Κ. Μενουδάκος, Επ. Πρόεδρος ΣτΕ: Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε, ευχαριστώ και την Οργανωτική Επιτροπή αυτού του διήμερου συνεδρίου για την πρόσκληση. Συνεδρίου πολύ σημαντικού και για τη θεματολογία του, και για τους συσυγγητές και γενικά τους συμμετέχοντες, αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι είναι ένα συνέδριο προς τιμή του δικαστή και καθηγητή Βασίλη Σκουρή, ο οποίος με το έργο του και την παρουσία του στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τιμά τη χώρα μας και την ελληνική νομική επιστήμη. Αυτό είναι κάτι που το καταλαβαίνουμε οι νομικοί της Ελλάδας, οι δικαστές και όλοι οι νομικοί της Ελλάδας. Κυρίες και κύριοι, η ενότητα του δικαίου, ακριβέστερα, η ομοιομορφία στην εφαρμογή των κανόνων του δικαίου αποτελεί μια βασική προϋπόθεση της ασφάλειας δικαίου και στοιχείο συμφύτω με ένα κράτος δικαίου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι ένομες τάξεις θεσπίζουν διαδικασίες με τις οποίες επιδιώκεται η κατά τρόπο ενιαίω ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου. Και επειδή η ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου ανήκει τελικά στα δικαστήρια, αυτές οι διαδικασίες δεν μπορεί παρά να είναι δικονομικού χαρακτήρα διαδικασίες. Η ανάγκη αυτή υπάρχει για κάθε ενόμη τάξη και για τις εσωτερικές ενόμες τάξεις. Και βεβαίως είναι ενδονότερη όταν πρόκειται για ενωπίσεις του δικαίου στο επίπεδο του συντάγματος. Γι' αυτό είναι μάλλον συνηθισμένες περιπτώσεις χωρών στις οποίες, τουλάχιστον εκεί που υπάρχει ο καταστατικός συνταγματικός έλεγχος, στις οποίες προβλέπεται ένα είδος προδικαστικής παραπομπής σε συνταγματικό δικαστήριο. Βεβαίως η ανάγκη αυτή είναι πιο έντονη στις περιπτώσεις ενώμων τάξεων όπως είναι η κοινοτική ενόμη τάξη. Πρόσφατα έχει εισαχθεί και μια διαδικασία προδικαστικής παραπομπής και στη χώρα μας με ένα νόμο το 2010. Με ένα νόμο ο οποίος μάλιστα ψηφίστηκε και θεσπίστηκε με πρωτοβουλία του ίδιου του Συμβουλίου Επικρατίας. Προβλέπεται δηλαδή ότι οι δικητικά δικαστήρια, όταν αντιμετωπίζουν ένα θέμα γενικότερον ενδιαφέροντος που έχει επιπτώσει ένα ευρύτερο κυκλοπροσώπον, έχουν τη δυνατότητα να αποστείλουν προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο Επικρατίας. Είναι μια διαδικασία η οποία μοιάζει αρκετά με τη διαδικασία του προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο σημείο αυτό θα μου επιτρέψετε μια μικρή παρέμφεση, μια σκέψη που έχει σχέση με αυτή τη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής, αλλά δεν είναι μέσα στο θέμα αυτής της εισηγησής μου. Η διαδικασία προδικαστικού ερωτήματος σε ανώτατο δικαστήριο, περίπου όπως αυτή που θεσπίζεται με το νόμο του 2010, είναι ο νομοστηρία 900, θα μπορούσε νομίζω να αξιοποιηθεί προκειμένου να εξορθολογιστεί και ο διάχειτος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. Ο διάχειτος και παρεμπύπτος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, ο οποίος κατά τη γνώμη μου έχει αποδώσει, έχει και κάποιες αδυναμίες, κυρίως από την άποψη της ασφάλειας του δικαίου. Ένα είδος προδικαστικού ερωτήματος, ένα είδος προδικαστικής παραπομπής, θα μπορούσε να άρει κάποιες από αυτές τις αδυναμίες, χωρίς όμως να σερήσει από τα δικαστήρια τη δυνατότητα να κρίνουν τη συνταγματικότητα ενός νόμου υπό πραγματικές συνθήκες, δηλαδή υπό τα πραγματικά δεδομένα τα οποία εμφανίζονται σε κάθε περίπτωση. Κλείνω την παρέθεση. Αν η ανάγκη να προσφεύγει κανείς ένα δικαιοδοτικό όργανο όπου θα ενωποιείται ο τρόπος εφαρμογής του δικαίου, είναι, όπως είπα, χρήσιμος σε κάθε περίπτωση, είναι ασφαλώς, αναγκαίως σε μια ένομη τάξη υπερεθνική, όπως είναι το ενωσιακό δίκαιο, το κοινωνικό δίκαιο. Δεν θα τολμήσω, βέβαια, στο παρόνα ακροατήριο να αναπτύξω το λόγο για το οποίο είναι απαραίτητο μια προδικαστική παραπομπή αυτή η διαδικασία για την ενωπίευση του κοινωνικού δικαίου. Θα περιοριστώ, όμως, να πω ότι επειδή στην πράξη δίκαιο δεν είναι αυτό που γράφουν οι νόμοι. Δίκαιο είναι αυτό που λένε οι δικαστές ότι λένε οι νόμοι. Ο τρόπος με τον οποίο διαβάζουν οι δικαστές, δηλαδή, τα νομοθετήματα, ο διάλογος αυτός μεταξύ εθνικών δικαστηρίων και Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, νομίζω ότι είναι ένα βασικό συμπεριφέρον, ένας βασικός συντελεστής τελικά της ευρωπαϊκής ενωπίευσης, στο μέτρο, βέβαια, που γίνει δεχτό, ότι η ευρωπαϊκή ενωπίευση μπορεί να επιτευχθεί μέσω του δικαίου, ή μόνο μέσω του δικαίου. Η σημασία μάλιστα αυτής συνέργειας των εθνικών δικαστηρίων με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ιδιαίτερη σημασία και για ένα άλλο λόγο, διότι ενωπίηται όχι μόνο η εφαρμογή διατάξων του θετού δικαίου, ενωπίηται και ο τρόπος εφαρμογής των γενικών αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου, οι οποίες γενικές αρχές επίσης είναι δημιούργημα των δικαστηρίων. Τα δικαστήρια είναι εκείνα που αναγνωρίζουν και διαμορφώνουν τελικά κανόνες δικαίου οι οποίοι δεν γράφονται πουθενά. Εγώ θα αναφερθώ σε κάποια συγκεκριμένα παραδείγματα νομολογιακά από την πρακτική του Συμβουλίου Επικρατίας, τα οποία τα έχω επιλέξει με σκοπό να διαγραφεί σε γενικές γραμμές ποια είναι η στάση του Συμβουλίου Επικρατίας, μάλλον η εξέλιξη της στάσης του Συμβουλίου Επικρατίας σε σχέση με τη διαδικασία του προδικαστικού ερωτήματος και τελικώς σε σχέση με το κοινωντικό δίκιο. Το 1984, για πρώτη φορά, το Ελληνικό Συμβουλίου Επικρατίας αντιμετώπισε σοβαρό ζήτημα εφαρμογής του κοινωνικού δικαίου, το οποίο το έλυσε με απόφαση της Ολομελίας. Το ζήτημα αφορούσε τη συμβατότητα της απαγόρευσης εισαγωγής μπανάνας, την συμβατότητα, λοιπόν, αυτής της απαγόρευσης προς την αρχή της ελεύθερες κυκλοφορίες των εμπορευμάτων. Η Ολομέλεια, με ψήφους 7-1 αντί 6, έκρινε ότι η απαγόρευση αυτή δεν προσέκουρα στο κοινωνικό δίκιο. Και μάλιστα ενδιαφέρον είναι για την διάθεση των δικαστών της εποχής εκείνης. Είναι ότι κατέληξε σε ένα συμπέρασμα το Ελληνικό Δικαστήριο, επικαλούμενο από φάσεις του τότε ΔΕΚ, από το απόσπασμα των οποίων, όπως