Η ανασυγκρότηση της εβραικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης μεταπολεμικά. Συγκρίσεις με την Ευρώπη: Είμαστε μαζί σήμερα για τη δέκατη μας διάλεξη. Η χώρα με την οποία θα ασχοληθούμε σήμερα είναι η Πολωνία, μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των εβραϊκών πληθυσμών της, τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου, όσο και με τα πολεμικά. Αυτή η χώρα είναι η Πολωνία, μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των εβραϊκών πληθυσμών της, τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου, όσο και με τα πολεμικά. Πρέπει να θυμίσουμε ότι η Πολωνία είχε περίπου 3 εκατομμύρια εβραϊκού πληθυσμού, σχεδόν τον μεγαλύτερο εβραϊκό πληθυσμό στην Κεντρική Ευρώπη και βέβαια έναν πληθυσμό που χάθηκε στο μεγαλύτερο ποσοστό του. Ξεκινώντας, θα αναφερθούμε στο Γέτ Βαμπνε, ένα χωριό που βρίσκεται στην Ανατολική Πολωνία, σε μια απόσταση περίπου 100 χιλιομέτρων από τα σημερινά σύνορα της χώρας, με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία, καθώς και 100 χιλιόμετρα από τον ρωσικό θύλακα του Καλλίνιγκραντ. Μετά την ίδρυση του σύγχρονου πολωνικού κράτους, το 1918, η περιοχή αυτή ήταν μια εφαντουργική κομπόλη, αποτελούμενη, κατά τοήμηση, από εβραϊκό πληθυσμό. Κατά την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμού Πολέμου, το Σεπτέμβριο του 1939, ανήκε στις περιοχές που βρέθηκαν για 20 μήνες υπό σοβιετική κατοχή. Λίγο μετά την έναρξη της γερμανικής επίθεσης στη Σοβιετική Ένωση, στις 10 Ιουλίου 1941, ένα οργισμένο πλήθος πολωνών κατοίκων της πόλης και της γύρω περιοχής, οπλισμένο με ρόπαλα, μαχαίρια και φτιάρια, συγκέντρωνε βίαια το σύνολο των Εβραίων κατοίκων στην Κεντρική Πλατεία, αδιακρίτως ηλικίας και φίλου. Ο ρόλος των Γερμανών στην εξέλιξη της συγκεκριμένης επιχείρησης περιοριζόταν στο να παρακολουθούν οι Γερμανοί διακριτικά τα τεκτενόμενα. Οι Εβραίοι κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο υποβλήθηκαν για ώρες σε επικίνδυνες δοκιμασίες και εξευθελισμούς. Στη συνέχεια κατηγορήθηκαν για συνεργασία με τον σοβιετικό εισβολέα του προηγούμενου διαστήματος και υποχρεώθηκαν να ανοίξουν ένα λάκο για να θάψουν έναν αδριάντα του Λέννην, ο οποίος είχε να ανεγερθεί και τους προηγούμενους μήνες. Και τελικά όλο αυτό το περιστατικό κατέληξε στο να δολοφονηθούν οι άνθρωποι αυτοί και να ταφούν σε αυτόν τον λάκο που οι ίδιοι είχαν ανοίξει. Όσοι γλίτωσαν οδηγήθηκαν προς κράτηση σε έναν κοντινό κοινωνικό σταύλο όπου πυρπολήθηκαν ζωντανοί, ενώ όσοι προσπάθησαν να διαφύγουν κινηγήθηκαν και εξοντώθηκαν στις γύρω περιοχές. Μέχρι σήμερα οι διάφορες έρευνες για τη σφαγή δυσκολεύονται να συμφωνήσουν σε έναν ακριβή αριθμό θυμάτων, ο οποίος κοιμένεται ανάμεσα στα 400 έως 1600 άτομα. Το περιστατικό στο Γέρτ Βάπνε σε αυτό το πολονικό χωριό δείχνει τον βαθύτερο αντισιμητισμό της πολονικής κοινωνίας και το πώς αυτός αναδύθηκε ιδιαίτερα ριζοσπαστικός στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής, αλλά παρέμεινε ίδιος και μεταπολεμικά. Το πονγκρόμ του Γέρτ Βάπνε είναι η πιο γνωστή και μια από τις αγριότερες φαγές εβραίων από τοπικούς χριστιανικούς πληθυσμούς και εκδηλώθηκε κατά την πρώτη φάση της επιχείρησης Barbarossa. Ασφαλώς δεν ήταν η μόνη τέτοια περίπτωση. Έχουμε