Γιάννης Δημητρακάκης: Σχόλια στο «Περιμένοντας τους βαρβάρους» /

: Θα προσθέσω σήμερα ένα από τα διασημότερα πείημα του Καβάφη, το περιμένω στους Βαρβάρους. Απ' τα πλέον πολύ συζητημένη επίσης, καθότι η ερνηνευτική του προσφέραση δεν είναι εύκολη και αυτονόητη. Διαφορετικές ερνημινίες έχουν κατά καιρούς προταθεί για το πείημα. Θα εκθέσω αρχικά δύο δέσμες ερν...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: Ιστορικό Μουσείο Κρήτης 2013
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=el1YHDrsfh0&list=PLgt5xY8eO6dPEoH-UStJeKdCdAg0noIiu
Απομαγνητοφώνηση
: Θα προσθέσω σήμερα ένα από τα διασημότερα πείημα του Καβάφη, το περιμένω στους Βαρβάρους. Απ' τα πλέον πολύ συζητημένη επίσης, καθότι η ερνηνευτική του προσφέραση δεν είναι εύκολη και αυτονόητη. Διαφορετικές ερνημινίες έχουν κατά καιρούς προταθεί για το πείημα. Θα εκθέσω αρχικά δύο δέσμες ερνηνευτικών προτάσεων και στη συνέχεια θεστιάσω σε μια τρίτη ερνηνευτική κατεύθυνση, στο σημείο εκείνης της οποίας είναι τα Καβάφικα αυτοσχόλια. Τα σχόλια δηλαδή του ίδιου του παιδί για το πείημα. Θα επιμείνω στα Καβάφικα αυτοσχόλια, όχι επειδή η συγγραφική πρόθεση θα μπορούσε τάφερα να έχει την παραμικρή δυσμευτικότητα για τον μελετητής λογοτεχνίας, αλλά επειδή θερμηνευτικά ενάψυματα μας προσφέρει ο Καβάφης, επιτρέπουν να τοποθετήσουμε το πείημα στα διανοητικά και λογοτεχνικά συμφαρζόμενα της εποχής κατατροπίας, γράφηκε. Ας θυμηθούμε πρώτα απ' όλα το πείημα. Το διαβάζω. Τι περιμένουμε στην αγορά στην αθλησμένη είναι οι βάρβαροι να φτάσουν σήμερα. Γιατί μέσα στην σύγκλιτο μια τέτοια πραξία, τι κάνονται συγκλιτικοί και δεν ομοθετούνε, γιατί οι βάρβαροι θα φτάσουν σήμερα. Τι νόμους πια θα κάνουν οι συγκλιτικοί, οι βάρβαροι σαν έρθουν θα ομοθετήσουν. Γιατί ο αυτοκράτορ μας τόσο πολύ σηκώθη και κάθινε στις πόλεως την πιο μεγάλη πύλη, στον φρόνο επάνω επίσημος φορώντας την κορώνα, γιατί οι βάρβαροι θα φτάσουν σήμερα. Και ο αυτοκράτορ περιμένει να δεχθεί τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί τον έγραψε τίτλους πολλούς και ονόματα. Γιατί αυτοί όμως είπατε οι Κυπρέκοροι σε βγήκαν σήμερα με τις κόκκινες, τις κετυμένες στόγιας. Γιατί βραφυλαφόρησαν με τόσους αμεθείς τους και τα χτυλίδια με λαμπρά και αριστερά σμαράφια. Γιατί θα πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια μασίνια και μαλάματα έκτατα σκαλυμμένα. Γιατί οι βάρβαροι θα φτάσουν σήμερα. Και διαπράγματα θα πων τους βαρβάρους. Γιατί και οι αξιερείτοες δεν έχονται σαν πάντα να βγάλουν τους λόγους τους να πούμε τα δικά τους. Γιατί οι βάρβαροι θα φτάσουν σήμερα. Κι αυτοί βαλύονται φράδες και δημιουργίες. Γιατί να αρχίσει μονομιάση αυτή η ανησυχία και η σύγχυσης τα πρόσωπα της σοβαρά από εκείνα. Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι θρόμοι και πλατέρες και όλοι γενούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι. Γιατί νύχτωσε και οι βάρβαροι δεν ήρθαν. Και μερικοί έφτασαν από τα σύνορα και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν. Και τώρα τι θα γίνουν χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί είσαν μια κάποια λύση. Το ΠΜΑ γράφηκε το δεκέβριο του 1898 και δημοσιεύτηκε το 1924 σε αυτοτελές ο Κτασίλητο Φιλάδιο. Όσο γνωστό, ο Καβάφης πουδεύονται κυκλοφόρησε το ποιητικό του έργο στον Μόριο. Τιπονοείται στα ποιηματά του και τα βγαίνουν σε φίλους και γνωστούς. Άλλοι και στους ανθρώπους που ήθελαν να τους επαφεί με το έργο του. Οι δυο τελευταίοι στίχοι, ειδικά ο Ελλοτιματικός και τώρα τι θα γίνουν χωρίς βαρβάρους, ακουρθούντας τη μοίρα και άλλων καβατικών στίδων, έχουν αποκτήσει ήδη από την αποχή, που δημοσιεύτηκαν, γνωμικό και παρημιακό χαρακτήρα. Αποκομμένοι τα συμβαζόμενά τους χρησιμοποιούνται επανειλουμένα από δημοσιογράφους, πολιτικούς και άλλους δημόσια πρόσωπα, εντασσόμενοι έτσι στην εκάστοτε πολιτικοκοινωνική συγκυρία. Ο Πουληβάμπαρη υποδεικνύουν ένα διαφορετικό καθοπράσινο δικό υποκείμενο, όλος δυόλου άσχετο με το περιβάλλον του ποιήματος και τις ερμηνείες του έχουν δοθεί σε αυτό. Ένα προς αυτό παράδειγμα, ο διφυγής ιστορικής αθηναϊκής εφημερίδας, συγκυριακά τικοφύλο της, διατυπώνει την πρόβλεψη ότι η Τρόικα θα έχει αποχωρήσει από τη χώρα μας του αργότερο μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Και προσθέτει, καλό θα ήταν να αρχίσουμε να σκεπτόμαστε τι θα κάνουμε τώρα χωρίς βαρβάρος, όπως λέει και ο ποιητής. Ας εμπιστεύσουμε στο ποιήμα. Η σκηνή που περιγράφεται είναι φανταστική. Ο τόπος