παρατήθεται στην ίδια την απόφαση, προκύπτει ότι δεν τις ακολούθησε. Δηλαδή, το ΔΕΚ προέβλεπε ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όταν υπήρχε εθνική οργάνωση εργασίας, εθνική οργάνωση αγοράς για ένα προϊόν, τότε θα μπορούσε να εξερεθεί από τον κανόνα της ελεύθερης κυκλοφορίες των εμπορευμάτων, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το Ελληνικό Δικαστήριο, το Συμβουλή Προκρατίας, δέχεται ότι ενώ δεν συντρέχουν όλες αυτές οι προϋποθέσεις, δεν χρειάζεται να συντρέχουν οι προϋποθέσεις. Έκραινε το θέτη να απαγόρεψε, δηλαδή, μη αντικοινωτική, με ψήφους 7-6, χωρίς να αισθανθεί την ανάγκη να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα. Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα υποβλήθηκε μετά, δύο αιτία αργότερα, το 1986, σε μια υπόθεση με αντικείμενο το δικαίωμα εισαγωγής τσιγάρων. Το ερώτημα αφορούσε θέμα κοινωτικότητας σε ένα πιο χαμηλό επίπεδο, όχι σε επίπεδο συνθηκών, δηλαδή, αλλά θέμα συμφωνίας κάποιων εθνικών ρυθμίσεων προς μια απόφαση της Επιτροπής. Εδώ πρέπει να πω, επειδή βλέπω τον κ. Γεραρί, εδώ τον Πρόεδρο, πρέπει να πω ότι σε αυτήν την υπόθεση η συγγυητής ήταν ο τότε σύμβουλος Χρήστος Γεραρίς, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν από τους λίγους συναδέλφους του Συμβουλιοπικρατίας, οι οποίοι είχαν εμβαθύνει, αν θέλετε, και κατανοήσει, όχι μόνο τις διατάξεις και τις αρχές του κοινωτικού δικαίου, αλλά και τους μηχανισμούς του, καθώς ήταν και ο συγγυητής και συντάκτης του πρώτου πρακτικού του 1980, κατά την επεξεργασία ενός διατάγματος που εισήγαγε τον τρόπο ενσωμάτωσης, που προέβλεπε τον τρόπο ενσωμάτωσης του κοινωτικού δικαίου στο ελληνικό δίκιο. Σε αυτήν την υπόθεση, λοιπόν, με εισηγητή τον κ. Γεραρί, τέθηκε το πρώτο προδικαστικό ζήτημα. Θέμα σοβαρό κοινωτικού δικαίου τέθηκε στη συνέχεια σε σχέση με την αναγνώριση των πτυχίων αυτών που εκαλούντο τότε εργαστήρια ελευθέρων σπουδών, τα οποία τα χωριγούσαν ξένα πανεπιστήμια, τα οποία τα χωριγούσαν σπίτια, τα οποία τα χωριγούσαν σπίτια, τα οποία τα χωριγούσαν σπίτια, τα οποία τα χωριγούσαν ξένα πανεπιστήμια σε φοιτητές ύστερα από εκπαίδευση ή ύστερα από φύτηση η οποία είχε πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα. Το θέμα ήταν εάν αυτά τα διπλώματα ως τίτλοι για την άσχηση κάποιου επαγγέλματος ήταν ισότιμα με τα διπλώματα ή τα πτυχία που έδιναν τα ίδια πανεπιστήμια ύστερα από φύτηση στο εξωτερικό. Το Δικαστήριο στην Ολομέλεια, πάλι, κατέληξε ότι επειδή το αντικείμενο της δασκαλίας, της εκπαίδευσης και ο τρόπος και η διαδικασία της εκπαίδευσης δεν είναι αντικείμενο που ρυθμίζεται από το κοινωνικό δίκιο, η σχετική συνταγματική διάταξη που προέβλεπε την απαγόρευση λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα είχε εφαρμογεί πλήρως και με όλες τις συνέπειες και ως προς την αξία δηλαδή των πτυχίων και κατέληξε εκεί χωρίς να αισθανθεί πάλι την ανάγκη να στείλει προδικαστικό ερώτημα αν και μία ισχυρή μοιοψηφία στην υπόθεση εκείνη είχε