Χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος δικαστικού ελέγχου / Διάλεξη 4 / Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος: διάχυτος, παρεμπίπτων, συγκεκριμένος, δηλωτικός, αυτεπάγγελτος έλεγχος.

Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος: διάχυτος, παρεμπίπτων, συγκεκριμένος, δηλωτικός, αυτεπάγγελτος έλεγχος.: Είδαμε την προηγούμενη φορά, αν θυμάσαι την προηγούμενη φορά, μιλήσαμε γενικά για τα μοντέλα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και ειδικότερα επικεντρωθήκαμε, εστ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Παπαδοπούλου Τριανταφυλλιά (Αναπληρώτρια Καθηγήτρια)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Νομικής / Εμβάθυνση Δημοσίου Δικαίου: Συνταγματικό Δίκαιο
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2014
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=29103688
Απομαγνητοφώνηση
Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος: διάχυτος, παρεμπίπτων, συγκεκριμένος, δηλωτικός, αυτεπάγγελτος έλεγχος.: Είδαμε την προηγούμενη φορά, αν θυμάσαι την προηγούμενη φορά, μιλήσαμε γενικά για τα μοντέλα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και ειδικότερα επικεντρωθήκαμε, εστιάσαμε στο ελληνικό σύστημα, στα χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος του δικαστικού ελέγχου της αντισυνταγματικότητας των νόμων. Επαναλαμβάνω, δεν χρειάζεται να αντιγράφεται από τον πίνακα, έτσι. Γιατί τα slides αυτά, οι διαφάνειες, υπάρχουν αναρτημένες στην ιστοσελίδα μου, άρα μπορείτε να τις βρείτε. Θα αναρτηθούν, βέαλα, αφού εσείς έχετε δώσει, δεν ξέρω αν έχετε περάσει, αλλά σίγουρα έχετε δώσει το μάθημα, θα αναρτηθούν και στο e-learning. Αυτό που μπορείτε να κάνετε, αν θέλετε να παρακολουθείτε καλύτερα το μάθημα, είναι να μπαίνετε στην ιστοσελίδα νωρίτερα, να εκτυπώνετε σε μια σελίδα, ας πούμε, ένα slide πάνω και κάτω καινότως, ώστε να κρατάτε σημειώσεις αυτά που επεξηγούμε από εκεί και πέρα, αν υπάρχει κάτι παραπάνω το οποίο λέμε. Εντάξει, αυτό είναι το πιο πρακτικό να κάνετε, που θα σας βοηθάει, γιατί έχει χάθητε μπροστά σας τα γραμμένα και θα σημειώνετε το κάτι παραπάνω που ίσως εξηγούμε εδώ. Σήμερα, λοιπόν, θα συνεχίσουμε την συζήτηση σχετικά με την ιστοσελίδα. Θα συνεχίσουμε την συζήτηση σχετικά με τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος, του δικαστικού ελέγχου αντισυνταγματικότητας των νόμων, εστιάζοντας στα χαρακτηριστικά αυτά, αλλά και βλέποντας κάποιες περιπτώσεις όπου η νομολογία εισήδαγε κάποια κάμψη αυτών των χαρακτηριστικών, κάποια στρέβλωση τους, αν θέλετε, ή κάποια σχετικοποίηση τους. Για να δούμε λοιπόν κάποιες εφαρμογές των χαρακτηριστικών αφενός και κάποιους ή και κάποιους περιορισμούς, κάποια σχετικοποίηση τους αφετέρου. Σε ό,τι αφορά των παρεπίπτων τα έλεγχο, ας μας θυμίσει κάποιος τι σημαίνει ότι ο έλεγχος είναι παρεπίπτων. Ότι δεν είναι το κύριο αντικείμενο της διαφοράς που λέει το δικαστήριο. Πολύ ωραία, δεν είναι το κύριο αντικείμενο, αλλά πώς έρχεται το δικαστήριο να συζητήσει την αντισυνταγματικότητα. Στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης υπόθεσης κρίνει παρεπιπτόδος την συνταγματικότητα ή μιας διάρταξης, κρίσιμης διάρταξης, η οποία καλύτερα να εφαρμοστεί στις συγκεκριμένες περιορισμούς. Πολύ ωραία, θυμόμαστε λοιπόν ότι ο παρεπίπτων πηγαίνει βεβαίως και με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα του ελέγχου. Παρεπίπτω λοιπόν, μας λέει ήδη το Συμβούλιο της Επιτρατίας του 1991 ότι δεν εξετάζεται λόγος αντισυνταγματικότητας, τον οποίο ο ετών δεν μπορεί να προβάλλει με τε νόμους υπέροντος, δηλαδή παραδεκτός. Άρα λοιπόν το παραδεκτός που μας παραπέμπει σε αυτό που είπαμε στο τέλος, στο τελευταίο μάθημα, ότι δηλαδή δεν υπάρχει ένα ειδικό, μια ειδική ένσταση ας το πούμε, ένα ειδικό ένδικο βοήθημα με το οποίο κανείς μπορεί να φέρει ανώπιον του δικαστηριού προσκρίση την αντισυνταγματικότητα και μόνο μιας διάταξης, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τα κλασικά τα συνήθει δικονομικά μέσα. Και στο πλαίσιο μιας δίκης που θα ανοίξει με βάση τα συνήθει δικονομικά μέσα, εκεί μπορεί να προβάλλει και τον ισχυρισμό περί αντισυνταγματικότητας της εφαρμοστέας διάταξης. Άρα λοιπόν, καταρχήν θα πρέπει να είναι παραδεκτό το αίτημά του, άρα να έχει και νομοσυμφέρον, άρα τι να αποδεικνύει, να αποδεικνύει και