: Σεκινώντας αυτήν τη διαδικτυακή συζήτηση, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους διοργανωτές αυτών των εκδηλώσεων με αφορμή τα 10 χρόνια από τη βράβευση της Βιβιοθήκης Βέρειας με το γραβείο Πρόσβασης στη Μάθηση από το Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς, για την τιμή που μας έκαναν με την πρόσκλησή τους να συμμετάσουμε σε όλες αυτές τις εκδηλώσεις. Συζητήσεις εκ του μακρόθεν ονομάσαμε τη σημερινή μας εκδήλωση, μιας και οι δύσκολες συνθήκες τις οποίες διαβιούμε δεν ευνοούν το να παρευρισκόμαστε στο φιλόξενο χώρο της Βιβιοθήκης, δεν ανερούν όμως το μαζί σε όλη αυτή την προσπάθεια που κάνουν. Έτσι λοιπόν σήμερα τέσσεριοι καταξιωμένοι δημιουργοί συζητούν για τέσσερις εκκληπώντες δημιουργούς που με το έργο τους άφησαν το αποτύπωμά τους στα γράμματα και τις τέχνες. Πρόκειται για τον ποιητή και μεταφραστή Κλειτοκύρου το έργο του οποίου θα παρουσιάσει η ποιήτρια Έλσα Κορνέτη, τον ποιητή και παιζογράφο Μάρκο Μέσκο για τον οποίον θα μιλήσει ο ποιητής Βασίλης Παπάς, τον ζωγράφο Κώστα Λούστα που το έργο του θα παρουσιάσει ο αρχιτέκτονας και ιστορικός τέχνης Παστής Καζανιάκη, τέλος ο συγγραφέας και εκδότης του περιοδικού Παρέμβαση το οποίο εκδίδεται στην Κοζάνη αλλά κυκλοφορεί σε ολόκληρη την Ελλάδα, θα μας μιλήσει για τον σκηνοθέτη Γιάννη Καραχησαρίδη που διετέλεσε διευθυντής του ΔΥΠΕΘΕ Βέριας και κατόπιν του ΔΥΠΕΘΕ Κοζάνης. Θα ξεκινήσω με λίγα λόγια για την ποιήτρια Έλσα Κορνέτη. Η Έλσα Κορνέτη γεννήθηκε στο Μόναχο, σπούδασε οικονομικά στην Ελλάδα και στη Γερμανία. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος, δημοσιεύει τακτικά ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια, κριτικά κείμενα και μεταφράσεις. Ποιήματα της έχουν περιληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθρολογίες και έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε πολλές γλώσσες. Έχει εκλώσει 12 βιβλία, εκ των οποίων τα 8 είναι ποιητικές συλλογές. Δύο ποιητικά της βιβλία, το ένα «Βουκέτο Ξαροκόκκαλα» το 2009 και το «Κονσέρμα Μαργαριτάρι» το 2011, ήταν υποψήφια για το κρατικό βραβείο ποιήσεις. Το ποιητικό βιβλίο της «Κανονικοί άνθρωποι με λοφείο και μία παρταλίου ρα» 2014, τιμήθηκε με το βραβείο Γιώργος Κάθλερ. Για τον κλειτοκύρου, τον οποίο θα μας μιλήσει, είναι ένας ποιητής και μεταφραστής. Το γνωρίσαμε κυρίως ως μεταφραστή και κατόπινος η γενιά ειδική μου τουλάχιστον. Και κατατάσσεται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Έχει εκδόσει πάρα πολλές ποιητικές συλλογές και πάρα πολλές μεταφράσεις ξένων, ποιητών και θεατρικών συγγραφέων. Τιμήθηκε για το έργο του και θεωρείται ένας από τους βασικούς ποιητές αυτής της γενιάς. Το λόγο τον έχει η Έλσα, η οποία θα μας πει για τον κλειτοκύρου. Να ευχαριστήσω για τη μεξονία της Κεντρικής Βιβλιασίας Κιβέριας και για την πρόσκληση του ποιητή Γιωγογώτη. Ο κλειτοκύρου γεννήθηκε το 1921, πέθανε το 2006. Είναι ο ποιητής του κοινού οράματος, του κοινωνικού πόνου, της κοινωνικής συνείδησης, της ύτας και των σκοτωμένων ονείρων. Ο ποιητής που τον απασχολούσε η μεγάλη εικόνα της κοινωνίας του κόσμου. Ανήκει στην ομάδα των θεσσαλονικαίων ποιητών, με τον Μανώλη Αναγνωστάκη με τον οποίον υπήρξαν και καρδιακοί φίλοι, με τον Θασίτη Φιλιτά Καφτατζή, λεγόμενη πρώτη μεταπολεμική γενιά, αφοσιωμένη πολύ σοβαρά στην τέχνη της ποιήσεις και με γνήσια ανησυχία για την οδύνη των εποχών. Ο κλήτος Κύριου Ανήκης ποιητές που ταράζουν τα νερά του μεταπολεμικού κλίματος και προϊονίζει την έλευση της κοινωνικής θείης στη βόλη της Θεσσαλονίκης. Το πεδίο γραφής του ξεκινά με την ητά των ονείρων, όπως γράφει γι' αυτό ένας άλλος θεσσαλονικός ποιητής, ο Μάρκος Μέσχος, για να καταλήξει στην ανάκτησή τους. Τα γνωστικά επόδια του για την εποχή του υπήρξαν εξαιρετικά και αξιοσημείωτα. Απόφητος του Αμερικάνικου Κολεγίου Ανατόλια, γνώριζε άριστα την αγγλική και γαλλική γλώσσα και τα γερμανικά. Από που και μετέφραζε, είχε σπουδαίο μεταφραστικό έργο. 43 χρόνια ασχολήθηκε με την επίηση του T.S. Eliot. Από που και μετάφρασε τα σπουδαότερα έργα του. Σπούδασε νομικά και οικονομικά στο Οριστοτέλιο Πανεπιστήμα Θεσσαλονίκης και είχε πλούσις επαφές και γνώσεις με την ευρωπαϊκή ποιηση. Ένας ποιητής με προσωπική φωνή, που δούλεψε ακάμα τα κάτω από το βάρος των γεγονότων της εποχής του, κάτι που τον επηρέασε βαθιά και αποτέλεσε και μεγάλο μέρος της θεματολογίας του, αναφέρων δεικτικά τα