σύντομη περιγραφή: Στο σημερινό μας μάθημα θα συνεχίσουμε την παρουσίαση των σημαντικότερων θεμάτων για τους νεομάρτηρες μετά από τα εισαγωγικά θέματα που παρουσιάσαμε στο πρώτο μάθημα για τους νεομάρτηρες. Ήδη στο προηγούμενο μας μάθημα αναφερθήκαμε στο πλαίσιο εμφανίσεως των νεομαρτήρων, στη χρήση του όρου ασφαλώς νεομάρτης, στις αφορμές και στα αίτια που οδήγησαν στην εμφάνιση αρκετών νεομαρτήρων, σε σημείο ώστε νεότεροι συγγραφείς της Τουρκοκρατίας να αναφέρουν ότι παρά το γεγονός ότι γνωρίζουμε εκατοντάδες επώνυμους νεομάρτηρες, τελικά είναι χιλιάδες και είναι αναρρύθμητος ο αριθμός των νεομαρτήρων της περιόδου της Τουρκοκρατίας. Σήμερα θα παρουσιάσουμε, θα συνεχίσουμε αυτήν την παρουσίαση, καταρχήν αναφερόμενη σε ένα θέμα το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό να το προσδιορίσουμε εξ αρχής σε αυτό το εισαγωγικό πλαίσιο, δηλαδή της κατηγοριοποίησης των νεομαρτήρων. Η κατηγοριοποίηση των νεομαρτήρων σχετίζεται ασφαλώς με το ιστορικό πλαίσιο αλλά και με τις αφορμές και τα αίτια εξαιτίας των οποίων οδηγήθηκαν στο μαρτύριο οι νεομάρτυρες ιδιαίτερα της περιόδου της Τουρκοκρατίας. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι καταρχήν διακρίνουμε με βάση αυτά τα κριτήρια τους νεομάρτυρες σε τέσσερις κύριες κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία είναι οι νεομάρτυρες εκείνοι οι οποίοι σχετίζονται με αυτό το φαινόμενο στο οποίο επιτροχάδινα αναφερθήκαμε στο προηγούμενό μας μάθημα, την εκδήλωση του ζύλου των κάποιων χριστιανών στην περίοδο ιδιαίτερα της Τουρκοκρατίας, την εκδήλωση της χριστιανικής τους ιδιότητας, του χριστιανικού τους ζύλου με ομολογία της πίστης τους μπροστά στις οθωμανικές αρχές ή στους μουσουλμάνους, στους μουσουλμάνους μουφτίδες, στους ιεροδίκες, ή γενικότερα μπροστά σε ένα φανατικό μουσουλμανικό ακροατήριο που τελικά οδηγούσε στην σύλληψή τους και είχε ως τελικό αποτέλεσμα τον μαρτυρικό τους θάνατο. Η κατηγορία λοιπόν αυτή είναι η κατηγορία των αυτόκλιτων νεομαρτύρων που είπαμε ότι είναι μία κατηγορία που εκδηλώνεται σε κάποιες περιπτώσεις, όχι όμως σε μεγάλη έκταση, δεδομένου ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία στην περίοδο της Τουρκοκρατίας όπως είχαμε πει και στην περίοδο της εποχής των διωγμών, στην εποχή της Αρχαίας Εκκλησίας, καταδίκασε το αυτόκλιτο μαρτύριο, καταδίκασε το αυτόκλιτο μαρτύριο τους επιπηδήσαντας θάνατο, όπως αναφέρεται στις πηγές, αυτούς δηλαδή που μόνοι τους οικειοθελώς προσέρχονταν για να ομολογήσουν τη χριστιανική τους ιδιότητα, γιατί όπως αναφέραμε, διαπιστωνόταν σε αρκετές περιπτώσεις ότι τελικά τα πρόσωπα αυτά, οι χριστιανοί αυτοί που εμφορούνταν πραγματικά από έναν ενθουσιασμό, από ένα ενθουσιαστικό φρόνημα, τελικά δεν κατόρθωναν να αντιπαρέλθουν και να αντισταθούν και να διατηρήσουν το φρόνημά τους αυτό, κάτω από τις πιέσεις, τις μεθοδεύσεις και κυρίως τους βασανισμούς στους οποίους υποβάλλονταν και τελικά αρνούνταν την πίστη τους. Ενώ δηλαδή το φρόνημά τους αρχικά ήταν ένα φρόνημα μαρτυρίου, μαρτυρίας της πίστεός τους και μαρτυρίου, τελικά κατέληγε σε ένα φρόνημα αρνήσεως της πίστεός τους. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, τόσο στην περίπτωση των αρχαίων χριστιανών, όπου έχουμε την ομάδα των Πεπτοκότων, των Λάψη, όσο και στην περίπτωση των νεότερων της περιόδου της Οικοκρατίας αρνητών της πίστεως, η Εκκλησία φρόντισε, μερίμνησε με διαφόρους τρόπους να είναι επιφυλακτική έως και αρνητική απέναντι στην εκδήλωση αυτού του ενθουσιαστικού φρονήματος, χωρίς να υφίσταται κάποιος πραγματικός λόγος, κάποια πραγματική αναγκαιότητα που να οδηγεί στην ομολογία της χριστιανικής πίστεως. Η πρώτη λοιπόν κατηγορία νεομαρτύρων είναι η κατηγορία των αυτόκλιπτων νεομαρτύρων. Η δεύτερη κατηγορία είναι η κατηγορία των νεομαρτύρων εκείνων, μια μικρή επίσης ομάδα νεομαρτύρων, που σχετίζονται με την εκδήλωση διαφόρων επαναστατικών κινημάτων ή διαφόρων πολιτικών αναταραχών που εκδηλώθηκαν για να ανατρέψουν την οθωμανική κυριαρχία. Γνωρίζουμε όπως είπαμε και στο προηγούμενο μάθημα ότι συνήθως η καταστολή τέτοιων κινημάτων οδηγούσε τους Τούρκους σε ευρείας κλίμακας βίαιους εξισλαμισμούς. Έχουμε αρκετές τέτοιες περιπτώσεις όπου μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες χριστιανών οδηγήθηκαν σε βίαιο εξισλαμισμό εξαιτίας της αποτυχίας τέτοιων επαναστατικών κινημάτων. Και στην πολύ πρόημη εκδήλωση της επαναστάσεως από τον Διονύσιο τον Μητροπολίτη Λαρίσις, τον Διονύσιο τον Φιλόσοφο στην Θεσσαλία, αλλά και στην Πελοπόννησο αργότερα όταν στις αρχές του 18ου αιώνα το 1715 η Πελοπόννησος ανακαταλαμβάνεται μετά από μια σύντομη περίοδο 30 χρόνων από το 1685 έως το 1715 Βενετοκρατίας ανακαταλαμβάνεται από τους Τούρκους. Έχουμε επίσης μια ευρείας κλίμακας προσπάθεια εξισλαμισμού των χριστιανικών πληθυσμών, δεδομένου μάλιστα ότι γνωρίζουμε από τις βενετικές πηγές ότι στην περίοδο των 38 χρόνων της Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο, οι Βενετοί με τους τοπικούς χριστιανούς αξιωματούχους προσπάθησαν και πέτυχαν τον εκχριστιανισμό πολλών Μουσουλμάνων που εγκαταβιούσαν στην Πελοπόννησο, είτε γυγενών Μουσουλμάνων, είτε εξαρχής Μουσουλμάνων, είτε και εξισλαμισμένων χριστιανών. Γι' αυτό ακριβώς τον λόγο ακολούθησε ένα εκτεταμένο κύμα εξισλαμισμού στην Πελοπόννησο το 1715, στη διάρκεια του οποίου γνωρίζουμε ότι μαρτύρησαν αρκετοί από τους χριστιανούς της Πελοπόννησου, όπως βέβαια στην πιο ώψημη αποτυχημένη επανάσταση που εκδηλώθηκε στην Πελοπόννησο, στην επανάσταση των