: [♪ Μουσική με πιθαρία εφαρμογής. Υπότιτλοιος μουσικής. Καλησπέρα σε όλους. Καλησπέρα. Καλωσορίζουμε την κυρία Άρτεμη Σιδεσκουμπούρη. Σας ευχαριστούμε πολύ, είναι μεγάλη χαρά δική μας που είστε εδώ, και ελπίζουμε να σας καμαέρχουμε. Σε ευκαιρίσεις σας, να πείσουμε σε καλύτερη χρονική περίοδο, να είμαστε καλά πρωτοφέρος. Θα διαβάσω ένα βιβλιογραφικό της κυρίας Σκουμπημαντή για όσους δεν την γνωρίζουμε καλά. Η Άθεμη Σκουμπημαντή γεννήθηκε στην Κάλυμνο το 1953 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Φύτησε στα ιστορικά σχολεία της Πλάκας το 74ο Δημοτικό και το 1ο Γυνάσιο Φιλέου. Σπούδασε στην Αθήνα ξαναγός και στη Μαυρίτη ιστορικός της τέχνης. Επί 40 και πλέον έτη, ασκεί το επάγελμα της ξαναγού. Το 1982 θεσπίζει μαζί με το Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων και το Σωματείο Ξαναγών τον θεσμό των δωρεάν ξαναγήσεων ως εθελόγδρια και το 2012 επαναφέρει με δική της πρωτοβουλία τον θεσμό μετά την πεγούμενη καταργησία του. Η συνεργασία της με τον Δήμο Αθηναίων επεκτείνεται με διαλέξεις και τη συγγραφή τεσσάρων ιστορικών βιβλίων για την Αθήνα. Παράλληλα ασχολείται με την ιστορική κελογραφική μελέτη της Αθηναϊκής διαχρονίας. Επί σειρά ετών δίδεξε αθηναϊκά θέματα στη σχολή ξαναγών. Από το 1987 επιμείνει και παρουσιάζει ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές αρχαιολογικού, ιστορικού και λαογραφικού περιεχομένου με τίτλο «Αθήνα μια πόλη μαγική». Εργάζεται ως επιστημονικός σύμβουλος σε τηλεοπτικές εκπομπές ιστορικών και λαογραφικών θεμάτων για την Αθήνα. Επί σειρά ετών εκλέγεται στα διοικητικά συμβούλια του ιστορικού μουσείου, των φίλων του Μουσείου Πενάκη, κατά την εποχή και του πολιτιστικού ιδρύματος Κλαόπουλος Ολίνδιος. Είναι μέλος σε πάρα πολλά μουσεία, φίλους μουσείων από ότι βλέπω, έχει γράψει 11 βιβλία έτσι δεν είναι, ετοιμάζει το 12ο, εκ των οποίων αυτό που θα θέλατε να μου φέρουν είναι το τελευταίο, έτσι δεν είναι, Μοναστηράκη Πλάκα ή Ιστορία Καλώ, το 10ο. Το 10ο είναι Ψηρή Γειτονιά των Ιρών, το πρώτο είναι το Αφανέσπο, αυτό που τώρα θα απολυσιάσουν οι λογίες από μερικά πράγματα γι'αυτό και το 10ο είναι Παριλίσια, καθώς το 10ο ήταν Μοναστηράκη Πλάκα ή Ιστορίας των Θεών. Το τελευταίο αυτό της προηγούμενης χρονιάς Ψηρή Γειτονιά των Ιρών από το Αφανέσπο λεισμά ως την εξέγριση του Κωσία και την εποχή μας και ετοιμάζω το Παριλίσια, οι γειτονιές των Μουσών και των Ιμφών για να τελειώσει το μεγάλος κύκλος και να πούμε και σε εξοηδικά θέματα μετά. Θα ήθελα απλώς να ευχαριστήσω και από την καρδιά μου όλους σας για τη χαρά και τη τιμή που μου κάνετε να είστε σήμερα κοντά, να είμαστε μαζί σήμερα, να πούμε μερικά πράγματα μέσα από τις μελέτες μου, γύρω από τις μελέτες μου για τις ισχολικές τελεογραφικές για τη Γειτονιά του Ψηρή, για τη Γειτονιά του Ψηρή μάλλον και να σας πω ότι είμαι ιδιαίτερα χαρούμενη και ευτυχής, γιατί βρήκα σήμερα και πολύ αγαπημένες μου φίλες και φίλους που έχουν πολύ καιρό να συμμεντήσουν από το ΣΥΚΟΡΟΝΙΝΟΣ, πέσαν πολλά άλλα προβλήματα και ψιλοχαθήκαν όπως όλοι μεταξύ μας και μάλιστα δεν τις συνειδητοποιήσα για να μην τις θελεπορήσω να έρχομαι εγώ και σήμερα με τα μεγάλη μου χαράς βλέπω τις αγαπημένες μου, τις καρδιακές μου φίλες εδώ και είναι αυτό πολύ μεγάλη χαρά και συγκίνηση. Ευχαριστώ για τη χαρά και την τιμή και θα είμαι πάντα σε διάθεση. Σας ευχαριστούμε. Θα συγχωρίσετε την άσχημη φωνή μου, έχω κόπρο συφωνητικών χορδών, ξενογικό σύμπτωμα του καιρού αυτού και πολύ φόρο των εργασίας, αλλά είμαι ευτυχής που τα κατάφεραν να είμαστε μαζί απόψε. Κατά διασθήματα θέλω κάποια πράγματα να σας διαβάσω. Θα τα βρω όμως γιατί είναι σημαντικά αυτά. Λοιπόν, η γειτονιά του Ψηρίτη είχα τη χαρά και την ευτυχία να τη μελετώ από τα νέα ελληνικά μου χρόνια. Εγώ ευτύχησα να μεγαλώσω στη Μπλάκα και οι μνήνες μου είναι από εκεί. Το αγαπημένο μου βιβλίο είναι η Μπλάκα γιατί είναι όλα τα βιώματα τα παιδικά, τα νεανικά, τα βιώματα των μελετών που έκανα κατά σειρά ανετών. Δεν σταμάτησα ποτέ να μελετώ, η αλήθεια είναι, για τις περιοχές αυτές. Και η καρδιά μου είναι στη Μπλάκα. Ωστόσο, αγαπώ ιδιαίτερα τη γειτονιά του Ψηρίτη. Δεν την πολύ γνώριζα, σαν νέα κοπέλα, επειδή είχα μια σημαντήτρια μου, ο πατέρας είχε βιομηχανή, μια βιοτεχνία και βάση περιπτώσει. Και δύο, τρεις φορές είχα πάει και μου είχαν κάνει πολύ εντύπωση κάποια μνημεία εκεί και έκατσα τα μελετήσω αργότερα. Το πρώτο βιβλίο που εξέδουσα, πάλι με τις εκδόσεις Πατάκη, ήταν η πρώτη μου συνεργασία, στα 2000, νομίζω το 2001 ήτανε, Ψηρίη Γετονιά των Ηρώων. Ήτανε μια σύντομη σχετικά μελέτη, ωστόσο καθοδόν βρήκα και πολλά καινούργια στοιχεία και εκείνο που διαπίστωσα ήταν ότι κανείς δεν είχε ασχοληθεί, εκτός από παλαιούς ιστολικούς, δυο-τρεις ιστολικούς του παρελθόντος, με μια γλώσσα έτσι πιο δύσκολη, καθαρέγουσα από εμένα, μου αρέσει πάρα πολύ, την ειδάχθηκα, πρέπει να πω και δεν την αφαρνόμαι, αλλά που θα ήθελα να γίνει μια προσέγγιση με περισσότερη πληροφόρηση γύρω από την εξέγεση του 21, γιατί η γετονιά του Ψηρίη ήτανε πραγματικά η γετονιά των Ηρώων, να ξέρετε, η πραγματική ήρωση του 21, οι πρωταγωνιστές και δυστυχώς που είχανε και πολύ τραγικό τέλος αυτοί οι σπουδαιότεροι άνθρωποι του Ψηρίη. Αυτοί λοιπόν γεννήθηκαν, γαλουχήθηκαν, αντρώθηκαν και έδραζαν στη γειτονιά του Ψηρίη, που είπήξε άντρο των εξεργεφθέντων Ελλήνων αργότερα, των εξεργευμένων Ελλήνων μάλλον, και έταφησαν και στο κοιμητήρι των Αγίων Αναγύρων, το υπέροχο εκείνο βυζαντινό αγίεςμα που δυστυχώς το κατεβαθήσαμε και κάναμε ένα καινούργιο κτίριο, αχαριαριστικό πλέον, αλλά δεν τελείται, έχει πάντοτε τη δέκλη και την ιστορικότητα ενός μνημείου που έχει συνδεθεί και με τη νεότερη ιστορία μας, με τους ήρους του 21, ακόμα και την παρουσία του Απαδιαμάντη, θα τα δούμε τώρα. Έτσι λοιπόν με τα πολλά καινούργια στοιχεία που είχα συναντήσει μέσα από τις μελέτες μου, προφάσισα να ξαναγράψω ένα εβιβλίο του Ψηρή που το θεωρώ το καλύτερό μου, αυτό που το καινούργιο τότε εγκαθέω είναι αυτή η έκδοση. Και μάλιστα είχα και την πρώτη φορά με εκδόσεις Πατάκη και με ανέχθηκε η κυρία Πατάκη, πρέπει να το πω, ενώ όλοι οι άλλοι εκδότησαν, δεν ξέρετε να κάνουμε κάποια συνεργασία. Μου λέγανε μην ξεπερνάς 200-400 σελίδες, δεν είναι εμπορικό. Οι Πατάκη μου άφησαν να κάνω ό,τι θέλω και φτάσαμε κοντά στις 700 σελίδες ασίως να έγινε ένα τέρας τελικά, ένα τούβλο μεγάλο, το βλέπετε. Αλλά το χάρηκα, το θεωρώ το καλύτερο μου εβιβλίο, και θα μπορούσε η εξέλιση του 21, που είναι 200 σελίδες στην Αθήνα, να είναι σε διαφορετική έκδοση, αλλά ήταν Πατάκη το ήθελό όλο μαζί. Τέλος πάντων, βγήκε αυτό, εμπορικό δεν ήταν, ωστόσο μου χάρισε μεγάλη χαρά και πολλές τιμές, οφείλω να ομολογήσω από τις καλές κριτικές. Έτσι λοιπόν, να πούμε μερικά πράγματα για τη γείτονιά του Ψηρή, που βλέπετε και στην εικόνα, είναι από του Ζακ Καρύ, ένα μήμα της Αθήνας. Ο Ζακ Καρύ ήταν ο φλαμανδός αρχιτέκτων και ζωγράφος-χεριαστής, δεν θα λέγαμε τον καλύτερο ζωγράφος που θα μπορούσε να έχει Αθήνα, ωστόσο έχει συνδεθεί με τα Παρθενώνια δηλαδή και θα σας πω, είναι αυτός ο ζωγράφος εντετελμένος από το Λουδοβίκο το 14ο της Γαλλίας, που εστάει στα 1660-1674 Νοέμβριο μαζί με μια άλλη σύντροφιά, με τον Μπρέσβη, τον Δότη, τον Χάλο και πολλούς άλλους, για να σχεδιάσει, να καταγράψει σχεδιαστικά τα Παρθενώνια γλυπτά και πράγματι πήρε άδεια και ανέβηκε πάνω στην Ακρόπολη, που τότε ο Παρθενώνας ήταν εκτέμενος στη χρυσή εποχή της Οθωμανικής κατάκτησης που βλέπετε στην εικόνα, νόμιζα που είχα βάλει όλη την εικόνα της Αθήνας που βρίσκεται στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών δάνει από τη Γαλλία και ωστόσο είναι εξαιρετική, είναι μεγαλύτερη ηλεογραφία που έγινε πότε για την Αθήνα και μάλιστα του 17ου αιώνα, όπου μπορεί κανείς να μελετήσει από τα κοστούμια που δίνει προς τα συντροφιά του ζωγράφου και του Γάλου Μπρέσβη και όλα αυτά και των προσωπικοτήτων της Αθήνας εκείνης εποχής και πάμε παραπέρα. Τα σπίτια πώς ήταν ακόμα μας δίνει και μία λεπτομέρεια για την αρχαιοκαπηλία στην Αθήνα, γιατί στην εικόνα όπως την βλέπετε εδώ είναι η γειτονιά του Ψηρή, έχει επικεντρωθεί το τμήμα εκείνο που απεικονίζεται η γειτονιά του Ψηρή που ήταν από τις πιο πυκνοκατοικημένες και δυναμικές περιοχές εκείνης εποχής, ωστόσο στην βλεβρά την Ανατολική προς το αριστερό χέρι με λίγη φαντασία και συνεχίζει από την υπόλοιπη πόλη των Αθηνών. Νόμιζα πως δεν είχα βάλει την εικόνα τελικά, δεν την είχα βάλει και κάτω αριστερά μπροστά από τους στήλους του Ολυμπίου Διός δείχνει μία ομάδα ξένων περιγητών, εδώ δεν φαίνεται στη δική μου εικόνα τη μικρή όπως και του Άνθιστο Ψηρή, είναι μία ομάδα ξένων αρχαιοκαπήλων κανοβαλμένων, κανοντιμένων που έχουν βάλει κάποιους και σκάβουν και ασχολούν την αρχαιοκαπηλεία. Καταλαβαίνετε, για να βάλει στην εικόνα της Αθήνας τον Ωέμβ, του Νεμβρίου του 1674, ο Ζαχθαρί, το ένα δηλαδή όγο του πίνακα να αναφέρεται σε μία σκηνή αρχαιοκαπηλείας σημαίνει ότι είναι μία εικόνα της καθημερινότητας στην Αθήνα εκείνα τα χρόνια και καταλαβαίνετε τι και τι δεν έκλεψαν αυτοί οι άνθρωποι τελώς πάντων. Δυστυχώς πάρα πολλά πράγματα, πολλές αρχαιότητες χάσαμε, όμως αυτός ο Ζαχθαρί, για να τελειώσουμε, γιατί είναι σημαντικό να σας το θυμίσουμε, αν δεν το γνωρίζετε, αν θυμόσαστε, αυτός πραγματικά πληκόνισε όλο το γλυπτικό διάκοσμο του Παρθενώνα πριν την καταστροφή, πριν το αυαρντισμό του Μοροζίνη, 13 χρόνια πριν, νομίζω θυμάμαι καλά, στα 1687 θα έρθει ο Μοροζίνη και θα αυαρντίσει το Παρθενώνα και πριν την αρπαγήσια της συντροφιάς του Έργη. Άρα είναι το μοναδικό ντοκουμέντο που έχουμε, μια μαρτυρία εικονιστική, πως ήταν περίπου, κατά προσέγγιση, κάτι Παρθενώνια γλυπτά πριν καταστραφούν και πριν αρπαγούν και που σήμερα, όπως ξέρετε, είναι στο Βρετανικό Μουσείο. Αυτή είναι η εικόνα της Αθήνας, στη Τουργοκρατία, η οποία θα κοιτάξω να γυρίσω λίγο πριν, πριν πάμε εντάχει στην ιστορία της γειτονιάς αυτής του Ψηρή. Όπως καταλαβαίνετε η νομασία Ψηρή είναι κάτι μια πρόσβατη νομασία. Οι μελετητές οι παλαιότεροι έγραφαν μεσονικοί, οθωμανικοί. Εγώ θα πω ότι είναι μάλλον της αυτοθωμανικής κατάκτησης, γιατί στα μεσονικά χρόνια δεν υπήρχε ουσιαστικά, είχε εγκαταλειφθεί αυτή η γειτονιά και να δούμε τι ακριβώς είναι... μισό λεπτό. Αυτό ήθελα να σας δείξω από ένα που είχε οι πόλεις των Αθηνών, ο πληθυσμός μάλλον της πόλειος, που είχε σύρρυπνοθεί αμέσως μετά τα Ιουστινάν, στον Ιάνια μέτρα. Να σας θυμίσω ότι ο Ιουστινιανός μπορεί να έπτυξε την Αγία Σοφία, αλλά είδε πολλά σκληρά μέτρα κατά του ελληνισμού. Ο Κωνσταντίνος Απαρυγόπουλος θα αναφέρει ποιοι είναι κάποια στεγανά που πολλοί φοβούνται να τα φίξουνε. Εγώ έχω δεχθεί επανειλημμένως τις θέσεις γιατί να μην εξέρω την προσωπικότητα του Ιουστινιανού και να λέω ότι θα κρατάς τα σκληρά μέτρα που δεν κατά τον ελληνισμό. Αλλά εγώ θα συνεχίσω να το κάνω μέχρι να φάω ξύλο κάποια μέρα, κάτι είναι ένα πάθο. Γιατί πρέπει, Έλλην, να ξέρουμε τι μας συνέβει και αυτή η πόλης, η ακμιωτάτη με τις υπέροχες φιλοσοβικές σχολές, που έσφιζε από σπουδαστές ξένους, Έλληνες. Οι ξένοι ήταν λεγόμενοι λοιμίζοντες. Η μητέρα των γραμμάτων και των δεχνών, όπως την αποκαλούσαν και ακόμα και στα μεταγενέστερα χρόνια οι ιστορικοί, ζήσε και συνέβη ξαφνικά και αυτή η πόλης, κάτι ψηρικνόθηκε ο κληθισμός της και έσβησε. Ευτυχώς και κρατάμε τις ρίζες μας και τη γλώσσα μας. Τα λέμε λοιπόν, θα τα πω εντάχει τα του Ισπαινιανού, δεν ξέρω αν θα θεσσεριστήσω κάποιους από εσάς, γιατί πρέπει οι Έλληνες να τα μαθαίνουμε. Έτρεχε αυτό από τους αποκαλάχους. Λοιπόν, τι γίνεται. Η Αθήνα λοιπόν, το τελευταίο προπύριο του ελληνισμού με τις φιλοσοφικές σχολές, με το μεγάλο ρυθμό των ελληνιζόντων, με έντονη πολιτιστική κίνηση στους κόλφους της, ξαφνικά με το 529 μετά Χριστό, με τα σκληρά μέτρα του Ιουστινιανού, ξαφνικά σβήνουν τα πάντα στην Αθήνα, καταραίει. Και να δούμε τι συμβαίνει, να πούμε μερικά από αυτά. Πρώτα απ' όλα κλείνουν και η φύλλος απαγορεύει τη λειτουργία των φιλών. Θέλατε να καθίσετε, έχουμε κι άλλες καρέκες αν δεν βρείτε. Σας έλεγα λοιπόν ότι κλείνει τις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας και το χειρότερο μέτρο το όλο, το πλέον πλειομέτρο, ήταν η απαγόρευση της ελληνικής παιδείας. Που σημαίνει, προσέξτε, ότι επί 1000 χρόνια δεν υπάρχει σχολείο στην Ελλάδα. Δεν μαθαίνουν γράμματα οι Έλληνες, μόνο οι πλούσοι της οικογένειας, που μπορούσαν να στέλνουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό να διαβάζουν, να σπουδάζουν, είχαν μια πολύ πλούσια παιδεία. Οι λοιποί Έλληνες ήταν υπό το έρευνο στο Μεσονικό και πραγματικά αυτός σκεφτόμαστε πολλές φορές, σκέφτομαι πως όρθει η γλώσσα μας και κρατάμε πάνω από τέσσερις χιλιάδες χρόνια, μιλούμε τη γλώσσα μας, την υπέροχη ελληνική γλώσσα, τον πολιτικό κρατάμε τα πολιτιστικά μας στοιχεία. Πέρα, λοιπόν, τις απαγόρευσες αυτής που ως τα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης δεν υπήρχαν καθόλου σχολιά, κάπου περίπου 1000 χρόνια χονρικά. Από το 16ο αιώνα αρχίζουν τα πρώτα σχολιά, τώρα κάνω μια μεγάλη εισαγωγή, αλλά νομίζω πρέπει να το πούμε αυτά και να δούμε πιο σύντομα τα υπόλοιπα. Να σας θυμίσω ότι η Οσία Φιλοτέη στα μέσα του 16ου αιώνα, αυτή η σπουδαία Αθηναία, η κυρά των Αθηνών, ιδρύει τον Παρθενώνα και μαθαίνει γράμματα σ' όλα τα κορίτσια, σ' όλες τις γυναίκες Αθήνας, ακόμα και σε Μουσουλμάνες, δηλαδή αφήνει πόρτες ανοιχτές και δέχεται ακόμα και τουρκάλες στο σχολείο. Και μαθαίνουν γράμματα τα κορίτσια για πρώτη φορά μετά από τόσους αιώνες. Φανταστείτε, μετά να θυμηθούμε το 17ο αιώνα και μετά, υπάρχουν σχολιά. Έχονται καλλιεργημένοι, κυρίως μοναχοί είναι, από