Διάλεξη 13 / Διάλεξη 13 / Διάλεξη 13

Διάλεξη 13: Στο τελευταίο μάθημα αυτής της σειράς μαθημάτων θα αφήσουμε για λίγο τον κόσμο των ομιλικών ευαγγελίων και θα δούμε λίγο ορισμένες εξοκαμονικές αφηγήσεις για την Ανάσταση. Είπαμε και στα προηγούμενα μαθήματα ότι το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ακριβώς η απουσία ενός τέλους, ενός ξεκάθαρου τ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Τσαλαμπούνη Αικατερίνη (Επίκουρη Καθηγήτρια)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Ευαγγελικές αφηγήσεις της Ανάστασης
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=a1473b22
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 13: Στο τελευταίο μάθημα αυτής της σειράς μαθημάτων θα αφήσουμε για λίγο τον κόσμο των ομιλικών ευαγγελίων και θα δούμε λίγο ορισμένες εξοκαμονικές αφηγήσεις για την Ανάσταση. Είπαμε και στα προηγούμενα μαθήματα ότι το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ακριβώς η απουσία ενός τέλους, ενός ξεκάθαρου τέλους για την Ανάσταση στο Μάρκο και τα λέω ξεκάθαρου ενώ την απουσία εμφάνισης του Αναστάντος στον Καταμάρκο, το οποίο φυσικά όπως είπαμε οδήγησε σε δύο βασικές τάσεις. Η μία είναι να συμβιωθεί αυτό το κενό πρώτα στον Μάρκο στη χειρόγραφη παράδοση και είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν για τέτοιου είδους συμπληρώσεις και καταλήξεις. Και σε ένα δεύτερο επίπεδο, στο πλαίσιο μέσα της ίδιας της Ευαγγελικής Παράδοσης, οι δύο άλλοι συνακτικοί αλλά και ο Ιωάννης, κυρίως όμως οι δύο άλλοι συνακτικοί, ο Μαθέος και ο Λουκάς, φροντίζουν να συμπληρώσουν την ιστορία. Ο καθένας με μία δικιά του πορεία γεγονότων, με τις δικές του, όπως είπαμε και στα προηγούμενα μαθήματα, θεολογικές ενφάσεις, με τα δικά του θεολογικά ενδιαφέροντα. Όμως, σε κάθε περίπτωση κι αυτό, είναι ενδεικτικό τις τάσεις που υπάρχει στην Αρχαία Παράδοση να συμπληρωθεί το κενό. Και σε αυτή την βάση θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακριβώς την ίδια λειτουργία επιτελούν και τα απόκλειφα κείμενα. Ή αλλιώς, για να τα πούμε λίγο καλύτερα, τα εξοκανονικά αυτά, δηλαδή που τελικά δεν περάσαν μέσα στον κανόνα της Καινής Διαθήκης για πολλούς και διάφορους λόγους. Αυτές, λοιπόν, οι εξοκανονικές αφηγήσεις για την Ανάσταση έχουν και αυτές την ίδια ακριβώς λειτουργία. Έρχονται δηλαδή να συμπληρώσουν μία ιστορία που, ακόμα και όταν την έχει αφηγηθεί ο Βαρθέος ή ο Λουκάς ή ο Ιωάννης, παραμένει αρκετά δύσκολη, παραμένει με αρκετά κελά. Και να τα οποία θα πρέπει με κάποιον τρόπο να συμπληρωθούν. Ήδη τέτοια στάσεις συμπλήρωσης, όπως είπα, έχουμε στην κανονική παράδοση. Ο Βαρθέος, για παράδειγμα, εξηγεί τον Μάρκο λέγοντας πώς ο λύθος βρέθηκε κυλισμένος και οι γυναίκες ουσιαστικά αντίκρισαν ένα κενό μνημείο, λέγοντας ακριβώς για τον σεισμό, λέγοντας για τους έντρομους αίφρουρους. Έρχεται ακριβώς να συμπληρώσουν αυτό το κενό. Ένα άλλο κενό που έρχεται να συμπληρώσουν είναι η ηχή των φουλών. Και ο Μάρκος και όλοι οι πιβαγγιγιστές μας πληροφορούν ότι υπάρχει μια κουστοδία η οποία φροντίζει να φυλάξει τον τάφο. Ο Μαρκ Μαθαίος έρχεται να μας εξηγήσει ποια είναι η τύχη αυτής της κουστοδίας, γιατί οι γυναίκες τελικά δεν τους συνάντησαν όταν επισκέφτηκαν από τον τάφο και ούτω καθεξής. Ή δηλαδή η κανονική παράδοση εντοπίζει τις δυσκολίες και τα κενά θα λέγαμε της αφήγησης, της πρώτης αφήγησης του Μάρκου, αλλά στη συνέχεια και η ακούγρυφη παράδοση έρχεται ακριβώς να διαπιστώσει παρόμοια κενά, όχι πλέον μόνο στον Μάρκο αλλά και στους υπόλοιπους ευαγγελικστές και να προσπαθήσει με κάποιον τρόπο να απαντήσει ερωτήματα που οφανώς υπάρχουν όσον αφορά την αφήγηση. Και τα δύο βασικά σημεία τα οποία θα λέγαμε προσεγγίουν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον τους συγγραφέων των εξοκανονικών αυτών κειμένων είναι πρώτον πώς έγινε η Ανάσταση και δεύτερον τι συνέβη τις τρεις μέρες που σύμφωνα με την παράδοση ο Ιησούς ήταν νεκρός στον τάφο. Όσον αφορά το πώς έγινε η Ανάσταση νομίζω ότι είναι ξεκάθαρο ότι τα Ευαγγελία μας δεν λένε τίποτε για τη χρονική στιγμή της Ανάστασης δεν δίνουν καμία περιγραφή, δεν δίνουν κανένα δεδομένο με αποτέλεσμα οπωσδήποτε να εκεί να αφήνει χώρο θα λέγαμε αυτή η ακουσία των ειδηλοφοριών στην ανάπτυξη της ανθρώπινης φαντασίας και στην δημιουργία διαφόρων εξηγήσεων και περιγραφών σχετικά με το γεγονός. Ακριβώς αυτό έρχεται να το συντηρώσει η ακόμα παράδοση περιγράφοντας αυτή κατά αυτή τη στιγμή της Ανάστασης. Το δεύτερο σημείο το οποίο όπως είπα παραμένει και εγώ είναι τι γίνεται με την τρίμερο κάθοδο παραμονή του Ιησού στον τάφο. Εδώ έχουμε ένα χωρίο στην α' πέτρο, ένα μοναδικό θα λέγαμε χωρίο σε όλη την Παρκινοδιατική παράδοση όπου αναφέρεται ότι ο Ιησούς εκείρριξε στους νεκρούς μετά το θάνατό του και αυτό ακριβώς έδωσε να βγει, έδωσε αρκετή τροφή ή αν θέλετε την απαραίτη όθεση ώστε να η συγγραφής των κειμένων αυτών από τα εξοκανονικών ή να προσπαθήσουν να συμπληρώσουν ακριβώς αυτή την ισχορία, δε δε καταλαβαίνουν είναι μια πάρα πολύ γοητευτική λεπτομέρεια. Είναι μια λεπτομέρεια που όντως προκαλεί τη φαντασία, προκαλεί τη σκέψη, δίνει τροφή για συζήτηση. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να δούμε αυτά τα κείμενα τα εξοκανονικά απλά ως θα λέγαμε λαϊκά κείμενα χωρίς μια ιδιαίτερη βαρύτητα ή βαθύτητα, απλώς σαν θα λέγαμε λαϊκές και κατά πάσα πιθανότητα αφελείς εκδοχές της ιστορίας του Ιησού και της Ανάστασης ισχυριότερα, από το γνώμα του και της Ανάστασης του, αλλά πρέπει και θα πρέπει αυτό να είμαστε εξαιρετικά προσωπικοί να διακρίνουμε μέσα στα κείμενα μας ακριβώς και τη θεολογική τάση, τις θεολογικές τάσεις που αντικατοπτρίζουν αυτά τα κείμενα. Διότι τα κείμενα αυτά έχουν συλλογημένη και ιδιαίτερη θεολογία το καθένα εξαφωριστά, μια θεολογία της Ανάστασης, η οποία σε πολλά σημεία μπορεί να συνδύνει με εκείνη των κανονικών κειμένων, σε πάρα πολλά άλλα σημεία όμως προφανώς έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες. Εντιπλέον, όπως είπα και πριν, αντικατοπτρίζει όλη αυτή η παραγωγή, η οποία πρέπει να πω δεν είναι