Εκείνα τα Χριστούγεννα - Γιάννης Παλαβός /

: Φυγηθώ μια ιστορία η οποία συνέβη σε εμένα όταν ήμουν παιδί στο Βελβεντό. Θα πρέπει να ήταν το 1989 ή το 1990, ήμουν εννιά δεκαχρονών και είναι παραμονέκας του Γέννων. Έχω βγει να πω τα κάλαντα μαζί με δύο φίλους από τη γειτονιά, τον Μανόλου και τον Κώστα. Σκοπός είναι, αφού γυρίσουμε όλο το χωριό...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Φορέας:Κοβεντάρειος Βιβλιοθήκη Κοζάνης
Μορφή:Video
Είδος:Πολιτιστικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: ΚΟΒΕΝΤΑΡΕΙΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΚΟΖΑΝΗΣ 2020
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=TDykX1YoCek&list=PLh-A2vnXWxrC6TI9mGNzo8fRN-78fvHnM
Απομαγνητοφώνηση
: Φυγηθώ μια ιστορία η οποία συνέβη σε εμένα όταν ήμουν παιδί στο Βελβεντό. Θα πρέπει να ήταν το 1989 ή το 1990, ήμουν εννιά δεκαχρονών και είναι παραμονέκας του Γέννων. Έχω βγει να πω τα κάλαντα μαζί με δύο φίλους από τη γειτονιά, τον Μανόλου και τον Κώστα. Σκοπός είναι, αφού γυρίσουμε όλο το χωριό, να πάμε στο Τσανμπλάκ. Το Τσανμπλάκ, για όσους ξέρουν από το Βελβεντό, είναι η πιο παλιά γειτονιά του Βελβεντού με τα ασθενά της. Εκεί λοιπόν, στο νησό του Τσανμπλάκ, όπου λίγο πιο κάτω μένει η γιαγιά μου, έχω μάθει από τη μαμά μου ότι είναι το σπίτι όπου έχει έρθει μια θεία από την Αυστραλία, η οποία είναι ευκατάστατη, έχει κάνει την περιουσία της στην Αυστραλία και έχει έρθει εδώ και κάποιο διάστημα να περάσει κάποιες μήνες και τις γιορτές στο Βελβεντό. Οπότε, ο δικός μου πονηρός σκοπός ως παιδί που είναι τα κάλαντα είναι να αφήσω τους δύο φίλους μου που λέγαμε μαζί τα κάλαντα να πάνε σε κάποια άλλα σπίτια στην γειτονιά και εγώ να χτυπήσω μόνος μου την πόρτα σε αυτό το σπίτι, το οποίο μου έχει υποδείξει η μαμά μου, το πού είναι αυτό το σπίτι περίπου, έτσι ώστε να πάρω μόνος μου, επίθευμα να γνωρίσει η θεία, να πάρω μόνος μου κάποια περισσότερο, ένα καλύτερο βαλάντιο. Αυτό είναι λοιπόν τους άλλους δύο, τους λέω πηγαίνετε καμπαλού και φασίζομαι μόνος μου να πάω να χτυπήσω το κουδούνι σπιτιού, το οποίο μου έχει πει η μαμά μου πού περίπου είναι. Είναι μια παλιά μονοκατοικία, στο Βελβέντο υπάρχουν πάρα πολλές, σε εκείνη τη γειτονιά πάρουν ακόμα περισσότερες, ένα παλιό χωριάτικο σπίτι το οποίο δεν φαίνεται πολύ καλή κατάσταση, παρ' όλα αυτά πηγαίνω, ανοίγω την πόρτα της αυλής, μπαίνω μέσα και χτυπάω το κουδούνι, χτυπάω την πόρτα δηλαδή. Δεν ακούγεται τίποτα, δεν βλέπω να έρχεται κανένας, ξαναχτυπάω, λέω τα κάλαντα, τα λέω μία φορά, τα ξαναλέω, επιμένοντας με σκοπό να πάρω αυτά τα υπλέον χρήματα από την πλούσια θεία. Κάποια στιγμή βλέπω πίσω από το διαφανές τζάμι, το κρύσταλο, πίσω από τη σιδεριά της πόρτας, βλέπω κάτι να κινείται. Αργά ανοίγει η πόρτα και από το μικρό περιφτόριο που βλέπω στο αριστερά μου βλέπω να βγαίνει μία πάρα πολύ ηλικιωμένη γυναίκα, μία από αυτές τις γριές που σήμερα είναι όλο και πιο σπάνια να τις δει κανείς. Εκείνη την εποχή ακόμα ήταν, υπήρχαν αυτές οι μαφροφορεμένες γριές με τα λευκά μαλλιά περασμένα σε κότσο από πίσω, με δίχτυ κιόλας. Και αν έχει σχέση με την πόρτα, το πρόσωπο της ήταν καταζαρωμένο, φόρουσε μαύρα. Η αίσθηση που είχα καθώς έβλεπα το πρόσωπο αυτής της γυναίκας είναι μια αίσθηση βαθιάς ενόχλησης. Τάραξα μία σιωπή και τάραξα σαν κάποιος άνθρωπος ο οποίος έρχεται ήδη από σχεδόν να είναι με το ένα πόδι στον άλλο κόσμο. Μέσα από το ενύφωσο να δείχνει και αυτή η φιγούρα, η οποία με κοίταξε με ένα βλέμμα μεταξύ θυμού και απορίας. Τι κάνει αυτό το παιδί να μου χτυπάει την πόρτα αυτή τη στιγμή. Έβαλε πάρα πολύ αργά το χέρι της, και εγώ πρέπει να πω φυσικά σώπασα με το που είδα αυτή τη φιγούρα. Έβαλε το χέρι της μέσα στη ρόμπα που φορούσε μία τσέπη και έβγαλε πέντε βραχμές. Άπρωσα το χέρι μου, της έβαλε και η αίσθηση που είχα καθώς έκλεινα την πόρτα είναι ότι τάραξα την σιωπή, ότι ένιωσα σαν την βορύχος. Σαν κάποιος ο οποίος σε αυτή τη σχεδόν νεκρική ισχυγή που επικρατούσε με τη νεγρασία και το νουφ, που έλεγε μέσα σε αυτό το σπίτι, εγώ πήγα και το ταράξω με τους πονηρούς κομπούς της απληστίας μου. Όταν γύρισα πίσω στους άλλους δύο δεν τους είπα τίποτα. Τους είπα ότι ναι η θεία μου έδωσε τα χρήματα και όλα αυτά. Είχα κάνει να έρθω σπίτι. Συνεχίσαμε κανονικά την υπόλοιπη πορεία, μας δήρχαμε και από το σπίτι να πω στο Μεσμέρι. Πήγα σπίτι να υπάρχει πρωτοτυγό στη μητέρα μου και έμαθα κάποιες μήνες αργότερα ότι το σπίτι ήταν δυο σπίτια παρακάτω. Ήταν ένα σπίτι με αυλή, από αυτό που φτιάχνουν οι μετανάσεις στο να έρχονται από το εξωτερικό. Δεν το είπε στα κανέναν. Ακόμα και τώρα υπάρχουν φορές που κάθομαι ή περπατάω στον δρόμο ή όταν πηγαίνω προς την παλιά αυτή η κοτονιά, προς το Σαμπλά κάτω, όταν περάω από αυτό το σπίτι είναι ακόμα εκεί η φυσικά το σπίτι, χάλασμα. Με πιάνει αυτή η αίσθηση κυρίως τύψεων, ότι τάραξα τη σιωπή αυτού του μοναχικού ανθρώπου. Κάπως έτσι ήταν αυτή η κυριαλική ιστορία, ελπίζω να μην ήταν κάπως στενόχορη. Καλές γιορτές σε όλους.