οικογένειες οικονομικές ευρωθεστές των Αθηνών, που γνωρίζουν αυτούν πολύ καλή παιδεία από τα πανεπιστήμια του εξωτερικού, κυρίως από τα βόλια, τα ελληνικά πανεπιστήμια. Να θυμηθούμε ότι το Ευρωεντή ήταν η ΛΜΟΡΜΟΝΤΗ ΓΡΕΚΙ, ήταν ο πύργος των Ελλήνων. Είχε πολύ έντονο το ελληνικό στοιχείο επί σειρά αιώνα, από το 13ο αιώνα και μετά. Λοιπόν, έχονται και στη μου σχολιά αυτοί οι άνθρωποι, εθελοντές είδε, δεν παίρνουν χρήματα, και διδάσκουν ελληνική παιδεία. Και είναι πραγματικά συγκινητικό. Και το 18ο όνομα, το 19ο όνομα, το πια έχουμε πολύ σπουδαία σχολεία. Το έχω εδώ, θυμηθούμε, στην Αθήνα, τη σχολή 10, από το 1764, μια λαμπρή σχολή, πουδίδες και ταλθηναιόπουλα, με δασκάλους και καθηγητές επαγγελματίες, που αμήγονται κανονικά από το πληροδότημα του Ιωάννου 10. Δηλαδή, υπήρχε από την Οθωμανική κατάκτηση και μετά, και κυρίως σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουμε, από τα μέσα του 18ου όνομα και μετά, υπάρχουν σχολιά. Αλλά, φανταστείτε ότι, επί χίλια χρόνια, ο λιωροπολιτισμός είναι αναλφάβητος, απληροφόρητος. Άλλο μέτρο, απαγόρευσε τις χρήσεις κληρών. Πέραν το τι απαγόρευσε την ελληνική παιδεία, τη δασκαλία της ελληνικής παιδείας, ήταν ότι απαγορεύονται οι ονομασίες και οι προσδιορισμοί Ελλάς και Έλλην. Η Ελλάς λέγεται Ρωμανία, οι Έλληνες ονομαζόμαστε Ρωμνοί. Το Ρωμιός είναι το ροσδιορισμός υποτιμητικότερος, υποδέστερους του Ρωμαίου πολίτου. Δεν ήμασταν καν Ρωμαίοι πολίτες, είμασταν Ρωμνοί, υποδέστεροι. Μάλιστα, να λέγεται κάποιος Έλληνας, θεωρείται πολύ άσχημο. Φανταστείτε ότι, στα 1797-1798, θυμάμαι καλά, λίγο πριν την εξέγερση, ο Κοσμάς ο Ιταλός, προσωπικότητα της Εκκλησίας μας, ομιλεί στη Στερεελλάδα, στη Ρούμελη, σε συμπατριώτες του Ρουμελιώρδες και ξεκινά την ομιλία τους εξής. Ευτυχώς δεν είστε Έλληνες, είστε χριστιανοί ορθόδοξοι. Φανταστείτε δηλαδή οι άνθρωποι τι πίστευαν περί των Ελλήνων. Πόσο ο χαρακτηρισμός και ο προσδιολυμός Έλλην ήταν συνόλυμος ενός ανθρώπου, χαμηλού ήτους, πάλι ανθρώπου, δεν ξέρω και εγώ τι άλλο, πέραν του Παρανιστού, ας πούμε, έτσι. Όλα αυτά, λοιπόν, και πολλά άλλα μέτρα. Μας άλλαξε τη φορεσιά μας. Απαγορέθηκε ο νορομετός χυτό να σπεντιθεί καν όλοι, όπως οι Βαλκάνοι λαοί. Γι' αυτό και η φορεσιά μας σήμερα, η εθνική μας ενδυμασία του Εύζωνα, θα σας ρίξω πάρα πολύ, αλλά δεν είναι ελληνικής. Βεβαίως μετά από τόσους αιώνες την έχουμε ελληνοποιήσει. Και την είμας και καμάρι μας που τη φοράμε. Αλλά να ξέρετε ότι είναι ελληνικής καταγωγής. Αυτά δεν τα λέω εγώ, γιατί έχω την επιθύπηση του Αγίου Πνεύματος. Τα λένε όλοι οι μεγάλοι μελετητές. Ο Κωνσταντίνος Παρηγόπουλος, δηλαδή να το κρύψω μεν άλλοστε. Και σπουδαίοι μελετητές και παλαιότεροι και νεότεροι. Η Ναϊ Παπαντονίου, η κυρία Παπαντονίου, την οποία ευθυμόρτια να πω ιδιαίτερα. Τα λένε άνθρωποι σοβαροί, που δεν είναι αναρχικοί, ξέρω εγώ. Και εγώ δηλώνω χριστάνι ορθόδοξοι, να μην τα ρεξηγηθώ, έτσι. Δεν έχω κάτι, αλλά νομίζω ότι πρέπει όλοι να ξέρουμε τι μας συνέβη και ξαφνικά αυτή η λαμπρή πόλης, η μητέρα των γραμμάτων και των τεχνών, κατείτησε το αφανές πόλησμα του μεσαίωνα, όπως το αποκαλούσαν. Το πόλησμα σας θυμίζω υπαρθετικώς το ελαχιστότατο της πόληος, έτσι. Αυτός είναι ο χάρτης που έχει σχεδιάσει ο Μανώλης ο Κωρέας, που δείχνει ακριβώς το σημείο που κλείνονται μέσα οι Αθηναίοι, για να τελειώσει τη διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων, τουλάχιστον περίπου για χίλια χρόνια δεν βγαίνουν έξω από εδώ, ελάχιστα βγαίνουν στις αρχές του 19ου. Είναι μια πολύ δύσκολη περίοδος και για την Αθήνα και για τον ελληνικό χώρο. Δεν ξεχνάμε ότι είμαστε υπό ρωμαϊκή κατάκτηση. Ξεκινάμε, μάλλον είμαστε υπό κατάκτηση, πλέον από το 2000 χρόνια και ξεκινάμε με τη ρωμεοκρατία κατακτημένη. Κατακτηθήκαμε το 146 π.Χ., όταν όλος ο Λαδικός χώρος βρίσκεται υπό τη ρωμαϊκή, υπό τους ρωμαίους κατακτητές, και που δεν σταματάει, μετά θα έρθουμε δυστυχώς στα 1204-1205 τους φράγγους σταυροφόρους, τη φραγγοκρατία επί 2,5 περίπου αιώνες και μετά αμέσως την Οθωμανική κατάκτηση. Κατάκτησαμε για πάνω από 2000 χρόνια κατάκτησες και καπουχιών. Μην νομίζετε ότι η ρωμακρατία ήταν μια εύκολη περίοδος. Είμασταν κατακτημένοι και είχαμε πολλά προβλήματα, είμασταν πλέον αναλφάβητοι, είμασταν απληρωφόρητοι, πληρώναμε πολύ βαριές φορολογίες, αυτό φαίνεται μέσα από τις επιστολές των Λιζαντινών ιστορικών, τον Μιχαή Ψελό που τον 10ο αιώνα συνέχεια ζητά, γράφει επιστολές τον εκάστοτε αυτοκράτορα και τον παρακαλεί να είναι πιο επίεικης με τους Ανθηνέους και να τους βάζει λιγότερη φορολόγηση, διότι δεν μπορούν οι άνθρωποι να πληρώνουν τόσο σκληρή φορολόγηση και ότι οι Αθηναίοι έχουν προσφέρει τόσα πολλά στον πολιτισμό, το παγκόσμιο κλπ. Βεβαίως υπήρχαν και καλές εποχές για την Αθήνα. Εδώ τώρα είμαστε στα Μεσοσπιτάξτε που θα περιοριστεί ο πληθυσμός ο Αθηναϊκός, ο οποίος συρρικνούνται όπως ξέρετε μετά τα σκληρά μέτρα του Ιωστινιανού όταν κλείνουν πια φιλοσοφικές σχολές, δίνουν τα πάντα και να θυμηθούμε ότι υπάρχει και... δεν έφτιανε μόνο αυτό. Μετά είχαμε και επιδρομές αγαροσλάβων προς το δεύτερο μισό του έπτυο όμνα μετά Χριστό. Ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος για τους Αθηναίους αυτήν συγκεκριμένη εποχή. Και έτσι φυσικά συρρικνούν το πληθυσμός και κλείνεται μέσα στο ιστορωμαϊκό τείχος. Αυτό που βλέπετε κάτω είναι η Απρόπολης και μας ενδιαφέρει η πάνω πλευρά που αφήνει απ' έξω την γειτονιά του Ψηρίου που είδαμε προηγουμένως. Κάτω απ' τα προπύλα κοιτάξτε να φεύγει ένα τείχος. Αυτό είναι το ιστορωμαϊκό τείχος. Γύρω στο τέλος του 3ου αιώνα, οριακά στο 300 μετά Χριστό, γίνεται λοιπόν αυτό το τείχος. Μετά την ολένθη επιδρομή των Ερούλων, που δεν άφησαν τίποτα όρθιος στο διάβα τους, χρειάστηκε να ασφαλιστεί εκεί περαιτέω η Αθήνα. Και τότε ο Ουτοκράτωρος, ο Ρωμαίος, ο Πρόβους και άλλοι έδωσαν χρήματα για να χτιστεί αυτό το τείχος, το οποίο θα προφυλάσσει τους Ανθηναίους σε περιόδους δύσκολες. Για λόγους ασφαλείας θα πρέπει να κρύονται μέσα σε αυτό το μικρό χώρο. Κοιτάξτε πού ήτανε, το βορειοδυτικό άκρο είναι ιστοά του Ατάλλου, η αρχαία αγορά αριστερά μας που δεν είναι μες στο χάρτη, έτσι, είναι όμως ιστοά του Ατάλλου εσωματωμένη και αυτή έχει καταστραφεί από την επιδρομή των Ερούλων, κρατά μως δυνατά τα τυχία της. Και μετά, φανταστείτε τη βόρεια πλευρά, όλη την επάνω πλευρά, ουσιαστικά είναι η οδός Ανδριανού, για να καταλάβετε, έτσι, η σημερινή οδός Ανδριανού, κοντρικά, και ενσωματώνει μέσα το τείχος και την Βιβλιοθήκη του Ανδριανού που ήταν μέσα το παζάρι από το τέλος του 3ου αιώνα μετά Χριστό, ως το 1884 που το κάψανε ορχενείς, εμβριστές προφανώς οι έμποροι της Νέας Αγοράς, επειδή είχε αρχίσει να λειτουργεί η Νέα Αγορά στην Αθηνά, στη Βαρβάκη ως που λέμε, και πήγαιναν όλοι, σύμφωνα με τη συνήθειά τους, στην Παλιά Αγορά μέσα στο χώρο της Βιβλιοθήκης του Ανδριανού, το παζάρι πάρα ουσιακά, επί σειρά αιώνων, και προφανώς για λόγους συμφερόντων, οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να έβαλαν εμβριστές κάποιοι. Πήρε φωτιά, απεντεφρώθησαν την νύχτα της 9ης Αυγούστου, απεντεφρώθησαν πάνω από 100 μικρομάνας, να σας θυμίζω, της αγοράς, και μας τελείωσε το παζάρι του 1884, όταν μας τελείωσε πια το παζάρι, και βλέπετε πάλι ο δός Ανδριανού, και να σας θυμίσω, δεν ξέρω αν ξέρετε την πλάκα, εκεί που είναι μπροστά από της Ανδριανού ο μαντρότυχος από το αρχοντικό, το Βενιζέλλο, το σπίτι της Οσίας Λιωθέης, περνούσε μπροστά από το σπίτι, από την ανατολική πλευρά, το σπίτι δεν υπήρχε τότε, είναι πολύ μεταγενέστερο του τείχους, όπως καταλαβαίνετε, αλλά σας λέω ότι στις σημερινά όρια περίπου, και έκανε ένα μεγάλο ημικύκλειο, και τελείωνε λοιπόν επάνω στο βόρειο-ανατολικό τείχος, σακροπόλιος, περνώντας μπροστά, εσωματώντας μέσα στο τείχος, το ιερό του Αγίου Νικολάου του Δαγκαβάχου, του υπέροχου δυζαντινού αγιάσματος, που έχουμε του 19ου αιώνα, του Λιζόβεστρου, οπότε φανταστείτε, μέσα σε αυτό το μικρό χώρο, θα παραμείνουν οι Αθηναίοι μας από το δεύτερο μισό, από το τέλος τουλάχιστον του 6ου αιώνα μετά Χριστό, και ουσιαστικά πριν την άρξη της αθωμανικής κατάκτησης, κανείς δεν το λειμάνε να βγει έξω. Λίγο πήγα να βγουν εκτός του τείχους στις αρχές του 11ου αιώνα, σας θυμίζω που έρχεται ο Βασίριος, ο δεύτερος, ο Μακεδόν, που λέμε Βουλγαροκτόνος και κάνει ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος, ο οποίος επιλέγει να γιορτάσει ταπεινήκειά του στον Παρτενώνα, στην Παναγιά την Αθηνιότισσα, το Παρτενώνα που είναι η εκκλησία της Παναγιάς Αθηνιότισσας, για να ξαναβγάλει πάλι την Αθήνα στο προσκήνιο ιστορίας και το λέω κάθε φορά μου θυμίζει το παραμύθι με την Κυμωμένη και το Βασιλόπουλο, πώς λέει τώρα Βασιλόπουλο και ξυπνά πολύ θερμοεών την Κυμωμένη που είναι η πόλη στον Αθηνό, εκεί βγήκαν πράγματι οι άνθρωποι, ξαναγύρισαν στη γειτονιά του Ψηρή και στα Πέριξ, αλλά όχι για πολύ καιρό, γιατί πάλι θα αρχίσουν επιδρομές, τουλάχιστον σίγουρα καταγράφονται επιδρομές πειραντικές, περί τα μέσα του δωδεκάτου αιώνα και πάλι θα συναβγούν οι άνθρωποι μέσα στο στρώμα υποτίχος για λόγους ασφαλείας και δεν θα τολμήσουν να βγουν πια μετά την Οθωμανική κατάχρηση όταν ο ΜΑΜΕ θα δώσει ιδιαίτερα προνόμια στους Αθηναίους μας. Αυτή είναι λοιπόν η εικόνα της Αθήνας, η ανάκαμψη του 11ου αιώνα πραγματικά είναι σημαντική, θα πρέπει να το πούμε αυτό, γι' αυτό δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα βυζαντινά σεβάσματα που έχουμε στην Πόλη τον Αθηνό στο ιστορικό κέντρο, και στα Πέριξ βέβαια, στην πιτλυπιατική ύπεθρο, ανήκουν χρονικά στον 11ο αιώνα. Είναι μια εποχή ανάκαμψη και όλη η αυτοκρατορία πρέπει να πούμε, δεν είναι μόνο η πόλη στον Αθηνό, έτσι. Όχι όμως για όλους, γιατί οι φορολόγες εξακολούθησαν από τη μαθαίνματο του Μιχαήλ Ψελώ του 11ου αιώνα, το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, έχουμε τις μαρτυρίες και τις επιστολές του Μιχαήλ Ψελώ που λέει, ας είστε πιο επικείς με το λαό της Αθήνας κλπ κλπ, γιατί δεν μπορούν να χορολογούνται πολύ κλπ κλπ. Υπάρχει όμως ανάκαμψη και έχουμε τα εκκλησάκια, μετά πάει ξανακλείωμα. Τώρα, η γειτονιά του Ψηρή, να θυμηθούμε ότι υπάρχει από την αρχαιότητα, είναι ένα αναπόσπαστο τμήμα του Θεμιστοκλείου Τείχου στη γειτονιά αυτή, δηλαδή όταν λέμε Αρχαία Αθήνα, η Αρχαία Αθήνα των χρυσών χρόνων, είναι η γειτονιά στις σημερινές αντιστοίχως πλάκα μοναστηρά και ψηρή. Αυτό ήταν η Αρχαία Αθήνα εντός του Θεμιστοκλείου Τείχους, που τελείωνε προς Ανατολάς, μπρος την πλατεία Συντάρματος και μάλιστα από την κάτω πλευρά, μετά βγάζει τα βαλεριά με τον Βασιλικό Τείχος, πάει λίγο παρέξω στην πάνω πλευρά της πλατείας, εις τα δύο από τη βόρεια πλευρά, η Αρχαία Γορά από την... η Άδεια Σώματη, η Αρχαία Γορά ήταν εντός των τειχών, οριακά έξω από την Αρχαία Γορά, Φιλοπάκου, έτσι που ήταν και το διατύχισμα και λοιπά, από τους τύλους του Ολυμπήδεως προς τα Περνούς επίσης, διάφορες πύλες και αυτά, το Θεμιστόφυλλο δηλαδή, έτσι. Αυτό λοιπόν ήταν τόσο η Αρχαία, όσο και η παλαιά Αθήνα λιγότερα, που βέβαια μικραίνει κάπως, αλλά δεν φτάνουμε πια σωστρό να είκον τείχος των μεσαιονικών χρόνων. Και να σας θυμίσω ότι υπάρχει αυτή η γειτονιά λοιπόν του Ψήρια την Αρχαιότητα, και είναι ίσως τη μοναδική γειτονιά που δεν γνωρίζουμε το όνομά της. Δηλαδή φανταστείτε, μια γειτονιά της ένδοξης Αθήνας που δεν γνωρίζουμε το όνομά της. Πιστεύουμε ως προσπάθος ότι ήταν λίγο, ήταν κολλητός, όμως πουθενά δεν τεχμέρεται, ενώ υπάρχουν πέδιξη όρια, ορόσιμα, που αναφέρονται στον κολλητό, τον αρχαίο κολλητό. Και πιστεύουμε και στο πρώτο μου βιβλίο καταγράφω την αρχαία ονομασίως κολλητό. Μετά όμως το συζήτησα και με ανθρώπους μελετητές και με τον Ακαδημαϊκό τον κ. Κορέ και με άλλους ιστορικούς που έχουν κάνει ανασκαφές και αριστολόγους που έχουν ανασκάψει, πουθενά δεν έχει βρεθεί μία επιγραφή, μία μαρτυρία από μέσα από την οποία να τεχμέρεται ότι η γειτονιά αυτής κατά την Αρχαιότητα λεγόταν κολλητός. Ο κολλητός σίγουρα ήταν η γειτονική γειτονιά. Τώρα, κατά πόσον έφτανε μέχρι τη δική μας γειτονιά της μελέτης μας του Ψυρί, δεν το ξέρουμε. Ενδεχομένως ήταν και αυτό κολλητός, αλλά δεν τεχμέρεται και δεν το χρησιμοποιούμε. Να πούμε ότι αρχικά έχει πάρα πολλές σταθές η περιοχή, πάρα πολλές σταθές. Στα ακραία σημεία της πόλης, να σας θυμίζω, έθαβαν οι Αρχαίοι Έλληνες και οι Αθηναίοι τους νεκρούς. Λοιπόν, έχουμε πολλές σταθές. Άλλωστε, και το επίσημο νεκροταφείο των Αθηναίων, ο Κεραμικός, ανήκει σε αυτή την ίδια γειτονιά. Είτε λεγόταν κολλητός, είτε λεγόταν κάπως διαφορετικά. Είναι τμήμα της αρχαίας αυτής γειτονιάς που δεν γνωρίζουμε το όνομά μας και ονομάζουμε Ψυρί αργότερα. Και έτσι, λοιπόν, δεν ξέραμε πώς λεγότανε. Σίγουρα, όμως, στα χρόνια της Οθωμανικής κατάρτισης, που τότε γεμίζει πάλι από ζωή, πρέπει να πούμε ότι όταν οι Αθηναίοι έφυγαν από τον Νεοστινενό και μετά, όπως σας είπα, σιγά σιγά, σε Ριγνούτια η πόλη, και στο τέλος πια του 6ου αιώνα μετά Χριστόν, πολύ λίγοι μετά, κανείς δεν μένει εκτός του τείχους αυτού που βλέπετε. Όλοι συγκεντρώνται μέσα και ασφαλίζονται μέσα σε αυτό το μικρό χώρο του ριζόκεστρου και τον πέριξε. Αυτό που βλέπετε στην εικόνα. Εγκαταλείπεται η γειτονιά αυτή του Ψυρί της αρχαιότητας. Ξέρουμε, έχουνε βρεθεί, περιμένω να, από μία αρχαιολόγο, την κυρία Ελσύς Πατάρη, να είναι καλή γυναίκα, να γράψει, γιατί ξεκινήσαμε για να εργαστούμε μαζί και μετά εκείνη δεν μπόρεσε και εγώ έπρεπε να τελειώσω και να ταραδώσω το βιβλίο και είχε βρει μεγάλο το δικό μου. Θέλω να πω ότι δεν ξέρουμε ακριβώς η κυρία αυτή, ήταν μαθήτρια του Τραβλού, ανέσκαψαν μαζί τη γειτονιά του Ψυρί και έχει πολλά στοιχεία να καταγράψει. Δεν δίνουν οι αρχαιολόγοι πολλά στοιχεία, δηλαδή αν δεν τα δούμε ούτε και σε εμένα δεν τα είπε. Το δυο-τρία λόγια μου είπε ότι είναι χώρο σταφών, κάποια ιερά, ότι είπαν ιερά το ξέρουμε. Σίγουρα εκεί που είναι ο Χιστοκοπίδης ήταν ένα ιερό, πιθανότατα Αθηνάς. Δεν υπάρχουν όμως, δεν έχουμε άλλα στοιχεία. Άρα και αν κατοικείται θα πρέπει να πούμε, αν κατοικείτο σίγουρα, πρέπει να είναι μια γειτονιά που να θυμίζει λίγο τα δικά μας τα εξάρχεια, τη νέα πολυγειτονιά φοιτητών, διότι καθώς σας θυμίζω είμαστε πολύ κοντά στην Ακαδημία του Πλάτωνος, στον επικού Ζωγίβο του Τικούρου, από την άλλη πλευρά απέναντι, και όχι ιδιαίτερα μακριά από το Λύκιο του Αριστοτέλους και φυσικά και το Γυμνάσιο το άλλο σάλλο, όπου δεν πήγαιναν Έλληνες, πήγαιναν κυρίως οι Μέτικοι, προς την Καλλιρόης, στον Άγιο Παντελήμιο να Καλλιρόης, άρα ήταν ένας χώρος που ήταν πολύ κοντά στην αγορά, στο εμπορικό κέντρο και σ' όλες οι δραστηριότητες σημαντικές των Αθηναίων, πρέπει να υπήρχαν λοιπόν κάποιοι έμποροι να κατοικούν εκεί, πρέπει να υπήρχαν άνθρωποι που υποσχολούνται με τις δραστηριότητες της αρχαίας ελληνικής αγοράς, στα πρώτα χρονικά την αρχαιότητα και σίγουρα και πολλοί φοιτητές, έτσι, από μηνάρια, από σπίτια, μπόλικα βρέθηκαν, αλλά δεν είναι κάποια γειτονιά με μημεία σημαντικά της αθηνικής αρχαιότητας και φυσικά εγκαταλείπεται στο τέλος του 18ου αιώνα μετά Χριστό, πια δεν έχουμε καμία παρουσία ανθρώπινη εκεί, αυτοί οι άνθρωποι που είχαν ιδιοκτησίες τις διατηρούν. Αν να σας θυμίσω επίσης ότι υπήρχαν και πάμπολλα, παρέχει να σας το πω, πάμπολλες βιοτεχνίες δερμάτων, επεξεργασίας δερμάτων και γιανουργίας από τον 1ο αιώνα π.