατάξεις τους, ενδεχομένως κανονιστικές πράξεις τους. Όσον αφορά το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού, δηλαδή της αυτονομίας των εκκλησιών και της εθνικών κοινοτήτων, στις δραστηριότητες τις μη καθαρά θρησκευτικές, αλλά τις θρησκευτικά αιτιολογούμενες, λόγω της εκπαίδευσης, της φιλανθρωπίας ή της ενημέρωσης, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι από την ανάπτυξη αυτού του θέματος από την καθηγήτρια Γιωλάντα Κοσνεσοβιένε, προκύπτει ότι οι θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις δεσμεύονται από την πολυεκτιακή νομοθεσία. Έχουν τη δική τους οργάνωση και διοίκηση κατά το εσωτερικό τους δίκαιο και κατά το καταστατικό με το οποίο απέχεται η νομική προσωπικότητα, αλλά όσον αφορά την ανάπτυξη αυτών των θρησκευτικά αιτιολογούμενων δραστηριοτήτων των θεσμικά ασκούμενων, λόγω φιλανθρωπίας, εκπαίδευσης και ενημέρωσης, υποχρεούνται να εφαρμόσουν τη νομοθεσία της Λιθουανίας. Δηλαδή το δικαίωμα στην αυτονομία δεν επεκτείνεται στις δραστηριότητες θρησκευτικά αιτιολογούμενες. Στο σημείο αυτό ολοκληρώσαμε ορισμένες πτυχές των σχέσεων κράτους θρησκευμάτων, δηλαδή τις βασικές πηγές και το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων στη Λιθουανία, σύμφωνα με το άρθρο της καθηγήτριας Γιωλάνδας Κουσνεσοβιένε «Κράτος και θρησκεύματα στη Λιθουανία». Και περνάμε σε ένα άλλο άρθρο του καθηγητή Αλέξη Σπάολη «Κράτος και θρησκεύματα στο Λουξεμβούργο». Θα το παρουσιάσουμε και θα το σχολιάσουμε, όπως κάναμε και σε σχέση με τα προηγούμενα άρθρα που αφορούσαν σχέσεις κράτους θρησκευμάτων σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθολικο-προτεσταντικής ή μυκτής δηλαδή, καθολικο-προτεσταντικής παράδοσης. Στο κεφάλαιο 2 πραγματεύεται ο καθηγητής Αλέξης Σπάολη το θέμα του Κογκορδάτου του Λουξεμβούργου με την Αγία Έδρα. Το Κογκορδάτο κατά τη διάρκεια της εποχής της ανεξαρτησίας. Πρώτον, το Λουξεμβούργο είπε τον Γουίλιαμ τον Πρώτον. Η ενοποίηση του υπολοίπου του Λουξεμβούργου με την Πρωτεύουσα συνέβη κάτω από μάλλον ασήμαντες περιστάσεις. Για την αποφυγή της αποδιάρθρωσης της διηγητικής οργάνωσης, οι προηγούμενοι νόμοι έπρεπε προσωρινά να παραμείνουν σε ισχύ. Κατά αποτέλεσμα, πολλοί υιοθέτησαν τη θέση ότι το σύστημα του Βελγικού Κογκορδάτου τώρα σε ισχύ για το σύνολο του Λουξεμβούργου. Αυτή η άποψη, όμως, αντικρούστηκε από πολλούς. Από ο άλλους, με συγχωρείτε, που υποστήριξαν ότι το σύστημα είχε καταργηθεί από τις συνθήκες του Λονδίνου. Το Μεγάλο Δουκάτο με τα νέα του σύνορα αποσπάστηκε από την Επισκοπή της Ναμούρ και ενσωματώθηκε στο Αποστολικό Βικαριάτο της Πόλης του Λουξεμβούργου. Δεύτερον, το Σύνταγμα του 1848. Το Βελγικό Σύνταγμα του 1831 χρησιμεύσε ως μοντέλο για εκείνους που συνέταξαν το Σύνταγμα του Λουξεμβούργου. Όμως, το θέμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Το