και ο χρόνος δεν προσδιορίζονται. Αν κρίνουμε ωστόσο από τις αναφορές του νοστοκράτορα στη Σύγκλητο, στους Υπάτους, στους Πρέτορες, βρισκόμαστε στην Αρχαία Ρώμη. Ορισμένοι παλιότεροι μελετητές έκαναν ρο και για πρόεμμο Βυζάντιο. Η υπόθεση της Ρώμης ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Καβάφης, κατά τα έτη 1893-1899, μελετούσε προσεχτικά τον ιστορικό κύμπο και το κλασικό του έργο, στη δουλειά της παρακμής και της πτώσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κρατούντας μάρστα του Καβάφης σχολεστικές σημειώσεις. Η υπόθεση του Βυζαντιού μάλλον πρέπει να αποκλειστεί, καθώς στο Βυζάντιο με το Καβάφη ήρθα κάτι νέο και ποιοτικά διαφορετικό από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και άρα ξένο, στην τόλου φάση του πλάξα, προς την παρακμή που χαρακτηρίζει την αυτοκρατορία του ποιήματος. Αλλά ποιο μπορεί να είναι το συμβολικό ή αλληγορικό περιεχόμενο του ποιήματος. Μια πρώτη δέση με λιμνιό του ποιήματος μπορούμε να την αποκαλέσουμε ψυχολογική. Την ευγενιστική αφήγγραμμή διατυπώνει επίγραμματικά και με διάβυα ο τέλος Άγρας, αξιόλογος ποιητής του Νοσοπολέμου και ακόμα αξιολογότερος κριτικός της λογοτεχνίας. Γράφει ο Άγρας. Βλέπω το σύμβολο των βαρβάρων να κλείνει το νόημα κάθε μιας αλλαγής της ζωής μας, το νόημα μιας ηνητρωτικής ώρας που αναβεβιζόμαστε με ανακούφιση και με τρόμο. Με ψυχολογικούς όρους, μοιάζει να κατανοεί το καβαφικό ποιήμα και ο κλαίων παράσκος, ποιητής και κριτικός που ανήκει στην ίδια γενιά με το τέλος Άγρα. Το ποιήμα του «Η Βάρβαρη», δημοσιευμένο το 1922, έχει ως ρητή αφετηρία του το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους». Αποτελεί επομένως ποιήμα καβαφογενές, ένα από τα εκατοντάδες χωρίς φεββολή. Καβαφογενή ποιήματα που έχουν γραφεί από Έλληνες και ξένους ποιητές, εδώ και εκατό τουλάχιστον χρόνια. Να το διαβάσουμε. Θα δείτε στο τοιχείο. «Η Βάρβαρη, ψυχή μου η Βάρβαρη έφτασα και τώρα πιάνει αργά μέσα στα μεσάνητα, άξαφνη βροντίσσα να απολύθει, τα σκότια να ταράξανε μ' ακούς τρομακτικούς, τ' άδεια αναρρύθμιτα βαγιά απορροπροβαίνουν πλήθι. Τ' ακούς ψυχή μου, εσύμωσαν η Βάρβαρη, τ' ακούς, αν δεν όφελε και αντίσταση κι ανάγια απόφαση είναι. Δεν θα μας έβλεπε ζωντανούς το φως της νέας αλγής. Βοήθεια καμιά. Από πού? Καμιά ένας πράγμας του μελπίδας. Και πώς να την παλέψουμε, πού να οξαντιβηθούμε. Αργά πια τώρα είναι γι' αυτά. Μάτω του καθετή. Ψυχή μου, οι Βάρβαροι έφτασαν και τώρα πια είναι αργά. Άκρυ να μ' άκουες όταν καιρός ήταν ακόμα. Άκρυ να μ' άκουες όταν από τόπους κοντινούς σταμένοι να βοηθήσουν φτάνονται κάθε τόσο μαντατοφορυμιστικοί, θατρομοχροί, πρωτοφανέροντους για αχθούς αγνώστους που σου εμιλούσαν. Κανείς δεν ήξερε από ποιο κατάλυπκο βοράδο, από ποιους άφρυγους δριμούς μυαλίοι είχαν ξεκινήσει. Ξανθούς και ιαντόσομους και ατρόμητους, παντού θα περμούσαν που φιχτά τις χώρες έδειμοναν. Η ώρα δεν άρχιε τρομερή κι ακράβτητη κι εμάς να μας σκλαβώσουν, να μας διαβουμίσουν που θα έρχονταν. Όμως εσύ, στου μυστικού σου ονείου τη χαρά, λαμπρί μου αντιχυρίγησαν, ο ψυχή μου, όλη δοσμένη, σαν να μη σου το είχαν πει. Ό,τι σου είχαν πει, προς τους βαρβάλους να τη βγεις, δεν νοιάστηκες καθόλου. Μα ως να ήταν αναπόφευτον οι βαρβάλοι να φτάσουν μια μέρα κι ως να γνώριζες ανώθελο το πάνω πως θα ήτανε, για να τη βγεις, δεν νοιάστηκες καθόλου. Και τώρα οι βαρβάλοι έφτασαν. Και τώρα πια είναι αργά. Σε λίγο, εδώ, μέσα στο χρυσό σου δώμα, όταν ορμήσουν, μάρια καρχάς μου τα θα καταστέψουν να τη δω, όλο το πλούτο σου, το πιο κρυφό, το πιο ακριβό σου. Ζοχή μου αντιχειρήγησα, τίποτε δε θα σου πραγμιστώ, θα σε ρημάξουνε, οφεχτάθασαν να το κλείσουν. Και ανήμποροι πικρότατοι θα σε κοιτάζω εγώ, μέσα στα χέρια των ασπαρταράς, γοερά να πράζεις. Ακούς ψυχή μου, εσύ μου σαν βαρβάλοι, το ακούς. Ω, ασύ μου, ένας από αυτούς από απόψε μας νικούνε. Από τους δυο πόλους του πήματος του Καβάφη, την αυτοκοτορία και τους βαρβάρους, ο παράσχοος διαπήρει μόνο τον δεύτερο από τους βαρβάρους, ο πρώτος η αυτοκοτορία, έχει υποκατασταθεί από την ψυχή του ποιητή, μα αποτέσμα το πήμα να αποτελεί λόγον σε αυτόν. Ποιο είναι το νόημα του τελευταίου στίχου, όπου η ψυχή για πρώτη φορά παίρνει το λόγο, ίσως η λεπτέστητη και δοσμένη στη μυστική χαρά του ονείρου ψυχή του ποιητή, να δοκιμάει προς στιγμή τον πειρασμό της ομής δύναμης και της βίαιης επιβολής. Ο πλέον παράσχος, αντιλαμβάνεται, εγγένει την πίστη του Καβάφη μόρους εσωτερικότητας. Δυο χρόνια μετά την