Διάλεξη 11 / Διάλεξη 11 / Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο

Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο: Συμβουλή του Συγκριτικού Εκκλησιαστικού Δικαίου του Δευτέρου Εξαμίνου. Γεια σας, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην Ενδέκατη Διάλεξη του Συγκριτικού Εκκλησιαστικού Δικαίου του Δευτέρου Εξαμίνου συνεχίζομαι την παρουσίαση των τρόπων ανάδειξης των επισκόπων στην Καθολική Ε...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Κυριαζόπουλος Κυριάκος (Επίκουρος Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Νομικής / Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο ΙΙ
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=d3a0f5b9
Απομαγνητοφώνηση
Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο: Συμβουλή του Συγκριτικού Εκκλησιαστικού Δικαίου του Δευτέρου Εξαμίνου. Γεια σας, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην Ενδέκατη Διάλεξη του Συγκριτικού Εκκλησιαστικού Δικαίου του Δευτέρου Εξαμίνου συνεχίζομαι την παρουσίαση των τρόπων ανάδειξης των επισκόπων στην Καθολική Εκκλησία. Είχαμε αναφερθεί στην Δέκατη Διάλεξη στον πρώτο τρόπο ανάδειξης των καθολικών επισκόπων που είναι ο διορισμός ή η επικύρωση της εκλογής από τον Πάπα. Ο δεύτερος τρόπος είναι η ινστιτούτσιο που χορηγείται από τον Πάπα. Ο Πάπας χορηγεί την ινστιτούτσιο, την εγκατάσταση, ας το πούμε έτσι, για τους ακόλουθους λατίνους επισκόπους. Πρώτον, τον Μητροπολίτη του Στρασβούργου και τον επίσκοπο του Μέτς, που υποδεικνύονται με παρουσίαση από τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας. Δεύτερον, τον στρατιωτικό επίσκοπο της Ισπανίας, που υποδεικνύεται με παρουσίαση από το βασιλιά της, δηλαδή από την ισπανική κυβέρνηση. Τρίτον, τους επαρχιούχους επισκόπους και τους βοηθούς επισκόπους με δικαίωμα διαδοχής της Ολλανδίας, τον επίσκοπο του Σαν Γκάλεν της Ελβετίας, που υποδεικνύονται με παρουσίαση από τα καθεδρικά καπίτουλα, από τα καθεδρικά συνεδρία των αντίστοιχων επισκοπών. Και τέταρτον, τον Μητροπολίτη του Μπάνμπεργ και τους επαρχιούχους του επισκόπους του Αιχστατ Σπρέι ερ Εμβίτσμπουρκ, τον Μητροπολίτη του Μουνχεν και των επαρχιούχων του επισκόπων των Augsburg, Passau & Regensburg Γερμανίας, που υποδεικνύονται με παρουσίαση από τα καθεδρικά καπίτουλα, από τα καθεδρικά συνεδρία των αντίστοιχων επισκοπών κατά τεχυρία της επισκοπικής έδρας και από τους βαβαρούς επισκόπους και τα καθεδρικά συνεδρία στους τριετής καταλόγους. Τρίτος τρόπος ανάδειξης των καθολικών επισκόπων η υπόδειξη από τον Πάπα με presentatio και η ινστιτούτσιο με εκλογή από το αντίστοιχο καθεδρικό