τεράστια, αλλά αντικατοπτρίζει αυτή η παραγωγή, όλη τη θεολογική συζήτηση προφανώς υπάρχει στην εποχή κατά την οποία παράγονται αυτά τα κείμενα. Φυσικά, στα θεολογικά ζητήματα είναι ακριβώς το τι συνέβη με το θάνατο του Ιησού και μέχρι την Ανάσταση του ή γιατί δεν γνωρίζουμε πώς ακριβώς συνέβη η Ανάσταση, πραγματικά συνέβη, κυριακά, ή ήταν μία ψεπτέστηση, ένα κατασκευασμό κάποιου και ούτω καθεξής. Δηλαδή, εδώ μέσα βλέπουμε ακριβώς θεολογικές συζητήσεις και θα έλεγα επίσης ότι βλέπουν και έντονες απολογητικές τάσεις, ιδιαίτερα στην περιγραφή του τρόπου της Ανάστασης, όπου ακριβώς έρχεται με πολύ απ' το τρόπο, η αφηγήση είναι πάρα πολύ γραφηρό τρόπο, να δώσει απάντηση σε αυτό το δύσκολο σημείο και αυτό το δύσκολο κενό στις αφηγήσεις της Ανάστασης. Το βασικό εδώ ερώτημα είναι από πού προέρχονται όλες αυτές οι ιστορίες. Εντάξει, κάποιες δεν καταγράφονται, έχουμε σήμερα γραπτά κείμενα τα οποία τις διασώζουν, όχι πολλά βέβαια, πρόκειται απλώς για κατασκευή τους συγκεκριμένους συγγραφέα και τίποτε παραπάνω, ή μήπως από ποιού σωκρίβεται μια απολυφωρική παράδοση, η οποία τελικά καταγράφεται στα κείμενα που έχουμε σήμερα στη διάθεση μας. Πάμε και στα πρώτα βασικά, ως τα μαθήματα που κάναμε για τα αποκλήφια και γενικά στη μελέτη των αποκλήφων των εξοκρανικών κειμένων, είτε πρόκειται για Ευαγγέλια, είτε πρόκειται για αποκαλύψεις ή για πράξεις, ότι και σε αυτά η ιστορία της σύνταξής τους θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως αντιμετωπίστηκε η ιστορία σύνταξης του Ευαγγελίου. Αυτό σημαίνει ότι, ειδικά όσον αφορά τις πράξεις και τα Ευαγγέλια, τα εξοκρανωνικά, σε σχέση και σε σύγκριση προς τα κανονικά Ευαγγέλια και το κανονικό βιβλίο των πράξεων Αποστόλων, ότι υπάρχει ένας κοινός παρπαμαστής και αυτός είναι η προφορική παράδοση. Πολύ πριν δηλαδή αυτά τα κείμενα είτε είναι κατονομικά είτε εξοκρανωνικά γραφτούν, υπάρχει μια προφορική παράδοση η οποία ουσιαστικά κυκλοφορεί και κάποια στιγμή αποκρυσταλώνεται, αποτυπώνεται μέσα σε ένα γραπτό κείμενο. Αυτό είναι πολύ σημαντικό να το έχουμε υπόψη μας, ότι από πίσω έχουμε και εδώ μια προφορική παράδοση. Γιατί αν αυτή η προφορική παράδοση ανατρέχει σε πραγματικά γεγονότα ή πρόκειται για φανταστικές ιστορίες, αυτό είναι μια άλλη ιστορία, μια άλλη συζήτηση, η οποία καταλαβαίνει κανείς ότι πρέπει να γίνει σε ένα διαφορετικό επίπεδο πλέον. Στο περίπτωδο της συζήτησης για το τι είναι η ιστορία, πώς κατασκευάζεται η ιστορία, πώς κατασκευάζεται το νόημα μέσα στην ιστορία και στη κατεπέκταση πώς το κατασκευάζεται το νόημα και τη σταυτότητα του νόημα, όμως είναι μια ιστορία, μια συζήτηση, η οποία αυτή τη στιγμή ξεφέρει από τα όρια του παρόνου μαθήματος. Σε κάθε περίπτωση, εκεί που καταλύνουμε σήμερα με βάση και τη μορφή που έχουμε στα κείμενά μας, το λίγο λοιπόν συμβαίνει ότι πρόκειται απίσω από αυτά για μια πλούσια προφορική παράδοση, το οποίο ο εργαλιστάς άξιζε τον πρόπονο να μελετήσει εντελεφώς για να μπορέσει να δει τις πιθανές συνδέσεις, αλληλεξαρτήσεις και τα λοιπά με τα κανονικά ευαγγέλια. Το πρόβλημά μας είναι ότι ακριβώς επειδή είναι λάχιστα τα κείμενα, ουσιαστικά για δύο κείμενα μιλάμε τόση ώρα, τα οποία διασώζουν τέτοιες ιστορίες, επειδή έχουμε μιλάμε για μια τέτοια παράδοση πόσο περιορισμένη είναι η γραφή, είναι πάρα πολύ δύσκολο σήμερα να καταλήξουμε σε ασφαλή συντεράσταση όσον αφορά την προφορική παράδοση πίσω από το κείμενά μας. Αυτό που μπορούμε να πούμε, τουλάχιστον έχοντας τα κείμενα μπροστά μας αυτά στη γραπτή μορφή τους, είναι ότι τα κείμενα μας, κατά πρώτον λόγο, στηρίζονται στα ευαγγελικά κείμενα. Και αυτό ακριβώς οδηγεί και στο συμπέρασμα όσον αφορά την κοινολόγηση αυτών των κείμενων, ότι έχονται προφανώς των κανονικών ευαγγελίων, γιατί η εξάρτηση δεν είναι απλώς μια εξάρτηση σε καθαρά προφορικό επίπεδο, όπως κατά καιρός έχει υποστηριχθεί, δηλαδή ότι όλοι αυτοί είναι από την ίδια δεξαμενή προφορική παράδοση, αλλά είναι πολύ πιο στενή που μάλλον μαρτυρεί τη γνώση γραπτών, ειδοδοχών των κανονικών μας ευαγγελίων από τους συγγραφείς ή από τους φορείς της παράδοσης αυτών των απόκουφων ή αλλιώς εξωτερικών παραδόσων κειμένων. Επομένως, βλέπουμε ότι υπάρχει μια εξάρτηση από τα ευαγγελικά κείμενα και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, επειδή τα υπηγεία και αφορμή για τη σύνταξη αυτών των κειμένων είναι τα ευαγγελικές αφηγήσεις, έστω και με τα κενά τους. Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι η διακοιμική εξαρτήση από την Παλαιά Διαθήκη. Διαβάζοντας τα κείμενά μας, βλέπουμε ότι οι συγγραφείς τους υιοθετούν παρόμοιες τεχνικές, όπως και οι συγγραφείς των κανονικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης, όσον αφορά τη χρήση της Παλαιάς Διαθήκης, άλλοτε περισσότερο πιστή, άλλοτε περισσότερο χαλαρή εξάρτηση από την Παλαιά Διαθήκη. Αλλά αυτές οι δικημενικές συνδεσίες, καταρχάς, μας δείχνουν ακριβώς ότι προέρχεται για μια κοινή χριστιανική παράδοση, όπως και αυτή των κανονικών επαγγελίων με την έννοια, όσο θα λέγαμε καλύτερα, τη χρήση των Παλαιοδιαθηκικών Μπουγών. Από την άλλη μεριά, μας δηλώνει ακριβώς την προσπάθεια αυτού των συγγραφέων, με κακά συνδεσία, να δηλώσουν την εξάρτηση και τη σύνδεσή τους με την Παλαιά Διαθήκη. Μια τάση που τη διακούν φυσικά εννοείται και στην Καινή Διαθήκη και στα γενικότερα του αρχαίγονου χριστιανισμού. Και ένα άλλο στοιχείο, το οποίο είναι σημαντικό να το έχουμε υπόψη μας, είναι ότι τα κείμενά μας προϋποθέτουν το κοσμοείδωμα της εποχής τους. Δηλαδή, θα δούμε ο τρόπος που παρουσιάζει το ουρανό, η γη, τα καταχθόνια, ουσιαστικά, ή ό,τι το γνωστό τριόραφο σύστημα, που βρίσκουμε και στις γενικές αφηγήσεις, αλλά και γενικότερα στα κείμενα της ίδιας περιοχής και εποχής, ένα κοσμοείδωμα φυσικά, που πρέπει να το έχουμε πάντα υπόψη για να καταλάβουμε τον παραστατικό και τον πολύ έτσι ζωντανό τρόπο, με τον οποίο περιγράφονται τα γεγονότα σε αυτά τα κείμενα. Χαρακτηριστικό τους βέβαια, το είπα πολλές φορές ήδη, είναι η ζωηρότητα στην περιγραφή, μια γλώσσα εξαιρετικά προφορική, με πλούσιους διαλόγους, και ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι η προσοχή που δίνουν αυτά τα κείμενα στη λεπτομέρεια. Θα δούμε ότι αυτά τα κείμενα, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πρέπει να περιγράψουν, για κάθε λεπτομέρεια, διάφορα περιστατικά ή διάφορα στοιχεία στην αφήγησή τους, για παράδειγμα, πώς είναι η εμφάνιση του Ιησού, όταν βγαίνει από τον τάφο, πώς είναι η σκηνή με κάθε λεπτομέρεια, ή τι συμβαίνει όταν ο Ιησούς βγαίνει στον Άδη, πάλι με κάθε λεπτομέρεια. Όλα αυτά δείχνουν ακριβώς μια προσπάθεια των κειμένων μας, πέρα από το λαϊκό χαρακτήρα που προφανώς έχουν, το πιο εκλαϊκευμένο για να είναι πιο ακριβής θεολογικό τους χαρακτήρα, πέρα από αυτό δίνουν μια απολογική σαφώς τάση. Προσπαθούν δηλαδή με αυτόν τον τρόπο και πάση θυσία, να εξηγήσουν τα όσα πιθανόν συμβαίνουν μέσα στον... συμβαίνουν στις περιστατικά της Ανάστασης και της Καθόδου Σφωνάδη. Βλέπουμε επίσης μια προσπάθεια των κειμένων μας και να διασκεδάσει, να ψυχαγουγήσει, να το πω καλύτερα, αφού γνωρίζουμε ότι πολλά από τα αφπόκριφα μας κείμενα έχουν και ένα ψυχαγουγικό χαρακτήρι και αποτελούν ιδιαίτερα αγαπητά αναγνώσματα σε όλη τη διάρκεια και της αρχαιότητας και όχι μόνο. Έχουν λοιπόν την διάθεση και να ψυχαγουγήσουν, έχουν την διάθεση να βάλουν τον αναγνώσιο μέσα στην αναφύγηση με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Έχοντας λοιπόν όλα αυτά υπόψε, θα προχωρήσουμε λίγο να δούμε, καταρχάς, το Ευαγγέλιο του Πέτου. Το Ευαγγέλιο του Πέτου είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο και λέω είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, γιατί στα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα στο πλαίσιο του λεγόμενου Jesus Seminar και της συζήτησης για τον ιστορικό Ιησού, το Ευαγγέλιο του Πέτου απέκτησε μια ιδιαίτερη θέση, υποστηρήθηκε πολλές φορές ως ένα κείμενο το οποίο προηγείται των κανονικών Ευαγγελίων, ότι διασώζει παραδόσεις τουλάχιστον αρχαιότερα στους κανονικών Ευαγγελίων. Έχουν γραφτεί μια σειρά από μημογραφείς και εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να προκαλεί συζήτηση το κείμενο αυτό. Εκεί που σήμερα βέβαια καταλήγει γενικότερα η έρευνα αφού έχει περάσει και καταλλαγιάσει ο αρχικός ενθουσιασμός είναι ότι πρόκειται για ένα απόκλυφο ή αλλιώς εξοκανονικό κείμενο των μέσων του δεύτερου αιώνα μετά Χριστό. Αυτό βέβαια μπορεί να απογοητεύει όσους θα ήθελαν ένα τεκιοκείμενο να είναι αρχαιότερο των κανονικών Ευαγγελίων. Από την άλλη μοσμεριά αυτή η χρωτοποθέτησή τους στα μέσα του δεύτερου αιώνα μετά Χριστό ήδη αναδεικλεί τη σπουδαιότητα αυτού του κείμενου και την αρχαιότητά του. Γιατί μιλάμε για ένα κείμενο κοντά στο τέλος της καταγραφής της ευθενικής παράδοσης στα κείμενα αυτά που αργότερα αποτέλεσαν τον κανονικό της Κυριακής Διαθήκης. Μιλάμε για ένα κείμενο πάρα πολύ κοντά στα υπόλοιπα κείμενα και είναι λογικό από την άψη μελέτησης των παραδόσων που αφιέγονται στο στέλνισμα, ένα τέτοιο κείμενο να αποκτά ένα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και να μας οδηγεί σε μια συζήτηση και σε μια ευάθεση, θα έλεγα, της συζήτησης καλύτερα για τις πηγές και για τις παραδόσεις των αρχαίων στο στέλνισμα. Σήμερα εικάζουμε ότι το κείμενο γράφεται στη περιοχή της Συρίας, μια περιοχή που γενικά, κατά την αρχαιότητα, τουλάχιστον στο αρχιολογικό της μέρος, είναι μια περιοχή ιδιαίτερης παραγωγής χριστιανικών κείμενων. Το ενδιαφέρον με αυτό το κείμενο και το δύσκολο, θα έλεγα, με αυτό το κείμενο είναι ότι τελικά δεν έχουμε πάρα πολλά αντίγραφα, δηλαδή για άλλα κείμενα εξωπανονικά έχουμε πολύ μεγάλη χειρόγραφη παράδοση και όχι μόνο σε μία γλώσσα αλλά και σε επικίνες μεταφράσεις, όπως για παράδειγμα ένα πολύ χαρακτητικό παράδειγμα είναι το πρώτο Ευαγγέλιο του Ιακώβου ή θα δούμε στη συνέχεια το Ευαγγέλιο του Νικοβούνου, δεν ισχύει το έκλεικο για το Ευαγγέλιο του Πέτρου. Το Ευαγγέλιο του Πέτρου λοιπόν σώζεται σε ένα κώδικα, ο οποίος βρέθηκε στο Hymn της Αιγύπτου. Στην αρχή δεν προκάλεσε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον συνέχεια όμως γρήγορα αναδείχθηκε η σημασία του και το κείμενο αυτό είναι κοπτικό και στη συνέχεια ήρθε να συμβιωθεί αυτό από δύο σπαράγματα που βρέθηκαν στην Οξύριχο, τα οποία είναι στα ελληνικά. Αυτά λοιπόν είναι όλα όσα έχουμε ως χειρόγραφα από το Ευαγγέλιο του Πέτρου και καταλαβαίνετε επιμένως πόσο δύσκολο είναι από αυτό και μόνο το υλικό να καταλήξουν στις συμπεράσματα είτε για την ολοκληρωμένη μορφή του κειμένου, διότι δεν σώζεται ο ολόχερο, είτε ακόμα και για τις πιθανές παραγώσεις που βλέπουμε από πίσω, τις πιθανές σχέσεις με άλλα κείμενα, το συγγραφέα, την αρχική λόσα και ο τοκανιστρία. Σήμερα δικάζουμε ότι το κείμενο αρχικά γράφθηκε στα ελληνικά, το αποβεβαιώνεται και από τα δύο σπαράγματα των Λιβρύ, αργότερα, πολύ αργότερα, μεταφράστηκε στα κοπτικά μια τακτική πολύ συνηθισμένη σε σχέση με τα εξοκανονικά κείμενα. Πολλά από τα κείμενα σήμετα έχουν συκοπτικές μεταφράσεις, ενώ γνωρίζουμε ότι η αρχική τους λόσα ήταν τα ελληνικά. Αυτό που μπορούμε να πούμε για αυτό το κείμενό μας, και εδώ είναι και η μεγάλη συζήτηση, είναι η εξαρτήση που παρουσιάζεται από τα κανονικά Ευαγγέλια, κυρίως από τον Ματθαίο και τον Λουκά και λιγότερο από τον Μάρκο και τον Ιωάννη. Αυτές οι εξαρτήσεις ήταν που μου οδήγησαν, όπως είπα και νωρίτερα, σε πάρα πολλές υποθέσεις, όσον αφορά την κρινολόγηση του κείμενου μας και κυρίως τη σχέση του με τη συνοπτική παράδοση, γιατί ακριβώς μια μερίδα ερευνητών υποστήριξε ότι το κείμενο προηγείται των συνοπτικών Ευαγγελίων και ίσως ο Ματθαίος θα έχει υπόψη. Μια άλλη, περισσότερο μετριοπαθής, είπε ότι προφανώς όλοι αδλούν από την ίδια προφορική παραδόσια, και ίσως ο Ματθαίος και ο Ευαγγέλιος του Πέτου πράγονται από την ίδια, θα λέγαμε, περιοχή. Σήμερα, εκεί που καταλήγει η έρενα είναι ότι μάλλον το Ευαγγέλιο του Πέτρου γνωρίζει τα κανονικά Ευαγγέλια και τα αντιγράφει. Βέβαια, σε αρχές του δευτέρου αιώνα δεν μπορούμε να μιλάμε για κανόνα, με την έννοια που τον ξέρουμε σήμερα, ούτε για κανονική παράδοση. Ήδη, όμως, σε αυτήν την εποχή για την οποία μιλάμε, τα συγκεκριμένα κείμενα έχουν αποκτήσει με ιδιαίτερη σπουδαιότητα και γνωρίζουμε ότι κυροφορούν στις αρχές χαστιανικές κοινότητες. Είναι πιθανό, όμως, ο συγγραφέας του συγκεκριμένου Ευαγγέλιου να έχει πρόσβαση σε τέτοια γρατά κείμενα και αυτά να χρησιμοποιεί, από αυτά είναι δύο τσιμένα πληροφορίες, προκειμένου να στήσει την όλη αφήγησή του. Αυτό που μας σώζεται από το κείμενο, χωρίς να γνωρίζουμε βέβαια πλήρως τι μπορεί ακόμη να περιείχει, είναι η περιγραφή του Πάθους και της Ανάστασης. Γι' αυτό και το κείμενο αυτό συγκαταλέγεται στα ευαγγέλια του Πάθους, είναι μια ομαδοποίηση συγκεκριμένων κειμένων τα οποία ουσιαστικά εστιάζουν στην ιστορία της Σταύρωσης και του Θανάτου αλλά και της Ανάστασης του Ιησού και το ευαγγέλιο του Πέτου είναι το πιο χαρακτηστικό παράδειγμα σε αυτήν την ομάδα. Από πλευρά στοιολογίας, αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι το κείμενο έχει μια ιδιαίτερα χαμηλή χρηστολογία, όταν λέμε χαμηλή χρηστολογία δεν σημαίνει φυσικά κάτι το ευτελές ή σε καμία περίπτωση το υποδεέξτερο, απλώς έχει να κάνει με τον τρόπο με την ασαφήνια και τη λεπτομέρεια με τη οποία περιγράφεται το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ο ρόλος του ενάσης στην ιστορία και κυρίως η θεότητά του. Χαμηλή χρηστολογία για παράδειγμα έχει και το Καταμάρκον Ευαγγέλιο, που κανείς όμως δεν μπορεί να φισβητήσει σήμερα ότι πρέπει να είναι ένα εξαιρετικό θεολογικό κείμενο, απλά ο συγγραφέας δεν επισέρχεται σε ζητήματα χρηστολογίας με τον τρόπο που για παράδειγμα επισέρχεται ο Ιωάννης στο Καταγιάν Ευαγγέλιο όταν ουσιαστικά εκεί έχουν εξαιρετικά αγαπημένες χρηστολογικές διατυπώσεις, αυτό που στη γλώσσα επίσης της ερμηνείας αλλά και της δοματικής το ονομάζουμε υψηλή χρηστολογία. Χαμηλή λοιπόν η χρηστολογία του Αυαγγελίου του Πέτρου, κάτι που ήταν επίσης ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκε για την αρχαιότητα του συγκεκριμένου κειμένου. Επάρχει μια τάση στην Ελλάδα γενικά να θεωρείται ότι όσο το χωρούμε μέσα στην ιστορία, η χρηστολογία αλλά και άλλες πτυχές της δοματικής δασκαλίας της Εκκλησίας αναπτύσσονται περιτέλ, αποκτούν μεγαλύτερο βάθος και περισσότερες δεπτομέρειες. Χαμηλή λοιπόν η χρηστολογία και αυτό που είναι επίσης ενδιαφέρον είναι τα δοκιτικά στοιχεία τα οποία εντοπίζουν μέσα στο κείμενο. Παλαιότερα είχε θεωρηθεί ότι το κείμενο αυτό είναι δοκιτικό, δηλαδή ότι προέρχεται από τους δοκίτες. Μια ομάδα χριστιανών οι οποίοι δυσκολεύονταν πάρα πολύ να δεχθούν, ότι ο ένας από πλήσσες λόγους και θεός θα μπορούσε να υποστεί τη τύχη και τον θάνατο ενός κοινού θνητού. Και ακριβώς γι' αυτό οι δοκίτες υποστηρίζουν ότι ουσιαστικά φάνηκε στους ανθρώπους. Ήταν μια δόξα με την έννοια της εντύπωσης, ο θεωρημός της κλιματικής εντύπωσης, ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε, που στήριζαν ότι είτε σταυρώθηκε, ήταν αυτό μια ψευδέστηση όσο παρεβίσκονταν εκεί, επίσης ήταν κάποιος άλλος ο οποίος σταυρώθηκε στη θέση του και εδώ που είναι από την ιστορία για το σύμβουλο του Κυρινέου, που στήριζαν λοιπόν ότι δεν είναι ο Ιησούς εκείνος ο οποίος έπεθε και γενικά υπάρχει μια προσπάθεια να τονιστεί η θεότητα του Ιησού και το ασύμβατο θα λέγαμε αυτής της θεϊκής του ιδιότητας με το τέλος του επάνω στη γη και γενικότητα με τους περισμούς που έπεθε η παρουσία του από πλευρά στα προοδησίες βέβαια επάνω στη γη. Αυτή λοιπόν αυτό ακριβώς το στοιχείο μπορούμε να το εντοπίσουμε σε ορισμένα σημεία μέσα στο κοινωνό μας για τα οποία θα συζητήσουμε και στη συνέχεια όταν για παράδειγμα δημιουργείται η αντίκουση ότι ο Ιησούς τελικά δεν είναι αυτός που σταυρώνεται, ότι νομίζουν ότι ο Ιησούς σταυρώνεται και αυτό είναι ένα ενδιαφέρον στοιχείο. Σε κάθε περίπτωση, ήδη από την αρχαιότητα το κείμενο του Βαγγελίου του Πέτρου θεωρήθηκε δοκιτικό. Από όσο γνωρίζουμε από την εκκλησιαστική ιστορία του Ευσεβίου το κείμενο αυτό διαβαζόταν για πολύ καιρό σε διάφορες εκκλησίες μέχρι που τελικά ο πίσκος Σαραπίνας διαπιστώνει ακριβώς αυτά τα δοκιτικά στοιχεία και κατανήκει σε ένα κείμενο το οποίο περιέχει καποδροξές και απαγορεύει την ανάγνωσή του. Όμως σήμερα η έρευνα λέει ότι δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ένα καθαρά δοκιτικό στοιχεί κείμενο αντίθετα είναι ένα κείμενο παλαιό το οποίο έχει δεχτεί κάποιες ίσως επιρροές ή μπορεί αυτά τα στοιχεία τα οποία εμείς σήμερα θεωρούμε ως δοκιτικά να μην αποτελούν τίποτε το τόσο θα λέγαμε ύποπτο και επιλύσιμο αλλά πρόκειται για ακόμη μια πτυχή της χαμηλής χρυστολογίας του συγκεκριμένου κειμένου. Αυτό που είναι ενδιαφέρον στο κείμενο μας δεν είναι μόνο το πάθος και το τρόπος που περιγράφεται ο θάνατος του Ιησού αλλά και η περιγραφή που δίνει για την Ανάσταση. Και εδώ υπάρχει μεγάλη συζήτηση, πάλι η συζήτηση αν η αφήγηση την οποία έχει για την Ανάσταση του Ευαγγέλιου του Πέδρου την αντλεί από τα Ευαγγέλια ή ενπνεύεται από τα Ευαγγέλια, αν αυτή η αφήγηση είναι μια δική του καθαρά κατασκευή ή αν ουσιαστικά προηγείται η δική του αφήγηση εκείνης των υπόλοιπων εγωδίων. Η έρνηση είναι να καταλήγει όταν προηγεί να εμπαγγενέσουμε από τον ευαγγελίον αφήγηση και τα στοιχεία τα οποία συμβουβωρούν σε αυτήν την εκτίμηση είναι καταρχάς η μεγάλη υπερπολή που βρίσκουμε μέσα στην αφήγηση. Αποσιάζει η λιτότητα, νομίζω για παράδειγμα και το βλέπουμε αυτό μέσα στην παράδοση την Ευαγγελική ότι οι αρχαιότερες αφηγήσεις για την Ανάσταση είναι εξαιρετικά λιτές. Βλέπε, ας πούμε, για παράδειγμα την περίπτωση του Ευαγγελίου του Μάρκου ενώ όσο προχωρούμε μέσα στην ιστορία οι αφηγήσεις γίνονται πιο λεπτομερείς, γίνονται πιο ανανητικές, υπάρχει μια τάση να εξηγηθούν τα πάντα, υπάρχει μια τάση να δοθούν τα πιστήρια και αποδείξεις για το γεγονός της Ανάστασης και επομένως αυτά όλα μας οριγούν στο συμπέρασμα ότι, καταρχάς, ότι το κείμενό μας δεν είναι αρχαιότερο για παράδειγμα του Μάρκου ή και των υπόλοιπων κατεπέκτασην του Ευαγγελίου. Πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι ο έντονα αντι-ιουδαϊκός χαρακτήρας του Ευαγγελίου, ο οποίος επίσης αντικατοπτρίζει μια μεταγενέστερη με κτήμηση πολλών ερευνητών φάση, αυτοί που συχνά ομοιμάζουμε ο χωρισμός των δύο δρόμων, όπου πλέον τα κείμενά μας ουσιαστικά αντικατοπτρίζουν μια γενικότερη συζήτηση που υπάρχει όσον αφορά την ιδιαίτερη ταυτότητα της συστηματικής ομάδας από τη μια μεριά και από την άλλη μεριά της ιδιαίτερα κριτικής, θα λέγαμε, τάσης από τη λεωφόρο των Ιωδαίων, οι οποίοι ανουρίζουν στην κεντρούλη αυτή η ομάδα ένα σώμα το οποίο πλέον δεν θεωρούν δικό τους, νουρίζουν στα πρώτα στάδια αυτής της διαδρομής, ουσιαστικά χριστιανισμός και Ιωδαϊσμός πορεύονται μαζί, φτάνει όμως κάποια στιγμή μετά το δεύτερο αόρα, κατά τον τρόπο που το χρονολογούν οι ειδικοί, που οι δρόμοι αυτοί χωρίζουν. Ένα άλλο στοιχείο που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα κείμενο μεταγενέσης του επαγγελίου, είναι, πίθανα από ιστορικής απόψη, στοιχεία τα οποία περιέχει το κείμενο αυτό. Ο συγγραφές δεν φαίνεται να γνωρίζει καλά τα πράγματα στην Παλαιστίνη, ούτε πολύ περισσότερο τα πράγματα στην εποχή του Ιησού Χριστού, αλλά έχουμε διάφορες ασάφιες και ανακρίβειες ιστορικές, κάτι που μας δείχνει καταρχάς και την απόσταση τη γεωγραφική από την περιοχή της Παλαιστίνης και καταδύτερο μας δείχνει ακριβώς και την κρονική απόσταση από τα γεγονότα τα οποία περιγράφει. Ένα άλλο στοιχείο που δείχνει ακριβώς ότι μιλάμε πλέον για μία εποχή που πολλά πράγματα παγιώνονται μέσα στην ζωή της αρχαίας εκκλησίας είναι η αναφορά στην ημέρα του Τιμία των Σαββάτων, τον Αναγωνικό Ευαγγελείο, ως την ημέρα Κυριακή. Γνωρίζουμε ότι αυτός δεν ήταν αρχικός ο χαρακτηρισμός της συγκεκριμένης ημέρας, οι αρχιότερες παραδόσεις μιλάνε για Τιμία των Σαββάτων, αλλά αντίθετα όσο περνάμε στις τελευταίες φάσεις της πρώτης χριστιανικής γενιάς και πολύ περισσότερο στις επόμενες φάσεις κ.Β.Ε. βλέπουμε ότι όπως παγιώνεται για πρώτη φορά στην Καινή Διατήκη το Σεμμούνις την Αποκάλυψη, η οποία γενικά θεωρείται ένα κείμενο σχετικά προς το τέλος της ιστορίας συγγραφής των κανονικών κειμένων της Καινής Διατήκης και στη συνέχεια το ξανασαλούμε το όρος στη Λιδαχή στο 14 κ.Β.Ε. όπου είναι τέμνος τέχνης όπως και στην Αποκάλυψη, ένας τεχνικός όρος ο οποίος χαρακτηρίζει η νέα συσκεκεμένη μέρα από τη μέρα συγνέσης των Χριστιανών, η μέρα εγώτασμού της Ανάστασης και η μέρα της ευχαριστίας. Και ένα άλλο στοιχείο είναι η ιδέα για την Ισάδου Κάθογο που προϋποτίθεται και στο κείμενό μας καθώς ακούγεται η φωνή από το ουρανό προς το σταυρό, προς το να σταμαστεί συνέχεια και η φωνή ρωτάει εγκύληξες τους νεκρούς και η απάντηση είναι ναι. Είναι μια ιδέα την οποία γνωρίζουμε ότι υπάρχει στην ΑΠΕΤΡΟΝ στο τρία κεφάλαιο στοίκο του ΒΑΝΑΙΤΙ που είναι ένας πολύ ενδιαφέρος αμαρτήτης αυτήν και δήλωση μέσα στην αρχαία χριστιανική παράδοση και ξέρουμε τη συνέχεια ότι εδώ πρέπει να βρισκόμαστε στην αρχή ανάπτυξης μιας συγκεκριμένης παράδοσης η οποία έρχεται ακριβώς να απαντήσει στο ερώτημα τι ακριβώς έκανε ο Σούς όταν βρέθηκε στον κόσμο φωνεκό και τι συνέβη στις τρεις μέρες που μισολάβησαν ανάμεσα στην ταφή του και στην Ανάσταση του σύμφωνα την παράδοση. Θα ήθελα λοιπόν τώρα να διαβάσω καταρχάς το πρώτο μέρος αυτής της περιγραφής για την Ανάσταση. Μάλλον θα διαβάσω όλο το κείμενο και στη συνέχεια θα κάνουμε μερικά σχόλια πάνω σε αυτό. «Προείας δε επί φόσκολου στου Σαββάτου ήλθεν όχλος από Ιερουσαλήν και της Περικόρου η να είδωσιν το μνημείον σχραγισμένου. Τη δέ νυχτή, εἰ εἰ εἰ πέθος εἰ κυριακή, φυλασσούν οὐ μὸς τραδιωτῶν δύο καταφυλάν μεγάλη φωνή ἐγένετον τὸν οὐρανόν, καὶ εἶδον ἐνοιχθέντας τοὺς οὐρανούς, καὶ δύο ἄνδρας κατερθόντας ἐκεῖθε πολλῆ φέγος ἔχοντας καὶ ἐγγύσαντας τοῦ τάφου. ὁ δελήθος ἐκεῖνος οὐδὲν πλημένος ἐκεῖ τῇ θῆρα αὐτοῦ ἐκυλιστῆς ἐπεχόρησε καταμέρους καὶ ὁ τάφου ξελήγει καὶ ἀπὸ τὴν νεανοίσκη σύμφωνον. Οἱ δὲν τῆς οὐδὲς τραδιώτη ἐκεῖνοι ἐξήγνησαν τὸν Κεντυρίανα καὶ τὸν Πρεζητέρους, παρὶ σὲν δὲρ καὶ αὐτοῖ φυλάσσοντας. Καὶ ἐξηγουμένον αὐτὸν ἀλλήδον πάλιν, ὄρας ἐν ἐξελθόντος ἀπὸ τοῦ τάφου, τρῆς ἄνδρες καὶ τοὺς δύ εἰς εἰκοῦν ἐκ οὐρανῶν λεγούσις ἐκήρυξας τῆς κοινωμένης καὶ ὑπακοῖ εἰδικοῦ ἐτὸ ἀπὸ τοῦ σταβούλου, ὅτι ναι. Πάρα πολύ ενδιαφέρον κείμενα, γιατί ακριβώς έχουν μια πολύ ενδιαφέροσα, θα τα χάσουμε δικημενική σύνδεση με τα κείμενα της Κεννής Διαπήρκης και της Αφρικιλίστρου Ταφινίστου Ματθαίου για την Ανάσταση, το κομμάτι που έχει να κάνει με τους φουρούς και με την κίνηση του λύθου και τους δύο νεονοίσχους που εμφανίζουν τους δύο άνδρες και έχουμε και δεύτερο ένα πολύ ενδιαφέρον κομμάτι του 38ου εξής, όπου εδώ πλέον βλέπουμε την καινούργια δημιουργία, τα καινούργια στοιχεία στην αφήγηση και ακριβώς την περιγραφή κάθε λεπτομέρεια της Ανάστασης. Αν τώρα στραφούμε λίγο στο ίδιο το κείμενο, στην αρχή του, βλέπουμε ότι ένα πρώτο σημαντικό στοιχείο είναι ότι περιγράφεται ότι όλοι οι κατοικοί της Ερουσαλίας βγαίνουν από την Ερουσαλία για να επισκεφθούν ουσιαστικά τον τάφο. Για ποιον λόγο θα επισκεφθούν τον τάφο, δεν μας εξηγείται απόλυτα στο κείμενο, υπάρχει όμως αυτός ο όπλος, ένας όπλος που ξέρουμε ότι παίζει ένα σημαντικό ρόλο και στις καμερικές αφηγήσεις των θαυμάτων του Ιησού και εδώ θα πρέπει να υποθέσουμε ότι λειτουργεί με έναν άλλο τρόπο όπως ακριβώς και στις αφηγήσεις εκείνες. Έτσι πρώτα πρώτα, σαφώς όταν έχουμε μια απολογική διαδικασία, αφού ο συγγραφέας μας πάσει τη σειρά, προσπαθεί να μας δείξει ότι το γεγονός της Ανάστασης δεν είναι γεγονός μυστικό απόλυτα, κάτι το οποίο βλέπουμε το τονίζουν ιδιαίτερα τα ευαγγελικεία και τα τεξοχήνικα μάρκος, δεν είναι γεγονός του οποίου μάρτυρας ήδηξε μια νουκρή θα λέγαμε ονάδα άνθρωπα, όταν απέναντίες είναι κάτι για το οποίο μπορεί να καταθέσουν ο μαρτουριέλους ένα πλήδος ανθρώπους. Ευτό εδώ φαίνεται να αγνοεί ή να προσιουπά μάλλον τη συζήτηση που γίνεται στο Μαρθέο για τους φιλούς και πώς τελικά οι φιλούς διαδίδουν μια ψευδή δήλωση, αν ήταν όλος ο όχλος εκεί δηλαδή, μια ψευδή δήλωση των φιλών προφανώς δεν θα είχε καμία αξία, αφού ο καθένας ο οποίος ήταν παρστάμενος θα μπορούσε να βεβαιώσει για το αντίθετο τον λόγο τον χρόνο. Υπάρχει η απολογητική σαφώς διάθεση