δημοσίευση του πήματος του αυτού, το 1924, αποφαίνεται. Ο Καβάφης είναι από τους μεγαλύτερους ποιητές μας, διότι επλούτσε την αισθαντικότητα και τα εκφραστικά μας μέσα, διότι εξέφρασε αισθήματα και συναισθήματα, δράματα ψυχικά και διανοητικά, διότι εστράφει προς τον εσωτερικό κόσμο. Αισθήματα, συναισθήματα, δράματα ψυχικά, στροφή στον εσωτερικό κόσμο. Να την στοιχειοθετεί για τον κριτικό την ιδιαιτερότητα και την αξία του Καβαφικού έργου. Η ιστορική και πολιτική διάσταση υποφορεί σε δεύτερη μοίρα. Η ψυχολογική προσέγγιση του παράσχου κινείται σε ένα επίπεδο υπεριστορικό και διαφρονικό. Η δεύτερη βρέση μερμηνιών που θα ήθελα να εξετάσουμε βρίσκεται στους αντίποδες της πρώτης, καθώς τοποθετεί το πήμα μέσα σε συγκεκριμένο ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο, πλαίσιο που δεν είναι άλλο από εκείνο της βρετανικής απικιοκρατίας. Στην μοιώδη μελέτη του, ο Καβάφης και η εποχή του, ο στατής Τσίρκας, Αγιεπτιώτης κι αυτός, όπως ο Καβάφης, αφιερώνει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στο περιμένοντας τους βαρβάρους, υποστηρίζοντας ότι η αυτοκρατορία του ποιήματος ταυτίζεται με τη βρετανική ιντεριαλιστική αυτοκρατορία, υποτελής εκτίση της οποίας αποτελούσε την εποχή του Καβάφη και η Έγκητος. Είναι γνωστό ότι η προϊσταμένη του Καβάφη στην εταιρία Αρδεύσεων, όπου ο ποιητής εργάστηκε ως υπάλληλος για 30 χρόνια, ήταν Άγγλη. Η πόλη του ποιήματος, υποστηρίζει ο Τσίρκας, είναι η Αλεξάνδρια, ενώ οι πολίτες που περιμένουν σύσσωμοι να υποδεχτούν τους βαρβάρους είναι ο γηγενής αραβικός λαός της Αιγύπτου, αλλά και τα μέλη των πολυάριθμων ξένων παρικιών της χώρας, Έλληνες, Γάλλοι, Ρώσοι, Ιταλίοι, Αυστριακοί κλπ. Και οι βάρβαροι, ποιοι είναι κατά Τσίρκα βάρβαροι? Οι βάρβαροι είναι οι μαχτιστές, απαντά ο συγγραφέας των κυβέρνητων πολιτιών. Ο μαχτισμός, από όνομα του ηγέτη του Μάχτι, υπήρξε αραβικό, εθνικό και θρησκευτικό κίνημα, που δίρκυσε σχεδόν δύο δικατειές και επικράτησε στο Σουδάν. Γράφει ο Τσίρκας, για δεκατέσσερα χρόνια η ελπίδα και ο φόβος της κατάκτησης της Αιγύπτου από τους μαχτιστές κυβερνάει όλα τα πνεύματα. Το φθινόπρο του 1898, υπενθυμίζω ότι το πήμα γράφηκε το δεκέμβριο του 1898, χρονική σύντοση που αξιοποιεί ο Τσίρκας, οι Αγγλικές Έναπλες Δυνάμεις κατέστηλαν βία το κίνημα. Η επανάσταση στο Σουδάν τέλειωσε. Και μερικοί έφτασαν από τα σύνορα και είπανε πως βάραν και αν δεν υπάρχουν. Εάν δεν υπάρχουν βάραν είναι επειδή τους θέρισαν τα οπλοκολυμβόλα των Άγγλων. Ο Τσίρκας συνδέει, επομένως, το καβαφικό πήμα με το αδιαπλυκιακό και αντιυμπεριαριστικό κίνημα. Ορμόμενος από την κλειδική του Τσίρκα, και προεκτιμοντάστε, ο κωστής Μοσκοφ του 1983 θα υποστηρίξει. Ο καβάφης είναι αυτός που βλέπει στους προλετάριους λαούς, στον καταπιεσμένο άλλο της οικουμένης, τον πιθανό συλλογικό μας ελευθερωτή. Η δύσκολη πορεία του επαναστατικού κινήματος του παγκόσμινου χώρου δίνει μια πρόσθετη τραγική χεία στον καβαφικό έργο. Κλείονται σαγωγικά. Εδώ δεν έχουμε απλώς τον πολιτικό καβάφη, που ήθελε να αναδείξει και ένα νομιμοποιήσιο Τσίρκας, έχουμε τον αριστερό, τον κουμμουριστή καβάφη. Η εποχή κατά την οποία η στάση της αριστεράς απέν στον καβάφη κοιμενόταν από την επιφύλαξη έως την χωρίς περιστοφές άγνυση έχει αμετάκαιτα παρέχει. Δεν εξετάζω εδώ το κατά πόσο τεκμηριώνεται η κανοπητικά ειρημία του Τσίρκα. Μπορεί η χρονική σύνδοση της συγγραφής του ποιήματος με τη συντριβή του κινήματος των μαχτιστών να λειτουργεί υπέρ της, η χρονική ταύτηση ενθούτης ανάμεσα στην πόλη του ποιήματος και στη σύγχρονη Αλεξάνδρια είναι εξόχως προβληματική. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ότι ο Τσίρκας προσεγγίζει το ποιήμα του καβάφη μέσα από μια σκοπιά που η σύγχρονη θεωρία της λογοτεχνίας θα αποκαλούσε μετααπηκιακή. Η μετααπηκιακή θεωρία επικεντρώνει συνήθως την προσοχή της στον τόπο με τον οποίο η δυτική λογοτεχνία αναπαριστά πρόσωπα, συλλογικά υποκείμενα, πολιτιστικές μορφές, μη ευρωπαϊκές, μη ανήκουσες στον πληθυκό πολιτισμό, τους βαρβάρους εν προκειμένου. Η πρόσλεψη του ποιήματος του καβάφη μέσα από μια μετααπηκιακή οπτική λανθάνει και στέλνει με τα γενέστερο μυθιστόριμα που δημοσιεύτηκε το 1980. Πρώτον και για το μυθιστόριμα του Τζόν Κούτσι «Waiting for the barbarians», που παραπέμπει ειρητά στο καβαφικό ποιήμα καθώς φέρει τον ίδιο πρωστήθλον μεταφρασμένο στα κλικά. Ο νοτιαφρικάνος λευκός λογοτέχνης Τζόν Κούτσι, ραβείο Νόμπερν 2003, τοποθετεί την πλοκή του μυθιστορίματος, το οποίο σημειωτεύουν μόλις την κυκλοφόρεση στα ελληνικά, τοποθετεί, λοιπόν, την πλοκή του μυθιστορίματος σε μια μικρή πόλη, η οποία, ακριβώς όπως και στο ποιήμα του Καβάφη, δεν κατονοβάζεται. Πόλη που βρίσκεται στη συνοριακή γραμμή μιας αυτοκρατορίας εξίσου απροσδιώρησης. Το μυθιστόριμα αφηγείται την ιστορία του δικαστικού επιτρόπου της πόλης, ο οποίος κάνει τα στραβά μάτια στις παρατυπίες και στη συγκληρότητα του στρατιωτικού δικητή, υπεύθυνου για την προστασία των ακριτικών και έρημων περιοχών της αυτοκρατορίας από τους βαρβάρους. Ο επιτρόπος, όμως, θα αποφασίσει να λύσει τη σιωπή του όταν θα γίνει μάρτυρας των βασανιστήριων και των απ' άνθρωπων ανακριτικών μεθόδων του στρατιωτικού δικητή. Στην απόφαση του αυτή συμβάλει και η σχέση του με μια βάρβαρη κοπέλα που περιφέρεται κουτσή και τυφλή από τα βασανιστήρια. Ο κούτσι θέτει ευθέως το ζήτημα της απικιοκρατίας και της ιντεριαλιστικής ιδεολογίας, η οποία σοβεί κάτω από το επίχρησμα της εκπολιτιστικής αποστολής του λευκού ανθρώπου. Η κριτική δεν παρέλειψε να συνδέσει το μυθιστόριμα με το καθεστώς το πατχάι, το οποίο είχε εγκαθιδητηθεί στον κράτος της Νότιας Αφρικής. Ωστόσο από κάποιους κριτικούς, αυτή η μετααπικιακή διάσταση του μυθιστορίματος του κούτσι θεωρήθηκε αμφίσιμη, καθότι ο κούτσι είναι ένας λευκός ακλώφανος συγγραφέας. Αν εξετρέψουμε τον δίτλο, ούδη μία αλληλουνία στον Καβάφι και το έργο του δεν απαντά στο μυθιστόριμα. Πρόκειται, επομένως, για μια ιδιότυπη διακοιμερική σχέση, που το μυθιστόριμα του κούτσι εγκαθιδρύει με το πείημα του Καβάφι και χάρη στην οποία το μυθιστόριμα εγγράφει το πείημα σε μια μετααπικιακή κριτική προοπτική, επικαιροποιώντας και συνάμα μετασχηματίζοντας την ερμηνευτική προσέγγιση που είχε διαιμιάσει ο Τσίρκας. Είναι όμως ώρα να περάσουμε στα σχόλια του ιου του ποιητή για το παιδημένο του Στουρβάδου. Διασώζονται οι τέσσερα τέτοια σχόλια. Τα δύο πρώτα τα κατέγραψαν και τα δημοσίευσαν συνομιλητές του Καβάφι, ενώ το τρίτο και το τέταρτο είναι αστοσχόλια του ποιητή, που βρέθηκαν στα σημειώματά του, στο αρχείο του, και δημοσιεύτηκαν από ο γάμο Πισαβίδη. Ας τα δούμε μια στιγμή. Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου. Το πρώτο καταγεγραμμένο τον Πετρίδη και ένα άλλο μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα, απασχολή του ποιητή μας. Το πρόβλημα του πολιτισμού. Ο Καβάφι νομίζει ότι ο πολιτισμός δεν μας έδωσε την ευτυχία. Σε στιγμή νουάρους απεσιοδοξίας και βαθιάς ρέμβης πρέπει να συνέταξε το περιμένοντας τους βαρβάρους. Είναι μια μεγαλοκρεπής και γοτυρυτική οπτασία του ποιητού, ο οποίος μεταφέρει σε ιδανική πόλη, που οι κάτοικοί της, αφού ανέπτυξαν μεγάλο βαθμό πολιτισμού, καταλαμβάνονται από ιδονική νοσταλγία για μια ζωή περασμένων εποχών, των οποίων η ανάμνησης χάνεται εις τη νύχτα του παρελθόντος. Φαντάζονται ότι επιστρέφοντας εις τη ζωή του αρχαιγόνου πολιτισμού θα αποκτήσουν την ευτυχία. Η ίδισης ότι βαρβάροι πια δεν υπάρχουν είναι η επιπίθιση του ποιητού. Νομίζει ότι ο κολοσσέως αυτός οργανισμός που λέγεται πολιτισμός είναι τόσο τέλειος, οι πλόκλοι του αγκαλιάζουν τόσο σφιχτά τον πλανήτη μας, ώστε κάθε προσπάθεια που φυγήντου ως επιστροφή σε βίαιον αρχαιαγόνων καλείται ματέα. Το κείμενο του Πετρίδη με δημοσιογραφή του 1929 πιθανότατα υπαγορευμένο από τον ίδιο το ποιητή. Ένα άλλο σχόλιο που το διασώζει ο Τίμος Μαλάνος. Στην εμμυριστική του ανάλυση ο Καβάφης μου ανέπτυξε πρώτα... Εμμυριστική ανάλυση του συγκεκριμένου πείμματος. Μου ανέπτυξε πρώτα τη φιλοσοφική θορία του αιώνιου ηγεσμού του Νίτσε, για να καταλήξει πιο ύστερα στο κύριο πρόβλημα που τον είχε μια εποχή απασχολήσει. Ο πολιτισμός μας, που αιώνιως τώρα συνεχίζεται, είναι στερεός, ή μπορεί κάποτε να διακοπεί και να επακουρθήσει σε αυτόν μια περίοδος βαραότητας, με δύο λόγια στο ποιημά του για να έχουν πάλι σε αυτό, είχε θελήσει να περιλάβει τα πιθανότερα αισθήματα κορεσμένων από πολιτισμό εποχών και τη φυσική νοσταλγία στην παρακνή τους. Σε αυτές εποχές, οι άνθρωποι φαντάζονται πως με το ξαναγυρισμό σε ένα βίαιο αρχαίωμα, όπου κύριοι έχουν τον ένστικτο, θα αποκτήσουν την ευτυχία. Ο ξαναγυρισμός σε αυτό το καβάφι αποκλείεται. Οι βάρβαροι δεν το έκανε ξανά. Η φυσική νοσταλγία, ωστόσο, θα τους περιμένει, θα τους περιμένει. Θα βλέπει σε αυτούς μια κακή αλύση. Όμως, έτσι που μας έχει υποταγμένος ο πολιτισμός, είναι η μεταπονία να τους περιμένουμε. Πέταμε στα δύο σχόλια που έδειξα σε συγνώματα του YouTube E.T. Το