Διάλεξη 8 / Διάλεξη 8 / Διάλεξη 8

Διάλεξη 8: Στο σημερινό μας μάθημα θα συνεχίσουμε την παρουσίαση της ενότητας για τους νεομάτιρες της Θεσσαλονίκης. Έχουμε ήδη αναφερθεί στο προηγούμενο μάθημα στην σημαντική αυτή ομάδα που περιλαμβάνει έναν καθόλου ευκαταθρόνητο αριθμό νέων μαρτύρων της Πόλεως, που συνεχίζουν ακριβώς αυτήν την παρά...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Πασχαλίδης Συμεών (Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=4a401f31
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 8: Στο σημερινό μας μάθημα θα συνεχίσουμε την παρουσίαση της ενότητας για τους νεομάτιρες της Θεσσαλονίκης. Έχουμε ήδη αναφερθεί στο προηγούμενο μάθημα στην σημαντική αυτή ομάδα που περιλαμβάνει έναν καθόλου ευκαταθρόνητο αριθμό νέων μαρτύρων της Πόλεως, που συνεχίζουν ακριβώς αυτήν την παράδοση της μαρτυρικής εικόνας της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης στους νεότερους χρόνους, αφού το μαρτύριό τους φτάνει ως και στον 19ο αιώνα. Είναι γνωστά τα ονόματα αρκετών εξ' αυτόν, άλλων δε νεομαρτύρων όπως θα δούμε τα ονόματα τους δεν είναι γνωστά σήμερα. Εκείνο το οποίο γενικότερα γνωρίζουμε είναι ότι είτε ο ιδιαίτερος ζήλος και ο φανατισμός των Μουσουλμάνων σε κάποιες περιόδους απέναντι στους χριστιανούς τους οποίους προσπαθούσαν να εξισλαμήσουν, είτε ακόμη και οι βίαιες προσπάθειες εξισλαμισμού που καταβάλλονταν κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και ιδιαίτερα σε περιόδους που είχαν προηγηθεί εντάσεις από επαναστάσεις ή από διάφορα άλλα φαινόμενα τα οποία απειλούσαν την τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οδηγούσαν πολλές φορές στο αποτέλεσμα του μαρτυρίου από κάποιους χριστιανούς. Χωρίς βεβαίως να αγνοούμε ότι τελικά πολλοί από τους χριστιανούς οι οποίοι υφίσταντο αυτές τις πιέσεις τελικά υπέκυπταν, υποχωρούσαν και οδηγούνταν στην εξομωσία. Ήδη στο προηγούμενό μας μάθημα αναφερθήκαμε στους πιο πρόημους νεομάρτυρες με τους οποίους εμφανίζεται το φαινόμενο των νεομαρτύρων στη Θεσσαλονίκη. Μια εκκλησία και μια πόλη η οποία συνδέεται βέβαια σε πολύ μεγάλο βαθμό με το φαινόμενο αυτό, δεδομένου ότι λόγω ακριβώς της γυτνιασής της σχέσης που είχε ανέκαθεν η πόλη με το Άγιον Όρος, αρκετά πρόσωπα από το Άγιον Όρος οδηγήθηκαν, κατευθύθηκαν στη Θεσσαλονίκη και είτε μαρτύρησαν εδώ είτε συνδέθηκαν με νεομάρτυρες της πόλεως και αυτό βέβαια έχει να κάνει με το γεγονός ότι όπως γνωρίζουμε πολύ καλά από δεκάδες νεομαρτυρολογικά κείμενα τα οποία μας έχουν διασωθεί, το Άγιον Όρος λειτούργησε καθόλου την περίοδη της Οκρατίας όσο κατεξοχήν χώρος των αλληπτών για τους νεομάρτυρες. Όσο χώρος δηλαδή εκείνος που ιδίως οι εξαρνησιχρίστων νεομάρτυρες βρήκαν την πνευματική παρηγοριά, βρήκαν την ενίσχυση, την πνευματική, την δύναμη και ένα πλαίσιο πνευματικής προετοιμασίας για να οδηγηθούν τελικά αυτόκλητοι στο μαρτύριο, στην ομολογία της χριστιανικής πίστεως και πάλι και στο μαρτύριο. Είχαμε αναφερθεί λοιπόν στο προηγούμενο μάθημα με έναν τρόπο αρκετά διεξοδικό στις περιπτώσεις των πρώτων νεομαρτύρων της Θεσσαλονίκης, οι οποίες εμφανίζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Και θα πρέπει βέβαια να πούμε ότι εξετάζοντας διαχρονικά το ζήτημα των νεομαρτύρων, γενικότερα των νεομαρτύρων, αλλά και ειδικότερα των νεομαρτύρων της Θεσσαλονίκης, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν αφενώς μεν συγκλήσεις τόσο ως προς τον τρόπο με τον οποίο μαρτυρούσαν τη χριστιανική τους πίστη, τόσο ως προς τα αίτια και τις αφορμές που οδηγούσαν τελικά στο μαρτύριό τους, όσο και ως προς τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για να τους οδηγήσουν στην εξωμοσία και τελικά για να τους καταδικάσουν σε μαρτυρικό θάνατο. Έτσι λοιπόν για τον 16ο αιώνα είδαμε πράγματι ότι για τους πρώτους νεομάρτυρες της πόλεως, οι οποίοι είναι μάλιστα και πρόσωπα που έχουν σχέση με το Άγιον Όρος, ο πρώτος από τους νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης είναι ο σειομάρτυρας Μακάριος, όπως είπαμε ήδη, που υπήρξε υποτακτικός μαθητής του Αγίου Νύφωνος του Δευτέρου, του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στο Άγιον Όρος, αρχικά στη Μονή Βατοπεδίου και αργότερα μαζί με τον Ιωάσαφ ξέρουμε ότι ο Άγιος Νύφωνος με τον άλλον υποτακτικό του κατευθύνθηκε και εγκαταβίωσε και στη Μονή Διονυσίου, της οποίας αναδείχθηκε και νέος κτίτορας. Ο Μακάριος λοιπόν διακατεχόμενος από τον πόθο ο οποίος τον έφλεγε του μαρτυρίου, φτάνει τελικά, παίρνει την ευχή και την ευλογία του Γέροντά του, του Αγίου Νύφωνος και εγκαταλείπει το Άγιον Όρος για να φτάσει τελικά στη Θεσσαλονίκη όπου και μαρτύρησε για την πίστη τους. Υπογίζεται με βάση τις σωζόμενες πηγές ότι αυτό έγινε γύρω στο 1500 με 1506 μετά Χριστόν. Δηλαδή βρισκόμαστε μόλις μισόν αιώνα μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι μια περίοδος εξαιρετικά δύσκολη, μια περίοδος συρρήκνωσης του χριστιανικού στοιχείου γενικότερα, μια περίοδος έξαρσης του μουσουλμανικού φανατισμού των Οθωμανών και βέβαια υποτίμησης και καταδίωξης των αλόθρησκων, δηλαδή των Χριστιανών ή των Εβραίων ή των άλλων θρησκευτικών ομάδων που εγκαταβιούσαν μέσα σε αυτήν την μεγάλη πλέον κρατική οντότητα που ήταν το Οθωμανικό κράτος. Και βέβαια είδαμε ότι και στην περίπτωση του οσιομάρτυρα Κυρίλου, επίσης ενός προσώπου που προέρχεται από το, που καταγόταν μεν από τη Θεσσαλονίκη, αλλά είχε εγκαταβιώσει επίσης σχετιζόταν, συνειδεόταν με τη Μονή Χιλανδαρίου, έζησε σε ένα χιλανδαρινό μετόχη και τελικά μαρτύρησε και πάλι στην γενέτειρά του, όπως και στην περίπτωση του νεομάρτυρα Μιχαήλ του Εξαγράφων, μαρτύρησε εδώ κοντά στην εκκλησία της Ιπαπαντής, διαπιστώνουμε αρκετά κοινά στοιχεία και ως προς την ομολογία της πίστεώς τους, αλλά και ως προς τον τρόπο με τον οποίο ανακρίθηκαν, βασανίστηκαν και ακόμη ως προς την ποινή που τους επιβλήθηκε, την ποινή δηλαδή της θανατικής καταδίκης δια της πειράς, είναι όλα αυτά στοιχεία που δείχνουν ότι τα πρόσωπα αυτά ζώντας στην ίδια χρονική περίοδο, αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο από τις τουρκικές αρχές. Εκείνο το οποίο είναι αρκετά ενδιαφέρον είναι, όπως είπαμε, ο αριθμός των νεομαρτύρων, για τους οποίους οι οποίοι μας είναι γνωστοί, δεδομένου ότι σίγουρα, όπως διατυπώνουν και αρκετοί συγγραφείς της περιόδου της οικοκρατίας, μεγάλος αριθμός των νεομαρτύρων δεν καθίστατο ποτέ γνωστός, και γι' αυτό άλλωστε και σήμερα ακόμη εξακολουθούμε τυχαία σε διάφορες πηγές ιστορικές, σε ενθυμίσεις που βρίσκονται σε χειρόγραφα ή σε παλέτυπα βιβλία, να εντοπίζουμε νέα στοιχεία είτε για γνωστούς νεομάρτυρες, είτε και για άγνωστοις νεομάρτυρες, οι οποίοι δεν έχουν ποτέ καταγραφεί ούτε στους νεομαρτυρολογικούς καταλόγους, ούτε ασφαλώς και στις εορτωλογικές δέλτους είτε των τοπικών εκκλησιών, είτε γενικότερα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι λοιπόν σίγουρο ότι ένας σημαντικός αριθμός των νεομαρτύρων και της Θεσσαλονίκης δεν κατέστη γνωστό σε εμάς, δεν έχουν φτάσει πληροφορία στοιχείας σε εμάς ως τις ημέρες μας και αυτό διαπιστώνεται και ως προς την περίπτωση των μεταγενέστερων νεομαρτύρων, δεδομένου ότι όπως αναφέραμε στο προηγούμενο μάθημα, διαπιστώνουμε μία αύξηση του αριθμού των νεομαρτύρων κατά μία γεωμετρική πρόοδο, δηλαδή μικρότερος είναι ο αριθμός των νεομαρτύρων που απέχουν περισσότερο χρονικά από τις μέρες μας, από εμάς. Οι νεομάρτυρες όπως είπαμε του 16ου αιώνα αυξάνεται τον 17ο αιώνα ακόμη περισσότερο τον 18ο όπως και τον 19ο αιώνα. Έτσι λοιπόν στη διάρκεια του 17ου αιώνα μπορούμε να πούμε ότι και πάλι έχουμε για πρώτη φορά μία σημαντική καταγραφή, η οποία σχετίζεται και στην περίπτωση αυτή με έναν οσιομάρτυρα από το Άγιον Όρος. Είναι ο οσιομάρτυρας Αβακούμ ο οποίος μαρτύρησε υπό τον Αγαρινόν στην Θεσσαλονίκη δια την Ευσέβεια, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά σε ένα σημείωμα και μόνο σε μία ιστορική δηλαδή ενθύμηση, η οποία μας παραδίδεται σε ένα χειρόγραφο της Μονής Μεγής της Λάβρας, σύγχρονη του οσιομάρτυρα Αβακούμ του 17ου αιώνα και σύμφωνα με την οποία ο Αβακούμ μαρτύρησε στις 6 Αυγούστου του έτους 1628. Για τον Αβακούμ μέχρι πρόσφατα οι πληροφορίες που είχαμε ήταν μόνον αυτές, ότι μαρτύρησε στην Θεσσαλονίκη για την Ευσέβεια, δηλαδή για την πίστη του και η χρονολογία του μαρτυρίου του. Πρόσφατα όμως, πριν από μερικά χρόνια, κυκλοφόρησε μία σημαντική μετάφραση ενός παλαιότερου έργου που είχε γραφεί στην ουκρανική γλώσσα και στο οποίο εμπλέκεται ένας ουκρανός αγιορίτης μοναχός, αλλά κυρίως εμπλέκεται ένα γνωστό εκκλησιαστικό πρόσωπο που είναι ο Πέτρος Μωγύλας, ο σπουδαίος Μητροπολίτης Κιεύου, μας είναι γνωστός ο Πέτρος Μωγύλας περισσότερο εξαιτίας της ορθόδοξης ομολογίας που συνέταξε, δηλαδή μιας έκθεσης της ορθόδοξης πίστης που συνέγραψε, που συνετάχθη στα ελληνικά και στα λατινικά για να αντιμετωπίσει την λατινική προπαγάνδα και τις κατηχύσεις που κυκλοφορούσαν στη λατινική γλώσσα στην ευρύτερη περιοχή, στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο του Κιεύου, της Ουκρανίας, στον ενιαίο χώρο στον οποίο γνωρίζουμε ότι υπήρχε μεγάλη δραστηριότητα ουνητών και παππικών γενικότερα μισιοναρίων και έτσι λοιπόν ο Πέτρος Μωγίλας γνωρίζουμε ότι συνέταξε αυτή την εκτενή ορθόδοξη ομολογία, η οποία μάλιστα κρίθηκε και διορθώθηκε στη διάρκεια δύο συνόδων στην Κωνσταντινούπολη και στο Ιάσιο το 1642, δύο σπουδαίες πανορθόδοξες σύνοδοι οι οποίες συγκλήθηκαν ακριβώς για να εξετάσουν την ομολογία του Πέτρου Μωγίλα το 1641 και το 1642 και ενέκρινα τελικά μετά τις δραστικές διορθώσεις που επέφερε ένας σπουδαίος Έλληνας θεολόγος από την Κρήτη, ο ιερομόναχος Μελέτηος Συρίγος, πρωτοσύγγελος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο οποίος μετύχε ιδίως στη δεύτερη συνοδο του Ιασίου και επέφερε σημαντικές διορθώσεις για την έκδοση και την κυκλοφορία τελικά αυτού του κειμένου, το οποίο γνώρισε, μάλιστα γνωρίζουμε, πολύ μεγάλη διάδοση, επανεκδόθηκε αρκετές φορές. Μας ήταν άγνωστο ότι ο Πέτρος Μωγίλας ενδιαφερόταν ή λάμβανε πληροφορίες και στοιχεία από οικρανούς μοναχούς οι οποίοι βρίσκονταν στο Άγιον Όρος. Γνωρίζουμε ασφαλώς ότι το Άγιον Όρος υπήρξε για τον σλαβικό κόσμο ένα σημείο έλξεως, ιδιαίτερα για πρόσωπα τα οποία είχαν το ζήλο της πίστης, αφιέρωσαν τη ζωή τους στον Χριστό και μάλιστα κάποια από αυτά γνωρίζουμε από τις αγιοριτικές πηγές ότι εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους ή τα μοναστήρια στα οποία είχαν ζήσει στην Ρωσία, στην Ουκρανία. Η Ουκρανία ανήκε στον χώρο που ιστορικά είχε εξελιχθεί το ρωσικό έθνος, η Μικρά Ρωσία όπως αναμάζεται στις παλαιότερες πηγές και το Κίεβο γνωρίζουμε ότι ήταν μητρόπολη της Μικράς Ρωσίας και κατ' αυτόν τον τρόπο ταξίδεψαν στο Άγιον Όρος και έθεσαν αρκετά σημεία, δημιούργησαν αρκετά σημεία επαφής μεταξύ του Αγίου Όρος και του Ορθόδοξου Σλαβικού Κόσμου. Έτσι λοιπόν πληροφορούμαστε από το έργο αυτό ότι ο Πέτρος Μωγίλας ενημερωνόταν, λάβανε πληροφορίες ιδιαίτερα και για τους νέους μάρτυρες, για χριστιανούς οι οποίοι μαρτυρούσαν στον ευρύτερο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κατ' αυτόν τον τρόπο πληροφορούμαστε το μαρτύριο και του οσιομάρτυρα Αβακούμ μέσα από το έργο αυτό για το οποίο ο Ουκρανός αυτός Αγιορείτης Μοναχός συνέταξε θα μπορούσαμε να πούμε ένα αρκετά εκτενές μαρτύριο στη γλώσσα του και έτσι λοιπόν δίνονται περισσότερες πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο τελικά μαρτύρησε ο Αβακούμ στην Θεσσαλονίκη, ένα φρικτό τρόπο με τον οποίο μαρτύρησε από τους Μουσουλμάνους, από τους Τούρκους της Θεσσαλονίκης ο οσιομάρτυρας Αβακούμ. Παρά το γεγονός ότι υπάρχει μια μικρή διαφοροποίηση ως προς τη χρονολογία, στην σημείωση που αναφέραμε του κώδικα της Λαύρας τοποθετείται στις 6 Αυγούστου του 1628, το μαρτύριο του οσιομάρτυρα Αβακούμ τοποθετείται από τον Ουκρανό συντάκτη του τον Οκτώβριο του ίδιου έτους του 1628, παρά τα αυτά δεν υπάρχει κανένας λόγος για να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για κάποιο διαφορετικό πρόσωπο, είναι το ίδιο πρόσωπο. Αυτές οι χρονολογικές αποκλήσεις μας είναι αρκετά συνήθις στα νεομαρτυρολογικά κείμενα, δεδομένου ότι πολλές φορές οι πληροφορίες για το μαρτύριο των νεομαρτύρων δεν προέρχονται από αυτόπτες μάρτυρες, από πρόσωπα τα οποία υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του μαρτυρίου τους, αλλά από πρόσωπα τα οποία υπήρξαν αυτοί κοοί, είχαν ακούσει δηλαδή από αυτόπτες μάρτυρες είχαν πληροφορηθεί διάφορα στοιχεία για το μαρτύριό τους και σε αυτήν την μεταφορά των πληροφοριών ασφαλώς ήταν δυνατόν να υπάρξουν και τέτοιες αποκλήσεις. Ωστόσο, κατά τα λοιπά, είναι απολύτως βέβαιο και εξακριβωμένο ότι ένας ακόμη αγιορείτης νεομάρτυρας, δεδομένου ότι αυτό το οικρανικό μαρτύριο σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι ο αβακούμ οδηγήθηκε στο μαρτύριο όντας ασκητής στην σκήτη των καρεών, στη λαύρα των καρεών, δηλαδή στην περιοχή των καρεών και μάλιστα σημειώνεται επίσης χαρακτηριστικά ότι παρακινήθηκε και στο μαρτύριο μετά την απήχηση που είχε στον Ορθόδοξο κόσμο και στο Άγιον Όρος το μαρτύριο ενός άλλου νεομάρτυρα μερικά χρόνια νωρίτερα και έτσι λοιπόν λαμβάνουμε πληροφορίες για το μαρτύριο του οσιομάρτυρα αβακούμ. Την ίδια περίοδο μέσα στον 17ο αιώνα είναι επίσης γνωστό ότι μαρτύρισε και ένας ακόμη στη Θεσσαλονίκη και ένας ακόμη αγιορείτης νεομάρτυρας ο ιερομάρτυρας Κυπριανός. Για τον Κυπριανό γνωρίζουμε επίσης ότι όπως και ο Μιχαήλ ο εξ αγράφων και ο Κυπριανός καταγόταν από ένα χωριό των αγράφων από τον Κλιτζό όπως ονομάζεται στις πηγές των αγράφων. Σήμερα το χωριό ονομάζεται Κλειστός Αγράφων στην ευρύτερη περιοχή της Ευρυτανίας και γνωρίζουμε ότι ο Κυπριανός κατέληξε στο Άγιον Όρος έχοντας την επιθυμία της ασκήσεως για να μονάσει μάλιστα ότι χειροτονήθηκε και ιερέας. Υπήρξε ιερομόναχος σε μία καλύβη στην περιοχή, στην ευρύτερη περιοχή της μονής Κουτλουμουσίου, δηλαδή κοντά πάλι στη Καρία. Τελικά και στην περίπτωση του Κυπριανού έχουμε την εκδήλωση ενός οικειοθελούς αυτόκλιτου μαρτυρίου που έλαβε χώρα στην Θεσσαλονίκη λίγες δεκαετίες μετά το μαρτύριο του Αβακούμ. Ο Κυπριανός γνωρίζουμε ότι μαρτύρισε το 1679, δηλαδή μισόν αιώνα αργότερα, στις 5 Ιουλίου του 1679. Και βεβαίως το μαρτύριό του μας είναι γνωστό από τις παλαιότερες νεομαρτυρολογικές συλλογές στις οποίες περιλήφθηκε από την νεομαρτυρολογική συλλογή του Ιωάννη του Καριοφίλη αργότερα από τις συλλογές που κατήρτησαν ο Παπαϊονάσος Καυσοκαλιβίτης, ο Κεσάριος Δαπόντες, όλοι τους αγιορείτες συντάκτες νεομαρτυρολογικών συλλογών και βέβαια εισήλθε, περιλήφθηκε αυτό το σημαντικό μαρτύριο του ιερομάρτυρα Κυπριανού και στη συλλογή του νέου μαρτυρολογίου. Την ίδια περίοδο το 1694 γνωρίζουμε ότι μαρτύρισε ένας ακόμη αγιορείτης ως ιωμάρτυρας και μάλιστα δεν μαρτύρισε στη Θεσσαλονίκη, συνδέεται όμως με τη Θεσσαλονίκη και θα δούμε πώς, μαρτύρισε στην Κωνσταντινούπολη αλλά προερχόταν και αυτός από το Άγιον Όρος, επέλεξε ως αρχικό χώρο για το μαρτύριό του την Θεσσαλονίκη, πρόκειται για τον Ωσιομάρτυρα Ρωμανό τον Καρπενισιώτη, τον πρώτο από τους νεομάρτυρες που υπήρξαν μαθητές του Οσίου Ακακίου του νέου του Καυσοκαλυβίτη στο Άγιον Όρος, που κατέφυγαν στον Οσιοακάκιο έχοντας την επιθυμία να προετοιμαστούν κοντά του για το μαρτύριο. Γνωρίζουμε ότι και άλλοι δύο οσιομάρτυρες στη συνέχεια, ο Παχώμιος ο Ρώσος και ο Νικόδημος από το Ελμπασάν, επίσης προετοιμάστηκαν στην καλύβη του Οσίου Ακακίου στα Καυσοκαλύβια για το μαρτύριο και οι τρεις αυτοί νεομάρτυρες, μαθητές του Αγίου Ακακίου, ανήκουν στην κατηγορία των εξαρνησηχρίστων νεομαρτύρων. Η περίπτωση του Ρωμανού, του Καυσοκαλυβίτη, είναι η πρώτη περίπτωση εξαρνησηχρίστων νεομάρτυρα ο οποίος κατευθύνεται από το Άγιον Όρος στην Θεσσαλονίκη. Βλέπουμε λοιπόν ότι η Θεσσαλονίκη καθίσταται μια ένας σταθερός προορισμός των αγιοριτών, όχι μόνο επειδή οι αγιορίτες είχαν εδώ αρκετά μετόχια εντός και εκτός της πόλεως και επομένως εγκαταβιούσε στην ευρύτερη περιοχή και μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή στην αδοχώρα της Θεσσαλονίκης σημαντικός αριθμός αγιοριτών, μετοχιαρίων, μοναχών. Όπως ο χώρος καθίσταται κατά κάποιο τρόπο οικείως σε αυτά τα πρόσωπα τα οποία έρχονταν στην Θεσσαλονίκη με σκοπό να οδηγηθούν στην ομολογία της πίστεως του ονόματος του Χριστού και στο μαρτυρικό θάνατο, γνωρίζοντας ότι θα κατέληγαν στο μαρτυρικό θάνατο. Αλλά και ασφαλώς επέλεγαν τη Θεσσαλονίκη και λόγω της ακμάζουσας χριστιανικής κοινότητας, μιας κοινότητας η οποία έφερε από τον 14ο και τον 15ο αιώνα μια λαμπρή θεολογική παράδοση, την παράδοση των ησυχαστών και εξακολουθούσε να διατηρεί παρά το γεγονός ότι, όπως είπαμε, είχε υποστεί μια σημαντική συρρήκνωση, ιδίως εξαιτίας της μετατροπής πολλών χριστιανικών ναών του μεγαλύτερου τμήματος, το χριστιανικό ναό της Θεσσαλονίκης σε τσαμιά, εξακολουθούσε να παραμένει μια ακμάζουσα και με ιερό ζήλο χριστιανική κοινότητα. Ήταν, λοιπόν, ένας χώρος, θα μπορούσαμε να πούμε, ιδανικός για τα πρόσωπα αυτά και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο κατευθύνονταν στην Θεσσαλονίκη. Έτσι, λοιπόν, την Θεσσαλονίκη επέλεξε ως τον χώρο του μαρτυρίου του και ο Ρωμανός, ως ιωμάρτυρας Ρωμανός, ο Καρπενισιώτης, ο οποίος έφτασε στη Θεσσαλονίκη, ομολόγησε ενώπιον των Μουσουλμάνων και ενώπιον του Τούρκου δικαστή την πίστη του στον Χριστό, ότι αρνείται τη μουσουλμανική θρησκεία ως ψεύτικη, τον Μωάμεθ ως ψευδή προφήτη και καταδίκασε τις αντιλήψεις, τις διδασκαλίες της μουσουλμανικής θρησκείας. Ωστόσο αυτός ο προκλητικός τρόπος και η ομολογία ότι επανερχόταν στην χριστιανική πίστη, ότι ο ίδιος διακήρυται πως ήταν χριστιανός, δεν ήταν στην περίπτωση του Ρωμανού, όπως και σε άλλων νεομαρτύρων γνωρίζουμε, δεν ήταν αρκετή για να οδηγήσει τελικά τους Τούρκους στην απόφαση να τον καταδικάσουν σε μαρτυρικό θάνατο, να τον καταδικάσουν στην θανατική ποινή. Πράγματι βασανίστηκε ανηλαιώς στην Θεσσαλονίκη, ωστόσο πριν οδηγηθεί τελικά στο μαρτύριο, που πιθανότατα θα ήταν το επόμενο δήμα στην διαδικασία αυτή των βασανισμών και των ανακρίσεων, ένας αξιωματούχος του Οθωμανικού στόλου, που έτυχε να βρίσκεται τότε στην Θεσσαλονίκη, ζήτησε να παραλάβει τον Ρωμανό ως δούλο κοπηλάτη στο κάτεργο, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, δηλαδή στα πλοία του Οθωμανικού στόλου. Ήταν μια θέση εξαιρετικά δύσκολη, ένας χώρος στον οποίο οι δούλοι αυτοί οι οποίοι κοπηλατούσαν στα πλοία δέχονταν διάφορους εξευτελισμούς, διάφορες κακουχίες, και έτσι λοιπόν έπεισε τις τουρκικές αρχές της Θεσσαλονίκης να του παραχωρήσουν τον Ρωμανό για να αποτελέσει έναν κοπηλάτη δούλο στον Οθωμανικό στόλο και τελικά ο Ρωμανός απέκτησε την ελευθερία του αργότερα και οδηγήθηκε και πάλι στην ομολογία της πίστεως και τελικά στο μαρτύριο το έτος 1694 μ.Χ. Όσον αφορά στον 18ο αιώνα εκεί έχουμε ήδη αναφέρει ότι θα μπορούσαμε να πούμε έχουμε μια σημαντική αύξηση του αριθμού των νεομαρτύρων της πόλεως. Είναι αρκετά τα ονόματα, αρκετοί γνωστοί νεομάρτυρες οι οποίοι προέρχονται από την περίοδο αυτή και μάλιστα είναι η περίοδος ο 18ο αιώνας η περίοδος κατά την οποία μεταξύ των νεομαρτύρων συγκαταριθμούνται στους νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης και δύο γυναίκες νεομάρτυρες. Πρόκειται για την Κυράννα, για την Αγία Κυράννα, την νεομάρτυρα Κυράννα από την Όσα, ένα χωριό στην περιοχή του Λαγκαδά, μία κομπόλη η οποία γνωρίζουμε ότι ήταν ακμάζουσα κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και μέσω του εμπορίου και των συναλλαγών της διατηρούσε ένα σημαντικό αριθμό χριστιανών κατοίκων και επίσης λίγης δεκαετίες αργότερα η νεαρή χριστιανή από το Ζαγγλιβέρη, η νεομάρτης Ακυλίνα η Ζαγγλιβερινή. Η Κυράννα είναι μια εξόχως ενδιαφέρουσα περίπτωση όπως και η περίπτωση της Ακυλίνας. Πρέπει καταρχήν να πούμε ότι γενικότερα στον κύκλο των νεομαρτύρων, στην ομάδα των νεομαρτύρων της Οθόδοξης Εκκλησίας, διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχουν, δεν καταγράφονται τα ονόματα πολλών γυναικών νεομαρτύρων. Αυτό βέβαια έχει την εξήγησή του, ερμηνεύεται από το γεγονός ότι οι χριστιανές οι δύο γυναίκες δεν κυκλοφορούσαν ευρύτερα μέσα στην οθωμανική κοινωνία, υπήρχαν σοβαροί περιορισμοί, αλλά υπήρχε και ένας φόβος που τις κρατούσε συνήθως στις οικογενειακές τους κατοικίες, απομονωμένες από τους Τούρκους για να μην δημιουργηθούν διάφορες καταστάσεις οι οποίες τελικά θα τις ανάγκαζαν είτε να καταστούν σύζυγοι των Τούρκων, των Μουσουρμάνων και να οδηγηθούν και οι ίδιες στην εξομωσία, είτε να δημιουργηθούν οποιασδήποτε άλλες έγκριθμες καταστάσεις που συνήθως καταγράφονται σε αρκετές πηγές. Το ισλαμικό δίκιο γενικότερα απαγόρευε την ελεύθερη κυκλοφορία των γυναικών κατά την περίοδο αυτή και αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίον δεν έχουμε μεγάλο αριθμό γυναικών νεομαρτύρων, είναι πολύ μικρός ο αριθμός, τους είναι λιγότερες από 15 οι γυναίκες νεομάρτυρες που καταγράφονται στις νεομαρτυρολογικές πηγές. Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι πρώτοι είναι λίγες δεκαετίες πριν από την Κυράνα, η νεομάρτυς Αργυρή από την Προύσα, η οποία μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη, μαρτύρησε όπως και η Κυράνα αλλά και η Ακυλίνα, δεν μαρτύρησαν μετά από την έκδοση κάποιας καταδικαστικής απόφασης για το θάνατό τους, αλλά μαρτύρησαν μέσα στις φυλακές, στη διάρκεια των βασανισμών και των κακουχιών που αντιμετώπισαν και τους οποίους δεν άντεξαν τελικά. Και λόγω ακριβώς αυτών των βασανισμών τελικά οδηγήθηκαν, κατέληξαν και υπέστησαν ένα μαρτυρικό θάνατο. Έτσι λοιπόν, όπως είχε συμβεί με την Αργυρή στην φυλακή της Κωνσταντινούπολης το 1724-1725, το 1751 η Κυράνα, μια νεαρή χριστιανή γυναίκα στην Όσα, ακριβώς έπεσε θύμα μιας τέτοιας επιθυμίας ενός Τούρκου γεννήτσαρου, ο οποίος λειτουργούσε ως στρατιωτικός αξιωματούχος εκεί στην περιοχή, ο οποίος την ερωτεύτηκε και ήθελε να την παντρευτεί. Αρνήθηκε η Κυράνα να συμφωνήσει σε αυτόν τον γάμο και τελικά οδηγήθηκε στην συνελήφθη, βασανίστηκε και οδηγήθηκε από την Όσα στην φυλακή της Θεσσαλονίκης, όπου μετά από σκληρά βασανιστήρια, αρκετών ημερών, τελικά η Κυράνα μαρτύρησε στις 28 Φεβρουαρίου του έτους 1751. Έως πρόσφατα, μας ήταν γνωστό ότι η Κυράνα, το μαρτύριο της Αγίας Κυράνας, το συνέταξε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, γιατί για πρώτη φορά εκδόθηκε το μαρτύριο της, συμπεριληφθεί και εκδόθηκε στο νέο μαρτυρολόγιο, χωρίς να υπάρχει καμία άλλη ένδειξη, όπως συνηθίζει να κάνει ο Άγιος Νικόδημος, να προσθέτει σε υποσημειώσης ένδειξης για την πηγή του, από που έλαβε τις πληροφορίες για το μαρτύριο της Αγίας Κυράνας. Πριν από μερικά χρόνια, όμως, διαπιστώσαμε ότι σε μια χειρόγραφη νεομαρτυρολογική συλλογή, που την ονομάζουμε Ξενοφοντινή Συλλογή, περιλαμβάνεται στον κώδικο 25 της Ιεράς Μονής Ξενοφόντος του Αγίου Όρους, περιλαμβάνεται εκεί, αρκετά νωρίτερα, το 1784, δηλαδή 15 χρόνια περίπου πριν την έκδοση και η κυκλοφορία του νέου μαρτυρολογίου, περιλαμβάνεται το μαρτύριο της Αγίας Κυράνας, αυτό το οποίο αυτούσιο συμπεριλήφθηκε και στο νέο μαρτυρολόγιο. Μάλιστα, γνωρίζουμε και τον συντάκτη της συλλογής αυτής, που είναι ένας αγιορείτης μοναχός, ο μοναχός Διονύσιος, ο εκπαλαιών πατρών Αχαΐας, ο οποίος ανήκει στη συνοδεία του παπαπαϊσίου του Μητυλινιού, του λεσβίου, ανήκει στην αδελφότητα στους υποτακτικούς του Παϊσίου, ενός πολύ δραστήριου ηγουμένου, ο οποίος κλήθηκε από τα καυσοκαλύβια, το κελί του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, όπου εγκαταβίωνε μαζί με τους μαθητές του, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να επανακοινοβιοποιήσει, να εγκατασταθεί για την επανακοινοβιοποίηση της ιδιοριθμής μέχρι τότε Μονής Ξενοφόντος το 1783. Έτσι, λοιπόν, ο Διονύσιος μετακινείται μαζί με τον γέροντά του τον Παΐσιο στην Μονή Ξενοφόντος και ένα σημαντικό έργο του είναι η δημιουργία αυτής της σπουδαίας νεομαρτυρολογικής συλλογής, που έχει χρησιμοποιήσει την προϋπάρχουσα συλλογή στα καυσοκαλύβια του Παπαϊωνά του Καυσοκαλυβίτη, αλλά έχει προσθέσει και μαρτύρια άλλων νεομαρτύρων που δεν ήταν γνωστά στον Παπαϊωνά ή ακολούθησαν χρονικά μετά τον θάνατο του Παπαϊωνά του Καυσοκαλυβίτη ή μετά τη συγκρότηση της συλλογής του Παπαϊωνά του Καυσοκαλυβίτη. Έτσι, λοιπόν, ο Διονύσιος αναφέρει στην αρχή αυτού του μαρτυρίου της Αγίας Κυράνας ότι το μαρτύριο της Κυράνας του το διηγήθηκε ένας Χριστιανός από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος για κάποιο οικονομικό χρέος που είχε βρέθηκε στη φυλακή και υπήρξε αυτόπτις του μαρτυρίου της Αγίας Κυράνας και διηγείται το μαρτύριο της Κυράνας. Γνωρίζουμε ότι αρχικά είχε τοποθετηθεί το μαρτυρικό σκήνομα της Κυράνας από τους Χριστιανούς στην Θεσσαλονίκη, είχε ενταφιαστεί στη Θεσσαλονίκη, αργότερα όμως μεταφέρθηκε στη Νόσα και είναι πάρα πολύ σημαντικό το γεγονός ότι πριν από μερικά χρόνια ο νέος Μητροπολίτης Λαγκαδά στην εκκλησιαστική επαρχία του οποίου υπάγεται η Όσα, ο Μητροπολίτης Ιωάννης Τασιάς εντόπισε τον τάφο της Αγίας, εντοπίστηκε ο τάφος της Αγίας Κυράνας στον παλαιό ναό της Όσας, στο ναό των ταξιαρχών και μάλιστα εντοπίστηκαν τα ιερά της Λείψανα εγκυβωτισμένα μέσα σε έναν μικρό τάφο δίπλα από την Αγία Τράπεζα εντός του ιερού βήματος. Πράγμα εξαιρετικά σπάνιο ο εγκυβωτισμός, ο ενταφιασμός μιας γυναίκας μέσα στο ιερό βήμα μιας εκκλησίας. Έτσι λοιπόν το μέχρι πρόσφατα άγνωστο στοιχείο του σημείου του ενταφιασμού της κατέστη γνωστό σήμερα και εντοπίστηκαν τα ιερά Λείψανα της Αγίας Κυράνας. Το ίδιο συμβαίνει περίπου 25 χρόνια αργότερα σε ένα κοντινό χωριό, σε μια κοντινή κόμμη, όχι πολύ μακριά από τη Νόσα στο Ζαγκλιβέρη με τη νεαρή κοπέλα την Ακυλίνα την Ζαγκλιβερινή, η οποία γνωρίζουμε ότι είχε γεννηθεί το 1745 και η Ακυλίνα γεννήθηκε σε μια οικογένεια που ο πατέρας της λίγα χρόνια αργότερα αναγκάστηκε να εξωμώσει και μάλιστα κατέστη ένας φανατικός μουσουλμάνος, διαβεβαιώνοντας τους υπόλοιπους μουσουλμάνους του χωριού του, στο οποίο διέμενε, του Ζαγκλιβερίου, ότι μόλις ενηλικιωνόταν και η κόρη του θα την οδηγούσε και αυτήν στη μουσουλμανική θρησκεία. Η Ακυλίνα όμως είχε έναν διαφορετικό αλείπτη. Είχε αλείπτη όλα αυτά τα χρόνια και πρόσωπο που κράτησε τη χριστιανική της πίστη ζωντανή και τη ζέση της πίστεως ζωντανή μέσα στην καρδιά της, την ίδια τη μητέρα της. Που παρέμεινε χριστιανή, την παρότρινε διαρκώς να παραμείνει για πάντοτε πιστή στην πατρόα της πίστης, στην πατρόα ευσέβεια. Και έτσι λοιπόν όταν η Ακυλίνα το 1764 υπήρξε μια προσπάθεια να ασπαστεί με τη συμμετοχή και του πατέρα της από τους άλλους μουσουλμάνους της περιοχής να ασπαστεί την μουσουλμανική θρησκεία, αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι ανήκει στο Ισλάμ, ότι ανήκει στην ισλαμική θρησκεία, με αποτέλεσμα να βασανιστεί συνεχόμενα και με πολύ σκληρό τρόπο και τελικά να καταλήξει, όπως ακριβώς είχε καταλήξει όχι στη φυλακή, αλλά να καταλήξει λόγω των βασανισμών στην γενέτειρά της στο Ζαγγλιβέρη. Η τοπική παράδοση μάλιστα θέλει την Ακυλίνα να ενταφιάζεται λόγω του φανατισμού των μουσουλμάνων, να ενταφιάζεται στο μουσουλμανικό νεκροταφείο αρχικά, από που τελικά την απέσπασαν το μαρτυρικό της Λείψανο δύο χριστιανοί νέοι του Ζαγγλιβερίου και έκτοτε ούτε στο σωζόμενο μαρτύριό της, αλλά ούτε και στην τοπική παράδοση δεν είναι γνωστό που ενταφιάστηκε το μαρτυρικό λείψανο της Αγίας Ακυλίνας. Παρά ταυτά, πρόσφατα διαπιστώθηκε ότι στον ίδιο ναό των ταξιαρχών, εκτός του ιερού βήματος, στην Όσα, εντοπίστηκε ένα δεύτερο γυναικείο λείψανο, που ταυτίστηκε με βάση και τις ιατροδικαστικές εξετάσεις που έγιναν για το γυναικείο αυτό λείψανο, ταυτίστηκε με το μαρτυρικό σκήνομα της νεαρής αυτής χριστιανής της Ακυλίνας της Ζαγγλιβερινής. Πρέπει να πούμε ότι τόσο για την Αγία Κυράννα όσο και για την Αγία Ακυλίνα υπήρξε έντονη η συγκίνηση και η επιθυμία των χριστιανών, των τοπικών χριστιανικών κοινοτήτων αλλά και της Θεσσαλονίκης να εξυμνηθούν ως νεομάρτυρες. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο δημιουργήθηκε και σχετική υμνογραφία. Συγγράφησαν όπως είπαμε τα μαρτύρια τους αλλά δημιουργήθηκε και σχετική υμνογραφία. Μας σώζονται ακολουθίες τους, ακολουθία και της Αγίας Κυράννας και της Αγίας Ακυλίνας. Μάλιστα γνωρίζουμε ότι και για τις δύο έχουν συνταχθεί ακολουθίας από αγιορείτες και πάλι υμνογράφους. Για την Αγία Κυράννα είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι την ακολουθία της συνέθεσε ένας πολύ γνωστός υμνογράφος της περίοδου αυτής του τέλους του 18ου αιώνα, ο Χριστόφορος Προδρομήτης, ένας λόγιος αγιορείτης από την ιβερυτική σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, ο οποίος ανήκε στον κύκλο των κολυβάδων και μας έχει παραδοθεί ένα αρκετά μεγάλο υμνογραφικό έργο από την γραφίδα του. Το ίδιο συνέβη και με την Ακυλίνα δεδομένου ότι επίσης ένας άλλος αγιορείτης υμνογράφος αργότερα, ο Νύφωνο Ιδηροσκητιώτης από την ίδια ιβερυτική σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, μια σκήτη στην οποία δημιουργήθηκε και καλλιεργήθηκε μια ισχυρή νεομαρτυρολογική παράδοση, ιδίως με τους οσιομάρτυρες τον Αευθύμιο, τον Ακάκιο, τον Ονούφριο και άλλους οσιομάρτυρες που σχετίστηκαν τον Προκόπιο, που έζησαν και προετοιμάστηκαν μάλιστα εκεί με σημαντικούς αγιορείτες, αλήπτες πνευματικούς. Έτσι, λοιπόν, δημιουργήθηκε μια τέτοια παράδοση εκεί και εξηγεί η παράδοση αυτή το γεγονός ότι αυτοί οι ιβεροσκητιώτες μοναχοί φρόντισαν να συνθέσουν ιμνογραφικά κείμενα για προγενέστερους νεομάρτυρες. Το σημείο αυτό είναι ένα από τα ιδιάζοντα στοιχεία της ομάδας των νεομαρτύρων της Θεσσαλονίκης, το γεγονός δηλαδή ότι έχουμε μάλιστα σε κοντινή απόσταση δύο γυναίκες νεομάρτυρες που σχετίζονται με την Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, στη διάρκεια του 18ου αιώνα έχουμε και αρκετούς άλλους νεομάρτυρες που αξίζει να τους μνημονεύσουμε. Είναι ο Αθανάσιος Οκολιακιώτης που μαρτύρισε το 1774, ο Ιωάννης Οκολιακιώτης που μαρτύρισε την ίδια περίοδο λίγο νωρίτερα, ο Αλέξανδρος Οδερβύσης που μαρτυρεί το 1794. Την ίδια χρονιά ο Αναστάσιος από τη Βουλγαρία, όπως το 1771 έχουμε και έναν ακόμη νεομάρτυρο τον Χριστόδουλο από το χωριό Βάλτα της περιοχής της Κασσάνδρας. Όλοι αυτοί, για όλους αυτούς τους νεομάρτυρες υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία. Υπάρχει το κοινό στοιχείο ότι κανένας εξ' αυτόν δεν υπήρξε αρνησίχριστος. Δηλαδή, για τους περισσότερους νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης διαπιστώνουμε ότι δεν υπήρξαν αρνησίχριστοι, δεν είχαν προηγουμένως αρνηθεί την πίστη τους, αλλά μαρτύρησαν λόγω του ζήλου τους να ομολογήσουν την πίστη τους κάτω βέβαια από ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες και το γεγονός αυτό τελικά τους οδήγησε στο χριστιανικό μαρτύριο. Δύο εξ' αυτόν, τους μνημονεύσαμε ήδη, ο Ιωάννης από την Κολιακιά και ο Αθανάσιος επίσης από την Κολιακιά, από τη σημερινή Χαλάστρα στον πύργο έξω από την Θεσσαλονίκη, μαρτύρησαν σε πολύ κοντινή λίγα χρόνια ο ένας από τον άλλον. Για τον Ιωάννη μάλιστα, τον Κολιακιώτη, σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι είχε υπάρξει δάσκαλος του Αργύρη, δεν ξέρουμε ποιού Αργύρη, στο Άγιον Όρος. Επομένως, υποθέτουμε ότι είχε μεταδεί στο Άγιον Όρος ως δάσκαλος στην Αθωνιάδα Ακαδημία, στη ιστορική σχολή που είχε ιδρυθεί από τα μέσα του 18ου αιώνα με σχολάρχη, όπως γνωρίζουμε τον Ευγένιο Βούλγαρη. Και πολλούς άλλους σημαντικούς λογίους που δίδαξαν στη σχολή αυτή, τον Νικόλαο Ζαρζούλη, τον Νεόφτου, τον Καυσοκαλυβίτη, τον Παλαμά και άλλα πρόσωπα που δίδαξαν στη σχολή αυτή και που παρά τη σύντομη αποχώρηση του Ευγενείου Βουλγάρεως, εξακολούθησε να λειτουργεί η σχολή αυτή και στους μεταγενέστερους χρόνους. Μάλιστα γνωρίζουμε ότι στα τέλη του 18ου αιώνα, εκεί γύρω στο 1800 με 1801, έφοροι της σχολής διετέλεσαν και ο Άγιος Νικόδημος Αγιουρίτης, όπως και ο Χριστόφορος ο Προδρομήτης, ο συνομιλός του Κολυβάς, τον οποίον ήδη μνημονεύσαμε. Αυτό το οποίο επίσης θα έπρεπε να αναφέρουμε είναι ότι, τουλάχιστον για τον Αθανάσιο τον Κολιακιώτη, γνωρίζουμε ότι είχε σπουδάσει στο Ελληνομουσείο της Θεσσαλονίκης, σε αυτό δηλαδή το σημαντικό εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτούργησε υπό τη διεύθυνση ενός άλλου σπουδαίου λογίου από τον κύκλο των Κολυβάδων, του Αγίου Αθανασίου του Παρίου. Είναι η εποχή κατά την οποία ο Άγιος Αθανασίος ο Πάριος βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη και γνωρίζουμε ότι κατά την περίοδο αυτή πραγματοποίησε ένα πολύ σημαντικό εκπαιδευτικό αλλά και πνευματικό έργο στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα κάποια από τα έργα του χρονολογούνται στην περίοδο αυτής της παραμονής του, της διαμονής του στη Θεσσαλονίκη όπως είναι το σπουδαίο έργο του ο Παλαμάς εκείνος, με το οποίο προσπάθησε ο Αθανασίος ο Πάριος να αναβιώσει και να αναθερμάνει την τιμή των Θεσσαλονικαίων και γενικότερα των Ορθοδόξων προς το πρόσωπο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμάτ του μεγάλου συμπολιούχου της Θεσσαλονίκης. Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι ο Χριστόδουλος από την Κασσάνδρα είναι επίσης ένας σημαντικός νεομάρτυρας. Ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό το έργο του, εμφανίζονται κοινά στοιχεία βιογραφικά με τον νεομάρτυρα Αναστάσιο από την Βουλγαρία, Αναστάσιος Ισπάσος, όπως ήταν το βουλγαρικό όνομά του, καταγόταν από την κομμόπολη Ραδοβίση κοντά στην Τιβεριούπολη στη Στρώμνητσα, στην περίοχη της Στρωμνίτση, στη Νότια Βουλγαρία και είχε μετακινηθεί, είχε εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη όπως και άλλοι, όπως είδαμε, νεομάρτυρες για να εργαστεί. Και εργαζόταν, όπως και ο Χριστόδουλος ο εκ Κασσάνδρας, από την Κασσάνδρα, από τη Βάλτα της Κασσάνδρας, εργάζονταν και οι δύο ως ράπτες. Μάλιστα είναι κοινή η αφορμή που οδήγησε στο μαρτύριό τους. Ήταν η προσπάθειά τους, ο ζήλος τους, ο χριστιανικός, να αποτρέψουν κάποιον άλλο χριστιανό, ο οποίος θα οδηγούνταν στην εξωμοσία. Και ακριβώς αυτής της προσπάθειάς τους συνελήφθησαν τελικά από τους φανατικούς μουσουλμάνους, οι οποίοι είχαν αναλάβει την προετοιμασία αυτού του χριστιανού για να εξωμώσει και τελικά οδηγήθηκαν στο μαρτύριο. Παρομοίως, πολύ σημαντική είναι και η μνία του Αλεξάνδρου του Δερβίση, που καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν μαρτύρισε τελικά στη Θεσσαλονίκη, δεν γνωρίζουμε για ποιον λόγο ο Αλεξάνδρος ο Δερβίσης εξώμωσε, ή καταγόταν, προερχόταν από χριστιανική οικογένεια, η οποία διέμενε μάλιστα στη συνοικία της λαγουδιανής της λαοδηγήτριας, στην περιοχή δηλαδή και του σημερινού Ναού της Παναγίας της λαοδηγήτριας, αλλά τελικά φυγαδεύτηκε, πρωτού βέβαια εξωμώσει από τους γονείς του, στη Σμυρνη για να εργαστεί στη Σμυρνη, εκεί όμως πιέστηκε και τελικά εξώμωσε στην περιοχή της Σμυρνης, μάλιστα κατέστηκε Δερβίσης και μνημονεύεται στο μαρτύριό του ότι είχε πραγματοποιήσει και ένα προσκύνημα στη Μέκα, στον ιερό αυτό χώρο του Ισλάμ, της μουσουλμανικής θρησκείας και ότι περιόδευσε σε διάφορες περιοχές για να κηρύτει ως Δερβίσης την μεταστροφή και των κατοίκων διαφόρων περιοχών στην μουσουλμανική θρησκεία. Τελικά όμως ελεγχόμενος από τη συνείδησή του ο Αλέξανδρος ο Δερβίσης αποφάσισε να εγκαταλείψει την μουσουλμανική θρησκεία και να επιστρέψει στην πατρογονική του πίστη. Μάλιστα μνημονεύεται στο μαρτύριό του ότι επέστρεψε και πάλι στη Θεσσαλονίκη αρχικά όπου προσπάθησε να μην γίνει γνωστός, να μην αναγνωριστεί από τους άλλους και τελικά έφτασε και πάλι στη Σμύρνη όπου είχε εξομώσει. Αυτό είναι μια πάγια θα μπορούσαμε να πούμε τακτική των νεομαρτύρων, τον εξαρνησηχρήση των νεομαρτύρων, το να κατευθύνονται δηλαδή και να μαρτυρούν στον τόπο, στην πόλη και στο σημείο μάλιστα στο οποίο είχαν αρχικά αρνηθεί τη χριστιανική τους πίστη και τελικά μαρτύρησε ομολογώντας αυτήν την επιστροφή του στην χριστιανική πίστη, μαρτύρησε τελικά στη Σμύρνη ο Αλέξανδρος ο οποίος καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη. Ένα σημαντικό στοιχείο που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι για αρκετά από αυτά τα μαρτύρια και του Χριστοδούλου από την Κασσάνδρα το 1771 είπαμε, και του Αθανασίου του Κουλιακιώτη και του Αλεξάνδρου του Δερβίση το 1794 και του Αναστασίου από τη Βουλγαρία δεν έχουμε... Προτοεκδόθηκαν στο νέο μαρτυρολόγιο αλλά δεν έχουμε μνία της πηγής από την οποία χρησιμοποιήθηκε και συμπεριλήφθηκε το μαρτύριό τους στο νέο μαρτυρολόγιο. Αυτό μας κάνει να υποθέσουμε επειδή ακριβώς είναι μια περίοδος κατά την οποία γνωρίζουμε ότι στην Θεσσαλονίκη βρισκόταν ο Άγιος Αθανασίος ο Πάριος και μετακινούνταν και κάποιοι από τους κολυβάδες, γνωρίζουμε τουλάχιστον μία μετάβαση στην Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο αυτή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορίτη, μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι οι ίδιοι αυτοί οι κολυβάδες συγκέντρωσαν τις μαρτυρικές αυτές διηγήσεις και τελικά τις συμπεριέλαβαν σε αυτή την πρώτη έντυπη νεομαρτυρολογική συλλογή στο νέο μαρτυρολόγιο. Λίγο αργότερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, έχουμε μία σημαντική αναφορά για έναν ακόμη μάρτυρα, τον Αργυρό από την Επανωμή, ο οποίος εμφανίζεται να μαρτυρεί το 1806 για παρόμοιους λόγους με τον συντοπίτη του, τον Χριστόδουλο τον Κασσανδρινό, τον Χριστόδουλο από την βάλτα της Κασσάνδρας, όπως είπαμε. Είναι χαρακτηριστικό για την περίπτωση του Αργυρού από την Επανωμή ότι η μνήμη του, όπως και για τον Χριστόδουλο τον Κασσάνδρας, η μνήμη τους σχεδόν εξαφανίστηκε από την συλλογική μνήμη, από την λειτουργική μνήμη των Χριστιανών της Θεσσαλονίκης. Δεν υπήρχαν σοβαρά στοιχεία, τεκμήρια, υμνογραφικά κείμενα τα οποία να επιβεβαιώνουν την τιμή η οποία αποδιδόταν στα πρόσωπα αυτά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Και βέβαια για τον Αργυρό εντοπίστηκε μια αρκετά μεταγενέστερη ακολουθία στη διάρκεια του 19ου αιώνα που συντάχθηκε από αγιορείτη υμνογράφο όπως το ίδιο συνέβη και για τον Χριστόδουλο από την Κασσάνδρα αφού ένα σπάραγμα της ακολουθίας του Χριστοδούλου του Κασσανδρυνού σώζεται επίσης σε ένα χειρόγραφο της Μονής Βατοπεδίου. Βλέπουμε λοιπόν ότι τα μοναστήρια και αυτή η πνευματική δραστηριότητα του Αγίου Όρους με τη σύνθεση νέων υμνογραφικών κειμένων ή την αναπαραγωγή και των παλαιότερων κειμένων στα χειρόγραφα διέσωσε την λειτουργική μνήμη και γενικότερα την ιστορική μνήμη πολλών νεομαρτύρων της Θεσσαλονίκης και αποτελούν τα κείμενα αυτά μοναδικούς μάρτυρες και τεκμήρια για την λειτουργική μνήμη την οποία απέλαβαν τα πρόσωπα αυτά οι νεομάρτυρες αυτοί. Και κατά αυτόν τον τρόπο κατέστηει δυνατό στα τέλη του 20ου αιώνα να αναβιώσει η τιμή προς το πρόσωπο του νεομάρτυρα Αργυρού από την τοπική εκκλησία, την Εκκλησία της Επανωμής και σήμερα διοργανώνονται όπως γνωρίζουμε σημαντικές εορταστικές εκδηλώσεις στη μνήμη του. Μαρτύρησε όπως είπαμε στις 11 Μαΐου του 1806 ο Αργυρός ο εξ Απανωμής. Όπως αναφέρεται η Απανωμή ταυτίζεται με τη σημερινή κομμόπολη της Επανωμής στο ανατολικό μέρος της Θεσσαλονίκης, ανατολικά της Θεσσαλονίκης. Εκείνο το οποίο αξίζει επίσης να σημειώσουμε είναι ότι η πιο μεγάλη θα μπορούσαμε να πούμε και δισεξαρρύθμητη ομάδα νεομαρτύρων έχει να κάνει στην Θεσσαλονίκη, έχει να κάνει με το πιο σημαντικό γεγονός που συμβαίνει στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα και αυτό είναι η επανάσταση, η έκρηξη της επαναστάσεως στη Μακεδονία από τις μακεδονικές δυνάμεις που επαναστάτησαν υπό τον Εμμανουήλ Παπά με τη συνδρομή και τη συμμετοχή για πρώτη φορά και των Αγιοριτών. Έχουμε για πρώτη φορά συμμετοχή του Αγίου Όρους στην εκδήλωση μιας επαναστάσεως. Γνωρίζουμε βέβαια ότι αυτή η επανάσταση δεν είχε την τύχη που είχε η επανάσταση στην Νότια Ελλάδα και στην Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα και καταπνίγηκε η επανάσταση αυτή από τα τουρκικά στρατεύματα με πασά της Θεσσαλονίκης, τον Αβδούλ Ρομπούτ Πασά, έναν εξαιρετικά σκληρό επίσης προερχόμενο από εξομωσία από μια οικογένεια που είχε εξομώσει Πασά δίκητη της Θεσσαλονίκης. Στην διάρκεια αυτής της επανάστασης και αφού κατεστάει η επανάσταση αυτή λίγους μήνες αργότερα, ως τον Ιούνιο, ως τις αρχές Ιουνίου του 1821, τα τουρκικά στρατεύματα ακολούθησαν σημαντικές καταστροφές και λεηλασίες, όχι μόνο στην Θεσσαλονίκη, όχι τόσο στη Θεσσαλονίκη, όσο κυρίως στο Άγιον Όρος. Για το Άγιον Όρος γνωρίζουμε ότι η περίοδος αυτή είναι μια από τις πιο ζωφερές περιόδους, μια πολύ οδυνηρή περίοδος, κατά την οποία για μια ολόκληρη δεκαετία από το 1821 ως το 1831, το Άγιον Όρος καταλήφθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα, παρέμεινε τουρκικός στρατός, αναγκάστηκε το μεγαλύτερο μέρος των αγιοριτών να εγκαταλείψει τις μονές, τις αγιοριτικές μονές, να παραλάβουν τα κοιμήλια των μονών και να εγκαταλείψουν το Άγιον Όρος, αφήνοντας μόνο ελάχιστοις μοναχούς στα αγιοριτικά μοναστήρια, οι οποίοι υπέστησαν σοβαρές κακοπάθειες από τους τουρκούς στρατιώτες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν, όπως είπαμε, για μια δεκαετία στο Άγιον Όρος. Είναι μια πάρα πολύ δύσκολη περίοδος για την οποία έχουμε μια εξαιρετικά σημαντική πηγή, που είναι ένας αγιορίτης και πάλι μοναχός, ο Δωσήθιος Κωνσταμονίτης από τη Μονή Κωνσταμονίτου, ο οποίος συνέγραψε λίγες δεκαετίες αργότερα ένα πολύ σημαντικό έργο για τα όσα συνέβησαν εν αγίου όρι εις των καιρών της επαναστάσεως και επίσης συνέταξε και ένα νέο υπόμνημα περί των νεοφανών, ιερομαρτύρων και οσιομαρτύρων που μας δίνει πάρα πολλές πληροφορίες για το τι ακριβώς συνέβη στο Άγιον Όρος, πληροφορίες που γνωρίζει εκ των ένδων για τις συμφωνίες, για τις αποκινού ενέργειες που αποφάσισαν να ακολουθήσουν οι αγιορείτες αλλά και για τα γεγονότα τα οποία ακολούθησαν μετά την καταστολή όπως είπαμε της επαναστάσεως στην Μακεδονία από τους Τούρκους. Έτσι λοιπόν ο Δοσήθος ο Κωνσταμονίτης μας δίνει στο σπουδαίο αυτό έργο του πολύ σημαντικές πληροφορίες για αρκετούς νεομάρτυρες, οσιομάρτυρες, ιερομάρτυρες οι οποίοι μαρτύρησαν στη Θεσσαλονίκη. Γνωρίζουμε ότι αμέσως μετά την καταστολή της επαναστάσεως ο Ρομπούτ Πασάς συνέλαβε αρκετούς από τους προκρίτους της Θεσσαλονίκης. Συνέλαβε μάλιστα τότε και το ποτηρητή της Θεσσαλονίκης. Ο Μητροπολίτης της Θεσσαλονίκης είχε μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Ο γνωστός Μητροπολίτης Ιωσήφ Αντωνόπουλος, ένας από τους μάρτυρες από τα ιερόθετα της χριστιανικής πίστης, που μαρτύρησαν μαζί με τον Άγιο Γρηγόριο τον Πέμπτο στις 10 Απριλίου του 1821 στην Κωνσταντινούπολη. Γνωρίζουμε ότι μαζί με τον Γρηγόριο τον Πέμπτο μαρτύρησαν και οι αρχιερείς οι οποίοι βρίσκονταν στο Πατριαρχείο, μέλη της Πατριαρχικής Συνόδου. Ο Ιωσήφ ο Αντωνόπουλος, ο Μητροπολίτης της Θεσσαλονίκης, ήταν μάλιστα συντοπίτης, συμπατριώτης του Γρηγορίου του Πέμπτου, καταγόταν και αυτός από τη Δημητσάνα της Πελοποννήσου και έχοντας λοιπόν εγκαταλείψει την εκκλησιαστική του έδρα, ανέλαβε την τοποτηρητία, λόγω της αναχώρησής του από τη Θεσσαλονίκη, το ποτηρητία της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ο πρώτος τάξη επίσκοπος, έχουμε ένα σύστημα επισκοπικό ακόμη στη Θεσσαλονίκη, λειτουργεί η επισκοπική Συνόδος, η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης είχε αρκετές υποκείμενες σε αυτήν επισκοπές, η πρώτη λοιπόν τάξη ήταν η επισκοπή Κίτρους και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ο τότε επίσκοπος Κίτρους, ο Μελέτιος, εκτελούσε χρέη το ποτηρητού στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Συνελήφθη λοιπόν και ο επίσκοπος Κίτρους αλλά και άλλοι πρόκριτοι της Θεσσαλονίκης, αναφέρεται ο Μπαλάνος, ο Γιώργιος Μπαλάνος και άλλα πρόσωπα, όπως επίσης συνελήφθη και ο εφημέριος του Ναού του Αγίου Μηνά και αυτό δεν είναι τυχαίο γιατί ο Ναός του Αγίου Μηνά, που και σήμερα γνωρίζουμε βρίσκεται στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, λειτουργούσε, θα μπορούσαμε να πούμε, ως το κέντρο, το κοινωτικό κέντρο της Θεσσαλονίκης συγκεντρώνοντας στο Ναό του Αγίου Μηνά οι Θεσσαλονικοί προύχοντες, έτσι λοιπόν συνελήφθη ο εφημέριος του Αγίου Μηνά ο Παπαγιάννης και τελικά μαρτύρησαν διαπαγχονισμού τα πρόσωπα αυτά στο Καπάνι, στην αλευραγορά της Θεσσαλονίκης, την κεντρική δηλαδή αγορά της Θεσσαλονίκης, όπως εκεί βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και αρκετοί από τους αγιορείτες μοναχούς οι οποίοι είχαν συλληφθεί και φυλακίστηκαν, γνωρίζουμε ότι φυλακίστηκαν στις φυλακές της Θεσσαλονίκης, πιθανότατα στον Λευκό Πύργο που γνωρίζουμε ότι κατά την περίοδο αυτή λειτουργούσε ως φυλακή, μάλιστα ήταν γνωστός στις πηγές και ως πύργος του αίματος ακριβώς λόγω του ότι εκεί φυλακίζονταν οι μελοθάνατοι κρατούμενοι και βασανίζονταν. Γνωρίζουμε, για να επανερθούμε από το υπόμνημα του Δωσιθέου Κωνσταμονίτη, ότι καταρχήν στην Θεσσαλονίκη οδηγήθηκε μαζί με άλλους μετοχειάριους μοναχούς των αγιορείτικων μετοχείων που βρίσκονταν στην ευρύτερη περιοχή της Καλαμαριάς. Είναι όλη αυτή η ευρύτερη περιοχή που εκτείνεται ανατολικά ως την περιοχή της Κασσανδρίας. Συνελήφθησαν λοιπόν όσοι βρίσκονταν, όσοι οι μοναχοί και οι μοναχοί βρίσκονταν στα αγιορείτικα μετόχια και εστάλησαν στην Θεσσαλονίκη. Εκεί μάλιστα βασανίστηκαν ανηλαιώς διότι είχε διαδοθεί η φήμη ότι τα αγιορείτικα μοναστήρια απέκρυπταν τους μεγάλους θησαυρούς που είχαν σε χρυσό και σε άλλα και σε πολύτιμα μέταλλα σε κρύπτες μέσα στο Άγιον Όρος και γι' αυτόν τον λόγο βασανίστηκαν για να αποκαλύψουν τις κρύπτες τις οποίες βρίσκονταν αυτός ο μεγάλος θησαυρός που είχαν τα αγιορείτικα μοναστήρια. Τελικά βέβαια θησαυρός ασφαλώς δεν υπήρχε και τελικά όλοι αυτοί οι μετοχιάροι μοναχοί μαρτύρησαν στη Θεσσαλονίκη, δίνονται διάφοροι αριθμοί όπως είναι ο αριθμός των 164 δύο φορές το 82 σημαίνει χαρακτηριστικά ο Δωσήθεος Κωνσταμονίτης. Αυτοί λοιπόν όλοι οι οσιομάρτυρες και οι ιερομάρτυρες, 16 λαβριώτες οι οποίοι επίσης οδηγήθηκαν στη Θεσσαλονίκη και πολλοί άλλοι αδιάγνωστος ο αριθμός τους μαρτύρησαν από το 1821 και μετά ως περίπου το 1823-24 παρέμειναν στις φυλακές και σταδιακά οδηγήθηκαν σε μαρτυρικό θάνατο. Μάλιστα για κάποιους από αυτούς μας δίνει όπως είναι ο Βενέδικτος ο Κωνσταμονίτης για τον οποίο κάνει ιδιαίτερη μνία και για το μαρτύριό του ο Δωσήθεος. Αναφέρεται ότι μαρτύρησε με άλλους χριστιανούς είτε μοναχούς είτε λαϊκούς χριστιανούς στην Θεσσαλονίκη και μάλιστα ότι παρατηρήθηκε η ίδια φωτοφάνεια ένας φωτοειδής σταυρός πάνω από τα μαρτυρικά τους λίψανα που οδήγησε όπως λέει χαρακτηριστικά ο Δωσήθος Κασταμονίτης τους Τούρκους στρατιώτες και την Τουρκική Διοίκηση στην απόφαση να παραδώσουν τα μαρτυρικά τους σώματα στους χριστιανούς για να τα ενταφιάσουν. Και βέβαια πρόκειται για την τελευταία πολύ ζωφερή περίοδο πρόσφατα σε ένα μαρτύριο το οποίο εκδώσαμε στο μαρτύριο ενός ακόμη προσώπου που σχετίζεται από τους πιο όψιμους νεομάρτυρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρισε το 1846 στη Λήμνο ο Αθανάσιος ο Λήμνιος και γνωρίζουμε ότι ο Αθανάσιος είχε αρχικά εγκαταβιώσει στο Άγιον Όρος ως λαϊκός. Εκεί γίνεται μια αναφορά στο μαρτύριό του το οποίο συνεγράφει από κάποιον αγιορείτη μοναχό της Μονής Παντελεήμονος. Ο Αθανάσιος συνελήφθη όπως και πολλοί αλληλαϊκοί και ιδίως νέα παιδιά που βρίσκονταν και εργάζονταν στο Άγιον Όρος. Οδηγήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά εξόμοσε τελικά ο Αθανάσιος, οδηγήθηκε στην εξομωσία και μουσουλμάνος πλέον κατευθύνθηκε στην Αλεξάνδρια όπου παρέμεινε και δημιούργησε αρχικά μια οικογένεια με μια γυναίκα η οποία επίσης προέρχονταν από εξομωσία. Ωστόσο είναι σημαντικό να μνημονεύσουμε ότι σε αυτό το μαρτύριο για τον νεομάρτυρα, αυτόν τον ώψιμο νεομάρτυρα τον Αθανάσιο τον Λήμνιο σημειώνεται ότι από τα παιδιά αυτά, από τα πεδία όπως αναφέρετε τα οποία είχαν συλληφθεί από τους Τούρκους και οδηγήθηκαν στη Θεσσαλονίκη μόνο ένα πεδίο, ο Ζαφύρης όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται το όνομά του, δεν υπέκυψε στις πιέσεις των Τούρκων και δεν εξόμοσε γι' αυτό οδηγήθηκε και αυτό στο μαρτύριο, είχε μαρτυρικό θάνατο επίσης στη Θεσσαλονίκη. Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι και αυτός ο έως πρόσφατα άγνωστος νεομάρτυρας ο Ζαφύρης ή Ζαφύριος υπήρξε ένας από τους πιο όψιμους νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης με τους οποίους κλείνει αυτός ο λαμπρός κύκλος, ο δινηρώς αλλά λαμπρός για την Εκκλησία της Θεσσαλονίκης γιατί πορφυρώθηκε και πάλι με τα αίματα και αναζωογονήθηκε μέσα από τα αίματα των νεομαρτύρων της η Εκκλησία της Θεσσαλονίκης. Κλείνει λοιπόν αυτός ο τόσο σημαντικός κύκλος των νεομαρτύρων της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης.