« Η µορφή της µάνας στην ελληνική παράδοση » /

: 🎵 Μεγαλύτερsite φίλοι, καλησπέρα σας. Για πολλή στιγμή εδώ. Πολλά κυρία πρόσωπα. Σας ευχαριστώ που με αφαιρώνετε τη λόγια σας. Εκείνο που θα πω αυτοπροαιμείω είναι ότι σκόπευα να συνοδεύσω, να διαμφίσω την απόψη μου παρουσίαση με εποπτικό υλικό, νεοελληνική powerpoint, αλλά βρήκα μένα αυτά που ήθε...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Φορέας:Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Δήμου Κηφισιάς
Μορφή:Video
Είδος:Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Δήμου Κηφισιάς 2023
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=IL-ZyYA1Ao0&list=UC_bqtgv4tZysai71VtYx9aw
Απομαγνητοφώνηση
: 🎵 Μεγαλύτερsite φίλοι, καλησπέρα σας. Για πολλή στιγμή εδώ. Πολλά κυρία πρόσωπα. Σας ευχαριστώ που με αφαιρώνετε τη λόγια σας. Εκείνο που θα πω αυτοπροαιμείω είναι ότι σκόπευα να συνοδεύσω, να διαμφίσω την απόψη μου παρουσίαση με εποπτικό υλικό, νεοελληνική powerpoint, αλλά βρήκα μένα αυτά που ήθελα, πλέον προσέχουσα σε θέματα λιχαιωμάτων, οπότε θα περιοριστείτε μόνο στο άκουσμα των όσων θα πω, ελπίζω να είναι αρκετά παραστατική. Όπως ξέρετε, προχθές μόλις γιορτάστηκε παγκόσμια η ημέρα της μητέρας, όπως κάθε χρόνο, την 2η γυριακή του Μαΐου, αλλά και πριν κατελωθεί ο αυτός ο παγκόσμιος εορτασμός, θα υπήρχε η γιορτή της μητέρας, ήταν η γιορτή της Ιπαπανής, στις 2 του Βουαρίου. Είμαστε λοιπόν στην γιορτή της Ιπαπανής, στις 2 του Βουαρίου, την ημέρα που η εκκλησία ερωτάζει την προσέγωση της Παναγίας με τον Βρέχο, στον ναό του Σολομόντος και την υποδοχή της, αυτός είναι η Ιπαπανή, από τον Ιερέα σημεών. Οπότε στο πρόσωπο της Παναγίας, η μάτη μητέρα, η ημέρα της μητέρας, άρα και της μητρότητας. Γιατί η μητρότητα δεν είναι κοινωνική σύμβαση και αξία κατά συνθήκη, αλλά φυσικός νόμος, άρα αξία αντικειμενική, διαφόρδια χρονική, πανανθρώπνη και ακατάλητη. Και αν οι μηλόπετρες και οι συμβουλιάδες εποχής μας τύνουν να εξαφανίζουν τις παραδοσιακές αξίες, η μητρότητα τους έχει σεφήγγει μάλλον, και αν παραδύνεται στα δόντια τους, ξαναγεννιέται ακέρια. Γιατί? Διότι δεν είναι απλώς γέννημα μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, αλλά νόμος παγκόσμιος πριν από την παγκοσμιοποίηση. Έτσι βλέπουμε ένα της επιτρόμων ανθρώα τα κέντρα γονιμότητας, όπου χρησιμοποιούνται διάφορες εθνικές μέθοδοι, που ετοιμαίνουν να βοηθηθούν οι γυναίκες που δυσκολεύονται να τεχνοποιήσουν. Συγχείλες θεραπείες διφακτικές, συχνά αμφιλεγόμενες, εξωσωματική γονιμοποίηση, παρέλουτες μητέρες και άλλα. Η γυναίκα που θέλει να γίνει μάνα, είναι έτοιμη για όλα. Τα δίνει όλα προκαταβολικά, ελείονται και εις δάρος της υγείας της. Μάνα, μανούλα, μητέρα, μαμά, μαμάκα και άλλες συναφείς τριφερές παράγγες, έρχονται να δηλώσουν τον πανείς και τον εσμό, την δύναμη της σχέσης του δημιουργικού γονιμότητα. Οι αρχαίοι Έλληνες, μη γνωρίζοντας όσα γνωρίζει σήμερα η επιστήμη, πίστευαν και έλεγαν ότι ο Μέναν Ήργεννα, η Βέγυνη, τίχθει. Θεωρούσαν δηλαδή ότι το μυτρικό σώμα είναι αυτός ξενιστής και τροφός της κερνωγιαζωής, η οποία γεννιέται αποφασικά από το σπέρμα που δίνει ο πατέρας. Σήμερα που ξέρουμε ότι εκτός από το σπέρμα υπάρχει και το Άριο, ότι τα δύο φυλασίνης φέρουν ίσο ρεχμόχαμο σωμάγμα για το σημαντικό αυτολεμβρίου, άρα είναι σε ενζυμνωγή του, μπορούμε να πούμε ότι είναι Μέναν Ήργεννα, αλλά Ήγυνη και Γεννα και τίχθει. Η φύση την έταξε να συλλαμβάνει, να κοιωφορεί και να τρέφει το παιδί. Πώς, λοιπόν, να μην δημιουργηθεί δεσμός ακατάλληλος ανάμεσα στο παιδί και στη μάνα, αυτή η μοναδική σχέση βρίσκεται στην εκφρασία της σε πλίστες όσες εκδηλώσεις της ζωής. Από τα απλά και τετριμένα της καθημερινότητας, του τύπου «κάνε χρειο, βάλε κουφάν», πόσες φορές δεν το έχω πει, μέχρι την αναγωγή στο θείον. Η Μεγάλια Θεά Μητέρα είναι κοινός τόπος σε όλες τις αρχαίγονες θρησκευτικές παραδόσεις. Προϊόντως, όμως, του χρόνου, οι ανθρώπινες κοινωνίες, ανάλογα με τις κατά τόπους συνθήκες, διαμόρφωσαν ιδιαίτερον τρόπος σκέψης και βλάσης, άρα και ιδιαίτερον τρόπος ζωής. Έτσι προέγιψε η ιδιοπροσωπία λαών και πολιτισμών και έτσι μπορούμε να μιλάμε για τη μορφή της μάνας στην ελληνική παράδοση. Από πού θα αρχίσουμε? Βεβαίως από την αρχαιόζητα, που μας παρέχει πλούσιο υλικό μέσα από τις γραφτείες πηγές. Το αρχαιολογικό ζώο του κοινωνισμού μας είναι τα ομερικά έπει. Θα δώσουμε, όμως, προτεραιότητα σε ένα άλλο μεταγενέστερο κείμενο, στην θεογωνία του ισιόδου. Και αυτό για έναν πολύ απλό λόγο. Τα έπει του ομοίου παρουσιάζουν μια εξελιγμένη ανθρώπινη κοινωνία, που έχει δημιουργήσει και ένα ορισμένο καθεστώς σχέσεων μεταξύ ανθρώπων και θεών, ενώ η θεογωνία μας αρνάει στην υγέννηση του κόσμου. Προσωπική γέννηση όχι δημιουργία, δεν υπάρχει δημιουργός θεογωνίας, οπότε η λογικό είναι να τρέξουμε στις απαχές. Και τι μας λέει, λοιπόν, η θεογωνία? Πρώτιστα χάος γέλετο, έπιτα γέερ δρίστερνος, κηδέρος και συμβελής. Τα τρία πρώτα όντα, το χάος η άμορφηλη, το πρώτο στερεό άλαχο διευθετημένο σώμα, η γέα, και πριθοχοέρωση ενεργώς, δεν είμαστε επικοινήτα πάντα. Αμέσως προβάλλει η μορφή της μάνας. Δεν είναι άλλη από την αρχαίγονη μάνα, την μάνα όλων θεών και ανθρώπων, την πρώτη και παντοτιμή μάνα, την γέα γυναίκα. Τα πρώτα της παιδιά, τον ουρανό με τ' άστρα, τον βόντορ και παγόρι, τα γεννά μόνοι της και ύστερα σμήγει με τον ουρανό και γεννά πλήθος τέχνα. Γιατί τα γεννά μόνοι της, εδώ μια μυκή παρέδειση συμβεί, ότι αυτά τα πρώτα παιδιά, ουρανός, άστρα, πόρυ, αποτελούν τις τέσσερες καταστάσεις της ύλης, μυρ, άστρα, αέρα, ουρανός, όντος, υγρό στοιχείο και όλο το χώμα. Αυτά όμως όπως και άλλως τα περιέχει η γέα. Δεν χρειάζεται η γονιμοποίηση για να τα φέρει σοφώς. Είναι απλώς ένα μήμα προς την διάκριση των όντων. Κλείνει παρέδειση, σμήγει λοιπόν με τον ουρανό και γεννά πλήθος τέχνων. Εδώ χρησιμοποιούνται προβλήματα. Βασιλιάς που λέει ο ουρανός, φογούμενος μήπως τον εκθρονίζουν τα παιδιά του, θα φυλακίσεις έναν κεφμώνα, δηλαδή κρυψώνα από το μήμα κεφθο που σημαίνει κρύβο. Σκύλων εχωρίων ως Αθηναίων τώρα και θυμήμα το επείραμα στον δάχο του σκύλου. Οπότε άντρας, πατέρας και αφέντης ο ουρανός αντιπροσωπεύει το στερεότυπο της πατριαρχίας. Ο λόγος την είναι νόμος, η δύναμη το μεγάλη. Δεν μπορεί να χαρεί τα παιδιά της η μάνα, αλλά πώς να συμπροσθεί μαζί του. Η γυναίκα γέα, να το δείτε, πατοκλείται, είναι πολύ δυνατωτερό όστις. Στη διαμάχη των συζύγων, όγλο της πητέρας είναι τα παιδιά της. Εκτός όμως από μητέρα, γέρι και θεά. Και σαν θεά ξέρει να γεννά στα σπλάχνα της τα μέταλα. Έτσι πίστευαν ότι γεννιούνται τα μέταλα από την ίδια, την γέα γη. Γεννά λοιπόν τον πολυό, αδάμαντα. Πολυό σημαίνει γκρίζος. Αδάμας δεν είναι το διαμάντι, αυτό λέμε σήμερα διαμάντι. Σημαίνει κάτι πολύ σκληρό, ένα πολύ σκληρό μέταλο. Προφανώς είναι ο σύνδυρος, γιατί αυτό ήταν το σκληρότερο μέταλο που γνώριζαν εκείνη την εποχή. Και με αυτόν τον πολυό αδάμαντα κατασκευάζει άρπη καχαρόδοντα. Δρεπάνει με οδοντοτή κόψη και μάνει στα μελοξάταβο και τους άκου καχαρία. Προσέξτε πώς ξέρουν και την φυσιολογία του καχαρία. Πάει βρίσκει τα παιδιά της και τους λέει δεν αντέχω άλλο τί να λέει από την πατέα σας. Ποιος θα τον ευλογήσει με αυτόν τον μετάνη. Οπιστοχωρούν όλοι εκτός από έναν. Είναι ο Κρόνος το στεναιοπέδι, ο αγυλωνίτης, ο δόλεος Κρόνος, που επιπλέον τρέφει μίσος για τον πατέρα του. Παίρνει το όπλο και την κατάληστην προβαίνει στον αγχείρημα. Ευλογισμένο πια ο ορανός, αποσύρεται από το προσκύλιο, η μάνα νίκησε. Τώρα βασιλεύει ο Κρόνος, αλλά και εκείνος κατατρίχεται από τον ίδιο φόβο. Μήπως τον ανατρέψουν τα παιδιά του. Και επειδή καμιά κρυψόνονα δεν είναι ακούντως ασφαλής, αυτό έδειξε η Πύρα, κάνει κάτι διωμαστικό. Καταπίνει κάθε παιδί που γίνεται. Και πάλι στενάζει η σύζυγος τη μάνα ρέα και πάλι αδυνατή να αντιμετωπίσει τον δυνάστη σύζυγο. Βρίσκεται μάλιστα συχειρότερη θέση από τη γέα, διότι ούτε στα παιδιά της μπορεί να προσφυγητά, έχει καταβειογρόνος. Τα νεκρική όμως πάση θυσία, πριν γεννήσει κάποια από τα παιδιά της, περιπλανένται απεγνωσμένα στα βουνά της Αρκαδίας, ψάθοντας να βρει ένα σπήλιο κρυφό και απόμακρο, όπου να μην μπορεί να την βρει ο Κρόνος. Μάτι ο σκόπος την βρήκε. Στο συγκεκριμένο δυνάστιο δημιουργήθηκε η ονομασία Αλήσιον Όρος, που λέει Μαΐδα από το ρήμα Αλάω με Αλώ με, που σημαίνει περιπλανώνε, έτσι και αλήτης. Πρόκειται για ένα παρακλάδι του Αρκετσιού Όρος στην Αρκαδία. Προσφέρει και τέλος τους γονείς της, γέα και ουρανός, ζωγέ αναγκασμένη. Έλειψε το πρόβλημα της εξουσίας και τα βρήκαν. Τη συμβουλεύουν το γνωστό τέχνος μου να φυγαδεύσει το μωρό και ανταφθούν να φασκιώσει μια πέτρα και να τη δώσει τον Κρόνο να την καταλαβεί εξαπαντώδωστον. Υπάρχει ένα σπήλιο μέσα του Γόλια, όπου ο Κρόνος υπολύνεται να τρώει τα παιδιά του. Η σκηνή είναι φρικαλέα. Μια αποτρόπη μορφή με αιμοβόρωμένος τελεί την ανώσια πράξη της ανθρωποφαγίας, τα προκειμένα θεοφαγίας, αφού και τα παιδιά του Κρόνου είναι θεοί. Προχωρήσω όμως για πλήρη παρεμονία του μύθου. Ο Κρόνος δεν είναι το αιμοβόρο τέρας που κατασφαράζει αχόρταγα όσο και τα ίδια τα παιδιά του. Ο Κρόνος είναι ο ηγέτης που δεν εμπιστεύει κανέναν, γι' αυτό κυβερνάει συγκεντρωτικά, καταπίνοντας τα παιδιά του ενσωματώνει και τις ιδιότητες τους. Ίσως μάλιστα ο μύθος αυτός να πηχεί κάποια προσπάθεια για θύμησης μονοθερηστικής θρησκείας, όπου ένας θεός συγκεντρώνει όλες τις ιδιότητες. Τέλος πάντων το εγχύνει με επιτυχάρι, ο Κρόνος καταπίνει την πέτρα, ο Ζεύς σφιγαντεύεται, μεγαλώνει, ανατρέπει τον πατέρα του και τον υποχλώνει να ξαναφέρει στο φως τα παιδιά του. Εστία, Ήρα, Δήμητρα, Ποσειδών, Άδης, ο μετέφυλτα ονομαστής πλούτων. Η Νέα Υγεία, όταν θεόν καταλαμβάνει την εξουσία, είναι αθίστατος στον Όλυμπο, πλήρου του Άδη ο οποίος του παίρνει το βασίλειο του κάτω κόσμου και συγκρούμεται με την παράθαξη του Κρόνου που τον βοηθούν οι χρόνιες θεότητες, οι γύραντες ή οι τιτάνες. Οι Ολύμποι ιδέοι νικούν. Οι νικημένοι καθαρίγουν στον Τάρταρο, καθαρρικασμένοι να μείνουν αιώνια εκεί. Ο Τάρταρος είναι ο τόπος του σκότους και του ζώφου, το άκουσμα του κοιμώνον που οκαλεί φόβο και τρόμο σε θνητούς και αθαμάτους. Είναι ομοστέχημα της γέας όμως για αυτή. Η μάνα και πάλι εξεγείρεται. Αδύνατο να αφήσει τα παιδιά της αγοήθητα. Τι κάνει, έρχεται σε επαφή με τον ίδιο τον Τάρταρο, που εκτός από τόπος είναι και προσωχοποιημένη θεότητα. Καθώς της έγνωσής τους ότι Φωέας, έναν πολικέθανο τέρας που βγάζει φωτιές από τα στώματά του και κατακαίει τα πάντα στο τερασμάχι. Συγκλούεται κατεπανάληψη με τον Δία, η πάλη είναι άνθρωπη αλλά τελικά ο ζεύς αναδεικνύεται νικητής. Στην ένταξη πραγμάτων δεν ξαναγίνεται πια λόγος για την γέα. Την θέση της παίρνει η Δήμητρα στα αρχαία ελληνικά δημήτε, δηλαδή γη, μήτη, μάνα γη. Παρά το όνομα της όμως δεν είναι τόσο θεά της φύσης όσο θεά του πολιτισμού καθόλου τη θεά της γεωργίας. Με τη γεωργία ο άνθρωπος πραγματοποίησε ένα τεράστιο άρμα στην εξελίξη του, έγινε από τον φωσιλέκτης παραγωγός. Δεν είναι πολύ τυκνή, οι πολιτισμένες κοινωνίες έχει στενή, είναι ολιγότεκνες, το ξέρουμε. Έχει ένα μονοπαιδί και με σεφώνει. Η εξαφάνιση της κόσης πεσεφόλης διηφίζει τη μάνα Δήμητρα σε πελπισία. Το ηλικλαρνά γνέται αφενοσμένα παντού ρωτώντας τους πάντες. Και όταν πια φτάσει σε πλήρη απόγνωση, τι κάνει, σβήνει τη λαμπάλα του κρατούση και μονομιάς ξεραίνονται τα πάντα επάνω στη γη. Η συνέχεια είναι γνωστή, αναγκάζεται ο Προύτον να ξαναφέρει, να την πεσεφώνει στη ζωή του κόσμου, μοιράζοντας την παρουσία της στον επάνω και στον κάτω, ισοπερός. Τι βλέπουμε από όλα αυτά, βλέπουμε ότι η μάνα φινητή για θάνατοι έχει βάσανα. Θεά είναι και η θέτης και ο θεάς γνωρίζει τα μέλλοντα. Εκείνης το παιδί όμως δεν είναι θεός, δεν είναι αθάνατο, επειδή είναι τέτοιμος φινητού πατέρα και βεβαίως υπόκειται στο νόμο του θάνατοι. Ξέρει λοιπόν η θέτης πως αν το παιδί της πάει στον βουλικό πόλεμο θα σκοτωθεί αλλά θα κερδίσει αθάνατοι τη δόξα, πριν θα χαθεί στον ανθό του σημείο του σού. Αν δεν πάει στον πόλεμο θα ζήσει μακρό και δεν μπορεί να βγει. Δεν έχει δίγμα η θέτης, τι να την κάνει τη δόξα η μάνα αν χάσει το παιδί της. Όπως λέει και το τραγούδι της μάνας το αγάπη είναι όπως το τραγούδι σε ΕΕΡΙΝΙΣ τη ΑΡΛΕΤΑ. Και αν έρθει τώρα η λευτεριά που είναι όλα ρημανουμένα, τι να την κάνει αγόρι μου βουλικό χωρίς εσένα. Έτσι σκέφτεται η θέτης και για να σώσει το παιδί της δεν έρχεται πλάγια μέσα. Τον φυγαδένει στη Σκύρο, στην αμπλή του βασιλιά Λικοβήδη όπου ζει μαζί με τις θυγατέρες του μεταβιασμένος σε γυναίκα ονομάτι ΠΥΡΑ από το πυρόξι από το χρώμα των μαλλιών του. Μας λέει κατεβαίνει ο ψυχιόμενος ξαφθός Αχιλεύς, τώρα λέει σε μια νηλωτική σειρά του νησί που κάναν μαύρο τέλος πάντων. Τον ξερτυπώνει όμως ο Θησέας σημεία των καιρών. Και έτσι ο Αχιλέας πήγε στον πόλεμο ακολούθησε την ένδοξη και την προτρομμένα του. Πρόλαβε όμως να σκύρει ένα γιο. Είναι ο πύρος ή είναι ο πτόλεμος που αργότερα θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην έκβαση του πολέμου. Με την θέτηδα εισάγεται η μορφή της χαρακαμένης μάνας. Πενθύκη και θρημή θα είναι καν σκοτωθεί ο Αχιλέας γιατί ο Στεάς γνωρίζει τα μέλλοντα. Βγαίνει από τη θάλασσα μαζί με όλες τις αδερφές της τις Μυρίδες και πηγαίνει στο στρατόπαινο εκεί που βρίσκεται ο Αχιλέας για να τον δει για τελευταία φορά. Ο θρύμος των Μυρίδων ακούγεται πέρα ως Θεά. Η θέλης φέρνει και ένα χρυσό αγίο για να τοποθετηθούν τα οστά του Αχιλέα αφού καεί το σώμα του στην νεκρική πυρά. Ο Αχιλέας βρειάστηκε και καινούργια όπλα. Αυτά που είχε τα πήρε ο έκτορας σκοτώναν τα στον πάθοκλό. Ποιος θα κατασκευάσει τα όπλα? Ο Ήφιμςτος, ο κορυφαίος τεχνογουός πρέπει όλο να γίνουν στην εταιρεία. Μα το συγκινητικότερο όλο είναι άλλο. Στην αυσοδία Ωμέγα της Ιλιάδας ο Αχιλέας έχει σκοτώσει τον έκτορα, έχει κακοποιήσει το σώμα του και το αφήνει άχαχο τις μέρες. Τότε ο Ζεύς καλεί την θέλη δας τον Όλυμπο, ζητώντας της να συμβουλέψει τον γιο της να παραδώσει τους όρους τα έκτορα για να το φύγει. Η θέλης είναι μαγοντιμένη. Το πέπτο της είναι λίγο τόσο μαύρο που πιο μαύρο δεν ξανά γίνε ποτέ. Ούτε Μελάνδερον έκλετο έστως εκτελεί την εντολή του διός, πήρθει τον Αχιλέα να παραδώσει τον έκτορα και τέλος τι του λέει «Παιδί μου, αφού σε λίγο θα πεθάνεις, πλάγιασε, σμήξε με γυναίκα, να αγαπήσω νέο για τελευταία φορά». Άρα η χαροκαμένη θέα του τουρικού πολέμου είναι η Υιός, θέα της Αυγής, μια από τις λίγες φτερωτές θεότητες και αυτή είχε κάνει παιδί με ένα θνητό τον Τιθονού. Αυτός είναι υπονογιός της ο Μέμνον, πεθαίνει στη μάχη και εκεί κατεβαίνει και παίρνει τις ορόκτων επίσης για να πάει να τη θάψει. Η εικόνα της Υιός που πετά κρατώντας το νεκρό Μέμνονα, είναι ένα θέμα προσφυλές στην αρχαία τέχνη, η εικόνα διαφρόνει και γύρω από δύο διαγώνιους άξονες, εδώ είναι που θα μας φώτιζε καλύτερα η προβολή, εδώ τι να κάνουμε. Τα ανοιγμένα φτερά της θέας σε ανωδική φορά, φανταστείτε έτσι έναν χειασμό, σε ανωδική φορά και από την άλλη ο κορμός και τα μέλη του Μέμνονα, κρέμονται άψυχα προς τα κάτω σαν να ζητούν τη γη που θα τα σκεφάσει. Στην εποχή μας το θέμα αυτό παρέλαβε ο αίμνηστος Γιάννης Γαϊτης, γυναλόγη αίμνηστη και το απέδωση στον προσωπικό του εικαστικό ιβίωμα. Το έργο εκτίθεται στο Ομοσύνου Σύγχρονης Τέχνης Βουλανδρύ, στο Παγκάθι στην Οδόρα των Θερμούς. Στην αρχαία τραγωδία, το θέμα της χαρακαμένης μάνας, αναπνεί κάτι εξοχήνο ευρυπίνης που πληθεί στον γυναικόν. Ιωκάστη, αετνίστρα, εκάβη, ανδρομάτι, αγάβη. Η πρώτη, η Ιωκάστη, είναι η βασίλισσα της Στύβας, η μητέρα και σύζυγος του Ειδίποδα. Αυτή λοιπόν η Ιωκάστη είδε τα τέτοια σαγόλια του Αιτεοκλή και του Πολυβίκη, να λιλοσκοφθώνονται σ' έναν εγφύλος παραγνώ. Της κλητεμίστρας της άπαξαν την κόλυφη σκουμενδόρο. Συγκεκριμένο ο αγαπημένος της διεμήνησε να την στείλει στην αυλίδα για να την παντρέψω με τον Αχιλλέας, την μαρμακότητα όμως, για να γίνει σφάδιο χάρη του Πολέδου, να το αποκλέψουν με καράβια. Η νόμιση του Πολέδου είναι αμήνυτη και είναι προκειμένον η κόλυψαν πριν καν αρχίσει ο πόλεμος. Βέβαια, στην ευρυπή δεκτοχή της Ιφυγένιας, η Ιωίδα σώζεται την τελευταία στιγμή με θεία αμπαρέμβαση και έτσι ο κλητής μπορεί να γράψει την επόμενη σχετική παγωδία, την Ιφυγένια εντάβρις, αλλά η κρατούσα εκδοχή είναι ότι όμως η Ιφυγένια θυσιάστηκε. Αυτή την εκδοχή παρουσιάζει και ο ίδιος ο Ευρυπήδης στην θαγωδία Ελέκτρα. Η Ελέκτρα έχει γράψει ως Ουγκλής αλλά και ο Ευρυπήδης. Ας ακούσουμε τι λέει ευλογημένα η ίδια κλητή Μίστα. Μα εκείνος, δηλαδή ο αγαρμένος, ξεγελάει την κόρη μου, τάχα πως θα την παντρέψω με τον Αχιλέα και από το παλάθι την πάει στην αυλίδα και εκεί την ξαπλώνει στο γομό και την σπάζει. Η εκκάβη βασίλισσα της Τροίας έχει χάσει όλα τα γόρια της τον πόλεμο και σαν εμεινεύτα με αυτό βλέπει και τη μικρότερη της κόρη την πολυξένη να θυσιάζεται στον τάχο του Αχιλέα. Υπάρχει και ο μικρότερος γιος, ο Πολύδωρος, τον οποίο είχαν εμπιστευθεί με τον Πρίαμο σε έναν υποτίθετε φίλο τους βασιλιά, τον πολυμίστορα της Στράκης. Τον είχαν εμπιστευτεί με τους συσαυρούς τους, ώστε έστω ένα παιδί να γλιτώσει, ήταν ο μικρότερος, να γλιτώσει ένας τουλάχιστον για να υπάξει συνεχιστής της δυνασδίας. Με δόλο όμως ο πολυμίστορας τελικά σκότωσε τον Περκάρι όταν έμαθε την έκβαση του πολέμου, ότι νίκησαν οι Αχίοι, σκότωσε τον Πολύδωρο, τον Μυστερότοχο, το στερνοπέδι της Εκάδης και βέβαια ως καταχάστη τους συσαυρούς και αυτό είναι το καπάκι αυτό το μαθαίνει εκεί ως εκμάλλοντι πια η Εκάδη, έτοιμη να βγει σε κάποια καράβι ως δούλη πια. Ήταν δηλαδή το αποκορύφωμα της δυστυχίας της. Εξάλλου η κόρη της η Κασσάνδρα η Μάντισα Κασσάνδρα που δεν σκοτώθηκε ήξερε ως Μάντισα, το έβλεπε ότι θα την πάρει μαζί το αγαμένό μας και εκεί θα βρει το θάνατο μαζί με το αγαμένό μας από τον Άγιστο και την Κιτερνίστρα. Και το προέλεγε και το έζησε δηλαδή το γεύτηκε και αυτό έλεγε Κάδη. Όσο για την αγρομάχη, την χείρα του Έκτορα, της παίρνωνα την αγκαλιά το βρέφος αστιάναχτα και τον τρεμίζω να τα τύχει για να μην υπάρχει κανένας από γονός του, κανένας ευδυνάμε εγκλικητής. Αλλά κορύφωση της τραγικότητας είναι η αγάπη, η βασίλισσα της θύμας κόρη του Κάρμπου που γίνεται φόνηστα του ίδιου του περιοριτής του Περθέα διατελώντας η κατάσταση βαρχικής μανίας, μη έχοντας συνείδηση των αγαμένων, νομίζοντας ότι σκοτώνει ένα ελαφάδι, πράγμα που ήταν ένα από τα στοιχεία της Βιονησιακής Βαρδίας. Όταν ξανά έρχεται στα συγχαλάσεις και βλέπει τι έκανε, η συντρεβή της είναι απόλυτη. Χαροκαμμένη μάνα και η Βυζαντινή Παναγία παραστέχει το παιδί της πλάι στο σταυρό με πρόσωπο χαραγμένα το μπόλι. Την βλέπουμε και το μυαλό μας πάει στον επτάφερο θρήνο, στο «Ο, μικρή μου αίρα». Αλλά η Μέν Παναγία ως Θεοτόκος θα ανοιχθεί με την Ανάσταση του παιδιού της. Ενώ η μάνα του Χριστού, στο ομόνιμο πήμα του Κώστα Βάγβαλη, θα κουβαλά ισόδια τον πόνο για το χαρισματικό παιδί της, που έγινε χήμα τον ίδιο του των χαρισμάτων. Αναλογιζόμεντι τα όσα τον οδήγησαν στο σταυρικό θάνατο, προσπαθεί να το αποποιήσει αναλογικά τα γεγονότα. Αν δεν είχες κάνει αυτό, αν δεν είχες πει εκείνο, για να καταλήξεις στο θλιβερό συμπέρασμα. Μα δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα. 30 χρόνια παιδί μου, δεν σέμωχε ακόμα. Το πίμα αυτό έχει μελοποιηθεί επαγγηλυμένα, είναι το πιο γνωστή εκδοχή αυτήν της Μαρίς Ασκώχ. Παλαιότερα το έχει μελοποιήσει ο Νίκος Νομαγκάκης, αυτό σας τα λέω εάν θελήσετε να τα βρείτε και το είχε δημιουργήσει η Μαρία Τιντιάνη. Ανατρέχοντας τώρα στη ιστορική αρχαιότητα, δεν γίνεται να μη σταθούμε στη μορφή της Σπαρτιάτης σας μάνας. Στη Σπαρτιά όλο το πως είναι κυρίως και πρώτη στον πολίτης, μέλος του συνολού και όλος δευτερευόντως άτομο. Οι θεμελιώνεις αυτής σταθερά αυτής της σπαρτιατικής πολιτείας μία μόρφωσε αντίστοιχο είδους και τρόπος ζωής. Για αυτό ο Σπαρτιάτης Σαμάννα όταν ξεπροβόδιζε το υγειό για τον πόλεμο, του έλεγε γιατί θα στεναστεί θα το περίφυγνω κάνει πετά και κοιτάς. Ή αυτήν ή πάνω σε αυτήν δηλαδή νεκρός. Ή να τη φέρεις πίσω ή να σε φέρουν πάνω της. Αυτό δεν σημαίνει πως έπρεπε εξάφαντος να γυρίσει νικητής. Οι τύχες του πολέμου είναι αστάχμητες γι' αυτό το ήξεραν καλά οι Σπαρτιάτες. Καθήκον του στρατιώτητα να μείνει στη θέση του πολεμόντας, να μην λιποτακτήσει, να μην πετάξει την ασπίδα του που ήταν βαρύ αντικείμενο για να τρέξει να σωθεί. Ο Ρίπς ας πεις, ο Τρέσας από τον Ρίπμα Τρέο που είναι άλλος του που του τρέχω, ο λιποτάκτης ήταν καταδικασμένος σε ισόρια αντιμεία. Και αυτό δεν το έθελε καμιά Σπαρτιάξη για το παιδί της, γιατί αρρώστε είχε αντίκτυπω σε όλη την οικογένεια, ήταν όλη η οικογένεια αντιμασμένη. Άλλο το πράγμα δεν ήταν τόσο απόλυτα. Ο ποιητής Αρχύλοχος ο Πάριος το Βουκάριν, ένας ποιητής που προσωπεί το πνεύμα της ανθισβήτησης ήδη από τον έθνομο αιώνα Αχροκριστού, γράφησε ένα τοίμα ότι παράτησε την ασπίδα του και κάποιος άλλος τώρα τη χαίρεται. Ο ίδιος χαίρεται τη ζωή του και όσο για την ασπίδα ταύτης κτίσω με ο κακείο, δηλαδή θα αποκτήσω ήδη και καλύτερη. Εκεί καταλήγει το θύμος. Πέρα όμως από την ενώνυμη Σπαρτιάτισσα έχουμε και ένα υπέροχο παράδειγμα επώνυμης Σπαρτιάτισσας μάνας, το οποίο αποθανάτησε πλητικά μεγάλος Καβάφτης. Πρόκειται για την κρατησύγκλια δουλειτέρα του βασιλιά του Εωμένη το 3ο. Η σκηνή Λαμάδη χώραν το 222 π.Χ. είναι η χρονολογία της μάχης της Ελασίας, μια ύδα της Σπάρθης, από τότε η Σπάρθη πάλι να μετάει σαν δύναμη, ήταν η αρχή της παρακμής του τέλους για τη Σπάρθη. Ας ακούσουμε το πείημα «Εν Σπάρθη, δεν ήξερε ο βασιλιάς Κιωμένης, δεν τορμούσε, δεν ήξερε έναν τέτοιο λόγο πως να πει προς τη μητέρα του, ότι απλητούσε ο τολεμμέος για η λύση της ευγωνίας των να προστατεί κι αυτοί εις Αίγυπτον και να φυλάταιται. Ή ανθαπινωτικό ανίκαιο τράγμα» και ο Λοήλ ο Κωντανιαν να μιλήσει κι όλο δίσταζε κι όλο άρχιζε να λέει κι όλο σταματούσε. Μα η υπέροχη γυναίκα τον πετάρωσε, είχε ανακούσει κιόλες κατεδιαδόσεις σχετικές κι τον ενθάρινε να εξηγηθεί κι γέλασε κι υπεβεβαίως πιέμει και μάλιστα χαίρονταν που μπορούσε να είναι στο γύρας της οφέλημης της Σπάρθη ακόμη. Κι αφού τα παιδιά να απογερετήθηκαν με δάκρια, πριν βγούν για να οδηγηθεί στο καράβι ο Σόμιλ πια η Βασίλη σαν μητέρα Κατισίκλια, εν ψυχώς θα τελειώθησαν αυτά τα λόγια τα οποία μας θα μας φέρει ο Πλούταρχος. Άγελό βασιλέ του Λακεδαιμονίων, εμπρός βασιλιά του Λακεδαιμονίων, όπως επάνεξο γερνόμεθα ώστε τώρα που θα βγουν έξω μην δεις ή μην μας δακρύοντας, μην δε ανάξει ό,τι της Σπάρθης πηγούνται, δηλαδή να μην μας δει κανείς να δακρύζουν ό,τι να κάνουμε οτιδήποτε που δεν είναι αντάξειο της Σπάρθης. Ανάλογο ήθος στην νεότερη ιστορία μας θα συναντήσουμε στον υπρόκοσμο του Σουλίου. Όταν μετά από μακροχρόνιους αγώνες και κατώπιν προδοσίας έπεσε το Σούλι, οι γυναίκες πλήραν θαυμανά καταδιοκόμενες. Κατοδιακή μην είδαν να εχμαλωτιστούν, διάλεξαν τον δρόμο της θυσίας. Στον Σάλογο, οι μάνες έριχναν πρώτα τα παιδιά τους και ύστερα έπεσαν και και στον γρεμό. Άλλα γυναικόπαιδα, με επικεφαλή στη δέσπο πότσαρι, μορφή καρτεά μικριαρχική μορφή, πρόγραναν αντίσταση στου δημουλά τον πύργο, μας λέει το τραγούδι, όπου υπήρχαν πολεμοκόδια. Γιώργη να ρίξε τάγματα, δεν είναι εδώ το σούλι, εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των αρμανίτων λένε οι πολεοκητές. Είναι από μέσα παγκάει, το σούλι κι αν προσκύνησε κι αν τούτλειψε μικιάρφα, η δέσπο αφέντες διάπητες δεν έκανε, δεν κάνει. Αποφασισμένη ίδια να πεθάνει, παρά να παγωδουθεί, κάνει και τις άλλες να συμμεριστούν την δίχη της. Δαυλή στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει, σκλάβες του κόντ μη γίνομαι, παιδιά μαζί μου ελάτε. Και τα φουσέ κι ανάψανε κι όλοι φωτιά γυνήκαν. Βλέπουμε εδώ να επιβιώνει αυτούσια η αρχαία αντίληψη περί ζωής και θανάτου, ότι δηλαδή αν είναι αδύνατο το ευζύν είναι προτιμότερο το ευθμίσκιν. Το πέληθος της μάνας είναι μια από τις σταθερές της πίεσης μας, από τον δημιουργικό τραγούδι με στίχους όπως «Που πας ασήναι να σαπείς, μάλαμα να σπουργιάσεις, που πας κι εσύ παιδάκι μου να φιλοκορταριάσεις». Μέχρι τις μέρες μας, το νεπτάδρο του Γιάννη Ρίτσου, έργο εμπνευσμένο από το θάνατο του Αναστάσιου Τούση στο συλλαλυτείο των καπνιαργατών της Θεσσαλονίκης το 1936. Ο ποιητής, αν και άνδρας, μπαίνει στο πεσί της μάνας και μιλάει σε πρώτο πρόσωπο. Νάχα τα θάνατο νερό, ψυχή και νόγια νάχα, να σούδε, να ξύπναγες, ένα στιγμή μοναχά. Στη υπόγεια πως καταξιώθηκαν αλλά καθαγιάστηκαν από τη θεσπέσια μουσική του Νίκη Θοδωράκη και πραγματικά απολυώθηκαν χάρη στους εθνικές τους. Έτσι έγινε κοινό κτήμα, αγιασμένα τραγουδιά. Κάτι που χωριστάμε ως κοινωνία στον Νίκη Θοδωράκη είναι το ότι μας έφερε κοντά στους μεγάλους ποιητές μας μελοποιώντας τα πλημακά τους. Ενώ κάποια άλλη την ίδια εποχή, όμως αν δεν λέμε, θα σήκωνα τους όμως λέγοντας τι σε φέρει στην κοφινιόν της. Την κοφινιόν της έφτασες από τους τυπουργούς του τότε ελαθού τραγουδιού. Αν η απώλεια του παιδιού είναι δεινό πλήμα για τη μάνα, ανάλογο πλήμα είναι η απώλεια της μάνας για το παιδί. Αν μάνας θα συμβεί σε επιφερή ηλικία, αφήνει τράγμα ισόβιο, όπως η απώλεια του πατέρα είναι μικρό πράγμα, αλλά όπως λέει ο λαός, τα παιδιά από μάνα ορθανεύουν, τα δυνά της ορφάνιας είναι πολύ οδυνεότερα όταν χάνεται η μάνα. Η μάνα του νημοτικού ορθαγουδού πεθαίνοντας θρηνεί προκαταβολικά τον πόνο των παιδιών της με αυτά τα λόγια. «Με τι ψυχή, με τι καρδιά αφενάγω ως το μάδι, να αφήσω τα παιδάκια μου να κλαίουν μαζί και βράδυ, να κλαίνουν, να φωνάζουν, να μου λαγουγούν άσε, πολύ βαθιά κοιμήθηκες και μάς δεν μας θυμάσαι». Επειδή ενός τεκού μύρια έχουνε, όταν χαθεί η μάνα το βάλει απειλικό στον ορίζοντα το φάσμα της μητριάς. Η μητριά είναι ο αντίπολας της μάνας, η αντιμάνα. Εκεί που η μάνα καλεί και αγκαλιάζει, η μητριά αποδιώχνει και καθατρέχει. Κι αυτό δεν είναι βέβαια ειδικό φαινόμενο, πρόγειο παράδειγμα το παραμύγι της χιονάτης. Φυσικά εκφρατώμαστε κάπως σχηματικά, αλλά οι εξαιρέσεις δεν ανέβουν το παινόνα. Η μητριά διάρκει και εκπληκά πάνω της σταυρογόνια. Αν μάλιστα και οι δικά της παιδιά, γύρω με λημάτησε το πώς θα εκτοπίσει τα παιδιά της προκατόκοτης. Ας θυμηθούμε για τον λύγημα τον Παγκιαμάτη «Παιδική Πασκαλιά». Πρόκειται για ένα δράμα σε δύο πράξεις. Πρώτα βλέπουμε τη μάνα να ετοιμάζει τα λαβιάτικα εδέσματα και τα δύο παιδιά να την παραστέχουν χαρούμενα ενόψει της πασκαλιάς. Ένα χρόνο μετά το σκηνικό έχει αλλάξει άδειο. Η μάνα έχει πεθάνει και τα παιδιά είναι μαγαφορεμένα και τρέχει να λάβει η γιαγιά τους, η μάνα του πατέρα. Μια μία δίστροπη και απαιτητική που φορτώνει ένα σωρό γουδέ στη μικρή εμπορική της. Και ο πατέρας που κάνει, ας ακούσουμε τον ιδιοτόχο Παγκιαμάτη, ήρχιζε να καλοποίζεται και να στρίβει τον μίστακα από βλέπον της δεύτερος γάμων. Νάτο το φάσμα της μηθριάς. Αυτό αναλογίζατε και ετοιμοθάνατε άρχιστοις στη μομμόνη καγοδιά της λεπίδης και λέει στον Άγλυτο για τα δυο παιδιά της. Άγλυτε, δέξου να μείνουν τα παιδιά μας στο σπιτιό αφέντες και μην πάρεις μητριά από πάνω τους, θα πλώσει χέρι φτωμερό. Για τα παιδιά ενωχτρώσει μητριά, σκληρή σαν την ουχιά. Θα σε νικώχει όλα τον πατέρα σου, στέρε ο πύργο. Όμως εσύ, κοδούλα μου, της παρτενιάς τα χρόνια πώς θα ζήσεις στη μημένα, μη τον ομάσου με κατηγόρια σχλή κακολογήσει και στον αχθό της νιώθεις ότι ο γάμος σου χαλάξει εγώ εμένα. Για τη μάνα δε θα σε παντρεύσει εσέ, μη δε κουράγιο θα σου δώσεις της γένας σου τους πόνους παραστέτοντας, όπου δεν είναι άλλο πιο παρήγορα από τη μάνα. Αλλά παρηγοριά έχει θάνατος και αγισμός είναι ο χάρος, ενώ ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει. Και ποιος είναι ο ζωντανός ο χωρισμός, η αποδημία, η μετανάστευση, η ξενιτιά, στην οποία έχει καταβάλει βαρύ φόρο η ελληνική κοινωνία από αρχαιοτάτων χρόνων. Ο Μέγας ταξιδευτής της παράδοσής μας, ο Δηρυκός Οδυσσέας, έφτασε όχι μόνο στα πέραντα του κόσμου, αλλά και σπίτια στον κόσμο. Ο πρώτος νεκρός που σπινάντησε εκεί ήταν η μητέρα του Αρντίκλια. Τη ρώτησε από ποια αιτία πέθανε και εκείνη το απάντησε. «Εμέ ο καημός σου μέληξε, να ξέρεις, μέσα στον τάφο». Ο ήλος περιγράφηκε τη συνέχεια. Χύθηκα τότε τρεις φορές να τη σφιχταγκαλιάσω και τρεις φορές μου ξέφυγε σαν όνειρος αλήσκιος και πιο πικρός ανάβριζε μες στην καρδιά μου πόνος. Στη νεότερη κοινήση μας και στη λογοδημία γενικότερα, το θέμα της ξενιτιάς έχει έντονη παρουσία, οπότε και η μορφή της μάνας του ξενιτρεμένου κατέχει ξέχωσα θέση. Οι άνθρωποι που αποχωρίζονταν τότε δεν ήξεραν αν και πότε θα ξαναϊνωθούν, οπότε ήταν πολύ σκληρός ο χωρισμός και δεν τους έμενε παρά να ζουν με αυτή την αλγίδα, ότι κάποτε θα θα ναϊνωθούν. Είναι πλήθος τα σχετικά και είναι ένα πρεζάκι πολιτικά. Ο γυρισμός του ξενιτρεμένου ήταν μια πορυφαία στιγμή χαράς. Ας θυμηθούμε το τραγούδι των αιθρών αδελπού. Η χαμημένη μάνα έχει χάσει τους εννέα γιους της και αναθεματίζει τον έναν από αυτούς τον Κωνσταντή, γιατί λοιπόν έχει έγινε αιτία να παζευτεί στα ξένα η μοναχοκόρη της Ιαρεπή. Μας λέει λοιπόν «Σ' όλα τα μνήματα έκλειβες όλα τη ρομολιότα, στου Κωνσταντίνου τον μηνιό ανέσπατα μαλλιά της. Ανάθεμάσαι Κωνσταντή και μελιανάθεμάσαι, όπου μου την εξώρισες στην Ιαρεπή στα ξένα». Και απ' το μελιανάθεμα και τη βαριά κατάρα η γης αναζαλάχθηκε και ο Κωνσταντής ευγήκε. Κάνει το σύννεφο άλογο, κοιτάς τον χαλινάρι και τον φεγγάρι στην τροφιά και πάει να της τη φέρει. Την έφερε όντως και όταν εκείνη χτύπησε την πόρτα η μάνα από μέσα φώναξε. «Αν είσαι φίλος διάβαινε κι αν είσαι εχθρός μου φύγε. Κι αν είσαι ο Πιτροχάροντας άλλα παιδιά δεν έχω. Κι εδώ λέει η αρετούλα μου, λύπη μακριά στα ξένα. Σήκουμε όλα μου γλυκιά κι εγώ είμαι αρετήσου». Κατέβηκε, αναγκαλιάστηκαν και πρέθαναν και δυο. Εκτός από την έντονη βραματικότητα που κάνει το τραγούδι συναρπαστικό, συναντούμε και μία αναδύνειψη περί θανάτου που μας παραπέμπει στη αρχαιότητα. Ευτυχισμένος θάνατος είναι αυτός που επέχεται σε μια κοηφαία στιγμή ευτυχίας. Ποιος δεν θυμάται αγαλώς και τη σταχομαζόχλα του ο Πατιαμάδη, την πονεμένη θιά χτύτσα που μεγαλώθηκε, και με ευχή να βάσανα το αφανά της κόρης της, ενώ γι' όστις λύπη χρόνια στην ξενικιά και έχουν χαθεί τα ύχνη του. Και εκεί που τον είχε ξεγραμμένο, πόσοι χαρά δοκιμάζει όταν λαβαίνει γράμμα του και διπλέον χρήματα, το έκονται σε μια στιγμή απόλυτης ένδυας, μια στιγμή όπου στο σπίτι δεν υπάρχει ψύχα ψωμί. Έπρωγαν λέει τα παιδιά, ξεκολλούσαν κρύσταλα τις στέγι, ξεκολλούσαν βαρχυμονιά και ξεκολλούσαν κρύσταλα έτσι που κρεμμόντουσαν όπως έλειωνε το χιόνι, και τα έπρασαν κάτι κάτω στο στόμα τους και το σχόλιο του βαλμάνη είναι ελπίνοντα και κόμυρα. Ας θυμηθούμε ακόμη την ανήκητη ελπίδα, το δίγημα του Ιππηρότη Χρήστον Χριστό Βασίλη, οι Ιππηρότες κι αν ξενιτέγονταν, όπου η μάνα παράδειγμα τον χρόνια απουσία και σιωπή του λιού της, τον περιμένει πάντα, ελπίζει πάντα και κάποια στιγμή τον βλέπει ξαφνικά μπροστά της. Ακόμη ποιος δεν έχει συμβαταγωδίσει τον Τζιβαέρι, τον Καλλιμιόν Ικοσλαγώδη, που με δωρική λιτότητα εκφράσει τον πόνο της μάνας του ξενιτρεμένου. Αχ, η ξενιτιά το χαίρεται το μοσχολογουδόμενο, ένα τραγούδι που απέδωσε ουμαλικά η αίμνη σκηδόμενα σαμίου. Το χύμα της μετανάστευσης, στις δεκαετίες του παιδίδα και του εξήντα, άφησε έντονα τα ίχνη του στο λαϊκό μας τραγούδι. Τώρα που μένω έρημη μάνα, τύπα το τέλος μου κι εσύ καμπάνε, τραγουδάει σε τόνος πάραξη. Παραξικά αδειό η μάνα που ξεπρογορήσει τον παιδί της για τα ξένα, λες ότι κάνει τη λιβεία του. Μλήθος τραγουδιών επικεφαλεί στα τραγούδια του Στέλου Καζαντζίνη, μιλούν για τη μετανάστευση, και με τον έρεθον άλλον τρόπο που προβάλλει σ' αυτά η μορφή της μάνας. Ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι, μια καρέκλα πάντα αδιαλεί, σε προσμένο πως θα θα γυρίσει σ' αυτά τα ξένα γόντω μας παιδί. Όσος όμως είναι ο πόνος της μάνας για το ξενιτεμένο παιδί της, άλλωστος είναι ο πόνος του ξενιτεμένου παιδιού για τη μάνα. Χλένει τα πουλιά για ρένα και τα δέντρα για νερό. Χλαίω μανούλα μου κι εγώ για σένα που έχω χρόνια να σε δω. Ακόμη μεγαλύτερος είναι ο πόνος του παραστρατημένου παιδιού, που για να μπορούσε δεν θα τορμόσε να τελει μάνα. Η μαύρη μου κατάβια όποιος ξέρει, στη μάνα μου ποτέ να μην το πει. Αν μάθει ότι είμαι ένα κουρέλι, η δόντα θα πεθάνει το τοπί. Τραγουδάρας Τέρος Παζαντζίνης, ο οποίος είναι στεμπαρόδοχος, είναι σε τιμάνωσο κανένας άλλος τα τραγούδια του και όσο οδήγει στην φραντατική ζωή. Όμως, όπου υπάρχει πολύ φως υπάρχει και πολύ σκιά. Η ιδιότητα της μάνας με τα συμφείς αυτές τις χαρακτηριστικά, έρχεται να συνδυαστεί με τα ατομικά χαρακτηριστικά της κάθε συγκεκριμένης μάνας και το μήμα είναι κάτι πορά διαφορετικό. Ο συνδυασμός δεν είναι πάντοτε ευτυχής και επειδή ο δεσμός μάνας και επειδή είναι πολύ ισχυρός, είναι εξίσου ισχυρές και ιδεσμανείς επιπτώσεις του. Υπάρχει και η άπονη μάνα, η αδιάπονη μάνα, η στρίγλα μάνα, όσο και η φόνησα μάνα. Από την ίδια της αρχαιότητας μέχρι τις φόνεις και στον ημέρα μας. Το έγκλημα αυτό αντιμετωπίζεται όχι απλώς σαν από πρώτο έγινε χθες έγκλημα αλλά σαν παραθύσινο έγκλημα και αυτό παρά την κληθώρα των φόνων και των φωνιάνων της αρχαίας τραγουδίας του έγκλημα της Μίδιας φαντάζει σαν ό,τι πιο αποκριστικό. Η Ρίσταν παρόχου, ότι υπάρχει και άλλη εκδοχή για το φόνο των παιδιών του Βιάσουνα και της Μίδιας. Αλλά η τεράστια διάδοση που γνώρισε η τραγωδία, τραγωδία Μίδια κατέωσε αυτήν την ευρυπή διά εκδοχή. Αν θέλετε μπορούμε στο τέλος να τα πούμε και αυτά τώρα δεν θα ξεφυγούμε. Υπάρχει ακόμα και η μάνα που είναι διεκτικός αυτουργός και συνεργός στον φόνο της κόρης της. Για να πάρουν μια γεύση θα ανατρέψουμε στο δωδικανισιακό τραγούδι για ένα ζευγάρι ρόδα. Είναι μια παραλογή έτσι αφημαχότου. Ο Βασιλιάς που παίρνει και της ζήτησε δύο ρόδα και εκείνη που τα πρόσφερε. Τώρα όταν λέμε ρόδα μπορεί να μένει ακριβώς στο όνομα. Είναι αλληγορικό το αφήγημα. Τώρα όταν λέμε νερατζούλα φουμπωτή και μωρικοδούλα λεμπονιά κλπ παραπέμπουμε σε άλλες έννοιες. Η μάνα τέλος πάντων είδε τη σκηνή από μακριά και την υποδέχθηκε την κόρη με βρεσιές και φώναξε όλα τα άλλα μέλη της ευρύτερης οικογένειας για να την βοήσουν. Ακούστε τη Συνταγία. Βέρνουν τη δώδεκα αδερφή και δεκαεφτάξα αδέρφη. Κι η μάνα της και ο κύρις της με τα συντεροστάδια. Κάτω του Ιωασίλυμα η κόρη ψυχομάχα. Και τότε πια η μάνα ό, της ειρωνίας τι τη ρωτάει. Τη ρωτάει πως θέλει να την εκκροστολίσει. Να της φορέσει τα μάλινα, τα μεταξοτά, τα βελούνια ή τα φυσοκέντητα. Θέλεις τα μπα, θέλεις τα ξα, θέλεις τα βελουδένια μπα είναι οι αμπάρες, τα μάλινα οι φάσματα, ξα είναι τα μεταξοτά. Και η δυστυχή κόρη σε ψυχόντας απαντά δεν θέλω μπα, δεν θέλω ξα, δεν θέλω βελουδένια. Μόνο θέλω τούτα που φορώ το αίμα το βαμμένα για να το μάνω βασιλιάς και να διευκήσει χώρα πως μανικοσκορτώσατε για να ζευγάρει δόντα. Επίσης στον ερωτόκριτο του Βιτσέντου Κορνάρου λέει με τη μάνα να υπερθεματίζει σε αυστηρότητα έναντι της κόρης της Άρετούσας, της Βασιλοκόρης Άρετούσας και την τυπορούν γιατί είναι αγαπημένη με τον ερωτόκριτο έναν νέο που δεν είναι από βασιλική γενιά. Μας λέει λοιπόν το τίμα βάνει μέσα στη φλακή ο κύριος με τη μάνα σαν ξένη και ωσάν οχτρή στο παιδιεκάνα. Στη μάνα ήτονε πολλή τέτοια κονιά να δείξει και με τα χέρια τσίρας εκεί ήθελε να την πνίξει. Εγώ μεγάλο το κατώ σαν το κατούν και άλλοι να δείξει η μάνα στο παιδί τέτοια κονιά μεγάλη. Ίσως εδώ υποβάσκει φθόνους σχέση ανταγωνιστική. Η μάνα ζηέλει την γόρη που βρίσκεται στον αμφό της μιότης, ενώ η δική της θηλυκότητα αποδοθεί εκθήμους αποδίατων. Η μιότη μου μαγάρδικε, εκείνης τώρα ανθύζει όπως λέει η Βιάννερα στην τραχήνια του Σουφικλή όταν μαθαίνει ότι ο σύζυγός του Ερακλήση θυμάται να τελέσει γάμο με αρήλ ξεμίζει τόση σκληρότητα πάνω από τη μεριά της μάνας στην ταινία Νόμος τέσσερις χιλιάδες έτης πάλι δεχθεί στο σπίτι, τότε θα φύγει και εκείνη για να βρίσκεται κοντά στο παιδί της και να μπορεί να τους υπανασταθεί. Εξάλλου, στη εφημική κομμονία Η Θεία το Σικάω, ο ασθιός πατέρας, ο Άης της Μαγρύς, έχει τις χώρες του πολύ περιορισμένες και η μάνα ανησυχεί γιατί έχουμε φτάσει η ηλικία γάμου και πρέπει να χαλαρώσει η αυστηρότητα, να κάνουμε σαγούς στον κόσμο, γιατί πώς θα μπούν τα πλούς. Η θεατρική ηθοποιός μετέφερε την βιαιότητά της και στον κινηματογράφο. Σε πολλές ταινίες υποδίεται τη χείρα μάνα των λαϊκών στρωμάτων που αγωνίζεται στον πλευρό των παιδιών της με το κεφάλι ψηλά. Μπορούμε να πούμε ότι καθαγεία σε τη μορφή της μάνας, αν και η ίδια, δεν είναι για παιδιά, αιωνία τη σημείνει. Η κάθε μάνα όμως, αν άνθρωπος, έχει ελαττώματα. Καμιά δεν μπορεί να εσαρκώσει το μητρικό ιδεόδες, το οποίο μοιραία θα πρέπει να αναστηθεί κάπου αλλού σε άλλες σφαίρες. Αν ανατρέξουμε στην αρχαιότητα, στο δωδεκάρτατο του Ολύμπου, δεν θα δούμε καμιά ιδεόδη μητρική μορφή. Βεβαίως, η κάθε μητρική μορφή θα δίνει όλα για το παιδί της, αλλά μόνο γι' αυτό. Δεν είναι η μεγάλη καρδιά και η ανοιχτή αγκαλιά. Όσο για την πρώτη κυρία του Ολύμπου τη μοίρα, ούτε γιατί δεν είναι για τα παιδιά της, δεν νοιάζεται. Με την επικράτηση του χριστιανισμού, εισάγεται η προσκύνηση της Μητέρας του Χριστού, της Θεοτόκου, της Παναγίας τακτιμάς. Είναι υπαρθένος Μητέρα που τεκνοποιεί εκ Πνεύματος Αγίου, σύμφωνα με το δόγμα της νέας θρησκείας, έτσι όμως αποκρυσταλώθηκε στο σύμβολο της πίστερος. Τα Ευαγγέλια, λίγες πληροφοριές με δίνουν γι' αυτήν, έτσι πιστήχαν το παιδί ο Ελεύθερο να συμπληρώσουν τα κενά. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι εμφανίστηκαν δύο τάσεις. Ο δυτικός χριστιανισμός, ο καθολικισμός, έδωσε έμφαση στο στοιχείο της παρθενίας. Ο ανοιτολικός χριστιανισμός, η Ορτωδοξία, έδωσε έμφαση στο στοιχείο της μητρότητας. Για τον καθολικό, η Παναγία είναι κυρίως και πρωτίστως υπαρθένος. Για τον ορθόδοξο και δύο για τον Έλληνα, η Παναγία είναι κυρίως και πρωτίστως η Μάνα. Η μάνα, η κατεξοχή μάνα, η απόλυτη μάνα, αυτή που ενσαρκώνει και προσωποποιεί το μυθικό ιδεόδες, είναι η μάνα όλων των ανθρώπων. Ο Έλληνας την στόλησε με χίλια δυο προσωμίμενα. Βρεφοκρατούσα και λυκοφιλούσα, γιάστησα και παρηγορήτρα, γρηγορούσα και γογοεπίκος, και ακόμη σε κάθε τόπο, όπου κάθε τόπο θέλει να έχει τη δική του Παναγία, είναι ως τη Μαρελόχαλη, στη Σκιά Θεοικουνίσσα, στη Ρόδο η Τσαμπίκα, στη Γρήτη η Χρυσοσκαλίτισσα, και άλλες όλες, όταν καίστηνα ρυθμός. Η Παναγία, λοιπόν, είναι πάντα έτοιμη να ακούσει και να συμπονέσει, να συνδράμει, να έρθει αργός. Στα δύσκολα ο Έλληνας τι λέει, «Παναγία βόρθα, Παναγία σώσε» και μόλις έρθει η ζωτή διαγωγή, γιατί λέει «Δόξα σε ο Θεός». Η Παναγία ξεχάστηκε, λοιπόν, τόσο φυσικό και αυτονόητο. Φαίνεται ότι σαν μάνα έκανε απλώς το καθήκον της. Και επειδή ακριβώς είναι μάνα, δεν ζητάει κανένας ιδούς αντάλλαγμα ή ανταμοιβή, δεν ζητάει κανέναν αναγνώριση, ούτε βέβαιος ευγνωμοσύνη, δεν λυσηκακή, δεν διεκδική, ούτως ζητεί τα εαυτοίς. Αγαπάει ανεποχή με το υποθέσεον, αγαπάει το παιδί της απλώς και μόνο και επειδή είναι παιδί της. Αυτό άλλως δεν διαφοροποιεί τη μητική αγάπη από άλλες μορφές αγάπης. Αυτό είναι και κάτι άλλο. Αγαπάει το κάθε παιδί της με όλη της τιμή αγάπη. Δεν μοιράζεται η αγάπη της σε κομμάτια. Ο Ριτουργό λέει σε έναν διπλήμα ότι η αγάπη της μάνας είναι ένα ψωμί, που όσο το μοιράζεις, πολλαπλασιάζεται. Δεν είναι δηλαδή, το κάθε παιδί δεν έχει αναπόγωστη μόνο της αγάπης, την έχει μονοκλή, οπότε όσο περισσότερα τα παιδιά, τόσο περισσότερη η αγάπη. Αντίθετα η αγάπη είναι το περασμένη και εκδικτική. Δεν υπάρχει ευτυχία που να κόβεται στα τρία και γραμματικά. Βέβαια, στην πράξη οι μάδες και διακρίσεις κάνουν εμένα σε τα παιδιά τους, και διμώνουν μαζί τους και διμώνουν και φτάνουν αυτοί στους οικογένειο να καταλιούνται τα παιδιά τους. Στη λαϊκή παραδοσία η ευχή της μάνας είναι το είκα στη ζωή. Η κατάρα της, φορτίο της, βάστακτο είναι πάμπολα στα σχετικά αφηγήματα. Η Παναγία στέκεται πάνω από όλα αυτά. Είναι η μάνα των ονειρών μας, η μάνα που θα θέλαμε να έχουμε, να είχαμε. Πρώτα πρώτα με το θάλαστο της μάνας, τη μικρική παρεσία χρωμένη, με συτέλνει και πρεσβεύει υπέρυμον στον νέο και θεό της, να κρίνει με κατανόηση και ασυγγεία εμάς και τα σφαγματά μας. Η Παναγία θεωτώει και πρεσβεύει υπέρυμον. Αυτό παναλαμβάνεται κατά κόρων στη εκκλησία. Και ακόμα συμβάσχη με τους ανθρώπους είναι κάτι σαν προέκταση της μάνας του καθενός. Κλαίει η μάνα μου στο μυμό, κλαίει, κλαίει η Παναγία. Λέει ο ποιητής Τάσος Λιβαδίτης, το πίμο που φέρνει και τον τίτλο «Μάνα μου που Παναγία». Το οποίο μελοποιήσει ο Μίκης Στον Βαράκης, παλιό γνωστό τραγούδι, και σημαίνονται ότι πρόκειται για ποιον ανθρώπους με ενεργόπολικη δράση στο χώρο της αριστεράς, με εξωρίες, με φυλακήσεις, δεν έχει σημασία. Η Παναγία υπήρξε πανελλήνιο σέβασμα, μια συλλογική μητέρα. Ανήκει στον Θεό κόσμο, αλλά διατηρεί την ανθρωπιά της, είναι κλίμακα και γέφυρα ανάμεσα στον άνθρωπο και στον κάτω κόσμο, στον Θεό και στον άνθρωπο. Είναι χαρακτηριστικό της το θρύνο της Αλώσεως, μόλις ακούστηκε μέσα, στην Αλιασοφιά η φωνή του Αχάνιερμα λέει πως είναι θέλημα δεού η πόλη να του κέψει. Ποια υπήρξε η αντίδραση, η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσα με εικόνες, και τόσο πολύ ταράχτηκε που ο ποιητής ο άνθρωπος να βαμβάνει να την παρηγορήσει. Σώπωσε κύρα Δέσποινα και μην τον δακρύσεις. Και βέβαια σε παλιότερες νικηφόρες εποχές ήταν υπέρμαχος στρατηγός, κάτι σαν την πρόμαχο Αθηνά των αρχαίων Αθηνών. Είναι δηλαδή μια μάνα που καλύπτει όλο το φάσμα των αναγκών του ανθρώπου. Πολλές φορές έχουμε ακούσει να λέμε για κάποιον πως τον τιμώρησε ο Θεός. Ποτέ πως τον τιμώρησε η Παναγία. Εκείνη τους αγαπάει όλους καλούς και κακούς, χωρίς διακρίσεις. Είναι πολύ χαρακτηστική προκειμένου μια προσευχή που περιέχεται σ' ένα λειτουργικό κείμαμα το οποίο εκφορείται κατά την ακολουθία των θεαρισμών του. Αρχίζει προσφωνώντας την άσπηλα, μόλιντα, άρθωρα, άρχαμπτη κτλ και συνεχίζει. Μην δελείξει με, μην με απορρίψεις, μην με αποδιώξεις, των αμαρτωλών, των εναγεί, των εσχρείς λογισμίς και λόγεις και πράξες στην όλον εμαρτώνα χρειώσοντα και την των ιδονών του βύρου αθυμία, δηλαδή προσέξτε, είμαι αμαρτωλός, ριπαρός και μολυσμένος. Έχω φτάσει στην έσχατη βαθμίδα της εξαχρείωσης εξαιτίας εσχρώων λογισμών και λόγων και πράξεων. Με τη θέση μου έχω υποδουλωθείς της ιδονός σου βύρου, ούτε και την μόνο μετάνοια, λέω πως μου αρέσει η αμαρτία. Δεν λέω εγώ θα αλλάξω δουλειά, αλλά εσύ μην θέλεις να με... μην με αποδιώξεις, μην με απορρίψεις, γιατί η μάνα είσαι. Και όχι μια οποιαδήποτε μάνα, αλλά η τέλεια μάνα. Η μάνα θα τα ήθελα να έχω, η μάνα ως πλατωνική ιδέα, λογική αφέριση σε μια πραγματικά υπέροχη νοητική σύλληψη. Κατεβάζοντας τώρα από τον ιδεατός στον πραγματικό κόσμο, μπορούμε αδύστακτα να ακούμε ότι η μάνα, η κάθε μάνα, με την βαρουσία ή την απουσία της, με τις πράξεις της και τις παραλείψεις της, με τα χαρίσματα και με τα ευατώματά της, σημαδεύει κέρια και ανεξίπηλα τη ζωή μας. Γι' αυτό, όλοι οι σκέψεις της μάνας γεννά συναισθήματα, ανάλογα με αυτά που εξέφρασε ο Πυρκύς στην απολαίων λαβαθιό της, σε ένα πλήμα λέγοντας «Δεν είναι τίποτα στο σπίτι, μάνα μου, να μη σε φέρνει ολάκια στη σκέψη, και μη είναι τίποτα στη ζωή μου, μάνα μου, που να μην το έχεις κάπως συμβαδέψει». Και αφού αναφερθείς σε λογίς, λογίς αναμνήσεις και εμπιόματα, θα γίνει με αυτά τα λόγια. Και όχι τα μέρη εκείνα μόνο μάνα μου κάτι έχουνε για να την παραδείξουν, μα όσο και το ίδιο τον εαυτό μου μάνα μου, τον αγαπώ και γιατί ήτανε παιδί σου. Σας ευχαριστώ.