πρώτο ήταν σε στερογραφμένη μορφή. Ο Σαββίδης συμπλήρωσε τα γράμματα, τις συλλαβές, οι οποίες έλειπαν, μέσα στις Αγγίλες. I was also somewhat doubtful about the περιμένωση τους βαρβάρους. And there I found in Renan that the recurrence is a possibility. Είχα κάποια αφιβολία για τους περιμένωσης τους βαρβάρους. Και τότε βρήκα στο Renan την υπόθεση ότι η επανεφάνιση τους είναι μια δυνατότητα. Και το τελευταίο. Το πίημα υποθέτει μια κατάσταση κοινωνική. Κατάσταση δυνατή, όχι πιθανή, όχι πρόβληψη δική μου. Η δική μου ιδέα περί του μέλλοντος είναι πιο αισιόδοξη. Εξάλλου και στην αισιόδοξη ιδέα μου το πίημα δεν επιβένει. Μπορεί να απαρθεί ως ένα επεισόδιο στη σταδιοδρομία προς τα αγαθόν. Η κοινωνία φτάνει σε ένα βαθμό πολιτελίας, πολιτισμού και εκνευσμού από χάβους της, διευθυνήζει ο Σαβίδης, όπου αφελτισμένη από την θέση στην οποία δεν βρίσκει διόρθωση συμβαστική με τον συνηθισμένο της βίων, αποφασίζει να φέρει μια λιζική αλλαγή. Να θυσιάσει, να αλλάξει, να γύρει σε πίσω, να απλοποιήσει. Αυτά είναι βάθαρη. Παρατηρούμε σε αυτά τα σχόλια ότι ο Καβάφης επανέκτηκε διαρκώς στην αίια του πολιτισμού. Μάλλον στο πρώτο παράθυμα, το πολιτισμός είναι με την επικεφαλαίωση. Βάσημα μπορούμε να εικάσουμε ότι όταν χρησιμοποιεί τον όρο ο πολιτισμός, ο ποιητής εννοεί τον δυτικό πολιτισμό. Είναι πρόδειλος, οπόμενως, ο σκεπτικισμός του Καβάφη, στην εποχή που γράφει το πήμα, για την πορεία του δυτικού πολιτισμού και ο προβληματισμός του για τον λεχομένο παρακμήστ του μοντέρνου κόσμου. Έτσι, η Ρόμη, του περιμένοντας τους Ρορβάρους, συμβολίζει στα μάτια του ποιητή τον σύγχρονο του δυτικό πολιτισμό, τον μοντέρνο ευρωπαϊκό κόσμο. Το σχήμα αυτό δεν διεκδικεί κάποια πρωτοτυπία. Η παρομοίωση της δυτικής Ευρώπης των πελών του 19ου αιώνα με την Ευρώπη της Ρωμαϊκής παρακμής, είναι κοινόχρηση στη διανόηση και τη λογοτεχνία της εποχής. Η γαλλική, κυρίως. Η ελληνική αμφιβολία για την έννοια της προόδου του 1891 δημοσιεύει και ακολούθως εκδίδει σε μονοφύλιο το πήμα «Κτίστε». Πήμα το οποίο στη συνέχεια θα αποκυρίξει σιωπιά, γι' αυτό και δεν πρέπει να το βρούμε στον κανόνα των 154 ποιημάτων. Πώς το διαβάσουμε. «Κτίστε. Η πρόοδος, η κοδομή είναι μεγάλη. Φέρει καθί στον λίθο του. Λόγους, βουλάς, πάνω σπράξεις. Και καθιμένος στην κεφαλή της έρει υψηλωτέρα. Θύελλα, εφνίδιος της σάλλος, εάν επέφυλ, σωριδών και αγαχοί εργάται, ορμώσει. Και το φρούδον τον κυταρασπίζονται έργων. Φρούδον, γιατί καθενός ο βίος δαπανάται υπέρ μελούσης γενναίας κακώσης πόνους στ' έργων. Είναι γενναία αυτή γνωρίσει ευτυχία, άδωλο, ζωή και πλούτων και σοφία, χωρίς συνδέωτα από τα πόν, ιδούη μεγασία. Αλληλυθόντες γενναία ουδέποτε θα ζήσει. Η τελειώτηση του αυτή το έργο θα κριμνήσει και εκ νέου πάσου μάτου σκόπου σ' αυτόν θα αρχίσει. Το πήμα ενός σονέτο μερικαπητασύλλαγος συνιστά μια απομύθευση του ιδεόδου της πρόβου. Υπό την οπτική αυτή, το περιμένοντας τους βαρβάρους είναι η ιδεολογία που περιέχεται στο κτίστε, αναπτυγμένη και ενταγμένη σε ιστορικοφανή συμφραζόμενα. Δεν είναι τυχαίο ότι κτίστε είναι το πρώτο πήμα που έρεψε ο Καβάφης μετά την αριλουχίαν κατά τον Βοδελέρο. Καβαφικό πήμα γραμμένο επίσης του 1891. Είναι η εποχή κατά την οποία η επίδοση του Βοδελέρου, δηλαδή του Charles Baudelaire, γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στην πίση του Καβάφη. Γνωρίζουμε τη βαθιά δυσπιστία του Baudelaire απέναντι στην έννοια της Προόδου και η γέννητη κριτική του στάση απέναντι στις αξίες και τα ιδιώδη του αστικού πολιτισμού. Η Baudelaire-ική αυτή δυσπιστία και κριτική θα γενικευτή στην τέχνη και τη φιλοσοφία των τελευταίων δεκατιών του 19ου αιώνα. Η αμφισβήτηση της ιδεολογίας της Προόδου, ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των ορθόλων, η κριτική στο θετικισμό και τον επιστημονισμό, η τάση προς τον πεσινισμό όσον αφορά στην πορεία της ιστορίας. Όλα αυτά είναι ιδέες και επιλήψεις διάχρυτες στη διαγνωτική και καλλιτεχνική ατμόσφαιρα της Ευρώπης φαντισχέκτου, στο τελό δηλαδή του 19ου αιώνα. Υπενθυμίζω και το ενδιαφέρον που είδαμε να εκκληρώνει ο Καβάφης, στο παράθυμο από το Μαλάνο, για τη θεωρία της αιώνιας επιστροφής του Μίτσεφ. Το διάφορο συνιστά και αυτή από πειρανέρεσης της ιδεολογίας της Πρόβου. Ενώ κοινωνιολογικά μιλώντας η αστική τάξη φτάνει στο αποκορύφωμα της αυτοπεποίθησής της, η φιλοσοφία και η πέχνη ως αντίδρασεις του γεγονός αυτό οκπλίζονται με αντιαστικές αιχμές. Ο Καβάφης δεν έμεινε ανεπιρέυστος από τη συγκεκριμένη