Διάλεξη 7: Στο σημερινό μάθημα είπαμε ότι θα συνεχίσουμε από το σημείο που σταματήσαμε στο προηγούμενο μάθημα, που δεν ολοκληρώσαμε την ιστορική αυτή επισκόπηση της Αγιολογικής Γραμματείας, προχωρώντας χρονικά στην αγιολογία της ύστερης βυζαντινής περιόδου και κάνοντας και μια σύντομη αναδρομή στην αγιολογία της περιόδου στουργοκρατίας, που επίσης έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για να ολοκληρώσουμε αυτήν την ενότητα με την περιδιάβαση αυτή στα πρόσωπα και στα κείμενα της βυζαντινής και της μεταβυζαντινής αγιολογίας και να εισέρθουμε στα, όπως είπαμε, θεωρητικότερα και πιο θεολογικά ζητήματα, τα οποία ασχολείται η αγιολογία, η επιστήμη της αγιολογίας. Είχαμε ολοκληρώσει την πολύ σημαντική ενότητα που αφορά την αγιολογία της μεσοβυζαντινής περιόδου, θάνοντας ως και τον 12ο αιώνα, και σήμερα θα ξεκινήσουμε με την αγιολογία της ύστερης βυζαντινής περιόδου, που είναι επίσης μια πολύ ενδιαφέρουσα ενότητα για τη βυζαντινή αγιολογία, δεδομένου ότι ασχολείται και εξετάζει την αγιολογική παραγωγή και τα πρόσωπα που συνέγραψαν αγιολογικά κείμενα από την ιστορική περίοδο κατά την οποία το Βυζάντιο ανασυγκροτείται μετά από μια περίοδο ιδιαίτερα επώδυνη και δύσκολη για τους βυζαντινούς που δίρκησε για περίπου μισών αιώνα, από τις αρχές του 13ου αιώνα έως τα μέσα του, από το 1204 έως το 1261, και μας είναι γνωστή ως η περίοδος της ευρωκρατίας μετά την κατάληψη, την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους φράγκους, από τους σταυροφόρους κατά τη διάρκεια της 4ης σταυροφορίας. Γνωρίζουμε ότι η περίοδος αυτή ήταν μια περίοδος που είχε αναγκάσει τους βυζαντινούς, είχε διακόψει τον μύτο της ιστορικής συνέχεια στο Βυζάντιο με την διοίκησή του στην ιστορική του πρωτεύουσα, στη βασιλέου δουσά του την Κωνσταντινούπολη, και ανάγκασε τους βυζαντινούς να μετακινηθούν ανατολικά και να λειτουργήσουν, να μεταφέρουν την έδρα της βυζαντινής αυτοκρατορίας στη νίκη της βυθηνίας. Γνωρίζουμε επίσης ότι λειτούργησαν κάποιες αυτοτελείς πλέον κρατικές οδότητες και η αυτοκρατορία της Νίκης, αλλά και αργότερα το Δεσποτάτο της Ιππύρου, που προσπάθησαν να ανασυντάξουν την χαμένη έγκλη και να συνεχίσουν ιστορικά την ιστορία και την συνέχεια του βυζαντινού κράτους. Ωστόσο, από το 1261, όπως γνωρίζουμε, η Κωνσταντινούπολη ανακαταλαμβάνεται από τους βυζαντινούς, οι Φράγκια εγκαταλείπουν την Κωνσταντινούπολη και έτσι έχουμε την έναρξη μιας πολύ σημαντικής περιόδου, που μας είναι γνωστή είτε ως ίστερη βυζαντινή περίοδος, είτε ως παλαιολόγια περίοδος, γιατί κατά την περίοδο αυτή κυριαρχεί στα πολιτικά πράγματα του Βυζαντίου η δυναστία των Παλαιολόγων. Μια σημαντική αυτοκρατορική δυναστία, με ιδρυτή της τον Μιχαήλ 8ο τον Παλαιολόγο, έναν σπουδαίο αυτοκράτορα, ο οποίος με ρίμνησε με κάθε δυνατό τρόπο να ανασυγκροτήσει τη βυζαντινή αυτοκρατορία και να ανασυστήσει τη χαμένη έγκλη της αυτοκρατορίας, να επιτύχει μια προσάρτηση των απολεσθέντων εδαφών του Βυζαντίου και βέβαια να δημιουργήσει κάποιες ισχυρές συμμαχίες, επεκτείνοντας αυτές τις συμμαχίες και με τη δύση μετά από τη μεγάλη ρήξη που είχε επέλθει μεταξύ της βυζαντινής εκκλησίας και της δυτικής εκκλησίας στα μέσα του 11ου αιώνα. Ο Μιχαήλος προς το ζήτημα αυτό γνωρίζουμε ότι ακολούθησε μια φιλενωτική πολιτική υποβοηθούμενος ή υποστηρίζοντας ο ίδιος τον φιλανωτικό πατριάρχη Ιωάννη τον Βέκο, τον Ιωάννη τον 11ο τον Βέκο και γνωρίζουμε ότι με τη δική του προσπάθεια και με τη δική του συνένεση συνήρθαν και κάποιες σύνοδοι οι οποίες οδήγησαν τελικά στην περίφημη Σύνοδο της Λειών το 1274 που προκάλεσε μεγάλη αντίδραση στο βυζαντινό κόσμο ιδίως στους λεγόμενους ανθενωτικούς. Γνωρίζουμε ότι αρκετοί από τους σημαντικούς λογίους βυζαντινούς εκκλησιαστικούς ιδιαίτερα λογίους αυτής της περιόδου υπήρξαν ανθενωτικοί, αντέδρασαν και αντιστάθηκαν στη φιλενωτική πολιτική του Μιχαήλ Παλαιολόγου, του Μιχαήλ του 8ου και γι' αυτό τον λόγο διώχθηκαν, υπέστησαν εξωρίες και το έργο τους πολλές φορές διακόπηκε με έναν εφνίδιο τρόπο. Ωστόσο, η περίοδος αυτή διακρίνεται για κάποιες θα μπορούσαμε να πούμε αντινομίες η Παλαιολόγια περίοδος. Αφενός μεν είναι μια περίοδος εξαιρετικά τυσχερής, κατά την οποία το Βυζάντιο καλείται να ανασυσταθεί από την τέφρα του μετά την οδυνηρία αυτή περίοδο της φραγκοκρατίας και βέβαια οι διάφορες νησίδες της φραγκοκρατίας εξακολουθούσαν να επιβιώνουν σε διάφορες παλαιές περιοχές του Βυζαντιού. Προσπαθεί λοιπόν να συγκροτουθεί και να ανασυσταθεί το Βυζάντιο. Αφετέρου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η καθίζιση την οποία έχει υποστεί από όλη αυτήν την ρήξη με την κατάληψη, με την άλωση της πρωτεύουσας του από τους φράγκους είναι μια πολύ επώδυνη διαδικασία και είναι μια πολύ δύσκολη πλέον περίοδος και σταδιακά διαπιστώνουμε ότι τελικά το Βυζάντιο παρά τις όποιες εξάρσεις και αναλαμπές δεν μπόρεσε να ανακαύσει οριστικά και τελικά οδηγήθηκε στο ιστορικό του τέλος με την κατάληψη, την δεύτερη μεγάλη άλωση της Κοθεντινουπόλης, την κατάληψη και την κατάληψή της από τους Οθωμανούς Τούρκους. Το ένα λοιπόν στοιχείο είναι αυτό. Αφετέρου όμως, σε αυτήν την περίοδο που χαρακτηρίζεται και ως το λικόφος του Βυζαντιού, δηλαδή η τελευταία αναλαμπή του Βυζαντιού, όπως αυτό το λαμπρό φως που σχηματίζεται στον ορίζοντα όταν δύει ο ήλιος, όταν έχουμε την δύση του ήλιου, ταυτόχρονα έχουμε μια μεγάλη πνευματική αναλαμπή, μια πνευματική έξαρση, που προσδιορίζει ασφαλώς και την αγιολογία αυτής της περίοδο, όπως θα δούμε, δεδομένου ότι γνώρισε μεγάλη ακμή και ανάπτυξη η αγιολογία κατά την περίοδο αυτήν, καθόλου την παλαιολόγια περίοδο, από τα τέλη δηλαδή του 13ου αιώνα και ως τα μέσα του 15ου αιώνα. Η αγιολογία της παλαιολόγιας περίοδου έχει τις απαρχές της, τις αφετηρίες της σε κάποιες προσπάθειες πολύ συστηματικές που καταβλήθηκαν από σημαντικούς Βυζαντινούς λογίους, που μάλιστα πλαισίωναν και το Ιερό Παλάτι, το Βυζαντινό Ανάκτορο και ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση που θα άξιζε να μεμονεύσουμε στη διάρκεια του 13ου αιώνα είναι η περίπτωση του Κωνσταντίνου Ακροπολίτη. Ο Κωνσταντίνος Ακροπολίτης υπήρξε ένας από τους υψηλόβαθμους Βυζαντινούς αξιωματούκους, είχε διατελέσει όπως και ο πατέρας του ο Γεώργιος Ακροπολίτης, ο οποίος ήταν επίσης ένας σημαντικός Βυζαντινός λόγιος, είχε διατελέσει και αυτός λογοθέτης του δρόμου και μέγας λογοθέτης, κατέλαβε δηλαδή τα ύπατα κρατικά αξιώματα, ωστόσο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για μας και μας είναι γνωστό το σπουδαίο αγιολογικό έργο, το οποίο επιτέλεσε με δεκάδες κείμενα, αγιολογικά κείμενα τα οποία συνέγραψε ή επεξεργάστηκε, υπέβαλε σε μια επεξεργασία της μορφής των αγιολογικών μεταφράσεων. Είμαστε σε μια περίοδο που η επανεπεξεργασία των παλαιότερων κειμένων εξακολουθεί να αποτελεί μια τάση της Ιστεροβυζαντινής αγιολογίας και έχουμε την προσπάθεια να ανασυνδεθούν, να ανασυγγραφούν οι παλαιότεροι βιοί ή τα εγκόμια της Μεσοβυζαντινής περιόδου ή της Πρωτοβυζαντινής περιόδου σε ένα υψηλότερο γλωσσικό επίπεδο και με έναν τρόπο ρητορικής επεξεργασίας αυτών των κειμένων. Έτσι λοιπόν ο Κωνσταντίνος Ακροπολίτης επιτέλεσε ένα πάρα πολύ σημαντικό αγιολογικό έργο που τον κατέστησε έναν νέο μεταφραστή όπως είναι γνωστό στις πηγές, ο νέος μεταφραστής ο Κωνσταντίνος ο νέος μεταφραστής και το έργο του μας είναι ιδιαίτερα γνωστό διότι μας έχει παραδοθεί, μας έχει διασωθεί σύγχρονα προς τον ίδιο χειρόγραφα δεν γνωρίζουμε αν είναι αυτόγραφα του Ακροπολίτη αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά ότι χρονολογούνται στην εποχή που έζησε ο Κωνσταντίνος Ακροπολίτης δηλαδή στα τέλη του 13ου αιώνα και είναι ένα χειρόγραφο της βιβλιοθήκης του Πατριαρχείου Ιεροσολίμων και ένα ακόμη χειρόγραφο που σήμερα ανήκει στην Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη. Το σπουδαίο μάλιστα είναι ότι στο δεύτερο από τα δύο αυτά χειρόγραφα που παραδίδουν τον κύριο Όγκο των έργων των αγιολογικών έργων του Κωνσταντίνου Ακροπολίτη μας παραδίδεται και ένα σώμα επιστολών του Ακροπολίτη που