μεταπολεμικά δεινά, το αίμα του εμφύλιου σπαραγμού, την Απριλιανή παράνοια και τη σύγχρονη ευτέλεια. Η ποιήση του λυπής παρακτική εξομολογητική, απαλλαγμένη από ομελοδραματισμούς, μια διαδρομή στις ατραπούς των ονείρων και στις πληγές της μνήμης, κινήθηκε σε έναν τριπλό άξονα, του έρωτα, της μνήμης και της ιστορίας. Το 1998, στο αφιάρωμα του δεκαπενθήμερου πολίτη, ο κλήτος Κύρου εξομολογείται. Η σχέση μου με την ποιήση υπήρξε πάντοτε και εξακολουθεί να είναι ερωτική. Έτσι την ονομάζω εγώ. Είναι έρωτας παράφορος και παράνεμος που δεν τολμούσα να φανερώσω. Την ημέρα ήμουν τραπεζικός και το βράδυ ποιητής. Ο ποιητής αυτός κατανοήσε απόλυτα το λίγο του χρόνου, όπως τυλωφορείται το ομώνυμο ποιημά του. Και ο χρόνος, ο λιγοστός, ήταν κάτι που τον καταδυνάστευε, επίμωνα και βασανιστικά. Συνέχεια σκέφτηκα να συνδυάσω ένα πλήθος σκέψεων και συναισθημάτων, που με κατακλείζουν λόγω των συνθηκών του εγγλισμού εν μέσω πανδημίας, με αφορμή ένας πουδέο πλήμα της συλλογής του κληδικύρου από τη βραβευμένη του συλλογή «Τα πουλιά και η αφύπνηση» 1987, αλλά και ένα σύνολο διαπιστώσεων που αφορούν το σύνολο του έργου του. Μια δρομή μέσα στις λέξεις «Τα παρεστισιωγόνα πουλιά». Τα πουλιά του χειμώνα στην πόλη ζουν και επιβιώνουν με την παρέστιση της καλοκαιρίας. Η παρέστιση είναι μια αόρατη πανοπλία για να μην νιώθεις, για να μην αισθάνεσαι, ό,τι σε ταλαιπωρείς, σε θλίβη και σε λυπή, για να οχυρώνεις πίσω από τη θωράκηση μιας καταφαντασίας προστασίας. Μια εξαιρετική μεταφορά για το θέμα του εγκλωβισμού, της εκούσιας εχμαλωσίας, σε μια κατάσταση στεφανομένη με τις αλυσιδωτές φαντασιώσεις για αποδράσεις με τα φτερά των παρεστισιωγώνων πουλιών του κλητου κύρου, που μεταφορικά θα μπορούσαν να είναι τα όνειρα ή αλλιώς τα φτερωτά πλάσματα της μύμης. Ένα μικρό απόσπασμα. Μόλις το νιώθεις στις κλειδόσεις σου καταλαβαίνεις πως μεταμορφώνεσαι βαθμιαία σε λιθάρη της. Σε πνοού βαρδάρι, σε σύννεφο μεν εξελεί. Στο ηλιοβασίλεμα βλέπω ξάφνου στο χιονισμένο ορίζοντα ένα δέντρο. Το χωρίς κυνάζει τα κλαριά του και αμέσως κρότος γυαλικών. Και δες τα πουλιά του χειμώνα μου ψιθυρίζει μια λιπόθυμη φωνή. Είναι τα παρεστισιωγόνα πουλιά. Και όμως πάνω μου στον ίδιο πάντοτε ουρανό μέρα και νύχτα ακούω να φτεροκοπούν πουλιά. Στήνω αυτοί και είναι οι λέξεις που φτεροκοπούν χωρίς σταματημό. Κρύβονται πίσω από θάμνους ή μέσα σε δωμάτια. Οι ίδιες λέξεις που άλλοτε ξεστόμηζαν οι πρόγονοί μου και οι προγονοί σου στα γυρίσματα των αιώνων σ' αυτήν οδό την άφθανδρη πόλη. Στο πληκτικό απόσπασμα ο κλήτος Κύρου μέσα σε λίγο μόνο στίχους συνοψίζει την ιδέα ενός συλλογικού ασυνείδητου όπου τα όνειρα, οι αναμνήσεις, τις πραγματικές εικόνες είναι ενσωματωμένες και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά διαμέσου των χιλιετιών και στη συνολική θεωρία περί αρχαιτήπων. Πανερόπως το ποιητή απασχολεί ή κατά τον Φρόιρ κληρονομιά των αρχαίτυπων αναμνήσεων των απαρχών της ζωής του ανθρώπου. Οι μήμες είναι λέξεις και οι λέξεις όνειρα. Και τα όνειρα πουλιά, και ο ποιητής ουδέποτε υπήρξε δραπέτης της μνήμης, αλλά εκπροσθείς ενός συλλογικού πόνου και νοσταλβός μιας άλλης πραγματικότητας. Τα παρεστισιωγόνα πουλιά ορμούν εφνίδια και ραμφίζουν το ποιητή για την απάτη του απίρου για το κυνήδι της άλλης ζωής. Τώρα οι μέρες δεν είναι πια δυσκίνητες, όπως έναν καιρό αρχίζεις να μετράς το χρόνο με τις νύχτες γιατί σου λείπουν τα κατάλληλα αντισόματα. Ελπίζεις σε μια καθυστέρηση και μάτρυ γύρω σου τρύπιες φωνές και υπενυκτικά χαμόγελα για την απάτη του απίρου και ξανά από την αρχή το κυνήδι της άλλης ζωής φνιγμένη μέσα σε άσποντα φιλιά. Λύτος Κύρου είναι ο ποιητής, ο αιώνια περιπλανόμενος, ο περιπατητής του σύμπαντος κόσμου που σπάζει με τις σκέψεις, τη φαντασία, τις εικόνες, εν τέλει με την τέχνη των λέξεών του, τα δεσμά, τα όρια, το πλαίσιο που τόσο σιχετικά τον και μας περιβάλλει. Η αφυρημένη σκέψη δεν ζει περιορισμένη στα όρια μιας πόλης, η ποιητική σκέψη είναι μια παγκόσμια ενδυνάμη κατάσταση που όλα τα σαρώνει και όλα τα μεταμορφώνει κοιτώντας μέσα από τον πρισματικό φακό ενός μοναδικού και ανεπανάληπτου βλέμματος που φέρει μια προσωπική σφραγίδα όμια με τη μοναδικότητα του δακτυλικού αποτυπώματος. Είναι η φαντασίωση αυτή όμια με του ανθρώπου που παλέπτει την αποτυχία της ύπαρξης να καταλάβει τα όνειρα της πνευδεσίσσης, της παρεστίσης, ό,τι τροφοδοτεί με δύναμη και παραφορά την ύπαρξη για να επιβιώσει δημιουργικά με την τρομακτική εκκρεμότητα της ύπαρξης. Ευχαριστούμε την Ελσα Κορδέτη για την εισηγησί της για τον ποιητή Κλητοκύρου και θα περάσουμε στον ποιητή Βασίλη Παπά ο οποίος θα μας μιλήσει για τον Μάρκο Μέσκο. Ο Βασίλης Παπάς γεννήθηκε στην Εδεσσα το 1954. Σπούδασε ιταλική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή της Προεδρίας. Δημοσίευσε για πρώτη φορά ποιήματά του στο περιοδικό Το Δέντρο το 1985 και το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο «Παράγραφος 1-2» εκδόθηκε από τις εκδόσεις 60 το 1987 και ακολούθησαν άλλα τρία. Το τελευταίο του βιβλίο με τον τίτλο «Κυαροσκούρο» εκδόθηκε από τις εκδόσεις Κύχλη το 2018. Ποιήματα, πεζάδο, κύμια και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Ποιήματα του έχουν συμπεριβληθεί σε διάφορα ανθολογίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και έχουν μεταφρασθεί στα σουηδικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, αγγλικά, βουλγαρικά και σλαβομακεδονικά. Υπήρξε για 25 χρόνια, 1991-2016, πρόεδρος του φιλοπρόοδου Συλλόγου Έδησας Μέγας Αλέξανδρος του Ιστορικού Πολιτιστικού Συλλόγου της Πόλης με συνεχή παρουσία από το 1922. Στην διάρκεια του 1922, θεσμοθετήθηκαν διάφορα πολιτιστικά γεγονότα ορισμένα και με διεθνή χαρακτήρα στον τομέα του κινηματογράφου, της μουσικής, των εικαστικών και προαδοσιακών χορών και εκβηλώσεων λόγου με την πολίτημη και διαρκή συνεργασία του ποιητή Μαρκουμέσκου. Υπήρξε επίσης αντιπρόεδρος του Πρώτου Διοικητικού Συμβουλίου που δημιούργησε τη Δημόσια Βιβλιοθήκη Έδησας στην περίοδο 2003-2008. Θα μας μιλήσει για τον ποιητή Μαρκουμέσκο, ο οποίος εγκαταλέγεται στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Είναι ένας ιδιαίτερος ποιητής και ως προς την γλώσσα, εις ο οποίος πάντα επίστευε με το έργο και τη στάση του ότι ο άνθρωπος και ο ποιητής είναι ενταγμένα στη φύση και ένα αγαστή συνεργασία με αυτήν. Βασίλης Παπάς έχει το λόγο. Να προσέσω και τις δικές μου ευχές για τη Βιβλιοθήκη της Βέρειας, να συνεχίσει αυτήν την υποδειγματική και παραδειγματική πορεία της. Τώρα με τον Μαρκουμέσκο γνωριστούσαμε το 1988, για να μας ενώσει στο εξής μια βαθιά φιλία που κράτησε μέχρι το θάνατό του την πρωτοχρονιά του 2019. Η πρώτη μας συνάντηση έμοιαζε περισσότερο με μια γνωριμία που είχε χρόνια πίσω της και η φιλία που προέκυψε με τη διαρκή αναπροσαρμογή μέσα στο χρόνο έφτασε να εξαλληθεί σε μία σχέση μικρού προς μεγάλο αδερφό, όπως ο ίδιος ήθελε να την αποκαλεί συχνά. Ο Μέσκος έφυγε τελικά από τη ζωή πολυβραβευμένος, όπως του άξιζε, έστω και με κάποια αρκετή θα έλεγα καθυστέρηση που περιέχει και το σχετικό της παρασκήνη. Θεωρείται σήμερα από τους κορυφαίους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς και δεν είναι λίγοι όσοι υποστηρίζουν ότι έχει υπερβεί εδώ και καιρό το όριό της για να συγκαταλάγεται πλέον στους σημαντικούς ποιητές της μεταπολεμικής Ελλάδας. Γεννήθηκε στην Έδεσα το 1935, ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές, ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας, αλλά η πίεση του πατέρα του τον οδήγησε στο κατάστημα υποδημάτων της οικογένειας ένα επάγγελμα που θεωρούνταν τότε ιδιαίτερα προσωδοφόρο. Ο Μέσκος υποχρεώνεται τελικά να ζήσει τη νεότητά του σε ένα επαρχιακό περιβάλλον της εποχής εκείνης με έντονα οργουελικά στοιχεία όπου μια διάχειτη επιτήρηση στον χώρο γινόταν ιδιαίτερα αισθητή με αποτέλεσμα να μπλοκάρει σε πολλά σημεία τη καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Γεννημένος, λοιπόν, το 1935 έζησε σε μικρή βέβαια ηλικία την κατοχή. Στην αρχή της εφηβείας του τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, με τη λευκή τρομοκρατία κρατική και παρακρατική να έχει κυρίαρχη παρουσία στη πόλη, βιώνει στη συνέχεια τον εμφύλιο και νέως πλέον αποτυπώνει εντονότερα τη μετεμφυλιακή εποχή της ενηγματικής δεκαετίες του 50. Ο Μέσκος, άμεσος μάρτυρας και ακροατής διηγήσεων, αντιλαμβάνεται ότι τα περισσότερα από τα συμβαίνοντα εκθυλίσσονται μέσα σε ένα κλίμα απόλυτου καφικού παραλογισμού. Ενώ ένα πλήθος νεκρών, εξωρίστων, φυλακισμένων, ανεϋποψίας των απλών ανθρώπων, που παγιδεύονται σε δίκες και εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες, και πολλών άλλων που αναγκάζονται με τη βία να βγουν στο βουνό μέσα στον εμφύλιο για να σκοτωθούν ή να χαθούν ως πολιτικοί πρόσφυγες, δεν θα αργήσει να καλύψει όλο το σκληρό δίσκο της μνήμης. Και αυτή ακριβώς η αποταμίευση της μνήμης θα αποτελέσει το βασικό υλικό και την πυρήνα της ποιησής του από την πρώτη συλλογή του 58 π.