Παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων και ποιημάτων του Θωμά Καλοκύρη «Ονείρων Άθυρμα» /

: Καλημέρα σας. Καλημέρα σε όλους. Ευχαριστώ πάρα πολύ που ήρθατε σήμερα εδώ, παρά τις διάφορες υποθεώσεις σας. Θα θέλαμε να ξεκινήσουμε. Να ευχαριστήσω την Δημόσιο Κοινωνική Μελωθήκη ΒΕΙΑΣ για την διοργάνωση, για τη συνδρομή και για τη στήριξη της. Για τον ίδιο λόγο θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε ο Ψη...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Πολιτιστικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας 2015
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=KcXUKE19lCE&list=PLF_TSWFK8X_O_0A8Hmh_04RACYy9nvU7S
Απομαγνητοφώνηση
: Καλημέρα σας. Καλημέρα σε όλους. Ευχαριστώ πάρα πολύ που ήρθατε σήμερα εδώ, παρά τις διάφορες υποθεώσεις σας. Θα θέλαμε να ξεκινήσουμε. Να ευχαριστήσω την Δημόσιο Κοινωνική Μελωθήκη ΒΕΙΑΣ για την διοργάνωση, για τη συνδρομή και για τη στήριξη της. Για τον ίδιο λόγο θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε ο Ψηκάδρος Δικαιωματικός Σύλλογου ΒΕΙΑΣ για την πολύτιμη βοήθεια σε όλη αυτή την προσπάθεια. Θα ήθελα να ευχαριστήσω επίσης την κυρία ασφαϊκονομού δικηγών οδερίας, τόσο γιατί με στήριζε πολύ πληγράψει το διβλίο σε όλα αυτά που έγραφα και με τον τεχοφθόν μεθάει να τα γράφω ακόμα περισσότερο και γιατί ήταν από τις πρώτες αναγνώστιές μου, αλλά και βέβαια γιατί με έκανε την τιμή να πεθεί σήμερα εδώ και να μιλήσει για αυτή την πρώτον μου συγγραφική προσπάθεια. Θα ήθελα εδώ να σας ευχαριστήσω όλους εσάς που πεθήκατε σήμερα εδώ. Η εκδήλωση θα ξεκινήσει με ένα head-to-spot του Αντιποέδρου του 2018 και του Φώτικα Βασίλη και θα συνεχιστεί με σύντομες ομιλίες και την ανάγνωση ενός μικρού αποσπάθματος του βιβλίου. Σας ευχαριστώ πολύ. Καλημέρα σας. Συγχωρείστε με ένα τρακ που έχω γιατί νιώθω ιδιαίτερη περηφάνεια για τον Θωμά. Αφενός επειδή είναι μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου και αφεντέρου γιατί ήταν σημαρτής και φίλος με τον γιο μου τον Αντώνη και είναι ιδιαίτερα τιμή για μένα να προλογίζω ας το πω έτσι και να καλωσορίζω και σας καλωσορίζω κύριε Αντιδήμαρχη και κύριε Μπέκη αξιότιμες και αξιότιμοι κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αγαπητοί πως και εκκλημένοι. Σας καλωσορίζω επειδή είμαι μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου στην εκδήλωση τη σημερινή και εκ μέλος του Προέδρου, τον Δημήτρο Ζιγουλιανό, ο οποίος για λόγους πέρα από τη θέλησή του επειδή υπήρχε μια συνέλευση των ασφαλιστικών μας ταμείων που βρίσκεται στην Αθήνα από τη θέση το βράδυ και είναι εκεί σήμερα, είναι η ώρα της συνέλευσης. Θα ήθελα να πω μόνο για να μην σας κουράσω ότι σε μια τόσο δύσκολη εποχή που όλα κινούνται, όπως συγκινούμε για Άμος και δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει, σε μια εποχή όπου οι παραφήσει ασέλια σε θεσμούς αξίες, αρχές, είναι σε μόνιμη βάση και στη δημιουργία διάταξη, πρωτοβουλίες, κινήσεις νέων ανθρώπων όπως ο Θωμά, μας δίνουν πραγματικά τη δυνατότητα να πούμε ότι υπάρχει αισιοδοξία, πρέπει να αισιοδοξούμε, υπάρχει ελπίδα και μπορούμε εμείς οι παλιότεροι να πιστεύουμε στη νέα γενιά. Θωμά θα σου δώσω πολλά συγχαρητήρια, έχω να τους όλων τον δικαίωμα και από μένα πραγματικά είμαι πολύ συγκινημένος να είσαι καλά, να προδεύεις τη ζωή σου, να κάνεις και άλλα πράγματα τέτοια. Συγχαρητήρια και στους γονείς σου που σταφήκαν δίπλα σε όλα αυτά τα χρόνια και επιτρέψτε μου κλείνοντας να βάλω λίγο τα γυαλιά και να διαβάσω το μήνυμα που στείλαμε ως δικηγορικός σύλλογος χθες σαν προσκλητήρια για την ακλήρωση αυτή. Νομίζω είναι σημαντική και νομίζω η πρόσκληση αυτή δείχνει και την άλλη διάσταση που μπορεί να έχουμε εμείς δικηγόροι. Είστε τώρα δώδεκα. Ευχαριστώ πολύ, να είστε καλά. Καλησπέρα. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κυρίες και κύριοι, σας καλωβερίζω και εγώ. Είναι ιδιαίτερη τιμή για μένα να παρουσιάζω σήμερα το διβλίο του Θωμά, τον οποίο τον γνωρίζα από μικρό παιδί γιατί ήμασταν οικογενειακή φίλη με τους γονείς του. Ο Θωμάς από μικρός ξεχώρησε τα παιδιά μου μάτια τουλάχιστον για τους τρόπους του, για την ευγένειά του. Σε μια εποχή που τα παιδιά είναι περισσότερο ατίθεσαν από τι ήμασταν εμείς την εποχή μας. Ο Θωμάς πάντα με εντυπωσίαζε με την ευγένειά προς όλους μας. Τα χρόνια δυστυχώς πέρασαν πολύ γρήγορα και ο Θωμάς από μαθητής και μικρό παιδί πέρασε συντονική σχολή. Αυτό με χαροποίησε ακόμα περισσότερο γιατί στο μέλλον θα ήμασταν και συνάδελτοι. Στο μεταξύ από μαθητής ακόμα άρχισε την συγγραφική του προσπάθεια. Όταν ήταν εφητητής, εγώ μέσω του Facebook, που παρόλο που το κατακρίνουμε τελικά ήτανε καλό, γνώρισα τη συγγραφική του προσπάθεια γιατί γεμιουσίαβε τα κείμενά του σε μία σελίδα ενός συγγραφέα, το Dubium, να δεν κάνω λάθος. Το πρώτο κείμενο που διάβασα ήτανε το Ατλαντής, είναι και το πρώτο κείμενο που έχεις στον δουλειο του, το Ατλαντής 9757 π.Χ. Εγώ ενθουσιάστηκα και μάλιστα ο ενθουσιασμός μου μεγάλωσε όταν προλύγω η μέρα μου είπε ότι το έγραψε η ηλικία 14-15 ετών. Τα σχόλιά μου από την αρχή στο Facebook, στο blog, που ήτανε πολύ θετικά, ελπίζω ότι το βοήθησα με την ενθάρισή μου αυτή. Αρκετά συχνά δημοσίευε κείμενά του και πραγματικά κάθε φορά εγώ ενθουσιαζόμουν άλλο και περισσότερο. Κατοπιανότανε σε κάθε κείμενο μετά τη γεννούργιο, με τους φόρους, τις ελπίδες, την αλλαζονία των ανθρώπων, με τους έρωτες, τα όνειρά τους, με τη δύναμη που ξεπερνούσαν ή προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους. Τα κείμενα του άλλοτι ήτανε πεζά, άλλοτι ήτανε ποιήματα, στοιχεί, να το πω. Όλα είχαν μια ιδιαίτερη εμπιστησία που, αν και ήξερα την καλή έργεια από το κείμενο, η έκπληξή μου μεγάλωνε κάθε φορά που διάβαζα ένα νέο κείμενό του. Παρά την εξηγείωσή μας με τους ηλεκτρονικούς εκολογιστές, εγώ λόγω ίσως και της ηλικίας μου, ήτανε δύσκολο για μένα να διαβάζω τα κείμενα του πάντα συγμαχώνικου εκολογιστή. Πολλές φορές όταν κάτω με εντυπωσίαζα περισσότερο το τίπονα για να μπορέσω στο χαρτί να το διαβάσω να το απολαύσω καλύτερα. Οπότε καταλαβαίνετε τη χαρά μου όταν είδα ότι κυκλοφόρησε το βιβλίο του. Θέλω να πιστέχω ότι ήμουν από τους πρώτους αναγνώστες του και πραγματικά με το που το πήρα, δεν το άφησα από τα χέρια μου, ανατριχάζει που το λέω, το βρόφηξα πραγματικά μέχρι την τελευταία σελίδα. Στο βιβλίο αυτό είναι βαζεμένα και ο κείμενα που δημοσίευσε ο Θωμάς στο βλόγο αυτό στην ιστοσελίδα, το νέο συγγραφέο. Φαντάζομαι και περισσότερα κείμενα, ίσως έχει ακόμα περισσότερα να δημοσιεύσει. Όταν τελείωνα την ανάγκη του τελευταίου διηγήματος, η ζωή μετά, έκλαγα με λυγμούς και δεν σας λέω ψέματα, γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ένα παιδί στην ίδια του Θωμά μπορεί να έχει αυτές τις επιστησίες που αποτυπώνονται σε αυτό το βιβλίο γενικότερα και ειδικά σε αυτό το διήγημα. Κάθε κείμενο του, για μένα τουλάχιστον, είναι το ένα καλύτερο από το άλλο. Δεν μπορώ να διαλέξω. Ο τελευταίος αναγνώστης, η Πομπή των Θεών, το ημερολόγιο, το Θεσσαλονίκη, Πανσέλλινος, ο Άγουστος, το Αιγερτήρι, όλα είναι μοναδικά. Κάποια σημεία του βιβλίου και κάποιες της ασκέψεις που αποτυπώνει είναι τρομακτικά μελτυνές για μένα, για μένα προσωπικά. Θα σας διαβάσω κάποιες διάσβαρτες φράσεις από τα κειμενά του που εμένα μου έκανε εντύπωση. Γράφει στην Αγκλαντίδα «όλα τα παραγκονίζει ο άνθρωπος ώστε να προτάξει το διωτελές του συμφέρον. Εμείς οι δικηγόροι τουλάχιστον νομίζουμε ότι αυτό το βλέπουμε στην καθημερινότητά μας». Φώναξε στη γη έναν προφήτη και τον στάμπρωσαν για να τους υποσχεθεί η αιώνια ζωή, λες και θα μπορούσε ποτέ ο ήχος ο άνθρωπος να αντέξει τον εαυτό του στην αιωνιότητα. Είναι πολύ αληθινά τα πάντα, εγώ συνεχίζω να με τριχάζω. Αναφέρει στις μέρες του χωρίς. Καθώς προχωράς, μόλα εκείνα τα χωρίς την κοβαλάς στάσου. Ξέχασες πίσω τη ζωή σου. Εδώ που με νιώσει όλοι μας ότι με ασήμα τα πράγματα ξεχνάμε βασικά πράγματα πίσω μας, τη ζωή μας την ίδια. Το εγγερτήριο είναι ολόκληρο, δεν τα λέω με κάποια σειρά έτσι όπως είναι μέσα στο διπλείο, είναι οι εντυπώσεις μου. Το εγγερτήριο είναι ολόκληρο ένα δείγμα που μας προβληματίζει για το κατά πόσο τονμούμε ή όχι να αλλάξουμε πράγματα στη ζωή μας. Έχουμε το θάρρος να προχωρήσουμε σε ρυγιστικές αλλαγές ή όχι, μένοντας πίσω στην ασφάλεια της δουλειάς και της ρουτίνας της καθημερινότητάς μας. Κάποιες χαρακτηριστικές φράσεις του ήρωα, του διηγήματος που είναι διάσβαλτες μέσα στο κείμενο, ο οποίος σκέφτεται ότι σήμερα ή την ημέρα θα αλλάξει τελικά τη ζωή του είναι. Όταν η ανατολή θα αδριαβέρσει εγώ θα είμαι ελεύθερος. Θα χάσω τη δουλειά μου ή τη δουλειά μου για να κερδίσω τη ζωή μου πίσω. Θα επιβιώσω δημιουργώντας ελευθερία, σκίζοντας τα δύο του πτυχίου που υπέγραψα αφ' ελάμου με το μελάμι της δυστυχίας μου. Θυμάμαι μικρός που μου φαινόταν τόσο φυσικό να ζεις και να εισθάνεσαι ελεύθερος. Είναι διάσβαλτες φράσεις αυτές. Δεν είναι έτσι όπως γράφονται μέσα στο βιβλίο, απλά είναι πολύ σημαντικές και επιπτυχίες για μένα. Η δουλειά των θεών είναι από τα αγαπημένα μου ή στο πιο αγαπημένο. Στο πρώτο μέρος από τέσσερα μέρη έχει τον υπότικλο κανείς δεν μπορεί να υποτάξει μία ανθρώπινη ζωή παρά μονάχο θάνατος. Όπως ίσως αρκετοί από εσάς ξέρουν εδώ μέσα, εγώ έχασα τον πατέρα μου σε ηλικία των 15 ετών και από τον αρχαίο δυστύχημα και από μικρή είναι κάτι που αυτό το σκέφτομαι και το λέω πάντα και στους φίλους μου, ότι τελικά είναι διαφορετικά λόγια, ότι το μόνο πρόβλημα στη ζωή είναι ο ίδιος ο θάνατος. Όλα τα άλλα είναι προβλήματα που με δυσκολία ή πιο εύκολα μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε. Η κουμπή των θεών σε λίγες μονοσελίδες ξετυπλώνει πάρα πολύ παραστατικά την ανθρώπινη αλλαζονία, έτσι όπως το βλέπω εγώ. Πολλές φορές ο καθένας από εμάς πίστεψε ότι μπορεί να κάνει τα πάντα και τελικά δυστυχώς διαψέχθηκε ικτρά, νιώθοντας άφθαρτος. Αν αφουμονώσω κάποιες φράσεις από την κουμπή των θεών, νομίζω ότι θα μειώσω την αξία του διηγήματος, που είναι πάρα πολύ καλό. Είναι ένα διήγημα αποτελείωμενο από τέσσερα μέρη, που καθένα από αυτά μας οδηγεί όλο και πιο κοντά στην τελική κατανόηση της θαρτότητάς μας μετά από την αλλαζονία της αθανασίας μας, έτσι όπως το εξέλαγα εγώ. Στο ημερολόγιο αναφέρει, αυτά που αρχικά είναι οι τίτλοι των αδειγημάτων ή των πληγμάτων, πότε ήταν η τελευταία φορά που έβαλες χρήματα και δεν είπες θέλω κι άλλα, θυμάσαι τι παίρνωχες γιατί να φυσκώσεις από ζωντανία και ασιοδοξία για τους επόμενους δόχους σου, ασχολήθηκες με την μεγαλύτερη επιτυχία των άλλων. Είναι κάτι που δυστυχώς και αυτό συμβαίνει στη ζωή μας, αντί να σκεφτούμε τα δικά μας επιτέρχνωτα, ασχολούμαστε με τους άλλους και κοιμιώνουμε τη δική μας προσπάθεια. Κράφει στη Θεσσαλονίκη, είπα σε Λίμος ο Άγουστος, όμως συχνά το ξεχνάω όπως αναπνέω, γι' αυτό το γράφω για να το σκεφτώ, για να το ζήσω. Στις φανταστικές ιστορίες μιας μαλιαδικής τριγύψας λέει «ο χρόνος δεν είναι γραμμή, η μια στιγμή δεν φεύγει την επόμενη, το ρολόι σου είναι άχρηστο, οι δείκτες του το μόνο που εκμαλωτίζουν είναι εσένα τον ίδιο». Νομίζω ότι καταλαβαίνετε πόσο συμπιθυνωμένο νοήματα δείχνουν αυτές οι φράσεις. Στη ζωή μετά, που επίσης είναι πολύ αγαπημένο, η ζωή μετά φορά την απόγνωση