Διάλεξη 5: Υπόσχεσθαι, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην 5η διάλεξη του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου ερμηνεύομαι τον νόμο 7301 του 2014 για την οργάνωσης νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα και βρισκόμαστε στο άρθρο 12 με το τίτλο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο. Στην προηγούμενη διάλεξη είχαμε πει ότι ο όρος εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο είναι εντελώς εσφαλμένος σαν όρος νομοτεχνικός διότι το λεγόμενο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο είναι μία ένωση τουλάχιστον τριών θρησκευτικών νομικών προσώπων της ίδιας θρησκευτικής κοινότητας. Θρησκευτική κοινότητα όμως δεν είναι μόνο αυτή η οποία ανήκει σε κάποιο δόγμα του χριστιανισμού για τον οποίο είναι νοητή η ύπαρξη εκκλησιαστικού νομικού προσώπου αλλά έχουμε και τα άλλα θρησκέματα τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με τον όρο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο όπως είναι οι βουδιστές, όπως είναι οι δουιστές, οι μουσουλμάνοι κλπ δεν μπορεί να λέμε ενώση βουδιστών Ελλάδος εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, δεν μπορεί να λέμε ενώση Ινδουιστών Ελλάδος εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, μπορεί να λέμε ενώση Μουσουλμάνων Ελλάδος εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο. Για αυτό το λόγο είναι εντελώς εσφαλμένος αυτός ο όρος, πρέπει να αντικατασταθεί. Τέλος πάντων, το λεγόμενο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο είναι μία ένωση, όπως προείπαμε, τουλάχιστον τριών θρησκευτικών νομικών προσώπων της ίδιας θρησκευτικής κοινότητας. Δηλαδή οι ιδρυτές είναι τρία νομικά πρόσωπα και συγκεκριμένα τρία θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, αλλά όμως του ίδιου θρησκεύματος. Και αναφέρει το Άρθο 12 ότι αυτή η ένωση έχει επισκοπική συνοδική ή άλλη κεντρική δομή. Και πάλι αυτή η διατύπωση είναι ανεπιτυχής. Θα μπορούσε να αναφέρει ότι έχει την δομή την οποίαν αποφασίζει η ίδια η ένωση ή των τριών θρησκευτικών νομικών προσώπων της αυτής θρησκείας, για να καλύπτει όλες τις μορφές πολιτεύματος, δηλαδή μοναρχικό, οργαρχικό, δημοκρατικό. Η Ένωση αυτή λειτουργεί με βάση τον κανονισμό της, δηλαδή με βάση το καταστατικό της. Και εδώ δεν είναι κατάλληλος ο όρος κανονισμός, καταστατικό, όπως είναι και στα σωματεία καταστατικό. Κανονισμός είχαμε πει σε σχέση με τον κανονισμό του θρησκευτικού νομικού προσώπου, και το επαλαμβάνω και εδώ, ότι ο όρος κανονισμός θα μπορούσε να είχε περιοριστεί μία στην έκδοση κανονιστικών πράξεων από το Διοικητικό Συμβούλιο, ή τέλος πάντων από το όργανο που διοικεί, το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο. Στα πλαίσια της εξουσιοδότησης, η οποία θα παρεχόταν από το καταστατικό για συγκεκριμένο θέμα. Η αίτηση, λοιπόν, προς το Μονομελέσιο Πρωτοδικείο της Έδρας της Εκκλησίας υποβάλλεται από κοινού από τους ιδρυθές νομικά πρόσωπα, που είναι τρία τουλάχιστον θρησκευτικά νομικά πρόσωπα. Ποια έγγραφα επισυνάπτονται στην αίτηση, συστατική πράξη, ομολογίες, πίστεως και των τριών θρησκευτικών νομικών προσώπων για να εξακριβώσει το δικαστήριο εάν οι ιδρυθές θρησκευτικά νομικά πρόσωπα ανήκουν στην αυτή η θρησκεία. Επίσης υποβάλλεται μια κατάσταση με τα νόματα των μελών της διοίκησης, στην οποίαν πρέπει να μετέχουν και η θρησκευτική λειτουργή και αυτό δημιουργεί προβλήμα αντίθεσης προς τους διεθνείς κανόνες για τη θρησκευτική ελευθερία και την ελευθερία του συνετερής για θρησκευτικούς σκοπούς, διότι δεν είναι απαραίτητο, κατά τους διεθνείς κανόνες για αυτά τα θρησκευτικά ανθρώπινα δικαιώματα, να υπάρχουν και καταρχήν θρησκευτική λειτουργή και να μετέχουν θρησκευτική λειτουργή σε όργανα διοίκησης. Και επίσης πρέπει να υποβάλλεται και το καταστατικό που ονομάζεται κακός κανονισμός. Τώρα για τα υπόλοιπα ζητήματα εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις που ισχύουν για τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα στην επωνυμία πρέπει να περιέχεται η φράση εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο. Παράδειγμα, καθολική εκκλησία στην Ελλάδα, εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο. Αλλά και η υποχρεωτική πρόβλεψη της ίδρυσης εκκλησιαστικού νομικού προσώπου μόνον από θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, τουλάχιστον τρία, έρχεται σε αντίθεση με τους διεθνείς κανόνες για την ελευθερία εκδήλωσης θρησκείας και τους συνεταιρίζεται για τις σκεφτικούς σκοπούς από την άποψη ότι αν ένα εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο κατά το κρατικό δίκαιο ιδρύεται κατά το εσωτερικό δίκαιο από ένα άλλο όργανο του θρησκεύματος, τότε υπάρχει μία αντίθεση αυτής της διάταξης, το Άρθο 12, στην ελευθερία των θρησκευτικών περιπητήσεων και στην ελευθερία εκδήλωσής τους. Θα το δώσω με ένα παράδειγμα για να γίνει κατανοητό αυτό. Καθολική εκκλησία στην Ελλάδα, εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, εδρεύει στην Αθήνα και έχει ανώτατη αρχή την Ιερά Σύνοδο της καθολικής ιεραρχίας της Ελλάδος. Καταρχήν η καθολική εκκλησία στην Ελλάδα δεν αποτελεί ξεχωριστή οργανωτική δομή της εγγένει καθολικής εκκλησίας. Η λεγόμενη Ιερά Σύνοδο της καθολικής ιεραρχίας της Ελλάδος, αποτελεί μία ενδιάμεση ιεραρχική δομή, μεταξύ της ανώτατης εξουσίας της καθολικής εκκλησίας και των επισκομπών. Η οποία η Ιερά Σύνοδο συλλεγόμενη της καθολικής ιεραρχίας, δεν θα έπρεπε βεβαίως να ονομάζεται έτσι, αλλά θα έπρεπε να ονομάζεται επισκοπική συνδιάσκεψη. Αυτός είναι ο ορθός όρος με βάση το κανονικό δίκιο της Λατινικής Εκκλησίας, δηλαδή τον κόνικα κανονικού δικαίου της Λατινικής Εκκλησίας. Βέβαια θα μπορούσε κανείς να πει ότι σε αυτήν μετέχει και ο καθολικός έξαρχος, δηλαδή ο επίσκοπος, ο καθολικός, ο οποίος είναι διαπημένη τους ανατολικούς καθολικούς στην Ελλάδα. Όμως η πλειονότητα των μελών αποτελείται από λατίνους επισκόπους. Επομένως θα έπρεπε να ονομάζεται επισκοπική συνδιάσκεψη της Ελλάδος. Τέλος πάντως, ανεξάρτητα από την χρήση αυτού του όρου, η λεγόμενη Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδος είναι μια ιεραρχική δομή, όπως προανέφερα, όχι όμως η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα, κατά το εσωτερικό δίκιο της Καθολικής Εκκλησίας. Πάντως, ανεξαρτήτως αυτού του γεγονότος και ανεξαρτήτως το ότι κάποιος άλλος θα μπορούσε δεχομένως να πει ότι επειδή η λεγόμενη Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδος υπάρχει άρα, εμέσως υπάρχει και η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως αυτής της γνώμης. Ο νόμος αυτός ο 4301 στο άρθρο 13 αναγνωρίζει την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα που εδρεύει στην Αθήνα και έχει ανώτατοι αρχή την Ιερά Σύνοδο της Καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδος ως εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, εννοείται Σουι Τζένερης. Η Ιερά Σύνοδος όμως της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος, δηλαδή η επισκοπική συνδιάσκεψη κάτου κώδικα κανονικού δικαίου της Λατινικής Εκκλησίας ιδρύεται από την Αγία Έδρα. Δεν ιδρύεται από την Αγία Έδρα η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα αλλά η Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος, η ορθότερα η επισκοπική συνδιάσκεψη των καθολικών δηλαδή επισκόπων στην Ελλάδα ιδρύεται από την Αγία Έδρα. Δηλαδή από τον Πάπα. Αλλά ο Πάπας δεν έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το Ελληνικό Δικαστήριο να αποκτήσει η επισκοπική συνδιάσκεψη της Ελλάδος την οποίαν ο ίδιος ιδρύσε κατά το εσωτερικό δίκαιο της Καθολικής Εκκλησίας, να αποκτήσει νομική προσωπικότητα κατά το κρατικό ελληνικό δίκαιο. Αλλά αυτήν την δυνατότητα, αυτό το δικαίωμα έχουν τρία θρησκευτικά νομικά προσωπικά. Δηλαδή τρεις επισκοπές που θεωρούνται θρησκευτικά νομικά προσωπικά, τρεις καθολικές επισκοπές. Μα οι καθολικές επισκοπές δεν ιδρύουν την λεγόμενη Ιερά Σύνοδο της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος, την ιδρύει ο Πάπας την Ιερά Σύνοδο της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος, δηλαδή την επισκοπική συνδιάσκεψη. Αλλά το ελληνικό κρατικό δίκαιο λέει οι επισκοπές, οι καθολικές είναι αυτές οι οποίες θα είναι οι ιδρυτές. Εδώ έχουμε λοιπόν πάλι μια σαφή αντίθεση της διάταξης αυτής στο άρθρο 12 ως προς τον ιδρυτή ή τους ιδρυτές εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, όταν τα θρησκεύματα έχουν ιεραρχικό πολίτευμα. Και προχωρούμε στο άρθρο 13, το οποίο αφορά αυτό το θέμα με το οποίο είχαμε αρχίσει προηγουμένως να ασχολούμαστε. Δηλαδή αφορά την αυτοδίκη αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας της καθολικής εκκλησίας στην Ελλάδα, των καθολικών επισκοπών, των ενωριών, των μονον, που περιλαμβάνονται σε αυτή τη λίστα των 240 θρησκευτικών νομικών προσώπων που απαριθμούνται στο νόμο 4301 του 2014. Η παράγραφος 1 του άρθρου 13 αναφέρει «Αναγνωρίζονται ως ίδια νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου χωρίς καμιά άλλη διατύπωση και χωρίς συντήρηση των διαδικασιών που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 12». Δηλαδή χωρίς αίτηση στο δικαστήριο για αναγνώριση. Γιατί η αναγνώριση είναι αυτοδίκη από αυτόν τον νόμο. «Εστο κι αν δεν υφίστανται ηλάχιστοι αριθμοί πιστών ή θρησκευτικών νομικών προσώπων προβλέπονται». Δηλαδή έστω κι αν δεν υπάρχουν για κάθε ένα θρησκευτικό νομικό πρόσωπο 300 τουλάχιστον πιστή ή έστω αν δεν υπάρχουν για την καθολική εκκλησία στην Ελλάδα τουλάχιστον τρία θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, αν και υπάρχουν πολύ περισσότερα. «Όσο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο αναγνωρίζεται λοιπόν αυτοδικαίως η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα που εδρεύει στην Αθήνα και έχει ως ανώτερη αρχή την Ιερά Σύνοδο της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος». Για αυτήν μιλήσαμε εκτεταμένως προηγουμένως. Και αναγνωρίζονται αυτοδικαίως ως θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, ιδιωτικού δικαίου εννοείται πάντα Σουι Τζένερης λόγω της αυξημένης τυμπικής ισχύιος της προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας γι' αυτό Σουι Τζένερης. Οι θρησκευτικές κοινότητες, επισκόπες, ενωρίες, μονές, με τις παρακάτω αναφερόμενες επωνυμίες, οι οποίες είναι ανασποσπαστά συνδεδεμένες με την Καθολική Εκκλησία. Και αναφέρονται. Στην Καθολική Αρχιεπισκοπή Νάξου Τίνου Άνδρου Μικώνου αναφέρονται 85 θρησκευτικά νομικά πρόσπατα, τα οποία αναγνωρίζονται αυτοδικαίως, ενωρίες και μονές. Καθώς και οι ίδιες οι επισκοπές. Επισκοπές ποιες είναι? Καθολική Αρχιεπισκοπή Νάξου Τίνου Άνδρου Μικώνου, άλλη Καθολική Αρχιεπισκοπή Κερκύρας Ζακίνθου Κεφαλινίας, τρίτον Αρχιεπισκοπή Καθολικών Αθηνών, τέταρτον Καθολική Αρχιεπισκοπή Ρόδου, πέμπτον Καθολική Επισκοπή Σύρου, έκτον Καθολική Επισκοπή Θήρας, έβδομον Καθολική Επισκοπή Κρήτης, όχδον Καθολική Επισκοπή Χίου, έναντον Αποστολικό Βικαριάτο Θεσσαλονίκης, δέκατον Ελληνική Καθολική Εξαρχία, δηλαδή των Ανατολικών Καθολικών. Έχουμε λοιπόν 11 Επισκοπές, οι οποίες αυτονοηγούνται αυτοδικαίως από το νόμο αυτό ως θρησκευτικά νομικά πρόσωπα. Η Καθολική Αρχιεπισκοπή Νάξου Τίνου Άνδρου Μικώνου έχει 85 θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, ενωρίες και μονές. Η Καθολική Αρχιεπισκοπή Κερκύρα Ζακίνθου Κεφαλινίας έχει 19 θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, ενωρίες δηλαδή και μονές. Η Αρχιεπισκοπή Καθολικών Αθηνών έχει 47 θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, ενωρίες και μονές. Η Καθολική Αρχιεπισκοπή Ρόδου έχει 27 θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, δηλαδή ενωρίες και μονές. Η Καθολική Επισκοπή Θήρας έχει 9 θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, δηλαδή ενωρίες και μονές. Η Καθολική Επισκοπή Κρήτης έχει 8 θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, δηλαδή ενωρίες και μονές. Η Καθολική Επισκοπή Χίου έχει 16 θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, δηλαδή ενωρίες και μονές. Η Ελληνική Καθολική Εξαρχία έχει 7 θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, ενωρίες και μονές. Και η Εξαρχία των Ενελάδη Αρμενίων Καθολικών έχει 3 θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, ενωρίες μονές. Εκτός από αυτή τη λίστα των 240 θρησκευτικών νομικών προσώπων της Καθολικής Εκκλησίας που αναγνωρίζονται αυτοδικαίως από τον νόμο μαζί με την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα που αναγνωρίζει τον θρησκευτικό νομικό πρόσωπο, έχουμε αυτοδίκη αναγνώριση από τον νόμο και άλλων θρησκευτικών νομικών προσώπων, άλλων δηλαδή θρησκευτικών κοινοτήτων. Η Αγγλικανική Εκκλησία στην Ελλάδα ως θρησκευτικό νομικό πρόσωπο αναγνωρίζεται με την επωνυμία Αγγλικανική Εκκλησία στην Ελλάδα, θρησκευτικό νομικό πρόσωπο που εδρεύει στην Αθήνα. Η Αιθιοπική Ορθόδοξη Εκκλησία η οποία είναι μονοφυσετική αναγνωρίζεται ως θρησκευτικό νομικό πρόσωπο, αυτοδικαία ως αναγνωρίζεται ως θρησκευτικό νομικό πρόσωπο υπό την επωνυμία Αιθιοπική Ορθόδοξη Εκκλησία της Αθήνας, θρησκευτικό νομικό πρόσωπο που εδρεύει στην Αθήνα. Η Κόπτορθόδοξη Εκκλησία της Αιγύπτου, που είναι και αυτή μονοσφιτική, αναγνωρίζεται ως, αυτοδικαία ως αναγνωρίζεται ως εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο υπό την επωνυμία Αιγυπτιακή Κόπτορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο που εδρεύει στις Αχαρνές Αττικής και ως θρησκευτικά νομικά πρόσωπο οι ενωρίες της, δύο ενωρίες της. Η Εκκλησία των Ορθοδόξων Αρμενίων, η οποία είναι και αυτή μονοφυσίτες, αναγνωρίζεται ως εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο με την επωνυμία Μητρόπολη Ορθοδόξων Αρμενίων Ελλάδος, εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο που εδρεύει στην Αθήνα και ως θρησκευτικά νομικά πρόσωπα οι ενωρίες της. Ενέα ενωρίες. Η Ευαγγελική Εκκλησία των Γερμανόγλωσων αναγνωρίζεται αυτοδικαίως από τον νόμο αυτόν ως θρησκευτικό νομικό πρόσωπο υπό την επωνυμία Ευαγγελική Εκκλησία Γερμανόγλωσων εν Ελλάδη θρησκευτικό νομικό πρόσωπο που εδρεύει στην Αθήνα. Η Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία αναγνωρίζεται αυτοδικαίως από τον νόμο αυτόν ως εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο με την επωνυμία Ευαγγελική Εκκλησία της Ελλάδος. Εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο που εδρεύει στην Αθήνα και ως θρησκευτικά νομικά πρόσωπα οι ενωρίες της. Οχτώ ενωρίες της. Η Ορθόδοξη Εκκλησία των Ασυρίων αναγνωρίζεται αυτοδικαίως ως θρησκευτικό νομικό πρόσωπο με την επωνυμία Χριστιανική Ασυριακή Εκκλησία στην Ελλάδα, θρησκευτικό νομικό πρόσωπο που εδρεύει στο Εγάλεο Αττικής. Η Αρμενική Ευαγγελική Εκκλησία της Ελλάδος αναγνωρίζεται αυτοδικαίως ως θρησκευτικό νομικό πρόσωπο με την επωνυμία Αρμενική Ευαγγελική Εκκλησία της Ελλάδος που εδρεύει στον Πειραιά. Όλα αυτά τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα της Καθολικής, η Καθολική Εκκλησία δηλαδή στην Ελλάδα και τις υπόλοιπες εκκλησίες που αναγνωρίζονται αυτοδικαίως ως εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα καθώς και τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα όλων αυτών των θρησκευτικών κοινοτήτων πρέπει μέσα σε προθεσμία όπως αναφέρει και το άρθρο 13 στην παράγραφο 2 για την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα και το άρθρο πάλι 13 στην παράγραφο 6 για τις υπόλοιπες θρησκευτικές κοινότητες πρέπει μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός αίτους από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στη εφημερίδες κυβερνήσεως, δημοσιέθηκε αυτός ο νόμος όπως προκείται την εφημερίδες κυβερνήσεως στις 7 Οκτωβρίου 2014 μέσα σε προθεσμία ενός αίτους από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στη εφημερίδες κυβερνήσεως αυτά τα αυτοδικαίως αναγνωριζόμενα εκκλησιαστικά ή θρησκευτικά νομικά πρόσωπα οφείλουν να υποβάλλουν σχετική αίτηση μεταδικαιολογητικά στο πρωτοδικείο της έδρας τους προκειμένου να εγγραφούν αυτόματα δηλαδή αυτοδίκαια στο οικείο βιβλίο θρησκευτικών νομικών προσώπων. Αυτό να φορά τα καθολικά εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπα και θρησκευτικά νομικά πρόσωπα προβλέπει η παράγραφος 2 του άρθρο 13 τα εξής εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός αίτους από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην εφημερίδα της κυβερνήσεως. Τα οσάνο νομικά πρόσωπα της καθολικής εκκλησίας οφείλουν να υποβάλλουν δια του Προέδρου της Ιεράς Συνόδου της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος σχετική αίτηση με τα δικαιολογητικά που προβλέπονται στο άρθρο 3 και 12 δηλαδή για τα δικαιολογητικά για τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα και για το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο στο 12. στο πρωτοδικείο της έδρας τους καθώς και περιγραφή της εδαφικής αρμοδιότητας κάθε νομικού προσώπου προκειμένου να εγγραφούν αυτόματα δηλαδή αυτοδίκαια στο εκείο βιβλίο θρησκευτικών νομικών προσώπων. Τώρα αν δεν έχουν συστατική πράξη και καταστατικό κανονισμό δηλαδή τότε δεν τα υποβάλλουν αυτά διότι πάρα πολλά από αυτά τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα έχουν πολύ παλαιή ύδρεση και δεν διασώζονται συστατικές πράξεις και καταστατικά. Γι' αυτό και ο νόμος εξαιρεί από την υποχρέωση υποβολής μαζί με την αίτηση ωσυνημένων εγγράφων της συστατικής πράξης και του κανονισμού δηλαδή του καταστατικού των θρησκευτικών νομικών προσώπων που στερούνται αυτών των δύο εγγράφων. Την ίδια εξαίρεση περιέχει ο νόμος αυτός και για τα εκκλησιαστικά και τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα των υπόλοιπων θρησκευτικών κοινοτήτων τις οποίες προναφέραμε. Διευκρινίζεται στην παράγραφο 6 το άρθρο 13 ως προς τις θρησκευτικές κοινότητες τις διαφορετικές από την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα ότι τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα που υπάγονται πνευματικά και διοικητικά δηλαδή ενωρίες και μονές που υπάγονται πνευματικά και διοικητικά σε εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο υποβάλλουν υποχρεωτικά κοινή αίτηση με το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο προκειμένου να υπάξει αυτοδίκαιη καταχώρηση στο ειδικό βιβλίο για τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα του θρησκευτικού νομικού προσώπου που ζητά την αυτοδίκαιη καταχώρησή του σε αυτό το βιβλίο. Δηλαδή να δούμε ένα παράδειγμα. Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία αναγνωρίζεται από το νόμο Αυτοδικαίως ως εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο με την υπονομία Ευαγγελική Εκκλησία της Ελλάδος εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο και θρησκευτικά νομικά πρόσωπα αναγνωρίζονται 8 ενωρίες. Παράδειγμα μια από αυτές ενωρίες Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία Αλεξανδρούπολης θρησκευτικό νομικό πρόσωπο που εδρεύει στην Αλεξανδρούπολη. Η Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία λοιπόν Αλεξανδρούπολης θρησκευτικό νομικό πρόσωπο που αναγνωρίζεται αυτοδικαίως πρέπει να υποβάλει κοινή αίτηση μαζί με το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο στο οποίο υπάγεται πνευματικά και ηδηγητικά, δηλαδή μαζί με την Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο να υποβάλουν κοινή αίτηση στο πρωτοδικείο της Αλεξανδρούπολης ούτως ώστε να καταχωρηθεί αυτοδικαίως εντός προθεσμίας ενός αίτουσα από τη δημοσίεση αυτού του νόμου στη στιγμή της κυβερνήσεως για την καταχώρηση, για την εγγραφή δηλαδή της Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησίας Αλεξανδρούπολης θρησκευτικό νομικό πρόσωπο στο ειδικό βιβλίο θρησκευτικών νομικών προσώπων που τηρείται στο πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης. Μετά την πάραδο της προθεσμίας ενός αίτους καμία δημόσια υπηρεσία δεν θα συναλλάσσεται με αυτά τα νομικά πρόσωπο αν δεν έχουν εγγραφή στο κείο, δηλαδή αν μέσα σε ένα έτος δεν υποβάλουν την αίτηση μαζί με τα δικαιολογητικά που προβλέπονται για την αυτοδίκη η καταχώρησή τους, δηλαδή χωρίς δικαστήριο, για την αυτοδίκη η καταχώρησή τους κατευθείαν στο ειδικό βιβλίο σωματίων τότε χάνουν τη νομική τους προσωπικότητα. Σε αυτό το σημείο τελείωσε η πέντη διάλεξη του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την προσοχή σας. |