Ιφιγένεια Καμτσίδου, Αν. Καθηγήτρια, Νομικής Σχολής ΑΠΘ: Ευχαριστώντας σας για την προσφορά σας στη χώρα, ήθελα να πω προημειακά ότι για ερωτήματα πρόκειται, όχι για βεβαιότητες ή για συγκροτημένες σκέψεις σχετικά με το μεγάλο αυτό ζήτημα, του πώς δηλαδή το ΔΕΚ και μετά το ΔΕΕ διαχειρίστηκε μια βαριά κληρονομιά. Την κληρονομιά που αφορά μία από τις καταστατικές αρχές των πολιτευμάτων στην νεοτερικότητα, την αρχή της ισότητας. Η αρχή της ισότητας υπήρξε γέννημα ή αναγέννημα μεγάλων και μικρότερων επαναστάσεων που οδήγησαν στην εγκαθίδρηση των ευρωπαϊκών κρατών στο εσωτερικό των οποίων η αρχή αυτή προσέλαβε το κανονιστικό της νόημα. Στην νεοτερικότητα, η ισότητα των ανθρώπων διαχειρίχτηκε επανηγηρικά ως φυσική τους ιδιότητα, λέει η Γαλλική διακήρυξη. Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσως στα δικαιώματα. Και ανατέθηκε στο νόμο η αποστολή να την εγγυάται είτε όταν παρέχει προστασία, είτε όταν προβλέπει την επιβολή ποινής. Γλαφυρό παράδειγμα της σύλληψης των σχέσεων ισότητας και νόμου στην πρόημη νεοτερικότητα αποτελεί το Σύνταγμα της Επιδαύρου, στο οποίο απαντώνται εκτεταμένες ρυθμίσεις όπως αυτή του άρθρου δύο που όριζε ότι οι κάτοικοι της επικράτειας που είναι χριστιανοί είναι Έλληνες και απολαμβάνουσι ανευθυνός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων. Το άρθρο τρία που καθόριζε ότι όλοι οι Έλληνες είναι όμοι ενώπιον των νόμων ανευθυνός εξαιρέσεως ή βαθμού ηκλάσεως ή αξιώματος. Και το τέσσερα που διασαφηνίζει ότι όσοι έξωθεν ελθόντες κατοικήσωσιν ή παρικήσωσιν στην επικράτεια οι συνοόμοι είναι τους αυθόχθοντες ενώπιον των νόμων. Ανάλογες διατυπώσεις συναντώνται στο άρθρο έξι του Βελγικού Συντάγματος του 830 καθώς και στο άρθρο 24 του Στατούτο που παραχώρησε ο Κάρολος Αλβερτίνος στην γειτονική Ιταλία ενώ πάλι στα μέσα του 19ου αιώνα η δέκατη τέταρτη τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος έθεσε καθένα πολίτη υποτινής προστασία των νόμων. Η θεσμική αλλαγή που πραγματοποιείται λοιπόν με την αντιπεράθεση και εντέλει την ανατροπή των απολιταρχικών καθεστώτων στηρίζεται στην κατάργηση των τάξεων και των κοινωνικών ιεραρχιών και στην απόδοση σε όλα τα μέλη του κοινωνικού συνολού ίσης αξίας. Η αντίληψη που εκφράστηκε μέσα από τις επαναστατικές διαδικασίες των 18ου και 19ου αιώνα είναι ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι ως προς εκείνες τις ιδιότητες που συνιστούν την ουσία του ανθρώπου που προσδιορίζουν την ανθρώπινη φύση σε σχέση με τα άλλα όντα. Για μεγάλο μάλιστα διάστημα, αυτή η ιδιαίτερη ιδιαφοροποιός διαφορά του ανθρώπινου είδους εντοπίστηκε στην ελεύθερη χρήση του ορθού λόγου. Γεγονός που εξηγεί δύο κρίσιμες παραμέτρους για την παρούσα προβληματική ότι ο νόμος ως προϊόν του ορθού λόγου είναι ο καλύτερος εγγυητής της ισότιμης ελευθερίας αλλά και ότι ο νόμος δεν μπορεί να ρυθμίσει ισότιμα τις σχέσεις στις οποίες μετέχουν γυναίκες διότι αυτό το ανθρώπινο είδος δεν είχε ευκαιρή χρήση του ορθού λόγου ούτε στις ιδιωτικές ούτε στις δημόσια σχέσεις του. Η πρώτη περίοδος λοιπόν της θυσμικής αποκρυστάλωσης της αρχής της ισότητας ενέγραψε στον κανονιστικό της πυρήνα την αξίωση ο νόμος να αποκλεί αφθαίρετες διακρίσεις. Παρακάπτοντας το ζήτημα που χρόνια απασχόλησε τη θεωρία αλλά και την ομολογία, αν δηλαδή η αρχή της ισότητας έχει ως αποδέκτη τον ομοθέτη ή τον δικαστή ζήτημα ιστορικής πια σημασίας σήμερα αξίζει κανείς να επισημάνει αυτό που ο Μπόμπιο αναγνωρίζει ως την κριτική σημασία της αρχής. Δηλαδή την επιταγή που εκλείεται από αυτήν η ένομη τάξη να μη θεσπίζει προνόμια και να μην επιτρέπει καμιά αφθαίρετη διάκριση. Ως αφθαίρετη δε διάκριση νοείται κάθε αδικαιολόγητη διάκριση που είτε εισάγεται με το νόμο είτε δεν εξαλείφεται από αυτόν. Με το παραπάνω νόημα η αρχή της ισότητας απέκτησε παγκόσμια αίχλη, στήριξε πλειάδα κοινωνικοπολιτικών αγώνων και αναγνωρίστηκε όχι μόνο ως νομικός κανόνας αλλά και ως ηθική επιταγή του σύγχρονου πολιτισμού. Μάλιστα αποτέλεσμα των κοινωνικών διεκδικήσων ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα υπήρξε η αναγνώριση της πολιτικής ισότητας όχι μόνο ως τυχείο του δημοκρατικού χαρακτήρα των πολιτευμάτων αλλά και ως παραμέτρου πραγμάτωσης της ισότητας στην κανονιστική της διάσταση. Η σύνδεση των νόμων με τη γενική θέληση νοούμενη πλέον ως συνισταμένη των αντιλήψεων που διαμορφώνονται από το δημοκρατικό ανταγωνισμό εμφανίστηκε ως ασφαλής εγγυήση για την ισότιμη προστασία των μελών του κοινωνικού συνόλου και την ισότιμη απόλαυση των δικαιωμάτων τους. Τούτη η εξέλιξη, ωστόσο, δεν παρεμπόδισε την επιβολή ολοκληρωτικών καθεστώτων στην καρδιά της Ευρώπης τα οποία απέβλεψαν στην εγκατάσταση μιας τάξης όπου θα μετήχαν μόνον τα προνομιού χαμέλη ορισμένων φιλετικών ομάδων ενώ απεργάστηκαν την εξόντωση άλλων, όχι μόνον φιλετικών ομάδων. Οι Ναζί δεν κυνήγησαν μόνο τους Εβραίους αλλά και τους Κομμουνιστές. Έτσι, μετά τον φρικτό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο γίνεται φανερό ότι η προστασία της ισότητας με εργαλείο τον νόμο δεν αποτελεί επαρκή εγγυήση της έστω κι αν δεν αμφισβητείται πια ότι αυτή ενεργεί όχι μόνον ενώπιον αλλά και εντός του νόμου. Για το λόγο αυτό επιχειρήθηκε σε διεθνές επίπεδο να δεσμευτούν τα κράτη που, όπως είπε ο κ. Ροζάκης, ήταν η αποκλειστική φορείς της νομοθετικής εξουσίας, ότι κατά την άσκηση της τελευταίας θα εξασφαλίζουν ίση αξιοπρέπεια και ίση δικαιώματα σε όλους όσους βρίσκονται στην επικράτειά τους. Μάλιστα, σε συστήματα προωθημένης συνεργασίας όπως αυτό του Συμβουλίου της Ευρώπης προβλέφθηκαν και τα κριτήρια που απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν το νομοθέτη όταν αυτοσιοθετεί κανόνες και από τον δικαστή όταν εφαρμόζει τις ρυθμίσεις διαφορετικά, η αρχή της ισότητας θα παραβιάζεται αυτομάτως. Πρόκειται για λόγους όπως το φύλλο, η φυλή, το χρώμα, η γλώσσα, η θρησκεία η πολιτική ή άλλη πεποίθηση, η εθνική ή κοινωνική καταγωγή η σχέση με εθνική μειονότητα, η ιδιοκτησία, η γέννηση, η κάθε άλλη κατάσταση. Έτσι, την περίοδο ίδρυσης των ευρωπαϊκών κοινοτήτων γινόταν ευρύτερα αποδεκτό ότι η βασική υποχρέωση της πολιτικής εξουσίας είναι να εξασφαλίζει την ισότητα ως προς την απόλαυση όλων των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει κάθε μια ενόμη τάξη και να εξασφαλίζεται αυτό ως προς όλα τα μέλη της κοινωνίας. Τούτο δικαιολογεί και την κρίση του Josh Wendell ότι η ισότητα είχε πια καταστεί θεμελιοδέστηρη από την ελευθερία διότι η ισότητα είναι ο ίδιος άνθρωπος. Η ισότητα ταυτοποιεί τον άνθρωπο. Στο πλαίσιο αυτό, η συνθήκη ΕΟΚ προέβλεπε ότι στο πεδίο εφαρμογής της και με την επιφύλαξη των ειδικών ρυθμίσεών της απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγου ηθαιγένειας. Από τη ρύθμιση αυτή, το Δικαστήριο συνήγαγε εγκέρος γενική αρχή ήδη από το 1974, που επιτάσσει στα κράτη-μέλη όχι μόνο να αέρουν τα εμπόδια που τυχόν παρεμβάλλονται στην άσκηση μιας ελευθερίας, αλλά να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελόγχο ελευθερίας. Η νομολογία αυτή παγιώθηκε και εμπλουτίστηκε έτσι ώστε στην απαγόρευση διακρίσεων να μην εμπιπτούν μόνο τα μέτρα που επιφυλάσσουν προνομιακή μεταχείριση στους συμμεδαπούς σε σχέση με τους κοινοτικούς πολίτες, αλλά και οι περιπτώσεις της έμμεσης ή και της συγκεκαλυμένης διακριτικής μεταχείρισης. Κρίθηκε λοιπόν από το Δικαστήριο ότι η έμμεση διακριτική μεταχείριση υφίσταται όταν δεν εμποδίζεται ο ενωσιακός ελόδαπος να ασκήσει δραστηριότητα συνδεόμενη με κοινοτική ελευθερία στο κράτος-μέλος υποδοχής, αλλά οι εθνικές ρυθμίσεις τον θέτουν σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τους συμμεδαπούς, όπως όταν εμποδίζεται η είσοδος των μελών της οικογένειάς τους στο κράτος-μέλος ή αυτός δεν μπορεί να χωράσει κάποια ακίνητα που είναι αναγκαία για την οικονομική δραστηριότητα που προτείνεται να ασκήσει. Αντίστοιχα, οι συγκεκαλυμένες διακρίσεις τυπικώς δεν μιλώνται σε κάποιο άλλο κριτήριο, όχι δηλαδή στην ηθαγένεια. Αφορούν, εκ πρώτης όψεως, αδιακρίτως όλα τα μέλη, και οι μεδαπούς και οι αλλοδαπούς. Καταλήγουν όμως στην άνηση μεταχείριση των αλλοδαπών, αφού τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις τελικά τις πληρούν μόνον όσοι έχουν την ηθαγένεια του κράτους-μέλους της υποδοχής. Παραδείγματα συγκεκαλυμένων διακρίσεων συνιστούν συνήθως οι προϋποθέσεις που τα κράτη-μέλη θέτουν ως προς την πρόσβαση και την άσκηση ενός επαγγέλματος, όπως, για παράδειγμα, η υποχρεωτική γνώση της γλώσσας του κράτους-μέλους υποδοχής ή η προϋπόθεση να αποκτήσει κάποιος μόνιμη, κατοικία υπερήφημη ιστορία με τους Γάλλους και το δικηγορικό επάγγελμα ή η δυσμενής της φορολογικής μεταχείρισης των ενδιαφερεμένων. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιταγή για την εξάλυψη όλων των παραπάνων διακρίσεων περιλαμβάνει και την υποχρέωση των κρατών-μελών να καταργήσουν όλους εκείνους τους περιορισμούς που μπορεί να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των ελευθεριών που προστατεύονται από τις συνθήκες. Ειδωμένη από το πρίσμα της ισότητας, λοιπόν, η νομολογία του ΔΕΚ μοιάζει σε ένα πρώτο στάδιο να υπερβαίνει τις εθνικές νομολογίες και να απαιτεί την επιδίωξη της πραγματικής ισότητας, της ισότητας στην πράξη, η οποία εξασφαλίζεται όταν η εξουσία μεριμνά ώστε η πρόσβαση στις ελευθερίες να είναι απαλλαγμένη από εμπόδια και οι ρυθμίσεις που πλησιώνουν την άσκησή τους να βοηθούν την πραγμάτωση των δικαιωμάτων από όλους τους φορείς τους. Η εντύπωση αυτή ενισχύεται και από την επισκόπιση της λεγόμενης κοινωνικής νομολογίας του ΔΕΚ που στο πεδίο της ισότητας ανάγεται κυρίως στην αρχή της ισότητας των φύλων. Παρ' ό,τι γενικά αναγνωρίζετε ότι η αρχή της ισότητας των φύλων είναι δημιούργημα του ΔΕΚ αξίζει ίσως να υπενθυμίσει κανείς ότι η νομολογιακή της αποτύπωση αντικρίζεται με τους πολίμινους αγώνες των τριών χιλιάδων εργατριών στο εργοστάσιο όπλων του Χέρσταλ στο Βέλγιο που πρώτες, το 1965, έδεσαν το ζήτημα αντίθεσης διάταξης συλλογικής σύμβασης εργασίας που προέβλεπε τη μειωμένη αμοιβή τους λόγω φύλου στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκιο και συγκεκριμένα στο άρθρο 119 της συνθήκης ΕΚ. Η απεργία επαναλήφθηκε και την επόμενη χρονιά χωρίς πουδέα νομικά αποτελέσματα όμως από το Βέλγιο ξεκίνησε και η διαφορά της κύριας δίκης που εν τέλειο οδήγησε στην αναγνώριση της αρχής της ισότητας των φύλων ως θεμελιώδους αρχής του ενωσιακού δικαίου. Με την τεφραίν 3, υπόθεση που ξεκίνησε μία ερωσυνοδός υποστηρίζοντας ότι υφίσταται διακριτική μεταχείριση λόγου φύλου λόγου του ορίου συνταξιοδότησής της το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ισότητα μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι ένα θεμελιώδης δικαίωμα που αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, των οποίων το Δικαστήριο έχει αποστολεί να εξασφαλίζει το σεβασμό. Σ' αυτή την αρχή, λοιπόν, της ισότητας των φύλων στηρίχθηκε υιοθέτηση κανόνων του παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου που εισήγαγαν μέτρα κρίσιμα για την άρση των ανισοτήτων όπως, για παράδειγμα, τα μέτρα που αφορούν στην αντιστροφή του βάρους της απόδειξης των θυμάτων διακριτικής μεταχείρισης. Για να το πούμε με τα λόγια του Δικαστηρίου, στην Μπεάτα Μέγερ, ο κανόνας της ίσης μεταχείρισης επιβάλλει την υποχρέωση επιτεύξεως συγκεκριμένου αποτελέσματος κι ως εκ της φύσεώς του, ένας ιδιώτης μπορεί να τον επικαλεστεί ενώπιον Εθνικού Δικαστηρίου και να το καλέσει να αγνοήσει τις εισάγουσες διακρίσης διατάξεις, της εθνικής ρύθμισης χωρίς να απαιτείται προς τούτο η θέσπιση συμπληρωματικών μέτρων εφαρμογής. Δεν ήταν επομένως αδικαιολόγητη η προσδοκία ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε σταδιακά να αποτελέσει το πεδίο ανάπτυξης της τέταρτης γενιάς της ισότητας με την έννοια ότι εκτός από την ισότητα ενώπιον και εντός του νόμου την πολιτική ισότητα και την ισότητα των δικαιωμάτων τούτη θα περιλάμβανε και την πραγματική ισότητα μέσω μιας θαυμαστής επέκτασης του κανονιστικού περιεχομένου της αρχής και στην επίτευξη της ισότητας αποτελέσματος. Με άλλα λόγια, με την κατάφαση της ευρωπαϊκής υπερεθνικής δέσμευσης του νομοθέτη και του δικαστή να εξασφαλίζουν την ισότητα στην πράξη στους πολιτές καθενός κράτους όπου κι αν αυτοί βρίσκονται. Στην προσδοκία αυτή φαίνεται να ανταποκρίνεται μια σειρά αποφάσεων στις οποίες ήδη αναφέρθηκε ο καθηγητής Τάγκος που αφορούν την κοινωνική πτυχή της Ένωσης αλλά ίσως την πιο χαρακτηριστική εφαρμογή της πραγματικής ισότητας τη βρίσκουμε στις αποφάσεις που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία και εγκατάσταση των προσώπων και στις οποίες συναντάται η αρχή της μη διακριτικής μεταχείρισης στην πιο προωθημένη μορφή της αυτή που επιβάλλει στα κράτη να εξαλείφουν κάθε εμπόδιο που τυχόν δυσκολεύει τους φορείς του δικαιώματος στην απόλαυση των ελευθεριών τους. Μια προσεκτική ανάγνωση των σχετικών αποφάσεων όμως δείχνει ότι το επιδιοκόμενο αποτέλεσμα δεν συνίσταται στην ισότιμη διανομή των αγαθών στην οποία θεμητά θα απέβλεπαν όλοι όσοι ασκούν την επίμαχη δραστηριότητα αλλά η ακόλητη πρόσβαση των εργαζομένων και των ελεύθερων επαγγελματιών στην κοινή αγορά. Με άλλα λόγια, η αρχή της ίσης μεταχείρισης αυτής της αποφάσεις δεν διαθέτει διανεμητικό περιεχόμενο συνδεόμενο με κάποια έννοια της δικαιοσύνης αλλά λειτουργεί κατά κύριο λόγο ως εργαλείο μιας ολοκλήρωσης βασισμένης στους οικονομικούς κανόνες. Έτσι, λοιπόν, χωρίς να απομακρύνεται από την εθνική έννοια της ισότητας δηλαδή προσδίδοντας αυτοί το νόημα που η αρχή έχει και στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις το Δικαστήριο Αθενός επιβεβαιώνει ότι η παραβία της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως λόγω διαφορετικής μεταχειρίσεως προϋποθέτει ότι οι σχετικές καταστάσεις είναι παρόμοιες λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο το στοιχείο που τις χαραστηρίζουν αφετέρου σταθερά εισάγει την απέτηση τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν διάφορες καταστάσεις και τους αποδίδουν τον παρόμοιο χαρακτήρα να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της κοινοτικής πράξης που καθορίζει την ενλόγο διάκριση πρέπει λέει το Δικαστήριο να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι αρχές και οι στόχοι στον τομέα που εμπίπτει η επίμαχη διάταξη Πλούσια νομολογία ας μην την αναφέρω Η παραπάνω διαπίστοση δεν σημαίνει βέβαια ότι το Δικαστήριο εξασφάλισε το σεβασμό της ίσης μεταχείρισης μόνο σε κάποιες ομάδες προνομιούχων Αντίθετα, στην ίκια νομολογία βρήκαν προστασία οι Πολωνοί εργαζόμενοι, όπως προαναφέρθηκε και οι αλλοδαπεί φοιτητές, όπως τον Danny Bidart που ήταν νόμιμα εγκατιστημένος στη Μεγάλη Βρετανία σπούδαζε και επιδίωκε την οικονομική του ενίσχυση σύμφωνα με το καθεστώς που ίσχε και για τους Βρετανούς φοιτητές Η αφραμωγή της αρχής της ισότητας, όμως συναρτήθηκε σε τέτοιο βαθμό με τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς ώστε σε αρκετές περιπτώσεις η ισότητα να εξασφαλίζεται με την απομοίωση της προστασίας σημαντικών αγαπτών όπως η υγεία και το περιβάλλον Χαραστηριστική είναι η υπόθεση ΣΕΤΣ στην οποία κρίθηκε πως η εφαρμογή κανονιστικής ρύθμισης κράτους μέλους όπως αυτή της κυρίας δίκης δυνάμη της οποίας επιχείρηση διαθέτουσα τις απαιτούμενες άδειες για να εκμεταλλευτεί πυρηνικό σταθμό στο έδαφος άλλου κράτους μέλους μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αγωγής με σκοπό την πάυση προερχόμενων από την ελόγο εγκατάσταση οχλήσεων ή κινδύνων οχλήσεων σε γειτονικές εκτάσεις τη στιγμή κατά την οποία η διαθέτουσιες βιομηχανική εγκατάσταση κείμενοι εντός του κράτους μέλους του φόρουμ όπου και έχουν λάβει δικητική άδεια επιχειρήσεις δεν δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο παρόμοιας αγωγής και κατά των οποίων απλώς δύναται να ασκηθεί αγωγή για την καταβολή αποζημίωσης. Θα μπορούσε βέβαια κανείς να αντιτάξει ότι σε αρκετές υποθέσεις η αρχή της ισότητας χρησίμευσε στο δικαστήριο για την αξιολόγηση υποθέσεων στις οποίες το βασικό διακύβευμα ήταν η κοινωνική αξιαπρέπεια ενός των διαδίκων. Τέτοια ήταν η υπόθεση της κυρίας Κόλεμαν που μόλις αναφέρθηκε και η οποία πέτυχε να αναγνωριστεί ότι η απαγόρευση διακριτικής μεταχείρισης λόγω ειδικών αναγκών έχει επίσης εφαρμογή και σε υπάλλο που δεν είναι ο ίδιος πρόσωπο με ειδικές ανάγκες αλλά του τέκνο του. Ανάλογη περίπτωση είναι και αυτή του κ. Ρόιμπερ όπου κρύθηκε ότι παρότι η νομοθεσία περιαστικής καταστάσεως των προσώπων εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών εντούτοι σκοπός της Ένωσης είναι η καταπολέμηση ορισμένων μορφών διακρίσεων στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας μεταξύ των οποίων και οι διακρίσεις που βασίζονται στο σεξουαλικό προσανατολισμό έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη-μέλη. Το Δικαστήριο στην περίπτωση του κ. Ρέμερ αποφαινόμενο ότι ως αρχή της ίσης μεταχειρίσεως νοείται η αποσία άμεσης ή έμεσης διάκρισης για το σεξουαλικό προσανατολισμό προέκτηνε την ομολογία Μαρούκο και επιβεβαίωσε ότι σε ένα σύστημα επαγγελματικής ασφάλισης δε δικαιολογείται διαφορετική μεταχείριση όσον οι συνταξιούχοι βρίσκονται σε καταχωρημένη συμβίωση σε σχέση με όσους συμβιώνουν σε γάμο. Και στις υποθέσεις αυτές, ωστόσο, η αρχή της ίσης μεταχείρισης συνδέθηκε με την ιδιότητα του διαδίκου στην κ. Δίκη ως οικονομικού υποκειμένου. Η κ. Κόλεμαν δεν δικαιώθηκε δικαστικής προστασίας ως μητέρα ατόμου με ειδικές ανάγκες ως πρόσωπο που δικαιούται ειδική εμέρημνα ενώψης κοινωνικής αλληλεγγύης αλλά ως εργαζόμενη και μάλιστα σε γραφείο διοικηγορικό που ενδεχομένως υπέστη διακριτική μεταχείριση. Ενώ ο κ. Ρόιμερ μπορέσε να επιδιώξει τη σύγκρισή του με τους έγγαμους συνταξιούχους επειδή η παροχή που διεκδικούσε ήταν επικουρική. Εντασσόταν δηλαδή σε ένα σύστημα που κατά το δικαστήριο είναι σύστημα επαγγελματικής και όχι κοινωνικής ασφάλισης. Ήταν δηλαδή μια παροχή που μπορούσε να συνδεθεί με τις αποδοχές του μισθοτού και όχι με την απόλαυση κοινωνικού δικαιώματος. Αντίστοιχα κρίθηκε ότι ο James Wood η κόρη του οποίου αποβίωσε σε τροχαίο ατύχημα στην Αυστραλία δικαιούτο αποζημίωσε από το γαλλικό δημόσιο όχι με την ιδιότητά του ως πατέρα και θύμα κατά την έννοια του οικείου γαλλικού νόμου κατά την ατίασια ατυχήματος, αλλά παραθέτω επιδιάσκησε το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων κατά την έννοια του άρθρου 39εκ ή την ελευθερία εγκαταστάσεως κατά την έννοια του άρθρου 43εκ και ήρθε στην Γαλλία όπου εργάζεται και κατοικεί επί διάστημα άνω των 20 ετών. Ακόμα και στην εμβληματική υπόθεση της φύρμα Φερίν στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Τάγκος και την οποία νομολογήθηκε ότι οι δημόσιας δηλώσεις με τις οποίες ο εργοδότης καθιστά γνωστό ότι στο πλαίσιο της πολιτικής των προσλήψεων δεν θα προσλαμβάνει μισθοτούς ορισμένης εθνωτικής ή φιλετικής καταγωγής αρκούν λοιπόν αυτές οι δημόσιας δηλώσεις για να τεκμέρεται η ύπαρξη πολιτικής προσλήψεων ενέχουσας άμεση δεισμενή διάκριση. Παρ' ό,τι δεν υπήρχε συγκεκριμένο θύμα λοιπόν και σε αυτή την περίπτωση ασχέτως με τις προτάσεις του Ισαγγελέα με την υπόθεση κρήθηκε ότι κρίσιμο στοιχείο για την παραβίαση ή όχι της ίσης μεταχείρισης είναι το αν τέτοιου είδους προσβολητικές δηλώσεις υπήρξαν ικανές να αποτρέψουν σοβαρά υποψήφιους από την υποβολή της αίτησής του για την πρόσληψη της συγκεκριμένης εργασίας και επομένως να εμποδίσουν την πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας και αυτό το δικαστήριο κάλεσε τον εθνικό δικαστή να εξετάσει. Τέλος, δεν είναι αμελητέα η κρίση του δικαστηρίου στην πρόσφατη Σερβέτ Καμπεράη ότι το άρθρο 6, παράγραφος 3Ε δεν ρυθμίζει τη σχέση μεταξύ της ΕΣΔ και των ενώμων τάξεων των κρατών μελών ούτε καθορίζει τις συνέπειες που πρέπει να συνάγουν στις εθνικά δικαστήρια σε περίπτωση αντίθεσης ενός κανόνα του εθνικού δικαίου προς τα δικαιώματα που κατοχυρώνει η Σύμβαση επομένως δεν επιβάλλει στον εθνικό δικαστή την υποχρέωση σε περίπτωση αντίθεσης εθνικού κανόνα προς τη Σύμβαση να εφαρμόζει άμεσα τις διατάξεις της ΕΣΔ και να μην εφαρμόζει τον κανόνα του εθνικού δικαίου. Δηλαδή το 12 λέει το δικαστήριο σε ό,τι αφορά με την εφαρμογή της αρχής της ισότητας για την προστασία των κοινωντικών ελευθεριών είσαι υποχρεωμένος να κάμπεις το εθνικό δίκαιο και να την εφαρμόζεις για να παράξεις προστασία σε ό,τι αφορά την ΕΣΔ εκ μέρους μου δεν υπάρχει... δεν αναγνωρίζω στον κοινωνικό δίκαιο υποχρέωσή σου να παραμερίζεις την εθνική διάταξη μα σχέτουσα αν αυτή η διάταξη προκύπτει ευθέως από τη Σύμβαση κατά τη γνώμη. Τί θέτετε λοιπόν το ερώτημα αν το ΔΕ έχει εγκαταλείψει το επαναστατικό κεκτημένο που είχε εγγραφεί στο κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής της ισότητας στις εθνικές νομολογίας δηλαδή την επιταγή όλα τα μέλη της κοινωνίας να είναι φορείς ίσης αξίας και να δικαιούνται ίση προστασία σε όλα τα δικαιώματα τους. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο περιορίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας στα δικαιώματα των εργαζομένων ή όσων παρίστανται ικανοί να διεκδικήσουν την απόλαυση οικονομικών ελευθεριών συνειστά κατά τη γνώμη μου μια οπιστοχώρηση ενώ αν αυτή η νομολογιακή τάση παγιωθεί ενέχει τον κίνδυνο να παγιώσει και την αντίληψη ότι η ιδιότητα που αποδίδει στον άνθρωπο την ανθρωπικότητά του είναι η εργασία. Και τούτο είναι πάρα πολύ κρίσιμο σε μια περίοδο όπου τουλάχιστον το εντρίπτω του πληθυσμού βρίσκεται στην ανεργία. Μπορεί αυτή η τάση να ανατραπεί? Υπάρχουν, κατά τη γνώμη μου, δύο βίαιονες ενδείξεις. Πρώτα απ' όλα, ο διάλογος των δικαστών δεδομένου ότι ο εθνικός δικαστής δεν σταματά να απευθύνεται στο δε αντιμετωπίζοντάς το ως τον προστάτη όλων των ελευθεριών. Είναι αλήθεια βέβαια ότι πρόσφατα το δικαστήριο απογοήτευσε το δικαστή του Τίβολη λέγοντας ότι είναι απαράδεκτο το προδικαστικό ερώτημα το οποίο αφορά την ίση μεταχείριση κατά την παροχή έννομης προστασίας όταν ο κανόνας ο οποίος εφαρμόζεται δεν είναι του ευρωπαϊκού δικαίου. Επίσης, όπως χθες υπόθηκε, ο διάλογος του δικαστή είναι συχνά αργός και μερικές φορές αποσπασματικός. Για τον λόγο αυτό νομίζω ότι θα πρέπει να υπάρξει μια προσπάθεια αναδιατύπωσης, μια προσπάθεια αναθεώρησης μερικών θεμελιωδών κειμένων που αφορούν τη θέση του ΔΕ αλλά και τη θέση των δικαιωμάτων στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Μια αναθεώρηση σύμφωνα με τις συνθήκες η οποία θα έδινε στο ΔΕ τη δυνατότητα με πιο ξεκάθαρους όρους να ασχοληθεί με την προστασία των δικαιημάτων. Τέλος, νομίζω ότι η ιστορία μαρτυρά και κάτι άλλο. Μαρτυρά ότι το Δικαστήριο δεν είναι αδιάφορο για την κατάσταση που αναπτύσσεται στις κοινωνίες των ευρωπαϊκών κρατών. Το Δικαστήριο διαμόρφωσε στην αρχή της ίσης μεταχείρισης ανταποκρινόμενους ορισμένους... |