: . Αυτές τις γιορτινές ημέρες που φέτος μας βρίσκουν σε συνθήκες περίεργες και με ενσυνέστηση για την δοκιμασία ολών συνανθρώπων μας δεν μπορούμε να είμαστε ξένιαστοι και ανέφελοι, όπως ίσως άλλοτε. Δεν μπορούμε να χαρούμε τους αγαπημένους μας, όπως και όσο θα θέλαμε. Οι στορισμοί και τα δέντρα και τα κεράσματα πιο πολύ φέρνουν εικόνες από το χθες, που όλο και ξεμακρύνει, ενώ ο χρόνος προχωράει και τα βήματα του τρέχουν πάνω μας και μας προσπερνούν. Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, μα οι δικομακεδονικές μου ρίζες με το μισό μου σόι στην κοζάνη, κάτι τέτοιες μέρες με τραβούν σε μακρινές θύμησες σε αυτή την πόλη κάποια χιονισμένα, παγωμένα Χριστούγεννα. Παρίσκε η μνήμη σαν θαλπωρή από φλόγα τζακιού φωτίζει στιγμές που δεν θα ξανάρθουν. Εκεί στα παιδικά μου μάτια φάνταζαν όλα αλλιώτικα. Με τα μαγαζιά γιορτυνά, αντιμένα στη βόλτα και στους γύροδρόμους, με τις αναμμένες γυρλάντες στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών, με τα τζάκια κάποιων παλιών σπιτιών να καπνίζουν, με το ρολόι να υψώνεται θεόωρατο δίπλα στον Αϊνικόλα και στο δημαρχείο, με τα πολύχρωμα φωτάκια των στολισμένων δέντρων να αναβοσβήνουν στις ξάστερες χειμωνιάτικες νύχτες του 12η μέρου, από τα Χριστούγια να μέχρι τα φώτα και να με κάνουν να νομίζω ότι ζω σε ένα όνειρο. Στο τότε, όπου όλα είχαν ψυχή, τα παιχνίδια, τα δώρα, οι μομόγεροι, τα κόλλιαντα των παιδιών με τα τρίγωνα ή του τσιόκου για το χτύπημα στις ξόπορτες, οι φωτισμένοι δρόμοι, οι ετοιμασίες, ευχές σε κάρτες πάνω στα σκρήνια ή γύρω από το δέντρο με τη φάκνη στο σαλόνι, με τα γιορτινά πακέτα να σπιφίζουν στα μάτια των παιδιών την περιέργεια που όλο ένα μεγάλωνε. Φωνές γνώριμες και αγαπημένες του πατέρα, της μητέρας, της θεοδόρας, του θείου Γιώργου, του θείου Μερκούρη, του θείου Λάζου, της θείας Ζωλής, της θείας Σκέτης, της θείας Ματίνας, του θείου Τάκη, της θείας Βαγγελίτσας, του θείου Πάνου, του θείου Ρούσι, καθώς αντάλλαζαν επισκέψεις για χρόνια πολλά και για καλή χρονιά, αλλά και στα χωρατά και στα μασλάτια. Των μεγαλύτερων ξοδελφιών μου, του Γιάννη, του Νεκτάριου, του Νίκου, της Μπούλας, της Εύθυς, της Λένας, στα γέλια και στα πειράγματα. Μυρωδιές παντού, από την αρμιά για τα πατροπαράδοτα για πράκια, από το ψήσιμο του παραδοσιακού χοιρινού, από το λιωμένο φρέσκο βούτυρο για το απαραίτητο σαραγλί και τον καθιερωμένο μπακλαβά ή τον σιμιγδαλίσιο χαλβά, από φλούδες μανταρινιού ή πορτοκαλιού πάνω στη θερμάστρα, από τα ψημένα στη φουφού του καστανά της γωνίας κάστανα. Το χοιρινό και ο χαλβάς της θείας Θεοδόρας, η τρεατόπιτα σε στρογγυλόσινη με τον παρά και τα κυχιά της θείας Μαλαματής, η σπανακόπιτα και ο μπακλαβάς της θείας Μακελίτσας, τα γιαπράγια και το σαραγλί της μητέρας μου, τον τόπιο κόκκινο κρασί που δεν σε πείραζε. Όμως, κάποια στιγμή, όλα αλλάζουν. Οι περισσότεροι από τους αγαπημένους συγγενείς έχουν φύγει. Τα έθιμα τυρούνται ακόμα, τουλάχιστον προς ώρας. Η κοζανίτικη νοικοκυρωσύνη μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά. Οι εικόνες ανασύρονται και αποσύρονται στο απειρόβλητο της καρδιάς. Κρατώ μέσα μου ζωντανές τις εικόνες και νοπί τη γεύση των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στην Κοζάνη. Και μιας και όλα είναι πια αλλιώτικα, αισθάνομαι την ανάγκη να την μοιραστώ με όλες και όλους σας. Γιατί είναι καλά διατηρημένη. Άλλωστε, η γεύση της μνήμης μένει αναλείωτη. Καλά Χριστούγεννα και καλή Πρωτοχρονιά! |