εδώ, υπάρχει μια διάθεση απόδειξης, αποδεικτική. Ας θυμηθούμε ότι παρόνιες τάσεις έχουμε για παράδειγμα και στις ομολογίες. Φιλιστής να θυμηθώ χαρακτηριστικά εδώ την ομολογία που έχουμε και τον κατάλογο μάλλον των μαρτύρων της Ανάστασης που έχουμε στην Άλφα Προσκοριτής, που θα είναι μια αρχαίωτερη μαρτύρα από έναν και την Ανάσταση και μια ομολογία πίστες. Βλέπουμε εκεί μια απαρρύθμιση των αυτοκτών μαρτύρων και μάλιστα με μια αυξητική τάση, που είναι ένας απολύνου σκεφτάντας μέχρι πάρα πολλούς. Τάσεις που σαφώς ήδη τα σφήματά της τα βρίσκουμε μέσα στην ίδια την Ευαγγελική παράδοση, όπου αναφέρονται άνθρωποι που βρέθηκαν στον τάφο ή είδαν τον τάφο, αναφέρονται ονόματά τους. Ξέρομαι ότι έχει ανατυχνή ολόκληρη παράδοση, διότι η Μαρία την Βαρτανή είπαμε γι' αυτό άλλως, τέσσερις απολύνων αθήματα. Μέσα σε αυτή τη γενικότερη τάση της παράδοσης θα πρέπει να δούμε τη μαρτυρία αυτή για τον όπλο. Και το δεύτερο στοιχείο πάρει καθυναλωγία προς τη φρύση του όπλου στα Ευαγγέλια και κυρίως ευαγγελικές αφηγήσεις από θαύματα, είναι το ότι εδώ αυτή η παρουσία του όπλου δίνει μια ιδιαίτερη έμφαση στο θαυμαστό γεγονός που θα ακολουθήσει. Ένα γεγονός στο οποίο δεν αποπτά παραπονελαβάνω μια προσωπική και μυστική διάσταση, αλλά έχει μια καθαρά, θα λέγαμε, περισσότερο διευρυμένη σημασία, αφού αφορά έναν όπλο-όπλο, έναν όπλο-πλήθος-όπλο, που βγήκε κι αυτόν τον κομμό στο στιγμό και από την έξω από την Ιερουσαλή και μπροστά στο τάφο την ημέρα αυτή. Είπαμε και για την Κυριακή. Κυριακή είναι πάλι, είπαμε, ένα ενδιαφέρον στοιχείο εδώ. Εγνωρίζουμε ότι αργότερα μες στην παράδοση η ημέρα της Ανάστασης του Κυρίου ονομάστηκε η Κυριακή και συνδέθηκε φυσικά και με την αλληλεστασία της ευχαριστίας, κατά ανάλογο τρόπου όπως συμβαίνει μέχρι και σήμερα. Και αυτό το οποίο πρέπει κυρίως να μας προκαλέσει την προσοχή είναι όσα περιγράφονται από τον 38ο Δεχτού Παράγραφο και εξής. Έχουμε λοιπόν καταρχάς, πιο πριν, έχουμε τους δυο άνδρες οι οποίοι κατεβαίνουν από το ουρανό και οι οποίοι είναι με σκοφός χώρο, είναι μια χαρακτηριστική σκηνή θεοφάνειας. Είπα και πριν ότι εδώ έχουμε και νοδιατικικές εξαρτήσεις και κυρίως από την αφήγηση του Μαθθαίου που εκεί πάλι έχουμε τους αγγέλους και έχουμε τον Άγγελο μάλλον, ο οποίος κατεβαίνει από το ουρανό και ο οποίος τελικά είναι εκείνος που θα κυλήσει το λίθο και είχαμε πει και όταν μιλούσαμε για να φύγεις με Μαθθαίου ότι προσπαθεί να συμβιρώσει το κενό το οποίο εκεί την απορία μπορεί να δημιουργεί τους αναγνώστες του Μάρκου αφού βλέπουμε τις γυναίκες να πηγαίνουν στον τάφο και στον δρόμο αρχίζουν και συλλογικά ποιος θα μας ανοίξει τον τάφο ποιος θα κυλήσει την πέτρα, κάνει που κανείς δεν έλεγε μα καλά δεν μπορούσε να το είχα σκεφτεί νωρίτερα. Και εδώ έρχεται ο Μαθθαίος ο οποίος δεν βάζει τις συνέχειες να μπορούν να λύνει το πρόβλημα κατευθείαν με την πέτρα που έχει κυλήσει ο Άγγελος και την ίδια ιστορία βλέπουμε και εδώ στο Ευαγγέννητο Πέτρο. Σαφώς όπως είπα και πριν εξάρτηση έχουμε από Μαθθαίου και στην ιστορία του το Φουρά με αρκετές διαφορετικήσεις και κυρίως αποσιωπάται η ψευδής είδηση την οποία εκείνοι διέσπειρα κάθε πόδιξη και κατά κυματισμών των προεσταμένων τους και είπε ότι υπάρχει αυτή η αποσιώπηση ακριβώς γιατί δεν θα τέριαζε μέσα στη γενικότερη αφήγηση η οποία θέλει τον Ιησού να αναστένεται μπροστά σε ένα ολόκληρο πλήθος ανθρώπων από την Ιερουσέλλη. Οι Φρούλοι λοιπόν κι αυτοί ανήκουν σε αυτό το κομμάτι της παράδοσης και στη συνέχεια έχουμε το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο που είναι ακριβώς αυτή η λεπτομερής περιγραφή της Ανάστασης. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρος εδώ διότι μας εμφανίζει τους δύο άντρες οι οποίοι κατεβαίνουν από τον ουρανό, φτάνουν στον τάφο και με το που φτάνουν οι πέτρα κυλάει μόνοι της, υποχωρεί δηλαδή μπροστά τους ως ένα σημείο, στην άκρη μάλλον πηγαίνει, ο τάφος ανοίγει και οι δύο νεαροί μπαίνουν μέσα στον τάφο Νέα Νίσκη κατά το χαρακτηρισμό που βρίσκουμε για τον Νέα Νέα Νίσκο στο Μάρκο και στη συνέχεια βγαίνουν αλλά δεν βγαίνουν μόνοι τους, από τον τάφο βγαίνουν τρεις, υπάρχει μια περιγραφή αυτών των τριών προσώπων, οι δύο είναι ψηλοί σαφώς και φτάνει λέει το κεφάλι τους μέχρι το ουρανό και ο τρίτος ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στους δύο και υπομαστάζεται από αυτούς το κεφάλι του ξεπερνάει του Μεράνο βέβαια άμα υπομαστάζεται καταλαβαίνει κανείς ότι αυτό δεν προϋποθέτει να είναι ψηλότερος ο τρίτος πρωταγωνιστής της ιστορίας αυτό όμως είναι μια λεπτομέρεια που δεν βένει σε ιδιαίτερες, δεν φαίνεται να νοιάζει το συγγραφέ ο οποίος θέλει κυρίως να τον λύσει ακριβώς αυτό το μεγαλείο και την αυτοτερότητα του τρίτου προσώπου που είναι ακριβώς ο φυσικά ο αναγνώσης καταλαβαίνει ότι είναι ο Ιησούς και το άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ο σταυρός ο οποίος ακολουθεί ο σταυρός ο οποίος ακολουθεί τώρα πως ακολουθεί, με ποιον τρόπο, αν κινείται μέσα στον αέρα ή με κάποιον άλλον τρόπο αυτό παραμένει επίσης ανοιχτό στη συζήτηση, στην αφήγηση δεν ενδιαφέρεται ο συγγραφέας όπως κάποια περιγραφή και γι' αυτό και ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι ο τρόπος με τον οποίον περιγράφεται ο Ιησούς το τρίτο πρόσωπο, δεν οικατονομιάζεται βέβαια αλλά όπως είπα και πριν ο τρόπος με το οποίο περιγράφεται και το γεγονός ότι αναγνώσεις γνωρίζω πολύ καλά ποιος βρίσκεται μέσα στον τάφο δεν αφήνει αφιβολία για το ποιος είναι τελικά εκείνος που βγαίνει βλέπουμε ότι δεν περιγράφεται με τις ανθρώπινες του ηλιαστάσεις εδώ είναι μία περιγραφή, είναι υπερβολικά στοιχεία είναι το κεφάλι που λέει φτάνει μέχρι τον Ρωμό και το Λυπτίτο Ζεπενπάι, εδώ πάλι το κολλοστόπος Μίδουλ εκείνης της εποχής και γι' αυτό εδώ θεωρούμε ότι έχουν στοιχεία πολυμορφικής κριστολογίας είναι ένα χαρακτηστικό η πολυμορφική κριστολογία πολλών κειμένων της αρχαίας στιανικής παράγωσης και ιδιαίτερα στην Απόκλυφη Γραμματεία έχουμε τον Ιουσού να εμφανίζεται με διαφορετικές κάθε φορά μορφές διαφορετικές από αυτές που ταιριάζουν μέσα στην λογική της