εκδόθηκαν τα τελευταία χρόνια στο σύνολό τους από τις οποίες μάλιστα προκύπτουν και τα περιστατικά ή οι αιτίες που προκάλεσαν τη συγγραφή πολλών από τα αγιολογικά του κείμενα. Γιατί δηλαδή έγραψε ένα εγκόμιο στον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκινό ή σε άλλους αγίους στην Αγία Βαμβάρα, εξηγεί σε πολλές από τις επιστολές του τους λόγους είτε γιατί τους ζητήθηκαν από κάποιους φίλους του από κάποια γνωστά του πρόσωπα από κάποιους μοναχούς του ζητήθηκε να συγγράψει κάποια τέτοια κείμενα αγιολογικά, είτε γιατί ο ίδιος έκρινε σκόπι μου να καταγράψει την ζωή εξιστορώντας ή εγκομιάζοντας κάποια πρόσωπα για τα οποία δεν μας έχουν διασωθεί μάλιστα και άλλα αγιολογικά κείμενα όπως είναι για παράδειγμα ο Αθανάσιος Αδραμητίου για τον οποίο το μοναδικό κείμενο που μας ώρεστε είναι ο σχετικός λόγος μόνο του Κωνσταντίνου Ακροπολίτη. Έτσι λοιπόν ο Ακροπολίτης επιδόθηκε σε ένα συστηματικό αγιολογικό έργο ακολουθώντας τις παραμέτρους της μεταφράσεως αγιολογικών κειμένων και επεξεργαζόμενος τα παλαιότερα αγιολογικά κείμενα όπως είναι για παράδειγμα ένα μαρτύριο του Μάρτυρος Νικηφόρου το οποίο επανεπεξεργάζεται έχοντας μάλιστα αυτό το αρχαιότερο μαρτύριο υποστεί ήδη μια προγενέστερη αγιολογική μετάφραση από τον Ιωάννη Σάρδεων που ήταν ένας από τους συστηματικούς μεταφραστές του 1ου αιώνα και αυτούς που ασχολήθηκαν ο επίσκοπος Σάρδεων Ιωάννης από αυτούς που ασχολήθηκαν συστηματικά με το ζήτημα της μεταφράσεως των αγιολογικών κειμένων και της ρητορικής επεξεργασίας των κειμένων αυτόν. Ο Ακροπολίτης όπως και στην εποχή του ο Θεόδωρος Μετοχύτης και άλλα πρόσωπα συνεχίζουν λοιπόν, αναλαμβάνουν από το σημείο από το οποίο έχει διακοπεί το νήμα αυτό της βυζαντινής αγιολογίας και συνεχίζουν την ίδια αγιολογική παράδοση κατά τον 13ο αιώνα για να φτάσουμε στον 14ο αιώνα που είναι ο αιώνας της κατεξοχήν αναγέννησης και ακμής της Ιστεροβυζαντινής αγιολογίας μέσα από το σημαντικό έργο που παράγεται από σπουδαίους λογίους βυζαντινούς λογίους και κατεξοχήν εκκλησιαστικά πρόσωπα τον Νικηφόρο Κάλιστο Ξανθόπουλο που μας είναι γνωστός βεβαίως πρωτίστως εξαιτίας της εκκλησιαστικής ιστορίας του αλλά που αν θα δούμε την εκκλησιαστική ιστορία του Νικηφόρου Κάλιστο Ξανθόπουλου θα διαπιστώσουμε ότι έχει οσαματωθεί σε αυτή την ιστορία και ένα μεγάλο μέρος αγιολογικής ύλης όπως επίσης και τα διάφορα αγιολογικά κείμενα τα οποία συνέγραψε μεταξύ αυτών είναι και συναξάρια όπως είναι τα συναξάρια του Τριωδίου και του Πεντικοσταρίου που αποδίδονται στον Νικηφόρο Κάλιστο Ξανθόπουλο ή ενδεκομένως κάποια από αυτά ανήκουν και σε κάποιον άλλο από τους συνώνυμους του Καλίστους του 14ου αιώνα. Κυρίως η αγιολογία ανθεί σε αυτή την κρίσιμη περίοδο κατά την οποία το Βυζάντιο διέρχεται δύο πολύ σημαντικές έρηδες, δύο πολύ σημαντικές πολιτικές διαμάχες, εμφυλίους πολέμους τον πρώτο εμφύλιο μεταξύ των δύο Ανδρονίκων παππού και εγγονού του Ανδρονίκου του Δευτέρου και του Ανδρονίκου Τρίτου του Παλαιολόγου και τον δεύτερο σημαντικό εμφύλιο στα μέσα του 14ου αιώνα μεταξύ του Ιωάννου Πέμπτου του Παλαιολόγου και του Ιωάννου Έκτου του Καντακουζίνου που ταλαιπόρησαν και αδυνάτησαν, εξασταίνησαν ακόμη περισσότερο την ήδη ταλαιπορημένη αυτοκρατορία παρά ταυτά θεολογικά θα μπορούσαμε να πούμε και εκκλησιαστικά και από πλευράς ακμής του βυζαντιού πολιτισμού το Βυζάντιο εμφανίζεται αναγεννημένο και γνωρίζει την δεύτερη μεγάλη του αναγέννηση την παλαιολόγια αναγέννηση Στο πλαίσιο αυτής της παλαιολόγιας αναγέννησης ένας ρυθμιστικός και καθοριστικός παράγοντας είναι ο βυζαντινός ησυχασμός μια θεολογική παράδοση που έλκει την καταγωγή της πολλούς αιώνες πριν αν θα αναζητήσουμε τις αφετηρίες της θα φτάσουμε στις αφετηρίες του βυζαντινού μοναχισμού και στους πρώτους ασκητικούς συγγραφείς όπως είναι ο Ευάγριος ο Ποδικός τα μακαριανά συγγράμματα αλλά ακόμη και σε πατέρες μεγάλους τσικληθές όπως είναι ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Άγιος Ιάννης ο Κουστάστομος θα βρούμε σημαντικές αναφορές στη μητική παράδοση και στη παράδοση της ιεράς ησυχίας που επανέρχεται μέσα από τους ησυχαστές πατέρες και τους ησυχαστές συγγραφείς της παλαιολόγιας περίοδου αναμοχλεύεται λοιπόν αυτή η βυζαντινή ησυχαστική παράδοση μέσα από ένα κύκλο προσώπων τα οποία μας παραδίδουν πάρα πολύ σημαντικά αγιολογικά έργα. Ήδη είπαμε ότι στο 13ο αιώνα έχουμε μια ανασυγκρότηση της αγιολογίας και μέσα από το έργο του υποστελείνου ακροπολίτη του Ιωάννη του Ζοναρά για παράδειγμα που επίσης συνεχίζει αυτήν την μεταφραστική αγιολογική παράδοση στο έργο του ή του Θεόδωρου Μετοχύτη. Στο 14ο όμως αιώνα έχουμε θα μπορούσαμε να πούμε την επικέντρωση αρκετών συγγραφέων στην σύνταξη νέων αγιολογικών κειμένων για συγχρόνους τους αγίους και ίσως θα άξιζε να μνημονεύσουμε την σημαντικότερη μορφή, τον σημαντικότερο αγιολόγο αυτής της περιόδου που είναι ο πατριάρχης Φιλόθεος ο Κόκκινος ο οποίος μάλιστα καταγόταν από την Θεσσαλονίκη. Αυτός ο μεγάλος προασπιστής της θεολογικής παράδοσης του ησυχασμού, της θεολογικής παράδοσης που κόμισε ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μέσα από το έργο του και μέσα από την γενικότερη εκκλησιαστική του δράση και τον αγώνα τον οποίον πραγματοποίησε που εκφράστηκε και σε πιο θεσμικό επίπεδο μέσα από τη σύγκληση Σινόδων. Και θα δούμε ότι μία από αυτές τις Σινόδους είναι αυτή η οποία σχετίζεται και με την καθιέρωση της λειτουργικής γνήμης του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στο Βυζάντιο κατά την περίοδο αυτή. Αυτό το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό για την εποχή αυτής της παλαιολόγησης περιόδου είναι ότι ο Φιλόθεος ο Κόκκινος όπως και άλλοι συγγραφείς αγειολογικών κειμένων που προέρχονται από τον κύκλο των ησυχαστών συγγραφέων όπως είναι ο Ιωσήφ ο Καλώθετος, ο Πατριάρχης Κάλιστος ο Πρώτος, επίσης ένας από τους πολύ σημαντικούς ησυχαστές συγγραφής αυτής της περιόδου και αρκετά άλλα πρόσωπα που συγγράφουν αγειολογικά κείμενα. Ο Θεόκτης ο Στουδίτης για παράδειγμα που είναι ο μαθητής του Αγίου Αθανασίου του Πρώτου, του Πατριάρχικου Συντουπολίου του Πρώτου θα μπορούσαμε να έχουμε η ησυχαστή αγίου αυτής της εποχής δεδομένου ότι εισάγει την ησυχαστική παράδοση και την μετακενώνει και μέσα στο πίμνι όπως την Κωνσταντινούπολη όταν εγκαταλείπει το Άγιον Όρος και περιερχόμενος τα μεγάλα μοναστικά κέντρα τελικά καθίσταται της Μικράς Ασίας, τελικά καθίσταται Πατριάρχης Κωνσταντινούποληος. Αυτό το οποίο αποτελεί το σημαντικότερο γνώρισμα είναι ότι επικεντρώνεται η συγγραφή των συγγραφέων αυτών κατεξοχήν στην σύνταξη αγιολογικών κειμένων, βιογραφιών και μάλιστα με βιογραφικών κειμένων που έχουν εκτενεί ιδιαίτερα εκτεταμένη μόρφη με ιδιαίτερα εκτενών βίων. Η χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι η περίπτωση του Αγίου Φιλοθέου του Κοκίνου. Γνωρίζουμε ότι ο Φιλόθεος ο Χόκκινος συνέγραψε το εκτενέστερο αγιολογικό κείμενο που μας έχει συσσορθεί στο σύνολο της Αγιολογικής Γραμματείας και αυτό δεν είναι άλλο από τον βίο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Είναι ένα πάρα πολύ εκτενές κείμενο στο οποίο εξιστορεί ο Φιλόθεος ο Χόκκινος την ζωή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και τον αγώνα του για τον ισυχασμό και γενικότερα για τα εκπλησιαστικά πράγματα αυτής της εποχής μέσα από ένα κείμενο από μία βιογραφία που υπερβαίνει στην νεότερη κριτική της έκδοση από τον ΑΕΜΝΙΣ του καθηγητή εδώ της Θεωροϊκής Σχολής τον καθηγητή Δημήτριο Τσίπρα. Στον καθηγητή Δημήτριο Τσάνη υπερβαίνει τις 100 σελήνες με ιδιαίτερα λεπτομερή τρόπο εξιστορεί την ζωή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αλλά όπως και για τους άλλους αγίους των οποίων βιογραφεί εξιστορεί τον βίο τους όπως είναι ο Πατριάρχης Ισίδωρος ο Βουχηράς, όπως είναι οι Ισυχαστές Άγιοι Γερμανός Μαρούλης και Σάββας ο Νέος, ο Διαχριστός Αλλός για τους οποίους επίσης αφιερώνει εκτενείς βιογραφίες ο Φιλόθεος Κόκκινος. Όλα αυτά τα κείμενα συνδυάζει το ιστορικό στοιχείο με την ρητορική δεινότητα την οποίαν κατέχει ο ίδιος έχοντας λάβει ο ίδιος σημαντική παιδεία στη γενέτειρά του την Θεσσαλονίκη και με πολύ σημαντικές πληροφορίες, σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα μοναδικές πληροφορίες ιστορικές για τα πολιτικά πράγματα αλλά και γενικότερα για την ιστορία του μοναχισμού στο Άγιον Όρος όπου επίσης είχε ζήσει και είχε διαπρέψει στην πρώτη περίοδο της ζωής του πριν να εκλεγεί Πατριάρχης ο Φιλόθεος Κόκκινος. Στα κείμενα αυτά ιδιαίτερα βέβαιος υπάρχει μια στόχευση ιδιαίτερη για να εξαρθεί η συγχαστική διδασκαλία, η συγχαστική θεωρία και πράξη, η ιερά νύψη, η καθαρά προσευχή όλες εκείνες οι αρχές της πνευματικής ζωής που διακατείχαν τους ησυχαστές μοναχούς αλλά και να διαχυθεί αυτή η παράδοση ευρύτερα δεδομένου ότι όπως είναι γνωστό όλη αυτή η παράδοση δεν αφορούσε μόνο τους μοναχούς αλλά αφορούσε γενικότερα την πνευματική εγρίγωση, την εγρίγωση των πνευματικών αισθήσεων που αφορά μία παράδοση, έναν τρόπο ζωής για όλους τους χριστιανούς, για όλα τα μέλη της εκκλησίας δηλαδή από την εποχή των Αποστόλων και των πρώτων πατέρων της εκκλησίας. Έτσι λοιπόν αναμοχλεύεται αυτή η παράδοση και θα μπορούσαμε να πούμε ότι συσχετίζεται και συνδέεται με τα ιστορικά γεγονότα και με τη ζωή των βιογραφούμενων Αγίων και πραγματικά μας δημιούργησε μία πολύ σημαντική αγιολογική παράδοση που σχετίζεται με τον βυζαντινό ησυχασμό. Νιμονεύσαμε ήδη τον Ιωσήφ τον Καλόθετο ή τον Θεό Κυστουρος τον Δίτη που γράφουν βιογραφίες του Αγίου Αθανασίου του πρώτου Πατριάρχικου Κωνσταντουλπόλεως ή άλλους συγγραφείς όπως είναι ο Κάλιστος ο Πρώτος, επίσης ένας πάρα πολύ σημαντικός συγγραφέας αγιολογικών κειμένων, ο Κάλιστος ο Πρώτος Πατριάρχικος Κωνσταντουλπόλεως ο οποίος υπήρξε ένας σπουδαίος συγγραφέας και προασπιστής της ησυχαστικής παράδοσης. Η σημαντική παραγωγή που προήλθε από τα πρόσωπα που πρωτοστάτησαν στις λεγόμενες ησυχαστικές έρηδες λέει τα πρόσωπα που προέβαλαν το βυζαντινό ησυχασμό είναι θα μπορούσαμε να πούμε η κορονίδα της αγιολογικής παραγωγής αυτής της περιόδου. Μας είναι γνωστοί βέβαια και άλλοι συγγραφείς όπως είναι ο Αντώνιος Λαρίς ο οποίος γράφει αρκετά αγιολογικά έργα, ο Νικόλαος Καβάσιλας φυσικά ο σπουδαίος αυτός λόγιος της Θεσσαλονίκης και αρκετά άλλα πρόσωπα. Κυρίως όμως ίσως θα έπρεπε για την περίοδο αυτή να επισημάνουμε ιδιαίτερα το αγιολογικό έργο που παρήχθη από συγγραφείς όπως ο Μακάριος Μακρής ο Θεσσαλονικέας αυτός εκκλησιαστικός λόγιος μοναχός στο Άγιον Όρος αργότερα ηγούμενος της Μονής Παντοκράτωρος με ένα πολύ σημαντικό θεολογικό έργο στην περίοδο της βασιλείας του Μανουήλ δευτέρου του Παλαιολόγου στις αρχές του 15ου αιώνα θέτοντας ακριβώς αυτήν την σφραγίδα της ησυχαστικής παραδόσειος ακολουθώντας αυτήν την παράδοση και μέσα από το δικό του έργο ο Μακάριος Μακρής όπως και ο επίσης συνδεόμενος με τη Θεσσαλονίκη Άγιος Σημεών Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο τελευταίος Αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης πριν από την άλλωση της το 1430 στο έργο το οποίο επίσης συναντούμε αρκετά αγιολογικά έργα που έχουν ιδιαίτερα σημαντικό περιεχόμενο. Εκείνο το οποίο κυρίως όμως προσδιορίζει το έργο του Αγίου Σημεών Θεσσαλονίκης όπως και προγενέστερων του συγγραφέων είναι ότι κατεξοχήν το έργο αυτό είναι ομιλητικού χαρακτήρα, διευθύνεται στους χριστιανούς της επαρχίας τους, στο πείμνιο τους, έχει πειμαντική λοιπόν στόχευση το έργο αυτό και μέσα στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται ένας σημαντικός αριθμός ομιλητικών συλλογών που καταγράφεται κατά την περίοδο αυτή. Είναι γνωστό ότι έχουμε τα περίφημα πατριαρχικά ομιλιάρια του 14ου αιώνα που ξεκινούν βέβαια από νωρίτερα από τον 12ο αιώνα με τον Πατριάρχη Ιωάννη τον Ξιφυλίνο αλλά και κατά την περίοδο αυτή μέσα από το πατριαρχικό ομιλιάριο του Νίλου του Κεραμέα, του Ιωάννη του Καλέκα, του Πατριάρχη του Φιλοθέου Κοκίνου, επεκτείνεται αυτή η ομιλητική παράδοση με επίκεντρο το Οικουμενικό Πατριαρχείο και βέβαια και άλλες ομιλητικές συλλογές όπως είναι για παράδειγμα η ομιλητική συλλογή του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Γαβρίλη στα τέλη του 14ου αιώνα. Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι σε όλη την ιστοροβυζαντινή περίοδο παρά το γεγονός αυτής της όπως αναφέραμε σημαντικότητα της κάμψης στην πολιτική ισχύ, στην στρατιωτική δύναμη και γενικότερα στην ύφεση της οικμάδας, στον περιορισμό της οικμάδας του Βυζαντινού κράτους, παρόλα αυτά έχουμε ένα αντίστροφο κίνημα στην πνευματική ζωή με ιδιαίτερη άνθιση που αυτή μάλιστα η άνθιση μετουσιώνεται δεν εκφράζεται μόνο μέσα από τα κείμενα τα οποία μας έχουν σωθεί, αλλά και μέσα από τα έργα της τέχνης δεδομένου ότι και η Βυζαντινή τέχνη, η παλαιολόγια τέχνη προσλαμβάνει αυτά τα στοιχεία της πνευματικής αγμής που καταγράφονται μέσα στα κείμενα και μέσα στα πνευματικά κίνηματα τα οποία εξελίσσονται στο Βυζάντιο κατά την περίοδο αυτή και έτσι μετουσιώνονται και εκφράζονται μέσα από τη Βυζαντινή τέχνη και χαρακτηρίζουν τη Βυζαντινή τέχνη όπως είναι η θεολογία του ακτίστου φωτός του εισηχασμού που σημαδεύει ιδιαίτερα την Βυζαντινή τέχνη της παλαιολόγιας περιόδου. Το κρίσιμο σημείο στην ιστορία του Βυζαντιού που είναι η άλλος της Κωνσταντινικής Πόλης το 1353 είναι βεβαίως ένα σημείο που επιφέρει το τέλος αυτής της σπουδαίας παραδόσιας της παλαιολόγιας περιόδου αλλά δεν επιφέρει το τέλος της εγγένη Βυζαντινής αγιολογικής παραδόσιας. Εδωμένου ότι μιλούμε για Βυζαντινή αγιολογική παράδοση ακόμη και έως το 16ο αιώνα με τα ίδια χαρακτηριστικά αυτής της ανθίσεως των νέων τάσεων που καταγράφονται και εδώ πλέον θα δούμε ότι προστίθενται μαζί με τους νέους αγιούς προστίθενται και οι νέοι μάρτυρες του Βυζαντιού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ήδη από τον 14ο αιώνα και στο 15ο αιώνα έχουμε ήδη τη συγγραφή των πρώτων νεομαρτυρολογικών κειμένων για αγίους, για χριστιανούς που μαρτύρησαν σε διάφορες περιοχές που είχαν καταλάβει οι Άραβες. Είχαμε ήδη μιλήσει για τους πρώτους νεομάρτυρες του Βυζαντιού στην μέσοβυζαντινή περίοδο όταν συγγράφονται τα πρώτα γεωλογικά κείμενα για νεομάρτυρες, βυζαντινούς νεομάρτυρες στην διάρκεια του 18ο και του 19ο αιώνα στην Παλαιστίνη και σε άλλες ανατολικές απαρχίες που κατέλαβαν οι Άραβες. Εδώ πλέον έχουμε μια επέκταση του φαινομένου ή μάλλον της απαρχιές του φαινομένου αυτού που ονομάζεται το φαινόμενο των νεομαρτύρων στην περίοδο της Ορθομανικής κυριαρχίας πλέον ή της Τουρκοκρατίας όπως έχει επικρατήσει μάλλον εσφαλμένα να χαρακτηρίζεται η εποχή αυτή. Έτσι λοιπόν έχουμε συνεχιστές αυτής της παράδοσης παρά το γεγονός την μεγάλη τομή που πραγματοποιείται στην ιστορία μέσα από την πτώση της Κωνσταντινωπόλης, την μεγάλη συρρήκνωση που υφίσταται ο ελληνισμός του Βυζαντίου, την προσπάθεια για ανασύνταξη του μοναδικού πνευματικού θεσμού ο οποίος επιβιώνει και δεν είναι άλλος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έχουμε σταδιακά μια προσπάθεια ανασύστασης και ανασύνταξης των πνευματικών δυνάμεων των Βυζαντινών. Είναι οι ίδιοι λόγοι οι οποίοι λίγες δεκαετίες πριν δούλουν μέσα στο Βυζαντινό κράτος αυτοί που καλούνται να συνεχίσουν αυτή την παράδοση μετά την άλλη της Κωνσταντινωπόλης μέσα στις νέες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες οι οποίες βεβαίως δεν έχουν κανένα κοινό με την Βυζαντινή εποχή. Οι Χριστιανοί βρίσκονται πλέον σε μια ιδιαίτερα δύσκολη θέση. Πρώτη αυτή η περίοδος της Τυρκοκρατίας γνωρίζουμε ότι διακρίνεται ιδιαίτερα για τον ζήρο και τον φανατισμό των Μουσουμάνων να εξισλαμίσουν τους Χριστιανούς ή τους Εβραίους ή τις άλλες θεσκευτικές ομάδες που βρίσκονται μέσα στη διαμορφωμένη και συνεχώς αναπτυσσόμενη Οθωμανική αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα. Ωστόσο γνωρίζουμε ταυτόχρονα ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο πρόσωπο του πρώτου Οικουμενικού Πατριαρχείου μετά την άλλωση του Πατριαρχηγενναδίου του Σχολαρίου είναι εκείνο το οποίο λαμβάνει κάποια προνόμια από τον πρώτο Σουλτάνο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας τον Μωάμεθ τον Δεύτερο τον Κορθητή και μέσα στο πλαίσιο αυτής της νέας Οθωμανικής πνευματικότητας λειτουργεί ως ο συνδετικός εκείνος παράγοντας και ο πνευματικός επικυρίεργος θα μπορούσαμε να πούμε όλων των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας χωρίς να υφίσνανται ζητήματα εθνικών διαχωρισμών, άλλωστε δεν υπάρχουν τέτοιες διακρίσεις και τέτοια δεδομένα δεν υπήρχαν ούτε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν ανασυστήνεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ανασυστήνεται η Πατριαρχική Γραμματεία και ένα σημαντικό πρόσωπο, ο Μέγας Ρίτορ που είναι ένα από τα υψηλότερα αξιώματα των Πατριαρχικών Οφικιάλιων, των Πατριαρχικών Αξιωματούχων, ο Μέγας Ρίτορ Μανουίλ ο Κορήθιος, γνωστός και ως ο Μανουίλ ο Μέγας Ρίτορ είναι εκείνος ο οποίος πρωτίστως διακρίνεται για το αγιολογικό του έργο, ασχολείται συστηματικά με τη συγγραφή των νέων αγιολογικών κειμένων για νέους αγίους και νέους μάρτυρες αυτής της εποχής. Μάρτυρας αυτής της προσπάθειας και αυτού του έργου του Μανουίλ Κορυνθίου είναι ένα πολύ σημαντικό χειρόγραφο, ο κώδικας Ιβίνο 512, τον οποίο παραδίδονται σε ένα μεγάλο αριθμό και αυτόγραφα έργα του και από που μας είναι γνωστό το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Μανουίλ Κορυνθίου. Γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι συνέγραψε κείμενα, λόγους ή βιογραφίες για παλαιότερους αγίους, όπως είναι ο ιδρυτής για παράδειγμα ένας εκ των ιδρυτών των Γεωργιανών, της Αγιοριτικής Μονής των Ιβύρων ο Ωσίος Ευθύμιος ο Νέος ή όπως είναι ο Πατριάρχης, ένας από τους πρώτους Πατριάρχης του Οικουμενικού Πατριάρχης του Κωνσταντιού Πόλου, ο Πατριάρχης Διονύσιος ο πρώτος μαθητής του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, ο οποίος γνωρίζουμε ότι μετά την τελευταία του παρέτηση εφησίχασε στην Μονή Οικοσιφηνήσεις και αναδείχτηκε μάλιστα και σε νεοκτήτορα της Μονής Οικοσιφηνήσεις, δώρησε εκεί άλλωστε και την προσωπική βιβλιοθήκη του και τα προσωπικά του χειρόγραφα, που σήμερα μας είναι γνωστά, αυτά τα περίφημα χειρόγραφα της Οικοσιφήνης σας που ανήκαν στη βιβλιοθήκη του Πατριάρχη Διονυσίου και σήμερα βρίσκονται μετά την αφαίρεσή τους από τους Βούργγαρους στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, το 1917, σήμερα πλέον και πάλι γνωρίζουμε ότι βρίσκονται στο κέντρο Σλαβο-Βυζαντινών σπουδών Ιβαν Τουίτσεφς στη Σόφια. Συγγράφει λοιπόν τη βιογραφία του όπως συγγράφει και αρκετά νεομαρτυρολογικά κείμενα για νεομάρτυρες αυτής της πρόημης περιόδου του τέλους του 1915 και των αρχών του 16ου αιώνα. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι για κάποιους από τους νεομάρτυρες αυτούς τα κείμενα που συνέταξε ο Μανούιλος Κορύθιος είναι τα μοναδικά κείμενα που μας έχουν παραδοθεί για τον νεομάρτυρα Ιωάννη τον Σεραίο, αρκετούς νεομάρτυρες της περιοχής της Προύσα, τον Κοσμά, τον Θεοδόσιο και κάποιους άλλους νεομάρτυρες, τον Μακάριο από την κείο της Βυθηνίας κοντά στην Προύσα και άλλα πρόσωπα. Είπαμε και για νέους αγίους όπως είναι οι Άγιοι αυτοί που μνημονεύσαμε ή ο Επίσκοπος Σπυρίδων ο νέος που επίσης καταγράφεται στον κώδικα αυτό, τον κώδικα Ιβήρων 512. Είναι λοιπόν ο Μανουήλ ο Κορίνθιος ο πρώτος συστηματικός συγγραφέας νεομαρτυρολογικών κειμένων αλλά ταυτόχρονα και ο πρώτος συντάκτης μιας συλλογής δεδομένου ότι και το χειρόγραφο αυτό το Ιβηρετικό που μνημονεύσαμε επέχει τη μορφή μιας νεομαρτυρολογικής συλλογής με τέτοια κείμενα νεομαρτυρολογικά τα οποία βεβαίως δεν είναι μόνο αγιολογικά αλλά είναι και υμνογραφικά. Μας έχουν δηλαδή σωθεί τα αγιολογικά κείμενα κατά κύριο λόγο μέσα στο νέο σχήμα, στο νέο λειτουργικό σχήμα στο οποίο παραδίδονται τα κείμενα αυτά και δεν είναι μόνον αγιολογικά κείμενα αλλά είναι τα κείμενα τα αγιολογικά ενταγμένα μέσα στις απολουθίες των νέων Αγίων. Έτσι λοιπόν ημνογράφος και συγγραφέας συντάκτης αγιολογικών κειμένων ο Μανούιλιο Κορύθιος εγκαινιάζει μια νέα συλλογή αγιολογικών κειμένων που είναι ένα νέο είδος συλλογής που είναι οι συλλογές των νεομαρτυρολογικών κειμένων όπως θα δούμε. Αυτό χρόνο είπαμε ότι συγγράφη συνθέτει τις ακολουθίες των νεομαρτύρων του Πέτρου του Τραπεζοντίου, του Οσιομάρτυρου Στεοδοσίου που αναφέραμε, στην Προύσα, του Κοσμά του Προυσαέως, του Ιωάννη του Προυσαέως ή του Ιωάννη του Σεραίου επίσης που συνθέτει και την ακολουθία του και βεβαίως και την ακολουθία του Διονυσίου του Πρώτου Πατριάρχου. Ο Πατριάρχης επομένως εγκαινιάζει μια νέα πρακτική, μια νέα πράξη την οποία θα δούμε ότι σε μεγάλο βαθμό ακολουθεί από εδώ και πέρα, κατά την περίπτωση του Ποκρατίας, η παράδοση η αγιολογική. Ο δέκατος έκτος αιώνας είπαμε ότι το Βυζάντιο, αυτό που ονομάζουμε το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο, αυτό που ο σπουδαίος αυτός ουρμάνος βυζαντινολόγος στον αρχόν του 20ου αιώνα, ο Νίκωρας Ιόργκα, είχε χαρακτηρίσει ως το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο. Ακριβώς βλέπουμε να συνεχίζεται και στην περίπτωση της Τουρκοκρατίας στην αγιολογία. Η βυζαντινία αγιολογική παράδοση επιβιώνει σε όλη τη διάρκεια του δέκατου πέμπτου είπαμε και μέσα στον δέκατο έκτο αιώνα με μία μεγάλη πνευματική ακμή τουλάχιστον ως τα μέσα του δέκατοου έκτου αιώνα. Στην περίοδο αυτή δρούν σημαντικοί λόγοι, θα μπορούσαμε υπό την έννοια αυτή να τους χαρακτηρίσουμε βυζαντινούς λογίους, όπως είναι ο μοναχός Παχόμιος Ρουσάνος, μια πολύ σημαντική θεολογική μορφή του δέκατου έκτου αιώνα, ο οποίος μας είναι γνωστός ως και ως συντάκτης αρκετών αγιολογικών και μηνογραφικών κειμένων, αλλά και ως συγγραφέας ενός έργου που φέρει τον ίδιο τίτλο με αυτό το έργο που μνημονεύσαμε στο προηγούμενο μάθημα του Νικήτα Στιθάτου, δηλαδή ως συγγραφέας ενός έργου κατά αγιοκατηγόρων. Σε μια περίοδο κατά την οποία πλέον οι αγιοκατηγοροί, οι κατηγορίες κατά της τιμής των αγίων έρχονται έξωθεν δεδομένου ότι ο Παχόμιος Ρουσάνος ζει την εποχή που εμφανίζεται ο Λούθηρος. Και γνωρίζουμε ότι ο Λούθηρος ο ιδρυτής αυτού του μεγάλου ρεύματος του προτεστατικού κόσμου μεταξύ των θέσεών του περιλαμβάνει και μία θέση κατά της τιμής των αγίων. Ο Παχόμιος Ρουσάνος είναι ο πρώτος ελληνόφωνος θεολόγος ο οποίος θα μνημονεύσει, έχοντας μια βέβαια γενική και αόριστη εικόνα για τη διδασκαλία του Λουθήρου, και μέσα στο έργο του αυτό κατά αγιοκατηγόρων, κατά του φρά Μαρτυλούτερη αναφέρεται ο Παχόμιος Ρουσάνος στο έργο του αυτό. Και βέβαια ο Παχόμιος Ρουσάνος ζει για μια σημαντική περίοδο της ζωής του στο Άγιον Όρος, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατά την περίοδο της Τροκοκρατίας από το 1422-1423 όταν το Άγιον Όρος παραδίδεται στους Ορθωμανούς και έκτοτε διασώζει, διατηρείται ως ένας πολύ σημαντικός πνευματικός πόλος, ένα κέντρο διαρκούς πνευματικής παρουσίας και αναγέννησης. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι πολλοί λόγοι επισκέπτονται το Άγιον Όρος, όπως και πολλοί πατριάρχες καταφεύγουν. Γνωρίζουμε ότι καταφεύγουν στο Άγιον Όρος και εγκαταβιώνουν εκεί για σημαντικά χρονικά διαστήματα, κάποιοι και για όλη τους τη ζωή ως τον θάνατό τους. Και βέβαια γνωρίζουμε κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα ότι στο Άγιον Όρος έχουμε τη συγγραφή αρκετών αγιολογικών κειμένων και τη δημιουργία μάλιστα και σημαντικών αγιολογικών παραδόσεων που εντάσσονται μέσα στην πατριογραφική παράδοση του Αγίου Όρους. Δηλαδή σχετίζονται με αυτήν την παράδοση για τη δημιουργία του Αγίου Όρους, την κληρουργία της Θεοτόκου και τον Όσιο Πέτρο τον Αθωνίτη, τον πρώτο άγιο ασκητή του Αγίου Όρους, αλλά και για μεταγενέστερες παραδόσεις όπως είναι για παράδειγμα η παράδοση για τον αρχαγγελικό ήνου αξιονεστή, μια αγιολογική παράδοση και άλλες συναφείς παραδόσεις που δημιουργούνται ήδη από την πρώην αυτή περίοδο, δηλαδή από τις αρχές του 16ου αιώνα. Μας είναι γνωστοί κάποιοι βιογράφοι, τα ονόματα κάποιων βιογράφων, όπως είναι η πρώτη του Αγίου Όρους, Γαβριήλ και Σεραφείμ, ο θηϊπόλος, που μάλιστα γνωρίζουμε ότι συνέγραψαν πολύ σημαντικά αγιολογικά κείμενα για πρόσωπα που γνώρισαν και που έζησαν στο Άγιον Όρος, όπως είναι ο πατριάρχης Νίφωνο Β, μια σπουδαία θεολογική και εκκλησιαστική μορφή, που κατέφυγε δύο φορές στο Άγιον Όρος και γνωρίζουμε ότι κατά τη δεύτερη έλευσή του στο Άγιον Όρος επιτέλεσε και ένα πολύ σημαντικό κτητορικό έργο και αναδείχθηκε σε νέο κτήτορα της Μονής Διονυσίου. Ή ο Σεραφείμ ο Θεϊπόλος, που εκτός από τη διήγηση αυτή για τον αρχαγγελικό έμνο για το Άξιο Ανιστή, μας είναι γνωστός ως συγγραφέας κειμένων για αγίους αυτής της περιόδου ή της αμέσως προηγούμενης, όπως ήταν ο Κοσμάς, όσιος Κοσμάς ο ζωγραφήτης, ο πρώτος Σλάβος αγιορίτης Άγιος, όπως είναι όσιος Θεόφιλος ο Μυροβλήτης, κείμενα που γράφονται για τον Ώσιο Νεκτάριο τον Καραιώτη επίσης στην ίδια περίοδο, πάρα πολύ σημαντικά ενισχύουν αυτή την εικόνα του Αγίου Όρους ως μιας νέας πνευματικής κητήδας μέσα στην οποία αναπτύσσεται και η αγιολογική παράδοση. Και βέβαια, στο Άγιον Όρος ζει και δρά και πραγματοποιεί ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο τον επόμενο αιώνα, τον 17ο αιώνα, ο γνωστός λόγιος μοναχός και εκδότης πάρα πολλών αγιολογικών κειμένων, ο μοναχός Αγάπιος Λάνδος ο Κριτικός. Κριτικός στην καταγωγή από την περιοχή της Ιερά Πέτρας όπου πιθανότητα και αρχικά είχε μονάσει, θάνει στο Άγιον Όρος, ασκητεύει στην περιοχή της Μεγής της Λάβρας και επιδίδεται σε ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο το οποίο είναι συλλεκτικό, μεταφραστικό, ταυτόχρονος όμως και εκδοτικό. Ο Αγάπιος Λάνδος έχει αξίζει να μνημονευτεί ακριβώς γιατί είναι το πρόσωπο το οποίο για πρώτη φορά συνδυάζει αυτά τα τρία στοιχεία, τις τάσεις της συλλογής και τις μεταφράσεις των αγιολογικών κειμένων, μόνο που εδώ η μετάφραση των αγιολογικών κειμένων δεν έχει την ίδια σημασία με τις αγιολογικές μεταφράσεις της Βυζαντινής εποχής, αλλά εδώ πλέον είναι μια μετάφραση επί το απλοϊκότερο σε μια πιο απλοϊκή, πιο δημόδη γλώσσα, στη γλώσσα που χρησιμοποιούν πλέον οι χριστιανοί κάτοικοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι δεν έχουν τη δυνατότητα να αποκτούν την πεδία την οποία μπορούσαν να αποκτήσουν σε μεγαλύτερους αριθμούς κατά τη Βυζαντινή περίοδο, έτσι λοιπόν μεταφράζονται στην κοινή η μετέρα γλώσσα όπως διάλεκτον, όπως σημειώνεται σε αρκετά στα προήμια ή στους τύκλους αυτών των εκδόσεων, από της ελληνίδος γλώτης, δηλαδή από την παλαιά βυζαντινή ή από την κλασική, από την αρχαιοελληνική γλώσσα, μεταφράζονται λοιπόν, παραφράζονται στη δημόδη γλώσσα της Τουρβοκρατίας τα κείμενα αυτά, συγκεντρώνονται από διάφορα γεωλογικά χειρόγραφα από τον Αγάπιο Λάνδο και επιπλέον ο Αγάπιος Λάνδος πραγματοποιεί και ένα πολύ μεγάλο άλμα, είναι το εκδοτικό άλμα, είναι η προσπάθειά του η οποία στέφεται από επιτυχία να χρησιμοποιήσει και να εκμεταλλευτεί τη νέα μεγάλη ανακάλυψη από τον 15ο αιώνα που είναι η ανακάλυψη της τυπογραφίας. Έτσι λοιπόν, μεταφέρει αυτό το υλικό το οποίο προετοιμάζει, συγκεντρώνει, αντιλήγει και το προετοιμάζει από τις Αγιοριτικές Βιβλιοθήκες, από τις Μοναστηρικές Βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους, το μεταφέρει στα τυπογραφία της Βενετίας όπου και κρύδονται τα κείμενα αυτά και έτσι λοιπόν χαρακτηρίζεται ως ο σημαντικότερος μεταφραστής και εκδότης αγιολογικών κειμένων επιτυχάνοντας αυτό το συγκερασμό της μετάφρασης της συλλογής και της έκδοσης των κειμένων γενικότερα της χριστιανικής γραμματείας και ειδικότερα κάποιων συλλογών που έχουν αποκλειστικά αγιολογικό περιεχόμενο. Αυτές τις συλλογές είναι ο παράδεισος που είναι μια συλλογή με κείμενα από το μεταφραστικό μυνολόγιο, ο νέος παράδεισος όπου έχουν περιληφθεί και άλλα κείμενα από τα βυζαντινά πρωτότυπα αγιολογικά κείμενα που έχουν μεταγλωτιστεί η εκλογή και εν συνεχεία των εκλόγιων, επίσης μια συλλογή με παρόμοιο χαρακτήρα και ασφαλώς η τελευταία μεγάλη εκλογή του που είναι η καλοκαιρινή και της οποίας πρόλαβε να πραγματοποιήσει μια πρώτη έκδοση το 1656 στα μέσα του 17ου αιώνα χωρίς να προλάβει να την εκδόσει συμπληρωμένη δεδομένου ότι σήμερα γνωρίζουμε ότι το έργο αυτό το είχε προσαυξήσει, είχε προσθέσει αρκετά άλλα κείμενα και συνολικά είχε συγκεντρωθεί ένας μεγάλος αριθμός περίπου 50 βυζαντινών αγιολογικών κειμένων που είχε συγκεντρώσει από τις βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους και τα είχε μεταγλωτίσει ο Αγάπιος Λάνδος. Την ίδια εποχή έχουμε στην περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως στο κέντρο του Οικουμενικού Πατριαχείου δύο πάρα πολύ σημαντικούς λογίους στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Μάλλον ο ένας είναι σύγχρονος του Αγαπείου Λάνδο, είναι ο Μελέτιος Συρίγος, επίσης Κρητικός στην καταγωγή, ο οποίος φτάνει από την Αλεξάνδρια στην Κωνσταντινούπολη κατόπι προσκλήσεως του Πατριάρχικου Κυρίλου 7ου του Λουκάρεως και ο Μελέτιος Συρίγος που είναι μια κυρίαρχη θεολογική μορφή στα εκκλησιαστικά πράγματα του 17ου αιώνα. Μας είναι γνωστός και από το πολύ σημαντικό έργο που πραγματοποιεί σε σχέση με την Ορθόδοξη Ομολογία του Πέτρου Μωγίλα του Μητροπολίτη Κιεύου που είναι ίσως το πιο σημαντικό κείμενο της Ορθόδοξης θεολογικής γραμματείας αυτής της περιόδου. Ο Μελέτιος Συρίγος πραγματοποιεί επίσης ένα σημαντικό συγγραφικό έργο, όχι μόνο αμυγός θεολογικός όπως είναι τα κεφάλαια κατά του Καλβίνου, κατά των καλβινικών θέσεων του Κυρίλου Λουκάρεως του Μελέτιου Συρίγου, αλλά είναι επίσης γνωστός για ένα πολύ σημαντικό αριθμό αγιολογικών και υμνογραφικών κειμένων που συνέγραψε. Και σήμερα γνωρίζουμε το έργο του αυτό από διάφορα χειρόγραφα, κυρίως όμως από ένα αυτόγραφο κωδικά του, ένα κώδικα που ο ίδιος συνέγραψε τα κείμενα και συγκρότησε αυτή τη συλλογή και είναι ένας κώδικας που ανήκε στη συλλογή των χειρογράφων του Μετοχείου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη, ο κώδικας υπαριθμών 778. Σε αυτόν τον κώδικα περιλαμβάνει αρκετά κείμενα αγιολογικά και υμνογραφικά, ακριβώς στο πλαίσιο αυτής της παραδόσεις που έχει εγγενιάσει ο Μανουήλ ο Κορίνθιος. Αγιολογικά λοιπόν και υμνογραφικά κείμενα για βυζαντινούς και για μεταβυζαντινούς αγίους. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν βρισκόταν αυτό εξόριστο στην περιοχή της Βυθηνίας έγραψε πάρα πολλές ακολουθίες και συγκέντρωσε συναξαριακά κείμενα για όλους αυτούς τους αγίους της οικονομαχικής περιόδου που έδρασαν στα μεγάλα αυτά μοναστικά κέντρα της περιοχής της Βυθηνίας και στο μοναστικό κέντρο του Ολύμπου της Βυθηνίας, των αγίων της Μονής Μηδικ του Βαθαίος Ρίακος, του Βαθυρίακος και ούτω καθεξής. Αλλά ταυτόχρονα συνέταξε και μαρταμαρτήρια και συνέθεσε ακολουθίες για αρκετούς νεομάρτυρες, για επτά νεομάρτυρες μας παραδίδονται από το Μελέτιο Συρίγο τέτοια σχετικά ήμνα αγιολογικά κείμενα. Την ίδια εποχή, λίγες δεκαετίες αργότερα, εφανίζεται ένα άλλο πάρα πολύ σημαντικό έργο στις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αιώνα που είναι η πρώτη συστηματική νεομαρτυρολογική συλλογή που διαθέτουμε και προήρθε από έναν επίσης αξιωματούχο οφικίαλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον Ιωάννη Καριοφίλη. Βλέπετε για την εκτενέστερη νεομαρτυρολογική συλλογή που περιλαμβάνει 12 ή 14 κείμενα για νεομάρτυρες της περιοχής της Ευρύτερης Περιοχής Κωνσταντινου Πόλεως, για τους οποίους ήταν νεομάρτυρες της εποχής του, για τους οποίους είχε άμεση δηλαδή εποπτική εικόνα ή λέει χαρακτηριστικά οτι ους είδαμε έναν αυθοψή τους ο οποίους γνωρίσαμε ή είδαμε το μαρτύριό τους με τα μάτια μας, νεομάρτυρες της περιόδου από το 1650 έως το 1683, αυτών των 33 ετών και πρώτηκε για μια εξαιρετικά σημαντική συλλογή, οτι η συλλογή αυτή αναπαρήχθη και αποτέλεσε τον πυρήνα για τις μεταγενέστερες μεγαλύτερες νεομαρτυρολογικές συλλογές που συγκροτήθηκαν όπως θα δούμε στη διάρκεια του 18ου αιώνα. Έτσι λοιπόν πραγματικά στο 18ο αιώνα που είναι ένας αιώνας μεγάλης πνευματικής ακμής για τον τουκοκρατούμενο ελληνισμό, για τον υπόδουλο ελληνισμό της οθωμανικής περιόδου, έχουμε μια έξατση του φαινομένου της αγιολογικής γραμματείας, της αγιολογικής παραλογής, παράγονται πάρα πολλά κείμενα, μεταξύ αυτών είναι είτε κατάλογοι με νέους αγίους και σημαντικά έργα που σχετίζονται με την πολεμική, που όπως θα δούμε εξαπέλιαν οι παππικοί μισιονάροι κατά της Ορθόδοξης Εκκλησίας που την στήριζαν και στο γεγονός ότι στο επιχείρημα ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε να αναδείξει νέους αγίους, γι' αυτό ακριβώς στον λόγο δημιουργήθηκαν κατάλογοι που κατέγραφαν τους νέους αγίους της εκκλησίας ως και στο 18ο αιώνα και ίσως το σημαντικότερο έργο αυτού του χαρακτήρα που θα έπρεπε να ονειμονεύσουμε είναι το έργο του Ευγενείου Βουλγάριος αυτής της κυρίαρχης μορφής στο χώρο της παιδείας και του τουκοκρατούμενου ελληνισμού. Ο Ευγενείος Βουλγάρης συνέταξε ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο περί το μετά το σχίσμα αγίων και των γενωμένων της Ανατολικής Εκκλησίας και των γενωμένων εν αυτοί θαυμάτων. Εκεί λοιπόν συμπεριέλαβε πάρα πολλά θαύματα, κατέγραψε τα ονόματα ή πληροφορίες για αγίους που είχε συγκεντρώσει από προγενέστερους συγγραφείς από την παλαιολόγια είδη εποχή και το έργο αυτό πραγματικά παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και παρουσίαζε και στην εποχή του πολύ μεγάλο ενδιαφέρον των λόγων γνώρισε ευρύτατη διάδοση μέσω χειρογράφων ως την εποχή που εκδόθηκε και κυκλοφόρησε το 1845 στα μέσα του 19ου αιώνα. Είναι πλέον ο 18ου αιώνας η κατεξοχή περίοδος συλλογής και έκδοσης των νεομαρτυρολογικών κειμένων. Ξεκινώντας από τη νεομαρτυρολογική συλλογή, οι περισσότερες έχουν αγιοριτική προέλευση και αυτό δεν είναι τυχαίο διότι σχετίζεται με το γεγονός ότι στο Άγιον Όρος κατέφεραν πάρα πολύ αρνησίχριστοι, δηλαδή χριστιανοί οι οποίοι είχαν εξομώσει και στη συνέχεια ελέγχονταν από την συνείδησή τους και ήθελαν να επιστρέψουν στην ορθόδοξη πίστη τους, την πατρογονική τους πίστη και γι' αυτό τον λόγο μετέβαιναν στο Άγιον Όρος για να προετοιμαστούν πνευματικά και να επιστρέψουν στις πόλεις εκείνες όπου είχαν αρνηθεί την πίστη τους γνωρίζοντας ότι η ομολογία της πίστης τους, η ομολογία του ονόματος του Χριστού θα επέφερε και τον μαρτυρικό τους θάνατο. Έτσι λοιπόν το Άγιον Όρος εξελίσσεται κατά την περίοδο αυτή ήδη από τον 17ο αιώνα εξελίσσεται σε ένα σημαντικό χώρο, αλληπτικό χώρο προετοιμασίας δηλαδή των υποψήφιων νεομαρτύρων πνευματικής προετοιμασίας από πνευματικούς πατέρες εκεί του Αγίου Όρος. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι απολύτως κατανοητό γιατί δημιουργήθηκαν αυτές οι σημογές. Δημιουργήθηκαν και ως κείμενα τα οποία διάβαζαν και προετοιμάζονταν για να αντιμετωπίσουν τους βασανισμούς και τον μαρτυρικό θάνατο, όσο από αυτά που επέλεγαν τελικά να επανέλθουν στην πίστη τους και να υποστηνούν τον μαρτυρικό θάνατο. Έτσι λοιπόν συγκροτείται μια τέτοια συλλογή σε μια καλύβη ακριβώς που σχετίζεται κατά τα τέλη του 17ου αιώνα με τρεις νεομάρτυρες. Είναι η καλύβη την οποία είχε ιδρύσει στα Καυσοκαλύβια ο ιδρυτής της νέας κείτης των Καυσοκαλυβίων, ο Όσιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης, ο οποίος υπήρξε και αλλήπτης τριών νεομαρτύρων όπως γνωρίζουμε και από τις συλλογές αυτές και από άλλες πληροφορίες και από τον βίο του ίδιου του Οσίου Ακάκιου του Καυσοκαλυβίτη και μας είναι γνωστά τα μαρτύρια τους συμπερλήφθηκαν στις συλλογές αυτές του Ρωμανού του Καρπενισιώτη, του Παχομίου του Ρώσου και του Νικοδήμου από το Ελμπασάν. Δημιουργείται λοιπόν από τον μαθητή του Οσίου Ακάκιου, τον Παπαϊωνά, τον Καυσοκαλυβίτη, μια πρώτη τέτοια σημαντική νεομαρτυρολογική συλλογή που περιελάβανε 34 νεομαρτυρολογικά κείμενα και 5 ακολουθίες, έχουν εσωμακωθεί και κάποιες ακολουθίες, κυρίως όμως είναι μια συλλογή πεζών αγιολογικών κειμένων που εξιστορούν, αναφέρονται σε νεομάρτυρες από τον 15ο αιώνα και μετά. Η επόμενη όμως συλλογή έχει πολύ μεγάλη σημασία, είναι μια συλλογή που βασίστηκε στην συλλογή του Παπαϊωνά, το γνωρίζουμε από μαρτυρίες που υπάρχουν, είναι συλλογή ενός συγχρόνου από τον Παπαϊωνά του Καυσοκαλυβίτη που επισκέφτηκε, τον επισκέφτηκε στην Καλύβη του Οσίου Ακακίου και δεν είναι άλλος από τον Κεσάριο Δαπόντε, από τον ξιλοποταμινό μοναχό Κεσάριο Δαπόντε που είναι μια από τις κυρίαρχες μορφές λογίων, εκκλησιαστικών λογίων του 18ο αιώνα. Οι παλαιότεροι ιστορικοί της πνευματικής ιστορίας του νεότερου Ελληνισμού θεωρούν ότι ο Κεσάριος Δαπόντες υπήρξε μαζί με τον Νικόδημο τον Αγιορίτη, υπήρξαν οι κυρίαρχες φυσιογνωμίες στην περίοδο. Αυτή και πραγματικά το έργο τους, τόσο το εκδομένο όσο και το ανέκδοτο έργο τους, ακριβώς επιβεβαιώνει μέσα από τον μεγάλο αριθμό των έργων που συνέγραψαν αλλά και από τις πολλές εκδόσεις των έργων τους που κυκλοφόρησαν ήδη στην εποχή τους, επιβεβαιώνει ακριβώς αυτή την εικόνα ως μιας κυρίαρχης μορφής λογίου του 18ο αιώνα. Ο Δαπόντες λοιπόν δημιουργεί μια νέα νεομαρτυρολογική συλλογή με 38 νεομαρτυρολογικά κείμενα και δύο βίους συγχρόνων αγιοριτών αγίων του δασκάλου του, του οσίου ιεροθέου του Ιβυρίτη και του οσίου ακακίου του Καυσοκαλυβίτη που είχε ήδη περιλάβει τον βίο του στην δική του συλλογή ο Παπαϊωνάς ο Καυσοκαλυβίτης. Κυρίως όμως η συλλογή αυτή του Κεσαρίου Δαπόντες είναι σημαντική αφενόσμεν, διότι περιλαμβάνει και κάποια μαρτύρια αγνώστων νεομαρτύρων, αφεντέρου δε διότι αποτελεί την πρώτη συλλογή που αποτέλεσε τη βάση για να δημιουργηθεί το πρώτο, το πληρέστερο εικονογραφικό πρόγραμμα με νεομάρτυρες και μάλιστα στο Άγιον Όρος και ασφαλώς που αλλού στην Μονή Ξηροκοτάμου στο Μοναστήρι από το οποίο προερχόταν, στο οποίο είχε εγκαταβιώσει ο Κεσάριος Δαπόντες και του οποίου μάλιστα είχε αναδειχθεί και νέος κτίπορας. Και θάνουμε στην περίοδο του τέλους του 18ου αιώνα όταν ιδιαίτερα έχουμε μια μεγάλη έξαρση της συγγραφής και της έκδοσης αγιολογικών κειμένων από τον περίφημο κύκλο των κολυβάδων πατέρων ή των πατέρων της φιλοκαλικής αναγέννησης, δηλαδή του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά, του Αγίου Νικόδημου του Αγιορίπη, του Αγίου Αθανασίου του Παρίου και άλλων προσώπων που ανήκαν στον κύκλο τους και συμμετείχαν σε αυτήν την σπουδαία πνευματική αναγέννηση που ονομάζεται φιλοκαλική αναγέννηση και έλαβε την ονομασία της από την πρώτη έκδοση που πραγματοποίησαν μια σπουδαία ασκητική πνευματική συλλογή της φιλοκαλίας. Οι κολυβάδες γνωρίζουμε ότι πραγματοποίησαν ακριβώς ένα τέτοιο έργο συλλεκτικό, συγκεντρωτικό, συγγραφικό, μεταφραστικό και προπαντός εκδοτικό. Και έτσι από το 1899 από τα πρώτα έργα τα οποία εξέδωσαν ήταν μια τέτοια νεομαρτυρολογική συλλογή, η πρώτη έντυπη νεομαρτυρολογική συλλογή που είναι πολύ γνωστή και διαδεδομένη και ονομάστηκε νεομαρτυρολόγιο. Το νεομαρτυρολόγιο εκδόθηκε το 1899. Εξέδωσαν και άλλες αγιολογικές συλλογές όπως ήταν το νέο νεκλόγιο το 1803 με διάφορα αγιολογικά κείμενα από την εποχή για αγίους από την εποχή του Χριστού, από την Αγία Φωτεινή της Αμαρήτηδα μέχρι έναν νεομάρτυρα της εποχής τους που ήταν ο νεομάρτυρας Γεώργιος ο Νεφέσω. Και βέβαια και το νέο λιμονάριο μια πολύ σπουδαία συλλογή με αγιολογικά και μοινογραφικά κείμενα για παλαιούς και νέους μάρτυρες που εκδόθηκε μετά τον θάνατό τους από τον μαθητή τους τον Νικηφόρο τον Χίο το 1819. Με μονομένα επίσης εξέδωσαν διάφορα βιβλία με αγιολογικό περιεχόμενο. Αξίζει να επισημάνουμε ιδιαίτερα το έργο του Αγίου Αθανασίου του Παρίου «Ο Παλαμάς εκείνος», που είναι ένα εκτενές βιβλίο με το οποίο προσπάθησε ο Άγιος Αθανασίος ο Πάριος να αναβιώσει και να καταστήσει γνωστό το πρόσωπο και το έργο του Αγίου Γρυβορίου του Παλαμά, αυτού του μεγάλου πατέρα του βυζαντινού ισυχασμού και της βυζαντινής παράδοσης που έδωσε μεγάλη όθηση στον μοναχισμό της παλαιολόγιας περιόδου και γενικότερα στη βυζαντινή και στη μεταβυζαντινή θεολογία. Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι με όλη αυτή την γραμματεία η οποία συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα θα μπορούσαμε να μνημονεύσουμε τον Ιάκωβο τον Ιασκητιώτη για παράδειγμα, που επίσης ακολουθεί αυτήν την παράδοση παρότι Αντικολυβάς στο Άγιον Όρος συνεχίζει να συγγράφει κείμενα αγιολογικά ή να συγγραφεί μηνογραφικά κείμενα και να παράγει ένα πολύ πλούσιο ή αγιολογικό έργο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αγιολογία παρέμεινε στην επικαιρότητα θα μπορούσαμε να πούμε σε μια κεντρική στόχευση των χριστιανών συγγραφέων όλων των περιόδων και ποτέ δεν υποτιμήθηκε ως ένα είδος υποδεέστερο, ως ένα είδος το οποίο αφορούσε σε μια γραμματεία που δεν έχει ιδιαίτερη αξία, αλλά αντιθέτως χρησιμοποιήθηκε ως μια γραμματεία μέσα από την οποία γαλουχούνταν και τρεφόταν πνευματικά οι χριστιανοί τόσο της Βυζαντινής όσο και της μεταβυζαντινής περιόδου. Στο σημείο αυτό έχουμε ολοκληρώσει αυτήν την ιστορική περιδιάβαση, το ιστορικό αυτό περίγραμμα της αγιολογικής παραγωγής από την προβυζαντινή περίοδο ως την μεταβυζαντινή, στο τέλος της μεταβυζαντινής περιόδου και με μια πολύ σύντομη αναφορά στο σημερινό μας μάθημα θα ολοκληρώσουμε, θα εισέφθουμε για να αναφορθούμε σε κάποια εισαγωγικά θέματα τα οποία σχετίζονται με το δεύτερο μέρος των μαθημάτων της αγιολογίας, της Βυζαντινής και της μεταβυζαντινής αγιολογίας που έχουν όπως είπαμε θεολογικό και θεωρητικό χαρακτήρα. Και το πρώτο αυτό εισαγωγικό μέρος αφορά στην ορολογία που χρησιμοποιείται, στον όρο Άγιος που χρησιμοποιείται για τα πρόσωπα εκείνα που τιμήθηκαν από την εκκλησία με ιδιαίτερο τρόπο και εντάχτηκαν μέσα στη νεοτολογική της παράδοση και ασφαλώς για τον τρόπο με τον οποίο η εκκλησία προχώρησε στην τιμή των αγίων. Όσον αφορά τον όρο Άγιος θα πρέπει να πούμε ότι είναι ένας όρος τον οποίο δεν το συναντούμε για πρώτη φορά στα αγιολογικά κείμενα ασφαλώς και νομίζω ότι γνωρίζουμε όλοι ότι είναι ένας όρος τον οποίο το συναντούμε και στην προχριστιανική θύραθεν γραμματεία αλλά και στην βιβλική γραμματεία. Αν, για παράδειγμα, δούμε κείμενα της κλασικής γραμματείας ή κείμενα από της Παλαιάς και της Καινής Διαφήκης θα δούμε ότι χρησιμοποιείται ενίωτε ο όρος αυτός στην αρχαιοελληνική του χρήση ως συνώνυμος όρος με τους όρους ιερός, αγνός, αμμόλιντος. Έχει και μια κοινή ρίζα με την λέξη αγγος, ο αμμόλιντος, ο καθαρός και είναι γενικά ο όρος αυτός ο οποίος χρησιμοποιείται για να δηλώσει πρόσωπα ή πράγματα τα οποία συνήθως είχαν σχέση με την λατρεία των θεών, με την λατρεία της αρχαιοελληνικής θρησκείας και επομένως ήταν αφιερωμένα στους θεούς. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε ότι συναντούμε και στην Παλαιά Διαφήκη. Στην Παλαιά Διαφήκη και στο εβραϊκό κείμενο, στο μασοριτικό κείμενο υπάρχει μια εναλλαγή όρων χρησιμοποιούνται δύο διαφορετικοί όροι. Ο όρος κόντες για να δηλώσει για τα πρόσωπα την αγιότητα και την ιερότητα, ο όρος καντός να δηλώσει το ιερό και το άγιο αυτό το οποίο προέρχεται από τον Θεό για ένα αντικείμενο, για κάτι το οποίο είναι αφιερωμένο, μια τοποθεσία που είναι αφιερωμένη στον Θεό. Και βέβαια πρωτίστως ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για τον ίδιο τον Θεό ως ένα οντολογικό γνώρισμα θα μπορούσαμε να πούμε του ίδιου του Θεού. Έτσι λοιπόν ο Μεσσίας στο βιβλίο του Δανίλη χαρακτηρίζεται, αποκαλείται ως Άγιος Αγίων δηλαδή με τον τρόπο αυτό με την επανάληψη προβάλλεται σε υπέρτατο βαθμό το στοιχείο της αγιότητας του Μεσσία. Με όρους Άγιος χρησιμοποιήθηκε όπως είπαμε και για τα πρόσωπα στην Παλαιά Διαθήκη αλλά και για τα αντικείμενα της λατρείας δηλαδή για κάθε τι το οποίο ήταν αφιερωμένο και χωρισμένο από την κοινή χρήση των ανθρώπων. Δεν θα μπορούσε κάτι το οποίο χρησιμοποιούσαν καθημερινά οι άνθρωποι στη καθημερινή τους ζωή να αποτελεί να χρησιμοποιηθεί και στην λατρεία του Θεού. Θεωρούνταν κοινωμένο ότι είχε μιανθεί από την κοινή χρήση. Επομένως το Άγιο στην περίπτωση αυτή εμφανίζεται ως αντίθετο του όρου βέβυλον που χρησιμοποιούν το συναντούμε επίσης σε κάποιες περιπτώσεις. Και βέβαια ο προσδιορισμός αυτός, ιδίως στην Παλαιατεθήκη, συνοδεύει, προτάσσεται πολλών ουσιαστικών. Ο νόμος του Θεού είναι Άγιος, η εντολή του Θεού είναι επίσης Αγία, το όρος στο οποίο κατοικεί ο Θεός είναι Άγιον, το όρος Σιών, το Άγιον Όρος. Ο Ναός του Θεού επίσης είναι Άγιος, είναι δηλαδή και χωρισμένος για την λατρεία του Θεού, ο Ναός του Σολομώντα. Η Γη η Αγία που είναι η γη στην οποία θα κατοικήσει ή κατοικεί ο λαός του Θεού ή η πόλης η Αγία η Ερουσαλήν ή το έθνος το Άγιο που είναι ο Ισραήλ. Στην Καινή Διαθήκη μπορούμε να πούμε ότι επεκτείνεται ο όρος αυτός προσλαμβάνοντας μια προσαρμογή στο θεολογικό πλαίσιο της Καινής Διαθήκης και βέβαια από τους πρώτους χρόνους μετά την ύδρυση της Εκκλησίας ο όρος Άγιος εμφανίζεται για να προσδιορίσει πέραν της κύριας οντολογικής ιδιότητας του Θεού, ο Θεός είναι πρωτίστως ο Άγιος των Αγίων να προσδιορίσει και τα μέλη της Εκκλησίας, τα πρόσωπα αυτά τα οποία ανήκουν μέσα στην εκκλησιαστική κοινότητα ή μέσα στην κοινότητα που λατρεύει τον αληθινό Θεό. Εδώ τόσο στην Παλαιά Διαθήκη όσο και στην Καινή Διαθήκη ο όρος αυτός χρησιμοποιείται κατεξοχήν σε ένα χωρίο από το Λεβιτικό από το 11ο κεφάλαιο του Λεβιτικού «Άγιοι έσεστε ότι Εγώ Άγιος είμαι» και επαναλαμβάνεται αυτή η φράση και στην Καινή Διαθήκη για τα μέλη της Εκκλησίας τα οποία εστερνίζονταν ακριβώς τη νέα πίστη, τη νέα διδασκαλία του Ιησού Χριστού και συμμετείχαν στις εκκλησιαστικές κοινότητες αυτές που πλέον ήταν και χωρισμένες και αφιερωμένες στο Θεό αυτές οι κοινότητες που είχαν δημιουργηθεί από τους Αποστόλους και τους μαθητές τους. Και έτσι λοιπόν βλέπουμε ότι και ο Απόστολος Παύλος αλλά και ο Απόστολος Πέτρος, ο Απόστολος Παύλος στην Προσωρομείως επιστολή, ο Πέτρος στην πρώτη του καθολική επιστολή, χρησιμοποιούν, επαναλαμβάνουν ακριβώς αυτή τη φράση του Λεβιτικού. Ο παλαιός Ισραήλ ήταν το έθνος του Άγιον, όπως είπαμε, ο λαός, η πόλης η Αγία και το έθνος του Άγιον του Θεού, ο περιούσιος λαός του Θεού. Ο νέος Ισραήλ όμως η Εκκλησία είναι τώρα πλέον ο νέος χώρος της Αγιότητας, ο νέος χώρος ο οποίος ανήκει στους και χωρισμένους για τον Θεό. Και έτσι λοιπόν ο Απόστολος Παύλος σημειώνει χαρακτηριστικά στην Προσωρομείως ότι κατά τον καλέσαντα ημάς Άγιον, απευθυνόμενος στους Ρωμαίους Χριστιανούς και αυτή η Άγιη εν πάση αναστροφή γεννήθηκε. Επομένως τα μέλη της Εκκλησίας πλέον καθίστανται Άγιοι και αποκαλούνται Άγιοι από τους ίδιους τους Αποστόλους. Χρησιμοποιείται βέβαια και ένας συναφής όρος όπως είναι ο όρος Όσιος, ουδέ δώσις τον Όσιον σου η δύν διαθωράν στους ψαλμούς του Δαβίδ, είναι επίσης ακριβώς η δήλωση ακριβώς της ίδιας έννοιας αλλά και άλλοι συναφείς όροι χρησιμοποιούνται Θείος, Μακάριος, Ιερός, ο Μάκαρ, ο Σεπτός είναι παρεμφερείς όροι που χρησιμοποιούνται για το ίδιο σημενόμενο. Κατά την πρώτη όμως περίοδο ζωής της Εκκλησίας ο Όρους Άγιος διατήρησε όπως είπαμε αυτό το γενικό εκκλησιολογικό προσδιορισμό, το γενικό χαρακτήρα του αποδίδοντας όπως είπαμε στα μέλη της Εκκλησίας, σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας την ιδιότητα του καιχωρισμένου. Αυτό ο οποίος έχει ξεχωρίσει από τον παλαιό κόσμο, τον κόσμο της φθοράς και της αμαρτίας και έχει ενσωματωθεί στον νέο κόσμο, τον κόσμο της βασιλείας του Θεού. Ο άνθρωπος λοιπόν αυτός είναι ο Άγιος όπως ακριβώς δηλώνεται στα κείμενα της Καινής Διαθήκης, αυτός ο οποίος δυνητικά μετέχει στην αγιότητα του Θεού που είπαμε ότι στα κείμενα της Παλαιίας Διαθήκης εμφανίζεται ως οντολογική ιδιότητα, οντολογικό γνώρισμα του Θεού. Είναι πολύ χαρακτηριστικό για παράδειγμα ότι χρησιμοποιείται ο όρος αυτός σε όλες τις αποκαλύψεις της Παλαιίας Διαθήκης. Στην αποκάλυψη του Ισαία, Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαββάου και μάλιστα οι πατέρες της εκκλησίας τονίζουν ότι ακριβώς αυτό το τρισσόν της επίκλησης του Θεού ως Αγίου δηλώνει ακριβώς, υποδηλώνει εδώ και υποχώσει ακριβώς εδώ αυτή η τριαδική των τριαδικών του Θεού, των τρισηπόστατων του Θεού. Έτσι λοιπόν, ένα κοινό εκκλησιολογικό γνώρισμα των μελών της εκκλησίας είναι η Αγιότητα και γι' αυτό ο Απόστολος Παύλος και οι άλλοι Απόστολοι στα κείμενά τους χρησιμοποιούν τον προσδιορισμό αυτόν Άγιοι επικαλούμενοι ή προσχωνώντας τα μέλη των διαφόρων τοπικών εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Πάση της Εναντιωχία ή πάση της Ενθεσσαλονίκη κλητής Αγίης. Η κλητή λοιπόν Άγιοι είναι όλα τα μέλη της εκκλησιαστικής