α.θ., που στην ηλικία 23 χρονών αισθάνεται ήδη να ασφιχτεί μέσα του και να ψάχνει τρόπο να ανατηθεί όλο αυτό το περιεχόμενο μέχρι και την τελευταία του 18 τα όνειρα στον Άντι. Από τη θεματογραφία αυτή δεν θα απομακρυνθεί ποτέ. Η δεστιλιστική εξέλιξη της ποιησής του θα την περιλαμβάνει και θα τη διαχειρίζεται σε μια ανανεούμενη διαρκώς βάση. Η εποχή της έδεσσας φραγίζεται από τον ισχυρό δεσμό φιλίας που ανέπτυξε με τον Πελοποννήσιο δάσκαλο Οδυσσέα Γιαννόπουλο που με τον φιλολογικό ψευδόνυμο Όμυρος Πέλας έγραψε το κλασικό σήμερα στάλακ από τα σημαντικότερα μυθιστορίματα μαρτυρίες για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας στην νεοελληνική λογοτεχνία. Ο πολύπαθος Οδυσσέας Γιαννόπουλος μετά την Ομυρία του στη Γερμανία της διώξης και την εξωρία σε Ικαρία και Μακρόνησο όταν επέστρεψε στην Ελλάδα θα ξαναβρεθεί στα μέρη της έδεσσας αρχές του 50 όπου είχε προδιοριστεί ως δάσκαλος. Ο πρόωρος όμως θάνατός του σε ηλικία 41 ετών το 1962 θα στερίσει από το ΜΕΣΚΟ ένα πολύτιμο φίλο συνομιλητή και συμπαραστάτη και η σκέψη να εγκαταλείψει την έδεσσα αρχίζει να απασχολεί σοβαρά το μυαλό του. Θα την πραγματοποιήσει τελικά το 65 όταν ένα πρωί χωρίς να το γνωρίζει κανείς ανεβαίνει στο λεωφορείο με προορισμό την Αθήνα. Θα φιλοξενηθεί στην αρχή στο σπίτι της παντρεμένης εκεί αδερφής του και θα σπουδάσει γραφιστικές τέχνες στη σχολή Δοξιάδη. Θα εργαστεί σε διάφορες διαφημιστικές εταιρίες και το ισχυρότερο, ίσως επαγγελματικό του ύχνος αυτής της περιόδου θα είναι το πουλί λογότυπος του περιοδικού ταχυδρόμου. Ο μεγάλος φίλος της εποχής αυτής, ο φίλος της ζωής του θα γίνει ο σπουδαίος δοκιμιογράφος και ποιητής Γεράσιμος Λικιαρδόπουλος, εκδότης του περιοδικού σημειώσης με το οποίο ο ΜΕΣΚΟ θα έχει μακρόχρονη συνεργασία. Και η μεγάλη του φίλου, βεβαίως, η Κυκίδη Μουλά, που αξιμούσε βαθύτατα από την εποχή που ελάχιστοι είχαν εντοπίσει ακόμα τη σπουδότητά της. Η Αθήνα, όμως, θα βιωθεί σε μια άλλη εξωρία. Δεν μπόρεσε να ενσωματωθεί, δεν θέλησε να ριζώσει. Και στα βιβλία αυτής της περιόδου φαίνεται ξεκάθαρα πως η προβολής του είναι πάντοτε στραμμένη προς τα πάνω, προς την έδεσα. Εκεί θα επιστρέψει το 80 για λίγα χρόνια και στη συνέχεια θα μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη, όπου θα εργαστεί στις αγροτικές συνετριστικές εκδόσεις και θα συνταξιοδοτηθεί το 93. Ούτε όμως και η Θεσσαλονίκη θα διευκολύνει τα πράγματα στη ζωή του. Η πόλη με του στήλα και συντηρητισμού και των υφέρποντα εθνικισμό, που θα κυριαρχήσει μετά τα συλλαλικτήρια στις αρχές του 90, λειτουργεί αρκετά εχθρικά προς το ΜΕΣΚΟ, που εύκολα γίνεται στόχος λόγω καταγωγής ως ντόπιος γηγενής Μαρκεδόνας. Η πίηση του ΜΕΣΚΟ από νωρίς δείχνει ότι ενσωματώνει και θα πορευθεί στη συνέχεια με δύο βασικά στοιχεία. Το πρώτο είναι το υλικό της μνήμης που αναφερθήκαμε προηγουμένως. Το δεύτερο στοιχείο είναι η χωϊκότητά της, η διαρκής και αδιάλειπτη σχέση που διαμορφώνει με τη φύση σε όλο της το φάσμα, με το ανάγλυφό της στα βουνά, τους κάμπους, τη θάλασσα, τα δέντρα, τα ζώα, τα πουλιά. Η παρουσία της ίδια από τα πρώτα του ποιήματα δείχνει τον βασικό ρόλο που παίζει στην ποιητική του, που οδηγεί κατά κάποιο τρόπο τα ποιήματα. Η σχέση αυτή μέσα από την εξέλιξη της ποιητικής του δίνει όλο και περισσότερο την εντύπωση ότι του στρώνει ταυτόχρονα ένα πεδίο έκφρασης, ότι του δημιουργεί δηλαδή ένα δρόμο ελευθερίας μέσα από τον οποίο μπορεί να μιλήσει ευκολότερα και για τα άλλα πράγματα που δεν του παρέχει η πραγματική ζωή. Η φύση με την ουδετερότητά της, με το ελεύθερο πέταγμα των πουλιών, το αδέσμευτο πέρασμα του ανέμου, την απλότητα και την ηρεμία προτάσσει μια προστατευτική κορνίζα και καθίσταται ένας απόλυτα φιλόξενος χώρος για να υποδεχθεί αισθήματα, σκέψεις, συγκινήσεις, τραυματικές εμπειρίες, όλο το διάσπαρτο ψυχικό τοπίο του ποιητή. Ο Μέσκος αναζητά τη βοήθειά της διαρκώς για να μπορεί κάθε φορά να διαχειθεί ένα δύσκολο περιεχόμενο μέσα στο λυρισμό της. Και μέσα από ένα νευρικό ατύθασο, θα έλεγα, μοντάζ, που από συλλογή σε συλλογή χρησιμοποιεί όλο και πιο έντονα, θα σπάει τους τείχους σε μικρότερες νοηματικές μονάτες και σε αυτό το μείγμα από τις φυσικές εικόνες με το περιεχόμενο της μνήμης σε μια σχέση συνεχούς αλληλοδιαδοχής, η φύση σαν ένεση ενέματος αναλαμβάνει να καλύψει με τη δύναμή της όλα τα κενά στο εσωτερικό του ποιήματος και να παραδώσει το τελικό συμπαγές του αποτέλεσμα. Αυτή η διαδικασία αποτελεί κατά την ταπεινή μου άποψη το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ποιήσης του Μέσκου και παράλληλα αντιπροσωπεύει τον πρωτότυπο προσωπικό κώδικα έκφρασης του ποιητή, μέσα από τον οποίο θα επιβληθεί στο τέλος ως μία αναγνωρίσιμη και ξεχωριστή φωνή στα νεοελληνικά μας γράμματα. Ευχαριστούμε. Ευχαριστούμε τον Βασίλη Παπά για την υσήγησή του για την ποιήση του Μάρτου του Μέσκου και θα περάσουμε στον Ποστή Καζαμιάκη, ο οποίος είναι αρχιτέκτονας, ιστορικός της αρχιτεκτονικής και ιστορικός της τέχνης. Σπούδασε στο Πολιτεχνείο της Θεσσαλονίκης, αρχικά τροπογράφος μηχανικός κατόπιν αρχιτέκτον μηχανικός, έκανε μεταπτυχιακά στην ιστορία της αρχιτεκτονικής, στην ιστορία της τέχνης, στην αρχιτεκτονική φωτογραμμετρία, στις αστρονομικές μετρήσεις, παρατηρήσεις των ουρανίων σωμάτων, τεκμηρίωση και στην αποκατάσταση των μνημείων. Από το 1976 έως το 2012, 36 χρόνια, εργάζει και στα μνημεία της Αστακρόπολης, ένα από τα οποία τα έργα του είναι η αποκατάσταση πνήματος της αρχαίας οδού των τρυπόδων. Συνεργάτης του αρχαιογνωστηφού περιοδικού χώρος, από το 2010 παραδίδει μαθήματα ομιλίες για την αρχαία βυζαντινή αναγκενησιακή τέχνη για τον Μπαρόκου, για την τέχνη του 18ου, 19ου και 20ου αιώνα. Από το 1912 είναι επιμελητής στον Ιανό της βίωρης εκβηλώσης περιορέου όπου προσκαλεί ζωγράφους, λογοτέχνες, γλύπτες, χαράκτες παρουσιάζοντας το έργο τους, παράλληλα διδάσκει ιστορία τέχνης αρχιτεκτονικής στο πολιτιστικό τμήμα της Αγροδικής Θραπέζης της Ελλάδος, της Θραπέζης Πειραιός και στον Λαϊκό Πανεπιστήμιο και σε πολλά ανοιχτά πανεπιστήμια και στο Δήμο Ζωγράφου. Έχει πάρα πολλές δημοσιεύσεις για θέματα τα οποία αφορούν τα ενδιαφέροντά του. Κωστή έχει το λόγο, θα μας μιλήσει για τον ζωγράφο Κωστή Λούστα, ο οποίος αν και γεννήθηκε στην Αθήνα, έζησε στη Φλόριννα, έζησε στην Αμερική, έζησε στη Αισαλονίκη και ξανά στην Αθήνα. Κωστή έχει το λόγο. Ευχαριστώ Γιώργο, ο Κώστας Λούστας γεννήθηκε το 1933 και πέθανε το 2014. Αν θα θέλαμε μερικούς τίτλους, επικεφαλίδες, που αντιπροσωπεύουν τη ζωγραφική του Κώστα Λούστα, θα λέγαμε η αναζήτηση της αλήθειας στην τέχνη, που είναι λίγο κλισέ, αλλά του πίστευε ο άνθρωπος, φωτεινές πολύχρωμες πυκήλες και σκυρές αντανακλάσεις στο έργο του ποιητή, βιολιστή και ζωγράφου Κώστα Λούστα, ο ζωγράφος που δεν δέχτηκε να συνθηκολογήσει ούτε με τον ίδιο τον εαυτό του, η γοργή αστραπία οπτική αντίληψη του ζωγραφικού θέματος και μια φράση του Καζατζάκη που χαρακτηρίζεται η ζωγραφική του Κώστα Λούστα είναι η εξής έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφεις στον παράδεισο και μπες μέσα. Είχα την τύχη να δω πάρα πολλές εκθέσεις του Κώστα Λούστα στην Αθήνα στη Θεσσαλονίκη και μία στο Λονδίνο, αν και έκανε πολλές εκθέσεις παντού και πάρα πολλές στη Νέα Υόρκη. Λίγα λόγια για τη ζωή και το βίο του, μερικά βιογραφικά, σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Μόρχαλι. Η διάρκεια των σπουδών του ήταν κανονική από το 1953 έως το 1958. Ήταν μια πολύ γόνιμη και δημιουργική περίοδος για τη Σχολή Καλών Τεχνών και οι συμφιντητές του ήταν ένας και ένας. Κράτησε δε φιλίες με πάρα πολλούς από αυτούς. Η πρώτη του ατομική έκθεση έγινε στη Θεσσαλονίκη το 1961. Κοιτάζω και το χρόνο. Στην Ελλάδα το έργο του παρουσιάστηκε σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, πλήθως δετιμητικές διακρίσεις και βραβεία έλαβε. Από το 63 και για πολλά χρόνια ο Λούστας έζησε και εργάστηκε στη Νέα Υόρκη παρουσιάζοντας τη δουλειά του σε διεθνούς φημίες γκαλερί και ιδρύματα του εξωτερικού. Η δουλειά του Λούστα άρεσε. Θα παρακαλούσα εδώ τη Βιβλιοθήκη της Βέρειας να βάλει την εικόνα, το πορτρέτο του Λούστα, την αυτοπροσωπογραφία του να την βλέπουμε, που την έχουμε αποδικέψει εκεί. Το 1991 ο Δήμος της Θεσσαλονίκης τίμησε την 30χρονη καλλιτεχνική του παρουσία με μια ατομική έκθεση στο Βαφοπούλιο Πνευματικό Κέντρο, ενώ το 1993 τον βράβευσε για την προσφορά του στα εικαστικά και την παρουσίαση της σειράς 81 πορτρέτα προσωπικοτήτων της Θεσσαλονίκης. Ο Λούστας ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία, τη μουσική, τη δημοσιογραφία ενώ όλη του τη ζωή δεν σταμάτησε να παίζει βιβλιοθήκη που ήταν το μεγάλο του πάθος. Το αυτοβιογραφικό του βιβλίου με τίτλο «100 και πλέον δαχτυλίδια για πρίγκιπες» εκδόθηκε από τις εκδόσεις 1-2005. Πολλά χρόνια πριν από αυτή την έκδοση είχε τιμηθεί από το Σύλλογο Ελλήνων Λογοτεχνών για την προσφορά του στις τέχνες και τα γράμματα και το ποιητικό του έργο από τις Νομαρχίες Ποζάνης και Φλόρινας. Ο Κώστας Λούστας υπήρξε ένα από τα τρία ιδρυτικά στελέχη του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης της Φλόρινας και πισηρά ετών στέλεχος της Εικαστικής Επιτροπής των Δημητρίων. Μερικά ερωτήματα και λίγες διαπιστώσεις για την τέχνη ενός αθώρυβου βιολιστής ζωγράφου. Η ζωγραφική του Κώστα Λούστα είναι μοντέρνα, επαναστατική, απλή, αφαιρετική, εντάσσεται σε κάποιο κίνημα τέχνης. Ένα πορτρέτο είναι επιτυχημένο όταν δείχνει περισσότερο την εξωτερική ή την εσωτερική όψη του απεικονιζωμένου. Το τελικό έργο του Κώστα Λούστα ζωγραφίστηκε σε απόλυτη εξάρτηση και ταύτιση με το μοντέλο του. Γιατί ονομάστηκε σπινθυρογόλος πολίτης του κόσμου? Οι πινελιές του Κώστα Λούστα χαρακτηρίστηκαν απλόχερες, γεμάτες αυτοπεποίθησης. Γιατί πολλά έργα του Κώστα Λούστα χαρακτηρίζονται αφηρημένα και ταυτόχρονα αναπαραστατικά και πλήρη καλλιτεχνικής ατμόσφαιρας? Πόσο βοήθησε ο σκεπτόμενος Λούστα στη ζωγραφική του να εξελιχθεί σε μια τέχνη αληθινή, τίμια και κατανοητή? Η μουσική, η πίηση, η δροσιά μιας εφηβικής ορμής, το σχέδιο, το χρώμα, η ποικιλία στην έκφραση συνθέτουν ένα πολίγονο που εμπεριέχει και χαρακτηρίζει όλα τα έργα του Λούστα. Ο Σεζάν θα ανακάλυπται στα έργα του Λούστα τα αγαπημένα του γεωμετρικά σχήματα, κύβους, κόνους, σφαίρες. Σύμφωνα με τον Σεζάν αυτά συνθέτουν κάθε ζωγραφικό έργο. Γιατί η τοποθέτηση του έργου στο κάδρο μας παραπέμπει σε παράξενα αλλά καλέσθητα φωτογραφικά καδραρίσματα? Ο Κώστας Λούστας μέσα από τα έργα του υποδεικνύει τη γνώση για την πορεία της μοντέρνας ζωγραφικής, αλλά δεν ξεχνά την ακαδημαϊκή και παραδοσιακή τέχνη. Εσθάνεσαι καθαρά στα έργα Λούστα την ευχάριστη ποιητική πολύχρωμη και μυρωδά τη αύρα τους, ακόμα κι αν αυτό που ζωγραφίζει είναι ένα απλό καθημερινό θέμα. Ο Χρύσανθος Χρήστου το 1993 στην έκθεση 81 πορτρέτα προσωπικοτήτων της Θεσσαλονίκης γράφει «Ο Κώστας Λούστας, καλλιτέχνης με γόνιμη πορεία και προσωπικό έργο, δημιουργός πάντα ανήσυχος, δεν δέχεται να συνδικολογήσει ούτε με τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Λούστας έρχεται να μας ευνηδιάσει με τις δημιουργίες του». Περισσότεροι από 80 πίνακες προσώπων και προσωπικοτήτων της Θεσσαλονίκης, αλλά και με την έκταση και το χαρακτήρα των μορφοπλαστικών του διαπιστώσεων. Με συνεχή και πλούσερ παραγωγή 50 ετών, μας γράφει ο Χάρης Καμπουρίδης στα Νέα τον 8 Βετου 2006. Με συνεχή λοιπόν και πλούσερ παραγωγή 50 ετών λέει ο Καμπουρίδης, με ζωγραφική καθαυτή, δηλαδή αστραπία οπτική αντίληψη του θέματος και γρήγορη μεταγραφή του στο τελάρο, με κινήσεις και χρώματα εξπρεσιονιστικά σχεδόν βία αλλά και αθώα. Ο Λούστας ζει το τοπίο. Γίνεται ένα με την βορειο-ελλαδίτικη υγρασία που βαραίνει τα χρώματα και θυμίζει τις τονικότητες των ολανδών τοπιογράφων. Θα ήθελα να τελειώσω με μια φράση του Βαν Κόκ που χαρακτηρίζει τον Λούστα, τη ζωγραφική του. Ο Βαν Κόκ είπε ότι οι ζωγραφικοί πίνακες έχουν μια δική τους ζωή που πηγάζει από την ψυχή του καλλιτέχνη. Νομίζω και όσοι τον γνώρισαν θα το είχαν καταλάβει ότι αυτό ταιριάζει πολύ στον Λούστα. Σας ευχαριστώ πολύ και ήθελα να σου πω πάλι Γιώργο ότι σήμερα στην εφημιρίδα των συνταχτών δημοσιεύω αυτό το κείμενο που σας διάβασα με φωτογραφίες όμως και κάποιες ακόμα φράσεις. Ευχαριστούμε τον Βαν Κόκ. Ευχαριστώ. Ευχαριστούμε τον Καζαμιάκη για την ομιλία του και θα τελειώσουμε με τον Βασίλη Καραϊγιάννη ο οποίος θα μας μιλήσει για τον Γιάννη Καραχισάριδη, το σκηνοθέτη του ΔΥΠΕΘ. Ο Βασίλης Καραϊγιάννης γεννήθηκε το 1953 στη Λευκοπηγή Κοζάνης. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Από το 1984 μέχρι σήμερα εκδίδηκε διευθύνη πνευματική επιθεώρηση Κοζάνης η παρέμβαση. Από το 1996 έως το 2003 διετέλεσε διευθυντής της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης και του Ιστιντού του Βιβλίου και Ανάγνωσης. Είναι μέλος εταιρείας συγγραφέων. Έχει εκδόσει 20 βιβλία με αφηγήσεις, ιστορίες, οδυπορικά νουβέλες, πεζογραφήματα. Έχει επιμεληθεί πριν τα 100 βιβλία. Έχει δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά και έχει διαγραμμώσει πάμπολες εκδηλώσεις πνευματικού χαρακτήρα. Ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στην Κοζάνη. Θα μας μιλήσει για τον σκηνοθέτη Γιάννη Καραχισσαρίδη, ο οποίος και αυτός γεννήθηκε στην Κοζάνη. Κύριος Καραγιάνης έχει το λόγο. Αντί των αυτονόητων ευχαριστειών μου είναι αντίλωση ομολογία. Όταν ήμουν υπόνεμος άρχων των βιβλίων και των γραμμάτων στην Κοζάνη ως πόλη του Βιβλίου, δε χώνει από μέσα μου τη βιβλία της Ιβέριας. Εμείς να έχουμε τη μεγαρύτερη βιβλιοθήκη στην Ευαρχία και την ιστορικότερα στο Πανελίνο, αλλά η βιβλία της Ιβέριας μας περνά σε όλα. Δημοσιότητα, δράσεις, σύγχρονες υποπνές, ξάφλαινη χρήση του διαδικτύου και της ηλεκτρονικής επιστήμης. Πράγματα που συγκινούσαν τον κόσμο, το λέω τώρα, ζήλευα και ευθουνούσα κάπως και αυτήν και τους συντελεστές της, αυτού του βιβλιοθάρματος της. Ζητώ αναδρομικά συγχώρηση. Αφού και ως ποιητή με καλέσετε, όπως βλέπω στην πρόσπληση σε αυτήν τη συντροφία, ας αρχίσω λίγο με ένα στίχο, ένα Ιωνί επίγραμμα της διεξαγωγής μου. Ήσουνα μετάκλυτα Ολυμπιακός, αλλά στο θέατρο Ολυμπιονίκης, τώρα στην αγαθή μας μνήμη ως οικός, Γιάννη Καραχισταρίδη, Αλισμών δε Ανίκης. Στον άνθρωπο τώρα, για τον οποίο μετέχω σε αυτήν την διαδικτυουργική ευφρόσινη συνείπαρξη, συζήτηση με εκλεκτούς γνωστούς φίλους. Για τον Γιάννη Καραχισταρίδη θα να πω, μακαρία η μνήμη του, τον άνθρωπο του θεάτου και του πολιτισμού. Γεννήθηκε το 1955 στην Βαζάνη, σπούδασε οικονομικά, στη νομική Αθηνών και θεατρικό τρόπο στις σχολές του Πέλου Κατσέλη και του Λιονίδη Τριβιζά. Ειδικεύτηκε στο πολιτιστικό μάνατζιν όπου και διέπρεψε. Γιάννη έχουμε και μία ηλικία, άρα είμαστε μόνο για βραχυδάχη χρόνια σχέδια. Τι είπα συνέχεια στη σύζυγή μας. Όχι καπητέ μου, όσο υπάρχουμε, δημιουργούμε. Αυτό άλλωστε είναι η ζωή, δηλαδή η συνέχεια της κρατιβερινότητας επί του αβελτίου. Και προχωράμε. Σκέφτομαι τεκτικά αυτά τα λόγια τώρα που δεν υπάρχει αμετάκλητα ως σώμα, κορμή και ύλη μοναδική. Ο ανεπανάριθος άνθρωπος Γιάννης Καραγιστρανίδης πέθανε το 2000. Αυτός ο μαχητής του θεάτρου, κατ' αρχή, αλλά κυρίως για εμένα ο δημιουργός καταμόρχες του πολιτισμού, στην πράξη και στον λόγο, που ήρθε και ανέλαβε τα θεατρικά μας γυμνάσματα. Στην πόλη ήθελε να καζαντήσει κατά τους πραγματευτάδες, επί του θεατρισμού, ή πάνω στον ήμι θεατροαργασμένο τομάρι μας, ότι σε αυτό είχαμε ήδη θυμονιάσει για πολύ λίγα χρόνια, με το νεότευτο υπεθέμα, κάποιες υπρομήθειες και θεατρικούς ζαχειριέδες, κλατίνες, κατά πώς έγραφε το Γιάννης. Και εμείς ήρθαμε κάποιες υπρομήθειες. Ως μικρό φωριό που ήμασταν όμως, αρχικά τον εκθληφθήκαμε, πολύ, και εγώ ορισμένος, ότι έρχονται όλοι ξένοι απ' έξω και να μας μάθουν πολιτισμό και γράμματα, αν και αυτός είχε και κάποιες καταγωγικές ρίζες από την Κοζάνη, αλλά όχι και ρίζες δημιουργίας αφού αλλού έδινε και έκανε. Στη συνέχεια, κατά ανάγκη που τον συμπάθησα και εγώ, σχεδόν τον τάτρεψα, χωρίς να του το πολυδείχνω, ας πούμε και να υπερβολεί ακίνδυνα πλέον, ότι δεν ζει κιόλας για να μας διαψεύσει. Ήμουν από αυτούς τους πόλαιος που τον αγάπησαν αδόλως από μακριά και τον ερωτεύτηκαν χωρίς προφυλάξεις και επιβιλάξεις κάποιες φορές από κοντά. Η γνωριμία μου ζεστάθηκε και με ένα σατιρικό σονέτο που του χάρισα στην επέτεια των εκατό χρόνων ελευθερίας της πόλαιος, την οποία δίχτυνε 600 χρόνια Κοζάνη, συγγράφει ο Ματαιοσπονταρχός Χαριτωνίδης, αλλά ενορχιστρώνει ο εκατόνταρχος Αφιών Καραχισταρίδης. Αλλά έτσι εξεγγνούν οι αγάπησες μου. Έσυσε τα σκηνικά τους στις αίθουσες, στα κύλα των θεάτρων, τα καφέ, τις πλατείες, τις ρούγες, μέχρι και τα αμφιλιά στα καραούλια λόγω χάριτισης λευκοπηγής, που διάβραζε ές ραπάνου, σημεία ανοιχτοδία αυγουστιάτικη γεμάτη ανθρώπους ωραίους από το χωριό, την πόλη, τα απέναντε βουνά και τις λιροστάνες. Ομολογόπως δεν με χωρούσαν οι σκηνοθεωτικές και θεατρικές του επιτέλξεις. Σκηνοθέτης περίπου 70 θεατρικές παραστάσεις, 6 οάπελες, στις χαρατικές σκηνές, στα περισσότερα διευθευτές και στο αριστερό θέατρο. Γενικός διευθυντής του Ελληνικού Φεστιβάλ, κατηγενικός διευθυντής του Αντιπετή Βερίας και Κοζάνης και εδώ άρα συγκενεύουμε εκ θεατρικής συνεργείας με τη Βερία. Εκτελεστικός διευθυντής των Παγκόσμιων αγώνων και λοιπά. Οι ευρύτερες ακολουθίες των πολιτιστικών διαπραγμάτων του με συγκενούσαν. Εν τούτοις, έκανε θέατρο χειληκτικό κάποιες από τις βαρετές και επαναλαμβανόμενες χρόνιες καθημερινότητες μας σχόλους και υπογρίας και της έδωσε ύπαρξη τέχνης. Ήταν παιδί της καλλιτεχνικής πιάτσας. Συδοκιμάστηκαν χρόνια στην Αθήνα σε διάφορα πόστα με γνωριμίες άσσοτες, δυνατότητες άπειρες και γαλαντόμιος άνθρωπος αφίδωλος. Κάποτε του ζήτηξαν μια διευθυνστική καταχώρηση των διπεθέντων διαπραγμένων για την παρέμβαση. Χαρήν ενησίσια ότως. Μου βρήκε μια διευθυνστική καταχώρηση βαρβάτη με γαλακτοκοπικά προϊόντα μιας εταιρείας Όλυμπος ο Αθειόβουμος. Όταν σαν παρέμβαση κάτι δήκαμε στην Αθήνα να δηλώσουμε το παρόν, εν ζωή και όχι μόνο στα τέφια, στον Ιανό, ήταν αυτός που με έλεγε σε διάφορες ζητήματα. Μάλιστα, έβραμε ζήτη εκείνη τη βαριά και την κυρία Εμιλία Υψηλάντη, με τη λαμπερή παρουσία της, η οποία διάβαζε εκεί μανά μου και εγώ ένεθα με εναρκωτική σχεδόν, ζάλη και ιδονή. Συμμερουσίαζε κάποια φορά ένα βιβλίο μου, το σκαλινό τρίγωνο της αμαρτίας, και αφού διάβασε διαδικώτο τρόπο τέχνη που την κατήχε, δυο φορές την ίδια παράγραμμα, τόσο τον είχε συναρπάσει, τότε και εγώ κατάλαβα τι έγραφα ή τη νύχτα που ήμουν κατά τον άλλον γρήγορο χαμένο γραφενιώτη ΠΤ, Δημήτρη Βιεσάουτα, τότε μου είπε δημοσίως και ακόμα το σχέμα μου. Άκουνα σε πουφύρα μου, φεύγω τώρα γιατί θέλω να δω τον Ολυμπιακό, τη τηλεόραση, που παίζει, δεν ξέρω ποιο θυμάμαι ποιο μάνα, φύγε έφυγε και αθώος ο πρεχθόμενος. Μα αυτό ήταν και θέατρο που της στιγμής που το ήξερα και το έπαιζε συχνά στην πόλη. Ή το Ολυμπιακός λοιπόν, εντελώς, κάτι που δεν το χώρευα από αυτό. Δεν τον ζούσα στον άνθρωπο περίγειδό του. Ήμουν και ήταν στην αγαπητική περιφέρα των αισθημάτων των ξεχωριστούν ανθρώπων, που ένιωθα χρέος να τιμώ και να εκτιμώ. Αναπαράστησε σε μια μεγάλη κλιμακοσθετική παραγωγή δρόμου την απελευθέρωση της Κοζάνης στον εορτασμό των 100 χρόνων ελευθερίες της, με μεγάλη έμφραση, στόμφο και αισθητική ακρίβεια. Και με όλη την βόλη παρούσα στην πλατεία της να εορτάζει οικούς άκους. Στους μεγάλους καλλιτεχνικούς γεγονότων ανοιχτού χώρου. Γενικός και γενικός τον πήγαινα με χίλια και αυτός ίσως εμένα με πέμπτη ταχύτηση στο ψυγικό του Κονδέρφ. Ή το άνθρωπο της εκδοχής μου και έφυγε την στιγμή που ετοιμοζόταν να ξανάρθει στην πόλη ως γενικός διοικητής των πολιτικών πραγμάτων για τέσσερινη χορά. Τον χάσαμε πρόωρος αδόκητα και ανόητα. Ο θάνατος, αν και δεν είχε να κεδίζει τίποτα από αυτόν, τον πήρε ευγενστικά. Ήταν τιμωρία για τις αμαρτίες μας. Τώρα καθώς είναι απόναν τελώς από τα υγιεινά μας μικρομεγάλα προβλήματα, λέω ατιμωρητή λόγια που ίσως να εξοαλίζουν το πρόσωπό του τίμιο και αγαπώ και κοντά σε αυτό και το δικό μου. Αφού όλοι τις υπολογούμε από την εφήμενη δόξα, έστω και την υπηρούσια λόξα των χαρισματικών ανθρώπων, όπως υπήρξε αλίμονο αυτός ο αόραστος Μετσακίζη, στην προσφορά του ο Γιάννης Καρακισταρίδης, επώνυμος κάτοικος της μνήμης μου και ανώνυμος του Άδη. Ευχαριστούμε τον Βασιλί Καραγιάνη για την εισηγησή του. Κλείνοντας αυτή τη διαδικτυακή συζήτηση, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω όλους σας για τη συμμετοχή σας. Ευχαριστώ και πάλι την Διευθυκημέρια για το βήμα που μας έδωσε. Εύχομαι και σε επόμενες εκβηλώσεις πάλι να βρεθούμε και να πούμε ανάλογα ενδιαφέροντα πράγματα, όπως και σήμερα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Γιώργο, μπορώ να προσθέσω μια φράση? Βεβαίως. Εγώ θα αφήσω το mail μου στη Βιβλιοθήκη της Βέρειας. Θα παρακαλούσα και τον Βασιλί τον Καραγιάνη και τον Βασιλί τον Παπά και την Έλσα, αν θέλουν να αφήσουν για κάποιες προτάσεις που έχω να σας κάνω και να έχουμε και μια επαφή. Βεβαίως και μου μεγάλη χαρά. Σας καλώ μόλις τελειώσει η καραντίνα στο Μουσείο το Βυζαντινό που είναι εδώ δίπλα που σας μιλάω. Αν θέλετε αφήστε τα mail, αυτό μόνο. Τα mail θα τα αφήσουμε ούτως ή άλλως, τα ξέρετε και τα ξέρουμε μεταξύ μας, οπότε για κάθε εκβήλωση και για οτιδήποτε άλλο θα είμαστε πάλι σε επαφή. Κλείνοντας ακόμα μία έτσι μικρή παρατήρηση, θα ήθελα να πω το εξής, ότι όλα αυτά τα οποία γίνονται είναι και μια γενικότερη αντίσταση στις ημέρες που ζούμε, είναι και μια γενικότερη συνησφορά προς όλους αυτούς τους οποίους δοκιμάζονται σήμερα και ειδικά οι άνθρωποι του πολιτισμού δοκιμάζονται σήμερα, διότι με χρυστά όλα τα θέατρα, τις εκβηλώσεις, οτιδήποτε άλλο μπορούμε να φανταστούμε, δημιουργείται ένα μεγάλο πρόβλημα επιβίωσης. Και πιστεύω ότι κάτι εκβηλώσης σαν κι αυτές είναι ένα γενικότερο στήριγμα. Σας ευχαριστώ και πάλι και ελπίζω να τα ξανακούμε. Ευχαριστούμε. Και εμείς σας ευχαριστούμε. Ευχαριστούμε πολύ. Να είστε καλά. |