Ορλωφικών, παρομοίως γνωρίζουμε από τις πηγές ότι καταγράφηκαν τέτοια φαινόμενα βίαιου εξισλαμισμού των χριστιανικών πληθυσμών που παρέμειναν στην Πελοπόννησο. Και γνωρίζουμε ακριβώς ότι εξαιτίας αυτών των βίαιων εξισλαμισμών αναγκάστηκαν πολλοί χριστιανοί της Πελοπόννησου να εγκαταλείψουν την Πελοπόννησο, είτε πρόσκαιρα είτε και μόνιμα και να καταφύγουν σε διάφορες άλλες περιοχές, είτε στα βενετοκρατούμενα επτάνησα, είτε στην ίδρα η οποία είχε να απέλαβε ένα ιδιαίτερο καθεστώς, ένα προνομιακό καθεστώς, ούτως ώστε να αποφύγουν τον εξισλαμισμό. Έτσι λοιπόν στη διάρκεια καταστολής αυτών των επαναστατικών κινημάτων γνωρίζουμε ότι αρκετοί χριστιανοί οδηγήθηκαν, τελικά πιέστηκαν να εξισλαμιστούν βία και τελικά ομολόγησαν, παρέμειναν σταθεροί στην ομολογία της χριστιανικής πίστης και οδηγήθηκαν στο μαρτύριο. Αυτός ο κύκλος, αυτή η ομάδα νεομαρτύρων είναι μια μικρή σχετικά ομάδα, αλλά μια διακριτή ομάδα λόγω ακριβώς του ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο αναγκάστηκαν τα πρόσωπα αυτά να μαρτυρήσουν. Χαρακτηριστική περίπτωση θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την περίπτωση του ιερομάρτυρα Σεραφείμ, του επισκόπου Φανάριο Φαρσάλων στην Θεσσαλία μετά την αποτυχημένη επανάσταση του Διονυσίου του Φιλοσόφου και αρκετές άλλες περιπτώσεις στην Πελοπόννησο όπως αναφέραμε μετά την ανακατάληψη από τους Τούρκους. Το 1715 έχουμε επίσης την εμφάνιση νεομαρτύρων όπως είναι ο Πανάγος ο Σισίνης και ο ιερομάρτυρας Χρήστος στη Γαστούνη της Πελοπόννησου για τους οποίους μάλιστα έχουμε ανακαλύφθηκε πρόσφατα ένα πολύ ενδιαφέρον εκτενές μαρτύριό τους που σχετίζεται και με την αποκάλυψη των μαρτυρικών τους λειψάνων μέσα στον τάφο τους στο ιερό βήμα του Παλαιού Ναού του Αγίου Νικολάου στην Γαστούνη της Πελοπόννησου. Η τρίτη ομάδα είναι επίσης μια ολιγομελής σχετικά ομάδα αλλά επίσης με διακριτά χαρακτηρίστικα και είναι η ομάδα των νεομαρτύρων που προέρχονται από γηγενείς μουσουλμάνους. Οι εκ μουσουλμάνων λοιπόν νεομάρτυρες, δηλαδή γηγενείς μουσουλμάνοι οι οποίοι για διαφόρους λόγους ασπάστηκαν τελικά τον χριστιανισμό και βέβαια το γεγονός ότι ασπάστηκαν τον χριστιανισμό, το γεγονός ότι αρνήθηκαν την μουσουλμανική τους πίστη οδήγησε αυτονόητα σύμφωνα και με τις επιταγές του Κορανίου και της ισλαμικής θρησκείας στον μαρτυρικό τους θάνατο, στο βίαιο τέλος της ζωής τους. Έχουμε και εδώ κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις που είναι πολύ ενδιαφέρονες όπως είναι η περίπτωση του Κωνσταντίνου του Εξαγαρινών ή και άλλων νεομαρτύρων που ακριβώς προσδιορίζονται ως Εξαγαρινών, ο Ιωάννης ο Εξαγαρινών και βέβαια έχουμε μια επίσης πολύ χαρακτηριστική περίπτωση Εξαγαρινών νεομάρτυρα ίσως την πιο χαρακτηριστική για την οποία μας έχουν σωθεί και τα περισσότερα κείμενα, την περίπτωση του Αχμεδ του Κάλφα. Την περίπτωση του Αχμεδ του Κάλφα ενός μουσουλμάνου Οθωμανού αξιωματούχου του 17ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη το μαρτύριο του οποίου καταγράφεται σε πλήθος νεομαρτυρολογικών συλλογών και όχι μόνον σε νεομαρτυρολογικές συλλογές αλλά καταγράφεται ακόμη και στα αρχεία του Οθωμανικού κράτους. Γνωρίζουμε ότι η περίπτωση του Αχμεδ του Κάλφα ή Μεχμέτ του Κάλφα ή όπως μεταφράζεται ο τουρκικός τίτλος Κάλφας σε τευτεράρης από τις ελληνικές πηγές δηλαδή ένα πρόσωπο το οποίο κατείχε μια σημαντική θέση μέσα στην Οθωμανική μεταξύ των αξιωματούχων του Οθωμανικού κράτους στην Κωνσταντινούπολη. Γνωρίζουμε λοιπόν για το πρόσωπο αυτό ότι εντυπωσιάστηκε από την αποκάλυψη της ανωτερότητας της χριστιανικής πίστης ευρισκόμενος και παρακολουθώντας την θεία λειτουργία μέσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτή η εμπειρία τον οδηγεί τελικά στην απόφαση να ασπαστεί το χριστιανισμό, να βαπτιστεί χριστιανός και να ομολογήσει αυτή τη μεταστροφή του και βέβαια τελικά στον μαρτυρικό του, στον διαποκεφαλισμού ή στον διαλυθοβολισμού κατάλληλες πηγές μαρτυρικό του θάνατο. Είπαμε ότι στην περίπτωση του Αχμέτου Κάλφα οι σχετικές πληροφορίες δεν προέρχονται μόνο από τα νεομαρτυρολογικά κείμενα, αλλά προέρχονται και από τα οθωμανικά αρχεία. Και είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό το στοιχείο δεδομένου ότι μας αποκαλύπτει μία σημαντική πτυχή της ιστορίας του οθωμανικού κράτους που αποτελούν πρόσωπα και πολλές φορές οθωμανικοί αξιωματούχοι οι οποίοι συνδέονταν με διάφορες σέκτες του Ισλάμ, δηλαδή θα μπορούσαμε να πούμε με αιρετικές ομάδες του Ισλάμ όπως ακριβώς ήταν και ο Αχμέτ ο Κάλφας ο οποίος φαίνεται ότι ανήκει σε μία τέτοια ομάδα μία ισλαμική σέκτα η οποία διακήρυται την παράδοξη διδασκαλία ότι ο Ιησούς ήταν ανώτερος από τον Μωάμεθ, από τον προφήτη Μωάμεθ. Αυτό ασφαλώς ήταν αδιανόητο για τους ορθόδοξους μουσουλμάνους, για αυτούς οι οποίοι ακολουθούσαν την παραδεδομένη πίστη του Ισλάμ, την παραδεδομένη διδασκαλία του Ισλάμ και ασφαλώς το να προβάλλεται ο Χριστός ο οποίος βέβαια είναι ένα πρόσωπο που καταγράφεται και μέσα στο Κοράνιο ως ένας προφήτης υποδέστερος όμως του προφήτη Μωάμεθ. Το να καταγράφεται λοιπόν μία τέτοια διδασκαλία που να προβάλλει την ανωτερότητα του Χριστού σε σχέση με τον Μωάμεθ, ασφαλώς γίνεται αντιληπτό ότι οδηγούσε τον αυτόν ο οποίος την εξέφερε, τον κατέτασε στους βλάσφημους εκείνους οι οποίοι οδηγούνταν σε βίαιο θάνατο, σε βίαιο θανάτωση. Είναι πιθανόν η ομάδα αυτή, αυτή η ερετική σέκτα, η ισλαμική σέκτα να έχει απαρχές, δεν έχουμε αρκετά στοιχεία από την μέχρι τώρα έρευνα, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι είχε κάποιες απαρχές ή είχε κάποια σχέση με το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού, δηλαδή με το γεγονός ότι πάρα πολύ αξιωματούχοι του αθωμανικού κράτους προέρχονταν από χριστιανικούς πληθυσμούς που εξισλαμίστηκαν, που αναγκάστηκαν είτε βία είτε εκουσίως οδηγήθηκαν στο εξισλαμισμό και βέβαια κάτω από ένα τεχνητό μανδία διατηρούσαν την πίστη τους, την πατρογονική τους πίστη στον Χριστό και τελούσαν μάλιστα και τα της εκκλησιαστικής πράξεως και ζωής. Η τέταρτη και πιο πολυπληθής ομάδα μέσα στον κύκλο των νεομαρτήρων είναι η ομάδα των λεγόμενων εξαρνησηχρίστων νεομαρτήρων. Είναι πραγματικά η πολυπληθέστερη ομάδα και εάν κατατάξουμε τους έως σήμερα γνωστούς νεομάρτυρες στις τέσσερις αυτές κατηγορίες θα διαπιστώναμε ότι ενδεχομένως το 80 με 90% των γνωστών νεομαρτήρων ανήκουν ακριβώς σε αυτήν την ομάδα, σε αυτήν την κατηγορία, στην κατηγορία των πρώην αρνησηχρίστων. Σχετίζεται η ομάδα αυτή ακριβώς με το φαινόμενο του εξισλαμισμού πάρα πολλών χριστιανών που είναι ένα διαρκές φαινόμενο. Ο εξισλαμισμός των χριστιανικών πληθυσμών ή μεμονωμένων χριστιανών δεν αποτελούσε ένα μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά αποτελούσε ένα συνεχές φαινόμενο που όπως είπαμε εντασσόταν σε αυτόν τον ζήλο των φανατικών μουσουλμάνων να μεταστρέψουν κάποιον χριστιανό ή κάποιους χριστιανούς στο Ισλάμ. Έτσι γι' αυτόν ακριβώς το λόγο και κάτω από το πλαίσιο αυτό και τις αφορμές αυτές που είπαμε υπό τις οποίες εκδηλωνόταν τελικά η αναγκαιότητα να μαρτυρήσουν, να ομολογήσουν την χριστιανική τους πίστη και να ομολογήσουν και να μαρτυρήσουν το αίμα τους τελικά οι νεομάρτυρες, κάτω από αυτό το πλαίσιο οδηγούνταν αρχικά πολλοί από αυτούς ακούσια ή εκούσια στη μεταστροφή τους στο Ισλάμ, στην εξομοσία. Οι περισσότεροι ασφαλώς από αυτούς παρέμειναν εξομώτες, πολλές φορές η εξομοσία συνδέεται με προσωπικά συμφέροντα με την αναγκαιότητα, με την ανάγκη να επιβιώσουν και να μη ειστεριθούν τα προνόμια τα οποία πολλές φορές είχαν προνόμια είτε υλικά είτε αξιωμάτων, η περιουσία την οποία πολλές φορές είχαν και η οποία έμπαινε στόχος, αποτελούσε στόχο διαφόρων μουσουλμάνων που πολλές φορές συκοφαντώντας τους χριστιανούς που είχαν κάποια περιουσία, συκοφαντώντας τους ότι είχαν ασπαστεί, είχαν δεχθεί να ασπαστούν το Ισλάμ τελικά πετύχαιναν να τους οδηγήσουν είτε στην εξομωσία είτε στον μαρτυρικό θάνατο και θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο κύκλος των αρνησυχρήστων μεταξύ των πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν, ο αριθμός των αρνησυχρήστων ήταν πάρα πολύ μεγάλος μεταξύ όμως αυτών των αρνησυχρήστων ασφαλώς υπήρχαν αρκετοί ένας αντιευκρινιστος αριθμός οι οποίοι για συνειδησιακούς λόγους αποφάσιζαν τελικά να επιστρέψουν μεταμελούνταν για αυτή την εξομωσία τους και αποφάσιζαν να επιστρέψουν στην πρότερη κατάστασή τους δηλαδή να επιστρέψουν στον χριστιανισμό και στην επιλυσία. Το φαινόμενο αυτό ασφαλώς δεν είναι ένα φαινόμενο που καταγράφεται στην εποχή της Τουρκοκρατίας. Καταγράφεται από την πρώτη στιγμή που εμφανίζεται με αυτόν τον επιθετικό τρόπο και εισβάλλει στις βυζαντινές επαρχίες αυτή η επιθετική κατεξοχή θρησκεία το Ισλάμ. Από τη στιγμή λοιπόν που εισβάλλει το Ισλάμ στις διάφορες βυζαντινές επαρχίες εμφανίζεται ακριβώς αυτό το φαινόμενο των αρνησηχρίστων. Και παράλληλα εμφανίζεται και το αντίστροφορεύμα, δηλαδή η επιθυμία αρκετών αρνησηχρίστων να επιστρέψουν στην πρώτερη πνευματική κατάσταση, δηλαδή να επιστρέψουν στην χριστιανική πίστη. Η επιστροφή αυτή δεν ήταν μια απλή πράξη. Το γνωρίζουμε αυτό από την αρχαία ιστορία της Εκκλησίας. Ήδη αναφερθήκαμε στην περίπτωση των λάψη, των πεπτοκότων της αρχαίας Εκκλησίας, οι οποίοι αιτίθεντο σε ένα ιδιαίτερο θα μπορούσαμε να πούμε πνευματικό καθεστώς μετάνοιας και τελικά αποδοχής αυτής της μετάνοιας με έναν επίσημο τρόπο επεκκλησίας και εισδοχής τους και πάλι σε ένα πλαίσιο μίας ποινής απέναντι στα πρόσωπα αυτά, μίας περιορισμένης ποινής απέναντι στα πρόσωπα αυτά. Κατά παρόμοιο τρόπο διαπιστώνουμε ότι και στη Βυζαντινή εποχή, ιδίως από τη Μεσοβυζαντινή περίοδο και μετά, διαπιστώνεται ακριβώς η διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης πράξεως για την αποδοχή αυτών όλων των προσώπων των αρνησυχρήστων. Μία πράξη η οποία αποτυπώνεται σε αρκετές πρόημες πηγές και η οποία καταγράφεται μάλιστα στις λειτουργικές συλλογές της εκκλησίας και ιδιαίτερα στα βυζαντινά ευχολόγια. Είναι αυτή η πράξη η οποία σχετίζεται με τους πρώην αρνησαμένους και ήτα επιστρέψαντας στην Αγία του Χριστού αμόμητον πίστην. Είναι μια τυπική διάταξη που ακολουθεί ένα συγκεκριμένο λειτουργικό τυπικό που προέβλεπε μια μακρά περίοδο πνευματικής προετοιμασίας μέσα από την οποία δηλωνόταν αυτή η έμπρακτη μετάνοια των αρνησηχρίστων που με νηστεία, με έντονη προσευχή, με συμμετοχή στις λατρευτικές συνάξεις και τέλος με την λήψη και πάλι του χρήσματος όχι του βαπτίσματος το οποίο θεωρείται το οποίο κατά τη δασκαλία της εκκλησίας είναι ανεξάλλειπτο δηλαδή ακόμη και μετά την άρνηση της χριστιανικής πίστεως διατηρούσαν την ταυτότητα της χριστιανική αυτή που είχαν λάβει κατά την τέλεση του μυστηρίου του βαπτίσματος τους αλλά με την επανάχρηση τους με το χρήσμα λοιπόν μοιρώνονταν και πάλι οι αρνησίχριστοι διαβάζονταν οι λαστικές ευχές κάποιες λαστικές ευχές και έτσι γίνονταν και πάλι δεκτοί μέσα στην εκκλησία αυτό είναι ένα πλαίσιο όπως είπαμε λειτουργικό πλαίσιο που αναπτύσσεται από τη μεσοβυζαντινή εποχή και που μάλιστα σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές αποδόθηκε δεν γνωρίζουμε αν πράγματι προέρχεται αλλά σίγουρα αποδόθηκε στο πρόσωπο του πατριάρχη Μεθοδίου του πρώτου του ομολογητή δηλαδή στα μέσα του 1ου αιώνα ο Μεθόδιος ο πρώτος όπως γνωρίζουμε είναι ο πατριάρχης εκείνος ο οποίος πατριάρχευσε στο τέλος της οικονομαγικής περιόδου και είναι ο πατριάρχης ο οποίος με την Αυγούστα Θεοδόρα επανέφερε την Ορθοδοξία με τον επίσημο αυτό τρόπο την εκφώνηση του περίφημου συνοδικού της Ορθοδοξίας. Στον πατριάρχη λοιπόν Μεθόδιο τον πρώτο τον ομολογητή αποδίδεται αυτή η τυπική διάταξη για τους πρώην αρνησαμένους και ή τα επιστρέψαντας στην βυζαντινή εκκλησία. Και αυτή η παράδοση συνεχίστηκε και στους μεταγενέστερους αιώνες σε όλη τη βυζαντινή εποχή αλλά και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας ακόμη και ως τον 19ο αιώνα. Όταν καταγράφονται τέτοιες περιπτώσεις αρνησηχρίστων οι οποίοι έγιναν και πάλι δεκτοί στην Ορθόδοξη εκκλησία μέσα όμως ακολουθώντας αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο, το προδιαγεγραμμένο αυτό λειτουργικό πλαίσιο που είχε χαρακτεί κατά τη βυζαντινή περίοδο. Αυτό όμως δεν ήταν μόνον αρκετό. Διαπιστώνουμε και είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό ότι αρκετοί από τους αρνησηχρίστους δεν θεωρούσαν συνειδησιακά επαρκές το να επιστρέψουν, να λάβουν το χρίσμα, να διαβαστούν οι ελαστικές ευχές, να μετανοήσουν με μια περίοδο έντονης προσευχής και μετάνοιας. Αλλά πολλοί από αυτούς τίπτονταν όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά από τη συνείδησή τους για το αμάρτημα της εξωμώσεως, της αγνίσεως του Χριστού και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο επιθυμούσαν να ομολογήσουν και πάλι την πίστη τους στο όνομα του Χριστού, την επαναφορά τους στην πρότερη κατάσταση τους, ενώπιον των προσώπων εκείνων, των μουσουμάνων εκείνων οι οποίοι σχετίζονταν με την εξωμωσία τους. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι μια τέτοια πράξη επέφερε αυτόματα την θανατική τους καταδίκη. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο έχουμε την τόσο μεγάλη ανάπτυξη αυτού του φαινομένου των εξαρνησιχρίστων νεομαρτύρων. Πάρα πολλοί από τους αρνησιχρίστους, οι οποίοι επανέρχονταν στην εκκλησία, τελικά θεωρούσαν ως τον τρόπο της απόλυτης μετάνοιας και της απόλυτης επιστροφής στην Ορθόδοξη πίστη την ομολογία και πάλι ενώπιον των διοκτών τους. Γι' αυτό και επέστρεφαν ακριβώς στον τόπο εκείνο, στην πόλη εκείνη και στο σημείο εκείνο που μπορούσε να ήταν ένα τζαμί, μπορούσε να ήταν ένα δημόσιο κτίριο του Οθωμανικού κράτους, όπου είχαν αρνηθεί την χριστιανική τους πίστη και είχαν εξομώσει και εκεί ενώπιον πολλές φορές και των ίδιων προσώπων που σχετίζονται με την εξομωσία τους ή άλλων μουσουλμάνων, ομολογούσαν ότι αυτοί που πριν είχαν αρνηθεί την πίστη τους και είχαν τουρκέψει, επέστρεφαν και πάλι στην εκκλησία με αποτέλεσμα να συλλαμβάνονται, να ανακρίνονται, να βασανίζονται και τελικά οι πρώην αυτοί εξομώτες, οι πρώην αυτοί αρνησίχριστοι να καταδικάζονται σε μαρτυρικό θάνατο. Είπαμε ότι αυτή η κατηγορία νεομαρτύρων αποτέλεσε την πιο πολυάριθμη ομάδα νεομαρτύρων αλλά και την ομάδα εκείνη που θα μπορούσαμε να πούμε ότι δημιούργησε τον μεγαλύτερο προβληματισμό και μέσα στην ίδια την εκκλησία. Αυτό μάλιστα το φαινόμενο βλέπουμε ότι εντάθηκε προϊόντος του χρόνου και κατά τα τέλη του 18ου και της αρχές του 19ου αιώνα οδήγησε σε μια διένεξη μέσα στους κόλπους της εκκλησίας. Υπήρχαν δηλαδή εκείνα τα πρόσωπα, οι εκκλησιαστικοί εκείνοι λόγοι, οι εκκλησιαστικοί εκείνοι αξιωματούχοι, οι οποίοι θεωρούσαν ότι πράγματι η απόλυτη μετάνοια επερχόταν η πλήρηση τελεία μετάνοια και η τελεία αγάπη προς τον Χριστό. Επιμαρτυρούνταν μόνο από την ομολογία και πάλι της χριστιανικής πίστης των πρώην αρνησηχρίστων. Σε αυτό το πλαίσιο τοποθετήθηκε μία συνειδητή και επί μακρών προσπάθεια που καταβλήθηκε από τους κολυβάδες για να προασπιστούν ιδιαίτερα την λειτουργική μνήμη των εξαρνησηχρίστων νεομαρτύρων. Δεδομένου ότι καταγράφεται στις σχετικές πηγές ότι υπήρχαν κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι ανθισβητούσαν την αγιότητα αυτών των προσώπων. Θεωρούσαν ότι ήταν μία υπέρβαση, μία υπέρβαση της εκκλησιαστικής τάξης, την οποία υποστήριζαν αρκετά εκκλησιαστικά πρόσωπα και η οποία βέβαια όπως είπαμε ήταν παγιωμένη μέσα στην εκκλησιαστική πράξη, δηλαδή ότι υπερέβαιναν την πράξη της εκκλησίας, η οποία προέβλεπε ακριβώς όπως είπαμε την τέλεση αυτής της ιδιαίτερης τυπικής λειτουργικής διάταξης και την χρήση με Άγιο Μύρο και την ανάγνωση από τους ιερείς των ηλαστικών ευχών. Η υπέρβαση λοιπόν αυτή θεωρούνταν ότι δεν διασφάλιζε για τα πρόσωπα αυτά την αγιότητά τους και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο υπήρχαν όπως είπαμε χριστιανοί οι οποίοι ανθισβήτησαν την αγιότητα αυτών των προσώπων και ανάγκασε ιδιαίτερα τους κολυβάδες σχεδόν θα μπορούσαμε να πούμε όλα τα πρόσωπα τα οποία ανήκαν στον κύκλο των κολυβάδων να προασπιστούν με ιδιαίτερα έντονο τρόπο την αγιότητα των εξαρνησηχρήστων νεομαρτύρων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πιο μαχητική ως προς το ζήτημα αυτό ήταν ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και γι' αυτό στα σχετικά κείμενα τα οποία συνέγραψαν επανέρχονται στο θέμα αυτό της προβολής της λειτουργικής τιμής των χριστιανών που ήταν πρώην αρνησίχριστοι και είχαν μαρτυρήσει της λειτουργικής τους λοιπών τιμής ως πραγματικών νεομαρτύρων. Από τις σχετικές πηγές διαπιστώνουμε ότι το φαινόμενο αυτό γνώρισε ιδιαίτερη έξαρση στα τελευταία χρόνια του 18ου αιώνα και στις αρχές στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι μας έχει σωθεί μια επιστολή που αφορά στο ζήτημα αυτό της προάσπισης της τιμής των εξαρνησηχρήστων νεομαρτύρων, μια επιστολή του Αγίου Αθανασίου του Παρίου που χρονολογείται το 1801 όταν ο Αθανασίος ο Πάριος βρισκόταν στη Χίο και σχετίζεται ακριβώς με μια τοπική έρηδα μεταξύ κάποιων χριστιανών της Χίου οι οποίοι αμφισβητούσαν ότι ήταν αληθείς μάρτυρες της εκκλησίας, κάποιοι αρνησίχριστοι που είχαν, μάλιστα γνωρίζουμε ότι είχαν προετοιμαστεί πνευματικά από πρόσωπα του κύκλου των κολυβάδων για το μαρτύριο και είχαν μαρτυρήσει και τιμώνταν πλέον ως νεομάρτυρες. Έτσι λοιπόν ο Αθανασίος ο Πάριος συνέταξε μια σχετική επιστολή για να αντιμετωπίσει αυτό το θέμα και περιγράφει αυτό το φαινόμενο όπως και καταγράφει τις εκκλησιαστικές παραμέτρους αυτού του φαινομένου σε μια επιστολή που έστειλε πιθανότατα όπως υποστηρίζεται από τους εκδότες αυτής της επιστολής, τον καθηγητή Βασίλειο Ψεφτογκά και τον καθηγητή Παντελή Πάσχο απευθύνεται στον μαθητή του Αθανασίου του Παρίου τον Νικηφόρο τον Χίο που επίσης διαπιστώνουμε ότι είναι ένας από τα πρόσωπα εκείνα τους μαθητές των κολυβάδων που επίσης επέμειναν στο θέμα αυτό της προβολής και της πλαισίωσης μέσα σε ένα λειτουργικό πλαίσιο της μνήμης των πρώην αρνησηχρίστων. Είπαμε ότι την ίδια περίοδο υπήρχε μία αντίστροφη εκτίμηση αυτού του φαινομένου και από εκκλησιαστικούς αξιωματούχους είναι ο Πατριάρχης Καλίνικος ο Εξαγοράς, ο Καλίνικος ο Τρίτος ο Εξαγοράς στα τέλη του επίσης του 18ου αιώνα ο οποίος σε μία επιστολή του προς κάποιο ιερομόναχο παρθένιο ασχολείται με το ίδιο θέμα δηλαδή το ζήτημα της αποδοχής των αρνησηχρίστων της επιστροφής των πρώην αρνησηχρίστων στην εκκλησία και τονίζω ότι είναι αρκετά τα όσα προβλέπονται από την ισχύουσα εκκλησιαστική πράξη από την πράξη της εκκλησίας σε σχέση με αυτό το τυπικό πλαίσιο που προδιαγράψαμε. Οι κολυβάδες όμως διαπιστώνουμε ότι υποστήριξαν με θέρμη την τέλεια μαρτυρία της πίστεως των πρώην αρνησηχρίστων και προσπάθησαν να την επενδύσουν και μέσα σε ένα θεωρητικό, θεολογικό πλαίσιο και γι' αυτό ακριβώς τον λόγο επανέρχονται στο ζήτημα της τιμής των εξαρνησηχρίστων νεομαρτύρων σε αρκετά έργα τους. Θα μνημονεύσουμε καταρχήν το νεομαρτυρολόγιο. Το νεομαρτυρολόγιο στο οποίο θα αναφερθούμε σε ένα από τα επόμενα μαθήματά μας είναι ακριβώς μια τέτοια συλλογή νεομαρτυρολογικών κειμένων εκ των οποίων τα περισσότερα αναφέρονται σε εξαρνησηχρίστων νεομάρτυρες. Επομένως, ήδη με την ενσωμάτωση ενός μεγάλου αριθμού εξαρνησηχρίστων νεομαρτύρων μέσα στο νεομαρτυρολόγιο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι επισημοποιούνταν η τιμή των εξαρνησηχρίστων νεομαρτύρων. Αλλά ιδιαίτερα θα έπρεπε να μνημονεύσουμε την αναφορά των συντακτών του νεομαρτυρολογίου, πιθανότατα του Αγίου Νικόδημου του Αγιορίτου, αλλά και του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά, στο προήμιο του νεομαρτυρολογίου, που είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο για το οποίο θα κάνουμε λόγο σε ένα από τα επόμενά μας μαθήματα, στην αναγκαιότητα να τιμηθούν ως Άγιοι και ότι είναι εξάπαντος Άγιοι ή πρώην αρνησίχριστοι που προσέρχονταν στην ομολογία της χριστιανικής πίστος και στο μαρτύριο. Έτσι λοιπόν, στο πλαίσιο της ανάπτυξης αυτού του θεωρητικού υπόβαθρου για τους εξαρνησιχρίστων νεομάρτυρες, οι συντάκτες του νεομαρτυρολογίου επικαλούνται διάφορους κανόνες, όπως είναι ένας κανόνας του Πέτρου Αλεξανδρίας που ακριβώς υποστηρίζει το στοιχείο αυτό της τελείας, ότι δεικνύουν την τελεία αγάπη προς τον Χριστό αυτοί οι οποίοι είχαν εξομώσει και στη συνέχεια πάλι ομολόγησαν και με το μαρτύριό τους επισφράγησαν με αυτόν τον τέλειο τρόπο την αγάπη τους προς τον Χριστό. Και βέβαια επικαλούνται τις περιπτώσεις πάρα πολλών πρώην αρνησιχρίστων οι οποίοι είχαν συνέχεια ομολογήσει την πίστη τους στο Χριστό και μαρτύρισαν στην παλαιά ιστορία της εκκλησίας, ξεκινώντας από την πιο χαρακτηριστική περίπτωση αρνησιχρίστου που ήταν ο ίδιος ο μαθητής του Χριστού ο Πέτρος, ο κορυφαίος Απόστολος Πέτρος, είχε αρνηθεί όπως μαρτυρείται στα γεγονότα του πάθους του Χριστού στα Ευαγγέλια είχε αρνηθεί τρεις φορές τον Χριστό λέγοντας ότι δεν γνωρίζει ουκ είδα τον άνθρωπο. Ωστόσο ο κατεπανάληψης αρνητής του Χριστού ο Πέτρος εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους Απόστολους, τον πρωτοκορυφαίο Απόστολο του Χριστού, πάνω στον οποίο ο Χριστός είπε ότι θα οικοδομήσει την εκκλησία του και ασφαλώς σε έναν από τους κορυφαίους μάρτυρες της χριστιανικής πίστεως στην εκκλησία της Ρώμης. Βέβαια αναφέρονται και άλλες περιπτώσεις του Ιακώβου του Πέρσι, του Παγχάριου, του μάρτυρος του Μύρακος και άλλων μαρτύρων που είχαν αρχικά αρνηθεί την πίστη τους και στη συνέχεια ομολόγησαν και μαρτύρησαν την χριστιανική τους πίστη. Εκτός από το προήμιο του νέου μαρτυρολογίου, παρόμοιες αναφορές στο φαινόμενο των εξαρνησηχρίστων νεομαρτύρων και στην προάσπιση των εξαρνησηχρίστων νεομαρτύρων, βλέπουμε εκτός από την επιστολή αυτή του Αγίου Αθανασίου του Παρίου και στο προήμιο στην προαναφώνηση που συνέταξε ο Αθανασίος ο Πάριος για την συλλογή του νέου λιμοναρίου, που όπως είπαμε είναι μια συλλογή στην οποία περιλήφθηκαν όχι μόνο τα μαρτύρια αρχαίων μαρτύρων αλλά και νέων μαρτύρων που επίσης αρκετοί από αυτούς ήταν εξαρνησηχρίστων νεομάρτυρες. Επανελαμβάνει λοιπόν αυτή την επιχειρηματολογία και στο προήμιο του νέου λιμοναρίου ο Αθανασίος ο Πάριος, όπως επίσης