κοινότητας. Με αυτή την εκκλησιολογική σημασία του όρου και όχι την οντολογική όπως αυτή δηλώνεται για τον ίδιο τον Θεό. Αυτό το στοιχείο είναι κάτι το οποίο διευκρινίζεται στους συγγραφείς σε όλη τη σχετική χριστιανική γραμματεία από τους παλαιότερους αιώνες ως και τη διαμόρφωση της διδασκαλίας της εκκλησίας μέσα από τις οικουμενικές συνόδους. Το γεγονός δηλαδή ότι οι χριστιανοί δεν καθίστανται Άγιοι οντολογικά αλλά καθίστανται καταμέθεξοι Άγιοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Άγιος Ιάννης ο Δαμασκινός ο οποίος είναι αυτός που πρώτος θα μπορούσαμε να πούμε συνοψίζει αυτήν όλη την προγενέστερη παράδοση σε θεωρική παράδοση στο έργο του έκθεσης ακριβής της ορθοδόξου πίστεως. Σημειώνει ακριβώς ότι οι Άγιοι θεείται και Κύριοι και Βασιλείς έχει ένα κεφάλαιο που το αφιερώνει στους Αγίους και στην τιμή των Αγίων και των Ιερών Λειψάνων ο Δαμασκινός και λοιπόν λέει ότι οι Άγιοι της Εκκλησίας είναι θεείται με μικρό θύτα και Κύριοι και Βασιλείς. Αλλά διευκρινίζει ου φύση αλλ' ως των παθών βασιλεύσαντες και κυριεύσαντες και την τυστίας εικόνος ομοίωσιν απαραχάρακτον φυλάξαντες και κυρίως ως ενωθέντες θεώ κατά προέρεση και τούτον δεξάμενοι ένικον και τη τούτου μεθέξει γεγονότες χάρητοι όπερα αυτός εστί φύση. Αυτό δηλαδή το οποίο είναι κατά φύση ο Θεός Άγιος οι Χριστιανοί το αποκτούν κατά μεθέξει γεννόμενοι με την προέρεση τους με την δική τους προέρεση με την λειτουργία δηλαδή το αυτεξουσίου τους γεννόμενοι δεκτικοί αυτής της ένωσης με τον Θεό με τις ενέργειες του Θεού αυτές οι οποίες είναι μεθεκτές για τους ανθρώπους. Και βέβαια το στοιχείο αυτό του Αγίου και της Αγιότητας προσιδιάζει σε ολόκληρη την εκκλησία και γι' αυτό τονίζεται ιδιαίτερα στους χαρακτηρισμούς της εκκλησίας και στα παλαιότερα σύμβολα της πίστεως ότι η εκκλησία είναι μία και αγία και ασφαλώς εδώ ο όρος Άγιος χρησιμοποιείται και με ένα ιδιαίτερο σκατολογικό περιεχόμενο δηλαδή της ένωσης της εκκλησίας ως μιας αγίας κοινότητας με τον Άγιο Θεό. Αυτή λοιπόν η αγιότητα για τα μέλη της εκκλησίας επιτυχάνεται δι' Αγίου Πνεύματος και όχι, όπως είπαμε, ως μία ατομική ενέργεια, ως ένα ατομικό κατόρθωμα ή μία ατομική ικανότητα. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο έχει επισημαθεί έυστοχα από νεότερους θεολόγους στον χώρο της οθόδοξης θεολογίας ότι η αγιότητα σημαίνει κατουσίαν την δόξα του Θεού, το να δοξάζεται ο Θεός από όλον τον κόσμο. Οι Άγιοι δηλαδή δεν επιζητούν την δική τους δόξα αλλά την δόξα του Θεού και ο Θεός δοξάζει τους Αγίους όχι με την δική τους δόξα αλλά με την ίδια την δική του δόξα, δηλαδή επιτρέποντάς τους, παρέχοντάς τους αυτήν την μέθεξη των θείων ενεργειών. Αγιάζονται λοιπόν οι Άγιοι και δοξάζονται όχι με μια αγιότητα και με μια δόξα που πηγάζει από μέσα τους αλλά με την αγιότητα και την δόξα του ίδιου του Θεού. Και κατά συνέπεια στην ορθόδοξη θεολογική παράδοση η αγιότητα σημαίνει την μετοχή και την κοινωνία στην αγιότητα του Θεού που κατουσίαν σημαίνει αυτό το οποίο προσδιορίζουμε και ως θέωση. Έτσι λοιπόν μέσα από αυτό το πλαίσιο το οποίο διαμορφώνεται στην Καινή Διαθήκη και από εκεί και πέρα μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση μπορούμε να πούμε ότι εκπηγάζει η τιμή της εκκλησίας και τεκμηριώνεται θεολογικά η τιμή της εκκλησίας, της εκκλησιαστικής κοινότητας προς τα μέλη εκείνα τα οποία προέρχονται από την εκκλησία και ανακηρύσσονται και τιμώνται ως Άγιοι. Για το θέμα αυτό έχουμε μια πολύ παραστατική και πολύ γλαφυρή αναφορά στο έργο που μνημονεύσαμε, στο έργο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκινού που σε ένα κεφάλαιό του όπως είπαμε αφιερώνεται ένα κεφάλαιο περί των Αγίων και της των λειψάνων αυτών τιμής. Και γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο ζήτημα της τιμής των Αγίων ακριβώς στο πλαίσιο αυτό της αναγκαιότητας να αποδίδεται τιμή προς τους Αγίους σε σχέση και με τα θεολογικά ζητήματα που προέκυπταν την εποχή της οικονομαχίας όπως είχαμε αναφέρει στο μάθημα στο οποίο αναθεθήκαμε στην αγιολογία της οικονομαχικής περιόδου. Λέει ο Δαμασκινός ότι πρέπει να τιμούμε τους Αγίους, τιμητέουμε τους Αγίους ως φίλους Χριστού, ως τέκνα και κληρονόμους Θεού όπως λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος «Οσι δε έλαβον αυτούς, έδω και να φθείς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέστε». Λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Θεός «Οσι δε έλαβον αυτούς, έδω και να φθείς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέστε», ώστε ουκέτι εισι δούλοι, επομένως τα τέκνα του Θεού, οι φίλοι του Χριστού, δεν και κληρονόμοι της Βασιλείας του Θεού, δεν είναι δούλοι, γιατί ο δούλος δεν μπορεί να κληρονομήσει την Βασιλεία, αλλά την Βασιλεία την κληρονομεί ο Υιός, το παιδί του Θεού. Λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης «Αλλά εί δε εί και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού συγκληρονόμοι δε Χριστού». Και τονίζει ιδιαίτερα ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκινός για τους Αγίους, ότι ο Κύριος στα Ευαγγέλια είπε στους Αποστόλους «ημείς φίλοι μου εστέ, ουκέτι ειμάς καλοδούλους», δεν σας αποκαλώ πλέον δούλους, διότι ο δούλος δεν γνωρίζει τι κάνει ο Κύριος του, τι πει αυτού ο Κύριος. Και προσθέτει ο Δαμασκινός ότι οι Άγιοι υπήρξαν τα μία του Θεού και καθαρά καταγόγια του Θεού, δηλαδή χώρους τους οποίους κατοίκησε ο Θεός, όπως ακριβώς λέει στην Παλαιαδεθή «και ενοικήσω γάρ εν αυτοίς και εμπεριπατήσω και έσω με Αυτόν Θεός και αυτοί έσω δέ μη λαώσεν». Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο τονίζει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκινός ότι πρέπει να τιμούμε τους Αγίους με συγκεκριμένους τρόπους και τους κατονομάζει «Ναούς εγείροντας το Θεό» επί το τούτον ονόματι, αφιερωμένους στους οποίους προσφέρεται λατρεία στο Θεό αλλά είναι αφιερωμένοι στο όνομα των Αγίων, καρποφορίας προσάγοντας δηλαδή να επιτελούνται θυσίες στην μνήμη των Αγίων, ας τούτον μνήμας γερέροντας και εναυτές εφρενωμένους πνευματικός και επιπλέον σημειώνει ότι θα πρέπει να τιμούνται οι Άγιοι εμψανείς και ύμνης και οδές πνευματικές και με κατάνυξη όπως επίσης και να ανοιγείρουμε, να δημιουργούμε στήλας αυτής ορωμένας τε εικόνας και αυτή εμψυχη στήλα και εικόνες αυτών και των αρετών μοινήσει γενόμεθα. Να δημιουργούμε τις εικόνες τους αλλά πρωτίστως να φροντίζουμε να καταστούμε εμείς οι ίδιοι εμψυχές, στήλες και εικόνες των Αγίων. Έτσι λοιπόν συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Εκκλησία εκδηλώνει την τιμή, την λειτουργική τιμή προς τους Αγίους με την ανέγερση ναών που καθαγιάζονται μάλιστα όπως είπαμε με τα ιερά λείψανα των Αγίων, των μαρτύρων της Εκκλησίας με την κατασκευή και την προσκύνηση, την κατασχέση, τη σχετική δηλαδή προσκύνηση όχι την απόλυτη προσκύνηση και τη λατρεία που αποδίδουμε προς τον Θεό αλλά μια σχετική προσκύνηση όπως θα δούμε όταν θα μιλήσουμε σε ένα επόμενο μάθημα για την τιμή και τις αντιδράσεις που γνώρισε η τιμή προς τους Αγίους σε διάφορες περιόδους της ιστορίας της Εκκλησίας. Προσκύνηση λοιπόν των εικόνων τους και των ιερών λειψάνων των Αγίων και θα δούμε και πως εδράζεται θεολογικά η τιμή των ιερών λειψάνων με τη θέσπιση των εορτών προς τιμή τους και στο πλαίσιο αυτό έχουμε την καλλιέργεια και την ανάπτυξη όλου του εκκλησιαστικού εορτολογίου ασφαλώς με τη σύνταξη σχετικών αναγνωσμάτων δηλαδή των αγιολογικών κειμένων αλλά και των υμνογραφικών κειμένων, των ύμνων στους κανόνες και στις ασματικές ακολουθίες που ψάλλονται κατά τις εορτές τους κατά την απόδοση αυτής της λειτουργικής τιμής και μνήμης προς τους Αγίους και τέλος με την επίκληση ασφαλώς των πρεσβειών και της μεσητίας τους που είναι επίσης ένα πάρα πολύ σημαντικό ζήτημα, ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο στο οποίο θα αναφερθούμε που αναπτύσσεται και στα αγιολογικά κείμενα αλλά ευρύτερα και στην ορθόδοξη θεολογία ως προς την δύναμη που έχουν οι πρεσβείες των Αγίων υπέρ των ζώντων μελών της εκκλησίας. Καλώς ήρθατε στο κανάλι και καλώς ήρθατε στο κανάλι. |