περιορέουσα διαγνωτική ατμόσφαιρα και οι πείηματα όπως το κτίστε και το περημένοντας στους βαρβάρους συνιστούν μαρτυρίες των λόγων πνευματικών τάσεων και ερευμάτων. Σημειώσαμε παραπάνω ότι κατά τα έτη 1893-1897 ο Καβάφης μελετούσε τον ιστορικό Κίμπον. Εμφορούμενος από τα ιδεόδη και την αισιολογία του διαφωτισμού, ο Κίμπον απέκλειε το ενδεχόμενο της εμφάνισης νέων βαρβάρων στην Ευρώπη. Αυτέτο, η επιστήμη έχει θολακεί στην Ευρώπη από κάθε μελλοντική σβολή βαρβάρων, διότι πριν την κατακτήσω θα έπαιδε πρώτα να πάω ώστε να είναι βαρβαρή. Είδαμε ότι τον Καβάφη τον ενδιαφέρει η ακριβώς αντίθετη διάποψη που φαίνεται να εντόψει στο έργο του Αρντουνέστου Ρενάν. Αλλά και ένα σημαντικό μέρος της τέχνης και της φιλοσοφίας του Δευτέου Ιησού του 19ου αιώνα δεν συμμερίζεται στην αισιολογία του Κίμπον. Είναι αξιοπρόσθετη η μαζική εισβολή των βαρβάρων στη λογοτεχνία της εποχής. Στην αισιολογώ πρόχεια και εντάχει ορισμένα παραδείγματα. Το μυθσόνα του Φιστά Φλομπέ Σαλαμπό. Η πλοκή εκτιλήσεται στην αρχαία Κακηδόνα. Υποφόσκει στο κείμενο η γοητεία της ομής δύναμης των βαρβαρικών οδών. Το βιβλίο αυτό υπήρχε στη διοθήκη του Καβάφου. Τα βάβαρα ποιήματα του Λεκόν Τελήρ. Πλητική συλλογή που επίσης υπήρχε στη διοθήκη του Καβάφου. Το περιόνιμο σονέτο του Πολ Βαρλέν, Languer. Ιδιοπροτιστίχη του είναι η αυτοκατορία στο τέλος της παρακμής που βλέπει να περνούν οι ψιλή λευκοί βάβαροι. Είναι πολύ γνωστή και η κριτική πρότεινε από νωρίς το σονέτο του Βαρλέν ως μια από τις πηγές του περιμένοντας τους βαρβάρους. Καθώς απαντούν στο σονέτο και τα δύο σκέλη του καβαφικού σχήματος για αυτοκατορία οι βάρβαροι. Με διαφορά βέβαια ως το πήμα του Βαρλέν, οι βάρβαροι παρελάβουν ανενόχλητοι, ενώ στον Καβάφι δεν τελειώθηκε να κάνουν την εφάνιση τους. Η θεματική της βαρβαρότητας είναι παρούσα και στο μυθιστόριμα του Ζωρής Καρλισμάν ανάποδα. Μυθιστόριμα εγκληματικό της λογοτεχνίας του αισθητισμού ή της παρακμής. Ο αισθητισμός ή η παρακμή είναι ένα εγκληματικό αρέμα κυρίαθο κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Στο μυθιστόριμα του Ζωρής Καρλισμάν συναντάνε και τους δύο όρους του καβαφικού δίπολου, τόσο την παρικμασμένη ρωμαϊκή αυτοκατορία, όσο και τους βαρβάρους. Ένα παράθυμα, οι Ρώμοι παραλυμμένοι, λελατούμενοι από τους πυσικώτους τους, ένιωθαν τη ζωή τους να τελειώνουν. Μέσα στη γενική αποσύνθεση, μέσα στο θόρυβο του χαλασμού που απλώνεται από τον άκρο της Ευρώπης στο άλλο, αντίχησε μια τρομερή κραυγή. Από τις όχθες του βούναβη, χιλιάδες άνδρες καβάλαν σε μικρόσωμα άλογα, τυλιγμένοι με καζάκες από φετσί αγουρέο, τρομεροι τάταροι με τεράστα κεφάλια, με σαγόνια χαραγμένα αβουλές και πηγές, ορμούν με ασυγκράτητη ταχύτητα και καλύπτουν με έναν ανημοστρόμενο γάφι των παρικυμασμένων αυτοκρατοριών. Είναι προφανές, το παραπάνω παράθυμα ειδικότερα, ότι ο λογοτεχνικός βάρβαρος της εποχής που μας ενδιαφέρει, ενδιαφέρει στιτά από τον ευγενή και σοφό άγριο, τον καλό και αδιάφορο ποτόγονο που είχε έρθει στο προσκήνιο της λογοτεχνίας των 18ου αιώνα. Στις αναπαραστάσεις του βαρβάρου, εμφιλοχωρεί πλέον ένα στοιχείο αναφορετικό, διονυσιακό, δημητικά εκκλητικό, βίαιο, επικίνδυνο. Κατά συνέπεια, η διάχυτη παρουσία των βαρβάρων στη λογοτεχνία του 2ου μισού του 18ου αιώνα συνιστά ευθεία πρόκληση στον τρόπο με τον οποίο ο αστικός πολιτισμός κατανούσε τον εαυτό του και την ιστορία. Οι βαρβάροι, ωστόσο, δεν είναι απαραίτητο να εισβάλλουν από τον Βορρά, την Ανατολή ή τον Αφρικανικό Νότο. Μπορεί να είναι ήδη εδώ, να ζουν ανάμεσά μας. Ο Βέλγος οδηγιστωριογράφος Ζόζε Κούτλ, όχι ιδιαίτερα γνωστός εκτός του Γαλόφων Χόλου, εκτιμούσε εν έτυχη 1891, παραθέτω, μια εισβολή των εργατών στο δογματικό μας κόσμο θα ήταν κάτι τόσο αναζωογονητικό, όσο και η εισβολή των βαρβάρων στην παρειχμασμένη ρωμαϊκή αυτοκατορία, θέλει ο παραθένατος, εν προκειμένου η πρόκληση που αντιπροσωπεύουν οι βαρβάροι για τον αστικό πολιτισμό, αποκτά ταξικό περιεχόμενο, γεγονός που οπωσδήποτε δεν θα δισερεστούσε το σαπτί Τσίρκα. Και σε άλλα κείμενα της εποχής, οι προλεταριακοί εργάτες παρομοιάζονται με βαρβάρους, παρομοίωση που φορτίζεται άλλοτε με θετική αξιολογική σήμαση και άλλοτε με αρνητική. Κάποτε ακούγεται η ρηθή επίκληση της αναγκαιότητας της έλευσής τους. Και τώρα μας πειράζονται βάρβαροι, γράφει το 1797 ο Γάλλος σπίτις και μυθιστοριογράφος Σαλουλί Φιλίπ. Φράση αυτή, «και τώρα μας πειράζονται βάρβαροι», θα γνώρισει ιδιαίτερη απίχηση τα επόμενα χρόνια, κυκλοφορώντας ως σύνθημα και γνωμικό στους λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς παρυσινούς κύκλους. Το νοημά της θα μπούσε να συνοψηστεί περίπου σ' εξής. Λέγεται η λογοτεχνία, ο Φιλίπ. Συγγνώμη, οι χοινοί της ζωής δεν κοιλούν πλέον στις φλεύρες της ήχας λογοτεχνίας. Οι εκλεπτισμένες φόρμες, κύλες, τέστιτες, υφολογικές αναζητήσεις έχουν εξαμπλήσει τις δυνατότητές τους, η λογιωσία των λογοτεχνών είναι μάνταιη και άσκοπη επίδειξη. Ποιοι είναι οι βάρβαροι εκείνοι ή ένα ζωγοντικοί ορμοί των οποίων θα ανατάξει τη λογοτεχνία, ο Σάρλου ή Φιλίπ φροντίζει να δώσει ένα όνομα. Σημείω την ίδια χρονιά, το 1997, έπλαιος θαυμασμού, διάβασα τον ηλίθιο του Τεστρογεύσκη και το έργο ενός βάρβαρο. Δεν είναι βεβατικό το γεγονός ότι η Ρωσία του Τεστρογεύσκη είναι απομακρυσμένη από τη Δυτική Ευρώπη. Η αναγέννηση της δυτικοζωμακής λογοτεχνίας δεν μπορεί παρά να συντελεστεί από δυνάμεις που θάλλουν εκτός της ιδίας. Και να εμπιστεύσουμε στο ποιημά μας. Διαβάσαμε στο τέταρτο, νομίζω, αυτό σχόλιο, η κοινωνία φέρνει σε ένα βαθμό πολιτέλειας, πολιτισμού, τεκνερισμού, αποχάπνωσης, όπου αποφασίζει να φέρει μια λιτική αλλαγή, να στησιάσει να αλλάξει, να γρήσει πίσω, να απλοποιήσει. Όπως ακριβώς και στη λογοτεχνία του ισυντισμού και της παρακνής, έτσι και στο περιμένοντας τους δαρβάλους, ο μανασμός και ο εκφυλισμός δεν προέρχονται από έλλειψη πολιτισμού και από την πανάπτυξη, αλλά ακριβώς από το αντίθετο. Με τον ίδιο τύπο στόπο που οι λογοτέχνες της δεκατγάνς τελειώθηκαν σε μια κοινωνία που καταρρίκαν κάτω το βάρος της πολιτισμικής της υπερτροφίας, ο Δημήτρης Πορεχονάκης που άκουσα με το προηγούμενο σάλτο, έχει αναλύσει εξαιρετικά το στοιχείο αυτό. Έτσι λοιπόν και ο Καβάδης στο περιμένοντας τους δαρβάλους σκεγγραφεί μια αυτοκρατορία που μπάσχει από πολιτισμική υπερκλέπτυνση, κορεσμένη αποτριφή, πολιτέλεια και ευμάρια. Παρατηρούμε στο πείγμα τη κλειδή της ενδυματολογικής περιβολής στον πρόσωπο, καθώς επίσης και το πλούτο των κοσμμάτων τους. Πολιτισμός υπερκλεπτυσμένος και υπερκορεσμένος που έχει εξαντλήσει τις δυνατότητες του, με αποτέλεσμα να οδηγείται στην οχέλεια, την ανοία, την μονοδονία, να περιπλεί πτήσης ενωθότητα και αβράνια. Οι δυνάμεις του εκφυλίζονται και ευθύνουν. Όπως λέει ο Σεφέρης, σχολιάζοντας το πείγμα, πέφτισαν μαρακιασμένος καρπός. Οι βάρβαροι αντιπροσωπεύουν την έσκατο ελπίδα. Ελπίδα για αγωνιτική αλλαγή, για νοζογόνηση, για αναβάπτιση στις αρχαίγονες πηγές της ζωής. Είδαμε τον όρο αρχαίγονο. Ο όρος αρχαίγονος χρησιμοποίησε το καβάφι τρεις φορές στα δύο από τα τέσσερα παραθέματά μας. Ελπίδα, οι βάρβαροι, για επιστροφή στον στοιχιακό, το πρωτόγονο, τον αστικτόδες. Γι' αυτό, όχι μόνο δεν εκδηλώνεται καμία επιθυμία αντίστασης απέναντι στον επικίνου ερχομό, ερχομό των βαρβάρων, αλλά απέναντίας οι πολίτες της αρχακωρίας επιχαίρουν με την προσδοκία της σύνθας και της υποταγής. Και θλίβονται, όταν η λέση των βαρβάρων ματαιώνεται οριστικά. Τελικά θα αποτελούσαν λύση βάρβαροι. Η τυπικά καβαφική διατύπωση μια κάποια λύση είναι ειρωνική και αμφύσιμη. Σημαίνει εμέρινετ, εμέριόχι. Δεν είναι άσχοπο να θυμηθούμε σε αυτό το σημείο την ποιητική σημασία της έννοισης της μερικότητας στη πίηση και το στοχασμό του καβάφι. Ο καβάφις αποστρεφόταν από τις αφηδημένες ειδικεύσεις, από τις αποφάνσεις που αξιώνουν καθολική ισχύ, τα ολοποιητικά ερνηνευτικά σχήματα. Σταδιακά, ωστόσο, η δυσπιστία του καβάφι απέναντι στην έννοια της προόδου θα υποχωρήσει και οι μελετητές κάνουν λόγο για συμφλίωση του καβάφι με το ιδανικό της κοινωνικής προόδου. Διαφαίνεται αυτό κάπως και στο πέτατο παράθυμα. Η δική μου ιδέα περί του Μέλντος είναι πιο αισιόδοξη, λέει, πια ο καβάφις αργότερα. Τελειώνοντας, θα ήθελα να εστιάσω την προσοχή μου κάπως περισσότερο, όχι πια στο σκέτος των Βαρβάρων, αλλά στο σκέτος της αυτοκρατορίας και της Ρώμης. Είπαμε παραπάνω ότι σε εγγάλους κυρίους διανοούμενους και λογοτέχνης της εποχής, που μας ενδιαφέρει, διακρίνεται η τάση να παραλυλίζεται ο σύγχρονος δυτικογραμμικός πολιτισμός με τη Ρώμη της Παρακμής. Ένα παράδειγμα από τη λογοτεχνία του ισθητισμού και της Παρακμής. Η πολύτομη μυθιστοριματική σύνθεση του Josephin Peladon, «La decadence latine» για την Παρακμή. Αποτελεί και αυτή, δίπλα στο ανάπαδο του σημά, ένα σημαντικό λόγο της λογοτεχνικής decadence. Ο όγδος τόμος της, που τυκλοφορείται το «Αμβρόγυνο», υπήρχε στην πληροθήκη του Καβάφη. Εδώ μας ενδιαφέρει ο πρώτος τόμος, στον οποίο