υποστηρίξει την αντίθετη εκδοχή και επί της ουσίας αλλά και επί της ανάγκης αποστολής προδικαστικού ζητήματος. Αυτή ήταν η περίπτωση στην οποία είχε τεθεί για πρώτη φορά θέμα συμβατότητας του ελληνικού συντάγματος με το κοινοτικό δίκιο. Ήταν η εποχή που στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες υπήρχε μεγάλη διχογνωμία αν το κοινοτικό δίκιο υπερέχει και του συντάγματος μιας χώρας παρά το ότι το θέμα σε επίπεδο κοινοτικών οργάνων και δικαιοδοτικών οργάνων είχε ελειθεί. Το 1998 το Συμβούλιο Πιοκρατίας έθεσε ένα προδικαστικό ερώτημα διακενδυνεύοντας μια απάντηση η οποία θα οδηγούσε σε αντικοινοτικότητα σε παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από μια διάταξη συνταγματική. Ήταν το θέμα σχετικά με την ιστορία του μοναδικού μετόχου ή του βασικού μετόχου. Μια διάταξη είναι γνωστή ότι είχε εισαχθεί στο Σύνταγμα με την αναθεώρηση του 2001. Τέθηκε το θέμα εάν αυτή η διάταξη είναι σύμφωνη με μια οδηγία του Συμβουλίου. Εκεί το θέμα αυτό αποτέλεσε ένα αντικείμενο ενδιαφέροντος διαλόγου μεταξύ του Συμβουλίου Πιοκρατίας και του ΔΕΕ, του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Δεν αναφέρομαι πρασότερο σε αυτό το θέμα διότι θα ακολουθήσει και ο Κ. Μανιτάκης που νομίζω είναι ακριβώς το αντικείμενό του, θα μας το αναπτύξει με μεγαλύτερη διάβυγια από ότι θα μπορούσα να το κάνω εγώ. Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι η εξέλιξη των υποθέσεων, των αποφάσεων του Συμβουλίου Πιοκρατίας επί του θέματος εκτροπής του ποταμού Αχελώου. Είχε εκδοθεί μια πρώτη απόφαση το 1994. Ακυρώθηκε η περιβαλλοντική αδειοδότηση λόγω ατελούς περιβαλλοντικής μελέτης. Τότε δεν είχε τεθεί θέμα ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου. Ακολούθησαν νέες πράξεις περιβαλλοντικής αδειοδότησης για το ίδιο έργο με κάποιες παραλλαγές, κυρίως ως προσυμποσότητα του εκτρεπωμένου ύδατος, το οποίο μειώθηκε σε σχέση με την πρώτη φορά. Και αυτές οι σχετικές πράξεις ακυρώθηκαν από το Συμβούλιο Πιοκρατίας λόγω μη επαρκούς αναζήτησης εναλλακτικών λύσεων προκειμένου να διαφυλαχθούν και να μη θυγούν κάποια σημαντικά μνημεία, τα οποία έπρεχαν στην περιοχή των έργων. Σε αυτήν την υπόθεση υπάρχει η ρητή σκέψη του Δικαστηρίου ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Ακολούθησαν νέες νέους νόμους και νέες πράξεις που επέτρεπαν τη συνέχιση του έργου. Επί των αιτήσων ακυρώσεως που ασκήθηκαν κατά των νέων αυτών πράξων, το Δικαστήριο του Συμβούλου Πιοκρατίας έστειλε νέα ερωτήματα προδικάστικά στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κενοτήτων που αφορούσαν την ερμηνεία οδηγίας του 2000 για την προστασία των υδάτων, οδηγία του 1985 και του 1997 για την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων από έργα και δραστηριότητες, οδηγία του 2001 για την προστασία του περιβάλλοντος από σχέδια και προγράμματα, οδηγία του 1992 για την προστασία των φυσικών οικοτόπων και της άγριας ευπανίδας και χλωρίδας. Με βάση στις απαντήσεις που έδωσε το ΔΕ, το Συμβούλιο