συνεδρίο. Ο Πάπας υποδεικνύει με presentatio τα αντίστοιχα καθεδρικά καπίτουλα, καθεδρικά συνεδρία της επισκοπής του Σουρ Ελβετίας και της αρχιεπισκοπής του Salzburg Αυστρίας το τριπρόσωπο, προκειμένου τα λόγω καπίτουλα να προβούν στην ινστιτούτσιο με εκλογή ενός από τους τρεις υποψηφίους που περιλαμβάνονται στο τριπρόσωπο για την πλήρωση των παραπάνω εδρών. Αυτό το σύστημα δεν είναι σύμφωνο με τον κανόνα 4 της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου, διότι το καθεδρικό capitulum που αποτελείται, το καθεδρικό συνεδρίο που αποτελείται από ιερείς έχει το κύρος των γενωμένων, ενώ ο Πάπας έχει μόνο την αρμοδιότητα της presentatio του τριπροσωπου. Τέτρατος τρόπος ανάδειξης των καθολικών επισκόπων, ο διορισμός από τον Πάπα κατόπιν συμφωνίας με τις αντίστοιχες πολιτιακές αρχές. Ο Πάπας διορίζει τους ακόλουθους στρατιωτικούς επισκόπους κατόπιν συμφωνίας με τις αντίστοιχες πολιτιακές αρχές. Πρώτον, της Πορτογαλίας και του Εκουαδόρ, των οποίων οι κυβερνήσεις είναι το αντισυμβαλόμενο μέρος. Δεύτερον, της Γερμανίας με αντισυμβαλόμενο τη νομοσπονδιακή κυβέρνηση. Τρίτον, της Αργεντινής, της Παραγουάης και του Περού, που συμβάλλονται με τους προέδρους τους. Πέμπτος τρόπος ανάδειξης των καθολικών επισκόπων, η παροχή εκκλησιαστικής κοινωνίας από τον Πάπα. Ο Πάπας παρέχει εκκλησιαστική κοινωνία στους Ανατολικούς Πατριάρχες που εκλέγονται από τις Συνόδους των Επισκόπων των Πατριαρχικών Εκκλησιών τους κατόπιν σχετικής αιτής ιός τους. Υπόλοιπον τον κανόνα 76 παράγραφος 2 του Κώδικα Κανόνων των Ανατολικών Εκκλησιών. Σε περίπτωση αρνίσεως του Πάπα να παράσχει την εκκλησιαστική κοινωνία, η εκλογή είναι έγκυρη, αλλά η Σύνοδος των Επισκόπων πρέπει να προχωρήσει σε νέα εκλογή. Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με το θέμα της αναδείξεως του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος και των Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το άρθρο 12 του Καταστατικού Χάρτ της Εκκλησίας Ελλάδος, δηλαδή ο νόμος 590 το 77, ορίζει την παράγραφο 1. «Άμα τη Χειρία του Θρόνου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, καθίκοντα το Ποτηρητού αναλαμβάνει ο Τον Ενεργία Μητροπολιτών, έχοντα Πρεσβεία της Αρχιερωσύνης και εν κολλήμα τη αρνίση τούτου, ο επόμενος τούτου εν τάξει και ούτω καθεξής». Παράγραφος 2. «Η Διαρκή Σύνοδος συνερχωμένη υπό την Προεδρία του το Ποτηρητού, το βραδίτερο νοεντός πενθυμέρου από της ημέρας καθήν εχείρευσεν ο Θρόνος, αναγγέλλει την Χειρίαν επισήμως εις τους Ενεργία Μητροπολίτας και ορίζει ημέραν εκτάκτου συγκλήσεως της Ιεράς Σύνοδου Συραρχίας προς εκλογήν Αρχιεπισκόπου μη απέκουσαν πλέον των 20 ημερών από της ημέρας της Χειρίας, τόπον δε των καθεδρικών αόντων Αθηνών». Τρίτον, «Εκλόγημοι είναι πάντες οι Έλληνες το γένος εν Ενεργία Μητροπολίτε, ως και εγγεγραμμένοι εις των κατάλογων των προσαρχηρατήων εκλογήμων της Εκκλησίας Ελλάδος κληρικοί». Πως προς αυτά τα διαδικαστικά προκαταρακτικά θέματα δεν θα ασχοληθούμε, θα περάσουμε στο κύριο θέμα της αναδείξεως του προκαθυμένου Επισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος. Άρθρο 13 «Η εκλογή διενεργείται εν μία και μόνη συνεδρία άνευ διακοπής παρισταμένου του Επί της Εθνικής Παιδείας και Θρεσκευμάτων Υπουργού, προσκαλουμένου προς τούτο εγγράφος παρά του τοποτηρητού του θρόνου τουλάχιστον 48 ώρες πρώτης εκλογής. Τη συνεδριάσεως προεδρεύει ο εκ των παρόντων έχοντα πρεσβεία της αρχιερωσύνης, χρέει δε γραμματέως να εκτελεί ο νεότερος στη τάξη των παρόντων μητροπολιτών. Εάν ο υπουργός κληθείς κατά τάνο δεν προσέλθει, η συνεδρία θεωρείται έγκυρος. Η ΙΡΤΕ βρίσκεται εν απαρτί, εάν παρίσταται τουλάχιστον τα 2 τρίτα των ενεργία μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εάν δεν επιτευχθεί κατά τάνο απαρτία, η ΙΡΤΕ συνέρχεται ανεφετέρου την επόμενη εργάστηση μονημέρα κατ' αυτήν ώρα και εν το αυτό τόπο. Θεωρείται δε βρισκομένην απαρτίαν εξαρτήτως αριθμού παρόντων. Το άθρο λοιπόν 13 ορίζει ότι η εκλογή πρέπει να τελειώσει σε μία και μοναδική συνεδρία και ότι μπορεί να παρίσταται ο υπουργός εθνικής παιδείας και θρησκευμάτων. Αν όμως δεν παρίσταται, είναι έγκυρη συνεδρίαση. Για την απαρτία χρειάζονται τα δύο τρίτα των ενεργία Μητροπολιτών, τουλάχιστον. Αν δεν υπάρχει αυτή η απαρτία, τότε συνέρχεται η ΡΤΕ που είναι το όργανο που εκλέγει τον Αρχιεπίσκο Αθηνών και Πάση Ελλάδος την επόμενη εργάσιμη ημέρα και θεωρείται ότι βρίσκεται σε απαρτία ανεξάρτητα από τον αριθμό των παρόντων. Άρθρο 14. Μετά την προσευχή διαπιστωθήσεις απαρτίας, οι Σύνεδροι καλούνται προς ψηφοφορίαν κατατεροοριζόμενα, διεξαγωμένην επιμελία επιτροπής συγκλωτουμένης του προεδρεύοντος συνελεύσεως και των δύο εκ των παρόντων των αρχιερέων αμέσως επομένων αυτό κατά Πρεσβεία της αρχιερωσύνης. Παράγραφος 2. Η Ανωτέρα Επιτροπή διαπιστεί μετά της Εθνικής Παιδείας και Διεσκευμάτων Υπουργού εφόσον ο τους παρίσταται και του Γραμματέως ότι η ψηφοδόχος είναι καινή, μεθό γραμματές περιβάλλει ταύτη ενδιατενίας και σφραγίζει διησπανικού καιρού και της Μεταλίνης σφραγίδος της Ιεράς Συνόδου. Παράγραφος 3. Ακολούδος ο Πρόεδρος Επιτροπής καλεί τους συνέδρους αρχείς γεννωμένοις από του Νεοτέρου κατά Πρεσβεία όπως προσέρθουν και ψηφίσουν. Ο καλούμενος λαμβάνει παρά του Γραμματέως ομοιόμερο