του συντρόφου μετά το θανάτου της αγαπημένης του, για να φέρει του κορυφαίου για μένα πως είναι δυνατόν η δική μου αγάπη να μην είναι αρκετή την αθανασία να σου χαρίσει. Όσοι από εμάς έχουμε χάσει δικούς μας ανθρώπους νομίζω ότι δεν το έχουμε σκεφτεί ούτε δηλαδή γιατί να μην μπορούμε με την αγάπη μας να δώσουμε λίγο περισσότερο χρόνο στον δικό μας άνθρωπο, να ζήσει λίγο περισσότερο. Και ο ίδιος είναι αυτός φίλος, σύντροφος, γονιός. Θα μπορούσα να διαβάσω πολλά στη σημεία του βιβλίου που τα έχω υπογραμμισμένα λεφθού και μου έκανα πολύ μεγάλη εντύπωση, γιατί νιώθω ότι είναι σκέψεις που είχα όλα αυτά τα χρόνια μέσα στο μυαλό μου και τα είπαν κάπως της αποτύπωσης στο χαρτί, χωρίς να το κάνω εγώ. Τελείωσα την ανάγνωση του βιβλίου και δεν σας κρύπω ότι έλειωσα ζύγια για τον Θωμά, τον ζήλευσα γιατί μπορούσε τόσο όμορφα να εκφράσει δικές μου σκέψεις. Δηλαδή σας το λέω και σας το ξαναλέω αλλά νομίζω ότι ο καθένας αν το διαβάσει θα δει κάποιες δικές του σκέψεις μέσα στο βιβλίο. Γενικά υπάρχει μια διάχειρη μελαφωλεία μέσα στο βιβλίο, είναι ένα μεταφορετικό βιβλίο, δεν ξέρω πόσοι από σας το διάβασαν, αλλά νομίζω ότι υπάρχει και μία ελπίδα μέσα από τον έρωτα, μέσα από την ευελιξία του ανθρώπου, να αλλάξει από μόνος τα πράγματα όταν το θέλεις πραγματικά. Αυτή είναι η δική μου ερμηνεία, ίσως κάποιοι άλλοι το δούνε διαφορετικά. Δεν είναι μυθιστόρημα που εξιστορεί συγκεκριμένα πράγματα και απλά διαβάζει στην κλοκή, είναι σκέψεις που νομίζω ότι ο καθένας μας διαβάζοντάς τις μπορεί να τις εμπινεύσει κάπως διαφορετικά. Θεωρώ ότι το ταλέτου του Θωμά είναι πάρα πολύ μεγάλο, ελπίζω ειλικρινά να συνεχίσει να γράφει για να αποτυπώσει συναισθήματα δικά του αλλά και δικά μας, μέσω της ανάγνωσής τους μπορούμε και εμείς να εκφράσουμε και να εξοδερικέρσουμε. Σας είπα στην αρχή ότι χάρηκα από πέρα στη συντομική, αλλά ελπίζω πραγματικά το επάγγελμα του δικηγόριου να το κάνει μόνο επιβολιτικά, να μπορέσει να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη συγγραφή και να είναι η μοναδική του εμπολίεση. Εγώ νιώθω τυχερή που γνώρισα τον Θωμά από μικρό και νιώθω τυχερή γιατί τον ξέρω από μικρό και έχω το θάρρος. Είχα το θάρρος εξ αρχής να του πω αυτά που αισθάνομαι, αυτά που με κάνει να αισθάνομαι με τα χαρτά του, ήδη από το Facebook ακόμα, γιατί αν δεν ξέρω ποιος θα γράφει, θα νομίζω ότι θα γράφει ένας μεσήλικας συγγραφές φτασμένος και νοείται ότι τότε δεν θα είχα το θάρρος να γράψω τη γνώμη μου. Νιώθω τυχερή γιατί είναι ένας νέος άνθρωπος που είναι μέσα στο μυαλό μου και εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο αυτά που εγώ θέλω να εκφράσω και δεν έχω τη δυνατότητα, δεν μπορώ να τα εξετρεγγεύσω έτσι. Νιώθω τυχερή επίσης που είμαι σήμερα μπροστά σας για να παρουσιάσω τα συναισθήματα που μου έδωσε ας πούμε αυτό το βιβλίο και δεν είναι υπέροχο πολύ. Το είπα και νωρίτερα ότι διαβάζοντας κάποιες φράσεις, όχι μόνο αυτές που σας είπα, κι άλλες πολλές περισσότερες μέσα στο βιβλίο, εγώ ανατριάζω ολόκληρη. Αυτό προχθές το είδα ο Θωμάς που μιλούσαμε έτσι και το βιβλίο του, ίσως νόμιζε παλαιότερα ότι που λέω αυτά που του λέω έτσι για να τον κολλακέψω, να τον ευχαριστήσω, αλλά το να τον ανατριχάζεις είναι μια σωματική αντίδραση που δεν μπορείς να την ελέγξεις, οπότε πιστεύω ότι τώρα κατάλαβα ότι όλα αυτά που λέω είναι αλήθεια. Και νιώθω επίσης τυχερή που πιστεύω ότι στο μέλλον θα είμαι πάντα από τις πρώτες απεγνώστες στο βιβλίο του. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Αξιόδομαι και αντιδίμαχε και αντιπρόεδε, αγαπητή συνάδελφη, αγαπητή και συγκυής, καλωσορίζω και πάλι. Καταρχήν, μετά από αυτήν την υπέροχη ομιλία, δεν ξέρω ειλικρινά τι μπορώ να προσθέσω για το βιβλίο μου, πως ο μάλλον πιστεύω είναι δικό μου βιβλίο, ευχαριστώ πάρα πολύ. Αναζητώντας, λοιπόν, τις εκατάλληλες λέξεις για να παρουσιάσω κάτι τόσο προσωπικό και απρόσωπος συνάγμα, όπως ένα βιβλίο και διένα δικό μου βιβλίο, διατιώντας παράλληλα κάποιο ενδιαφέρονση στη συζήτηση, ομολογώ ότι αρχικά δεν σας αδιέξω. Γι' αυτό και αποφάσισα να σας απασχολήσω ελάχιστα μόνο ακόμα λεπτά και συνέχεια η μάδα θα αναγνώσει ένα από τα διηγήματα του βιβλίου και την ευχαριστώ πολύ γι' αυτό. Θα ήθελα, λοιπόν, να αφιερώσω αυτή την ομιλία σε κάτι το οποίο αποτελεί την κινητή αδύναμη κάθε βιβλίου, αλλά και κάθε μορφή στις τέχνης γενικότερα, στην ανάγκη για έκθεση. Το βιβλίο αυτό αποτελεί το επιστέρμα αυτής της ανάγκης, το πνευματικό παιδί της, και αυτό γιατί δεν γράφτηκε με σκοπό να διαβαστεί, δεν γράφτηκε με σκοπό να εκδοθεί. Το πρώτο δίγημα που σε επελαμβάνει σε αυτό, για παράδειγμα, ελλαντής, αποτελεί μια μάνα σκοτεινή ιστορία. Ο πρωταγωνιστής, απελπισμένος μέσα στην παράνοια του ή παρανοϊκός μέσα στην απελπισία του, αποφασίζει ότι αφού αυτός δεν θέλει πια να ζει, δεν αξίζει να ζει κανείς άλλος, ώσπου μόλις στην ύστατη στιγμή ανακαλύπτει κάτι, πίσω σε έναν νόημα σε αυτή τη μάτα η ζωή, όμως είναι πλέον αγαπή. Έψεξα λοιπόν και δέκα ενόψεις της παρουσίας στο χειόγραφιστο του διηγήματος, σε ένα παλιό το τεράδιο χρονολογίες του 2006. Ήμουν 15 ετών. Δεν ήμουν φυσικά ούτε πεσιμιστής ούτε απελπισμένος. Δεν ήμουν εγώ ο πρωταγωνιστής της ιστορίας. Η ανάγκη να δημιουργήσω όμως ένα τέτοιου πρωταγωνιστή ήταν ανάγκη βαθύτερη. Ήταν η ανάγκη να δημιουργήσω μια ιστορία από λέξεις που μπαίνουν σημαντικά συναντές να έχει, μα οι κανείς στο τέλος να εσωκλείουν ή να αναπτύσουν συναισθήματα. Μια έτοιμη ιστορία. Μια ιστορία με πάθος, μια ιστορία με φαντασία, που να διηγεί τον αγνώστη, μα πάνω από όλα τον ίδιο τη συγκαθέα. Και έτσι να νιώθει ζωντανός, να νιώθει αιτιβές και την αχή του και να αποδιώχει το τέλος του, σαν της σκοτεινότητας του σκέψη. Με τον ίδιο τρόπο έψαξα και βρήκα χειρόγραφα και από άλλα δηγήματα-επίματα, το ημερολόγιο για παράδειγμα. Το είχα γράψει μέσα σε ένα στρατόμπ, εδώ καδιάκια μια άσπρη μεγανή σκοπιά, σε ένα μικρό σημειωματάρι. Οι φανταστικές ερωτήσεις μοιάζουν με λαχνί σπιγκίπισσας και ο ευγνωημένος μονολόγος με ένα σάπ σοφαντικημένη στον Άγιο χορέμια σκοτεινής σοφίτας. Γράφτηκε μέσα στο κοιταμένο μηνύμα των SMS, το σαπάτησε σε ένα ψυχαγωγικό, ψυχολογικό τεστ. Με όλα αυτά θέλω να καταλήξω πως θεωρώ ότι δεν υπάρχει σωστή και λάθος στιγμή για έκφραση. Η έκφραση είναι το συνέσμα που κουβάλαμε μέσα μας. Είναι η ζωή που κουβάλαμε μέσα μας. Έχετε αβίαστα και φυσικά κάθε στιγμή που αναπνεύουμε, εκτός να το ξεχνάμε, να ξεχνάμε ότι είναι αφνέωμα, ότι είμαστε Λουτανή. Γι' αυτό τον λόγο άλλως τεγράφουμε, γι' αυτό εκφραζόμαστε με το τι σημό μας ακόμα ή με το χαμόγελο ή με το βλέμμα, γι' αυτό δημιουργήσαμε τις λέξεις, για να επικοινωνούμε, για να συναβάρουμε συναισθήματα, για να εγκλώφουμε ζωντανή. Ο πρωταγωνής της κάθε ιστορίας είναι εγώ και εσείς, είναι ο καθένας μας, εν δυνάμιο. Είτε ιστορία εκτιλήσετε στη Σαλονίκη, είτε στην Αρχαία Ρώμη, είτε σε μια φανταστική χώρα που ποτέ δεν υπήξε. Μέσα από κάθε ιστορία ο καθένας μας βλέπει τυχές του εαυτού του και διαπλάθει τον πρωταγωνιστή το όπως μόνο αυτός φαντάζεται. Γι' αυτό και ένα βιβλίο είναι θέμα προσωπικό. Και αυτή άλλως είναι η μαγεία της ανάγνωσης. Παράλληλα υπάρχει πάντα μια ιστορία που δημιουργεί στον καθένα μας σκέψεις και συναισθήματα. Παρόμια ίσως αλλά ποτέ ταυτόσημα. Γι' αυτό και ένα βιβλίο δεν ανοίξει σε κανέναν. Ούτε στον αναγνώστη ούτε καν στο συγγραφέ του. Ένα βιβλίο είναι μια ιδέα, μια ιστορία είναι μια άλλη διάσταση. Μια λέξη είναι ένα συνέστημα. Γι' αυτό κι εγώ δεν μπορώ να περιγράψω το βιβλίο μου. Θα τα σαν να υποτιμούσα τη δημιουργική δύναμη της ανάγνωσης. Ώμως να σας πω το λόγο για το οποίο γράφτηκε. Την ανάγκη την οποία καλεί την. Την ανάγκη για έκθεση, την ανάγκη για συνέστημα, την ανάγκη για ζωή. Θα σας ευχαριστώ πολύ. Ο τελευταίος αναγνώστης. Σε έναν πάρκο σκοτεινό, χθες αργά το βράδυ, κάθισα και μέτρησα μία προσμία της στιγμής της αντιαλής ζωής μου. Και όπως όταν μετρούσα αστέρια, έκανα κύκλους ατέρμονους γύρω από το κέντρο του τωρινού αυτού μου. Ήθελα να μάθω ποιες από αυτές αποτυπώναν τις λέξεις, ποιες είναι συναισθήματα, ποιες είναι υψηλές ιδέες ή σαλαζωνικές εξάρσεις της χαμένης παιδικής μου αυτοπεποίθησης. Κάθισα λοιπόν και μέτρησα, σ' ένα σκοτεινό πάρκο, μήπως δεν ήταν χθες, τους λόγους για να ζήσω. Κι αυτοί άρχισαν αργά να ξεμπροβάλλουν στο διθεατρικό θέατρο. Δεν ήταν πάρκο τελικά, σαν τα κόκκινα κεραμμύδια του παλιού σπιτιού μας. Μέτρησα και μέτρησα, χτίζοντας αργά το σκεπαστό μπαλκόνι, την κουζίνα, τα δωμάτια, τις σκάλες και το τζάκι, ώσπου μετρώντας ξέχασα τι ήταν αυτό που πραγματικά μετρούσα. Μονάχα μετρούσα και έγγραφα, στο πέρασμα των χρόνων, μετρούσα και έγγραφα. Άραγε, με διάβασες ποτέ σου? Σε κάποιο πάρκο πριν χρόνια, σαν χθες μου φαίνεται, καθίσαμε μαζί και μετρήσαμε τα στέρια ή τις κοινές μας στιγμές, πριν του φύγεις και χαθείς μαζί με το φως, μαζί με τα πιο όμορφα μου χρόνια. Στο ίδιο, σκοτεινό πάρκο, κάθισα αργότερα και μέτρησα τις λέξεις μου, σαν τα κομμάτια μου, να αναβλύσουν μέσα από το μυαλό μου όπως τα στέρια από το σκοτάδι. Και καθώς τα χρόνια περνούσαν, μετρούσα και έγγραφα, έγγραφα και μετρούσα. Έκτιζα το σπίτι μας ξανά και ξανά, πέτρα προς πέτρα, στιγμή προς στιγμή. Και ύστερα, στεκόμουν και το θαύμαζα. Πώς να μην το θαυμάζεις με εκείνα τα υπέροχα κόκκινα κεραμμύδια. Άραγε, με διάβασες ποτέ σου. Στο άδειο πάρκο, μετρούσα και μετρούσα, έγγραφα και έγγραφα, καθώς οι σκοτεινές νύχτες διεδέχονταν η μία την άλλη, καθώς τα χρόνια χάραζαν την ύπαρξή μου, όπως η κυμολεία χαράζει το τείχο μιας ιδερένιας φυλακής. Κάθε λέξη, ένα μικρό πετραδάκι που βήμα βήμα έχτισε το κοινό μας σπίτι. Κάθε σπίτι ένα βιβλίο που χτιζόταν ξανά και ξανά στα μάτια και στο νου του κάθε μοναγνώστη. Μας τα λέει αλήθεια, δεν με νοιάζει ποτέ. Ούτε τα βιβλία, ούτε οι αναγνώστες, ούτε τα αυραβία, ούτε τα χρήματα, μόνο αγακοίνα με νοιάζαν τα κεραμμύδια, βαμένα κόκκινα στον χρώμα αυτό που πάντοτε αγαπούσες. Άραγε, με διάβασες ποτέ σου. Στο πάρκο, μέσα στη νύχτα, κάθισα και μέτρησα τις γυναίκες της ζωής μου. Χρόνια περνούσαν, σχέσεις έρχονταν και έφυγαν όπως οι νύχτες. Κι εγώ τις μετρούσα σαν αβαρκεστημένος λογιστής που συντάσσει τον ισολογισμό μιας χρεοκοπημένης εταιρείας. Κάποτε επαντρεύτηκα νομίζω, πρέπει να θυμηθώ, γιατί κάθομαι και μετρώ και γι' αυτό πρέπει να μετρήσω σωστά. Μέτρησα και μέτρησα. Έγραψα και έγραψα. Όμως, καθώς τις νύχτες διαδεχόταν πάντα νύχτες, και τα παλιά τραγούδια σαν μαστίγια ενός δυνάστη μου φώνασαν καληνύχτα, έχανα συχνά το μέτρημα και ξανάγιζα από την αρχή. Όλη μου τη ζωή μετρούσα τον έρωτα στις γυναίκες που ήρθαν για να μείνουν και μετρούσα και έγραφα. Μία, μία, μία. Άραγε, με διάβασες ποτέ σου. Στο πάρκο του ανέφυγτου καθόμαστε μαζί σε ένα παραλιακό καφέ μέσα στην άμμο. Μιλάμε και μιλάμε, τα χρόνια περνούν σαν μια στιγμή. Είσαι μικρή, είμαι μικρός, τώρα όχι. Πώς έκανα έτσι τη ζωή μου. Έζησα και έζησα. Έγραψα και έγραψα. Σαν άθυρμα στα χέρια ενός ανόρυμου παιδιού, άφησα τον χρόνο να κυλήσει και εσένα να φύγεις. Οι συναντήσεις όλο και πιο σπάνιες. Στα κρυφά από τους άντρες της ζωής σου, από τις γυναίκες της δικής μου, σαν παιδιά που παίζοντας κρυφτό ψάχνουν να βρουν τον παράδεισο. Και εγώ τις στιγμές μετρούσα και έγραφα και έγραφα, το ένα βιβλίο μετά το άλλο, τη μια στιγμή μετά την άλλη. Και μετά χάθηκες και χάθηκα, γιατί το ξέρω και το ξέρεις, ότι ποτέ πια δεν θα ήμασταν νέοι, ποτέ πια δεν θα ήμασταν εγώ και εσύ, εμείς. Και εγώ μετρούσα και έγραφα και έγραφα, καθώς τις νύχτες διαδέχονταν πάτα νύχτες και τα όνειρα, η φθορά και ο φόβος. Άραγε, με διάβασες ποτέ σου. Στο πάρκο αυτό κάθεσα και μέτρησα τις πιο μικρές μου επιτυχίες, όλους εκείνους τους φανταστικούς ανθρώπους με τις μεγάλες ιδέες που έδωσαν πνοή με μια μικρή αόρατη ελπίδα, ότι εσύ θα με διαβάζεις. Θυμάμαι το πρώτο μου βιβλίο γραμμένο στο πόδι στο σκοτεινό πάρκο για ένα παιδί που κυρνάει όλο τον κόσμο ζητώντας τα πάντα και όταν τα καταφέρνει και μένει με ένα τίποτα, άδειος και ελεύθερος σαν αναγκαιριμένος φίνικας, καταλαβαίνει, το τίποτα και τα πάντα ένα ήταν. Άραγε, με διάβασες ποτέ σου. Στις σκοτεινές νύχτες μετρούσα και μετρούσα τα κόκκινα κεραμίτια του παλιού σπιτιού μας και έγραφα και έγραφα τις μέρες μας, τις νύχτες μας σε άγιες κατά σπρεσανούσιες ιστορίες. Μια πριγκίπισσα ενός μαγικού βασιλείου τις νύχτες μετατρέπεται σε λάφη και χάνεται στις απέραντες παιδιάδες του ελεύθερου κόσμου για να ζήσει ό,τι η κοινωνία τη στέρισε. Ιστορίες για να διηγήσεις τα παιδιά σου. Άνθρωποι που κατέκτησαν τον κόσμο για να τον παραδώσουν στα δικά σου χέρια. Ιστορίες για να διαβάζεις και να νιώθεις πως απλά και αληθινά ο κόσμος αυτός σου ανήκει. Ιστορίες γυμάται σε έρωτα, πάθος και υποσχέσεις για να σου αφηγούν τα παλά αυτή που σε αγάπησαν αργά το βράδυ όταν κοιμάσαι. Στο ίδιο πάρκο μετρούσα και μετρούσα, έγραφα και έγραφα και καθώς τις νύχτες διαδέχονταν πάντα νύχτες, έχανα συχνά το μέτρημα και άρχιζα ξανά και ξανά απ' την αρχή. Τώρα πια ξέχασα τι ήταν αυτό που όλη μου τη ζωή μετρούσα. Όλη μου τη ζωή μετρούσα τα κομμάτια μου σε λέξεις. Άρα για μετιάψεις ποτέ σου. Στο σκοτεινό πάρκο, μεσάνυχτα μέσα στο καταμεσήμερο, κάθομαι και μετράω τις στιγμές, τις λέξεις, τις ιστορίες, τα βιβλία, τα βραβεία, τα χρήματα, τις γυναίκες, τις νύχτες, τις ελπίδες, τα σβησμένα όνειρα, τις νύχτες και πάλι τις νύχτες που διαδέχονταν η μία την άλλη, σαν βαγώνια ενός τρένου χωρίς οδηγό και μοναδικό επιβάτη εμένα. Άρα για μετιάψεις ποτέ σου. Τώρα, στο σκοτάδι, στο άδειο πάρκο, μεσάνυχτα μέσα στο καταμεσήμερο, αφού μέτρησα και έγραψα για μια ολόκληρη ζωή, σου στέλνω τις τελευταίες μου λέξεις μαζί με τη στερνή μου ελπίδα. Στερέωμα για να χτίσεις το παλιό μας σπίτι με εκείνα τα όμορφα και κόκκινα κεραμμύδια. Μοναχα πες μου και άσε με μετά να φύγω. Άρα για μετιάψεις ποτέ σου. Στο σκοτεινό πάρκο έρθα κι απόψε για να σου πω αντίο και να μαζέψω τα κομμάτια μου. Ήρθε η ώρα για να φύγω. Άρα για μετιάψεις ποτέ σου. Το έλεγα πάντα, για να γράφεις πρέπει να μάθεις να μετράς. Θυμάμαι τις κατάμεσδες αίθουσες γεμάτες αναγνώστες, να μην κοιτάνεις στα μάτια με απορία και απογοήτευση, αναμένοντας σε λάκια σοφά από ένας συγγραφέα που έγινε μεγάλος γιατί απλώς έχασε το μέτρημα. Είναι σκοτεινά κι κάτω τους έλεγα, γι' αυτό πρέπει να μάθεις να μετράς. Να μάθεις να μετράς μέσα στο σκοτάδι. Άρα για μετιάψεις ποτέ σου. Ήρθα στο πάρκο κι απόψε για να σου πω αντίο. Το νιώθω. Ο αποήχος του τέλους φτάνει στα αυτιά μου όπως οι τελευταίες νότες μιας σιωπηρής μουσικής συμφωνίας. Πες μου πρέπει να μάθω. Πες μου κι άσε με να φύγω. Άρα για μετιάψεις ποτέ σου. Σκοτεινή η νύχτα και τη διαδέχεται πάντα νύχτα. Κοιτάζω τον ήλιο στο σκοτάδι. Είναι το φως που με τηλήγει πριν από το τέλος ή το πιο βαθύ σκοτάδι που κάνει τη νύχτα αυτή να μοιάζει με λιόλος τη μέρα. Άρα για μετιάψεις ποτέ σου. Κοιτάζω τον ήλιο στο σκοτάδι. Η νύχτα δίχως τέλος. Μοιάζει να ξημερώνει πάλι η νύχτα. Το ανοίλω φως της με τηλήγει. Χαράζω πάνω της με λέξεις τη πιο στερνή μου επιθυμία πριν του χαθώ μέσα στο σκοτάδι. Θέλω να γίνεις στη ζωή μου ο τελευταίος αναγνώστης. Αν θέλει κάποιος να προσθέσει κάτι οδεχομένως ή κάτι, αλλιώς κάπου εδώ σας... Θέλω να πω κοινό κάτι. Διότι η Άσχα έχει γιάννηση. Απλά ήσουσέ θα έπαιρνε προετοιμασία λίγο. Αν θέλει κάποιος να προσθέσει κάτι, αλλιώς κάπου εδώ σας... Το ζωή μου ήταν λίγο μεγάλο, για αυτό δεν θέλω κάτι άλλο. Αν θέλει κάποιος να προσθέσει κάτι, αλλιώς κάπου εδώ σας... Αν θέλει κάποιος να προσθέσει κάτι, αλλιώς κάπου εδώ σας... Αν θέλει κάποιος να προσθέσει κάτι, αλλιώς κάπου εδώ σας... Αν θέλει κάποιος να προσθέσει κάτι, αλλιώς κάπου εδώ σας... Περνάνε οι μέρες, συνεχίζει να γράφει. Φτάνει στην ημέρα 80. Δεν πόρεσα να γράψω για δύο εβδομάδες, αν έχει πλέον ο χρόνος σημασία. Αποφάσισα να συνεχίσω, να καταγράψω το χρονικό του τέλος μου. Μάταιο κι αυτό, αγνούσιο κι αυτό, αγνέστητο κι αυτό. Όπως κάθε στιγμή, κάθε ημέρα από τότε, από την ημέρα 0. Θα καταγράψω λοιπόν το πώς ξεκίνησε και το πώς αρχίζω να χάνω το μυαλό μου. Θυμάμαι μόνο εικόνες από την ημέρα 0, από εκείνο το άψυχο βράδυ, το βράδυ της θανάτου μου. Θυμάμαι μόνο εικόνες και στήματα. Το αίμα μου να κυλάς στις φλέβες τόσο γρήγορα που νόμιζα πως ήταν το τικό σου. Τα μάτια μου όρθα άνοιχτα, δεν ανοιγόκλυναν, ώστε πολλές φορές το πίστευα, που σ' ανοιγόκλυναν τα δικά σου. Η αναπνοή μου τόσο γρήγορη που νόμιζα πως ήταν η δική σου. Είχα φτάσει στο σημείο που βρισκόταν η υπέροχη μορφή σου. Πώς είναι δυνατό να πιέζω τα δικά σου μάτια. Πώς είναι δυνατό να σταματήσεις και δικές σου αναπνοή. Πώς είναι δυνατό το γορμί σου να θα είναι στη γη σαν χώμα το δικό σου σκορμί. Πώς είναι δυνατό να είσαι εκεί που αγάπηνα, να δεν τα δάρκετε τέτοια θαλασσία να σου χαρίσει. Πώς είναι δυνατό να πιέζω τα δικά σου μάτια. Πώς είναι δυνατό να πιέζω τα δικά σου μάτια. Πώς είναι δυνατό να πιέζω τα δικά σου μάτια. Πώς είναι δυνατό να πιέζω τα δικά σου μάτια. Όπως ο καθένας βρίσκει αυτό που ψάχνει, απλά και μόνο πλήνοντας τα μάτια, έχει μπει σε κάποια κλινική. Η μέρα διακόπτει πιάτα, έκατα το μάτυρο. Δε φάνηκες, νιχίσουν εκεί πάλι στο σκοτάδι, δεν τα είπα σε κανέναν, ό,τι και με ρωτάνε. Δεν θα το μάθουν, είπα στο όλους ότι είσαι μαζί μου και ότι για πάντα μαζί μου θα είσαι. Και έτσι το αφήμουν ήσυχο, όπως σήμερα νιώθω το σκοτάδι. Με ένα μαχαίρι που κοίτα στα κλεφτά, κάπου μου και περιμένω, περιμένω στα άστρα για να με δεις. Έλα ή πάρου με μαζί σου. Θα έρθεις, το ξέρω. Θα έρθεις, μωρό μου, ναι. Γιατί αν δεν έρθεις, το έχω αποφασίσει. Θα έρθω να σε βρω. Σφίγγω το μαχαίρι. Έλα ή πάρου με μαζί σου. Θα έρθεις, το ξέρω. Θα έρθεις και πάλι πριν σκοτεινιάσεις. Άλλη νύχτα μακριά σου δεν θα αντέξω. Θα έρθεις, θα με φιλήσεις, θα πάμε βόλτα, θα σου κάνουμε έρωτα. Έλα ή πάρου με μαζί σου. Το νιώθω, πλησιάζεις, αρχίζει να σκοτεινιάζει. Σφίγγω το μαχαίρι. Γιατί δεν έρχεσαι. Ήρθα μία πικρή διαφοροποίηση σε ένα σημείο της κυριακής σου. Και τελεταία ανάγνωση, νομίζω, το συγκεκριμέται. Διαφοροποίηση δεν είναι μια πραγματική ασουσιάση. Ήρθες σε ένα λεβείο, δεν ανήκεις σε κανένα. Εγώ νομίζω ότι ένα λεβείο ανήκει, όχι με κλειδί, έννοια σε πρωματική συγκεκριμέτηση. Σε αυτό ή σε αυτήν που το έγραψε. Και ανήκει, σε μικρότερο και καλύτερο λαγμό, σε όποια και όποια, το έχει διαβάσει. Μπορεί να πει κανείριστον ότι το λεβείο σου δεν ανήκει. Να, ας πάμε. Και από εδώ πρέπει να φιλώ τώρα με αυτήν την άνοιξη του Μουαλίκη. Ευχαριστώ πολύ για την έκθεση. Αυτό χρησιμοποιώ και εγώ, ότι ένα λεβείο ανήκει σε όλους. Και όταν ανήκει σε όλους, δεν ανήκει σε κανένα. Ευχαριστώ πολύ που ήρθατε. Όποιος ενδεχομένως ενδιαφέρεται το βιβλίο, νομίζω έξω θα βολήκε. Και να έχετε ένα καλό μεσημέρι. Ευχαριστώ πολύ.