ενατρόπισης του ακολουθούν να τους βλέπουν και εδώ έχουν μια τέτοια πολυμορφική κριστολογία και το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο του τελευταίο είναι η συζήτηση που γίνεται ανάμεσα στη φωνή χαρακτηστικό στοιχείο Θεοπάνιας και στα Ευαγγέλια μας δεν θα έλειπε από εδώ είπαμε και ότι οι εξαρθήσεις είναι πάρα πολύ στενές μεταξύ των κειμένων μας Έχουμε λοιπόν τη φωνή που ακούγεται από τον ουρανό και η ερώτηση επιτύθηκε στο σταυρό αν τελικά κήρυξε στους μακρούς και η απάντηση η οποία είναι λέει ότι ναι κήρυξα στους σταυρούς και είπα και πριν ότι υπάρχει μια πρώτη αναφορά στην άρθρο-παιδί στο τελευταίο κεφάλαιο για αυτό το κήρυγμα του Ιησού στου αντάφλου εδώ βλέπουμε δεν είναι ο ίδιος ο Ιησούς που παρουσιάζεται ως άτομα στους κήρυξες αλλά ο σταυρός αφήνοντας εδώ φυσικά ανοιχτό το ερώτημα ποιος κήρυξε και αν θα μπορούσε ένα σταυρός να κήρυξει και Ιησούς εδώ έχουμε πάλι να κάνουμε αυτόν τον πολυμοφική ασχολήγη για την οποία και αναφερθεί λόγο είπα λοιπόν πριν ότι ξεκινάμε από αυτήν την πρώτη μαρτυρία στην α' πέτρου η οποία στη συνέχεια θα βρει την εξέλιξή της και την αναπτυξή της μέσα σε μια απληθώρα κειμένου και αναφορών στην αρχαία χριστιανική γραμματεία με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα στον Ιγουστίνο στο διάλογο, στον Στρίφωνα στο 72 κεφάλαιο στο στίχο 4 ή στον Καταειρέσιον του Ειδημαίου στο 4 του 227 κεφάλαιο στο 222 ή ακόμα στον πλήμι του Αλεξανδρέα στον Στροματής στο 2,9 Υπάρχει λοιπόν μια προηγούμενη και μια σύγχρονη και αν θέλετε και λίγο μεταγενέστερη παράδοση γύρω από την κάθολο στον Άβη και επομένως βλέπουμε εδώ ένα πολύ ωραίο κείμενο, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο το οποίο ακριβώς αποτυπώνει, όπως είπα και πριν, θεολογικές αναζητήσεις και συζητήσεις της πρώτης ακριβώς, ήταν πρώτων χριστιανικών γενιών Θα περάσουμε τώρα σε ένα δεύτερο κείμενο, το Ευαγγέλιο του Ικοδύνου το οποίο είναι μεταγενέστερο όσον αφορά, σε σχέση με όμως σε σύγκριση με το Ευαγγέλιο του Πέχου θα πούμε λίγα πράγματα τα οποία είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα Το ευαγγέλιο του Ικοδύνου στην ομορφή την οποία το έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας είναι ένα σύνθετο κείμενο το οποίο συνδυάζει την αφήγηση για τη δίκη και το πάθος του Ιησού με την περιγραφή της Καθόδου στον Άδη δηλαδή θα λέγαμε ότι είναι ένα σπαντιλωτό κείμενο το οποίο φυσικά έχει και διαφορετική ιστορία σύνταξης Αυτό που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ότι εδώ το κείμενο μας, τουλάχιστον στο πρώτο μέρος αλλά και στη συνέχεια, κυρίως στο πρώτο μέρος αλλά και στη δεύτερη σε πολλά σημεία ακουμφεί σε γενικές δαμές στην αφήγηση της Καινής Διαθήτης δηλαδή ουσιαστικά λέει όσα γνωρίζουμε από την ιστορία του πάθους έχει όμως και κάποια νέα στοιχεία, είναι άλλωστε αυτό ένα χαρακτηριστικό, όπως έχουμε πει, της απόκου της παράδοσης να προσθήθεται στην αρχική μας αφήγηση, στην κανονική αφήγηση στοιχεία τα οποία ουσιαστικά έρχονται να διευκολυνήσουν, να συμβουρώσουν, να εμπνεύσουν σημεία της κανονικής παράδοσης σε κάθε περίπτωση λοιπόν εδώ έχουμε καταρχάς το κείμενος και εμείς διαδικτύσεις, βασική δημιουργία του κρυφού και κατά δεύτερο έχουμε επίσης μια σειρά από καινούργια στοιχεία τα οποία προσθέτει ως συγγραφές μας γιατί που σου είπα η στιγμή της παράδοσης θα είναι μεγεμένη και της σύνταξης είναι αρκετά πολύ δύσκολη Εδώ έχουμε λοιπόν ειδικό στοιχείο για παράδοση, κατηγορίες εναντίον του Ιησού στο πρετόριο είναι διαφορετικές από ότι αυτές που γνωρίζουν από την κανονικά Ευαγγέλιο από εκεί έχουν μια πολιτική θα λέγαμε χρειάστα όσα καταμαρτυρούν οι άρχοντες των διοντών στον Ιησού Ρωσάφ τον Πελάτο Ένα δεύτερο στοιχείο το οποίο δεν το έχουμε από την ελληνική παράδοση είναι η εμφάνιση του Αναστημένου Ιησού στον Ιωσήφ τον Απαρυματέας Ο Ιησού του Απαρυματέας παίζει ένα σημαντικό ρόλο στις υπόλοιπες αφηγήσεις τον Ιδανεάλλος είναι αυτός που στοντίζει για την ταφή του Ιησού αλλά δεν έχουμε καμία διαφορεία για εμφάνιση του Ιησού σε εκείνο Εδώ έρχεται η παράδοση να συγκυρώσει ή να διερθώσει αυτή την παράδοση και φυσικά το εντελώς στοιχείο το μοναδικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι η κάθομος στον Άδη Η κάθομος στον Άδη είναι μια πολύ σύθετη και πολύ ζωή αφήγηση όπου πρώτα πρώτα υπάρχει η συζήτηση του διαβόλου στον Άδη και θα πούμε λεφτά και στη συνέχεια έχουμε την περιγραφή αυτής κατά αυτής της εμφάνισης του Ιησού μέσα στον κόσμο Αυτή τώρα η αφήγηση σήμερα από τους ειδικούς ακτιμάδες και πρέπει να το πληθυθεί γύρω στον 5ο αιώνα Άρα πρέπει να είναι αρκετά μεταγενέστια κειμερά Αυτό δε σημαίνει ότι πίσω του δεν έχει κάποια προφορική παράδοση ή κάποια άλλα κείμενα τα οποία λυστιχώς δεν τα έχουν στη θέση μας Δεν μπορούμε να ακουμπώσουμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι το κείμενο μέσα του 5ο αιώνα άρα είναι ένα κείμενο εξαιρετικά μεταγενέστερο και επομένως ίσως όχι ένα κείμενο το οποίο θέλουμε να συζητήσουμε Για κάθε περίπτωση δείχνει από πίσω μια παράδοση η οποία έρχεται να πτήξει, να συγκληρώσει να κατασκευάσει θα λέγαμε μια ολόκληρη αφήγηση για το τι συνέβη όταν ο Ιησούς κατέβηκε στον Άδη και παρέμουν εκεί στον κόσμο νεκρό Η αφήγηση μας θα αφώσουμε και τόσο μεταγενέστεροι είναι λογικό να έχει πλήρη εξάρτηση όπως είπα και πριν από την καινήρια αφήγη Την ακολουθή της ιδιώνει προϋποθέτει χωρίες, προϋποθέτει αφηγήσεις τις οποίες αφίβολα οι αναγνώστοις και του λένε κειμένου είχαν υπόψη τους Επιπλέον όμως έχει και πάρα πολύ ζουρές εξαρτήσεις από παλαιοδιακικά κείμενα, ενδιαφέρον ιδιαίτερα προφητικά κείμενα αλλά και ψαλικά Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον ο τρόπος πρόσληψης αυτών των κειμένων και ενταξύ τους μέσα στην αφήγηση μας Κάτι δηλαδή το οποίο δείχνει ακριβώς μια συγγραφική δημιουργικότητα, μια φαντασία, μια πρωτοτυπία από μέρους του συγγραφέα μας Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον στοιχείο και κάτι που προφανώς κατέστησε από το κείμενο εξαιρετικά αγαπητό ανάδειγμα κατά χρόνια του Βυζαντίου