Πιοκρατίας επανήλθε και έκρινε, με μια απόφαση που δημοσιεύτηκε πρόσφατα τον περασμένο μήνα, ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση είχαν παραβιάσθει όλες αυτές οι οδηγίες. Και περιτέρω έκανε μια κρίση ότι ενόψει των πολλών αυτών παραβιάσων, παραβιάσων οι οποίοι στηρίζονται βεβαίως στις απαντήσεις που έδωσε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του είδους των παραβιάσων, των φυγόμενων αγαθών, φυσικών οικοτόπων κλπ, υπάρχει η αιμονή να επιτραπεί, η εκτροπή, τουλάχιστον σε αυτή την ποσότητα, παραβιάζει την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Αυτό δηλαδή, που ρητός είχε αποκλειστεί την πρώτη φορά, υπό το φως, αν θέλετε, και της απόφασης του Δικαστήριου των Ευρωπαϊκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρήθηκε ότι αυτή τη φορά συνέντερχε η παραβίαση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης κατά το ελληνικό σύνταγμα, βέβαια, και όχι κατά τις συνθήκες. Οι αποφάσεις τις οποίες αναφέρθηκα, τουλάχιστον οι περισσότερες, βεβαίως δεν ανήκουν στη σημαντική νομολογία του Συμβουλίου Επικρατίας για θέματα εφαρμογής ενωσιακού δικαίου. Είναι όμως χαρακτηριστικές της εξέλιξης που είχε η νομολογία, η πρακτική του Συμβουλίου Επικρατίας, σε σχέση με την εφαρμογή της διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής. Ποια είναι αυτή η γενική εικόνα? Η εικόνα είναι ότι αρχικά, σε μια πρώτη περίοδο, το Ελληνικό Ανότατο Δικητικό Δικαστήριο υπήρξε εξαιρετικά, φιδολό έως και αρνητικό, στην υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων. Έχω τη γνώμη, αλλά αυτό είναι προσωπική γνώμη. Αυτή η δυσκολία να ερωτηθεί το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τότε, δεν οφείλεται τόσο στο γεγονός ότι οι Έλληνες δικαστές και μάλιστα μέλη του Συμβουλίου Πεκρατίας, αγνοούσαν το κοινοτικό δίκαιο την εποχή εκείνη, αλλά κυρίως σε μία σκέψη και μία αίσθηση μάλλον του Έλληνα νομικού ή του Έλληνα δικαστή για κάποια χρόνια, ότι το κοινοτικό δίκαιο είναι ένα αλλοδαπό δίκαιο και δεν είναι ελληνικό δίκαιο. Αφού είναι αλλοδαπό δίκαιο, ήταν δύσκολο να παρακαμφθεί μια διάταξη της ελληνικής νομοθεσίας ενόψει αυτού του αλλοδαπό δικαιού. Πολύ περισσότερο, βέβαια, αυτή η διάταξη ήταν διάταξη του Στυντάγματος. Αυτός ο νομικός πατριωτισμός την περίοδο εκείνη δεν χαρακτηρίζει, νομίζω, μόνο τα ελληνικά δικαστήρια. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι η θεωρία και ο όρος act clair ήταν δημιούργημα του Γαλλικού Συμβουλίου Επικρατίας. Ο όρος και η δικαιολογία να μην ερωτάται το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για θέματα κοινοτικού δικαίου που μπορούσαν να οδηγήσουν σε παράκαμψη της ντόπιας της εθνικής νομοθεσίας. Αυτή η πρακτική πάντως του Συμβουλίου Επικρατίας, νομίζω, είναι σαφές ότι έχει πλέον μεταβληθεί Άρβυν. Την τελευταία δεκαετία έχουν υποβληθεί προδικαστικά ερωτήματα με περισσότερες από 30 αποφάσεις του Δικαστηρίου και των Δημιμάτων και της Ολομελίας. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός αποφάσεων με τις οποίες επιλύονται υποθέσεις με βάση την νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, από μια επισκόπηση που έκανα στην νομολογία, δεν βρήκα, τουλάχιστον, απόφαση όπου να παραλείπεται υποβολή προδικαστικού ερωτήματος, ενώ συνέτραχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 267 της Συνθήκης Λειτουρίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ενώ, δηλαδή, για θέμα το οποίο δεν είχε ληθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και έθεται υπό αμφισβήτηση, μπορούσε να γεννήσει αμφιβολία ως προς την έννοια κάποιας διάταξης κοινωνικού δικαίου. Εγώ θα έλεγα, μάλιστα, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το Συμβούλιο Προκρατίας επέδειξε και έναν υπερβάλλον δαζίλο στη θέση ζητημάτων ενωσιακού δικαίου. Τώρα, την περασμένη Παρασκευή, δημοσιευθήκαν δύο αποφάσεις της Ολομελίας για το θέμα της ανταλλαγής ομολόγων με άλλα μικρότερης αξίας, δηλαδή, του κουρέματος των ομολόγων, ελληνιστή PSI. Εκεί, το Δικαστήριο έκρινε καταπληκτικά όσα έκρινε σε σχέση με το κοινωνικό δίκαιο. Θεώρησε ότι δεν υπάρχει θέμα εφαρμογής του κοινωνικού δικαίου, διότι οι νόμοι με βάση τους οποίους έγινε αυτό το εγχείρημα του κουρέματος ήταν νόμοι εσωτερικού δικαίου, είχαν θεσπιστεί στα πλαίσια του εσωτερικού δικαίου ανεξάρτητα αν είχαν προηγηθεί διαβουλεύσεις με το Eurogroup, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων, με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Αυτό δεν θεωρήθηκε ότι αποτελούσε, δεν μετέφερε το ζήτημα στο πεδίο εφαρμογής του κοινωνικού δικαίου. Υπήρχε και μία μειοψηφία, όχι ισχυρή, λίγο συναδέλφων, η οποία θεώρησε ότι έπρεπε να εξεταστεί το ζήτημα της συμβατότητας των ρυθμίσεων με την αρχή, την ευρωπαϊκή, του κοινωνικού δικαίου, την αρχή της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων. Και ότι γι' αυτό το ζήτημα έπρεπε να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα. Αναφέρουμε σε αυτή τη μειοψηφία, διότι σχετίζεται με ένα θέμα το οποίο είναι αντικείμενος συζητήσεων στο Συμβούλ Επικρατίας και προβληματισμού χωρίς να έχει δοθεί και κάποια οριστική απάντηση. Εάν το γεγονός και μόνο ότι σε μία απόφαση υπάρχει μειοψηφία σε θέμα κοινωνικού δικαίου, καθιστά το ζήτημα μη αναφυσβήτητο. Άρα, υποκείμενο, υποχρεωτικά, επειδή είναι για νότα το Δικαστήριο, στη διαδικασία του προδικαστικού ερωτήματος. Πάντως θέλω να πω ότι αυτή η άρνηση της πλειοψηφίας σε αυτές τις υποθέσεις να διατυπωθεί προδικαστικό ερώτημα, στο θέμα που κάποια μέλη του Δικαστηρίου είχαν θέσει, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι σηματοδοτεί μία επιστροφή, μία τάση επανόδου στην νομική εσωστρέφεια και στην πρακτική της αποφυγής εξέτασης συζητημάτων ενωσιακού δικαίου, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή και εδώ είναι η διαφορά αυτής της μιοψηφίας με τη μιοψηφία στην υπόθεση των διπλωμάτων των γέννων πανεπιστημίων, ότι αυτή η μιοψηφία δεν θεώρησε ότι η ρυθμή της αντίκηται στο κοινωνικό δίκαιο, απλώς