κάποια βλάβη από την ατομική διοικητική πράξη για παράδειγμα ή την κανονιστική διοικητική πράξη την οποία έρχεται να προσβάλει ενώπιον του δικαστηρίου. Παρ' όλα αυτά, και βλέπετε ότι η νομολογία πολλές φορές έχει αντιφάσεις, άλλες από τις οποίες λύνονται με την πορεία των χρόνων και σταθεροποιείται η νομολογία και άλλες πιθανόν να επανέρχονται, έρχεται το 1998 και πάλι το ΣΤΕ να μας πει ότι ο ετών δύναται να επικαλυστεί διάταξη νόμου, που είναι ότι είναι αντισυνταγματική, να μπορεί να το επικαλυστεί στο δικαστήριο παραδεκτός, έστω κι αν ο ίδιος είχε αποφεληθεί από την εφαρμογή του. Άρα λοιπόν, επ' αυτή την έννοια, δεν χρειάζεται να έχει ανωμοσιφέρον υπό την έννοια της ζημιάς, αρκεί να είχε εφαρμοστεί στη δική του περίπτωση. Βλέπετε ότι μία απόφαση δεν είναι απολύτως συμβατή με την άλλη, τελικά χρειάζεται να μπορεί να επικαλυστεί ζημιά ο ετών ή όχι. Βλέπετε ότι υπάρχει η νομολογία, μπορεί και να κοιμένεται. Άρα λοιπόν, αν παραδεκτός ο ετών μπορεί να προσβάλλει τον ισχυρισμό όταν ο ίδιος έχει υποστεί ζημία, υπάρχει όμως και περίπτωση στην νομολογία που λέει ότι ακόμα κι αν είχε αποφεληθεί, ακόμα κι αν ήταν εποφελία του η αντισταγματική διάταξη, μπορεί να επικαλυστεί ως ένσταση την αντισταγματικότητά της. Και εδώ αν θυμάστε ιδεοτυπικά αυτά που είχαμε πει στην αρχή, ότι ο παρεπίπτωτος και συγκεκριμένος έλεγχος αυτό που θέλει να κάνει είναι να προσδέψει τα συμφέροντα του δικού, βλέπουμε ότι όταν έχουμε κάμψει του παρεπίπτωτος χαρακτήρα, τότε κατά κάποιο τρόπο έχουμε και κάμψει αυτού του ιδεότυπου, γιατί νοιάζεται το δικαστήριο, νοιάζεται για το συμφέρον. Έτσι, για να την επικαλείται προφανώς ο διάδικος θα έχει κάποιο άλλο συμφέρον την αντισταγματικότητα. Δεν θα επικαλειστεί απλώς για λόγους ιδεολογικοπολιτικούς, αλλά πάντως μπορεί να επικαλειστεί, μας λέει, αυτή η απόφαση του ΣΤΕ, ακόμα κι αν ο ίδιος έχει αποφεληθεί από την εφαρμογή της διάταξης, που τώρα μας λέει ότι είναι αντισταγματική. Το επόμενο χαρακτηριστικό του ελέγχου που είχαμε πει είναι ότι ο έλεγχος είναι συγκεκριμένος. Και ας θυμηθούμε τι σημαίνει συγκεκριμένος έλεγχος. Βασίλη. Ότι λαμβάνεται υπόψη συγκεκριμένη κατάσταση του ετούντος διαδίκου. Ωραία. Λαμβάνεται λοιπόν υπόψη η συγκεκριμένη κατάσταση του συγκεκριμένου διαδίκου, που φέρει τη διαφορά του ενώπιον του δικαστηρίου προς δικαστική κρίση. Θέλεις να προσθέσεις κάτι. Βασικά το είχαμε διαχωρίσει μεθομολογικά και δικονομικά, είχαμε πει ότι μας συμφέρει μόνο η συγκεκριμένη διάταξη, όχι το σύνολο του νόμου. Δικονομικά και μεθομολογικά ότι το κρίνουμε ενώπιος συγκεκριμένης κατάστασης και ενώπιος συγκεκριμένος οτίμας. Πολύ ωραία. Ας συγκριθούμε λοιπόν με αφορμή παρεπιπτόντος, αυτό αναφέρετε στο στοιχείο του παρεπιπτόντος, έτσι. Παρεπιπτόντος λοιπόν άρα με αφορμή την εφαρμογή και ερμηνεία της κρίσιμης νομικής διάταξης, της διάταξης δηλαδή που είναι κανονικά εφαρμοστέα, που θα εφάρμοζε το δικαστήριο αν δεν ετίθετο το θέμα της αντισταγματικότητάς της, στο πλαίσιο μια συγκεκριμένη διαφορά άρα με συγκεκριμένους διαδίκους, με συγκεκριμένο χρονικό, τοπικό και προσωπικό πλαίσιο, το διαφορά δηλαδή τα υποκείμενα της δίκης και όπως πολύ σωστά μας είπε η Ρόζα, κρίνεται η αντισταγματικότητα ενόψει των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, θεωρητικά δηλαδή θα μπορούσαμε να έχουμε διαφορετικές κρίσεις αν τα πραγματικά περιστατικά είναι διαφορετικά. Αυτό δικαιολογεί όπως είπαμε, τι δικαιολογεί, μερικές αντιφάσεις που μπορεί να έχει η νομολογία, δηλαδή διαφοροποιεί ίσως και αντιφατικές, αντιθετικές αποφάσεις διαφορετικών δικαστηρίων πάνω στην ίδια η νομική διάταξη όταν έρχονται να την κρίνουν ως προς την αντισταγματικότητά της, η NIP. Η δε κρίση του δικαστηρίου πρέπει να είναι τέτοια και τόση, να μην εκτείνεται σε κάτι παραπάνω, παρά μόνο όσο είναι αναγκαίο για να επιλύσει τη συγκεκριμένη διαφορά. Εντάξει, δεν κάνει θεωρία το δικαστήριο, έχει μπροστά του μια διαφορά να λύσει μόνο στο βαθμό που για την επιλύση της συγκεκριμένης διαφοράς του χρειάζεται μια διάταξη, στο βαθμό που η διάταξη αυτή είναι κρίσιμη μπορεί να κρίνει την αντισταγματικότητά της. Άρα λοιπόν περιορίζεται αποκλειστικά στην κρίσιμη διάταξη και στο νόημο που αυτή αποκτά για την επιλύση της διαφοράς. Για να δούμε και εδώ κάποιες εφαρμογές, κάποιον αποφάσιο, αν δούμε την απόφαση 527 του 2013. Η 527 του 2013 αφορά το εξής πραγματικό, δεν ξέρω αν το είχαμε αναφέρει σε προηγούμενο μάθημα. Μέχρι και σήμερα υπάρχει στον κώδικα δικηγόρων μια διάταξη, η οποία λέει ότι δεν μπορεί να αρχίσει κάποιος απόφυτος της νομικής άσκηση, αν υπερβαίνει το 33ο και δεν μπορεί να πάρει άδεια άσκηση επαγγελματος, αν υπερβαίνει το 35ο έτος της ηλικίας του. Με το νόμο, ένα νόμο του 1989, αυτόν εδώ το 1868, εισήχθη μια εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα, που έλεγε ότι για όσους πήραν το πτυχίο τους μέχρι το 1989 και θέλουν να γραφτούν στις δικηγορικούς συλλόγους του Βορειού Αιγαίου, επιτρέπεται η παρέκληση από αυτόν τον περιορισμό, δηλαδή μπορούν να εγγραφτούν και μετά του 35ο έτος τους δικηγορικούς συλλόγους του Βορειού Αιγαίου. Η αιτιολογική έκθεση του νόμου έλεγε ότι αυτό το κάνει για να τονώσουμε τις παραμεθόρειες περιοχές και την επαγγελματική κίνηση εκεί και τα λοιπά. Βεβαίως μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ίσως να είναι κάποιος άλλος ο σκοπός του νομοθέτη, πάντως αυτό προέβλεπε ο νόμος. Προέβλεπε όμως αυτή η ευεργετική καταρχήν διάταξη για όσους ήθελαν να γραφτούν για παράδειγμα στο ΙΧΙΟ. Προέβλεπε έναν περιορισμό, έλεγε εντάξει μπορείτε να εγγραφείτε στο δικηγορικό σύλλογο της ΙΧΙΟ, αλλά δεν μπορείτε μετά να πάρετε μετάθεση και να πάτε σε άλλο δικηγορικό σύλλογο. Έλεγε λοιπόν κάποιος ο οποίος εγγράφεται μετά τα 35 του στο δικηγορικό σύλλογο της ΙΧΙΟ και ζητάει μετά μετάθεση στο δικηγορικό σύλλογο Αθηνών. Η έτηση του αυτή απορρίφτεται από τον Υπουργό ακριβώς επειδή υπάρχει η διάταξη του νόμου του Άρχιου 24 παράγραφους 5 του 1868 του 89 που λέει ότι δεν μπορείς να πάρεις μετάθεση. Πέραση γράφτηκες στο δικηγορικό σύλλογο. Κανονικά δεν μπορούσες να γραφτείς. Καταξιές δεν μπορείς λοιπόν να πας τώρα στην Αθήνα. Ας πούμε ότι ήταν εύλογο όλο αυτό. Τι γίνεται όμως στο μεταξύ, μέχρι να φτάσουμε στο 2003, έχει αρχίσει το στέκ και έχει ανατρέψει την προηγούμενη νομολογία του και έχει πει ότι το όριο ηλικίας είναι αντιστεγματικό. Ότι είναι αντιστεγματική η διάταξη του κώδικα δικηγόρου που προβλέπει όριο ηλικίας για συνεγραφή στον δικηγορικό σύλλογο. Άρα λοιπόν τι σημαίνει αυτό. Σημαίνει ότι αν κάποιος είχε προσφύγει, αν κάποιος ήθελε να εγγραφεί αρχικά στο δικηγορικό σύλλογο Αθηνών και είχε προσφύγει κατά του άρθρο του κώδικα δικηγόρου που προβλέπει όριο ηλικίας περιοριστικό, θα έχει κερδίσει. Θα έχει εγγραφεί τελικά στον σύλλογο. Άρα υπό αυτό το πρίσμα και στη συγκεκριμένη περίπτωση που έχετε υποσφύσει ενώπιον του δικαστηρίου, η διάταξη του νόμου του 1989 που όταν προβλέφθηκε ήταν ευεργετική για αυτούς που ήθελαν να πάνε στοιχείο, πλέον δεν είναι ευεργετική, είναι περιοριστική. Εν όψε της νέας θομολογίας του δικαστηρίου που λέει ότι είναι αντιστεγματικό το όρο ηλικίας των δικηγόρων για γραφή, το καταλαβαίνουμε. Άρα λοιπόν ενώ πριν δεν είχε δει πρόβλημα στον περιορισμό του θεμελιώδους δικαιώματος του 1951 ελεύθερη ανάξια προσωπικότητας στην ιδιοκότερη έκφραση τόσο επαγγελματικής ελευθερίας που έθεται το άρθρο 24 του νόμου του 1989 και απαγόρευε σε κάποιον που κατεξέρεση και με ευμενή μεταχείρισή του είχε εγγραφεί σε δικηγορικό σύλλογο του βορειού Αιγαίου και ο περιορισμός των θεμητός και δεν μπορούσε να πάει στην Αθήνα πλέον αυτή τη στιγμή στο όρο των 35 ετών κρήθηκε αντισυνταγματικό αυτή η ρύθμιση δεν μπορεί πλέον να έχει ευμενή χαρακτήρα αλλά μάλλον δυσμενή. Άρα λοιπόν και η ίδια της κρίνεται ως αντισυνταγματική. Αυτό μπορεί να πει κανείς ότι δεν είναι βέβαια και ακριβώς έκθανος του συγκεκριμένου χαρακτήρα γιατί οποιοσδήποτε κατά κάποιο τρόπο ετών που θα είχε τα ίδια πραγματικά περιστατικά πήγαινε στο δικαστήριο θα είχε αυτή τη μεταχείριση. Νίκο Παπαδόπουλο λέω έναν τυχείο όνομα ο οποίος πήγε ανώπιόν του και έκραινε τα σχεδιακά χαρακτηριστικά του. Βλέπουμε όμως πώς διαφοροποιείται η κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση ενώψε αυτό που έχουν μεσολαβίσει μέχρι να βγει αυτή η κρίση και άρα το ίδιο το δικαστήριο έχετε να ανατρέψει μια προηγούμενη νομολογία του που είχε βρει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα συνταγματικότητας, του περιορισμού όσον κατευνοηκή τότε αλλά όχι πλέον μεταχείριση είχαν εγγραφεί σε δικηγορικού συλλόγους του Βορειού Αιγαίου. Έγινε κατανοητό το παράδειγμα. Είναι ενδιαφέρουσα η απόφαση αυτή αφορά και δικηγόρους μπορείτε αν θέλετε να την διαβάσετε, μπορείτε να την βρείτε και στο ίντερνετ. Τώρα, το τρίτο χαρακτηριστικό που είχαμε πει παρεπίπτο συγκεκριμένος και δηλωτικός. Τι είπαμε ότι σημαίνει δηλωτικός? Ότι παραμυρίζεται ουσιαστικά η διάθεση και δεν εφαρμόζεται αλλά δεν ακυρώνεται και εξακολουθεί να ισχύει τυπικά με την εξέρεση του ανώτητοι δικαστηριού μόνο αυτού του δικηγού. Παρ' όλα αυτά και εδώ μπορούμε να βρούμε μια απόφαση που δείχνει μια κάμψη του δηλωτικού ελέγχου και πάλι μια νομολογία η οποία ακυμένεται του Συμβούλου της Επικρατίας. Ποια αφορά την υποχρέωση της διοίκησης να ανακαλέσει ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις εφόσον έχει ακυρώσει ήδη μια ατομική διοικητική πράξη, ομοίου περιεχομένου με αυτές για τις οποίες μιλάμε, γιατί την ακύρωσε, δεν έχει για οποιοδήποτε αιτία, όχι για μια τυπική πλημέλεια για παράδειγμα, αλλά γιατί είχε ως αίρισμα μια διάταξη τυπικού νόμου που κρίθηκε ως αντισυνταγματική. Επαναλαμβάνω, όχι για οποιοδήποτε λόγο κι αν ακυρώθηκε ατομική διοικητική πράξη, αλλά δηλαδή είχε μια τυπική πλημέλεια, δεν ακυρώνονται και όλες οι ομοίου περιεχομένους, δεν ανακαλούνται όλες οι ομοίου περιεχομένους. Αν είχε έδεισμα κάποια κανονιστική πράξη, που δουλεύει με το ιστοριστικό νόμο, το περιόρισε, δηλαδή. Όχι, και κανονιστική πράξη, αλλά και κανονιστική πράξη πάλι για ποιο λόγο ακυρώνεται. Αν είχε ακυρωθεί για τυπικούς λόγους, έτσι, αν όμως είχε ακυρωθεί για λόγους αντισυνταγματικότητες, γιατί ίδια πάλι είχε έδεισμα κάποια αντισυνταγματική διάταξη νόμου, ή γιατί ήταν εκτός της νομοθετικής οξιοδότησης, άρα είχαμε πάλι μια περίπτωση αντισυνταγματικότητες, όπως είπα η Βασίλη την προηγούμενη φορά, άρα, σε αυτή την περίπτωση, έχουμε πάλι αντισυνταγματικότητες της κανονιστικής διοικητικής πράξης. Το κρίσιμο εδώ είναι η αντισυνταγματικότητα, είτε της κανονιστικής διοικητικής αναγόμενης στο νόμο, είτε του ίδιου του νόμου. Βέβαια αυτό δεν είναι, το ξαναλέω, αυτή η αρχή δεν ισχύει απαραίγητα, μπορείτε να ακούσετε και να διαβάσετε ένα μάθημα που έκανε ειδικά η κυρία Πρεβεδούρου πέρυσι σε σχέση με την υποχρέωση ή την δυνατότητα, γιατί βέβαια όπως ξέρουμε τις παράνομες διοικητικές πράξεις, η διοίκηση υποχρεούνται ή δύναται να τις ανακαλεί, τι γνωρίζετε από το διοικητικό δίκιο, τις παράνομες. Δύναται έτσι, δεν υποχρεούνται να τις ανακαλέσει. Το ερώτημα είναι δηλαδή κατά πόσο εδώ εισάγεται μια υποχρέωση της διοίκησης και αυτό προσπαθεί ο νομοθέτης να το ρυθμίσει και πάλι δηλαδή κινούμαστε σε ένα σημείο κινούμενης άμμου θα λέγαμε, όπου δεν είναι πολύ το σαφές με την νομολογία έτσι όπως υφελήθηκε ότι υποχρεούνται οι διοίκησες, αλλά ίσως απλώς έχει υποχρέωση να ξαναδεί την παράνομη διοικητική πράξη και να την εξετάσει σε περίπτωση βεβαίως που έχουμε και έτηση θεραπείας από το διοικούμενο, όχι αυτεπάγγελκα. Άλλωτος επισημαίνουμε αυτές τις αποφάσεις γιατί δείχνουν ότι αυτά τα οποία παιδαγωγικά εμείς λέμε εδώ περί του παρεπτύμτωτος δηλωτικού και συγκεκριμένου χαρακτήρα στην πράξη δεν εφαρμόζονται 100% έτσι. Ναι μεν αποτελούν καταρχήν αρχές, καταρχήν άξονες πάνω στους οποίους κινείται η νομολογία, αλλά βρίσκουμε αποφάσεις στις οποίες η νομολογία παρεκλίνει εισάγοντας κάποιους καινούργιους κανόνες ή προσπαθώντας να εισάγονται κάποιους καινούργιους κανόνες που είτε σταθεροποιούνται με την πάροδο του χρόνου στην ομολογία των δικαστηριών είτε και ανατρέπονται αργότερα, έτσι δεν αποκλείεται και αυτό. Πάμε να δούμε τώρα, είπαμε ότι είναι δηλωτικός, ωραία. Λέει λοιπόν το δικαστήριο ότι η συγκεκριμένη διάταξη, για παράδειγμα στην περίπτωση που είχαμε δει εδώ το άρθρο 24 παράγραφος 5 του νομουτάδε, είναι αντισταθματική. Γιατί έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της ΩΤΑΣ 4.1 και την ελεύθερη ανάπτυξη προσωπικότητας 5.1 στην ειδικότερα εκφρασία της επαγγελματικής αλλιευθερίας. Αφού λοιπόν την πληρήσα τη συνταγματική και δεν την εφαρμόζει, ποιο ερώτημα αναφύεται, ποιο θα εφαρμόσει, εντάξει, αφού ήρθε ο άνθρωπος να λύσει την υπόθεσή του. Η διάταξη που κρίνεται για την αντισταγματικότητά της κρίνεται επειδή είναι η εφαρμοστέα. Αν δηλαδή δεν κρυθεί η αντισταγματική, θα εφαρμοστεί. Τώρα που το δικαστήριο την κρίνει ως αντισταγματική και δεν την εφαρμόζει, ποιο θα εφαρμόσει, είναι το ερώτημα, εντάξει. Μπορείτε να κάνετε κάποιες σκέψεις, ναι. Νομίζω ότι έχει κρυφθεί από το συμβούλιο της Επικρατείας, σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να αναβιώσει το προησυχή σαν πληθυό. Σε περίπτωση, δηλαδή, που η διάταξη διεκρίνει την αντισταγματική, το έχει κατακίσει και θα είναι σιωπηρά. Με εξαίρεση λόγου, σε σημαντικό σκοτδικοποίηση, θα το έχει κρυφθεί. Ναι, γιατί η κοδικοποίηση γευνώνει τους λόγους, έτσι, εφόσον είναι η κοδικοποίηση, ναι. Άρα τι θα εφαρμόσει, ναι. Ωραία. Πρόκειται για εξαίρεση, λέει ο συνάδελφος, ωραία. Πολύ ωραία. Όταν, λοιπόν, πρόκειται για μια εξαίρεση από το γενικό κανόνα η οποία κρίνεται τη συνταγματική, θα επιστρέψουμε στο γενικό κανόνα, έτσι, πολύ σωστά. Για να δούμε, λοιπόν. Άρα, η πρώτη περίπτωση είναι να έχουμε εφαρμογή του γενικού νομοθετικού κανόνα. Εφόσον είχαμε μια εξαίρεση, δεν επιτρέπεται η μετάθεση δικηγόρων από δικηγορικούς συλλόγους του Βορειού Αιγαίου, όταν εγγράφησαν μετά το 35ο έτος της ηλικίας με βάση το σδικριμένο νόμο. Αυτό είναι μια εξαίρεση από το γενικό κανόνα που επιτρέπει τη μετάθεση δικηγόρων. Άρα, δεν εφαρμόζεται η εξαίρεση και εφαρμόζεται ο γενικός νομοθετικός κανόνας και έτσι πληρούνται το κενό που δημιουργείται με ένα το παραμερισμό της αδικαιολόγητης εξαίρεσης ή της δεσμενούς μεταχείρισης. Γιατί, ας πούμε στο προκειμένο παράδειγμα, επρόκειται για δεσμενή μεταχείριση, εφόσον αυτό συγκεκριμένος δικηγόρος δεν μπορούσε να μετατεθεί, ενώ κάποιος άλλος θα μπορούσε. Είναι ένα ερώτημα αυτό που είπες, κατά πόσο δηλαδή έχουμε αυτόματι αναβίωση προγενέστερης ευμενούς ειδικής ρύθμισης, μπορούμε να έχουμε την προηγούμενη ευμενή ρύθμιση να αναβιώνει μετά τον παραμερισμό της νεότερης δεσμενούς. Σε κάποιες περιπτώσεις τα δικαστήρια έχουν χρησιμοποιήσει και αυτό το ικανόνι. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως όντως έχουν πει ότι ο κανόνας αυτός δεν μπορεί να εφαρμοστεί, γιατί ακριβώς έρχεται σε αντίθεση τι, με την ίδια τη βούληση του νομοθέτη να καταργήσει τον κανόνα. Ωστόσο δεν αποκλείεται σε ορισμένες περιπτώσεις που το δικαστήριο δεν μπορεί να προσφύγει σε άλλο κανόνα, να προσφύγει στον προγενέστερο. Κι εκεί το δικαστήριο βεβαίως είναι προφανές ότι κάνει μια δημιουργική ερμηνεία. Δημιουργεί δηλαδή ένα κανόνα, γιατί ο κανόνας μπορεί να μην υπάρχει, όχι μπορεί, δεν υπάρχει αφού έχει καταργηθεί. Άρα λοιπόν πρότειται για μια δημιουργική ερμηνεία του δικαστηρίου. Η τρίτη περίπτωση είναι η επέκταση του ευνοϊκού κανόνα και η εφαρμογή του σε κατηγορία περιπτώσεων, όπως οι επίδικοι, που είχαν αντισταγματικά, ιδίως κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, αποκλειστεί ή δεν είχαν συμπεριληφθεί στην ειδική ευνοϊκή ρύθμιση. Εδώ δηλαδή τι έχουμε, έχουμε μια ευνοϊκή ρύθμιση γενική και δεν έχουμε έναν κανόνα που κρίνεται αντισταγματικός, αλλά τι έχουμε, μια παράληψη. Παρέληψε ο νομοθέτης να υπαγάγει στην ευνοϊκή ρύθμιση τη συγκεκριμένη κατηγορία οι εκπρόσωποι της οποίας έρχονται στο δικαστήριο να ζητήσουν και σε αυτήν την κατηγορία, τη δική τους, την εφαρμογή της ευνοϊκής ρύθμισης. Η πιο κλασική περίπτωση τέτοιων υποθέσεων είναι τα διάφορα επιδόματα, ήταν τα διάφορα επιδόματα, όπου τα διάφορα επιδόματα δίνονταν συνήθως με πελατιακά κριτήρια σε συγκεκριμένες κατηγορίες και προσέφευγαν στα δικαστήρια εκπρόσωποι άλλων κατηγοριών με βάση το επιχείρημα της αρχής της ισότητας, λέγοντας ότι θέλω ίση μεταχείριση στο νομίο και εγώ είμαι στην ίδια, στην νόμια κατάσταση με αυτόν στον οποίο δόθηκε το επίδομα, άρα ζητώ την επέκταση της ευνοϊκής ρύθμισης και σε μένα. Άρα σε αυτή την περίπτωση και πάλι έχουμε μια δημιουργική ερμηνεία του δικαστή, πάλι ο δικαστής δηλαδή φτιάχνει ένα κανόνα εκεί που δεν υπάρχει. Η λιγότερο προβληματική περίπτωση είναι προφανώς η πρώτη. Στην πρώτη καταργεί την δυσμενή εξαίρεση, άρα έχουμε εφαρμογή ενός κανόνα με το οποίο ισχύει. Είναι ισχύει η γενική νομοθετική ρύθμιση. Στις δύο επόμενες περιπτώσεις, όπως καταλαβαίνετε, είναι προβληματική. Και η αναβίωση της προγενέστερης ρύθμισης που έχει καταγγηθεί από τον νομοθέτη. Και βεβαίως η επέκταση, αυτό που λέμε επεκτατική ισότητα, η επέκταση μιας ρύθμισης από μια συγκεκριμένη κατηγορία σε μία άλλη. Και είναι προβληματική, γιατί βεβαίως και εκεί ο δικαστής δημιουργεί κανόνα και είναι προβληματική για ένα άλλο λόγο. Σ' όλες τις περιπτώσεις που θα δείτε, αν μελετήσετε την επεκτατική ισότητα, δεν είναι σίγουρο ότι οι περισσότεροι, ας το πω έτσι, αφυρημένα, δεν είναι πλήρες οι διαθήκες και δεν είναι σωστοί, δεν είναι ακριβείς, αλλά θα εξηγήσω γιατί το λέω έτσι, ότι οι περισσότεροι υπάγονται στον ευνοϊκό κανόνα και λίγοι μόνο εξερούνται από αυτόν. Υπήρκαν πολλές περιπτώσεις που το Δικαστήριο εφάρμουσε την επεκτατική ισότητα, όταν το επίδομα είχε δοθεί σε μια μικρή μερίδα εργαζομένων και νομολογιακά το φύγαν πολύ περισσότεροι εργαζόμενοι από αυτούς που το είχαν πάρει με κάποια υπουργική απόφαση, για παράδειγμα. Έτσι, γι' αυτό λέω, το είπα αφυρημένα, γιατί ακριβώς, ειδικά με την αρχή της ισότητας, θα το συζητήσουμε και σε δικό μάθημα παρακάτω, αλλά ειδικά με την αρχή της ισότητας, η δημιουργική, η διαπλαστική δύναμη του Δικαστή, είναι τεράστια. Και είναι τεράστια η διαπλαστική δύναμη του Δικαστή, γιατί η αρχή της ισότητας, ναι μεν μας λέει από τον Αριστοτέλη ακόμα τη γνωστή φόρμουλα «όμια με τα χείρις των ομοίων και ανόμια με τα χείρις των ανομίων», αυτό σημαίνει ισότητα και διαδαλογική, έτσι, αλλά το τι είναι όμιο και το τι δεν είναι, είναι πολύ σχετικό, δηλαδή το κριτήριο, το διαπλάθειο δικαστή σε κάτι συγκεκριμένη περίπτωση, για να καταφάσκει ή να αρνηθεί την ομοιότητα των περιπτώσεων ή όχι. Πρώτον αυτό, και δεύτερον και κάτι άλλο, ειδικά όταν αφορούσε επεκτατική ισότητα στην χορήγηση επιδομάτων, είχαμε τα γνωστά αποτελέσματα όπου ο προϋπολογισμός εξόκυλε, τα ζούμε αυτά τα αποτελέσματα σήμερα, έτσι, πολύ εμφανικά, και αυτό σημαίνει τι, σημαίνει ότι ο Δικαστής γινόταν, όχι απλώς νομοθέτης, αλλά γινόταν και δημοσιονομικός νομοθέτης, έτσι, ουσιαστικά και τα δημοσιονομικά της χώρας επηρέαζε με αυτόν τον τρόπο. Αυτό που θα μπορούσε να κάνει, δεν θα μπορούσε να το κάνει θεωρητικά, λέω όμως πολιτικά μιλώντας, όχι νομικά, νομικά είναι αλλάξο αυτό που θα πω τώρα, πολιτικά μιλώντας, το πιο σωστό πολιτικά θα ήταν να καταργήσει τα ετηδόματα με πελατιακό τρόπο, δηλαδή κάποιος ο φουργός θέλει να ικανοποιήσει, έτσι, κάποια συντεχνία. Αυτό δεν μπορούσε να το κάνει ο Δικαστής όμως και φυσικά δεν είχε και κανείς ανεμοσιφέρον να πάει και να το πει, καταργήστε τα ετηδόματα. Αυτό που είχε ανεμοσιφέρον είναι να πάει και να πει, δώζε τα και σε μένα. Άρα λοιπόν, έτσι, και γινόταν με την επέκταση της ευνοϊκής ρύθμισης, του ευνοϊκού κανόναμα. Πάμε τώρα να δούμε τον αυτεπάνγκελτο χαρακτήρα του ελέγχου. Αυτεπάνγκελτος χαρακτήρας, είπαμε, τι σημαίνει γενικά. Τι σημαίνει ο αυτεπάνγκελτος χαρακτήρας, από πού πηγάζει καταρχάς και τι σημαίνει. Δεν χρειάζεται έτσι. Δηλαδή, το δικαστήριο μόνο κορτοβαίνει στους αυτοκομμούς. Ωραία. Και αυτό πηγάζει, πού το βλέπουμε, αυτό που, τυποποιείται όπως λέμε, που αποτυπώνεται στο σύνταγμα ο αυτεπάνγκελτος χαρακτήρας, σε ποια λεξούλα, στο 93-94. Το έχεις. Υποχρεούνται, έτσι, υποχρεούνται. Άρα λοιπόν πρέπει και μπορεί να πηγάζει και από τους ίδιους. Αν πάμε να δούμε κάποιες δικαστικές αποφάσεις. Το 2000, ξεκινήσουμε από την παλιότερη. Ζήτημα αντισυνταγματικότητας ενός κανόνα δικαίου, δύναται να θέσει πίσω των διαδίκων. Αυτονοήτος, λοιπόν, οι διάδικοι μπορούν. Και το είπα και την προηγούμενη φορά, αν είστε δικηγόροι, θα το θέθετε εσείς, δεν θα περιμένετε οι δικαστές να το σκεφτούνε, αν υπήθεται ένα ζήτημα αντισυνταγματικότητας. Όχι μόνον ο εισηγητής δικαστής, αυτό σε κάθε περίπτωση, αυτός ο οποίος, λοιπόν, έχει πάρει το φάκελο της υπόθεσης και πρέπει να γράψει έναν draft, να σχεδιάσει, να κάνει ένα σχεδίασμα της απόφασης και άρα να προτείνει στη σύνθεση τη λύση που πρέπει να δοθεί, η οποία προτεινόμενη λύση μετά, όπως ξέρετε, συζητήκεται στη διάσκεψη και καταλήγει το δικαστήριο, είτε να αποδεχθεί, είτε να διαφοροποιήσει και ακόμη και να αλλάξει τη γνώμη του εισηγητή δικαστή. Σίγουρα πάντως ο εισηγητής δικαστής μπορεί να το εισηγηθεί στη σύνθεση, αλλά και οποιοδήποτε μέλος του δικαστήριου κατά τη διάσκεψη. Λοιπόν, αν γίνεται δικαστές, ακόμα και αν ο εισηγητής δεν έχει θέση στο ζήτημα της αντισταγματικότητας, αν σας πιστεύετε ότι πίθατε γίνεται ένα τέτοιο ζήτημα της αντισταγματικότητας σε αφαμοστέες διάρταξης, μπορεί οποιοδήποτε μέλος του δικαστήριου κατά τη διάσκεψη να γίνει αυτό τον ισχυρισμό. Και μάλιστα, είπε η ΣΤΕΔ 3095 του 2000, σε αυτές τις περιπτώσεις το δικαστήριο υποχρεούται να εκφέρει ειδική κρίση επί του ζητήματος στο κείμενο της απόφασής του. Δηλαδή, δεν μπορεί η σύνθεση να αγνοήσει το ένα μέλος της, ακόμα και αν δεν είναι ο εισηγητής δικαστής ή η εισηγητρία δικάστρια, δεν μπορεί να την αγνοήσει και να μην απαντήσει σε αυτό τον ισχυρισμό περίπτωσης θεσματικότητας. Εντάξει, ναι. Αυτό που λέει σε αυτές μόνο τις περιπτώσεις, εννοεί όταν ένα άλλο μέλος δεν το εισηγητή δικαστήριο, μην εννοεί σε όλοι. Σε όλοι, σε όλοι, σε όλοι. Και του εισηγητή δικαστή τραφανώς. Άρα τι εννοεί σε αυτές μόνο τις περιπτώσεις. Όχι στις περιπτώσεις που ο διάδικος. Δεν υποχρεώνει. Εκεί μπορεί να το απορρίψει και εμέσως. Δεν χρειάζεται να κάνει ειδική κρίση. Εδώ η έκραση είναι στο ειδική. Εντάξει. Εκεί μπορεί και εμέσως γιατί. Γιατί όπως είπαμε την προηγούμενη φορά, τι είχαμε πει ότι εφόσον ο έλχος δεν είναι κύριος, αλλά είναι παρεπίπτων, τότε το δικαστήριο πρέπει να απαντήσει στο έτοιμα του διαδίκου. Το έτοιμα του διαδίκου δεν είναι ποτέ η κρίση περί της αντισταυματικότητας της διάταξης. Το έτοιμα του διαδίκου είναι δικαιώστε με. Δώστε μου αυτά που ζητάω. Ακυρώστε την δυσμενή ατομική διοικητική πράξη, την επαχθή ατομική διοικητική πράξη. Το έτοιμα του διαδίκου δεν είναι ποτέ κηρύξτε, ανακηρύξτε, διακηρύξτε, δηλώστε ή όλο θα μάλλον ακυρώστε την αντισταυματική διάταξη. Άρα λοιπόν μπορεί το δικαστήριο για παράδειγμα να δεχθεί το έτοιμα του διαδίκου χωρίς να προσφύγει, να καταφύγει στην αντισταυματικότητα. Για κάποιον άλλο τυπικό λόγο να κηρώστε την ατομική διοικητική πράξη, δεν χρειάζεται να εκφραστεί και επί της αντισταυματικότητας, εντάξει. Επίσης η απόφαση του 37-18-2003 μας λέει ότι ο έλεγχος όχι μόνο των νόμων αλλά και των διοικητικών πράξεων είναι ευθεπαγγελτός. Ο έλεγχος αντισταυματικότητας. Είπαμε ότι κανονιστικές διοικητικές πράξεις έτσι κι αλλιώς είναι ουσία νόμι. Άρα κι αυτών των πράξεων την αντισταυματικότητα, αλλά κι όταν έχει να κρίνει μία ατομική διοικητική πράξη, εφόσον αχθεί το Δικαστήριο σε κρίση ότι η ατομική διοικητική πράξη πάσχει επειδή έχει ως έρισμα μία αντισταυματική κανονιστική ή μία αντισταυματική διάταξη νόμου ή επειδή η κανονιστική στην οποία ερίζεται η ατομική αυτή έχει πρόβλημα αντισταυματικότητας, όπως είπαμε πριν. Έτσι, και σε αυτές τις περιπτώσεις λοιπόν το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτος, εφόσον το διαγνώσει θα πρέπει να κηρύξει να κυρώσει την ατομική διοικητική πράξη. Και τέλος το 2010 η απόφαση 1386 λέει ότι το Διοικητικό Δικαστήριο, προσέξτε εδώ κάνει έναν περιορισμό, δύναται με να προβεί και αυτεπαγγέλτος, εδώ βλέπετε ότι μιλάει για δύναται και όχι υποχρεούται, έτσι. Δεν σημαίνει αυτό ότι, δηλαδή το δύναται τι σημαίνει, ότι η αντισταυματικότητα, βεβαίως και υποχρεούται το Δικαστήριο, δεν μπορεί να πει είναι αντισταυματική να, ας πούμε, στη διάσκεψη να καταλήξουν οι δικαστές, οι δικάστερες, ότι είναι αντισταυματική η διάταξη και παρόλα αυτά θα την εφαρμόσουμε. Δεν εννοεί αυτό. Εννοεί όμως ότι μπορεί ο κλαππόλητος το Δικαστήριο να μην αχθεί σε αυτή την κρίση, να μην, απ' το να μην το σκεφτεί, απ' το να μην πάει το μυαλό του, μέχρι το να μην το θεωρήσει κρίσιμο, να μην πιστεί σε ένα πρώτο επίπεδο. Γι' αυτό και λέμε ότι ο διάδικος, έτσι αν είστε δικηγόροι, πρέπει να προτείνετε αυτό τον ισχυρισμό και φυσικά με επιχειρήματα. Άρα εδώ θα έλεγα ότι το Δικαστήριο των στέδες σημαίνει ότι καταργεί τον 93% από τους συντάγματος που λέει υποχρεούντο το Δικαστήριο, προφανώς. Και ας επαγγέλει το σέλεγχο της συνταγματικότητας ή της συμφωνίας προς το κοινωνικό δίκαιο, εδώ έχουμε όχι έλεγχο συνταγματικότητας, αλλά έλεγχο συμβατότητας, όπως λέμε. Θα δούμε σε επόμενο μάθημα πώς συμπλέκει το έλεγχος αντισταγματικότητας με τον έλεγχο συμβατότητας με άλλο κανόνα δικαίου, εκτός της ελληνικής ανομιστάκης που μπορεί να είναι το κοινωνικό ενωσιακό δίκαιο δηλαδή ή και η ΕΣΔΑ, που είναι και αυτή η ουσιαστική συνταγματικότητα. Υποχρεούνται όμως να περιορίσει τον έλεγχο αυτό επί του κεφαλαίου της πράξεις που αμφισβητήθηκε με την προσφυγή και εντός των ορίων του αιτήματος της τελευταίας, δηλαδή στον έλεγχο της συμβατότητας ή μη συμβατότητας, αλλά ίσως αυτό το επιχείρημα μπορεί κανείς να το επικτίνει στον έλεγχο της αντισταγματικότητας, ότι περιορίζεται έτσι κι αλλιώς στο κεφάλαιο της πράξεις που αμφισβητήθηκε. Αυτό από πού αποραίει? Αποραίει από το παρεμπίπτωτο και συγκεκριμένο χαρακτήρα του ελέγχου. Αυτό που είπαμε και πριν δεν κάνει θεωρία ο δικαστής, δεν πάει και παραδίπλα να δει μήπως κάποιο άλλο άρθρο του ίδιου νόμου είναι αντισταγματικό, μόνο αυτό το οποίο αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση. Το κύριο χαρακτηριστικό του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας ή αντισταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα είπαμε ότι είναι οδιάδικος χαρακτήρας του. Κάθε δικαστήριο, κάθε δικαιοδοσίας και κάθε βαθμού δικαιούται και υποχρεούται να κρίνει την ενώπιον αυτού στη συγκεκριμένη κρίση, στη συγκεκριμένη υπόθεση, φαρμοστήρια διάταξη για την αντισταγματικότητά της. Αυτό βεβαίως είπαμε ότι δημιουργήθηκε διάφορα προβλήματα. Ποια θα εντοπίζατε ότι είναι τα κυριότερα προβλήματα ενός διάχειου δικαστικού ελέγχου της αντισταγματικότητας των νόμων. Κάθε δικαστήριο μπορεί να κρίνει διαφορετικά όχι για το συγκεκριμένο ζέτημα αλλά για την ίδια διάταξη νόμου, να κρίνει διαφορετικά όσο διαφορά την αντισταγματικότητά της ή μη. Αυτό που λέει συνάδελφος, που είναι σωστό, αντιμετωπίζεται κάπως στην πράξη, χωρίς δικονομικούς αναγκαστικά μηχανισμούς, αλλά κάπως στην πράξη αντιμετωπίζεται. Κάθε δικαστήριο μπορεί να κρίνει διαφορετικά όσο διαφορετικά όσο διαφορά την αντισταγματικότητας των νόμων. Αυτό που λέει συνάδελφος, που είναι σωστό, αντιμετωπίζεται κάπως στην πράξη, χωρίς δικονομικούς αναγκαστικά μηχανισμούς, αλλά κάπως στην πράξη αντιμετωπίζεται. Αυτό που λέει συνάδελφος, που είναι σωστό, αντιμετωπίζεται κάπως στην πράξη, χωρίς δικονομικούς αναγκαστικά μηχανισμούς, αλλά κάπως στην πράξη αντιμετωπίζεται. Αυτό που λέει συνάδελφος, που είναι σωστό, αντιμετωπίζεται κάπως στην πράξη, χωρίς δικονομικούς αναγκαστικά μηχανισμούς, αλλά κάπως στην πράξη αντιμετωπίζεται. Αυτό που λέει συνάδελφος, που είναι σωστό, αντιμετωπίζεται κάπως στην πράξη, χωρίς δικονομικούς αναγκαστικά μηχανισμούς. Αυτό που λέει συνάδελφος, που είναι σωστό, αντιμετωπίζεται κάπως στην πράξη, χωρίς δικονομικούς αναγκαστικά μηχανισμούς. Αυτό που λέει συνάδελφος, που είναι σωστό, αντιμετωπίζεται κάπως στην πράξη αντιμετωπίζεται. Αυτό που λέει συνάδελφος, που είναι σωστό, αντιμετωπίζεται κάπως στην πράξη αντιμετωπίζεται. Αυτό που λέει συνάδελφος, που είναι σωστό, αντιμετωπίζεται κάπως στην πράξη αντιμετωπίζεται. Αυτό που λέει συνάδελφος, που είναι σωστό, αντιμετωπίζεται κάπως στην πράξη αντιμετωπίζεται. Αυτό που λέει συνάδελφος, που είναι σωστό, αντιμετωπίζεται κάπως στην πράξη αντιμετωπίζεται. Αυτό που λέει συνάδελφος, που είναι σωστό, αντιμετωπίζεται κάπως στην πράξη αντιμετωπίζεται. Αυτό που λέει συνάδελφος, που είναι σωστό, αντιμετωπίζεται κάπως στην πράξη αντιμετωπίζεται. Αυτό που λέει συνάδελφος, που είναι σωστό, αντιμετωπίζεται κάπως στην πράξη αντιμετωπίζεται. Αυτό που λέει συνάδελφος, που είναι σωστό, αντιμετωπίζεται κάπως στην πράξη αντιμετωπίζεται. Πώς είναι δυνατόν μια υπόθεση αν χαρακτηριστεί διοικητική διαφορά, είναι το Λυφείο που κοινούν και ο Ελαιοσπάγος και... Είναι λίγες περιπτώσεις που μπορεί να γεννήσει και μια αστική διαφορά και μια διοικητική διαφορά. Οι διοικητικές συμβάσεις θα ήθελαν να υπάρχουν στις περιπτώσεις τους. Δεν μπορούσαν οι διοικητικές συμβάσεις. Είναι λίγο πιο δύσκολο να βρεις μια διάταξη νόμου που είναι ένα της στεγματικής στο πλαίσιο των διοικητικών συμβάσεων, έτσι γενικά θα μπορούσα να πω, αλλά δεν αποκλείονται εξ ορισμού, θα μπορούσαν να είναι. Υπάρχουν πολλές διαφορές στη διοδικαιοδοσία και στη συμβουλή της διοδικαιοδοσίας, δηλαδή αν είναι αρκετή θα υπάρχει μια διαφορά. Υπάρχουν πολλές διαφορές στη διοδικαιοδοσία και στη συμβουλή της διοδικαιοδοσίας, δηλαδή αν είναι αρκετή θα υπάρχει μια διαφορά. Υπάρχουν πολλές διαφορές στη διοδικαιοδοσία και στη συμβουλή της διοδικαιοδοσίας, δηλαδή αν είναι αρκετή θα υπάρχει μια διαφορά. Υπάρχουν πολλές διαφορές στη διοδικαιοδοσία και στη συμβουλή της διοδικαιοδοσίας, δηλαδή αν είναι αρκετή θα υπάρχει μια διαφορά. Υπάρχουν πολλές διαφορές στη διοδικαιοδοσία και στη συμβουλή της διοδικαιοδοσίας, δηλαδή αν είναι αρκετή θα υπάρχει μια διαφορά. Υ Πολλές διαφορές στη διοδικαιοδοσία και στη συμβουλή της διοδικαιοδοσίας, δηλαδή αν είναι αρκετή θα υπάρχει μια διαφορά. Υπάρχουν πολλές διαφορές στη διοδικαιοδοσία και στη συμβουλή της διοδικαιοδοσίας, δηλαδή αν είναι αρκετή θα υπάρχει μια διαφορά. Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