ανάλογες διώξεις εβραίων από χριστιανικούς πληθυσμούς το καλοκαίρι του 1941 σε περίπου 100 άλλα σημεία της Πολωνίας, όπως επίσης και την Ουκρανία, τη Λιθουανία, τη Λευκορροσία και άλλα σημεία της γεωγραφικής ζώνης που βρίσκεται ανάμεσα στην Βαλτική και τη Μαύρη θάλασσα και ζώνης στην οποία κατοικούσε μεγάλη πλειοψηφία σχεδόν έξι εκατομμύρια των Ευρωπαίων Εβραίων. Οι σφαγές του 1941 εγγράφονται στη συνέχεια των σφαγών που είχαν λάβει χώρα στα ίδια εδάφη μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η ζώνη με τη διάλυση των αυτοκρατοριών που την έλεγχαν για αιώνες μετατράπηκε σε ένα τεράστιο πεδίο μαχών για τους λευκούς στρατούς των Ρώσων Αντεπαναστατών και τα εκστρατευτικά σώματα των Δυτικών που πολεμούσαν ενάντια στο νέο σοβιετικό καθεστώς, καθώς και για τις ένοπλες δυνάμεις των υποδιαμόρφωση εθνικών κρατών. Οι παραδοσιακές αντιεβραϊκές προκαταλήψεις συναντήθηκαν εκεί με τις εθνικιστικές ιδεολογίες που θεωρούσανε κατά κύριο λόγο τους Εβραίους ξένα σώματα και την αντεπαναστατική προπαγάνδα που θεωρούσε το εβραϊκό στοιχείο φορέα και πράκτορα της διεθνοποίησης της σοβιετικής επανάστασης και τροφοδότησαν τα μεγάλης έκτασης πόγκρομ με χιλιάδες θύματα που έλαβαν χώρα μεταξύ 1919-1920 κυρίως στα εδάφη της Ουκρανίας και της Πολωνίας. Πριν γίνει η επίσημη κρατική ιδεολογία της Ναζιστικής Γερμανίας, η θεωρία του ευραιοκομμουνισμού ή ευραιοπολσιβικισμού, είχε κάνει την πρώτη της αιματηρία εμφάνισης στα πόγκρομ του 1821 που στήχησαν τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες εβραίους και οι οποίοι είχαν θεωρηθεί από τον ιστορικό Άρνο Μάγερ ως άμεση πρόδρομη της μαζικής εβρεοκτονίας του 1941-1944. Τα περίπου 100 μικρά ή μεγάλα πόγκρομ που έλαβαν χώρα στην Πολωνία το καλοκαίρι του 1941 είχαν αποσιωπηθεί από την επίσημη ιστορία και είχαν παραμείνει ανεξερεύνητα από τους ιστορικούς για περισσότερο από μισό αιώνα. Η σιωπή αυτή έσπασε για πρώτη φορά το 2000 όταν ο Ιαν Γκρός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, εξέδωσε το βιβλίο του «Γείτονες. Η καταστροφή της εβραϊκής κοινότητας» του Γιέτ Βάπνε, ο οποίος στηρίχτηκε σε αρχαιακά τεκμήρια από τη δεκαετία του 1940, τα οποία έγιναν διαθέσιμα μετά του 1990 στο πλαίσιο αναψηλάφυσης του κομμουνιστικού παρελθόντος. Κατά την πρώτη μετακομμουνιστική δεκαετία, η δημόσια συζήτηση για την ιστορία επικεντρωνόταν σε μία επικαιροποίηση του επίσημου εθνικού αφηγήματος, το οποίο άφηνε άθητο το προηγούμενο σχήμα μιας χώρας που υπήρξε θύμα της ναζιστικής θύριοδίας και που το επέκτηνε το σχήμα αυτό για να συμπεριλάβει και τα δεινά της σοβιετικής κατοχής της χώρας. Οι γείτονες είχαν έρθει να αλλάξουν δραστικά το ρού του συζήτησης και της έρευνας, όπως εύστοχα παρατηρεί και αναλύει ο Δημήτρης Κουσουρής σε σχετικό άρθρο του. Η ύπαρξη ισχυρών αντισημιτικών στερεοτύπων και υπαθητική έως αδιάφορης στάσεις του πληθυσμού απέντη στους Εβραίους ήταν ένα δημόσιο μυστικό για τη χώρα, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1980, όπως και οι αντιδράσεις στο ντοκιμαντέρ ΣΟΑ του Κλοντ Λανσμάν, όπου εμφανίζονταν πολλονίχορικοί οι οποίοι αναπαρήγαγαν τα αντισημιτικά στερεότυπα και πραγματικά προσποιούνταν πως δεν είδαν ή δεν είχαν ακούσει τίποτε για αυτό που διαδραματιζόταν στα στρατόπεδα στην περιοχή της Πολωνίας. Ωστόσο η αυτόβουλη και ενεργητική συμμετοχή των ντόπιων πληθυσμών στις δολοφονίες ντόπιων και μη Εβραίων αποκαλύπτεται και κλονίζει εκ βάθρων τόσο το αφήγημα της αυτοθυματοποίησης, όσο και την καθολική ηθική που το διαπνέει. Τρεις βασικές τάσεις εμφανίστηκαν σε όλη αυτή τη συζήτηση που προέκυψε. Κάποιοι κατηγόρησαν το βιβλίο για επιλεκτική ή παραπληνητική χρήση των πηγών και των στοιχείων που αυτές προσφέρουν, κάνοντας λόγο για εξτρατεία δισφήμισης της Πολωνίας. Άλλοι επιχείρησαν να μετριάσουν τη σημασία των γεγονότων, αξιολογώντας τα φωνικά επεισόδια ως μη ψηφικά ή μη αντιπροσωπευτικά ή ότι έγιναν από κάποιες μερίδες συνεργατών των Γερμανών. Ωστόσο, υπήρχαν και εκείνοι που κατάλαβαν ότι αναδεικνύεται ένα νέο παιδί ρυθμιστωρική έρευνα και ότι ήρθε η στιγμή να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια. Πολύ σύντομα, ο Γκρός επανεφανίστηκε με ένα δεύτερο βιβλίο το 2007, με το βιβλίο «Φόβος», όπου αποκαλύπτει πώς επιτεύχθηκε η μεταπολεμική σιωπή, θύγοντας ένα ακόμη πιο ισχυρό ταμπού, τον πολωνικό αντισημιτισμό μετά το Άουσβιτς. Και εδώ μπαίνουμε πιο πολύ στην θεματική που μας ενδιαφέρει. Είναι απαραίτητο να αναλύσουμε και την προηγούμενη περίοδο, ακριβώς για να κατανοήσουμε και το μετά. Οι 250.000 πολονοευρέοι επιζύσαντες της τελικής λύσης, που προσπάθησαν να επιστρέψουν στις αισθείες τους αμέσως μετά τον πόλεμο, αντιμετωπίστηκαν συχνά ως ανεπιθύμητοι. Μελετώντας από κοντά το πόγκρομ του Κέλτσε, τον Ιούλο του 1946, όπου δολοφονήθηκαν 40 εβραίοι, το βιβλίο προσεγγίζει τα αίτια που πυροδότησαν τα πάνω από 100 αντιεβραϊκά επεισόδια, κατά τη διετία με συγχωρητή 1945-1946, και κατά την οποία δολοφονήθηκαν τουλάχιστον 350 εβραίοι. Ήταν οι άνθρωποι που επέστρεφαν, προσπαθούσαν να ξαναβρούνε το νήμα της ζωής τους στην Πολωνία που είχαν εγκαταλείψει και διαπίστωσαν ότι εκεί παρέμεναν κυνηγημένοι. Μάλιστα, την περίοδο του 2007, όπου στα πολιτικά πράγματα της Πολωνίας είναι η υπερσυντηρητική αδελφή Κατσίνσκι, οι αντιδράσεις για το βιβλίο είναι πολύ έντονες, με πιο χαρακτηριστική μια τελετή καταδίκης του βιβλίου, που οργάνωσαν εκκλησιαστικές οργανώσεις στην Κρακοβία το Φεβρουάριο του 2008. Τα τελευταία χρόνια, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρόνια, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρόνια, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρόνια, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρόνια, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρόνια, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρόνια, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρόνια, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρόνια, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρόνια, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρόνια, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρόνια, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρόνια, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρόνια, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρόνια, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρόνια, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος, τα τελευταία χρονιά, και μετά από τα βιβλία του Ιάνγκρος. |