φορμφάκελον και ψηφοδέλτιον αποσύρεται η στέση εν τω καθεδρικών αόδια σκεβασμένην ούτως ώστε ο ψηφίζον να μην είναι ορατός υπό τον λοιπόν παρισταμένο και να γράφει επί του ψηφοδελτίου το όνομα του υπαυτού προτιμωμένου Μητροπολίτου και τον τίτλον αυτού. Μεθό εγκλείοντο ψηφοδελτίον εις τον Φάκελον παραδίαι τούτον κεκλεισμένων εις τον Προεδρεύοντα ώστε εις μονογραφών αυτών και αποτυπών επ' αυτού την σφραγίδα της σειράς συνόδου ρίπτει αυτών εν τω ψηφοδόχου εξής μετακινείται η καλύπτουσα την υπαυθύνσχισμη ταινία ούτω ψηφίσας υπογράφει αμέσως εις κατάλογων εις όν ειναι αναγεγραμμένα τα όνοματα των εκλεκτόρων. Ο κατάλογος ούτως υπαίχει θέση πρακτικού εκλογής εν το οποίο γίνεται προσέτη μνία περιπασών των κατά τα διατάξεις του παρόντος και του οπειμένου άρθρου ενεργειών ως και πριν παντός αλλου αυόντος χώραν περιστατικού. Από αυτή τη διάταξη υπάρχει και το εκεί παράγραφος 4 «περατωθείς ψηφοφορίας, αφού πάντες οι παριστάμενοι κληθέντες ψηφίσουν κατά τανωτέρο, της ψήφου αυτών ούσης υποχρεωτικής αφαιρείται η ταινία εκ της ψηφοδόχου ή της ανοίγεται υπό του προεδρεύοντος». Από αυτή η ψηφοδελτή λαμβάνονται εν ύπο του αρχαιοτέρου εκ των συμπαραδευών των δύο μητροπολιτών και αριθμούνται. Αναγραφωμένοι σε ποινό σε κάστου εξαφτών της σειράς εξαγωγής της ψηφοδόχου μονογραφούνται δε ύποτε του προεδρεύοντος και από τα τετέρων δύο μητροπολιτών. Με αυτό προεδρεύον εκφωνεί το ενεκάτσο ψηφοδελτήων αγγεγραμμένων όνομα. Από αυτή τη διάταξη κρατούμε ότι η ψηφοφορία είναι μυστική. Άρθρο 15 παράγραφος 1 Περατοθύσης της διαλογής των ψήφων κατά την διάρκεια της οποίας ο γραμματές αναγράφει εν το πρακτικό της εκλογής το όνομα εκάστου των ψηφιστέντων και εν αντι αυτού τους αριθμούς των ψηφοδελτήων διον έκασος αυτών οι ψηφίστοι αριθμούνται υπερεκάστου του τον ψήφι και ελέγχεται ο ρυθμός αυτών δια των ψηφοδελτήων υπό του προεδρεύοντος και των συμπαραδευών των δύο μητροπολιτών. Ο αριθμός των ψήφων με το όνομα το σεκάστου των λαβών των αυτάς εκφωνείται υπό του προέδρου. Παράγραφος 2 Εκλεγής θεωρείται ο λαβών την απόλυτον πλειοψηφία των ψηφισάντων. Εάν κατά την πρώτη ψηφοφορία ο δύστομ ψηφιστέντων συγκεντρώσει την απόλυτον πλειοψηφία, επαναλαμβάνεται αμέσως και αν διακοπίσει η ψηφοφορία κατ' αυτόν ο σαν ο τρόπος χρησιμοποιημένου του αυτού πρακτικού εκλογής. Τα ψηφοδελτία της πρώτης ψηφοφορίας τίθενται εις ίδιον φάκελον σφραγιζόμενον δυ ισπανικού κυρού και της φραγίδος της σειράς συνόδου και μονογραφουμένου υπό του Προεδρεύοντος των δύο Μητροπολιτών και του Γραμματέως. Παράγραφος 3. Εάν και κατά την δεύτερα ψηφοφορία ο δύστομ ψηφιστέντων συγκεντρώσει την απόλυτον πλειοψηφία, επαναλαμβάνεται αμέσως κατ' αυτόν ο σαν ο τρόπος θεωρείται δε εκλεγείς ο σχετικός πλειοψηφής σας. Επί ισοψηφίας κατ' τρίτη ψηφοφορία ο αρχιεπίσκοπος αναδεικνύεται διακλήρου μεταξύ των ισοψηφισάντων. Για την εκλογή λοιπόν Αρχιεπισκόπου Αθηνών που είναι και προκαθήμενος σε αυτοκέφαλες της Εκκλησίας Ελλάδος, απαιτείται στην πρώτη ψηφοφορία απόλυτος πλειοψηφία των ψηφισάντων. Εάν δεν επιτευχθεί επαναλαμβάνεται δεύτερη ψηφοφορία και απαιτείται η ίδια απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων. Εάν δεν επιτευχθεί εκλογή ούτε στην δεύτερη ψηφοφορία, επαναλαμβάνεται τρίτη ψηφοφορία. Οπότε εκλέγετε ο σχετικός πλειοψηφής σας και αν υπάρχει ισοψηφία. Ο Αρχιεπίσκος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος αναδεικνύεται με κλήρο μεταξύ των ισοψηφισάντων. Στη συνέχεια θα δούμε την ανάδειξη των Μήτροπολητών. Το άρθρο 24 του Καταστατικού Χάρτη και Εκκλησίας Ελλάδος ορίζει «Η εκλογή Μητροπολίτου προς πλήρωση χειρεβούσης Μητροπόλεως συνεργείται ενώ σε ξαμήνου το βραδίτηρο από τις ημέρες καθήν εχείρευσε ναύτη υπό τη σειρά Συρραρχίας, συνερχωμένη προς τούτου εκτάκτος, εφόσον ενώ στο χρονικό του διαστήματος δεν συμπίλτει χρόνος τακτικής συνόδου». Δηλαδή, αρμόντιο όργανο για την εκλογή Μητροπολίτη είναι η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας. Παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου 24 «Η πλήρωσης Μητροπόλεως γίνεται κανονικώς διεκλογής, εξαιρετικώς δε δύναται να γίνει κατάστασης οικονομίας προς μία ζώνη της Εκκλησίας όφελος και διακαταστάσεως με τα απόφασεις της Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, λαμβανομένου κατά τα εις την επομένη παράγραφο οριζόμενα, ανεξαρτήτως δε της εδαφικής εκτάσεως ή του πληθυσμού της προσπλήρωσης Μητροπόλεως». Παράγραφος 3 «Δια την πλήρωση Μητροπόλεως διακαταστάσεως, απαιτείται όπως λειφθεί προηγουμένως απόφασης της Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας κατ' εμπροστού το συνεδρίαν διαμυστικής ψηφοφορίας και διαπληρονοψηφίας των δύο τρίτων των παρόντων. Εσυνεχή, αρασύντως, προβαίνει στην εκλογή διαμυστικής ψηφοφορίας ενός εκ των δικαιωμένων κατ' την παράγραφο 5 του παρόντως Μητροπολιτών. Ως εκλεγής, στη ροήτα των λαβών, τα δύο τρίτα των ψήφων των παρόντων. Κατ' την πρώτη φορά, η πλειοψηφία αυτοί των δύο τρίτων χειρεύουν σαν Μητροπολιτική Έδρα, πληρούνται διεκλογής κατά σπεριαυτείς διατάξεις. Ένας λοιπόν τρόπος αναδείξεως των Μητροπολιτών είναι με μετάθεση, που λέγεται κατάσταση. Είναι ένας τρόπος, ο οποίος προβλέπεται ως κατεξέρεσιν τρόπος αναδείξεως, Μητροπολίτη. Χρειάζονται δύο ψηφοφορίες, με πλειοψηφία των δύο τρίτων των παρόντων, μελών της Ιερασινών της Ιραρχίας. Η δεύτερη ψηφορία αφορά το ζήτημα αν θα γίνει με κατάσταση, με μετάθεση, διανάδειξη του Μητροπολίτη. Η δεύτερη ψηφορία αφορά την εκλογή του μετατιθεμένου Μητροπολίτη για την γύρωση της Μητρόπολης, η οποία χειρεύει. Το άρθρο 25 ορίζει στην παράγραφο 1 «Προσπλήρωσιν χειρεύσαντος Μητροπολικικού Τινοστρόνου τα μέλη της Ιερασινών της Ιραρχίας. Συνερχόμενα η Συνεδρία εκλέγουν διαμυστικής ψηφοφορίας τρεις υποψηφίους έκτον εγγεγραμμένος στο κατάλογο των προσαρχητών εκλογήμων κληρικών. Έκατος εκλέκτορο υποχρεούνται να αναγράψει εν τω πλησφαιρετή αυτού τρεις υποψηφίους. Εν συνεχή η Ιερασινών της Ιεραρχίας, διαμυστικής ψηφοφορίας και διασχετικής πληρονοψηφίας εκλέγει ένα εκ των τριών προσπλήρωσιν της χειρευούσης Μητροπόλεως». Ο τακτικός λοιπόν τρόπος του αναδείξεως των Μητροπολιτών είναι η εκλογή. Για την εκλογή απαιτείται να διεξαχθούν δύο ψηφοφορίες. Στην πρώτη ψηφοφορία εκλέγεται το τριπρόσωπο, δηλαδή οι τρεις πρώτοι στην λήψη ψήφων. Και συνεχή ακολουθεί η δεύτερη ψηφοφορία, δηλαδή ψηφίζεται ένας εκ των τριών με σχετική πληροψηφία. Στο σημείο αυτό θα προχωρήσουμε σε μια τρίτη θεματική, θα πλέσει αυτή στη σειρά διαλέξεων, η οποία αφορά την ιστορία του δικαίου των επισκοπικών συνδιασκέψεων στη Λατινική Εκκλησία. Οι επισκοπικές συνδιασκέψεις είναι ο σημαντικότερος επισκοπικός οργανισμός στην Λατινική Εκκλησία. Το δίκαιο που ίσχε πριν από τον Κώδικα Κανονικού Δικαίου του 1917. Ο Πάπας Πείος ο ενδέκατος συνιστούσε στους επισκόπους να μη θεωρούν τις συσκέψεις τους ως υποκατάστατες των επαρχιακών συνόδων. Ο Πάπας λέει ο δέκατος τρίτος τις εξελάμβανε ως μέσο προετοιμασίας αυτών των συνόδων. Παρόλο ότι παραπάνω Πάπες είχαν διατρήσει διακεκριμένες τις πρώτες από τις δεύτερες τις σκέψεις από τις συνόδους. Οι Πάπες Πείος δέκατος και Βενέδικτος δέκατος πέμπτος προχώρησαν βαθμιαία στην ενμέρη υποκατάσταση των επαρχιακών συνόδων με την επίσημη αναγνώριση των επισκοπικών διασκέψεων και κατά συνέπεια στη θεσμοθέτηση και ρίδμησή τους από το Γενικό Δίκαιο με στόχο τον έλεγχό τους. Το Γενικό Δίκαιο που ίσχυε πριν από τον Κώδικα Κανονικού Δικαίου του 1917. Αποστολική κονστιτούτσιο, αποστολική διάταξη του Παπαπείου του δεκάτου, της 29 Ιανουαρίου 1908. Στην αρμοδιότητα της κονγκρεγκάτσιο, του συλλόγου δηλαδή του κοντσύλιου, της συνόδου, ανήκουν όλα όσα αναφέρονται στη διεξαγωγή και αναγνώριση των συνόδων και των επισκοπικών ομάδων ή συνδιασκέψεων. Δεύτερον, ο ορδος ερβάντους εν σάκρυς κονγκρεγκατσιόνιμπους, τριμπουνάλιμπους, σοφίτσις, ρομάνε κούριε. Είναι ο Γενικός