Χ.Κ. που γνωρίζουμε την επεξεργασία του φυσιτού γελιού. Και αυτό που είναι ωραίο σήμερα και συγγενητικό κατά κάποιον τρόπο είναι ότι μπορεί να μην υπάρχουν πια βιοτεχνίες τέτοιες στη Μεγάλη Εργαστήρια. Εγώ πρόλαβα όταν ξεκίνησα τη μελέτη της φοιτήτειας της δεκαετίας δεκαετίας του 80, 70 με 80, εκείνη την εποχή συναντούσα ακόμα εργαστήρια σημαντικά. Από τη δεκαετία του 80 και μετά που αξιοποιήθηκε η περιοχή, πια δεν υπήρχαν. Δεν είναι μόνο κτισιακοί χώροι όπως και σήμερα, αλλά το ωραίο είναι ότι οι εκτισιακοί χώροι είναι χώροι που ασχολούνται με δέρματα και με γυαλιά. Δηλαδή ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει αυτή η εικόνα της αρχαιότητας ως τις μέρες μας. Παρά τα πάντα ή και έχουν αλλάξει πολλά άλλα πράγματα. Τώρα γιατί ονομάστηκε Ψηρή, σίγουρα λοιπόν, για να κλείσουμε το κεφάλαιο της παλαιότητας και να πάμε στην τουρκοκρατία, σίγουρα την εποχή, κατά τη διάρκεια που είναι κλεισμένη μέσα στο στρώμα οικοτύχος, οι άνθρωποι δεν εγκατελείπουν τελείως οι οκτήσεις τους στη γειτονιά αυτή. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε ήραινες καταστάσεις, φυσικά θα πηγαίνουν να θαθώτσουν τους κήπους, κάτι θα κάνουν. Όπως δεν πρέπει να διανοικτέρευαν εκεί για λόγους ασφαλείας, είναι απολύτως λογικό αυτό. Και έτσι λοιπόν, κλείνονται μέσα λοιπόν σε αυτό το χώρο του ιστορρομαϊκού μέσα στο ρωμαϊκό τύχος που είδαμε προηγουμένως. Και θα βγουν λίγο επί Βασιλείου Μακεδόνα, του Βουλευροπτόνου, πάλι θα είναι δύσκολες οι καταστάσεις, λόγους ασφαλείας επανέλθουν στον χώρο τους ρωμαϊκού τύχους και δεν θα βγουν οριστικά παρά μετά πια την Οθωμανική κατάπτυση. Και όταν μετά τα προνόμια που τους προσφέρει σιγά σιγά και δηλά, προνόμια πολλά προσφέρει ο Μωάμης Β' ο ποθητής, ο οποίος επιλέγει να φθεί στην Αθήνα, έχει ελληνική παιδεία όπως ξέρετε από τη μητριά του, η Μαρία Βράγκοβιτς, από την οικογένεια του Ποντί, από την οικογένεια των Καταφουζινών, είχε και μικρή διαφορά με τη μητριά του, πάνω από 12 χρόνια διαφορά και πρέπει να ήταν πολύ συναιδεμένοι με τη μητριά του, η μητριά του και ο Μωάμετ, διότι φαίνεται πως την αγαπά και την εκθυμάει ιδιαίτερα και κατά διαστήματα γνωρίζουμε πως τη στριστένει πολύ μεγάλα χρηματικά ποσά, ξέροντας ότι αυτή θα διαθέσει σε μοναστήρια της Χριστιανωσύνης, γιατί ήταν θρησκευόμενη Ορθόδοξη, η δεύτερη σύζυγος του μητριά του δηλαδή, του πατέρα του, του Βαλιαζή. Όπως και να έχει το πράγμα, ο Μωάμετ γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, ταιρία, από τη μητριά του και αρκετά σέρβη, κάτω από που ήξερα το μετέρα της Μπράγουβιτς, που ήταν Σέρβος και έχει ελληνική παιδεία και γνωρίζει και την ιστορία των Αθηνών. Έρχεται λοιπόν τις τελευταίες μέρες του Αγούστου του 1458 και ενθουσιάζεται, πραγματικά μαγεύεται από την πόλη, ενεβαίνει στην Ακρόπολη, τρελαίνεται με την ομορφιά της Αθήνας, των μνημείων με τον Παρθενώνα, ενθουσιάζεται, το συνεπέρνει όλη η ομορφιά της Αθηνικής και προσφέρει, ήταν και πανέξυνος βέβαια και πολύ μεγεμένος διπλωμάτης και προσφέρει και ιδιαίτερα προνόμιους Αθηναίους μας. Μεταξύ αυτό ήταν να λειτουργήσει πάλι ο Παρθενώνας ως ορθόδοξος ναός, καθεδρικός, που ήταν επί δυο μισιώνες π.Τ, όπως ξέρετε, καθεδρικός ναός του Δυτικού Δόγματος, πάντοτε αυχερωμένος στην Παναγιά. Λοιπόν, και προσφέρει ιδιαίτερα προνόμια. Τότε αρχίζουν λοιπόν να παίρνουν τα πάνω της υπόλοις. Ξανά αρχίζουν λοιπόν οι άνθρωποι παιδιά οριστικά να εγκαταλείπουν τον Ιζόκαστρο και να βγαίνουν έξω προς το, μάλλον να πάμε λίγο πίσω στην εικόνα εκείνη, να βγαίνουν έξω λοιπόν στην υπέροχη αυτή, στη γειτονιά του Ψηρή. Και τότε πρέπει να εμφανίζεται και το πονήμιο Ψηρή. Ψηρή. Έχουν λεφθεί πάρα πολλές απόψεις και είναι και τελείως αστείες και επικός, παράδεκτες, ότι τάχα μήχανε Ψήρες οι άνθρωποι και τους είπαν δίγη το νιά Ψηρή, ήταν πολύ αντιμετώπιση μεγάλη, αντιμετώπιση. Αυτό καμία σχέση με την Ψήρα, με Ψινογιώτα και με Ρο. Καμία σχέση, απολύτως. Γι' αυτό και επιμένει ο Δήμος από τη Νέο Ντογράφη Ψηρή με Υ και με δύο Ρο. Ωστόσο ο Καμπούρονγλους και όλοι οι μελετητές, γιατί λίγο πριν εδώσω και την τελευταία αυτή έκδοση για του Ψηρή, το έψασα πολύ το θέμα με ιδίμονες και ακαδημαϊκούς και λοιπά. Και είδαμε ότι το πιο σωστό θα ήταν θελικά Υ και ένα Ρο. Γιατί Ψηρής είναι από τα ψαρά Ψαριανός, σημαίνει Ψαριανός, είναι ο κάτοικος των ψαρών, από τα ψαρά. Και Ψηρή ήταν είναι ίσως των ψαρών. Υπήρχαν νησιώτες στην Αθήνα, αγιοκαιλαγίτες, και ειδικά στη γειτονιά του Ψηρή ανέκαθην είχε η γειτονιά, είχε πέραση στους νησιώτες. Λοιπόν, άρα από τα ψαρά και επομένως θα έπρεπε να έχει ένα Ρο. Όμως ο Δήμος Αθηναίων το κατέγραψε με δύο Ρο, Υ και δύο Ρο και κρατήσαμε την επίσημη ονομασία του Δήμου Αθηναίων. Ψωστό όμως θα ήταν σωστότερο, όπως με διόρθωναν και ακαδημαϊκοί, να είναι Υ και ένα Ρο. Το αφήσαμε λοιπόν με δύο Ρο για να μην χαλάσουμε την επίσημη ονομασία της περιοχής. Άρα από τα ψαρά είναι κάποιος μεγαλόξυπληκάς, ένας μεγαλόκτηματίας που είχε περιουσία δική του στη σημερινή πλατεία Ιερών, την καρδιά του Ψηρή. Άλλωστε υπήρχε ως τα μέσα του 19ου αιώνα, υπήρχε και το μοναστηράκι, ένα μικρό εκκλησάκι ο Άλιος Αθανασίος του Ψηρή και πλάι του ακριβώς η ομώνυμη βρύση Ψηρή, πώς λένε, του Παπάγου, του Κουκκ, του Γαλάτσι, Κουκκάκη, Τάρτσι, Αποτάκη, δηλαδή συνηθίζαμε εκείνα τα χρόνια να δίνουμε ονομασίες στη γενική σε ιδιοκτήτες, μεγαλοιδιοκτήτες μιας περιοχής. Και σήμερα ολόκληρος γειτονιάς έχουν αυτές τις ονομασίες στη γενική κλήση, έτσι, ακριβώς γιατί ήταν κάποτε ιδιοκτήσεις κάποιου ανθρώπου, για να παίρνει το όνομά του. Ο Ψηρής λοιπόν είναι ο Ψαλιανός που ζει στο Ψηρή, μεγαλοκτηματίας και αφήνει το όνομά του και λέγεται ποια περιοχή Ψηρή. Όσο για την εικόνα της Οθωμανικής Αθήνας και της γειτονιάς του Ψηρή, εμφανίζεται μια μαγική πόλη, μια παραμυθένια πόλης. Ακούστε πώς την περιγράφει την ίδια αυτή η εποχή περίπου χονρικά, που είναι αυτή η εικόνα, όχι με τεκράτη βλέπουμε την εικόνα, ακούστε πώς την περιγράφει ο Ευλιάτσι Λεβί, ο Δερβίσις ο Τούρκος αυτός, που μαγεύεται από την ομορφιά της Αθήνας και των μνημείων και λέει «Αχ Αθήνα μπαγερέν, αχ Αθήνα κήπε του παραδείσου», είναι ο κήπος του παραδείσου που λοιπόν η Αθήνα. Κανένας απ' τους περιγητές της γης δεν είναι άξιος να περιγράψει τα κάλλη, τα κάλλη σου. Μακάρι όσο θα υπάρχει ο κόσμος, η πόλη της Αθήνας ανακμαία και όμορφη. Κάνει και για τον Παρθενώνα μια αρχή, μακάρι τέτοιο ότι έχω πάλει σε όλα τα τζαμιά του κόσμου, έχω γνωρίσει όλες τις πόλεις του κόσμου. Σαν το τζαμί αυτό του Παρθενώνα δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου άλλο το ίδιο όμορφο. Δεν πλησιάζει κανένα τζαμί την ομορφιά του Παρθενώνα. Ας δώσει, μακάρι να δώσει ο Αλλάχ, κάνει και μια αρχή, να παραμείνει αλόβητο το τζαμί του Παρθενώνα στην αιωνιότητα. Αλλά δυστυχώς δεν εισακούστη η ωραία αυτή αρχή του. Και ερχόμαστε τώρα, αντέχουμε, οι Αθηναίοι έχουν χέροι ειδικών προνομίων από τον Σουλκάνο και τα διατηρούν τα προνόμια τους. Η πρώτη δε περίοδος ως την εισβολή του Μοροζίνη και της στρατιάς του, που έρχονται στην Αθήνα 22 Σεπτεμβρίου του 1687, η γειτονιά του Ψηρή θα ανθίζει κυριολεκτικά. Δεν υπήρχαν ποτέ, κι όλη η Αθήνα θα φανείς μια καταπληκτική ευημερίας, αυτή την τον κήπο του παραδείσου που μας μεταφέρει και ο Ρουλιάτσι Λεβί. Και πολλοί άλλοι περιγητές θα ακολουθήσουν και τα ενούτη πόλη μας, με πολύ όμορφα λόγια. Όμως ο Μοροζίνη λες και έκοψε στη μέση, σταμάτησε αυτή την αγμάζους Αθήνα. Φανταστείτε ότι ως την εισβολή του Μοροζίνη, το 22 Σεπτεμβρίου του 1687, η Αθήνα πλησιάζει και ξεπερνά τους 17.000 κατοίκους. Και εκείνα τα χρόνια αυτά τα νούμερα είναι πολύ ψηλά, θεωρούνται από τις πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις και σημαντικές πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η τέταρτη παρακαλώ κατά σειρά πληθυσμού μετά την Κωνσταντινούπολη, την Αδριανούπολη και την Σαλονίκη. Αυτή η εικόνα του 17ου αιώνα. Δυστυχώς ο Μοροζίνη θα διαλύσει αυτή την όμορφη εικόνα, θα αμβαρβεί στον Πακτενόνα, τους πέντε μήνες που θα καθεί στην Αθήνα θα δημοπαθήσουν οι άνθρωποι. Εξαιρετικά σκληρές εποχές για τους Αθηναίους. Θα κυκλοφορήσει η ρύση κάλλιο μακελειό στον Τούρκο παρά κρυάστο Μενετσάνο, καλύτερα δηλαδή να πέσει στα χέρια του Τούρκου να γίνεις μακελειό, να σε σκοτώσουν. Συγχαθένω, κατά καιρούς κάνα μέρα συγχωρήστε με για το λαιμό μου για να έχω καλύτερο αποτέλεσμα πουστικό σε σας και φανταστείτε πόσο δημοπάτησαν οι νέοι στα χρόνια αυτά τους πέντε μήνες του διαλύματος αυθενού του Μοροζίνη που αμβαρβίζει και τον Πακτενόνα, όπως ξέρετε και διαλύχανε τις χειρότερες, οι πιο ωραίες ζηνιές του Πακτενόνα και στην προσπάθειά του να πήγε θα κατεβάσει και θα δει ο Παρθενώνιος, εγγλυφτά τα κεντρικά, την Αθηνά και τον Ποσειδώνα που ο ίδιος αναφέρει ότι είναι τα ρεότερα έργα που έπλασε ποτέ ανθρώπινο χέρι, να αναφέρει ότι ξέρει πολύ καλά τι πάει να κατεβάσει για να το στείλει στη σύγκλητο της Βενετίας ως γνάφυρο από την Αθήνα και 15 Μαρτίου του 1688, τέσσερις μέρες πριν και γιοριστικά από την Αθήνα, κάνει από την απόπειρα να κατεβάσει τα δύο κεντρικά αγάλματα του δυτικού αιτόματος του Ποσειδώνα και την Αθηνά, τα έργα της ορειμότητας του Πουρθυβία. Και στην προσπάθεια αυτή σπάνε τα σχοινιά, πέφτουν τα αγάλματα κάτω, κατακερματίζονται και υπάρχει απλώς η επιστολή της ίδιας μέρας του Μοροζίνη προς τη σύγκλητο της Βενετίας, που λέει ευτυχώς κανείς από εμάς δεν χτύπησε από τη μεγάλη πτώση, ωστόσο τα αγάλματα αυτά τα καλύτερα που έχουν πλαστεί ποτέ από ανθρώπινο χέρι της ορειμότητας του Πουρθυβία, που ήταν πολύ καλά πληροφορημένος, αυτά έχουν διαλυθεί. Αλλά είναι πολύ καταστραμένα από τους χριστιανούς, δεν τα ασχοληθούν άλλο με αυτά και τα άφησε και έφυγε. Και τέσσερις μήνες μετά έφυγε οριστικά την Αθηνοφία, διαλύσε τον Παρθενώνα κυριολεκτικά. Επανέρχονται οι Τούρκοι, η δεύτερη εποχή όμως της Οθωμανικής κατάκτης, δεν θα είναι το ίδιο ανθυρή και όμορφη και καλή όπως ήταν η πρώτη περίοδος, θα λατουθεί κατά πολύ ο πληθυσμός της Αθήνας. Παραμονές η Πανάστασης που αρχίζει πάλι η Αθήνα να φέρνει τα πάνω της, δεν ξεπερνά τους 12.000 Αθηναίους οι πόλεις μας. Ωστόσο πρέπει να πούμε ότι ήδη από το γύρισμα του 18ου στο 19ο και από τις αρχές του 19ου έχει και ένα κοσμοπολιτικό χαρακτήριο η πόλη μας. Πάνε και έχουν διάσημοι περιγητές, προσωπικότητες στις πατρίδες τους και έρχονται για να δουν από κοντά τις αρχαιότητες της Αθήνας. Πολλοί έρχονται και για να κλέψουν βέβαια, όχι πολλοί και όσοι δεν έρχονται επί τούτου βάζουν και αυτοί ό,τι μπορούν, κλέβουν και αυτοί. Καταρυμάθηκε η πόλη και τα πέριξ. Όπως και να έχει το θέμα, φεύγουν και αποκομίζουν άλλης την εικόνα πριν των Αθηνών και πρέπει να εφανίζει ένα κοσμοπολιτικό χαρακτήρα πριν την εξέγερση του 21 η πόλη μας. Και έχουμε την εξέγερση. Έβαλα διάλεξα αυτή τη φωτογραφία που είναι λιγότερη δομένη και πολύ όμορφη. Υποτίθεται πως είναι ο Καραϊσκάκης, μια υπέροχη ελειογραφία από την εξέγερση του 21. Με πολύ φαντασιαλή υπέροχη. Ο Καραϊσκάκης υπήρξε πρωταμονιστής, όπως ξέρετε, και κυρίως στον αγώνα των Αθηναίων εκ των Ιστέρων. Δυστυχώς ο ξαφνικός θάνατός του δεν βοήθησε εκεί που είμασταν στο πολύ κοντά να απελευθερωθούμε. Δυστυχώς με τον θανάσιμο τραυματισμό του και την απώλεια του και με το αν θέλετε η ανάγκη για να κατακάπνω κολακεύσουμε τους Άγγλους και τους βάλαμε επί κεφαλής δύο άσχετους ανθρώπους με την ελληνική πραγματικότητα. Ο ένας κι ο αφιλεγόμενος ο ίδιος άτομο. Δύο Άγγλοι βρέθηκαν σαρνικά στα πράγματα. Ο Τζόρτς, ο Ζαρχιστράφηγος και ο Κόχρα Νάβαρχος. Ο Κόχρας ένα άτομο με πολλά ρατυμαστικά, με αποσυμπεκότητα. Απόρισαν και ήδη πούσαν μέσα στα πράγματα πώς επελέγησαν αυτοί. Φανταστείτε αντί ο Κολοκοτώνος και ο Καραϊσκάκης στο στρατό επί κεφαλής τον ελληνικό και αντί κυρικά στην Αθήνα ο Καραϊσκάκης και αντί ο Κανάρης ή ο Νιαούλης ως Νάβαρχος με τις μεγάλες αυτές ευλητικίες και την προφορά τους έχουμε δύο ξένους που δεν γνωρίζουν καν την ελληνική πραγματικότητα, την κατάσταση των Ελλήνων, το χαρακτήρα του Έλληνα, την κατάσταση των στρατευμάτων μας που ήτανε τραγική, που δεν είχαν παπούτσια να βάλουνε. Είναι απίστευτο. Καθόμουνε επί κορονοϊού, γι' αυτό και ασχολήθηκα από το θέμα. Την μόνη φορά ζωή που είχε ελεύθερο χρόνο και το εμποφελήθηκα και έβλεπα σε τι κατάστησαν τα στρατεύματα που πολεμούσαν τους Τούρκους. Όλοι εις ενοίωτοις πραγματικά. Είτε είχανε κάνει τα σφάλματά τους με τις κακίες που χάζανε, με τα συμπλέγματά τους, με όλα αυτά που καριστέρησε πολύ πίσω η απελευθερωσή μας και στο τέλος αν δεν είχαμε τους Γάλλους, τους Ρώσους και τους Άγιους, ίσως δεν είχαμε χάσει και το παιχνίδι να μας τα ακόμα υποκαθεστώσουν του μεγάλων της κατάρτισης, τον Αβαρίνο μας έσωσε κατά ψέματα που όλος τυχαίως μας προέκυψε. Παρ' όλα αυτά πάθη που γένανε, οι άνθρωποι αυτοί σαν πραγματικά ήρωες, με πολύ αντέξιο στις συνδίκες, νηστικοί, χωρίς ρούχα, χωρίς παπούτσια και χωρίς όπλο έπρεπε να πολεμούν αυτοί εχθυνερών. Εν πάση περιπτώσει να πλήσουμε, η γειτονιά του Ψηρία έπιξε πολύ σημαντικό ρόλο στα αθηναϊκά πράγματα. Ξεχώρηζω κάποιες προσωπικότητες που ετάφησαν στο μοναστήρι του Θεού, στον Αυλόγυρο των Αγίων Αναργύρων, το Παλικάρι της Αθήνας, που σε αυτόν οφείλεται κατά μέγιστο ρόλο η απελευθέρωση των Αθηνών, η προσωρινή, στις 10 Ιουνίου του 1822, όταν μετά από 13 μήνες πολιορκίας, με πάρα πολλά προβλήματα, μπορέσαμε επιτέλους να καταλάβουμε το κάστρο της Φερθίνας στο Ξακουστό και την πόλη, στη συνέχεια και να διώξουμε επί τέσσερα χρόνια περίπου τους Τούρκους, πολύ μεγάλους άχλους. Αυτό το Παλικάρι λοιπόν ανέβηκε πάνω στην Ακρόπολη το πρωί της μεγάλης μέρες απελευθέρωσης της 10 Ιουνίου του 1822 και άρχισε να πυροδοτεί τη Λουμπάρδο, το μεγάλο κανόνι που ήταν των Οθωμανών, που ήταν στιμμένο εκεί που είναι σήμερα ο πύργος Αθηνάς Νίκης και ο ναός της Νίκης που ήταν διαλυμμένος και το ξανάστησαν. Λοιπόν, φαίνεται ότι μέσα στο ενθουσιασμό του για να ενημερώσει τους Αθηναίους, γιατί πολύ μεγάλη αυτή η Νίκη, φανταστείτε, επί 2000 χρόνια η Αθήνα ήταν κατεκτημένη και για πρώτη φορά μετά από αγώνες, από έναν άνισο αγώνα 13 μηνών, κατάφεραν εκεί την ημέρα, χάρις το στρατηγικό χάρισμα του Παναγίκτενα, καταφέραμε να πάρουμε την Αθήνα λοιπόν έστω και για 4 χρόνια. Όμως το κανόνι αυτό το πανάρχιο από την κατάχρηση εξεράγει και διαμέλησε το παλικάρι στον αέρα και αυτή η μεγάλη χαρά της απελευθέρωσης αμαυρώθηκε από το θάντου του παλικάριού. Και το τραγικό ξέρετε ποιο ήταν το ότι χάθηκε ένας νέος, δεν ήταν ένα στοιχείος ο Παναγής Χθενάς, ήταν ο μόνος ικανός με στρατηγικά και πολιτικά προσόντα, που ήταν αποδεκτός από όλες τις πλευρές των αγωνιστών, που θα μπορούσε να κρατήσει και σπουδαία δικητικά προσόντα για να κρατήσει την πόλη. Δυστυχώς το θάνατος του έγινα αφορμή να ξεκινήσουν νέοι διαμάχες, μίσοι, αυτοκτογραφικές δολοφονίες, απίστευτα πράγματα. Ο αδελφός του, Ποσπυρίδων, που τον διαδέθηκε, απαιδείχθη μικρότερο στον περιστάσιο και μετά καλέσαμε τον Οδυσσέ Ανδρούτσο, τσακώθηκαν οι σύζυγοι. Προφανώς γυναικοδουλιά ήταν στη Μέψη, υποτιμούσε η σύζυγος, που ήταν από καλή οικογένεια της Ρούμελις, του Γκούλα, τη σύζυγο του Οδυσσέ Ανδρούτσου, που είναι παρακατιανή και αναγκάστηκε ο Ανδρούτσος να φύγει, να πάρει την οικογένειά του και να φύγει και να μείνει ακρόπολη στα χέρια του Γκούλα, που δεν ήταν και το καλύτερο παιδί του αγώνα, αν πιτρέψω να το πω εξηλαιρικά. Έκανε πάρα πολλές αυθαιρισίες, δολοφονίες ο Γκούλας, έβαψε τα χέρια του με αίμα και ήταν και εξαιρετικά φιλοχρήματος. Όσο φαίνεται, μέσα από όλη τη μελέτη που έστειχε να κάνω στα δύο χρόνια του κορωνοϊού, ο μοναδικός αγωνιστής του 21, που ήταν υπεράνο των χρημάτων, ήταν μόνο ο Γιώργιος Καραϊστάκης, όσο φαίνεται. Όλοι οι άλλοι είχαν ένα πάθος με τα χρήματα και με τα συμφέροντα. Δυστυχώς η Αθήνα πήρε, εν πάση περιπτώσει θα αναδειχθούν και άλλοι σπουδαίοι ήρωες. Είναι ο Σαρίς, ο Νικόλος Σαρίς, ο ωραίος του Ψηρί, ένας υπέροχος, ένας ωραίωτατος άνδρας, στο πλαίσιο του καλού καρδαβού ανδρός αρχαιότητας, έτσι το μαστοβαριστάνει ο Καβούλογος και όλη η άλλη ιστορική της εποχής του, που αναφέρονται η σύγχρονή του που έχουν γράψει και τα απομενεύματα του αγώνα των Αθηναίων, ως τον ωραίο της γειτονιάς και έναν άνθρωπο έξυπνο και καλλιεργημένο και εξαίρετο θηλυτή. Επειδή είχε μια πολύ, δεν θα σου πω την ιστορία, τα προλάβουμε. Αν προλάβω θα σου πω στο τέλος. Απλώς έθεσε θύμα κι αυτός του γούρα, είτε τόλμησε μετά από αγώνα που έκανε επιβίωσης, τόλμησες ως κεφάλι και να κατηγορήσει τον γούρα για τις αυθαιρεσίες που έκανες βάρος των Αθηναίων, έπαιρνε όλη τη σωδιά των Αθηναίων και τη διάθετε στα δικά του παιδιά και για δικό του λογαλιασμό και δεν είχαν τρόφιμοι οι Αθηναίοι για να επιβιώσουν. Απίστεπτες ιστορίες. Και επειδή τόλμησες ως κεφάλι, 23 Ιουνίου 1823, τον δολοφόνησαν οι άνθρωποι του Σαρή. Ένα τραγικό τέλος και το παλικάρι τον έσερναν κάτω σκοτωμένο και τον ανέβασαν στην Ακρόπολη, διαμέλησαν το σώμα του και πεθούσαν τα μέλη του σώματος από κάτω. Απίστευτη Μαρβαρόνη, απίστευτη, απίστευτη. Ετάφηκε αυτός ό,τι απέμεινε από το βαζανισμένο του κορμί στο κοιμητήρι των Αγίων Αναργύρων. Και επιτέλους απελευθερωνόμαστε. Μετά από χίλια βάσανα, από χίλια βάσανα, είναι πολύ μεγάλη ιστορία. Επισηχώς χάσαμε τον Καρέσχα και χάσαμε τα πάντα. Και η μάχη του Αναλάτου στις 24 Απριλίου του 1827, έρχοντας ως αρχηγούς τους άκαπνους αυτούς άγγλους άσχεπους με την ελληνική στρατιά, τον Βόχραν και τον Τσόρτς, οι οποίοι δεν ήταν καν στο πεδίο της μάχης, ήταν στις φρεγάδες τους. Και όταν πήγα να κατεβούν, είδα την οπιστοχώρηση και την ειδωλοφονία των ιρρών. Και ξαναχώρηκα μέσα στη βαθμά στο σπίου τους και φύγανε άκαπνοι άνθρωποι. Και άφησαν τον κόσμο να σκοτωθεί, τους Έλληνες να κατασκοτωθούν στη μάχη του Αναλάτου και να τουρκέψει πάλι πόλης, να παραμείνουν μέσα οι Τούρκοι και ενώ ελευθερωνόμαστε στο Φεβρουάριο του 1830 με τη συνθήκη του Προτόκολου του Λονδίνου, που τέλος είχε μεσολαβήσει και του Οκουρεσδή και άλλο Προτόκολο. Το Λονδίνο είναι αυτό που έδινε τέλος πλέον στην Οθωμανική Επικράτεια. Απελευθερώνεται λοιπόν ένα τμήμα του ελλαδικού χώρου ως την βόλια πλευρά μεταξύ στην νοητή γραμμή λαμίας και άρτας, όπως ξέρετε. Όμως μέσα στην Ακρόπολη παρέμειναν οι Τούρκοι και θα βγουν μόλις, να φανταστείτε, μόλις θα βγουν οι Τούρκοι, θα φύγουν πια στις 31 Μαρτίου του 1833. Θα ήθελα να κλείσουμε τον αγώνα του 21. Ήθελα να σας διαβάσω ένα μικρό κειμενάκι, το οποίο έχω πάρα πολύ. Δεν θέλω να σας κουράσω, αλλά το περιγράφει είναι ο Λουδοβίκος, ο Χριστόφορος Νέζερ, ο προπάπους του ηθοποιού που ξέρουμε από τον ελληνικό κινηματογράφο. Γιατί είναι τόσο συγκινητική αυτή η παράδοση που παραδείδεται η Ακρόπολη από τους Τούρκους στη βαβαρική φρουρά. Δεν υπάρχει ούτε ένας ρουμιός εκεί, φανταστείτε. Αλλά ο Χριστόφορος Νέζερ είναι εγγράμματος, είναι ο φλούραρχος, ο πρώτος Ακροπόλιος που έρχεται βαβαρός, γνωρίζει την ελληνική ιστορία και είναι η πρώτη του νύχτα πάνω στην Ακρόπολη, η οποία παραδοθεί η Ακρόπολη, η οποία μου φύγει επιτέλους η Τούρκη. Και είναι κάτι πολύ συγκινητικό, θέλω να το διαβάσω 2-3 και να κλείσουμε την εξαίρεση του 21. Λέει λοιπόν ο Χριστόφορος Νέζερ, όταν έδισε ο ήλιος πέραν των ωραίων της Πελοποννήσου και ανέτειλεν επάνω από τον ελικαβητόν Ιμάν Σέλινος, χύνουσα το βαλό της φως επάνω στην Αττική και στα εν μέσο αθείων καλλιβών υπερήφθανε ρύπια, έστισα την κλίνη μου κάτω από τα γιγαντόδι στήλας του Περθενώνος. Τε μάχιος τύρις έγινε προς κεφάλιόν μου και στρώμα μου ψάθα, ονειρευόμουν εσδέ με ανοικτούς ορθαλμούς, έβλεπον έκπληκτος επάνω στην ακρόπολη των Αθηνών, τον άρχοντα Περικλή, τον Σοκράτη με τις μακτάς του, τον Ευρυπήδη, τον Δημοσθένη και τόσους άλλους μεγάλους άνδρας της ενδόξου Ελλάδος, περιθερώμενους κάτω από τα στήλας και εις ερχομένους εις τον αθάνατο ναό της Παλάδος. Τα κουρασμένα μου βλέφτρα έκλεισαν πλέον, η δε κρογμή τον ερημικό πτηνό της Παλάδος, που έκρων ακόμη την ακοή μου, διαβεβαίουν ότι ευρισκόμινε πάνω εις γη κλασική. Η ψυχρά πνοηρή πρωινή άβρα, μεξί την συνελωρής, πρωτού ο ήλιος οδηγήσει το άρμα του υπεράνου του ημητού. Ανοίξα στους ορθαλμούς μου, είδοντας οι ψηλά στήλας που ευάσταζαν τον μεγαλοπρετέστη Θαλιμάρο Αλομέτωπο του Παρθενώνος και τους ορους των ερυπείων που εκκάλυπτον πέριξ όλη την Ακρόπολη για μεγάλων και μικρών θεμαχίων μαγμάρων και θεώρησα ως αληθές θαύμα ότι δυνήθισαν να σωθούν υπό του πανταμάτωρος χρόνου εθαυωμάσια εκείνε στήλε. Την ημέρα εκείνη, πολύ πρωί, ήρθε προς συνάντησί μου στην Ακρόπολη χειωστής ναυτικός με τατουίου του, μαζόμενος καπετάν Δημήτρης που το μικρό του τρεχαντήριον εγκυροβόησε στο Μηρέα. Όχι ως εκείνος, έφερε κοντών και εκείνης σημαίαν με λευκά ζώνας, έχουσαν εις το μέσον σταυρό. Ο υιός του, που ομήλει πως την τελική, μας παρεκάρεσε εξ ονόματος του γυρίου του πατρός να υψώσουμε επί του Παρθενώνος την ελληνική σημαία. Εγώ δε προθύμως εδέχθη. Με τη βοήθεια στρατιωτών τεινών, ο κοντός εστίθιεπη του Παρθενώνος, εκάλεσα δε τους ολίγους στρατιώτες μου να παρελάσσουν παρουσιάζοντες όπλα και χαιρέτησα κι εγώ των γυραιών σαν κλασσοπόρων που ανήψωσε την ελληνική σημαία, φωνάζω μετα το υιού του. Πάντα συγκινούμαι, συγχωρίστε με. Ζήτω Ιελάς, ζήτω βασιλεύ. Μέρα με συγκινεί πολύ αυτή η ιστορία του αδυστηρίου μεταφέρον. Επαναλάβομαι δε την προσφώνησιν εγώ κι οι στρατιώτες μου. Χαρίεσα κι ελευθέρα εκοιμάτιζε πλέον η ελληνική σημαία επάνω στη ρύπια του κεκροπείου άστεως, ανεγνωρισμένη υπό όλης της Ευρώπης και υπό αυτόν των Τούρκων. Δάκρυα χαράς έτρεχον εκ των ορθαρμών του γυρουχίου εκείνη την ώραν, εγώ δε ολίγον έπειτα περίληφθον παρατηρών επί της Ακροπόλεως τα φιεδιμίδιν συσορευμένα μάρμαρα. Μια ιστορική χαρμός είναι ημέρα, όπως το λέω εγώ, που συμβουρίζει την πραγματική απελευθέρωση. Κλείνει ο μεγάλος κύκλος των χαμένων ανοίξεων και οι φρίκοι των πολέμων, Αθηναίοι και Έλληνες, επιτέλους δικαιώνονται, έτσι. Σας το διάβασα και εμένα πραγματικά με συγκινή αυτό. Νομίζω ότι κι εσείς θα συγκινηθείτε. Είναι πραγματικά μια δικαίωση μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια δοκιμασιών και μετά από αγώνες πραγματικά μια χούφτα άνθρωποι ανυπόδητοι, πένιτες, ανέστηροι, δεν έχουν φάει καθό, δεν έχουν φαγητό να φάνε και πολεμούν χωρίς όπλα τους Τούρκους. Είναι πραγματικά ένα θαύμα και πραγματικά όλοι τους υπήρξαν ήρωες. Απλώς ατυχίσανε, όπως ξέρετε, διότι δεν είχαμε την τύχη να έχουμε έναν Περιγκλή ή έναν Αστολήνικον που είχανε Αμερικανοί. Είχαμε προσωπικότητες πολύ σπουδές που έπεσαν σε διαφορετικά επίπεδα, πρέπει να το λέμε αυτό και να το αντεδώσουμε. Δηλαδή, είχαμε τον Κολοκοτρώνη μεγάλη στρατιωτική αιφεία και διάμεια, είχαμε τον Μαυροκορδάτο μεργιστό διπλωμάτη, μεταξύ τους χάος, καμία σχέση μεταξύ τους, δηλαδή ήταν τελείως ανή ο άνθρωπος, δεν ήξερε καθόλου πως διπλωματία ο Κολοκοτρώνης, όπως δεν ήξερε καθόλου από στρατιωτική ποιθαρχία και παιδεία ο Μαυροκορδάτος. Από την άλλη πλευρά ο Καποδίστιας ήρθε πολύ αργά και έφυγε πολύ νωρίς, το φάγαμε πολύ νωρίς και έτσι μας τελείωσε το θαύμα. Δηλαδή πραγματικά είναι ένα θαύμα πως σωθήκαμε και επιβιώσαμε και απελευθερωθήκαμε, ήρθε πραγματικά θαύμα. Κλείνοντας εδώ είναι μια άλλη εικόνα της Αθήνας, τις παρυφές του Ψηρή που έχει απελευθερωθεί η Αθήνα και στην 1η Δεκεμβρίου του 1834 έρχεται λοιπόν ο Όδων με ολητικού στοδία και γίνεται μια πολύ μεγάλη γιορτή πάντεινη. Το καλωσόρισμα στον Άη Γιώργη τον Ακαμάτη που ήταν ονός του Ιφέστου και της Αριγάνης Απτινάς στο λεγόμενο κακός λεγόμενο θυσίον στην αγορά και είναι η τελευταία μέρα που λειτουργεί και ο Άη Γιώργης ο Ακαμάτης, την επομένη σήκωσαν την Αγία Τράπεζα και πια έγινε μουσιακός χώρος. Και ουσιαστικά ξεκινά η νεότερη ιστορία της Αθήνας μας που είναι πλέον η πρωτεύουσα του νοσίστα του ελληνικού βασιλείου 1η Δεκεμβρίου του 1834. Και φυσικά παίρνει τα πάνω της και μια άλλη εικόνα λίγο μεταγενέστερα, είμαστε περί τα μέσα τώρα του 19ου αιώνα. Κοιτάξτε πώς πολύ πλατεία συντάγματος είναι μια πολύ ωραία εικόνα κάτω στο βάθος είναι η γετονιά του Ψηρή που δεν έπαψε να είναι ποτέ τίκνο κατοικημένη από την Οθωμανική κατάκτηση και δεύτερ. Η πλατεία μπροστά μας βλέπετε, το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας η Κία Δημητρίου 1842-1843 από τον Θεόφιλο Χάνσεν. Στα 1874 θα γίνει ξενοδοχείο υπό τον Στάθη Λάψα και τον Σάμα Κέντρο. Καλωρίζει δόξες πλέον έκτοτε ως Μεγάλη Βρετανία το οριστοκρατικότερο και το παλαιότερο ξενοδοχείο που έχουμε. Αχαριστοκρατικότερα της Ευρώπης παρακαλώ. Και βλέπετε πόσο μικρή είναι η Αθήνα. Η Αθήνα έχει αυτή τη στιγμή στην εικόνα που βλέπετε είναι από το... μια εικόνα που δεν έχει κυκλοφορήσει είχα την τιμή και τη χαρά να μου το προσφέρει το Ίδρυμα την εικόνα δηλαδή. Μαρτίνο, Αθανασίου Μαρτίνο και πραγματικά μια σπάνη εικόνα. 30.000 άνθρωποι ζω στην Αθήνα αυτή την εποχή και ξεκινάει η γειτονιά του Ψηρί. Τώρα θα πρέπει να έχουμε βάλει ένα από τα σπίτια του Ψηρί, αυτό όπως ήταν λίγο πριν το κατεδαφήσουμε. Η γειτονιά του Ψηρί που χωρίζεται σε νορίες με 21 εκκλησίες από τις οποίες μόλις οι 8 σήμερα σώζονται. Δυστυχώς χάθηκαν υπέροχα βυζαντινά αγιάσματα. Υπήρχε μια μανία ξέρθειν της εκκλησίας ενώ ήταν σε σχετικά καλή κατάσταση και μιλάμε, προσέξτε, μιλάμε συνολικά στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Είχαν καταμετρηθεί 129 εκκλησίες, βυζαντινές και μεταβυζαντινές. Οι περισσότερες φυσικά μεταβυζαντινές δεκάτου έκτου και δεκάτου εβδόμου αιώνα που η Αθήνα γνωρίζει μία νέα κμή, θα λέγαμε έτσι. Εκμεταλλευόμενη τα προνόμια που είχε προσφέρει ο Μουάμεθ από την αρχομό του εδώ το 1458. Χτιστήκα πάρα πολλές κλεισάκια το 16ο, το 17ο, εβδομόνα στην πόλη μας από αυτά. Μόλις τα 24 σώζονται σήμερα σε όλο το ιστορικό κέντρο και είναι μόνο ένα αμυγός βυζαντινό ή Άγια σώματι που ονείκουσε στη περιοχή του Ψηρή οριακά. Όλα τα άλλα έχουν καταστρεφεί και έχουν αλλάξει όψη. Ήταν υπέροχα βυζαντινά αγιάσματα και ιστορικά σημαντικά. Θα τα δούμε. Δυστυχώς αυτά τι γινότανε. Χρειάσονταν κάποια λιγοστά χρήματα για να ξαναστηθούν. Και ενώ αναφέρονται στις πρώτες μελέτες ως εκκλησία, μετά αναφέρονται ως ερήπιο εκκλησίας, μετά δεν αναφέρεται καθόλου και ξαφανίζεται. Οι ίδιοι οι Αθηναίοι το κατέστρεφαν αντί να το επισκευάσουν το κάθε εκκλησάκι και κουλούσαν το εκκόπαιδο της εκκλησίας για να βγάλουν λεφτά. Βέβαια πρέπει να πούμε ότι υπήρχε και πολύ μεγάλη οικονομική δυσπραγή. Ήταν εξαιρετικά δύσκολα τα πράγματα. Οι άνθρωποι κυριολευτικά δεν είχαν ένα φαν έτσι. Μην ξεχνάτε ότι η Ελλάς ξεκίνησε την πορεία της υπό το κατεστώς χρεοκοπίας. Με δύο μεγάλα δάνεια και χωρίς να υπάρχει καμιά άλλη βοήθεια και που την κεφαλή κλείνε οι άνθρωποι. Άρα ήταν ότι να περισσώσουμε και να μπορούν να διοποριστούμε. Λοιπόν, η γειτονιά του Ψηρή εξακολούθησε να σφύζει από ζωή. Αμέσως μετά οι άνθρωποι στήσαν τα σπιτάκια τους πάνω στα παλιά τους, έκαναν τις επισκευές που χρειάζονταν. Λέμε για ρύπια όμως. Στα 1.250 σπίτια, μόλις στα 50 να θεωρούνται κατοικίσιμα. Φανταστείτε την καταστροφή που είχε γίνει με το μόλιμο της ανεξαρτησίας. Και που είναι πολύ μακρά ιστορία, αλλά δεν το σχοληθούμε με αυτό τώρα. Και εδώ ένα από τα σπίτια που είχε σωθεί και είχε αναγκαινιστεί, που το βλέπετε, Αγίας Θέκλας και Βαπανικολύγονια και πολύ κοντά στην οδό Ερμού, ήταν το σπίτι της οικογενείας Μακρύ, το σπίτι της χώρης των Αθηνών. Η εικόνα που βλέπετε είναι του 1930, όταν το σπίτι είναι αποκαταστημένο, ξανά σε... και ουσιαστικά, αν δεν το φανταστούμε, πίσω από ένα μαντρότιχο, όπως ήταν από τα σπίτια της Φωγραφίας. Ωστόσο, μετά όταν εξέληπη ο κύριος, αφαιρέθηκαν οι μαντρότιχοι και ο κύριος. Ήταν το σπίτι, λοιπόν, του Προκόπη Μακρύ, από ο Προξένητους Μεγάλες Βρετανίας. Ο πατέρας ήταν γιατρός από την Κέρκυρα, εκεί το πρόσενος και είχε πάρει ο γιος τον τίτλο. Στη Θεονεξώστη υπήρχε πάντοτε η βρετανική σημαία ως τον θάνατο του Προκόπη. Ο Προκόπης παντρεύτηκε τη Θεοδόρα Βρετού, Αρβανίτισα, της Αττικής. Έκαναν τρία κορίτσια, τη Μαριάνα, χαιρετικό ντου ντου, την Κατίνκο και τη Τερέζα, τη μικρούλα, την Ελλαϊδογέννη, όπως την έλεγα, και τρεις καλλονές. Όταν τα κοριτσάκια ήταν πολύ μικρά ακόμα, η Τερέζα ήταν δύο-τριόχρονο, παραπάνω δεν ήταν, ο Προκόπης πέθανε ξαφνικά στα 33 του 22ου χρόνια και έμειναν πίσω έξι γυναίκες απροστάπευτες. Η μάνα η Χύρα του Προκόπη ή με την κόρη την Ανίπαντη, που ακόμα τη λέγανε Θεοδόρα και δεν είχε παντρευτεί, την γυναίκα του τη Χύρα, την Θεοδόρα Θοδουρούλα και τα τρία κοριτσάκια, τα μωρά. Οπότε οι γυναίκες αυτές για να επιβιώσουν περιορίστηκαν στο εισόγιο του σπιτιού και νίκησαν τον Επάνο Όρφο σε διάσημους και διακεκριμένες ποσοπουκότητες Άγγλων, Ενίωτε και Γάλλων, κυρίως όμως Άγγλων λόγω των δεσμών που είχαν με την Μεγάλη Βρετανία, που ήταν παππούς και πατέρας υπό πρόξενος και απερίχαν πλήρη φιλοξενία και έτσι διοπορίζονκαν. Έφυγαν και κεντήματα οι γυναίκες αυτές και τα ακολούσαν για να μπορούν να επιβιώσουν. Από τους διασυμότερους, θα λέγαμε, πάμε να γυρίσουμε λίγο πίσω, τους διασυμότερους νικιαστές της που φιλοξενήθηκαν, ήταν ο διασυμότερος, μάλλον, ο Μπάιρον, που έλεγε πάρα πολλές προσωπικότητες Άγγλων και Γάλλων, παρήλασαν από το σπίτι. Τα κορίτσια ήταν εξαιρετικά κοινωνικά. Όταν ο Μπάιρον έρχεται παραμονή Χριστουγέννου του 1809 με τον φίλο του Χομχάους, είσαν και δυο πολύ ωραίοι νέοι, γύρω στα 22-23 τους χρόνια, παρέμειναν εκεί, φιλοξενήθηκαν ως τα τέλη Μαρτίου και υπάρχουν πιστολιές που ο Μπάιρον αφέρεται στις τρεις θεές της οικοδέσποινης του σπιτιού που μένει. Στο τέλος πια δείχνει σαφώς την προτείνησή του προς την Τερέζα. Θα δημιουργηθεί ένα ωραίο πλατωνικό ιδείο μεταξύ Μπάιρον και Τερέζας που θα εκδηλωθεί μετά την αναχώρηση του Μπάιρον. Οι κοπέρες πρέπει να σας πω ότι ήξεραν ελληνική γλώσσα, ήξεραν την αλφάβη τους, ήταν γράβατες, σπάνιο φαινόμενο για τις γυναίκες εποχής εκείνης. Ήσαν και πολύγλωσσες, γιατί η μητέρα φρόντιζε να μάθουν ξένες γλώσσες στα κορίτσια. Ερχόταν ο Λουζιέρ και τους παρέηδε μαθήματα ιταλικής γλώσσας, μιλούσαν άριστα τα ταλικά και λόγω των πολλών Άγγλων μιλούσαν και εξαιρετικά καλά την αγγλική γλώσσα, αλλά και πολύ καλά γαλλικά επίσης. Διότι τι έκανε η μητέρα η Θοδωρούλα, η Κορσουίνα, όπως τη λέγανε, όταν έρχοναν κάποιοι δικεκριμένοι και κάποιοι έτσι ξένοι, τους έφερνε λιγότερα λεφτά, υπό τον όρο, να παραδίνουν μαθήματα της αγγλικής και γαλλικής γλώσσας στα κορίτσια. Πότε καταλαβαίνετε τα κορίτσια είναι κοινωνικότατα, είναι πανέμορφες, είναι καλοδημένες, έχουν πολύ καλή επαφή με τους ανθρώπους που φιλοξενούν, που ήταν μεγάλους προσωπικώτες έτσι κι αλλιώς, και συνδιαλέγονται μαζί τους που διαβάζουν και ξένα βιβλία και μεταφράσεις και πολλά άλλα πράγματα. Θα γράψουν και λεξικό αργότερα οι κοπέλες. Φεύγοντας ο Μπάιρον θα γράψει και το υπέροχο πείμα «The Maid of Athens» και «Κόρη των Αθηνών», που θα το κάνει διάσημο παγκοσμίως ο σπίτι, αλλά θα θάψει εντός στο βιβλικό τη Δίσβλη, την Τερέζα. Ας μην πλατιάσουμε πολύ, γιατί θέλω να δούμε και τα άλλα μηνύα και σε μεγάλη κουβέντα και ο χρόνος στρέχει. Απλώς θέλω να σας πω για τον Μπάιρον. Ποτέ δεν φόρεσε μπροστανέλα όπως τον έχουμε εμείς, γιατί μας αρέσει να τον βλέπουμε. Είμαστε οι αναφελείς εμείς οι Έλληνες. Το έχουμε το δείξει πάρα πολλές φορές στο παρελθόν, ευτυχώς σιγά σιγά βάζουν μυαλό. Είχαμε θεωρούσαμε ότι είναι ο Μέγας Φιλέην. Εγώ θα σας χαλάσω την ωραία εικόνα του Φιλέην. Θα σας πω ότι ήταν φιλελεύθερος και όχι Φιλέην. Προσέξτε που μας βοήθησε. Πρώτα απ' όλα ήταν διόκτιστον αρχιοκαπήλων, διόκτιστον εισαγωγικών. Ήταν εκείνος που έγραψε πείηματα λιβέλους κατά της αρχιοκαπηλίας του Έργη και ο μονοδικός Άγγλος, προσέξτε για να μην πω και ο μονοδικός περιγυντής των Αθηνών της εποχής του, που γύρισε στην πρώτη φορά του ταξίδιου, γύρισε με άδειες αποσκευές από την Αθήνα, γιατί όλοι σκάβανε, κλέβανε, κατέστρεφαν τα πάντα και έφεγαν με γεμάτες αποσκευές, με αρχαιότητες που πουλούσαν μετά στην πατρίδα τους. Πατός δεν έκρυψε και κυνήγησε λεκτικά τον Έργη. Επίσης πρέπει να πούμε ότι υπήρξε νέα σπιτις και πριν πω τα καλά να πω τα άσχημα. Αποδεικνύεται ότι δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τους Έλληνες. Τον ιδρικάριζε η ιδέα των εξεγερμένων Ελλήνων. Και επειδή στα 35 του χρόνια είχε ζήσει, 34 του χρόνια είχε ζήσει πια όλες τις εμπειρίες που μπορούσε να ζήσει άνθρωπος, όποια παρτευγερία να φανταστείτε την είχε πια αντιώσει, ήθελε τώρα να έχει αδοξαστεί απλώς ως πίτης, όχι ως χαρακτήρας ή ως κάτι άλλο. Πίστευε ότι θα έπρεπε να κλείσει τη μωρία του τέλος πάντων αυτή, κάνοντας και κάτι και έναν ηρωισμό και διακρινόμενος για τον ηρωισμό του. Τον ιδρικάριζε λοιπόν η ιδέα των εξεγερμένων Ελλήνων, τους οποίους είχε αρχίσει να συμπαθεί χωρίς να τους αφητεμά ιδιαίτερα, θα του φαίνεται μέσα από τις επιστολές που ξέρετε, την εποχή που βρίσκεται στην Ελλάδα, ο Κυριάκος Συμότυλος, ο ιστορικός, στον τρίτο τόμο ενός πεντάτομου έργου που αναφέρεται «Πώς είδαν οι ξένοι περιγητές στην εξέγερση του 21», αφιερώνει 200 σελίδες και αποδεικνύει μέσα από όλα τα αρχεία του «For a office», τα αρχεία των αγωνιστών του 21, τις βαρτηρίες των ιστορικών της του 19ου αιώνα, παρουσιάσει σε 200 σελίδες «Πόσο δεν ήταν φιλέη ο Έγι». Συγχωρίστε με, ο Μπάιλ, θέλω να πω, συγχωρίστε με. Εγώ δεν θα κρατηθώ εκεί, το έχω ψάξει πολύ το θέμα, πιστέψτε με, γιατί είναι η δεύτερη φορά που το δημοσιεύω. Υπάρχουν επιστολές που μιλάει πολύ άσχημα, αναφέρεται πολύ άσχημα στους Έλληνες και την εποχή που βρίσκεται στην πορευόμενος πως το Μεσολόγγι. Λίγο πριν το τέλος Οκτώβρη και Νοέμβριο του 23, λίγο πριν πάει τα Λυστούγεννα θα πάει, όπως ξέρετε, το 23 έως 24 στο Μεσολόγγι και δυστυχώς ο άνθρωπος θα χάσει τη ζωή του. Θα σας πω, για να πούμε την άσχημη πλευρά τώρα του Μπάιλ, ότι οι αναφορές του είναι πολύ κακές για τους Έλληνες. Λέει, οι Έλληνες είναι, ίσως γράφει σε μία επιστολή, τον Νοέμβριο του 1823 στον φίλο του γιατρό του Τζούλιου Σμίλιγκεν και λέει, είναι ίσως ο πιο διαθαρμένος, ο πιο εκφυλισμένος λαός του κόσμου και μπλα μπλα μπλα μπλα. Ενώ αντιθέτως μιλάει πολύ κανά για τους Τούρκους. Ο Νοέμβριος του 1823 εξομολογείται στον γιατρό James Kennedy στην Κεφαλονιά και λέει, μου αρέσει η υπόθεση της ελευθερίας που είναι υπόθεσης των ελληνικού έθμους, μόνο που περιφερονών τη σημερινή φιλή των Ελλήνων. Τους λειτπάμε, αλλά δεν πιστεύω πως είναι καλύτεροι από τους Τούρκους. Πιστεύω μάλιστα πολλά τους επερνούν οι Τούρκοι. Αυτά είναι τώρα την εποχή που είναι εδώ και θέλω να ασχοληθεί με το ελληνικό θέμα. Και δεν είναι κυτρινιάρις τύπος, επιτρέψτε μου να μιλήσω, είναι δοκουμέντα που υπάρχουν μέσα στα αποδεικτικά αυτά. Επίσης ξέρουμε ότι δυο φορές πήγε απεσταρμένος του Κολοκοτρώνη κάποιος λάμπρος, που λέμε ο Κώσος Ψουλιώτης, που του φέρνει επιστολή από τον Κολοκοτρώνη, και αυτά είναι καταγεγραμμένα, που λέει ότι ο Κολοκοτρώνης θέλει να συνεργαστούν για το καλό της Ελλάδας και έχει δείτε ποιά χορευόμαστε στο χάος και ότι να πας εκεί όλα τα πάντα διαλύονται. Το βλέπω, είναι κατανέξυπος ο Κολοκοτρώνης και είναι και άνθρωπος σώφρον. Και ζητά τη συνεργασία του και ζητά λέει να γίνει εκείνος να είναι υπό την καθοδήγηση του Μπάιρο και ακόμα να περάσει και να δικαστεί από δικαστήριο αν έχει διαπράξει κάτι και να τιμωρηθεί γι' αυτό ποιος ο Κολοκοτρώνης. Και τον διώχνει δύο φορές τον οπλαρχηγό αυτό τον απεσταλμένο του Κολοκοτρώνης. Έχει κάνει πολλά τέτοια. Στο τέλος, μας δανείζει και 4.000 λίρες γιατί αργούσε το περίφημο δάνειο της Αγγλίας, που δεν είχαμε κι άλλη επιλογή. Το δάνειο της Αγγλίας όταν τα φορέθηκαν. Δεν είχαν άλλες επιλογές, πρέπει να σας πω. Το έχω ψάξει πολύ καλά το θέμα και το έχω ψάξει και πολύ σπουδαία ιστορική. Εγώ μεταφέρω πληροφορίες ιστολικών. Δεν είχαν άλλη επιλογή. Ήταν οι μόνοι που μας δάνειζαν και δεν τα παίρναμε, πεθαίναμε. Απλώς έγινε πολύ κακή διαχείριση. Πέσα σε χεριάθλειο και τα φάγανε. Και οι πρώτες δώσεις ξανεμίστηκαν δυστυχώς και τα πληξεχρεώναμε το 1977. Λοιπόν, έδωσε 4.000 από το πορτοφόλι του ως δανεικά. Κι εμείς οι αφελέστατοι Ρωμνοί νομίζαμε ότι μας τα χάρισε. Και άκουγα και έναν, τώρα που γιορτάζαμε τα 200 χρόνια, άκουγα έναν καθηγητή πανεπιστημίου διαβασμένο, ο οποίος προφανώς δεν είχε διαβάσει όλα τα ευλίχια, είχε διαβάσει αυτά που μας χάρισαν. Δεν είχε διαβάσει όλη τη πληροφόρηση περιμπάειρο. Και έλεγε μας χάρισε και 4.000 λίρες. Και απόρισα πως έγινε δημοσίως και έμπραζε και έλεγε αυτά τα πράγματα ο άνθρωπος. Δεν μας τα χάρισε, μας τα δάνεισε. Κι όμως μας τα δάνεισε, λίγες μέρες πριν πεθάνει, υπάρχει επιστολή του, που γράφει προς τη γραμματέα του το γραμματέα του στο Λοδίνο και λέει, καταλαβαίνει πως πλησιάζει το τέλος του και λέει να πείς τους, εάν τις επερίπτει ο στενάτης του, οι κληρονόμοι του να διεκδικήσουν τις 4.000 λίρες που είχε δανείσει. Και τις δώσαμε το πρώτο δάνειο που πήραμε, το περίφημο γλυκό δάνειο, του διστρέψαμε τα πρώτα, επεστράφησα τα 4.000 λίρες στους κληρονόμους του Μπάιρον. Κλείνοντας να πούμε όμως για τον Μπάιρον, πόσο μας βοήθησε από την άλλη πλευρά, πόσο μας βοήθησε ασυνειδήτος, διότι να σηκωθεί ένας Μπάιρον, παγκοσμίου φήμης ποιητής, που η ποιησία του έγινε ισμός, διερωνισμός, του μεγαλύτερους ποιητές του 19ου αιώνα, να εγκαταλείψει τα εμβόσμια και όλα αυτά, τη φιλιδή, αν θέλετε, που ζούσε, και να έρθει με τους πολυοκειμένους του Βεσολογγίου, μόνο η παρουσία του εδώ, έκανε γνωστό παγκοσμίως το πρόβλημα των Ελλήνων. Πολύ σπουδαία αυτό για μας και πολύ περισσότερο μας ευεργέτησε, εντός αγωγικών, με το θάματό του. Ψηκά, έφυγε ο άνθρωπος νέος, αλλά για μας αυτό ήταν σαν ένα αφείο δώρο, δηλαδή ο άνθρωπος δεν το κάνε τίτιδες, σαφώς δεν θα πεθάνει, αλλά πολύ μας βοήθησε ο Μπάιρον. Και αυτός είναι ο περίφημος Μπάιρον και η ωραία λοιπόν, η νεοδογέννητη Τερέζα Μακρία, έτσι που έτσι είχε έναν δυσάρος το τέλος. Φυσικά μετά κακόπεσε, κανείς δεν την παντρευόταν, θεωρήθηκε εξόλυς και προωλής. Άλλη ώρα θα σας πω, κάναμε μια μέρα ψενάγηση και να σας τα πω, είναι αυτό μια άλλη φορά, να πούμε λεπτομέρειες μόνο για τα τουτσοβολιά της εποχής. Θεωρήθηκε εξόλυς και προωλής η Δίσμηρη, γιατί καταλαβαίνετε στα 13 της χρόνιας ηλικία γάμου τότε, να βγει ένας ποιητής που να κυκλοφορήσει το πήμα του παγκοσμίως παντού, ανά τον κόσμο και να τη λέει ζωή μου σ' αγαπώ και ένα πολύ βαθιά ερωτικό πήμα. Πάει τελείωσε ο βίος της δεσποινίδος αυτής. Και μόνο ένας Άγγλος δέχτηκε να την παντρευτεί στα 30 της χρόνια, δεν θεωρείτε ότι στα 30 εκείνη την εποχή, θεωρείτε ότι στον ιδεολοδοφόρη. Αρχίζει η ζωή σε πολλές από εμάς, έτσι, φανταστείτε. Παντρεύτηκε έναν άγριο φιλόλογο βαρετό, λέει τον Κύριο Μπλακ, που έκανε δυο παιδιά μαζί του, το αγοράκι το έχασε πολύ νωρίς και χύρεψε και σύντομα. Ήταν πολύ μεγάλη η ηλικία και πέθανε ξεχασμένη έτσι, δυστυχισμένη στα 74 της χρόνια στο μεταξουργείο. Το σπίτι το κατεδαφύσαμε, περιτώνα σας το δεν έμεινε τίποτα αυτό το σπίτι, απολύτως τίποτα. Το αρχές του 74, που αν ήταν σε άλλη πόλη του κόσμου, και είχε την ιστορία αυτό το σπίτι, αν το είχαν ισπανοί ήταλοι θα το είχαν κάνει μουσείο με δεινήματα, θα φαμβάσαμε και φρύβατα, θα βάζανε και ισόδους. Εμείς το κατεδαφύσαμε κι εσυχάσαμε και έγινε πάρκι. Και πριν δυο χρόνια βάψανε και το δείχο η Netflix με ένα πέσιο, ένα ταινατούργημα. Όταν πέρασα μια καλή πρωία, πριν από ένανάμιση χρόνια και το είδα, όπως λέει η Δηκάρισα, δηλαδή, ήθελα να κλαίω σε αυτό το ένδοξο μέρος, που δεν είχε μείνει τίποτα, να σδίχωμα και το δείχο, να κάνω βαρβαρόιτες επάνω. Εκλείδει πάρα πολύ. Αυτή είναι η γειτονιά του Ψηρού, κοιτάξτε από το πανόραμα του Στάδεμα, οι δύο κεντρικές μεγάλες εκκλησίες, που είναι δύο εκκλημία, είναι σημαντική. Αριστερά θα δείτε τον Άγιο, είναι πίσω πλευρά της πλατείας Ιρών. Ο Άγιος Αθανάσιος του Ψηρού, λοιπόν, που τον κατεδαθήσαμε στα 1850, ευτυχώς αργόταν να χρησιμοποιήσει ένα χρήσιμο κτίριο του Δηματικά Ιατρία, το έχει χτίσει ο Μερκούρης σε αρχές του 20ου αιώνα. Και μπροστά είναι η πλατεία Ιωρών, μπροστά από την εκκλησούλα αυτή. Και δεξιά, η δεξιά πλευρά είναι το υπέροχο αυτό με το κοιμητήρι των Ιρών, το δυζαντινό αυτό αγίασμα του 11ου αιώνα, ένα μοναδικό στολίδι που κι αυτό το κατεδαθήσαμε και χτίσαμε ένα τέρας επάνω, το καρκουριοδικείο πάνω στην εκκλησία της Αγίας Ελεούσης, το οποίο ήταν σε αθλία κατάσταση, επί σειρά ετών, προσπάθησα πολλές φορές να του βάλουν φωτιά, αλλά αρνείτο η Αγία Ελεούση να της βάλουν φωτιά. Αυτό ήταν μια μεγάλη εκκλησία, ευμεγέτης όπως την αναφέρει ο Καβούροβλους, η Αγία Ελεούσα όπου στο ναυλόγυρό της είχαν ενταπεί προσωπικοί της εποχής, ακόμα και ο Προκόπης Μακρύς ο πατέρας του, ο πατριάκτης Γερένιος κλπ. Είχαν βαφτιστεί εκεί τα κοριτσάκια του, οι κόρες, οι καλλονές του Προκόπη Μακρύ. Και αυτή μετατράπηκε σε καρκουριοδικείο. Ευτυχώς ήταν τότε ο Χρυσενός Χάνσε που θεωρείται ο μέγιστος των αρχιτεκτών του 19ου αιώνα και που ήρθε για να παραμείνει τρεις μήνες να γνωρίσει εκ του Σύνεγης τα Νοημία της Ακροπόλου και παρέμεινε επί 17 έτη και ουσιαστικά είναι ο εισηγητής του Αθηναϊκού κλασικισμού, αυτή η μεγάλη προσωπικότητα και θα έρθει μετά από 5 χρονια αργότερα και ο μικρός, το αδελφός ο Θεόφυλος, θα δουλέψει και οι δύο, και την πόλη των Αθηνών. Και εδώ έχουμε λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος σεβάστηκε απολύτως το μνημείο. Αν ήταν ένας σημερινός αρχιτέκτονας, μπορεί και τότε, θα είχε γκρεμίσει ότι είχε βρει αποκλεισία και θα είχε κάνει το δικό του το, έτσι για να δείξει πόσο σπουδαίος αρχιτέκτον είναι. Εδώ, σεβόμενος τον αγίασμα, το μεταβυζαντινό, διαμόρφωσε το κτίριο πάνω στα τυχεία της εκκλησίας, παρακαλώ, και όταν μπαίνεις μέσα, σου δίνει την εντύπωση, κοιτάξε την αψίδα του ναού της εκκλησίας και μπροστά είχε βάλει το σύνδρονο των αδικαστών. Και εδώ δίκαζαν, εδώ ήταν το κακουλιοντικείο στο 1900, παρακαλώ. Βλέπετε, μπαίνεις μέσα και βλέπεις την εκκλησία. Δηλαδή, είναι πραγματικά συγκινητικό πως οι άνθρωποι, οι ξένοι, σεύονται. Αυτό που δεν το κάνουν οι νεοέλληνες σήμερα, δυστυχώς. Και έτσι σήμερα επισκευάστης, στις μέρες μας επισκευάστηκε και το πήρε η Αρχιεπισκοπή Αθηνών και είναι και έβαλε ευσυχικά των ομολών του και το Ίδρυμα Νιάρχου, γιατί το πούμε και αυτό. Και έτσι έγινε το στολίδι της γειτονιάς του Ψηρή. Αυτό το υπέροχο κτίριο του πρωίμου κλασικισμού. Το ξενοδοχείο που ήταν απέναντι, απέναντι πριγός από κει, υπήρχε ένα κτίριο, θα το δούμε λίγο παρακάτω. Εδώ είναι το δωμάτιο του ξενοδοχείου που έμεινε ο Φρυδερικός Γέρτνερ. Ανήμερα του Αγίου Νικολάου, το ζωγραφίζει του 1835. Είναι αυτός που σχεδιάζει και ο ορκυτέκτρος που χτίζει τα παλιά ανάκτορα της σημερινής Βουλής των Ελλήνων. Έτσι στη γραφία Συντάγματος και που είναι σχνομ. Θεωρεί το ξενοδοχείο πολύ παρακαλείο. Το μοναδικό πολυτελέστατο της εποχής στο ξενοδοχείο της Ευρώπης που πάνω στο κτίριο, το σπίτι των Ορυμβώνης, χτίζουν το καλοκαίρι του 1832 ένα ζεύγος, ένα περίεργο ζεύγος λοποδητών, που ήταν ο άγγρας Μαρτέζος και η σύζυγος η γυναίκα ήτανε καμαριέρα από τη Βιέννη. Μονόφθαλνοι και οι δύο, ποιος ξέρει, είχανε γίνει και είχαν βρεθεί με έναν οφθαλμό, ωστόσο και οι δύο είχανε διορετικό πνεύμα, ήταν πανέξυπνοι, νίκιασαν το σπίτι του Ορυμβώνη απέναντι από το κτίριο αυτό της αρχιεπισκοπής σήμερα. Δεν υπάρχει το κτίριο το παλιό, θα σας δείξω όμως, είναι περίπου στην αποσύνθεσή του, ένα χοτικό παλιό της Τουροκρατίας του 1798 και το μετέτευρο της εξονοδοχείο. Κοιτάξτε το δωμάτιο μέσα για την εποχή εκείνη είναι υπέρ πολιτείας, έτσι. Αυτός το περιγράφει ας πούμε και σιγά το δωμάτιο και σιγά το εξονοδοχείο, τη στιγμή που ο Λαμαρτίνος στα 1832, λίγα χρόνια πριν, εξεάσει την πολιτεία του για την Αθήνα, ένα εξονοδοχείο περιοχής στην Αθήνα. Αλλά του γέρδεν του έπρεπε δύσκολο. Τέλος πάντων αυτό ήταν, όταν θα παραμείνει μέσα, αυτό είναι το κτίριο πριν κατεδαφιστεί στα 1930. Πιάνται αρχιμίνει τίποτα από την έβλητη βαλιά, απλώς για να πάρετε μία γεύση, γιατί πίσω συνήχιζε το κτίριο και με υψηλότερο όροφο και ήταν ένα από τα αρχοντικά της γειτονιάς του Ψηρή, που πήρε η οικογένεια Ορυγώνη από κάποιον κόσεννο πολίτη που είχε πήγει, πέθανο άνθρωπος νέος, και που πρέπει να έχει οικονομική ευρωστία, γιατί είχε μέσα και πολλά, ακόμα και δική του κρίνη, κρίνική κατασκευή. Να σας πω ότι στα χρόνια της οδωμανικής κατάκτησης, μόνο τα πολύ σημαίνοντα, υψηλά σταμενά άτομα και πολύ πλούσιοι οικονομικοί ευρωστίας άτομα μπορούσαν να έχουνε βρήσει στα σπίτια τους. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος για να έχει δικαίωμα νερού, μαζί με τον Βοεβόβα και πέντε έξι εκλεπτούς Αθηναίους, έπρεπε να έχει πληρώσει πολλά λεφτά και να είναι πολύ σπουδαίο πρόσωπο. Πέθανε πολύ νέος, το πήρε το κληρονόμησι θεία του, ο οποίος στα 1815 το πούλει στον Ορυγόνη και μετά το παίρνει το ζεύος αυτόν τον Καζάλι. Το νικιάζουν από το 1832 ως τον Ιούλιο του 1837 και ζει χριστές εποχές. Το έλεγε λοιπόν της ξενοδοχείου της Ευρώπης, στο Πολυτελέστρα με τον Αθηνών και λειτουργούσε και ως εστιατόλο. Όταν μετά φιλοξένησε και τον Όθωνα, πριν γίνει Αθήνα πρωτεύουσα, τότε το ονομάστηκε Ισμασιλικό, ο τες Ρωγιάν, ή αν είχαν ανέβει οι μετροχές της κυρίας Καζάη, αυτή μαγείρευε κιόλας. Εκείνη την εποχή, να σας πω, τα ξενοδοχεία ήταν συνόνιμα των εστιατορίων και πήγαιναν όλοι βαβαροί και όλοι ξένοι και έπρεπε να κοιμούσαν και αγένειδες. Και η κυρία αυτή λοιπόν ήταν φοβερά, την περιγράφει, επιτρέψει με τη φράση ως λαμόγιο ο Νέζερ, και γράφουνε πολύ άσχημα λόγια σε αυτή, μα πάρα πολύ άσχημα λόγια. Και ότι αυτή αρχικά έκανε μεγάλες μερίδες με πολύ ωραίο έδεσμα στη συνέχεια και με πολύ καλές θυμές. Αμέσως μετά σιγά σιγά ελατούτο η ποσότητα του φαγητού, ανέβαινε η τιμή του εδέσματος και τελικά λέει φεύγουμε όλοι, ξοδένουμε όλα μας στο μισθό μας, λέει ο Νέζερ, όλοι οι Γερμανοί εκεί πέρα μέσα και όλοι ξένοι, καμιά τριαντακιά τρώγανε καθημερινά εκεί πέρα μέσα, μεσημέρι και βράδυ, και φεύγουμε πεινασμένοι και παίρναμε ψωμιά και να τρώμε ψωμιά διάμεσα. Έκανε και κάτι άλλο, μια άλλη έτσι που την κάνουν πολλές φορές και μερικές ταβέρνες έτσι, να εντυπωσιάσουν μερικά στέκια που θέλουν να δείξουν ότι έχουνε γουρμέ, έδινε ονομασίες, διάφορες ονομασίες στα φαγητά, χαλικές, έτσι γαλοπρετέστατες, και τα τάδια κρέας ξέρω εγώ, διάφορες συνταγές, η μία ήταν σε μοσχάρια, η άλλη ήταν σε γάλακτος μοσχάρια, η άλλη ήταν σε ξέρω εγώ μπομφιλέια, η άλλη ήτανε ένα χοιρινό, η άλλη ήταν κάτι άλλο, και τελικά λέει τρώγαμε μόνο τράγω. Και ότι στην Αθήνα μόνο τράγω έμεινε. Σε τη λέξη μας λέει για τράγω ο Νέζε. Και τόσο πολύ τιμώσαν οι Γερμανοί που στο τέλος έκαναν έρθνο και χρηματοδότησαν ένα ζεύγος Γερμανών τους χάρτημα που είχανε να βαγίσει στην Έγινα και τους αγόρασαν ένα υπόπεδο εκεί που σήμερα είναι το πολιτεχνείο μας, το κτίρι του πολιτεχνείου, το αγόρασαν το υπόπεδο και στήσανε μια παράγγα φιλόξενη και όμορφη και καλέσθητη και μαγείραβαν χάρτημα και πήγαιναν όλοι οι Γερμανοί και έγινε στέκη των Γερμανών. Όταν πέθαναν οι χάρτημα το αγόρασε η Τοσίτσα, η Αλήμπτω Σίτσα και μετά το έδωσε ο Γερμανούλη το πολιτεχνείο μας, έτσι. Αυτή η ιστορία με το... Στο τέλος αυτοί πέθαναν σε φυλακή και το ζεύος Καζάλη, ο ένας μάλιστα αυτός αυτοκτόλησε και αυτοί πέθανε μέσα στη φυλακή, είχαν κάνει υπεξέρεσεις, ποιος ξέρει, ήταν περίεργες καταστάσεις. Και δυστυχώς κατεδαφίσαμε και το υπέροχο αυτό κτίριο της οικογενείας ο Ριγόνη, υπάρχουν σήμερα μέλη της οικογενείας ο Ριγόνη, το οποίο οπούλησε η οικογένεια τέλος δεκαετίου έως του εξήδου, λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα και τύχησε το κτίριο και μετά το κατεδαφίσαμε και εμείς και είναι ένα άδειο κατασκεύασμα σήμερα εκεί. Η γειτονιά, η πλατεία Ιερώων, με λίγη φαντασία, η πλευρά του Ιερού είναι η πίσω πλευρά, μπροστά που είναι η είσοδος, δηλαδή κάτω από το ναό του Ηθέστου και μπροστά από την Ιστοκλησία. Σας φανταστείτε την πλατεία Ιερώων, έτσι, που έγινε το στέκι εδώ όπως είναι σήμερα. Αυτή η νέκαρ που βλέπετε είναι της μέρας του κορωνοϊού, που βρήκα ευκαιρία να φωτογραφίσω, που πάντως δεν είχε χιλούπι, δεν γίνει το εκεί. Η πλατεία Ιερώων, για να θυμηθούν ήρους του 21, όπου μάλιστα εκεί ήταν το κέντρο των Κουτσαβάκηδων, των Μόρτιδων και των Τραμπούκων, που ήταν το σημείο τους συναντών, τους καθημερινότητάς τους, αυτοί οι καημένοι ήταν η πρώτη γενιά, ήταν οι ήρους του 21, που προήρχονταν από περιοχές ακόμα και αλήτρωτες και δεν μπορούσαν να επιστρέψουν πίσω στη Μετρίδα και περίμεναν οι δυσμυροί, μικιάζοντας όπως κάνουν σήμερα οι μετερνάστες, κάποιους, κάποια υπόγεια, κάποιες τρόβλες, 20-30 άτομα μαζί, τουλάχιστον να μην κοιμούνται στο δρόμο, περιμένοντας τη δικαίωση εδώ εισαγωγικών, ότι το κράτος θα τους φροντίσει να τους βρει μια δουλειά, ένα οικοπεδάκι, μια σύνταξη κάτι που δεν ήρθε ποτέ, και οι άνθρωποι κατήτησαν πέμιτες και σαν τρία κακή κάποιος έγιναν κεριστές. Βλέπουμε την περίπτωση της δυστίας που υπήρχε τότε, δηλαδή που λειτουργούσαν κάτι σαν ροβίδιο γρασών, λύστευα τους πλουσίους και έδιναν σε ορφανά και σε κύρες και σε πτωχούς χρήματα για να επιβιώσουν. Υπήρξε αυτό το φαινόμενο, δυστυχώς, τα πρώτα χρόνια και συνεχίστηκε ως τα μέσα του και δυστυχώς και ως το προφορημένο 19ο. Εν βάση περιπτώσει αυτοποκαλούνται ή αυτοποκαλούνται ήρωες και γι' αυτό ονομάστηκε πλατεία ηρωών. Και εμείς αυτούς τους τύλους γραφικούς, οι ανυπότακτοι τύτοι αυτοί φουκαράδες ήτανε, που γνωρίζουμε από τους αυπάρχηδες, από τις σοκαιρέδες πια του 20ου αιώνα, γιατί κάποια ώρα εξέληπαν κι αυτοί. Και ανάλογα με την εποχή και τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, τους έλεγα και διαφορετικοί κουτσαβάκηδες, κουτσαβένο ή από κάποιον τάκαμο δημίτρο κουτσαβάκι που ήταν ταγματάρχης του στρατού και ήτανε εξαιρετικά φίλερης, διότι τους ήθελαν να τσακώνονται, δεν πιστεύω σαν ο Κερδιάθη να τσακωθούν οι άνθρωποι, αλλά μετά μέσα από τους τρύλους μετά βγαίνουν διάφορα τέτοια. Επίσης, με αρχόν θα τους πούμε, στο κριμαϊκό πόλεμο, θα τους πούμε μόρτιδες, γιατί ανέλαβαν χρέη νεοπραδαπτών. Γιατί ξέρετε, κατά διάρκεια του κριμαϊκού πολέμου, δυστυχώς, ήρθαν 3,5 χιλιάδες αγγλογαϊκά στρατεύματα κατοχής για να μας τιμωρήσουν, που ο Όθωνας είχε ως μεγαλογεννιάτης ο Καημένος, είχε στείλει στρατεύματα στη Θεσσαλία, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος αυτός μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, ο Ρωσοτοχικός πόλεμος, και φυσικά η Τουρκία είχε το μέρος τους άλλους και τους Γάλλους, και τότε θεώρησε ο Όθωνας ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να συμπράξουμε στον πόλεμο με την πλαδρά της Ρωσίας και να πάρουμε την πόλη και να μετεφέρον την βασιλική καθέδρα, την πρωτέμιζα της Ελλάδος, στην Κοζαντινούποη, όπως ήταν τη μεγαλύτερη ιδέα της Οάματος, όπως ήταν παθιασμένος μαθά. Και έστειλει, λοιπόν, το Σπύρο Καραϊσκάκι με ένα τάγμα που στα νεροφόρων ευζώνουν στη Θεσσαλία, που ακόμα ετοιμοκρατεί το, θύμωσε η Τουρκία, κάλησε τους Άγγλους και τους Γάλλους τους φίλους τους, μας έκαναν κατοχή το Μάιο του 1854 και δεν είναι ότι έκαναν κατοχή, είναι ότι 3,5 χρόνια στην πόλη μας, είναι ότι μας έφεραν την επιδημία της χολέρας από την Γασπία και κυριολογικά η επιδημία ήταν αυτή η πανδημία η φρικτή που αποδεκάθισε τον αθηναϊκό λαό. Τότε έδημούσε η Αθήνα 30.000 Αθηναίους και το ένα δέκο του πληθυσμού έπεσαν θύματα αυτού του αθηνατικού και επειδή κάθε φορά που άκρυσε ένα αθηνατικό χάνονταν όλοι από την πόλη, ξανανίζονταν, τότε ακόμα και οι παπάδες και ο δήμαρχος και οι νεκροθάφτες, πολύ υγιέμενα, τότε αναγκάστηκαν καθώς πέκτενας άντα σφυλά στο δρόμο στη λιωλεξία οι άνθρωποι, και ανέλαβαν αυτοί οι άνθρωποι να κάνουν, να τελούν, να βλέπουν το πληθυχρέη νεκροθάφτου. Μάλιστα μια μέρα που μάζευα λέει με ένα κάρο του δήμου με ασβέστη, μάζευαν τα πτώματα από τους δρόμους και τις γειτονιές, βρήκαν και ένα πεθαμένο κάτω κακόμυρο, πίστευαν ότι αυτός ήταν θύμα της σχολέρας, τον βούλκαν, τον βάλαν πάνω στον κάρο και πηγαίνοντας προς το πρώτο νεκροτραφείο, καθώς και λαχούδας και πίστευε και το εράκι, ο τύπος που ήταν φιωμένος στο θανάτα, ξύπνησε και άρχισε να φωνάζει, γιατί σου λέει τώρα που με πάνε, να κατάλαβε, του Χισιλή, και έγινε, νόμιζα πως δικολάκιασαν νεκρή, όπου φύγει, φύγει η Μόρτινες, και έγινε αλόκληρη ιστορία. Και ο άλλος κακομύρης πήγαινε σε ένα ταγανάκι να τα πιεί για να συνέχει από το κακό που πέρασε. Λοιπόν, από τη λέξη μόρτ, νεκρός και νεκρή και μόρτ σημαίνει θάνατος, έτσι. Μόρτις από εκεί. Μετά τους είπαν και τραμπούκους και επειδή έχουμε και εκλογές να τα πούμε και αυτά, δεν μας λείπουν τραμποικισμοί. Εντάξει, καλά πάμε, σε καλό δρόμο είμαστε. Όπως και να αρχί το θέμα, έγινε το εξής τότε, το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, να σας θυμίσω, ότι κάθε τρεις μήνες στατιστικά είχαμε εκλογές. Μεταξύ Δηλυγιάννη και Τρυκούπη ανάλασσαν μάλλον την εξουσία και όταν ρώταγε στον Δηλυγιάννη, ποιο είναι το πρόγραμμά σας κύριε πρόεδρε, απαντούσε, το αντίδο Τρυκούπη. Δεν είχε πρόγραμμα ανθρώπος, άλλος δημαγωγός. Λοιπόν, θεώς χωρέ στον άνθρωπο. Λοιπόν, εν πάση περιπτώσει, τότε κάθε τρεις μήνες είχαν κάθε τρεις μήνες εκλογές. Και διάμεσα είχαν και δημοτικές βέβαια. Οπότε σε κάθε προεκλογή, εξτραβία κάθε τρεις και λίγο, πήγαιναν λοιπόν στο Ψηρί για να βρουν χειροκροτητές, ανθρώπους που να τους κάνουν διάφορα θελύματα. Τους βάζαν στη σειρά, το μεσημέρι πήγαιναν κατά την ώρα, δωδεκάτη ώρα πληθούησης, ώρα πληθούησης αγοράς. Τους βάζαν στη σειρά και σαν να ζητοκραυγάσουν. Όταν τους έβγαινε η φωνή, τους έφτρεναν, να τους προσλάμβανε. Μένα θα με παίρνανε. Αν κακώνει από την τύνα και την καπουχία, δεν τους έβγαινε η φωνή. Λέγανε την περίθυμη φράση, αυτός δεν κάνει ούτε για ζήτο, και τον απέλαβε. Και τι ήταν λοιπόν αυτή η υπηρεσία που είχανε. Τι ήταν, έπρεπε να χειροκροτούν κάτω του βαλκόνι τον υποψήφιο, να το σηκώνουν ψηλά και να τον γυρίζουν στους γύρω δρόμους για να δείξουν πως έχει δημοφιλία. Αλλά το πακέτο της περιποίησης ήταν και να ξυλοφορτώσεις τον πολιτικό αντίπαλο. Καλή πρωία λέει, ένας υποψήφιος δήμαρχος κάπου βρήκε έναν μπαούλο με κούρα από την Αβάνα της φύρμας Τραμπούκος, και για να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους οι Τραμπούκοι, τους μαζί με τον καφέ γιατί οι αμοιβημοί νομίζουν χρήματα, ένας καφές και μια φρατζόλα ψωμί ή μελισίος. Αυτός λοιπόν, για να τους κολακεύσει να δουν καλύτερα τον πολιτικό αντίπαλο, τους προσέφερε και ένα πούρο της φύρμας Τραμπούκος. Και τους είπανε Τραμπούκους. Αυτή η περίφημη τάξη λοιπόν, οι Φουκαράδες ήταν οι δύσμοιροι, εξέλιπε στο τέλος του 19ου αιώνα, όταν ο Μπαϊαρτάρης έγραβε το εξής μέτρο, τη λεγόμενη περιποίηση εντός εισαγωγικών, εις τι συνίσταται μία περιποίησης. Πήγαιναν οι αστυνομικοί ενώρα πάλι πληθούς εισαγοράς στην πλατεία ηρώων, βούταγαν δυο-τρεις μαζί, είχε παραπάνω από τρεις, ήταν επικίνδυνο, τους έπαιρναν στον αστυνομικό σταθμό στη Βαρπαριγοκούλου και Βαρνασσού, που είναι ένα πάρτινγς σήμερα. Εκεί τους κούρευαν με τη βζιλή, δεν υπήρχε χειρότερη καπήνωση, απ' να κουρέψει στον καρικομόντα τραμπούκο με τη βζιλή μηχανή. Και του έκοβαν και το μισό μίστατο, που ήταν καγγελωθή, ξέρετε, από τη μαντέτα. Του έκοβαν το ένα μανίκι και εκεί φορούσαν τη λόγω μαγιάς, ήταν η μαγιά να φοράς ένα μανίκι μόνο. Αυτό που ήταν επαιραιτό το έκοβαν, επειδή δεν το χρειάζονταν, τους έλυναν το ζωνάρι και τους έκοβαν και τις μύτες του παπουτιών, διότι φόραγαν κάτι πολύ... η μαγιά ήταν, η δίγμα μαγιάς ήταν το πολύ μακρύ παπούτσι. Τους έκοβαν το άλλο παπούτσι και τους έκοβαν μέχρι το πρώτο μεγάλο δάχτυλο. Ήταν περίπτει η πόλη τη μήκη που τους χρειαζόταν. Και στην αυτή την αφήλεια κατάσταση, πάλι την επομένη εν ώρα κληθούησης αγοράς, τους άφηναν στο κέντρο της φλαγγίας και έφευγαν και γίνονταν ο περίγελος της γειτονιάς. Αυτή την αφήλεια κατάσταση δεν δυνάδεξε ο εγωισμός των ανθρώπων και εξαφανίστηκαν. Τους βλέπουμε μετά μετακόμισαν στην τρούπα στον πειραιάμα και μετά μετακόμισαν... Να, και εδώ. Αυτό είναι το 1930, Νίκος ο Τρελάκιας. Κάτσε να σας πω με πώς το λένε τον Νίκο εδώ πέρα. Γιατί έχει και όνομα εδώ. Αυτό που σας δείχνουν είναι το βιβλίο του Τετρόπουλου. Η χείρα του Τετρόπουλου μου έδωσε την άδεια να δημοσιεύσω στο βιβλίο. Είναι ο Μαρίνος, ο Νίκος ο Τρελάκιας και ο Μαρίνος ο Μουστάκιας. Προς τη γμή φίλοι, ρε από κάτω, ήταν ηχθοί μεταξύ τους. Κοιτάξτε το σκύλο όμως. Όλα τα λεφτά είναι ο σκύλος. Κοιτάξτε το ήχος του σκύλου. Μάγκας ο σκύλος. Λοιπόν, γι' αυτό σας το έβαλα. Είναι και φιλόζου. Μου αρέσει αυτό το μοναδικό στυλάχο αυτό. Που είναι μάγκας ο σκύλος. Λίγο ρε βέβεις κι αυτός. Πήγανε λοιπόν στον πειραιάμα, στην τρούπα, και υπάρχουν μέσα αυσάχθινες κάποτε με τον Κώστα το Φέρι να κάνουμε ένα αρχαίο έργο στους ρε βέτες που είχε κάνει ο Κώστας ο Φέρις, εγώ αυτός πήρα μέρος. Βρήκαμε στον τύπο, το γερμανικό τύπο, στις εφημερίδες των αρχών του 20ου αιώνα, την πληροφορία, που εξέρουν την άρεστη συμπεριφορά των Ελλήνων φυλακισμένων, οι Γερμανοί, που είχαν ανοίξει φυλακές και είχαν πάρει Έλληνες φυλακισμένους άρκοι από τις φυλακισμένες από τις φυλακές της Αθήνας και του Πειραιά και τους είχανε φέρει, λέει, τους είχανε στείλει στη Γερμανία και δουλεύαν σε βιομηχανείες της Γερμανίας. Και αυτοί οι άνθρωποι εκεί είχανε, λέει, εδείξει μια άρεστη συμπεριφορά, ήταν εξέρετη εργαζόμενοι. Αυτοί οι φουκαράδες θέναν δουλειά για να δουλεύσουν οι δύσμηροι. Κάπου την κεφαλή κλείνεται, λέει, καταλαβαίνετε, όταν αυτούς τους ανθρώπους είχαν βρει μία δουλειά και τους είχαν έναν μισθό, δεν θα έκαναν αυτά που δεν ήταν όλοι εγκληματίες. Αυτοί ήταν οι ρεπέτες, αυτοί ήταν, κάποιοι ήταν. Ο Βαμβακάρης, ας πούμε, μας λέει μετά, ξεχωρίζει τη μαγιά από το κακό και βίοντα ηλίκη και το καλόντα ηλίκη. Εκείνος ανήκει στο καλόντα ηλίκη, τα ξεχώριζε αυτά ο Βαμβακάρης. Δίνησαν όλοι μαχαιροβγάλτες. Από αυτούς βέβαια και για κάποιους λόγους έκαναν. Ήταν αυτό το φαινόμενο, το οποίον το πήρετε μετά ως αντιδάνειο. Δηλαδή από το Ψηρί πάει στον Πειραιά και από τον Πειραιά έρχεται πίσω στο Ψηρί. Και φτυχώς κάποια ώρα να έρχεται το Μεσοπόλεμο, το Πόλεμο τελειώνει αυτή η ιστορία. Ήταν ο Νίκος, ο Στρυβάνος, κάθε μια φωτογραφία, που κρεμάει την κάπα του. Να είστε καλά, εγώ σας ευχαριστώ. Σας κούρασα πολύ, ναι, αλλά σας ενδιαφέρει από τα πουλιά, ή να μου αφήνετε πέντε, δέκα λεπτά ακόμα να πω ότι πήγαν λοπάκια. Ωραία, χαίρομαι. Ξέρω ότι είναι κουραστικό, αλλά νομίζω αυτός κρέμαγε, γιατί μπαινόγενε τη φυλακή, αυτός θα με χεροβγάλτες. Μας τα αναφέρει ο Λίος Πεθρόπουλης, ο οποίος είχε έρθει στην Αθήνα, έρθει στο Παρίσι, και έγραψε την ιστορία του Νεβέτικου και πολλά άλλα, η δοξιά γλώσσα του Έλφλη, το δικό του, την πλειοσοφία και θεώρηση πραγμάτων, και έκανε παρέα μαζί τους και πήρε πάρα πολλές ιστορίες και ιδήσεις. Αυτός λοιπόν, αυτός όπως ο Νίκος Κρελάκιας, αυτός ο Σκρυβάνος, έπαινε στη φυλακή σχεδόν κάθε εβδομάδα. Κάθε δύο φορές το μήνα μπαινόγενε. Τον δύο φορές ξανά κρεμούσε, είχε κρεμάσει την κάπα του μπένοντας, και έλεγε, δεν θα την πειράξει κανείς, θα γυρίσω σε λίγες μέρες. Και γύρναγε πραγματικά και η κάπα. Δεν τολμούσε κανείς να αγγίξει την κάπα του Σκρυβάνου. Αποκλείεται. Έχει και μια φωτογραφία, δεν σας την έβαλα, όπου κάθε συγκαρέκλα του διευθυντού των φυλακών, παρακαλώ, προσέξτε μου, ως πολλών της μετρητής, και δεν τολμά ούτε ο διευθυντής να του κάνει παρατήρηση. Η κάπα είναι κρεμασμένη εκεί, Βενοβιέλη, ήταν η μάγη της εποχής εκείνης λοιπόν. Από την πλατεία Ιρών. Και πάμε, το υπέροχο αυτή η εκκλησία, που δυστυχώς κατεδαφίσαμε, είναι η Άγια Νάριη, από τα αρρώτερα βυζαντινά σεβάσματα της πόλης μας, αν όχι του ελληνικού χώρου, τον αρχόν του ενδεκάτου αιώνα, και μάλιστα μια καταπληκτική κατασκευή που είχε βλέπετε μία τρούλος σε δύο όροφη διάρταξη. Μόνο άλλες δύο εκκλησίες στην Ελλάδα και αυτή είχαν αυτή την ιδιαιτερότητα. Μία που υπάρχει στη Μάνη και δεν την έχω εντοπίσει. Και ο Προφήτης Ιλίας στη Ρωμαϊκή αγορά, γιατί την κρεμίσαμε για να μεγαλώσουμε, κρεμίσαμε δύο βυζαντινά υπέροχα αποσμήματα, τα πρώτερα βυζαντινά, τους ταξιάρχες και τον Προφήτη Ιλία στη Ρωμαϊκή αγορά και χτίσαμε επάνω την Παναγιά τη Γρηγορούσα, τους ταξιάρχες που είναι και η Γρηγορούσα. Εντάξει, σεβόμαστε την εκκλησία, αλλά τι φταίγαν τα βυζαντινά αγιάσματα, θα μπορούσαν να τα συντηρήσουν. Ήταν κοσμήματα της πόλης με αυτά τον δεκάτου αιώνα και τον δωδεκάτου. Τα καταστρέψαμε. Και αυτή η εκκλησία ήταν αυτή, την βλέπετε εδώ, που ως το 1908 είχε τη μορφή που βλέπετε και ήταν στο κοιμητής, στο εναυλό γηρό της είχαν ταφεί τα παλαικάρια του 21. Πολλά άλλα, αυτούς από τους δύο που ανέφερα πολύ σύντομα, ήταν πολλά τα παλαικάρια του 21 και ο Μαρμαροτούρης, ο Ιωάννης, Λόγιος, ο ιδρυτής της Φιλομούς Εταιρείας, το Σεπτέμβριο του 1813 προσέφερε τα μέγιστα στην εξέγερση του 21. Όλοι αυτοί οι λαβροί άνθρωποι είσαν ταφραμένοι εκεί. Στο 1839 με το που ανοίγει η λειτουργία του, ξεκινάει η λειτουργία του πρώτου κοιμητήριου, δόθη εντοεία να μεταφερθούν τα ορστά και να πάνε στο πρώτο κοιμητήρι. Κανείς όμως δεν ενδιαφέρθηκε να βάρει μία στήρι, όπου να αναφέρουν τα ονόματα των ηρών του 21 που είχαν γεννηθεί, γαλουχηθεί εκεί και είχαν ταφεί και όλο στο χώρο αυτό. Μέχρι σήμερα κανείς. Υπονεμένη ιστορία που δεν μπορούσα να ανοίξω, του κύριου το φυλακή το στόματί μου. Είπα ο παπάς θα το κάνει, αλλά περιμένει το δήμα θυναιόν για να παραφανεί και προοδολογικά ότι έχει γίνει κάτι. Γερολάμος θέλεις να σου το πω και αυτό να το χρηματοδοθήσει ο άνθρωπος. Δεν είναι μεγάλο το κόστος και να στηθεί η στήρι, αλλά δεν θέλετε να τη δίνει ο Γερολάμος. Και τώρα θα δείτε ότι μέσα στο καλοκαίρι θα σκάσει η στήρι από κλεβράς δημοαθηναίων. Έστω, δεν μας νοιάζει οποιαδήποτε κλεβρά. Να στηθεί μια στήρι στη μνήμη των ανθρώπων, των Βεσόντων. Στην εκκλησία αυτή, επί σειρά ετών, λειτουργούσε ως ψάλητης και ως νεοκόρος κατά διαστήματα ο Παπαδιαμάντης. Υπάρχει και το κερί του Παπαδιαμάντης, η μερμή εικόνα της εκκλησίας, αυτό το ριστούγγιμα που είδατε, το βυζαντινό, θεωρήσαμε καλό να το καταγραφήσουμε. Υπάρχει μια αναφορά, δόθη λοιπόν επί σειρά ετών, έψελ ο Παπαδιαμάντης, που έμεινε σε διάφορες πρόγλες πίσω ακριβώς από την εκκλησία της οδού Αριστοφάνου, και στο κερί σίγουρα κάποιες φορές πρέπει να κοιμήθηκε, αν όχι για μεγάλο τυχονικό διάστημα, σκέψενε σίγουρα και τα νεοκόρου της εκκλησίας. Υπάρχει λοιπόν αυτή η εκκλησία των αναγωνιστών του 1921, αυτό το κοιμητήρι τους, η εκκλησία που βαθτίστηκαν, που κηδεύτηκαν, παντρέτηκαν οι άνθρωποι αυτοί, που κλησιάζοντο και που υπήρξε και ο Παπαδιαμάντης. Εμείς την κατεδαφίσαμε στα 1908 με μία ανάφορα της 30 Μαρτίου του 1908 από κάποιον Αδαμάντιο Δαμαντίου που το συναντώ σε πολλά, ως Βυζαντινολόγο, γενικό γραμματέα σε πολλά υπουργεία κατά διαστήματα, ο οποίος λέει ότι ο ναός, που δεν μίαν αρχαιολογική αξίαν κέκτηται, ως επισταμένη έρευναν έπισε, ώστε να είναι άξιος συντηρήσως υποτιά αυτήν έννοια. Αδυστάκτος εκφράζουν τη γνώμη ότι επίτροπη δύναμη να θεθώσει ελεύθερη η συναγιέθυνση του ναού κατά τασανάγκας της ενορίας. Και κατά τασανάγκας ενορίας χάσαμε ένα υπέροχο βυζαντινό σεβασμά, αγίασμα, ιστορικό, λαογραφικό, στεμαντικότερα της πόλης μας και στήθηκε αυτό το τεράστιο, το οποίο σε κάθε σεισμό δίνοπαθεί και είναι πάντοτε τιμόροπο. Εγώ πολλές φορές πάω μέσα και βάμαι πλακώση με κάνα σεισμό. Η κολόνω, ο Γιάννης Κολώνας, για να μην αργούμε πολύ. Ο ΑΕΣ Γιάννης, λοιπόν, ήταν αυτή η κλεισούλα στο τέλος της γειτονιάς του Ψηρή και στο τέλος της Αθήνας, πολύ κοντά στο Θεμιστόπυλο, στην οδό Ευρυπίδου. Υπάρχει και σήμερα, θα το δούμε και σήμερα, κοιτάξτε πώς είναι σήμερα η κλεισούλα. Θα το έχετε δει όλοι με την υπέροχο κείωνα. Έχει στυθεί πάνω στο χώρο του Ιερού. Ας δούμε το σκίτσο που δεν θέλει να πάει. Είναι από τις πρώτες εκκλησίες παλαιότερης Αθήνας. Θρηείται πως χτίζεται στα 565 μ.Χ. πάνω σε αρχαίο θεραπευτήριο, χαιρωμένο στον Ασκληπείο και στον Δόξαρη, σε έναν γιατρό σκίτη που είχε ευεργετίσει τον Αθαναϊκό λαό, τον Αρχαϊκά χρόνια και λατρένεται εξαιρετικά κατά τα χρόνια του λοιμού, του περίφημου λοιμού, του βασανιστικού αυτού του λοιμού, του περιβολιστικού πολέμου, που θύμα του λοιμού ηθεί σε και ο ίδιος ο Περιτής, όπως ξέρετε δυστυχώς για την Αθήνα και για την Αθροπότητα και τους Αθηναίους μας. Ο Ντόξενς λοιπόν είχε ευεργετίσει και στο ιερό του αυτό θα στηθεί η εκκλησία ο Άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος, ο οποίος είναι ανυπανωλικός και όχι μόνο ανυπανωλικός Άγιος, αλλά είναι και κατά όλων των ασθενειών και των πανδημιών και των πειρετών και όλα τα σχετικά αυτά τα έχει ο Άγιος Γιάννης της Κολώνας. Υπάρχει σήμερα, δεν έχει αλλάξει όψη, απλώς έχει πολλές οικοδομικές φάσεις και τελευταία, όλο κάτι παθαίνει και πήγαινα και έκανα τα ξόρκια τους εκεί οι Αθηναίες και οι Αθηναίοι. Όταν κλησίαζε κάποιο θανατικό έκανα και έναν μεγάλο ξόρκιντα, το πούμε κι αυτό εντάχει. Έχω ακόμα ένα δεκάρυπτο μπορείτε να μου πείτε, αντέχετε. Ωραία, για να κλείσουμε έτσι πιο, σας πήρα μονότερμα, αλλά είναι κρίμα να μη σας πω δυο τρία πράγματα. Λοιπόν, κάνω γρήγορα, όταν πλησίαζε την Αθήνα, όποιος πρέπει να πήγει, να μην είναι οφιάσχημα, μπορεί να αποχωρήσει, έτσι. Αφήστε μου δέκα λεπτά για να κλείσουμε με δυο τρία πραγματάκια σημαντικά. Τι γινόταν λοιπόν, όταν έρχεται, πλησιάζει σε μια πόλη κοντινή ένα θανατικό, συγκεντρώνονται στην Αθήνα 40 μονοστέθανες γυναίκες, δηλαδή που έχουνε φορέσει ένα στεφάνι στη ζωή τους, είναι παντρεμένες και εξακολουθούν να είναι, γιατί μόνο αυτές θεωρούνται ευτυχισμένες. Λοιπόν, έκαναν έρανο και αγόραζαν ένα σημαίνειο κακάβι, αρβανίκη τη λέξη, έτσι αναφέρεται με στρόμος τις μαρτυρίες μας, των ιστορικών της Αθήνας και του Πενιζέλου. Δηλαδή, μια χύτρα, είναι ελληνική λέξη, είναι χύτρα, εμείς τη λέμε κατσαφαρόλα και διάφορα, αλλά δεν υπάρχει ελληνικότητα τη λέξη χύτρα. Ένα μαγειρικό σκέβο σε βάση περιπτώσια σημαίνειο, οδοχείο σημαίνειο, ένα σημαίνειο αλέτρι και δύο μοσχαράκια κατά προτίμηση δίδυμα, πήγαιναν σε ένα ακραίο σημείο της πόλης, έζευαν τα μοσχαράκια και έκαναν γύρω-γύρω, τρεις φορές το γύρο της Αθήνας, στήνοντας υποτίθεται ένα νοητό τείχος προστασίας προστατευτικό. Όταν κατέληγαν στο σημείο της εκκίνησης, θυσίαζαν τα μοσχαράκια, έγραφαν πάρκετα, έθαβαν ερμητικά κάτω από τη γη και έβαζαν μέσα στο κακάβι, έγραφαν μέσα στο κακάβι ότι οποιαδήποτε ασθένεια, θαρνατικό, συμφορά ενδεχομένως να έπηδε τα κεφάλια των ανθρώπων της πόλης και τα έθαβαν και αυτά ερμητικά κάτω από τη γη και για να μην βγουν ποτέ στην επιφάνεια της γης και πέσω στα κεφάλια των ανθρώπων, καλού κακού στήναν και από πάνω μια κολόνα. Τέτοια κολωνάκια, προϊόντα τέτοιων επαγγανιστικών τελετουργιών, έχουμε συναντήσει σε τρία, υπήρχαν σε τρία σημεία ακραία της πόλης μας, στην περιοχή του κολωνακίου, μεταξύ κολωνακίου πλατείας και δεξαμενής, εξού και κολωνάκια περιοχή, αυτό που υπήρχε το οποίο το ξαναβάλουν, όλο το έργα κάνουν, όλο το σηκώνουν, το σηκώνουν, το ξαναβγάζουν, το ξαναβάζουν, άντε να βρούμε άκρη. Λοιπόν τώρα τουλάχιστον είναι για το μετρό, χρειάζονται τα χαμού για διαμόρφωση που δεν δημορφώθηκε ποτέ η πλατεία και γινόταν κάθε φορά και πιο άσχημοι. Δεν πας περιπτώσει. Τώρα κάνουν έργα για το μετρό, αυτό είναι καλό, πολύ καλό. Και στην οδό Πειραιός και στη Γαργαρέτα, στην οδό Μισεραλιότου, κάτω από την Ακρόκολλη, στην οδό Πειραιός τα κατεδάφισαν οι βαβαροί στρατιώτες που έκαναν τη διάνεξη του δρόμου και τότε έγινε μάχη πραγματική. Τους την έπεσαν οι ψηλιώτες που είδαν να τους λύουν τα κολωνάκια τους, που είχαν στήσει μερικά χρόνια πριν, 50 χρόνια πριν τότε που ήταν η επιδημία της Πανώλης, πέσανε και τους γλιντσάρων και τους γλιντσάραν τους βαβαροί και τους έδειξαν τα κολωνάκια τους, διότι πίστευα ότι όταν πέσει μια κολόνα, αλίμονό μας, πέφτουν όλες οι συμφορές στα κεφάλαια των ανθρώπων της περιοχής. Δεν είχε πέσει το κολωνάκι στη Μεσαιραλειότη, είχε πέσει το μισό και το στερέωναν με σίδερα ως το 2000 και ήταν καταμεσής του δρόμου, στην κυροελληξία καταμεσής του δρόμου, πέρασε το 2000 μία ταλίκα και το εσωπέδωσε, γι' αυτό πάθαμε αυτά οι Αθηνίοι παθαίνουμε τώρα όλα αυτά τα χρόνια. Λοιπόν, βάλαμε μια κολόνα, βρήκαμε μια άλλη κολόνα και την δήγαμε 5 μέτρα παραπίσω και αν τα περάσετε από εκεί θα δείτε την κολόνα. Αλλά η αυθεντική κολόνα έπεσε. Να αυτά πάθαμε από το 2000 και μετά. Καλά να πάθουμε, ναι. Λοιπόν, αυτά ήταν τα κολωνάκια. Και όπου ήταν κολόνα στο Νάιπερχο, κάποιος που αρρώστηκε λοιπόν και πάθαινε ένα μπιρετό, έπαιρνα μια μεταξωτή κλωστή, ανάλογα με την επιδημία της εποχής, την έκανε, πήγαινε στην εικόνα του Αηγιάννη, έκανε έναν πρώτο ξόρκι, ξόρκισέ τη σε παρακαλώ την αφορεσμένα, πάει στο αίρμα φουνιά, σε ρυζιμιά λιθάρ, γιατί ο κεταρνός δεν λαλή και μπλα μπλα μπλα. Την έβαζε τρεις φορές την κλωστή, είτε γύρω στο χέρι του είτε γύρω στη μέση του. Έπρεπε να κοιμηθεί, επί τρία μερόνικτα να βρίσκεται μεδεμένη τρεις φορές την μεταξωτή κλωστή, είτε στο χέρι είτε στη μέση. Και όταν συμμείρωνε τρία εικοστετρά ώρα, ξαναπήγαινε πάλι στην κολόνα, έκανε ένα άλλο ξόρκι, θα στο διαβάσουμε λέω, δεν θα το χρειτώσετε, και την ώρα που έβασε την κλωστή και την κολούσε με κερί επάνω στην κολόνα. Και έλεγε, Τίμια Ιωάννη Προφήτα και Πρόδρομη και Βαπτιστά, Πασκεφύλιο Κολονοϊός του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, την τιμία σου κάρατι πίνακο σκυμμένη δέος και ρίγος τους τεσσαμένους κατέλαβε, η δε τιμία σου κεφαλή έκραζε και έλεγε, πειρετός τριτέως, τεταρτέως και καθημερινός, φούγε, φούγε από τον δούλο την δούλητάδε, ελέησόμενο τε στενή σημεία, και έτσι πίστευω ότι γλίτωναν απ' τα θεραντικά οι άνθρωποι. Η κολόνα αυτή ως το 2004 ήτανε κατάμεση από πάνω μέχρι κάτω από κλωστές κολλημένες και κορδέλες μεταξωτές κολλημένες με κεριά. Το 2004 στο πλαίσιο του εξορραϊσμού της κολεός μας με τους Ολυμπιακούς αγώνες καθάρισε και πάω μια μέρα και βλέπω μια κολόνα που είναι το ένα δέκατο της κολόνης που ήξερα και μου έκανε πολύ εντύπωση. Μετά είδα ότι πάλι κάποιοι κάτι είχαν κολλήσει επάνω. Τώρα όμως δεν επιτρέπεται και έχουν βάλει κλωστές και κρεμάνε όποιος θέλει μια κορδέλα μεταξωτή. Αν πάτε κάθε πρωί μέχρι τις μία η ώρα είναι ανοιχτά και τα Σάββατα πριν Κυριακής και είναι η κυρία Γεωργία που θα σας δείξει και την κολόνα και θα είναι μια χαρά κυρία. Λοιπόν αυτός είναι ο Ριγάνης ο κύριος των Γίωνα, ο Γορυθιακός στη μέση. Είναι ακριβώς το χώρο του ιερού. Και να πείσω ακριβώς και το θεατρό μας, το πρώτο συστηματικό θεατρό των Αθηνών που θα ξεκινήσει τη λειτουργία τους τις 6 Ιονουαρίου του 1840 και θα να βάσουν τη Λουκία του Λαμμερμούρου όπως τη λέγανε. Να είχε μεγάλη πλάκα με τα ονόματα. Δεν την παραποιούσαν όλα τα ονόματα όλων των μουσικών. Και άλλαζαν και το αληξίδια μουρ, πως το λέγανε, αληξιβρόχοιον του έρωτος που είχαν μεταφτάσει. Να άλλαζαν τελείως τους τίτλους και τα ονόματα δημοπαθούσαν. Αυτό λοιπόν, ας πούμε, είχαν ξεκινήσει οι δραστηριότητες θεάτου από πολύ παλιά. Από το 1836 το καλοκαίρι, το 1835 δηλαδή, ο Σκοτζόπουλος είχε μια παράγκα στην Πλατεία Ομονίας και έκανε τετρικές παραστάσεις. Μετά έπεσε έξω επιχείρηση ο Κακομύρης, είχε άσχημο τέρος, και χτίστηκε το, στα 1836 προς 1837, χτίζεται το θέατρο μέλη μεταξύ Ευρυπίδου, εκεί που Ευρυπίδου συναντάει την Μραξιτέλους και την Αγίου Μάρκου που κάνει ένα πλάτωμα και χτίστηκε το θέατρο μέλη. Αυτό είχε και οροφή ξύλινη ή το άλλο είχε ως σκέπη των έναστων αντικών ουρανών. Αυτό το θέατρο του Ομέλη είχε και σκεπή, αλλά τους επόμενους μήνες ο Μένα Έρα σήκωσε τη σκηνή του θεάτρου, κάποιοι δε Αθηναίοι δανδίδες έκλεψαν τις γυναίκες του θιάσου και έκλεισε το θέατρο. Και τότε από το θείο Σωμέλη κάποιος καμιέρη πήγε και βρήκε τους βαβαρούς τότε και τους είπε έχω χρήματα δώσε μου ένα οικόπεδο να κτίσω θέατρο. Και του δώσαν το οικόπεδο στην οδό μεν άγγρου εκεί που είναι σήμερα διπλάει ο σχολή που πια δεν είναι, γιατί τώρα κάποιοι κοινέσοι κάποιοι δε θα την κάνουν σινολογί, ο Airbnb κάποιοι τέτοιοι θα γίνουν τώρα, τουλάχιστον ας το φτάσουν το κτίριο γιατί είναι έτοιμο να διαλυθεί και αυτό το καημένο. Λοιπόν, του δώσαν το οικόπεδο αυτό που ήταν εκτός, αυτό το οικόπεδο ακριβώς εκεί που περνούσε και το τείχος του Χασεκή ακριβώς στη μέση του κτίριου περνούσε το 1778 και λίγο παραπέρα περνούσε και το Θεμιστόπλιο τείχος, στο βόρειο οριακό σημείο της Αθήνας. Είχε υπάρξει και μια άλλη εκδήλωση, μια άλλη προσπάθεια για θέατρο στη σημερινή πλατεία Τλαθμόνος, όπου είχε εφαρνιστεί στις 1836 ένας Βενετσιανός έμπορος από τη Βενετία εκεί που έτεχε χρήματα και να του δώσουν οικόπεδο. Εκεί δώσαν το οικόπεδο της πλατείας Τλαθμόνος και υπό τον Χριστιανό Χάνσεν, παρακαλώ, ξεκίνησε τα έργα του θεάτρου, αλλά μόλις κάθεσαν τα έργα στην επιτάσταση αυτά, στην εμφάνεια της γης, εξαφανίστηκε και ο έμπορος από τη Βενετία, κάποιο λαμόγιο θα ήταν και αυτός, και τότε το κτίριο αυτό μετατράπηκε σε νομισματοκοπείο και αργότερα θα γίνει και υπουργείο, όχι ραυτικό είναι πιο πίσω, πίσω από την κάτω πλευρά της πλατείας, υπουργείο, ένα υπουργείο τέλος πάντων που σταμάτησε να λειτουργεί στα χρόνια του πολέμου, όχι, όταν κατεδαφύστηκε, στις 1939, τότε μας τελείωσε το υπουργείο, εκεί ήταν ο καφενές που πήγαινε του κ. Ταγελί, που πήγαινε ο Καμπούρογλους, και ο νόμος ήταν την πλατεία Κλαθμόνος, σας θυμίζω, να μην φτάσουμε εκεί για να τελειώσουμε ποτέ, βάσει ρητώση, το υπόπεδο αυτό τελικά δεν έγινε θεάτρο και τώρα έχουμε την ονόδο Μενάνδρου, ξεκίνησαν τα έργα στην οδό Μενάνδρου, στην πλατεία Μενάνδρου, όμως ο Καμπλιέρη δεν είχε την οικονομική ευχαία, ήταν ψέματα πως είχε χρήματα, βούλησε την επιχείρηση στον Σανσόνη, σε ένα συμπατριότη του, αυτός ήταν πολύ πιο ξύπνιος, στο 1839 και τι έκανε, προπόλησε τους 22 οικείισχους τα θεωρία δηλαδή, τα δύο έδωσαν στην Όθωνα και τα έλεγαν σε διάφορους πλούσιους Αθηναίους, υπάρχουν τους ονόματά τους, βρήκα και έναν προπάχου που είχε αγοράσει ένα θεωρίο λοιπόν και επομένως τα κατάφεραν να το τελειώσει, αφού πια είχε προπολήσει και όλοι είχε λεφτά πουλώντας τα θεωρία και ξεκινά λοιπόν έξι του Γενάρητου, σαν 1840, το αμύγμα τα Γένια με την Λουκέτουλα με Βουρού, όπως τη λένε και από εκεί και πέρα, αλλά εκεί πέρα μέσα εξελίχθησαν σκηνές απλήρου καλούς, δηλαδή πανταστείτε τώρα τους κακόμερους τους Αθηναίους, οι οποίοι όχι θεατρική παιδεία δεν είχαν, καλά καλά δεν έπαιρναν τράμματα η λύση, και έπρεπε αν είχαν ακούσει θα ακούξαν, ξέρα μόνο Λυζανδίνη μουσική, άρα και δημοτικά τραγούδια που τραγουδούσαν και χόρευαν, έπρεπε αυτοί οι άνθρωποι τώρα να ακούνε ατέλειωτες ώρες της όπερης, έρχονταν λοιπόν κάτι παρικμασμένες τύπισες από την Ιταλία κυρίως και έπαιζαν ρόλους, ήταν μεγάλες αρτήστες, πούλαγαν τα εικόπεδά τους για να τους κάνουν πανάκρυβα δώρα οι διάφοροι κοψεγόμενοι Αθηναίοι, γίναν φοβερά σκάμβαλα, ακόμα και όλοι είχαν ερωτευθεί κυρίτα μπάσο του θεάτου, εν πάση περιπτώσει που ήταν η διάσημη της εποχής, και ακόμα τα παιδιά του γυμνασίου είχαν εξοκύλη και αυτά κούλευαν τα βιβλία τους για να εξυπρονομήσουν χρήματα να πάρουν να δουν τη ρήτα μπάσο του θεάτρου και έλεγε τότε ο Μακριγιάννης θεογράφς από Ομονεύματα ότι πρέπει να γυρίσει το πρώτο γυμνάσιο πίσω στην Έγινα, διότι έχουν διαφταρεί τελείως οι νέοι μας από τις θεατρίνες. Ο Δέν Λόντος, ο Ανδρέας Λόντος, ήταν και αυτός ένας από τους εραστές των ισταμωγικών. Το Ρότο έλεγε λάμδα, οπότε ανέβαινε στο κάθισμα και φώναζε πλάγω Λίτα, πλάγω Λίτα. Ο Δέν Καληφρονάς ο δήμαχος που πήρε λεφτά, προσέξτε, από τα ανήπαρτα χρήματα ταδανισμένα που είχε ο Δήμος Αθηνέων και αγόρασε 250 εσιτήρια, 350 κάτι τέτοιο, για να ενσχίσει τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες της Ρήτας Μπάσο. Και έγινε και δημορφατικό επεισόδιο, διότι έκανε ο Άγγλος Πρέσβης ο Λάιονς, που ήταν τότε η Επρεσβεία της Εδραγατσιανίου στην Κραθμόνος, έκανε μεγάλη εσπερίδα προς τιμή της Ρήτας Μπάσο και δεν κάλευσε τον αντεραστή του το δήμαχο. Και θύμωσε ο Καληστρονάς ο δήμαρχος και του κόψε το φως. Και όταν έστειλε τον γραμματέα κύλι, ξέβρι ο κύριος Πρέσβης ότι υπάρχει δήμαρχος της Αθήνας, λέει φυσικά. Μα δεν τον κάλευσε στην εσπερίδα και αναγκάστηκαν δεύτερη εσπερίδα ο Λάιονς για να έχει πάλι φως η Πρεσβεία. Μετά από αυτή τη Ρήτα Μπάσου του θέατου ήταν και η Λούλη, άλλος χαμός με τη Λούλη. Ο Καϊνένος ο συνταγματάρχης ο Δούκας πουλαγε ένα ένα κάθε εβδομάδα τα ταμπέλα του και αγόρασε ποσμήματα για να κάνει δόλα στη Λούλη. Και μια μέρα, λέει, είχε μείνει όλο και όλο ένα μπέλι του τελευταίου λήψεραν της περιουσίας του και ανέβηκε πάνω στη σκηνή η Λούλη και σήκωσε το φόρεμά της υπέντη δεφυγονατίδα και πέθανε όλοι οι άρρυνες από η Διπάθεια. Και τότε τρελάθηκε ο Λότος, ο Δούκας ανέβηκε στην καράκια και τεχώναζε. Πατρεώθηκε, ζήτηκε το ιταλικό, στο διάβολο ασπά και το παλιάμπερο. Και την επομένη πουλήσε το αμπέρι για να κάνει ποσμήματα στη Λούλη. Αφήστε δε που κοινόταν ο χαμός, το λέγανε παράθυο της περιπρεγμονίας, ότι πήγαιναν οι κυρίες χειμώνα τώρα στο κρύο της Αθήνας και στην υγρασία, χωρίς θέρμαση, φανταστείτε, και φορούσαν τραζένια, τουαλέτες, έξομες, για να δείξουν. Και την επομένη όλοι πέθανε την πνευμονία στα κρεβάτια. Το λέγανε παλάτιο της περιπρεγμονίας. Και αφήστε που όταν ερχόντουσαν οι Αηδοί και έκραζανε στη σκηνή και βγάζανε τις χάριες και τις ψηλές νότες και τα γαϊδούρια και τα μουλάκια που κουβαλούσαν τους στείραν απ' έξω. Περίβηκαν γάρφα και τα γαϊδούρια αναγκαρίζουν και γινότανε το έλα. Αυτό που σας λέω τώρα είναι καταγεγραμμένα, είναι εμπειρίες. Οι Αθηναίοι μετέβαιναν την σπέρας, λέει, επιδένοντες όνων, όντι άμουσιοι ογκυθμοί παρινόθουν κάπως τα σκληρικά συγκινήσεις του κροτερίου. Φοβερή κατάσταση. Αυτό λοιπόν το θέατρο Γκούκουρα και κλείσουμε να κλείσουμε. Κοιτάξτε μια πολύ ωραία εικόνα από την Βιλοθήκη των Βαρισίων. Μια σπουδαία εικόνα, πρέπει να είμαστε το 1858. Το 1859 τελειώνει. Είναι αριστερά επάνω το μεγάλο κτίριο. Δεν έχω και δίκτυα, σας το δείξω. Αυτό είναι η Βαρβάκιο σχολή που στείνεται. Το 1859 ξεκινά τη λειτουργία της στη Βαρβάκιο. Αυτό είναι το θέατρο Γκούκουρα, που τώρα αναφέραμε. Ο Άγιος Δημήτρος ο νέος του Ψηρή. Να το στομέγαρο του ο Ριγόνι που θα είναι του ξενοδοχείου, που σας έλεγαν το βασιλικό θεώρητο εξενοδοχείο, που εγγυλίσαμε τον Γαζάλη. Και αυτή είναι η Αγία Λεούσα από τη βίσω πλευρά. Εδώ είναι η Αθηνάς. Να το μοναστηράκι Παντάνιασα και το τζαμί του Τζισδαϊράκη. Και κοιτάξτε πώς ήταν οι όλοι. Το καφενείο της ωραίας Ελλάδος εδώ πέρα κάτω. Και η Αγία Ειρήνη την είδατε λοιπόν. Πήρατε μια γεύση της γειτονιάς του Ψηρή. Παιδητά μέσα του 19ου αιώνα. Να δούμε το φωτογραφείς και να κλείσουμε. Η μοναδική εκκλησία που διατηρεί την Βυζαντινή της, φυσικά με πολλές παρεβάσεις και επεβάσεις. Ωστόσο διατηρεί τη Βυζαντινή τη στιχοπία και τον υπέροχο τρούλο αθηναϊκού τύπου. Και ο τελευταίος Δερβύσης. Επειδή εκεί ήταν και ο καφενές που πήγαινε και ο τελευταίος Δερβύσης μας αναφέρει ο Παπαδιαμάντης. Έτσι, ένας φουκαράς Δερβύσης, ο οποίος στα χρόνια πια του Βαπαδηλέπτου, επειδή είναι η εποχή μας το 1869, που ξεκινά, λίγο πριν το 1869, το τρένο, ο σιδηρόδρομος, που πήγαινε στο Βυρεά, από ο Μόνιας στο Βυρεά και περνούσε από το μοναστηράκι και στείλουν τις γραμμές λοιπόν του τρένου. Και, ενταξύ, έχει αλλάξει πια η νοτροπία των ανθρώπων, ενώ ο Δερβύσης, που βλέπετε με τον Νάητου, έπαιζε τον Νάητ στους καφενένες και ακόμα αρέσκονταν οι Αθηναίοι να ακούνε τις μελωδίες από τον Ατωλίτικο αυτό όργανο, μουσικό όργανο. Τώρα, πια όμως, καθώς δεν έχει που να πάει, έκλεισαν καφενές. Η αστυνομία απαγόρευσε το βράδυ να υπηρετουργεί το καφενείο, που πήγαινε και ξυμολογιζόταν εκεί, γιατί ήταν το μόνο στέκι, δεν είχε ο άνθρωπος χρήματα, δεν είχε πια πέραση τον Νάητ και η μουσική του Δερβύση και λέει ότι, και ακριβώς είναι μια φωτογραφία του Δερβύση, στο τέλος πια πάει κάτω από τη γέφυρα και παίζει τον Νάητου και μετά πια εξαφανίζεται αυτός ο κόσμος, σφαίρα είναι και γυρίζει. Και ακριβώς ότι ο άνθρωπος εξαφανίζεται μια καλή πρωία, δεν ξέρουμε αν έζησε, πέθανε, έφυγε, πια δεν ήταν η παρουσία του αρεσθείς στην Αθήνα, ότι η μουσική του τραγούσε τον κόσμο όπως τα παλαιότερα χρόνια και φέρνει πολύ ωραία, το παίρνω να δανείζομαι, αλλοδίγημα του Παδιαμάντη. Αθήνα ως αναδρολική πόλης είναι πλέον παρελθόν και νομίζω τελειώσαμε. |