Διάλεξη 5: Αγαπητοί όλοι, συνεχίζουμε με το τέταρτο κεφάλαιο που αφορά τις παθήσεις του υπεφυκότος, τους όγγους και διαφοροδιακνωστικά κριτήρια του κόκκινου μετιού. Η υπεφυκίτητα είναι πολύ συχνή και εξαρτάται από την αιτιολογία που την προκαλεί. Η διεπεφυκίτητας μπορεί να είναι λοιμώδη, μικροβιακή, υιογενής, αλλεργική ή τοξική, απλή από ερεθισμούς που προέρχονται από το περιβάλλον. Κοινά συμπτώματα για όλες οι υπεφυκίτητες είναι η ερηθρότητα, το ήδημα και το άργος. Η υπεφυκίτητα μπορεί να είναι μία φλεγμονής ενώ δεν διαταράσεται η οπτική λειτουργία. Συχνά με την υπεφυκίτητα πάσχουν και τα βλέφαρα παρουσιάζοντας βλεφαρίτιδες διαφόρων τύπων ή και ο κερατοειδής με βλάβες που τις περιλαμβάνουμε στην ενότητα της κερατίτητας. Οι εχρόνιες υπεφυκίτητες ενμπίπτουν στο σύνδρομο του ξηρού οφθαλμού, πολύ συχνά, επιδινώνονται με την ξηρότητα και την περιόδια εκτινοβολία και συνοδεύονται από βλενόδες εκκρίσεις ενώ αφήνουν, όπως είπαμε, ανεπιρέαστη την οπτική οξύτητα. Πολλές από τις υπεφυκίτητες είναι αλλεργικές, χαρακτηριστικό τους είναι ο γκνισμός. Είναι υδαρείς, βλενόδες, πολλές φορές βρίσκουμε αν αναστρέψουμε το άνο βλέφαρο θυλές στον ταρσικό υπεφυκότα, εμφανίζουν εποχειακή έξαρση κυρίως κατά την άνοιξη και προσβάλλουν νεαρά άτομα. Οι μικροβιακές υπεφυκίτητες χαρακτηρίζουν από βλενόδες ποιόδες περισσότερο εκκρίσεις, δεν επηρεάζουν την οπτική οξύτητα, το πρωί τα άτομα ξυπνούν με κολλημένες συμβλεφαρίδες, είναι συνήθως ετερόπλευροι ή αρχικά ετερόπλευροι και στη συνέχεια αμφωτερόπλευροι και αντιμετωπίζεται με αντιβιωτικά κολύρια όπως χλωραφενικόλοι ή αμίνογλικοσίδες. Οι υιογενείς υπεφυκίτητες είναι διαφορετικές. Συχνά προσβάλλουν τον πληθυσμό με την μορφή επιδημίας, κυρίως το χειμώνα, οφείλονται σε αδενοϊούς, προσβάλλουν και τον κερατοϊδί και χαρακτηρίζονται εξ αυτού από άλγος, φωτοφοβία και θάμπος της όρασης. Χαρακτηρίζονται ακόμη από έντονη δακρύρια, κάτι που κάνει τις εκκρίσεις να είναι περισσότερο υδαρής και συνήθως ο δεύτερος οθαλμός εμφανίζει μια προσβολή μετά από τρεις ως τέσσερις μέρες, η οποία είναι η πιο όντερη. Η όψη είναι, όπως βλέπετε στην ανώ εικόνα, το είδημα των βλεφάρων, ο κλειστός οθαλμός, ενώ, όπως βλέπετε στην κάτω εικόνα, θωλώσεις εμφανίζονται, νομισματοειδείς θωλώσεις στον κερατοϊδί χειτώνα, κάτι που μπορεί να δει ο οθαλμίατρος και όχι ο γενικός γιατρός με απλά μέσα. Κάποτε οι επιφυκίτητες είναι επίμουνας και υποτροπιάζουσες. Όταν οι επιφυκίτητες είναι ετερόπλευροι, συσχετίζεται πολλές φορές με χρόνια δεκρυλογικηστήτητα του σύστηχου δακρυκού αδένα. Ενώ, όταν είναι αμφωτερόπλευροι, σχετίζεται με κάποια συνηπάρχουσα χρόνια εβλεφαρήτητα. Όπως είπαμε, τα αίτια της επιφυκίτητος είναι λιμώδι και μπορεί να οφείλονται σε μικρόβια, ιούς, χλαμίδια, συχνότερα στο τέλος του καλοκαιριού, σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, που μιμούνται την αλλεργική επιφυκίτητα και συχνά προκαλούν σύγχυση στη διάγνωση. Μπορεί να είναι αλλεργικά περισσότερο κατά την άνοιξη. Φυσικά αίτια, όπως ξύρος οφθαλμός ή περίοδες ακτινοβολία, διαθλαστικές ανομαλίες, αδιόρθωτες, ή να είναι λιμώδι από τοπικούς παράγοντες τοπικής επινέμισης, όπως από χρόνιο λεφαρίτηδα ή δακρυοκυστήτηδα. Μια χαρακτηριστική επιφυκίτητα είναι η επιφυκίτηση των νεογνών, γονοροϊκή επιφυκίτηση νεογνική οφθαλμία, προσβάλλει τα νεογνά 2-3 μέρες μετά τη γέννηση, είναι αφωτερόπλευρη, εμφανίζεται με πάρα πολλές άφθονες ποιόδες εκκρίσεις, έχει γίνει σπάνια λόγω της καλής πρόληψης που γίνεται με ενστάλαξη πενικυλίνης, μεταδίδεται από το μητρικό κόλπο και η θεραπεία της είναι ταχεία και πλήρη, εφόσον εμφανιστεί με τη χρήση κολυρίων πενικυλίνης. Η επιδημική επιφυκίτητα μεταδίδεται από άτομο άμεσα ή έμεσα, με επαφή άμεση ή με επαφή μέσω κάποιας πετσέτας ή κοινών σκευών υγιεινής. Η περίοδος επώασης της είναι 3-7 μέρες, διαρκεί πάνω από 2 εβδομάδες, παρακτηρίζεται από έντονη δακρύρια, αργότερη προσβολή του 2ου οφθαλμού. Σε κάποιες προσβολές γίνεται ψηλαφυτό το προωτιέο γάνγκλιο και η θεραπεία της είναι συμπτωματική, αποχεί από την αργασία για τον περιορισμό της διασποράς του ιού. Τα κολύρια που χρησιμοποιούμε σε παθήσεις σε επιφάνειας του βολβού και που μπορεί να χρησιμοποιήσει και να συστήσει ένας γενικός γιατρός, είναι αντιβιωτικά κολύρια με πρώτη τυντοπραμικίνη, γενταμικίνη ή χλωραμφενικόλη, αποφεύγεται σε παιδιά και δεύτερη επιλογή, εφόσον η πρώτη θεραπεία αποτύχει, κοινολόνες. Η θεραπεία πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον 5-7 ημέρες και πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι κάθε οξία επιφυκίτητα δεν είναι μικροβιακής αιτιολογίας και να μην δίνουμε περιττά αντιβιωτικά. Όταν είμαστε μπροστά σε ένα κόκκινο μάτι πρέπει να μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε διαφορεδιαγνωστικά κριτήρια για να διακρίνουμε μεταξύ τους καταστάσεις, όπως το υπόσφαγμα, η επεφυκίτητα, η σκληρήτητα, η κερατήτητα, η ιρήτητα και το οξυγλάφκωμα. Το υπόσφαγμα είναι αιμοραγία με γεωγραφική εξάπλωση κάτω από τον επεφυκότα και πάνω από τον σκληρό χειτώνα. Είναι ανώδυνο, δεν επηρεάζει την όραση, τρομοκρατεί πολλές φορές τον ασθενή ή το περιβάλλον του, δεν έχει καμία θεραπεία και θα πρέπει, εφόσον υποτροπιάζει, να διευκρινιστεί εάν συνηπάρχει υπέρταση, διαβήτης ή κάποιος άλλος αγγιακός παράγοντας ρίσκου. Η σκληρήτητα εκδηλώνεται με μια ερηθρότητα στο σημείο της προσβολής, έναν πόνο βαθύ, σπλαχνικό, που επιδινώνεται όταν ψηλαφίσουμε το σημείο του βολβού μέσω του βλεφάρου. Η όραση δεν προσβάλλεται και οι σκληρήτητες παραπέμουν σε αυτοάνωσα νοσήματα που προσβάλλουν γενικά τον συνδετικό ιστό. Η κερατίτιδα εκδηλώνεται με πόνο, ταχύ, επιδινώνεται κατά τον βλεφαρισμό, συνοδεύεται από θάμβος η φωτοφοβία, όταν υπάρχουν εκρίσεις ποιόδης υποδηλώνουν ενδεχομένως έλκος του κερατοϊδούς όπως βλέπετε στην παράπλευρη εικόνα. Η ερηθρότητα είναι επιφανειακή αλλά συνοδεύεται και από βαθύτερη ερηθρότητα γύρω από τον κερατοϊδή, την λεγόμενη περί κεράτιο ένεση, όπως βλέπετε σε αυτή την εικόνα αντίστοιχα προς το έλκος. Τα αίτια της κερατήτηδας τις περισσότερες φορές είναι κακή χρήση φακών επαφής, τραύμα ή άνοσο καταστολή. Η ηρήτηδα, φλεγμονή της ήρηδας και του ακτινοτού, χαρακτηρίζεται από επιφανειακή και βαθιά ερηθρότητα γύρω από τον κερατοϊδή, φωτοφοβία, το φως προκαλεί μίση και βραδί πόνο. Τα άτομα θέλουν να αποφεύγουν το φως, να κρατούν τα μάτια τους κλειστά. Μπορεί η αιτιολογία της να είναι εξωγενής ή ενδογενής, χαρακτηρίζεται από ελάτωση της όρασης, θάμβος που οφείλεται στο θάμβος και στη φωτοφοβία. Ενώ η κόρη βρίσκεται σε μίση, σε αιρετισμό της ήρηδας, σε μία άλλη κατάσταση, η κόρη παραμένει σε μέση μυδρίαση. Αυτό γίνεται κατά την προσβολή οξιών γλαυκώματος, το οποίο χαρακτηρίζεται από βραδί πόνο με αχτινοβολία στον κόγχο, ακόμη και στο δεξί υποχόνδριο, από θελωρέτητα κερατοϊδή, ο κερατοϊδής γίνεται σαν τζάμια με αμοβολή, η κόρη βρίσκεται σε μέση μυδρίαση και σαν σύμπτωμα οι ασθενείς αναφέρουν το θάμβος, τη φωτοφοβία που προκαλεί ελάτωση στο ράσιο. Η όγκη του επιφυκότος είναι καλοίθηση ή κακοίθησης, ανάμεσα στους καλοίθησης εκφυλιστικούς πρέπει ο φιλετής να αναγνωρίζει το πτερίγιο που είναι μετρηγονική επικάλυψη του ρηνικού κερατοϊδού από τον επιφυκότα και το στεάτιο που είναι λευκοκύτρινες ενάποθέσεις στον επιφυκότα σε μεγαλύτερες ηλικίες σε μικρή απόσταση από το σκληρό κερατοϊδικό όριο. Και θα πρέπει να μπορεί να διακρίνει τις δύο αυτές καλοίθησης καταστάσεις από σπήλους, θυλώματα και ακόμη και κακοίθηση εξεργασίες όπως καρκίνωμα εκπλακωδών επιθυλιών και μελάνωμα του επιφυκότος. Με τις παραπομπές στο τέταρτο κεφάλαιο που θα βρείτε στο διαδίκτυο, σας εύχομαι καλή μελέτη και εμβάθυνση σε όσα είπαμε ως τώρα. |