Είναι η ζωηρή περιγραφή που βρίσκουμε της εισόδου του Ιησού στον Άδη Βλέπουμε δηλαδή ότι υπάρχει μια πολύ λεπτομερής περιγραφή, αυτό το είπαμε ότι είναι χαρακτηριστικό γενικά όλων των αφηγήσεων και που αφορούν στην Ανάσταση, στον Θάλατο και στην Ταλφή αλλά και στην Ανάσταση Ιησού Έχουμε λοιπόν μια πάρα πολύ λεπτομερή περιγραφή και πάρα πολύ ζωή περιγραφή και έχουμε πάρα πολλούς διαλόγους χαρακτηριστικούς είναι ο διάλογος όπως είπα και νωρίτερα μεταξύ του διαβόλου και του Άδη όπου ο διάβολος κατεβαίνει για να προβάβει να ενημερώσει τον Θάνατο και να του πείτε ότι έχετε κάποιον σ' όπου δεν μπορούσα να τον ελέγξω να έχει στο νου σου, διότι αυτός μπορεί να σου κάνει χαλάστα θα λέγαμε εδώ πέρα στο μαγαζί σου το ύφος είναι λίγο πολύ σε αυτό το πλαίσιο όπου ο Άδης στην αρχή εκφράζεται βέβαια ότι αυτό δεν γίνεται μετά δείχνει ένα ενδιαφέρον, υπάρχει μια λόγω συζήτηση μέσα από την οποία αποκαλύπτεται ότι ο Ιησούς είναι ένας ιδιαίτερος και χωριστός άνθρωπος για τον διάβολο τον οποίο ουσιαστικά δεν μπορεί, δεν μπόρεσε να τον ελέγξει και το μόνο του κατάφερε είναι να τον θυματώσει εδώ έχουμε ένα γνωστό θέμα το οποίο μπορεί συχνά και στην Πατερική Γραμματεία και στη συνέχεια υπάρχει η συζήτηση αυτή και υπάρχει όλη αυτή η περιγραφή του πως έρχεται ο Ιησούς μέσα στον Άδη και πως διαλύει το βασίλειο του Άδη, πως καταστρέφονται οι πόρτες και ερημάζει ουσιαστικά αυτό το οποίο παλαιότερα ήταν το κυριακό status quo στη ζωή των ανθρώπων που είναι θάνατος Ποιο σοβαίο από όλη αυτήν την τόσο λαφιμιλή και απλουρική χαλαρά με αφήγηση, εκτός από τις και αναδιαδικές, καλλιτεκικές και όλες τις άλλες αναφορές και εξαρτήσεις Θα θέλαμε να διακρίνουμε μια ιδιαίτερη θεολογία η οποία αναπτύσσεται γύρω από το γεωγονός της Ανάστασης και είναι υπομονή στον ενδιαφέρον Στα πρέσ' ενός μαθήματος στο οποίο συζητήσαμε για τις αναγγελικές αφηγήσεις της Ανάστασης να δούμε πως οι αρχικές ιδέες και την Ανάσταση όπως αυτές διατυπώνονται μέσα στα κείμενά μας εξελίσσονται και παίρνουν αυτή την αφήγηση με διαπέροχη Το πρώτο πρώτο είναι ότι και εδώ όπως και στα Ευαγγέλια μας τονίζεται ότι η Ανάσταση είναι η αρχή της σωτηρίας. Μια ιδέα την οποία βλέπουμε πολύ συχνά και στα κείμενα τα Ευαγγελικά αλλά και στον Παύλο και ιδιέδρα στον Παύλο θα λέγατε ότι στα Ευαγγέλια η αρχή της σωτηρίας συνδέεται ήδη με την ανευρώπιση του Ιησού στο Κατεβάνιο Ευαγγέλιο και στο Ματθαίλος τελικά και ήδη και με το κείρυμα της Βασιλείας το οποίο έφρασε αυτοτορίζητες τον Μάρκο Ο Παύλος πολύ συχνά στο Άθος και Ανάσταση τα συνδέει με τον Ιωμανός της σωτηρίας και εδώ έχουμε ακριβώς μια αφήγηση της ίδιας Παύλιας σκέψης Το δεύτερο είναι ότι ο Ιησούς εμφανίζεται ως ο βασιλεύς της δόξης. Αυτή είναι μια απαλληλευτική εικόνα για τον Θεό η οποία μεταφέρεται του ίδιου στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού Ο Ιησούς λοιπόν εμφανίζεται ως ο κυρίακος της κατάστασης ως ο σωτήρας και ο νικητής του θανάτου Η ιδέα αυτή του Ιησού, ως ο νικητής του θανάτου, την βρίσκουμε για παράδειγμα στον Παύλο όταν ειστεμένος από το Ιηθείο στο 15ο κεφάλαιο περιγράφοντας το διάσημο που συμβαβεί ανάμεσα στο σταυρό των θάνατον και του Ανάσταση του Ιησού από την μια μεριά και τη δεύτερη και τη δευτέρα παρουσία Ο Παύλος χαρακτρίζει αυτήν την περίοδο όλη βασιλεία και λέει χαρακτηριστικά ότι στην περίοδο αυτή θα κακοποτάξει ο Ιησούς όλους τους εθνούς του και τελευταίως ανάμεσα σε αυτούς θα καταγγεθεί και θα νικηθεί ο θάνατος και ότι ακριβώς η ανάσταση του Ιησού είναι η απαρχή των διακίνημένων και αυτό που λέγαμε η πρόγευση και το προανάκουσμα αυτής της τελικής ύτας του θανάτου Μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα είναι ότι ο Άδης είναι ο τόπος κατοικίας των νεκρών, συγκέντρωση των νεκρών Εδώ σαφώς βρίσκουμε στοιχεία, συνδυάζοντα στοιχεία τόσο από την παλαιογερτική αντίληψη Καρισιών όσο και ανάλογες εσκατολογικές εικόνες που έχουμε στα κείμενα τα ελληνικά και της γενικότερης περιόδου. Ο Άδης λοιπόν είναι ο τόπος της συγκέντρωσης των νεκρών και είναι ο τόπος που τελικά ο Ιησού σταματεί ως νεκρός αλλά ουσιαστικά αυτός θα αποτεθεί οτι είναι ο πραγματικάς ζωός. Κι ένα άλλο στοιχείο που είναι πολύ ενδιαφέρον που είναι στοιχείο επίσης χαρακτηστικό της θεολογίας του συγκεκριμένου κοινού είναι ότι ανάμεσα στα πρόσωπα όπως συναντούμε στοιχεία είναι ο Ενώ και ο Ηλίας για αυτά τα δύο πρόσωπα λέγεται ξεκάθαρα ότι δεν πέθουν αλλά αναλύθηκαν στους λαμπούς αφήνως ανοιχτεί την πιθανότητα της επανόδου τους σε αυτόν τον κόσμο και ακριβώς αυτό το πράγμα βρίσκουμε και στο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου δε το βρίσκουμε αυτό βρίσκουμε ότι οι δύο αυτοί ουσιαστικά καταλήγουν και αυτοί στο χώρο των νεκρών, οι πάντες οι ηλικοί και αυτό έχει να κάνει ακριβώς με την οικουμενική και πανευθρόπινη σημασία που έχει για τον συγγραφέα του Ευαγγέλιου του Νικοδήμου η ιστορία, η ανάστηση και επομένως δεν θα μπορούσα να προσιάζουν από εκεί δύο δίκαιοι της κατεξοχήν δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης που είναι ο Ενώ και ο Ηλίας γνωρίζει λοιπόν τα πρόσωπα φαίνεται να αγνοεί ή να μην ενδιαφέρεται ο κυβλάριστον να ακολουθήσει την κυρίαρχη θα λέγαμε παράδοση που υπάρχει στην ατιέρα βιουλδαϊσμό για το καταδύο πρόσωπο τα οποία συνδέονται με τα έσκαπα από τη μία μορδιά που είναι άνοιγμος μορδιά που στροποθετεί μέσα στον άδειο μορίζοντας προφανώς τη σκουδαιότητα που γενικότερα έχουν αυτά τα πρόσωπα ως δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης και ως λοιπόν αυτή τη σύντομη αναφορά σε δύο πολύ ενδιαφέροντα εξοκομονικά αρχαία κείμενα που αναφέρονται στην ανάπταση έχουμε να πούμε ακριβώς ότι πρόκειται για μία θα λέγαμε αξίζει το πως που κανείς να τα μελετά γιατί ακριβώς βλέπουμε να δει την πορεία που ακολουθεί η ιστορία της πρόσληψης των γεγονότων που περιγράφονται στα Ευαγγέλια μας και την περαιτέρω ανάπτυξη εκείνων των αφηγίσων μέσα σε μία θεωρητικά πλαίσια μέσα σε μία πλέον αναπτυγμένη συζήτηση θεωρητική συζήτηση για την ανάσταση, για την τύχη των νεκρών, για τη δευτέρα παρουσία κλπ.