διαβάζουμε. «Κλήμα για τον ποιητή, κλήμα για την εποχή. Οι χορδές της λατινικής λύρα σπάνε κάτω από την έμπνευση της τρέλας. Το καλύτερο μισό του εγκεφάλου της δύσης ρυθματώνεται και διαλύεται». Μάλιστα, η τελευταία γραμμή του τόμου είναι η φράση «Finis latinorum», «Είστε το τέλος των Λατίνων». Ο Πελαδάν προεξοφλούσε την επικείμενη πολιτισμική κατάρρευση της Γαλλίας, που θα συμμετοδοτούσε κατά αυτόν και το οριστικό και αμετάκριτο τέλος του λατινικού πολιτισμού. Είναι σαφές ότι ο Καβάφης, που δεν μοιραζόταν το θαυμασμό του κιμπορντ ή τη ρωμαϊκή αυτοκατορία, δεν θα συμμεριζόταν την διτρινυκή διάθεση του Πελαδάν για το τέλος της λατινικής λύρας, σημειώνει ο Σεφέρης. Και όμως τους Ρωμαίους ο Καβάφης τους δοκίμασε και τους άφησε. Δεν έχουν οργανική σχέση μαζί του. Τα ποιήματά του με ρωμαϊκά θέματα είναι ψευγοριστορικά, δηλαδή δεν του δίνουν χαρακτήρας που μπορεί να τους ζωντανέψει, αλλά ένα διάκοσμο όπου μιλά ο ίδιος. Γιατί Άργιο Καβάφης δεν αγάπησε τη Ρώμη, το θέμα χρήση περαιτέρω αέρονας. Το λιεφέρον του ποιητή στρέφεται περισσότερος στις απαρχίες του χριστιανισμού και στο Βυζάβιο. Την τελευταία δεκαετία του Βρυκάτου Ναυαιώνα έγραψε έξι ποιήματα, εκ των οποίων μόνο το ένα σώθηκε, το οποίο κατέταξε στο θυματικό κεφάλαιο αρχαί του χριστιανισμού, ενώ από το 1888 έως το 1892 έγραψε έντεκα ποιήματα, το οποίο κατέταξε στο θυματικό κεφάλαιο αρχαί του χριστιανισμού, ενώ από το 1888 έως το 1892 έγραψε έντεκα ποιήματα, το οποίο κατέταξε στο θυματικό κεφάλαιο αρχαί του χριστιανισμού, ενώ από το 1887 έως το 1892 έγραψε έντεκα ποιήματα, το οποίο κατέταξε έντεκα ποιήματα, το οποίο κατέταξε το σώθηκε στο θυματικό κεφάλαιο αρχαί του χριστιανισμού, ενώ από το 1888 έως το 1892 έγραψε έντεκα ποιήματα, το οποίο κατέταξε το σώθηκε ο Βρυκάτου Ναυαιώνα έγραψε αυτά, ανταμελωδικά. προσδοκία μιας νέας εποχής από τη θρηνιτική κρατογραφία του Πελαντάνου. Η απολυπτική στάση του Βρεττό απέναντι στον λατινικό πολιτισμό είναι η άλλη ώψη της σημασίας που απέδειδε ο υπερριαλισμός στο πρωτόγραμμο αναφορετικό διονυσιακό στοιχείο, που γνωρίζουμε εύθυνες, το πάθος των υπερριαλισμών για την πρωτόγραμμη τέχνη. Στους αντίποδες του Βρεττό, ο ΠΤ, ο ΠΤ, της Έλιουτ και των Έλιουτ, δεν ήταν αδιαννόητο να απεμπολίζει τη λατινικότητά του ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Κάτι τέτοιο θα σημαίνει την αυτοκατάργησή του. Όσον αφορά στη λογοτεχνία, η λατινική γλώσσα υποστηρίζει ο Έλιουτ και η ρωμαϊκή αυτοκατορία είναι ιστορική όρη δυνάμιτων ο οποίων μπορεί να υπάρξει έργο οικομενικά κλασσικό. Γι' αυτό και ο μόνος κλασσικός συγραφέας κάτω τον Έλιουτ είναι ο Βυργίλιος. Οι απόψεις αυτές του Έλιουτ διεθυπώνονται ενώ ο δεύτερος παγκόσμινος πόλεμος οδεύει προς το τέλος του. Ο Έλιουτ δεν αναφέρεται φεύγος στον πόλεμο, ωστόσο είναι ακριβώς η λατινικότητα αυτή εναντίον της οποίας βάλει, έβαλε, η ναζιστική επιβουλή. Αν διέπνω τόσο την οπτική στο τέλος της παρουσιασίας μου, είναι για να δείξω ότι μετά τις τραγωδίες της ιστορίας του 20ου αιώνα, οι Βάρβαοι αποκτούν συγκεκριμένη φυσιολογμία. Είναι οι ολοκληρωτισμοί που γνώρισε από το 20ος αιώνας και οι οποίοι συνέθυψαν αναρρύθμιτες ανθρώπινες ζωές. Γι' αυτό, στη λογοτεχνία του 2ου μισού του 20ου πλέον αιώνα, το σημασιολογικό φορτίο του Βάρβαοι χάνησε αριγολικό ή συγγονικό περιχώμαμα για να κερδίσει σε ευκαιρία και τραγματική αμεσότητα, καθώς παραπέμπει σε αυτές ακριβώς τις τραγικές ιστορικές εμπειρίες. Μέσα από το πλήσμα αυτό μπορούμε να διαβάσουμε ένα ακόμα καμπαφογενές πείγμα που μας έκανε αυτή τη φορά από τη Βουλγαρία. Και να κλείσουμε με αυτό. Η νέα Βάρβαρη δημοσιεύθηκε στη Σόφια του 1999. Ήρθαν οι Βάρβαροι, αγαπητά μου Καβάφη, έφτασαν. Άρα υπάρχουν ακόμα, ενώ εσείς μας διαβεβαιώνες, υποσχώσουν ότι αυτοί θα ήσουν μια καλή σύνορα. Θα ήταν καλύτερα να μην τους είχαν υποδεχθεί, διότι κλέψαν τις τόλες και τις πραγματικές. Θα ήταν καλύτερα να μην τους είχαν υποδεχθεί, διότι κλέψαν τις τόλες και τις πραγματικές μας μπαστούνια. Στέμματα, τα χιόλια, τα φυλίδια κλέψαν. Και όλα τα κοσμήματα που τις καρδιές μας δαυκαλίζαν, τα κλέψαν. Σκότωναν για ένα απλό λόγο. Και μεγάλη σύγχυση, ο τρόμος ο μεγάλος απλουφίσαν. Και τότε τι θα γίνει με αυτούς τους βαρβάρους, οι συγκλητικοί νομαθηκτούν σπαζοκεφαλιάζοντας, τα πέντε κλειδαριές απαρώνουν τις πόρτες μας και οι δρόμοι και οι καρδιές μας έχουν ερημώσει, ενώ οι βάρβαροι αλωμίζουν να τιμώρεται. Και στην ουσία δεν αποτελούν καμία λύση. Σας ευχαριστώ.