Σύνταγμα του Λουξεμβούργου ήταν πολύ περισσότερο περιοριστικό. Μπορεί κάποιος να εντοπίσει σε αυτό την ισχυρή επιρροή των φιλελευθέρων. Χωρίς να θέλουν να απελευθερωθούν πλήρως από το Κογκορδάτο του 1801, οι συντάκτες του Συντάγματος υιοθέττσαν τη θέση ότι ένα νέο Κογκορδάτο θα αποτελούσε αντικείμενο επεξεργασίας και ότι στο μεταξύ, οι διατάξεις του ισχύοντος Κογκορδάτου θα έπρεπε να παραμείνουν σε ισχύ. Αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό από ένα αρκετά διφορούμενο και σχετικώς ασαφή συμβιβασμό. Το άρθρο 23 του Συντάγματος του 1848, άρθρο 22 του ισχύοντος Συντάγματος του Λουξεβούργου, ορίζει ότι η παρέμβαση στον διορισμό των ηγετών των θρησκευμάτων στο Μεγάλο Δουκάτο, ο τρόπος του διορισμού και της πάυσης του υπόλοιπου κλήρου, η ικανότητά τους να επικοινωνούν με τους προϊσταμένους τους και να ενημερώνουν το κοινό για τη δραστηριότητά τους, στην έκταση που αφορά τη σχέση μεταξύ της εκκλησίας και του κράτους, αποτελούν ζητήματα συνθηκών, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται στο Κοινοβούλιο, όταν χρειάζονται διατάξεις για παρέμβαση. Στις μεταβατικές διατάξεις προσθέθηκε το άρθρο 125, το οποίο όριζε ότι έως ότου συναφθούν οι συνθήκες προβλέπονται από το άρθρο 23, θα έπρεπε να παραμείνουν σε ισχύους διατάξεις που αφορούν τις εκκλησίες. Τρίτον, η πρακτική εφαρμογή του Κογκορδάτου. Δεν είναι εύκολο να αναλυθεί η σημερινή εφαρμογή του Κογκορδάτου. Πολλές από τις διατάξεις του είναι πάρα πολύ αόριστες και γενικές για να εφαρμοστούν είτε άμεσα είτε έμεσα. Χρειάζεται να ληφθούν μέτρα για τη συμπλήρωση και την τροποποίηση του αρχικού κειμένου. Συχνά όμως το Κογκορδάτου παρέχει ακόμη το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούν να επιλυθούν προβλήματα. Στον Κογκορδάτου του 1801 δεν αναγνωρίστηκε η Καθολική Εκκλησία ως τέτοια, αλλά μόνον ορισμένοι οργανισμοί αναγκαίοι για τη λειτουργία της. Έτσι το διάταμα του 1809 αφορούσε τα «Conseil de fabrique de glace», τα εκκλησιαστικά συμβούλια. Αυτό αναγνώρισε τη νομική προσωπικότητα αυτών των οργανισμών και ρύθμισε τη δείξη της περιουσίας τους με τη σύσταση διοικητικών και εποπτικών αρχών. Το μοντέλο του Κογκορδάτου του Λουξεμβούργου στην πράξη. 1. Το μοντέλο του Κογκορδάτου του Λουξεμβούργου. Μέχρι τώρα ο σκοπός αυτής της μελέτησης ήταν η περιγραφή της καθιέρωσης της σχέσης μεταξύ εκκλησίας και κράτους από τη Γαλλική Επανάσταση με αναφορά τον Κογκορδάτου του 1801. Η διατήρηση του Κογκορδάτου έδωσε αφορμή σε πολυάριθμες συζητήσεις. Για μερικούς, ειδικά τους Φιλελεύθερους του 19ου αιώνα, θεωρήθηκε ότι δεν ήταν μόνο ακόμη σε ισχύ, αλλά ένα έγκυρο εργαλείο ελέγχου και διατήρησης εκκλησίας μέσα σε κάποια καθορισμένα όρια. Για άλλους, κυρίως τους καθολικούς, είτε θεωρήθηκε ότι έπαφσε να ισχύ, είτε κρίθηκε ότι θα έπρεπε να πάφσει να ισχύ, διότι