θεώρησε ότι έπρεπε να ερωτηθεί το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα ολοκληρώσω με κάποιες σκέψεις, πάυλα διαπιστώσεις για την επίδραση την οποία έχει στην πρακτική των ελληνικών δικαστηρίων και ειδικότερα του Συμβουλίου Επικλατείας η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η νομολογία που διαμορφώνεται μέσω απαντήσεων σε προδικαστικά ερωτήματα αλλά και η νομολογία γενικότερα. Το προφανές είναι ότι τα ελληνικά δικαστήρια αναζητούν και βρίσκουν στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης λύσεις σε πολλά ζητήματα ενουσιακού δικαίου, ζητήματα που όλο και πιο συχνά τύφνεται στα ελληνικά δικαστήρια, καθώς πολλαπλασιάζονται και οι διαφορές που ανακύπτουν από την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, δίκαιο το οποίο επίσης διαρκώς διευρύνεται. Είναι χαρακτηριστικά τα κείμενα των αποφάσεων του Συμβουλίου Επικρατείας, τα οποία επικαλούνται πάντοτε αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό δεν είναι πλέον αιμονωμένο φαινόμενο, όπως ήταν πριν κάποια χρόνια. Είναι μια συνηθισμένη εικόνα απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη επίδραση, έμμεση, υποδόρια. Η εφαρμογή του από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κυρίως από το δεύτερο, μάλιστα, θα έλεγα, οι γενικών αρχών του δικαίου, όπως η αναλογικότητα, η ασφάλεια δικαίου, η προστατευόμενη εμπιστοσύνη, έχει επηρεάσει σαφώς, νομίζω, τον εθνικό δικαστή, ο οποίος τώρα πια είναι και αξικειωμένος με την νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων. Οι γενικές αυτές αρχές, με τις οποίες ουσιαστικοποιείται το δίκαιο στην πράξη του, στην εφαρμογή του σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, σε προηγουμένες περιόδους, σπανίως, νομίζω, επηρέαζαν το Συμβούλιο Επικρατίας και ήταν σχεδόν άγνωστες στην νομολογία των άλλων δικαστηρίων. Αποτελούσαν εξαιρέσεις οι περιπτώσεις τις οποίες στα δικαστήριά μας παρέκαμπταν το γράμμα του νόμου με εφαρμογή γενικών αρχών του δικαίου. Η αναλογικότητα δεν αποτελούσε κριτήριο προσβιορισμού του πεδίου εφαρμογής μιας ρύθμισης του νόμου. Τώρα και η διατάξη νομοθεσίας, αλλά και η διατάξη του συντάγματος ερμηνεύονται όλο και με μεγαλύτερη ευκολία στο πλαίσιο και υπό το πρίσμα γενικών αρχών του δικαίου. Τέλος, η επίλυση θεμάτων εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου μπορεί να επηρεάσει την κρίση των εθνικών δικαστηρίων και επί ζητημάτων που διέπονται μόνο από το εσωτερικό δίκιο. Γι' αυτό ανέφερα την περίπτωση του Αχαιρώου, την οποία θεωρώ χαρακτηριστική από αυτή την άποψη, θέμα το οποίο μερικοί σκέψεις στην απόφαση το Δικαστήριο είχε αρνηθεί να δεχθεί την πρώτη φορά, δηλαδή την παραβίαση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης, το δέχτηκε την δεύτερη φορά, ύστερα από τον τρόπο με τον οποίο φωτίστηκε η υπόθεση από πλευράς παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου μετά τις αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Σας ευχαριστώ πολύ. |