Κανονισμός της Ρωμαϊκής Κουρίας, της 29 έκτου 1908, μέρος δεύτερον, νόρμα επεκπουλιάρες, κεφάλαιο 7, αριθμός 4. Στην ολομέλεια της κονγκρεγκάτσιο, δηλαδή του συλλόγου, πρέπει να παραπέμπεται η αναγνώριση των επαρχιακών συνόδων και επίσης οτιδήποτε σημαντικό αφορά τις επισκοπικές ομάδες ή ορίστηκε γι' αυτές. Τρίτον, ιεράς κονγκρεγκάτσιο ιρού συλλόγου κονσιστοριάλις του κονσιστορίου, ο ορδος ερβάντους συνεργατσιών εν δεστά του εκκλησιάρου. Κανονισμός που αφορά την αναφορά για την κατάσταση των εκκλησιών της 31-12 του 1909, κεφάλαιο 3, αριθμός 31. Αν είναι μητροπολίτης, αν συγκάλεσε επαρχιακή σύνοδο ή τουλάχιστον επισκοπικές συσκέψεις και πόσες πρέπει να διαβιβάζει στην Αγία Έδρα αντίγραφο των αποφάσεων των συσκέψεων, αν δεν έγινε μέχρι τώρα. Το επιμέρους ποντιφικό δίκιο, responsum, απόκριση της ιεράς κονγκρεγκάτσιο του ιρού συλλόγου δηλαδή του Concilium, σύνοδου, της 14 Μαρτίου 1909, προς τους Αποστολικούς Βικάροι, δηλαδή Αποστολικούς Αντιπροσώπους της Νότιας Αφρικής. Οι συσκέψεις των επισκόπων, που τις ονομάζουν σήμερα Σύνδια Σκέψεις, επέχουν τόπο Ιονή Συνόδων. Δεύτερον, η σημασία του ποντιφικού δικαίου των επισκοπικών συνδιασκέψεων, που ίσχυε πριν τον Κώδικα Κανονικού Δικαίου του 1917, σύμφωνα με τους Φελιτσιάνη και Σεβαλιέ Λεφέβρ Μέτς. Η Αγία Έδρα αναγνώρισε πρώτον την παρακμή της ανατριετίας πραγματοποίησης των επαρχιακών Συνόδων, η οποία προβλεπόταν από το δίκαιο της Συνόδου του Τριδέντου και κατά συνέπεια τη νέα πραγματικότητα των επισκοπικών συνδιασκέψεων. Δεύτερον, η Αγία Έδρα αναγνώρισε ότι, εν λόγω συνδιασκέψης, πήραν τη σκητάλια από τις επαρχιακές Συνόδους, δεδομένου ότι οι επαρχιακές Συνόδοι πραγματοποιούνταν σπάνια και ότι το Ποντιφικό Δίκαιο αποδέχθηκε την έστω εν μέρη εκπλήρωση της υποχρέωσης της πραγματοποίησης ανατριετίας των επαρχιακών Συνόδων με την περιοδική σύγκληση των επισκοπικών συνδιασκέψεων. Και τώρα θα προχωρήσουμε στο Δίκαιο του Κόδικα Κανονικού Δικαίου του 1917 και στην ερμηνεία του. Το Δίκαιο του Κόδικα Κανονικού Δικαίου του 1917, Κανόνας 250, παράγραφος 4. Στην αρμοδιώτητα της Congregatio, δηλαδή του συλλόγου, του Concilium, δηλαδή της Συνόδου, ανήκουν τα ζητήματα που αφορούν την πραγματοποίηση και την αναγνώριση των Συνόδων και της ομάδας της θήτης συνδιασκέψης των επισκόπων εκτός των εδαφών που υπάγονται στην Congregatio de Doctrine de Propaganda Fide, δηλαδή στο Σύλλογο για τη Διάδοση της Πίστης. Στο σημείο αυτό, τελείωσε ο χρόνος της ενδέκατης διάλεξης του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου του Δευτέρου Εξαμίνου. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.