εμπόδιζε σοβαρά την ελευθερία της εκκλησίας. Η γνώμη μου είναι ότι ο Κογκορδάτου ποτέ δεν καταργήθηκε τυπικά, αλλά ότι η ισχύς του βεβαίως διευρύνθηκε και τρομοποιήθηκε. Δεν είναι όμως αναγκαίο να καθοριστούν ποιες από τις διατάξεις των οργανικών όμων του Κογκορδάτου είναι ακόμη σε ισχύ, ποιες έχουν ίτα καταργηθεί ή ποιες έχουν απλώς σκάσει σημασία τους με το πέρασμα του χρόνου. Υπήρχαν επίσης ορισμένα άρθρα που εφαρμόστηκαν αρχικώς, αλλά τα οποία έπαφσαν να ισχύουν σε χρόνο που δεν μπορεί επακριβώς να καθοριστεί. Πίσω από το Κογκορδάτου του 1801 είναι δυνατόν να μιλήσει κάποιος για ένα λουξεμβουργιανό μοντέλο Κογκορδάτου, δηλαδή την πρόθεση της Εκκλησίας και του Κράτους να επιλύουν από κοινού οποιαδήποτε προβλήματα αν ακύπτουν και να παρέχουν αμοιβαία υποστήριξη μία στο άλλο αν υπάρχουν οποιασδήποτε δυσκολίες. Το Κράτος παραχωρεί στην Εκκλησία ορισμένη προστασία και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις οικονομικά μέσα στη διάθεσή της. Η Εκκλησία, από την άλλη πλευρά, παρέχει ορισμένη ηθική υποστήριξη στο Κράτος και χρησιμοποιείται εν μέρη για να νομοποιεί το Κράτος. Το Λουξεμβούργο, όντας μικρό ευάλωτο ο Κράτος, θα ήταν ανίκαινο να αντέξει οποιαδήποτε μίζονα εσωτερική κρίση και η Εκκλησία και τα συνδικάτα λαμβάνουν αυτό υπόψη. 2. Η προσαρμοστικότητα του μοντέλου του Κοκορδάτου. Η προσαρμοστικότητα του μοντέλου του Κοκορδάτου είναι εκπληκτική. Θα ήταν λάθος, όμως, να θεωρήσει κάποιος το Κοκορδάτο του 1801 ως άκαμπτη ρύθμιση. Στα 100 χρόνια που ίσχυσε στη Γαλλία είχε υποστήκει τροποποίησης. Υπάρχουν περαιτέρω συγκεκριμένοι λόγια τους οποίους ενθαρρύνθηκε η προσαρμοστικότητά του στο Λουξεμβούργο. Για παράδειγμα, στο Λουξεμβούργο δεν υπήρχε ποτέ η δική κοσμική νομοθεσία. Αναμφίβολα, το αντικληρικαλικό κίνημα του 19ου αιώνα ήθελε να εξασφαλίσει ότι η εξουσία της Εκκλησίας θα διατηρούνταν στενά μέσα στα σαφώς ορισμένα όρια. Επιπλέον, το Σύνταγμα του Λουξεμβούργου παρέχει λιγότερα πλεονεκτήματα στην Εκκλησία από όσα το Βελγικό Σύνταγμα. Από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όμως, οι Καθολικοί έχουν αποκτήσει πολιτική υπεροχή. Ακόμα πιο σημαντική, όμως, είναι η ευκαμψία του διοικητικού συστήματος του Λουξεμβούργου. Καθένας γνωρίζει οποιονδήποτε και είναι επομένως εύκολο να βρει λύσεις. Έχει κάποιος την εντύπωση ότι υπάρχει ελαφρύς δισταγμός για τη ρύθμιση του καθεστότος της Εκκλησίας. Γίνονται απόπειρας για να βρεθούν λύσεις στα προβλήματα, για παράδειγμα, με την προσαρμογή των όμων του προϋπολογισμού, μέσω των όμων που αφορούν την πολιτική θητεία ή απλώς μέσω συσσιοπηρών διοικητικών συμφωνιών. Πέρα από αυτούς τους τρόπους επίτευξης νομικών λύσεων, φαίνεται σήμερα να υπάρχει σημαντική υποστήριξη αυτού του τρόπου και συνένεση σε ολόκληρη την κοινωνία του Λουξεμβούργου. Θα μπορούσε ίσως να είναι ευκολότερη η αλλαγή έγγραφου νόμου παρά η αλλαγή σταθερά τηρούμενης σύμβασης. Βεβαίως δεν είναι σαφές ότι θα ήταν προς συμφέρον της Εκκλησίας να ειστεί σε αυστηρή νομοθεσία. Η Εκκλησία παραπονείται για το γεγονός ότι ορισμένοι οργανάτης, όπως είναι οι επισκοπές ή γενωρίες, δεν αναγνωρίζονται από το κράτος. Οι αλλαγητικοί νόμοι της Εκκλησίας και του κράτους είναι σε αντίθεση μεταξύ τους από αυτή την άποψη. Κατά αποτέλεσμα μπορεί να ελεγχθεί ότι η σχέση μεταξύ της Εκκλησίας και του κράτους στο Λουξεμβούργο καθορίζεται από ένα σύστημα κονκορδάτου, το οποίο διευκολύνται από το Σύνταγμα και κυρίως με την επίτευξη πρακτικών ειθμίσεων και συμφωνιών. Ο καθηγητής Αλέξης Πάολη υποστηρίζει, σχολιάζοντας το άρθρο του, υποστηρίζει ο καθηγητής Αλέξης Πάολη ότι το σύστημα σχέσεων κράτους και καθολικής Εκκλησίας και γενικώς μεταθρησκεύματα είναι εκείνο του χωρισμού. Η ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ κράτους του Λουξεμβούργου και καθολικής Εκκλησίας Αγίας Έδρας διέπεται από τον Κογκορδάτο του 1801 του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Πλην όμως η εφαρμογή αυτού του Κογκορδάτου έχει προσαρμοστεί στα δεδομένα του Λουξεμβούργου. Παρουσιάζει λοιπόν μια προσαρμοστικότητα η εφαρμογή αυτού του Κογκορδάτου του 1801 μεταξύ Αγίας Έδρας και Γαλλίας που εφαρμόζεται, θα εξακολουθεί να εφαρμόζεται στο Λουξεμβούργο, αλλά προσαρμοσμένο όπως είπαμε στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα του Λουξεμβούργου και στα πλαίσια αυτού του συστήματος του Κογκορδάτου επιτυχάνονται πρακτικές ρυθμίσεις και συμφωνίες μεταξύ των μερών και βεβαίως ισχύει και το σύνταγμα του Λουξεμβούργου. Είναι σημαντικό αυτό το οποίο λέει ο καθηγητής Ελεξιπάολη ότι την περίοδο μετά την ανεξαρτησία του Λουξεμβούργου υπερτερούσαν οι λεγόμενοι φιλελεύθεροι Λουξεμβούργο οι οποίοι είχαν μια περιοριστική πολιτική έναν της Καθολικής Εκκλησίας. Όμως αργότερα επικράτησαν οι Καθολικοί οι οποίοι θέλουν ελευθερία της Καθολικής Εκκλησίας και όχι περιορισμό με βάση βεβαίως το δικαίωμά της στην αυτονομία. Στη συνέχεια ο καθηγητής Αλέξης Πάολη πραγματεύεται τις αρχές του συστήματος του δικαίου των θρησκευμάτων του Λουξεμβούργου και αναφέρει η Καθολική Εκκλησία πράγματι έχει εξαιρετική σημασία στο Λουξεμβούργο. Η θρησκευτική ελευθερία και η ελευθερία της λατρείας είναι πλήρως εγγυημένες από το άρθρο 19 του Συντάγματος. Αλλά σε αυτό το σημείο πρέπει να σταματήσω με την 7η διάλεξη λόγω παρόλου του χρόνου του Εκκλησιαστικού Δικαίου Δευτέρα Ετους Ιερνου Εξαμίνου, για να συνεχίσουμε στην 8η διάλεξη παρουσιάζοντας αρχικά το κεφάλαιο του καθηγητή Αλέξης Πάολης για το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών οργανισμών στο Λουξεμβούργο και εν συνεχεία σχολιάζοντας τα κυριότερα σημεία του. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |