Η προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ: Υπόσχεσαι να μιλήσω σε όλες τις ερωτήσεις που μου υποβλήθηκαν και οι οποίες έχουν άλλες γενικότερο και άλλες ειδικότερο χαρακτήρα, αρχίζω από τις πιο ειπικές προκειμένου να φτάσω στις γενικότερες. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της συνδυαστικής εφαρμογής αυτής της προσφυγής της, ας πούμε, προδικαστικής που βλέπετε στο πρωτόκολο αριθμός 16 του προσαρτημένου στην Ευρωπαϊκή Συμμασία Δημότητα των Ανθρώπων και του Άχθρου 267 της Συστήμης για την Εκτονία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή, η παράλληλη ενδεχομένως δυνατότητα να ατεθήνονται τα δικαστήρια αφενός στο δικαστήριο του Σρασβούρου και αυταίως στο δικαστήριο του Λουξεομπόρβου, σε τι οφείλεται αλήθεια. Οφείλεται στο γεγονός, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά του, ότι ένα σύστημα που πάντοτε ισχυριζόταν, ότι είναι ένα σύστημα εξωτερικού αποκλειστικά ελέγχου, δηλαδή το σύστημα της ευρωπαϊκής σύμβασης δικαιωμάτων του ανθρώπου, ξαφνικά αποκτά ιδιομορφίες που προσυδιάζουν σε ένα σύστημα εσωτερικού ελέγχου. Ποτέ δεν είχαν σχέση τα δικαιοδοτικά όργανα, τα εθνικά, με το δικαστήριο του Σρασβούρου. Ποτέ δεν είχαν σχέση η εθνική διοίκηση με το δικαστήριο του Σρασβούρου. Ξαφνικά με το πρωτόκολλο αποκτά αυτή τη δυνατότητα. Αυτό θα πρέπει να γίνει λοιπόν, όταν συζητούμε για την παράλληλη οθόνηση. Θα πρέπει για τη γνώμη τη δική μου, και μιλώ τώρα για τη δική μου γνώμη, να διασφαλιστεί ότι αυτό που ισχύει επί 60 χρόνια στην Ευρώπη, δηλαδή στην Ευρωπαϊκή κοινότητα και στην ΕΕ, δηλαδή το σύστημα της προδικαστής παραπομπής, δεν πρέπει και δεν μπορεί να λιωθεί, χάρι οποιοδήποτε άλλο σύστημα. Αυτό δεν συζητεί λοιπόν σε ό,τι αφορά την παράλληλη λειτουργία. Τώρα το τι θα γίνει δεν είναι δικό μας ζήτημα να το αποφασίσουμε. Απλώς πρέπει να αντιλαμβάνεται κανείς ότι κάθε εισαγωγή ενός θεσμού νέου έχει ένα κόστος. Και δεν μπορείς αυτό το κόστος να το αγνοείς. Αυτό είναι το πρώτο. Το δεύτερο, το ζήτημα της αυτονομίας του Ευρωπαϊκού Δικαίου και το κατά πόσον μπορεί να αποφευχθεί η, ας πούμε, εναντίωση στο σύστημα αυτό της προσκότησης. Είναι δεδομένο και είναι γεγονός ότι η προσκότηση προβλέπεται και ότι αποτελεί και υποχρέωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την άλλη πλευρά είναι δεδομένο ότι υπάγεται σε συγκεκριμένους προϋποθέσεις, τις οποίες δεν τις ανεκάλυψε ούτε τις συζηγένει το Δικαστήριο. Προβλέπονται στον πρωτογενές δίκιο. Εάν τυχόν αυτές οι προϋποθέσεις δεν πληρούνται, δεν θα μπορεί να γίνει η άνταξη ή η προσχώρηση. Και, εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα των αποκλήσεων στο οποίο αναφερθεί ο κ. Π. Μ. είναι ένα ζήτημα το οποίο έχει ζητηθεί πάρα πολύ. Αφενός, πρέπει να εκτιμήσει κανείς το γεγονός ότι η νομολογία του Δικαστήριου του Λουξανμπούλου, χωρίς να έχει υποχρέωση θεσμική για αυτό το λόγο πριν από την εφαρμογή της Συντήκης της Βεσαβάνας, όπως είπα στην αρχή, ανέπτυξε την νομολογία του για την προστασία των θεμιωδών δικαιωμάτων, στηριζόμενο κυρίως στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στηριζόμενο κυρίως την ερμηνεία στην οποία έδωσε στην Σύμβαση αυτή το Δικαστήριο του Σασβούλου. Και πρέπει να σας πω ότι κανένα δικαστήριο δεν διεκδικεί το αλάθιτο για τον εαυτό του. Ίσα ίσα. Εάν υπάρχει μια πάγια νομολογία σε συγκεκριμένα ζητήματα, εμείς πάντοτε την ακολουθήσαμε. Όχι μόνο αυτό. Αλλά προσαρμόσαμε και την ομολογία μας στην ομολογία του Στρασβούργου, εκεί όπου η ομολογία του Στρασβούργου μετά από την δική μας, ας πούμε, θέση, πήρε μια θέση διαφορετική με την πρώτη ευκαιρία, χωρίς να είμαστε απολύτως πεπισμένοι ότι είχε δίκιο, αλλά για τους λόγους ακριβώς της αποφυγής αποκλήσεων είπαμε ότι θα ακολουθήσουμε την ομολογία. Το ζήτημα, λοιπόν, των αποκλήσεων ως ενδεχόμενο υπάρχει, ως αυτή πραγματικότητα δεν έχει αποδειχθεί ποτέ. Τώρα, είναι καλύτερα και είναι λογικό να υπάρξει εν, βεβαίως πρέπει να υπάρξει υπόσχορηση. Γιατί? Διότι είναι αλήθεια ότι δημιουργείται μια ανομαλία εκεί όπου το δικαστήριο του Στρασβούργου, για τους δικούς του λόγους, δεν αρνείται να εξετάσει, δεν αρνείται να εξετάσει, κανόνες του ευρωπαϊκού δικαίου, έτσι, ως προς τη συμβατότητά τους με την ευρωπαϊκή σύμβαση δικαιωμάτων του ανθρώπου, το κάνει αυτό, αλλά για να μπορέσει να φτάσει εκεί χρησιμοποιεί ως πιθανότητα, επειδή δεν μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να λειτουργήσει ως εναγώμενη, όλα τα κράτη μέλη. Είναι μια ανομαλία που ανέπτυξε το δικαστήριο του Στρασβούργου με αφορμή ακριβώς πολιτικά δικαιώματα και δικαιώματα. Είχα καταλάβει αλλιώς το θέμα του κυρίου Ανθόπουλου, πρέπει να πω, και όχι ως πρόβλημα των εκλογικών συστημάτων αλλά των εκλογικών δικαιώματων. Συνδέονται, είναι μια πτυχή. Ναι, θέλω να πω λοιπόν ότι στα εκλογικά δικαιώματα, μέσα στο πλαίσιο των εκλογικών δικαιώματων, ενέταξε και το ζήτημα αυτό. Οπωσδήποτε πρέπει να σταματήσει. Αλλά για να σταματήσει πρέπει να γίνει με τους κανόνες και με τους χώρους που προβλέπουμε. Τώρα, σε ό,τι αφορά την παρατήρηση του κυρίου Ανθόπουλου, λοιπόν, δεν κατάλαβα το πρόβλημα. Εδώ, ή δεν το εξέφρασα εγώ σωστά, μπορεί να υπάρχει και αυτή η εκλογική. Με την κρίση των δημιουργών δικαιωμάτων και με την οικονομική κρίση, η ουνομοδότηση του Δικαστηρίου, δεν νομίζω ότι έχει απολύτως καμία σχέση. Ήταν μια ελεύθερη ερμηνεία δικιά μου. Αυτό είναι άλλο. Απλώς να σας πω τι συμβαίνει τώρα. Οι ελεύθερες ερμηνείες είναι ερμηνείες. Εγώ μπορώ να σας πω τι συμβαίνει. Δεν έχει καμία σχέση. Επιπλέον, εδώ όποιος κατάλαβε από την ουνομοδότηση του Δικαστηρίου, είναι ότι είπαμε πως δεν μπορεί ένα κράτος να παραχωρεί... Ξυγνώμη, ότι εάν η ΕΣΔΑ προβλέπει η μεγαλύτερη προστασία από αυτήν που προβλέπει το ευρωπαϊκό δίκιο, θα πρέπει να ακολουθήσουν την προστασία που προβλέπει το ευρωπαϊκό δίκιο. Αυτό δεν αληθέτει για τον απλούστατο λόγο ότι η ΕΣΔΑ προβλέπει μια ελάχιστη προστασία. Και η προστασία, η οποία προβλέπεται στον πίπλο της ΕΣΔΑ, είναι κατά πολύ μεγαλύτερη. Όποιος συσχυρίζεται το αντίθετο δεν έχει δει τον χάρτη των θεμηλωδών δικαιωμάτων. Η ΕΣΔΑ είναι από 13 άρθρα, 13 είναι εκείνα τα οποία παρέχουν δικαιώματα και τα αντίστοιχα πρωτοκόνια. Και ο χάρτης των θεμηλωδών δικαιωμάτων περιλαμβάνει 53 άρθρα από τα οποία τα 50 παραχωρούν δικαιώματα. Επομένως, δεν είναι σωστό το να κάνουμε αυτή τη σύγκριση. Αυτό δε που είπαμε εμείς δεν είναι ότι δεν μπορεί η ΕΣΔΑ να παρέχει περισσότερα δικαιώματα, δεδομένου ότι προβλέπεται στον ίδιο το χάρτη. Ότι είμαστε υποχρεωμένοι εμείς τα δικαιώματα του χάρτη που είναι αντίστοιχα με τα δικαιώματα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, να τα ερμηνεύουμε και να τα εφαρμόζουμε σύμφωνα με την ομολογία του Δικαστήριου του Στανσβούργου. Και αυτό κάνουμε. Αυτό που είπα είναι ότι δεν πρέπει να ερμηνευθεί η διάταξη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που παρέχει στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης την δυνατότητα να παρέχουν μεγαλύτερη προστασία, από αυτή που προβλέπει η Σύμβαση, ως απαλάσσουσα τα κράτη μέλη αυτά από την υποχρέωση να τηρούν την προτεραιότητα και την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου. Και αυτό είναι κάτι το οποίο διασφαλίζει το Δικαστήριο. Είναι, συγχαίω με τα πράγματα, αυτή η πτυχή της ερμηνείας της Σύμβασης ως προς τις δυνατότητες που παρέχει στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Να πάνε πέρα από αυτό που επιτρέπει η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου, όχι, γιατί αυτό είναι αποτέλεσμα μιας πάγιας νομολογίας για να μην υπάρχει αμφισβήτηση. Λοιπόν, τελειώνω με την παρατήρηση του Προέδρου ότι εάν υπάρχει ή δεν υπάρχει προς τη θέμη μίαξη. Εγώ πιστεύω στο ζήτημα της προσχώρησης, γιατί θεωρώ ότι πρέπει να σταματήσει αυτή η, όπως σας είπα προηγουμένως, ανομαλία η οποία δημιουργείται με το γεγονός ότι δεν μπορεί η Ελληνική Ένωση και δεν μπορεί και να εκπροσωπηθεί με τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να εκπροσωπηθεί στο Δικαστήριο του Στρασβόγου. Τώρα, αυτό δεν έχει καμία σχέση με την ομολογία την οποία αναπτύσσει το Δικαστήριο του Στρασβόγου και αν κανείς αυτή την ομολογία την δέχεται ή δεν την δέχεται, δεν πρόκειται ποτέ ένα όργανο το οποίο έχει ως αποστολή να εφαρμόζει και να σέβεται το δίκαιο, να αγνοήσει αυτούς τους κανόνες. Δεν υπάρχει τέτοια βρύπτωση. Αυτό προβλέπεται, πρέπει να γίνει, αλλά πρέπει να γίνει με τον ενδεδειγμένο τρόπο. Ακριβώς το γεγονός ότι η Επιτροπή η οποία διαπραγματεύτηκε, όπως σας είπα, περίπου τρία χρόνια, την συμφωνία αυτή προσχώρησης θεώρησε απαραίτητο να απευθυμθεί στο Δικαστήριο και να ζητήσει την ομολογησία του σημαίνει ότι θέλει να έχει την βεβαιότητα και την διαβεβαίωση ότι αυτή η συμφωνία γίνεται σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει το πρωτογενές δίκαιο. Αυτή είναι η πραγματικότητα και αυτήν πρέπει κανείς να αντιμετωπίσει. Πρέπει δε να σας πω ότι η γνωμοδότηση έγινε δεχτή χωρίς ιδιαίτερους κλειδωνισμούς, ούτε στην Ευρώπη, ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά ούτε και στην Ευρώπη. Εδώ τελειώνει αυτή η συνεδρία. Ευχαριστούμε πολύ. Ευχαριστώ και προσωπικά του Κοινοβουλίου. |