επαναλαμβάνεται αυτή η επιχειρηματολογία και στο προήμιο του εκτενούς μαρτυρίου του Κωνσταντίνου του Ιδρέου, που είναι ένα κείμενο που αποδίδεται είτε στον Αθανασίος τον Πάριο είτε στον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορίτη. Και βέβαια θα έπρεπε να αξίζει να αναφέρουμε ότι στο πλαίσιο αυτό ο μαθητής του Αγίου Αθανασίου του Παρίου ο Νικηφόρος Οχίος συνέταξε και οι δικές ευχές υπέρ του ενεργία εναθλούντος. Που είναι ευχές οι οποίες ενσωματώθηκαν μέσα σε μια ακολουθία που τελούνταν ενώ κάποιος νεομάρτυρας εξ αρνησίχριστον, κάποιος χριστιανός πρώην αρνησίχριστος οδηγούνταν στο μαρτύριο προς ενίσχυση δια της προσευχής αυτής και των ευχών αυτών που είχαν συνταχθεί από τον Νικηφόρο τον Χίο υπέρ ενισχύσεως του ενεργία εναθλούντος. Δηλαδή τη στιγμή που είχε φυλακισθεί, που βασανιζόταν και που επρόκειτο να οδηγηθεί στο μαρτύριο. Αυτό λοιπόν το πλαίσιο θα μπορούσαμε να πούμε ότι απασχόλησε ιδιαίτερα το ζήτημα της τιμής των εξ αρνησίχριστον νεομαρτύρων, της πολυπληθέστερης όπως είπαμε ομάδος νεομαρτύρων, απασχόλησε ιδιαίτερα την εκκλησία και βέβαια κατέληξε με την πανηγυρική τιμή των εξ αρνησίχριστον νεομαρτύρων μέσα σε ένα πλαίσιο αθόρμητης τιμής τους από την εκκλησία όπως τονίζει ο Άγιος Αθαναίος ο Πάριος, ο οποίος σημειώνει στην επιστολή του προς τον Νικηφόρο τον Χείο ότι δεν απαιτείται κανονική διάγνωση από την εκκλησία, από τη μεγάλη του Χριστού εκκλησία, δηλαδή ότι δεν απαιτούνταν κάποια συνοδική πράξη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφού πάντοτε οι μάρτυρες αυτομάτως χωρίς την ανάγκη τέτοιας κανονικής διαγνώσεως τιμώνταν ως Άγιοι από την Ορθόδοξη Εκκλησία, από τους αρχαίους χρόνους ως την εποχή του. Δηλαδή σε όλη την περίοδο της τουκοκρατίας δεν είχε προκύψει αναγκαιότητα και για λόγους ασφάλειας του Οικουμενικού Πατριαρχείου είχαν εκδοθεί τέτοιες συνοδικές πράξεις. Τέτοιες πράξεις έχουμε αρκετά μεταγενέστερα, βέβαια έχουμε και κατά την περίοδο ακόμη της οθωμανικής κυριαρχίας, όπως είναι η σχετική συνοδική πράξη που είχε εκδόσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1838 για την πάνδημη τιμή του νεομάρτυρα Γεωργίου, του εν Ιωαννίνης του Γεωργίου, του γνωστού Αγίου Γεωργίου του Φουστανελά, που είχε μαρτυρήσει λίγο καιρό νωρίτερα πριν την έκδοση αυτής της πράξεως στα Ιωάννινα. Έτσι λοιπόν τονίζεται ακριβώς αυτό το στοιχείο της αμεσότητας της τιμής ως Αγίων τον εξαρνηση Χριστό νεομαρτύρων και βέβαια ο Άγιος Αθανέος ο Πάριος αναφέρεται και σε μία συνοδική πράξη που είχε εκδοθεί από τον Πατριαρχη Γρηγόριο τον Πέμπτο και ρύθμιζε τα ζητήματα αυτά τις έρηδες αυτές που είχαν προκύψει επί του Μητροπολίου του Χείου Διονυσίου στην Χείο, αλλά δυστυχώς αυτή η Πατριαρχική πράξη του Γρηγορίου του Πέμπτου δεν έχει εντοπιστεί ακόμη, θεωρείται απολεστίσα. Αυτές λοιπόν οι τέσσερις ομάδες συγκροτούν τον κύκλο των νεομαρτυρολογικών κειμένων, συγγνώμη τον κύκλο των νεομαρτύρων της Εκκλησίας, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας όπως σημειώσαμε. Αναφέραμε τώρα και στο προηγούμενο μάθημα ότι τις πληροφορίες, τα στοιχεία που διαθέτουμε για τους νεομάρτυρες σήμερα τις αντλούμε από ειδικά κείμενα, μαρτύρια, κείμενα που έχουν μαρτυρικό χαρακτήρα, που συγγράφηκαν από χριστιανούς συγγραφείς, κυρίως συνήθως από λόγιους συγγραφείς, που γνώρισαν είτε είχαν αυτοψία των μαρτυρίων είτε εξακοείς είχαν πληροφορηθεί για τους μάρτυρες και συγκρότησαν μάλιστα όπως θα δούμε και κάποιες σχετικές συλλογές. Έτσι λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε πηγή για τους νεομάρτυρες, την κυριότερη πηγή της νεομαρτυρολογικής γραμματείας, την αποτελούν τα μαρτύρια δηλαδή τα νεομαρτυρολογικά, τα καθαυτόπεζα νεομαρτυρολογικά κείμενα, τα μαρτύρια των νεομαρτύρων. Εκείνο το οποίο θα πρέπει όμως να σημειώσουμε είναι ότι κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας τα κείμενα αυτά σε μεγάλο βαθμό δεν εφανίζονται αυτοτελώς ως πεζά μονοκείμενα, ως πεζές μονοδιοηγήσεις, αλλά πολύ συχνά συνοδεύονται και από τη σύνθεση σχετικών υμνογραφικών κειμένων. Έτσι έχουμε δηλαδή την επιβίωση, την διάσωση και την διάχυση αυτών των κειμένων, των πεζών δηλαδή μαρτυρίων για τους νεομάρτυρες, όχι ως αυτοτελών κειμένων αλλά ως υμναγεολογικών συνθέσεων που αποτελούνται από την υμνογραφική σύνθεση, δηλαδή την ακολουθία των νεομαρτύρων που ψαλόταν συνήθως κατά την ημέρα της μνήμης των νεομαρτύρων στις τοπικές εκκλησίες και που και με την ενσωμάτωση μέσα σε αυτήν την ευρύτερη υμνογραφική σύνθεση των σχετικών αυτών αγεολογικών κειμένων δίκης συναξαρίου ή την ύπαρξη πολλές φορές αναλλακτικά και συναξαρίου αλλά και του εκτενούς κειμένου ή εκτενούς μαρτυρίου που επίσης ακολουθούνταν, συνοδευόταν και από ένα εγκωμιαστικό κείμενο που αναγιγνωσκόταν προς τιμήν των νεομαρτύρων. Έχουμε λοιπόν την προβολή και όπως θα δούμε από τα πιο πρόημα νεομαρτυρολογικά κείμενα αυτών των σύνθετων υμνοαγεολογικών κειμένων με τη μορφή των ακολουθειών που ακριβώς στόχευε στο να διαδοθεί και να επιβιώσει και να διαχυθεί η τιμή των νέων μαρτύρων δεδομένου ότι αυτή η τιμή των νεομαρτύρων δεν μπορούσε να εισέλθει στις ήδη διαμορφωμένες μυνολογιακές συλλογές ή στις συλλογές των μηναίων των ακολουθειών δηλαδή των αγίων που ψάλλονταν κάθε μέρα στην εκκλησία. Τη δυνατότητα αυτή την είχαν όμως οι τοπικές κοινότητες να την πραγματοποιήσουν με τη χρήση αυτών των ακολουθειών οι οποίες ονομάζονται και φυλάδες επειδή ήταν συνήθως ολιγοσέληδα χειρόγραφα ή και έντυπα αργότερα στην διάρκεια της τουκοκρατίας έντυπες ακολουθίες με τα ημνογραφικά κείμενα και τα γεωλογικά κείμενα για τους νεομάρτυρες της κάθε μιας εποχής που πολλές φορές ανάλογα με την διάδοση που γνώρισε η τιμή τους επαναλαμβάνονταν αυτές οι εκδόσεις ή κυκλοφορούσαν σε περισσότερα χειρόγραφα ή σχετικές ακολουθίες των νεομαρτύρων. Έτσι λοιπόν έχουμε καταρχήν τα μαρτύρια τα καθαυτόπεζα νεομαρτυρολογικά κείμενα που πολλές φορές έχουν μιμούνται ως προς τη λογοτεχνική τους δομή τα αρχαία μαρτύρια της εκκλησίας ή τα μαρτύρια των νεομαρτύρων του Βυζαντίου. Έχουμε τα εγκωμιαστικά εκείνα κείμενα τους πανηγυρικούς λόγους που συγγράφονταν και εκφωνούνταν προς τιμή των νεομαρτύρων κατά την ημέρα της μνήμης τους και έχουμε βέβαια και όπως είπαμε τις υμνογραφικές συνθέσεις, κανόνες που συγκροτούσαν μια ευρύτερη υμνογραφική σύνθεση την ακολουθία των νεομαρτύρων ή και παρακλητικούς κανόνες συμπληρωματικά που συμπλήρωναν αυτή την ακολουθία και την έκαναν πιο πανηγυρική και μεγαλύτερη σε χρόνο. Και βέβαια έχουμε και αρκετά άλλα κείμενα τα οποία επίσης έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για τη νεομαρτυρολογική γραμματεία όπως είναι μια άλλη πολύ σημαντική πηγή για τους νεομάρτυρες που είναι τα περιηγητικά κείμενα. Δεδομένου ότι για αρκετούς νεομάρτυρες δεν μας έχουν σωθεί τέτοιες συγγραφές νεομαρτυρολογικές, πεζές ή αίμετρες, αλλά μας έχουν σωθεί αναφορές στα μαρτύρια τους σε διηγήσεις σε κείμενα τα οποία προέρχονται από ξένους συνήθως περιηγητές. Δηλαδή από δυτικούς συνήθως είτε ιεραποστόλους είτε πρόσωπα που ανήκαν στο φαινόμενο αυτό το περιηγητικό που επισκέπτονταν την Ανατολή και έτυχε την Οθωμανική Ανατολή να παρευρίσκονται ή να λάβουν πληροφορίες για το μαρτύριο κάποιων χριστιανών μαρτύρων. Αυτό λοιπόν το μαρτύριο το κατέγραφαν στις περιηγήσεις τους, στις περιηγητικές πολλές φορές επιστολές ή στις αναφορές που έστελναν οι παππικοί μησιονάροι στις εκκλησίες τους εξιστορώντας ακριβώς πολλές φορές και με λεπτομέρεια το μαρτύριο των χριστιανών νεομαρτύρων της Ορθόδοξης Ανατολής. Στις Καθημάς Ανατολής και δίνοντας στοιχεία πολύ σημαντικά που σχετίζονταν με το μαρτύριο αυτών των χριστιανών και μάλιστα πολλές φορές καταλήγοντας στην διαπίστοση ότι και στην Ανατολή παρέμενε ζωντανή η πίστη στον Χριστό. Σε αντίθεση δηλαδή με αυτή την επίσημη εκδοχή της διδασκαλίας της Δυτικής Εκκλησίας των δυτικών μησιονάριων οι οποίοι όπως είπαμε σε προηγούμενο μάθημα υποστήριζαν και προσπαθούσαν να τεκμηριώσουν την δογματική απόκλειση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο γεγονός ότι δεν είχε να αναδείξει νέους αγίους. Αντίθετα μέσα από τα κείμενα αυτά ακόμη και από τα κείμενα των δυτικών όπως είπαμε περιγητών και των δυτικών ιεραποστόλων διαπιστωνόταν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθούσε να γεννά νέους αγίους μέσα από αυτούς τους νέους χριστιανούς μάρτυρες, το μαρτύριο των οποίων όπως είπαμε πολλές φορές πληροφορούνταν ή γίνονταν άμεση μάρτυρες αυτού του μαρτυρίου ή ξένοι αυτοί περιηγητές και χριστιανοί ιεραπόστολοι. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις θα μπορούσαμε να αναφέρουμε αρκετές. Θα περιοριστούμε στην περίπτωση για παράδειγμα του μαρτυρίου του Δημητρίου από τη Σαμαρίνα του Εξαμαρίνης, το οποίο είναι γνωστό, μας έχει διασωθεί στις περιηγήσεις του Πουκεβίλ, αυτού του Γάλλου περιηγητή και σπουδαίου αξιωματούχου, ο οποίος υπήρξε παρόν στα Ιωάννινα όταν μαρτύρησε ο Δημητρίος ο Εξαμαρίνης. Όπως επίσης και άλλων νεομαρτύρων του Αθανασίου του Εξμύρνης ή του Μάρκου και άλλων προσώπων που μαρτύρησαν σε διάφορες περιοχές και που τα μαρτύρια τους μας έχουν σωθεί από τέτοιες περιηγήσεις. Στο πλαίσιο αυτό είχαμε αναφέρει στο προηγούμενο μάθημα και την περίπτωση ακόμη του Κωνσταντίου του Ρώσου, του Ιερομάρτυρα, του Ρώσου αυτού εφημερίου της Κωνσταντινούπολης, το μαρτύριο του οποίου μας διασώθηκε από τις περιηγήσεις, γραμμένες στην ιταλική γλώσσα, περιηγήσεις ενός Κερκυραίου περιηγητή του Μάρκου Κασαίτη, που διασώζουν σε μια πιο λεπτομερή εκδοχή το μαρτύριο του Κωνσταντίου του Ρώσου σε σχέση με το μαρτύριο του αυτό το οποίο ενσωματώθηκε, σώθηκε στις χειρόγραφες νεομαρτυρολογικές συλλογές και ενσωματώθηκε και στο νέο μαρτυρολόγιο. Επίσης θα πρέπει να σημειώσουμε ότι εκτός από τις περιηγητικές πηγές κάποιες φορές πολύτιμος μάρτυρας είναι όπως είπαμε και τα ίδια τα Οθωμανικά Αρχεία. Το Οθωμανικά Αρχεία θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια ακόμη ανεξερεύνητη πηγή για το νεομαρτυρικό φαινόμενο, για το φαινόμενο των νεομαρτύρων και μόλις τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί κάποιες σοβαρές έρευνες από Έλληνες ή και ξένους ιστορικούς, κατεξοχήν από Τουρκολόγους, Οθωμανολόγους, οι οποίοι μελετώντας τα Οθωμανικά Αρχεία εντοπίζουν τέτοιες πολύτιμες αναφορές σε χριστιανούς νεομάρτυρες. Αξίζει να μνημονεύσουμε τις πρόσφατες μελέτες του Μαρίνου του Σαριγιάννη και στη διδακτορική του διατριβή του συνάδελφου Μαρίνου του Σαριγιάννη, στη διδακτορική του διατριβή εδώ στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχεολογίας που αναφέρεται στις Οθωμανικές πηγές για τους νεομάρτυρες, του Φωκιούνα του Κοτζαγεώργη και άλλων επιστυμόνων της Ελισάβετη Ζαχαριάδου και ξένων επιστυμόνων που μας έχουν παρουσιάσει τα τελευταία χρόνια πολύ σημαντικά στοιχεία που έχουν ανασύρει μέσα από τα Οθωμανικά Αρχεία. Και τέλος θα άξιζε ίσως να σημειώσουμε ότι εκτός από αυτές όλες τις γραπτές πηγές, μας έχουν σωθεί βέβαια και πλήθος λαογραφικών πηγών μέσα από δημοτικά τραγούδια, από λαϊκές διηγήσεις που αναφέρονται σε νεομάρτυρες, αλλά πολύ σημαντικό ρόλο στην διάσωση στοιχείων για τους νεομάρτυρες έχει διαδραματίσει και η εικονογραφία των νεομάρτυρων που είναι επίσης ένα θέμα το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει ελκύσει και ελκύει όλο ένα και περισσότερο την προσοχή των ιστορικών της μεταβυζαντινής τέχνης στο ελλαδικό χώρο αλλά και ευρύτερα δηλαδή σε όλες τις εκκλησίες, στον ευρύτερο δηλαδή στις πρώην Οθωμανικές εκτίσεις εκεί όπου επικονίστηκαν νεομάρτυρες και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις γνωρίζουμε ότι μας έχουν σωθεί πολύ σημαντικές συλλογές σύνολα με νεομάρτυρες και με πιο χαρακτηριστική ίσως την περίπτωση του μοναδικού συνολου 34 νεομαρτύρων που επικονίζονται στην Λυτή, στον Άρθηκα δηλαδή του καθολικού της Μονής Ξηροποτάμου Πρόκειται για ένα μοναδικό σύνολο όπως είπαμε 34 επικονίσεων νεομαρτύρων που η παρουσία αυτών των επικονίσεων σχετίζεται άμεσα όπως θα δούμε και στο επόμενό μας μάθημα με μια πάρα πολύ σημαντική χειρόγραφη νεομαρτυρολογική συλλογή που σχετίζεται με έναν νέο κτήτορα της Μονής Ξηροποτάμου τον σπουδαίο λόγιο του 18ου αιώνα τον ξηροποταμινό μοναχό Κεσάριο Δαπόντε ο οποίος σχετίζεται με την ανικοδόμηση του νέου αυτού καθολικού της Μονής Ξηροποτάμου και όχι μόνο με την ανικοδόμηση αλλά και με την διακόσμηση με τυχογραφίες του καθολικού μας έχουν σωθεί τα κατάστιχα με τις οδηγίες που έδινε ο Κεσάριος Δαπόντες για τις διάφορες αποικονίσεις των αγίων των ευρύτερων οικονογραφικών συνθέσεων ή των μεμονωμένων αγίων μέσα στο νέο καθολικό που ανικοδομήθηκε της Μονής Ξηροποτάμου τις οδηγίες που έδινε στους κοριτσαίους αγιογράφους στον Κωνσταντίνο και τον Αθανάσιο οι οποίοι εικονογράφισαν αυτό το σπουδαίο νέο καθολικό της Μονής Ξηροποτάμου εκεί λοιπόν σώζονται αυτές οι αποικονίσεις οι οποίες σχετίζονται με τους νεομάρτυρες που συμπεριέλαβε στην προσωπική του νεομαρτυρολογική συλλογή που συνέθεσε τυχηρόγραφη νεομαρτυρολογική συλλογή που συνέθεσε ο Κεσάριος Δαπόντες χρησιμοποιώντας τις προγενέστερες συλλογές όπως θα δούμε αλλά προσθέτοντας και δικό του υλικό από πληροφορίες που ο ίδιος είχε λάβει όταν ήταν στην Κωνσταντινούπολη για νεομάρτυρες που δεν υπήρχαν στις προγενέστερες συλλογές ή και για νεομάρτυρες που ο ίδιος είχε γνωρίσει όταν βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη και ιδιαίτερα στην περίοδο της σύντομης φυλακήσεώς του. Έτσι λοιπόν αυτή η σπουδαία νεομαρτυρολογική συλλογή την οποία πριν από μερικά χρόνια είχαμε την ιδιαίτερη χαρά να εκδώσουμε από έναν αυτόγραφο κώδικα του Κεσαρίου Δαπόντε που σήμερα σώζεται στην βιβλιοθήκη της Αγίας Πετρούπολης στη Ρωσία, έδωσε τη θεωρητική βάση για να απεικονισθούν οι νεομάρτυρες και αποτελεί θα μπορούσαμε να πούμε ένα μοναδικό παράδειγμα σχέσεως λόγου και εικόνας στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Οι απεικονίσεις είναι πάρα πολύ σημαντικές δεδομένου ότι είτε αφορούν σε νεομάρτυρες για τους οποίους δεν έχουμε άλλες πληροφορίες, δεν μας έχουν απολεστεί άλλες πληροφορίες για κάποιους νεομάρτυρες, επομένως μας είναι γνωστοί μόνο από τις απεικονείς από την εικονογραφία τους, αλλά επίσης είναι πολύ σημαντικό πηγαίο υλικό και για την αποτύπωση της γενικότερης εικόνας της εποχής των νεομαρτύρων, αφού αποτυπώνονται στοιχεία μέσα από την ενδυμασία των νεομαρτύρων, από άλλα θέματα που σχετίζονται με την απεικόνιση των νεομαρτύρων. Έτσι λοιπόν αποτελεί και η εικονογραφία των νεομαρτύρων πολύτιμο υλικό, πηγαίο υλικό για την κοινωνική ιστορία της εποχής των νεομαρτύρων, αλλά και ασφαλώς και για την λαογραφία της περιόδου κατά την οποίαν έζησαν οι νεομάρτυρες ή δημιουργήθηκαν αυτές οι απεικονήσεις των νεομαρτύρων. Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι η πλούσια γραμματεία και θα δούμε στα επόμενα μαθήματα ότι έχουμε μια σπουδαία νεομαρτυρολογική γραμματεία που αναπτύχθηκε από τον 15ο αιώνα, έχει την αφετηρία της στο 15ο αιώνα, σχηματοποιήθηκε μάλιστα όπως θα δούμε σε σημαντικές συλλογές, θα τις δούμε αυτές τις συλλογές στο επόμενό μας μάθημα και μορφωποιήθηκε μέσα από την διάδοση αυτών των χειρόγραφων συλλογών, αλλά και μέσα από την κυκλοφορία των έντυπων ακολουθιών ή των έντυπων νεομαρτυρολογικών συλλογών, των έντυπων ακολουθιών των νεομαρτύρων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κυριάρχησε αυτή η γραμματεία στην σχετική εκκλησιαστική γραμματεία, κατέχει έναν πολύ σημαντικό, μια πολύ σημαντική θέση στο σύνολο της εκκλησιαστικής γραμματείας αυτής της περιόδου, της περιόδου δηλαδή της τουρκοκρατίας και της νεότερης ακόμη περιόδου και θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακόμη και σήμερα όπως θα δούμε αποτελεί μια προσφυλή γραμματεία δεδομένου ότι διαπιστώνουμε ότι τα νεομαρτυρολογικά κείμενα ανατυπώνονται και αποτελούν θα μπορούσαμε να πούμε συγκεντρώνονται σε νέες συλλογές και αποτελούν ένα ιδιαίτερα προσφυλές πνευματικό ανάγνωσμα για τους χριστιανούς. Στο επόμενό μας μάθημα θα έχουμε τη δυνατότητα ακριβώς να παρουσιάσουμε σε αδρές γραμμές αυτήν την γραμματεία τόσο την χειρόγραφη όσο και την έντυπη νεομαρτυρολογική γραμματεία και ακριβώς θα διαπιστώσουμε το πόσο κεντρικό ρόλο έπαιξε η γραμματεία αυτή στην διατήρηση του χριστιανικού φρονήματος και της πίστης των χριστιανικών πληθυσμών σε ολόκληρη την περίοδο της οθωμανικής κατοχής που βέβαια δεν ολοκληρώθηκε το 1821 αλλά επεκτείνεται ως τις αρχές του 20ου αιώνα και βέβαια ερμηνεύεται και από την παρουσία νεομαρτύρων ακόμη και κατά την περίοδο της μικρασιατικής καταστροφής. |