Εκκλησιαστικό Δίκαιο ΙΙ (Μεταπτυχιακό): Παρακαλώ, αγαπητές φίλες και φίλοι, στην Τρίτη Διάλεξη του Μεταπτυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου του Πρώτο Έτους Ιερνού Εξαμήνου ερμηνεύομαι τη διακήρυξη του 1981 της Γενικής Συνελευσηστωίας για την απάλληψη όλων των μορφών μισαλδοξίας και διακρίσεων που βασίζονται στη θρησκεία ή την κοσμοθεωρία, δεδομένου ότι αυτή η διακήρυξη του 1981 συνιστά καθοδηγητική διοεθνή πράξη για τον ιδικό εισηγητή για τη θρησκευτική μισαλδοξία επειδή πρώτον περιέχει τους διεθνείς κανόνες, τα διεθνείς standards για τη θρησκευτική ελευθερία και δεύτερον επειδή χρησιμοποιείται από τον ιδικό εισηγητή για τη θρησκευτική ελευθερία προκειμένου να αξιολογήσει την κατάσταση των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα την οποία επισκέπτεται μαζί με τα άλλα βεβαίως με τις άλλες διεθνείς πράξεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ιδίως διεθνείς συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων τις οποίες έχει υπογράψει και κυρώσει η χώρα την οποία επισκέπτεται και πάντως αν παραλυπίδα κάποια χώρα δεν έχει υπογράψει και δεν έχει κυρώσει καμία διεθνή σύμβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων απομένει μόνο η διακήρυξη του 1981 στον ιδικό εισηγητή προκειμένου να προβήσει την αξιολόγηση της κατάστασης των δυσκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην συγκεκριμένη χώρα την οποία επισκέπτεται. Στην προηγούμενη δεύτερη διάλεξη είχαμε τελειώσει με το άρθρο 6 της διακήρυξης του 1981 και τώρα προχωρούμε στο άρθρο 7 το οποίο ορίζει τα δικαιώματα και ελευθερίες που αναγνωρίζονται στην παρούσα διακήρυξη θα παρέχονται στην εθνική νομοθεσία κατά τέτοιο τρόπο ώστε καθένας θα πρέπει να είναι ικανός να εποφελείται τον ελόγο δικαιωμάτων και ελευθεριών στην πράξη, στην πρακτική. Το άρθρο λοιπόν 7 περιέχει μια δέσμευση των κρατών να ενσωματώνουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που αναγνωρίζονται στην παρούσα διακήρυξη, δηλαδή τη διακήρυξη του 1981, στις εθνικές τους νομοθεσίες με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί καθένας να τα επικαλείται αποτελεσματικά στην ικία εθνική ενόμητάξη. Το άρθρο 8 τίποτα στην παρούσα διακήρυξη δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται ότι περιορίζει ή εξαιρεί από οποιοδήποτε δικαίωμα που αναγνωρίζεται στην οικουμενική διακήρυξη ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στα διεθνή σύμφωνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δηλαδή το άρθρο 8 προβλέπει ότι η διακήρυξη του 1981 θα πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με την οικουμενική διακήρυξη ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σύμφωνα με τα διεθνή σύμφωνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ιδίως με το διεθνή σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Αφού λοιπόν παρουσιάσαμε και ερμηνεύσαμε την διακήρυξη του 1981 για την απάληψη όλων των ομορφών μησαλοδοξίας και διακρίσεων που ασύρουνται στη θρησκεία ή την κοσμοθεωρία της Γενικής Δυνάσης, το ΥΕ, η οποία αποτελεί βασική καθοδηγητική διεθνή πράξη για τον ειδικό εισηγητή για τη σκεφτική ελευθερία της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το ΥΕ, όταν επισκέπτεται μια χώρα για να μελτήσει την κατάσταση των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκεί και για να συντάξει την έκθεση του για την επιτόπια επίσκεψή του, στη συνέχεια θα προχωρήσω να δούμε ορισμένες εκθέσεις του ειδικού εισηγητή για τη σκεφτική ελευθερία για επιτόπιες επισκέψεις του σε διάφορες χώρες κατά προτίμηση εκθέσεις πιο πρόσφατες. Και ξεκινάμε με την έκθεση του ειδικού εισηγητή για τη σκεφτική ελευθερία που αφορά την Κύπρο. Αφού αναφέρει προηγουμένως τα διεθνείς τάντσας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία ισχύουν στην Κύπρο με βάση της διεθνής συμφωνίας, της διεθνής συμφωνίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τις οποίες έχει υπογράψει η Κύπρο, στη συνέχεια στο τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται στο εσωτερικό νομικό πλαίσιο για την ελευθερία της θρησκείας ή κοσμοθεωρίας στην Κύπρο. Και στην παράγραφο 13 αναφέρει «το άρθρο 18 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Κύπρου, το οποίο άρχισε να ισχύει το 1960, προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης, συνείδησης και θρησκείας και ότι όλες οι θρησκείες είναι ίσες ενώπιον του νόμου». Η χρήση φυσικού ή ηθικού κατανεγκασμού προς σκοπό του να κάνει έναν πρόσωπο να αλλάξει ή να παρεμποδίσει έναν πρόσωπο από το να αλλάξει τη θρησκεία του ή της θρησκείας της απαγορεύεται με βάση το άρθρο 18 παράγραφος 5 του Συντάγματος και έως ό,τι ένα πρόσωπο συμβιερώσει το 16ο έτος ηλικίες του, η απόφαση ποια θρησκεία θα πρεσβεύει το εν λόγο πρόσωπο θα λαμβάνεται από το πρόσωπο που έχει την μέρημνα ή την κειδαιμονία του εν λόγο πρόσωπου όπως ορίζει το άρθρο 18 παράγραφος 7 του Κυπριακού Συντάγματος. Στην παράγραφο 14 αν γράφει ο ειδικός εισηγητής για τη θρησκευτική ελευθερία, η Δημοκρατία της Κύπρου δεν έχει επίσημη κρατική θρησκεία παρά τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους όμως, η δίκοινοτική δομή που διαποτίζει την όλη αρχιτεκτονική του Συντάγματος του 1960, συνεπάγεται μια στενή σχέση μεταξύ του κράτους και των παραδοσιακά επικρατουσών θρησκειών, συγκεκριμένα της Ελληνοορθόδοξης Χριστιανικής και της Ισλαμικής, οι οποίες σύμφωνα με την παράγραφο 2 συνδέονται στενά με την Ελληνοκυπριακή και την Τουρκοκυπριακή εθνωτική κοινότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1, η ελληνική κοινότητα περιλαμβάνει όλους τους πολίτες της δημοκρατίας, που είναι ελληνικής καταγωγής και των οποίων η μητρική γλώσσα είναι η ελληνική, οι οποίοι συμμερίζονται την ελληνική πολιτιστική παράδοση ή που είναι μέλη της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας. Ομοίως, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2, η τουρκική κοινότητα περιλαμβάνει όλους τους πολίτες της δημοκρατίας, που είναι τουρκικής καταγωγής και των οποίων η μητρική γλώσσα είναι οι τουρκικοί, οι οποίοι συμμερίζονται την τουρκική πολιτιστική παράδοση ή οι οποίοι είναι μουσουλμάνοι. Στην παράγραφο 15 γράφει ο ειδικός συσήγητής για τη θρησκευτική ελευθερία, μολονότι οι επιμέρους πολίτες δεν απαιτείται από αυτούς να ταυτίζονται με συγκεκριμένο θρίσκευμα. Η θρησκεία συνιστά ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά των δύο εθνωτικών κοινοτήτων, στις οποίες κάθε πολίτης της δημοκρατίας της Κύπρου υποτίθεται ότι ανήκει έτσι. Το άρθρο 2 παράγραφος 3 ορίζει ότι όλοι οι Κύπριοι πολίτες, περιλαμβάνωμένον εκείνων από εθνωτικές, γλωσσικές, πολιτιστικές, ηθρησκευτικές προελεύσεις διαφορετικές από τις δύο κυρίαρχες πρέπει να συνδεθούν τυπικά με μία από τις δύο εθνωτικές κοινότητες. Λέω, οι θρησκευτικές κοινότητες έχουν επίσης την επιλογή να συνδεθούν συλλογικά με μία από τις δύο εθνωτικές κοινότητες. Η Αρμενική Ορθόδοξη Εκκλησία, η Μαρωνητική Καθολική Εκκλησία και η Ρώμεο Καθολική, η Λατινική Εκκλησία στην Κύπρο έχουν επιλέξει να ανήκουν στην ελληνική κοινότητα της Κύπρου. Το Σύνταγμα έτσι αναγνωρίζει τρεις θρησκευτικές ομάδες. Η Ελληνική Ορθόδοξη, Μαρωνητική Καθολική και Λατινική. Σύμφωνα με το άρθρο 110 παράγραφος 1 του Συντάγματος, η Αυτοκέφαλη Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου έχει το αποκλειστικό δικαίωμα ρύθμισης και διοίκησης των εσωτερικών της υποθέσεων και της περιουσίας της σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες και τον καταστατικό της χάρτη. Δηλαδή εδώ κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην αυτονομία της Αυτοκέφαλης Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου αφού έχει το αποκλειστικό δικαίωμα ρύθμισης και διοίκησης των εσωτερικών υποθέσεων και της περιουσίας της. Το άρθρο 110 παράγραφος 2 του Συντάγματος προλέπει ότι όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με ή με οποιοδήποτε τρόπο αφορούν τον οργανισμό ή το ίδρυμα του Βακουφ, Βακουφίου ή των Βακουφίων ή οποιοδήποτε Βακουφικών περιουσιών, περιλαμβανομένων περιουσιών που ανήκουν σε Τεμένη και οποιοδήποτε άλλο μουσουρμανικό θρησκευτικό οργανισμό θα διέπονται μόνο από και δυνάμι των νόμων και των αρχών των Βακουφίων και των νόμων και ρυθμίσεων που θεσπίζονται από την τουρκική κοινοτική συνέλευση. Παρατηρούμε ότι το ίδιο δικαίωμα στην αυτονομία αναγνωρίζεται από το άρθρο 110 παράγραφος 2 του Κυπριακού Συντάγματος και για το μουσουρμανικό θρησκευτικό και ειδικότερα για τον οργανισμό ή το ίδρυμα του Βακουφίου ή των Βακουφίων ή οποιοδήποτε Βακουφικών περιουσιών περιλαμβανομένων περιουσιών που ανήκουν σε Τεμένη και σε οποιοδήποτε άλλο μουσουρμανικό θρησκευτικό οργανισμό. Βέβαια εκτός από τους νόμους και τις αρχές των Βακουφίων κατά το σουνητικό ισλαμικό δίκαιο της Αρείας θα εφαρμόζονται και οι νόμοι και οι κανονισμοί που θεσπίζονται από την τουρκική κοινοτική συνέλευση. Εδώ υπάρχει μία σχετικοποίηση της αρχής της αυτονομίας, η οποία είναι πλήρης η αυτονομία μόνο όσον αφορά την Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου η οποία έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να ρυθμίζει τις εσωτερικές της υποθέσεις και τις υποθέσεις που αφορούν την περιουσία της. Στην παράγραφο 17 ο ειδικός ηγητής γράφει ότι οι τρεις αναγνωρισμένες μειονωτικές θεσκευτικές ομάδες οι Μαρονίτες Καθολικοί, οι Αρμένοι Ορθόδοξοι και οι Λατίνοι απαλάσσονται επίσης από φόρους και λαμβάνουν όπως και η Ευρωερθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου και το ΕΦΚΑΦ, ο Μουσουρμανικός Οργανισμός, κυβερνητικές επιχορηγήσεις για τους θρησκευτικούς οργανισμούς τους. Άλλες, μη ειδικά αναφερόμενες θρησκευτικές ή κοσμοθεωρητικές κοινότητες, δεν έχουν το προνόμιο να επιφελούνται από τέτοιες επιχορηγήσεις. Οι θρησκευτικές ομάδες, οι διαφορετικές από τις πέντε αναγνωρισμένες, δεν χρειάζεται να καταχωρηθούν από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κύπρου, δηλαδή δεν χρειάζεται να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα. Οι πέντε, δηλαδή η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, η Αυτοκέφαλη, οι οργανισμοί, η Μουσουρμανική και μάλιστα η Βακουφική, και οι τρεις μειονωτικές θρησκευτικές ομάδες, Αρμενική Ορθόδοξη, Μαρωνιτική Καθολική και Λατινική. Όμως, πρέπει να καταχωρηθούν ως μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, εάν επιθυμούν να μετέχουν σε οικονομικές συναλλαγές και να διατηρούν τραπεζικό λογαριασμό. Οι υπόλοιπες θρησκευτικές ομάδες, οι διαφορετικές από τις πέντε τις οποίες προναφέραμε πρέπει να καταχωρηθούν ως μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί για να έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν σε οικονομικές συναλλαγές και να διατηρούν τραπεζικό λογαριασμό. Στην παράγραφο 18 ο ειδικός εισηγητής αναφέρει πέραν της σφαίρας των κρατικών οργανισμών, ο κοσμικός χαρακτήρας του κυπριακού δικαίου κάνει επίσης ένα κοσμικό γάμο και οικογενειακό δίκαιο εξίσο προσβάσιμο στα πρόσωπα από διαφορετικές θρησκευτικούς ή κοσμοθεωρητικούς προσανατολισμούς, προελεύσεις. Αυτό έχει επίσης γίνει μια επιλογή για μη πολίτες πράγματι. Μένει στις επικρατήσεως του θρησκευτικού προσωπικού status στους νόμους και της έλλειψης κοσμικών επιλογών σε μερικές χώρες στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Η Κύπρος έχει γίνει ένας δημοφιλής προορισμός για εκείνους που επιθυμούν να συνάψουν γάμους πέραν των συνόρων, πέραν των ορίων των αντίστοιχων θρησκευτικών γάμων και οικογενειακών δικαίων τους. Δηλαδή, στην Κύπρο πηγαίνουν για να τελέσουν γάμο πολιτικό όσοι από τις χώρες της Μέση Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, όπου επικρατούν νόμοι που προβλέπουν θρησκευτικό προσωπικό στάθος, προκειμένου να υπερβούν τα όρια τους περιορισμούς του αντίστοιχου θρησκευτικού γάμου και του αντίστοιχου οικογενειακού δικαίου στη χώρα τους, η οποία βρίσκεται στη Μέση Ανατολή ή τη Βόρεια Αφρική. Στην παράγραφο 19 ο ειδικός ηγητής γράφει ότι στο βόρειο μέρος της Κύπρου, το σύνταγμα, σε εισαγωγικά το σύνταγμα, το βάζει προλέπει ότι κάθε άτομο έχει την ελευθερία συνείδησης θρησκευτικής πίστης και γνώμης, άρθρο 23 παράγραφος 1. Και ότι οι μορφές λατρείας και θρησκευτικών τελετών κύρων τελεστειών είναι ελεύθερες, υπό την πρώτη υπόθεση ότι δεν ερχονται σε αντίθεση με τη δημόσια τάξη ή τα χριστά ήθη ή τους νόμους που εκδίδονται για αυτούς τους σκοπούς, κατά το άρθρο 23 παράγραφος 2. Πέρετερο, κανένα πρόσωπο δεν θα εξαναγκάζεται σε λατρεία, σε συμμετοχή σε θρησκευτικές ιεροτελεστίες και τελετές ή στην αποκάλυψη της θρησκευτικής πίστης ή κοσμοθεωρίας του. Και σε κανένα πρόσωπο δεν θα προκαλούνται διακρίσεις για τη θρησκευτική του πίστη ή για την κοσμοθεωρητική του πίστη. Κατά το άρθρο 23 παράγραφος 3. Στο σημείο αυτό, τελείωσε η τρίτη διάλεξη του μεταπτυχιακού του εκκλησιαστικού δικαίου πρώτου έτους εαυτό εξαμίνου. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |