Αρχή της ισότητας / Διάλεξη 8 / Τυπική και ουσιαστική ισότητα, αναλογική ισότητα, επεκτατική ισότητα.

Τυπική και ουσιαστική ισότητα, αναλογική ισότητα, επεκτατική ισότητα.: Λοιπόν, κάνουμε λίγο τις χρωστούμενες αποφάσεις από τις προηγούμενες φορές. Ευχαριστούμε να ήρθε η Καθερίνα τώρα. Την έχουμε σε αναμονή από το προ-προηγούμενο μάθημα. Πού είναι το powerpoint σου? Γεια σας. Θα σας παρουσιάσω στην...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Παπαδοπούλου Τριανταφυλλιά (Αναπληρώτρια Καθηγήτρια)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Νομικής / Εμβάθυνση Δημοσίου Δικαίου: Συνταγματικό Δίκαιο
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2014
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=b6475f9a
Απομαγνητοφώνηση
Τυπική και ουσιαστική ισότητα, αναλογική ισότητα, επεκτατική ισότητα.: Λοιπόν, κάνουμε λίγο τις χρωστούμενες αποφάσεις από τις προηγούμενες φορές. Ευχαριστούμε να ήρθε η Καθερίνα τώρα. Την έχουμε σε αναμονή από το προ-προηγούμενο μάθημα. Πού είναι το powerpoint σου? Γεια σας. Θα σας παρουσιάσω στην υπόθεση 5 του 2013 του ΑΡΙΟΥ ΠΑΟΥ. Η υπόθεση παραπέρθηκε από το α1 πολιτικό θμήμα του ΑΡΙΟΥ ΠΑΟΥ βάσει το άρθρο 563.2 β του κώδικα πολιτικής δικονομίας, δηλαδή για θέματα γενικότερος συμφέροντος και για την ενότητα της νομολογίας. Η διάδικη ήταν η ελληνική εταιρία που προστασία πνευματικής ιδιακτησίας και οργανισμούς πνευματικής ιδιακτησίας και η διαφορά προκλήθηκε βάσει της διάδικης ιδιακτησίας και η διαφορά προκλήθηκε βάσει της διάταξης του άρθρου 7 του νόμου 2719 του 2000, η οποία αναφέρει πως ο οργανισμός πνευματικής ιδιακτησίας ιδιωχωρηγείται με ισφορά ύψους 1% επί των ιδιακτησίων ακαθαιρίστων εσόδων εικάστων οργανισμών συλλογικής διαχείρισης. Το θέμα που παραπέμφτηκε στην Ολομέλεια ήταν η συνταγματικότητα ή μη του άρθρου 7 του προηγούμενου δηλαδή άρθρου στην αρχή της αναλογικότητας. Το Δικαστήριο αρχικά αναφέρει πως ο σκοπός του άρθρου 25 του συντάγματος είναι η προστασία του κοινωνικού κράτους και τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και μέλος του κοινωνικού συνόλου. Οι περιορισμοί στα δικαιώματα μπορούν είτε να προβλέπονται απευθείας από το συντάγμα είτε να υπάρχει επιφύλαξη υπέρ του νόμου στο συντάγμα ή πάντα να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Το Δικαστήριο προχωράει σε μία ανάλυση της αρχής της αναλογικότητας και αρχικά αναφέρει πως αποδέκτης είναι ο νομοθέτης που θεσπίζει τον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων. Ο ρόλος του Δικαστήριου είναι να ελέγχει αν η αρχή έχει τηρηθεί και αν δεν έχει τηρηθεί να μην εφαρμόζει τον νόμο ως αθεσιταγματικό. Σκοπός είναι η εκλογήγευση των επαχθών παρεμβάσεων της κρατικής εξουσίας στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη. Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της αναλογικότητας, το Δικαστήριο αναφέρει πως πρέπει να είναι πρόσφορο ο περιορισμός για την επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει. Αναγκαίο για να μην μπορεί να επιτεχθεί μάλλον ο σκοπός μη πιοτερό ή πιο ανόδυνο μέσο και αναλογικό ενστανή εννοία δηλαδή να μην είναι η αναμενόμενη ωφέλεια ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται, δηλαδή υπάρχει μια εσωτερική αλληλουχία. Και το Δικαστήριο προχωράει. Είχαμε πει την προηγούμενη φορά, αν θυμάστε, ότι οι αποφάσεις τις οποίες το Δικαστήριο, γιατί το Στεριτόριος Πάγος ελέγχει την ενστανή εννοία αναλογικότητα όταν ελέγχεται και της αναλογικότητας, είναι πολύ περιορισμένες και αυτή είναι μια απόφαση στην οποία γίνεται αυτός ο έλεγχος. Οπότε το Δικαστήριο φτάει στην απόφαση ότι η σφορά από στους 1% υπέρ της ανερρυσίβλητης αποτελεί καθ' αυτή πολύ χαμηλό που σωστό φορολογικής επιβάρινσης και ότι δεν είναι δυσανάλογα παχθέστηρια από την επιδιεκόμενη ωφέλεια κατά το κρυβήριο της ανστανή εννοία αναλογικότητας. Οπότε υπάρχει έβλογη σχέση μεταξύ του επιδιοκόμενου σκοπού και της επιβάρινσης που θα υφίσταται η ανερρυσίβλητη. Οπότε και το Δικαστήριο δεν βρίσκει ότι υπάρχει παραβίεση του άρθρο 25.1 του Συντάγματος και απορρίπτει ως αβάσιμη την ανέρρυση. Ωραία. Έχετε κάποια ερωτήματα στην Κατερίνα. Ναι. Δεν αναφέρει τίποτα άλλο εκτός από αυτά που ανέφερα. Δηλαδή, μπήκε κατευθείαν στον έλεγχο της ανστανή εννοίας αναλογικότητας. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι το θεώρησε πρόσφορο και αντιέο. Δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί γιατί είναι πρόσφορος. Δεν δικαιολογήθηκε, όμως. Νομίζω ότι γράφει κάπου, όμως, ότι αυτός ο οργανισμός, ο EPEC, πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν έχει άλλο έσοδο. Άρα, λοιπόν, από αυτό συνάγεται ότι αν δεν πλήρωναν αυτοί που ήταν υπόχρεοι να πληρώνουν, τότε αυτός ο οργανισμός, που λέει πιο πάνω ποιους σκοπούς έχει και τους θεωρεί, προφανώς, συνταγματικά θέ με τους αυτούς τους σκοπούς, δεν θα είχε άλλο έσοδο αν δεν είχε αυτά. Δεν έχει δηλαδή άλλες πηγές να έχει έσοδα. Από αυτό, δηλαδή, μπορεί να συναχθεί, χωρίς να το λέει ρητά το δικαστήριο, ότι είναι κατάλληλος και ότι είναι και αναγκαίως, αφού δεν είναι κατάλληλος αυτονόητο, αφού δίνει χρήματα. Εντάξει, αυτό είναι λίγο αυτονόητο. Και είναι και αναγκαίως, καθώς αυτός ο οργανισμός δεν έχει άλλες πηγές εσόδων. Άρα, λοιπόν, ουσιαστικά θα αναστέλονταν η λειτουργία του, αν δεν έπαιρνε... Από αυτούς μπαίνει, λοιπόν, μετά και εξετάζει το ποσό, το ποσοστό, δηλαδή, το ύψος του ποσοστού αυτού, έχοντας υπονοείς, χωρίς να το πείρει τα, ότι πάντως είναι και προφανώς κατάλληλος ο σκοπός, αλλά και αναγκαίως, όπως δεν υπάρχουν άλλοι πόλεις του συγκεκριμένου οργανισμού. Αλλά αυτό που είναι χαρακτηριστικό και, ας πούμε, μας κάνει εντύπωση αυτήν την απόφαση, είναι τι, Κατερίνα, τι σου έκανε, τι σε εντυπωσίασε, τι σου έκανε περισσότερο εντύπωση αυτήν την απόφαση. Ότι στάθμισε το δικαστήριο, στάθμισε αν αυτό το ποσοστό που θα δινόταν, ήταν όντως υπερβολικό ή όχι, και θόρισα ότι δεν ήταν υπερβολικό το ποσοστό για το σκόπο που θέλει να εξυπηρετήσει ο οργανισμός και βάσει το να καθάρει στον εσώνα. Λέει και λοιπόν σε μια τεχνική κρίση θα λέγαμε, αφενός και αφεντέρου μάλιστα τι άλλες σκέψεις κάνει εκεί για το ποσοστό. Λέει και μάλιστα ότι το ποσοστό αυτό δεν είναι στα καθάριστα κέρδη, στα καθάριστα έσοδα, αλλά αφού αφαιρεθούν οι φόροι και κάποια άλλα τέλη που αφαιρούνται, λοιπόν κάνει μια εξεδικευμένη τεχνική κρίση, στην οποία βλέπει πολύ συγκεκριμένα ποιο είναι αυτό το ποσοστό, δεν το εξετάζει γενικά και αφηρημένα, βλέπει συγκεκριμένα ποιο είναι αυτό το ποσοστό, πώς προκύπτει, σε τι αναφέρεται ακριβώς και το καθεξής. Αυτό νομίζω ότι είναι το πιο χαρακτηριστικό. Ωραία. Άλλες ερωτήσεις την Κατερίνα? Όχι. Κατερίνα ευχαριστώ. Εσείς κορίτσια μετά από τη δική μου παρουσίαση, γιατί έχετε αποφάσεις εισότητας. Έτσι, η Κωνσταντίνα και ποιος άλλος είναι? Και εσύ. Εντάξει. Λοιπόν, όταν μιλούσαμε για τους λόγους για τους οποίους μπορεί να κηρυχθεί μια διάταξη αντισυνταγματική και να μην εφαρμοστεί, να την αφήσει, δηλαδή, το δικαστήριο ανεφάρμοστη, είχαμε πει ότι από τους κυριότερους λόγους είναι και η αρχή της εισότητας. Η παραβίεση της συνταγματικής αρχής της εισότητας. Κοιμόμαστε αυτό. Συνταγματική αρχή της εισότητας, αν μετρήσει κανείς, αν θεωρητικά κάνει μια τέτοια έρευνα εμπειρική και μετρήσει τις αποφάσεις, τις οποίες μια διάταξη νόμου κυρίστηκε τη συνταγματική και δεν εφαρμόζεται, θα είναι σίγουρα, θα έχει σίγουρα τον κυρίαρχο ρόλο. Θα δούμε λοιπόν την συνταγματική αρχή της εισότητας σήμερα στη γενική της έκφρανση και την επόμενη φορά σε κάποιες ειδικότερες εκφάνσεις. Θα μιλήσουμε ειδικότερα για την έννοια και τη φύση της αρχής της εισότητας, πράγματα που τα ξέρετε γιατί τα έχετε πει και στις συνταγματικές ελευθερίες, άρα θα τα λέτε εσείς λίγο πολύ. Ποιοι είναι οι φορείς και οι αποδέκτες της, ποιες μορφές εισότητας συναντούμε ως εξειδίκευση, ως εκφάνσεις της γενικής αρχής της εισότητας και βεβαίως σε ποιες περιπτώσεις τα δικαστήρια έχουν δεχτεί ότι επιτρέπεται διαφορετική μεταχείριση, για ποιους λόγους, υπό ποιες προϋποθέσεις. Καταρχάς η πρώτη αποτύπωση της αρχής της εισότητας, το ξέρετε πολύ καλά, είναι στο άρθρο 4 παράγραφος 1 αν μιλάμε για τη γενική αρχή της εισότητας. Έτσι, οι ειδικές μορφές βρίσκουν ειδικότερες αποτυπώσεις σε άλλα άρθρα, σε άλλες διατάξεις του συντάγματος. Ξεκινούμε λοιπόν από αυτή τη γενική αρχή όπου όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Και αυτό που γνωρίζουμε για το περιεχόμενο της εισότητας είναι ότι η εισότητα δεν είναι μία στατική έννοια και δεν σημαίνει αναγκαστικά την πλήρη εξομίωση όλων των προσώπων και όλων των καταστάσεων, αλλά σημαίνει όμια μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται σε όμιες συνθήκες και ανόμια μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται σε ανόμιες συνθήκες. Πώς σας φαίνεται αυτή η φόρμουλα ως κανονιστικό περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της εισότητας. Πώς σας φαίνεται αυτή η φόρμουλα. Πολύ ωραία. Μεταθέτει το ερώτημα όχι στο αν θέλουμε ή όχι η εισότητα. Αυτό είναι ίσως ένα πρώτο ερώτημα, αν θέλουμε να μεταχειριστούμε τις καταστάσεις με ίσο τρόπο ή όχι, και μεταθέτει στο τελικά ποιες είναι οι όμιες καταστάσεις. Ωραία, πολύ ωραία. Η αρχή της ώτες σχετίζεται πάρα πολύ και με την έννοια της δικαιοσύνης. Πολύ ωραία. Και γι' αυτό και το πρώτο που ρωτάμε πριν φτάσουμε αν θέλετε σε φιλοσοφικό επίπεδο, πριν φτάσουμε να δούμε την κανονιστική αρχή, το πρώτο που ρωτάμε είναι αν θέλουμε κάτι να το μεταχειριστούμε ήσα ή όχι. Δηλαδή σε τι συνείσταται η αρχή της ώτες αυτή καθεευτή. Άρα εκεί σχετίζεται σίγουρα με τη δικαιοσύνη. Και επίσης σχετίζεται με τη δικαιοσύνη και για έναν άλλο λόγο. Γιατί ακριβώς επειδή η αρχή της ώτες έχει πολλές και διαφορετικές εκφάνσεις που θα τις δούμε μέσω παρακάτω, κάθε φορά το τι είναι δίκαιο βρίσκεται στο μυαλό μας όταν αναρωτιόμαστε κατά πόσο πρέπει να εφαρμοστεί το ένα είδος ισότητας ή το άλλο είδος ισότητας. Και θα δούμε παρακάτω πιο συγκεκριμένα τι εννοώ. Καταρχήν ας πάμε στους φορείς. Ποιοι είναι οι φορείς του δικαιώματος που εμπειρέχεται στη γενική αρχή της ισότητας, του δικαιώματος δηλαδή σε ίση μεταχείριση. Καταρχάς λοιπόν σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 είναι οι Έλληνες. Όπου φυσικά νοούνται και οι Ελληνίδες. Παφή την έννοια ακόμα και αν δεν υπήρχε το 4.2 προφανώς και θα ίσχεει η αρχή της ισότητας και για τις Ελληνίδες και για τους Έλληνες. Τι συμβαίνει με τους μη Έλληνες. Νομίζω ότι συνταγματικά διωρυγείται μια διαφορετική μεταχείριση. Διωρυγείται το περιβάλλον όταν θέλουν να τους πείσουν για παράδειγμα του καθιστώσης, της επαγγελματικής, για τους ευρωπαίους αφορτικά. Λόγω εσδά ή λόγω καταρχάς για τους κοινοτικούς, για τους ενωσιακούς ημεδαπούς, για τους ευρωπαίους πολίτες δηλαδή, οι περιορισμοί αυτοί έχουν αρθεί. Δηλαδή πλέον με βάση στο ενωσιακό δίκαιο υπάρχει και επιβάλλεται και ήση μεταχείριση όλων των ενωσιακών πολιτών, όλων των ευρωπαίων πολιτών, των πολιτών της Ένωσης σε όλα τα κράτη-μέλη της Ένωσης και για όλες σχεδόν τις σφαίρες κατανομής των αγαθών εκτός από κάποιες πολύ συγκεκριμένες που αναφέρονται ρητά. Μπορείτε να σκεφτείτε ποιες μπορεί να είναι αυτές. Για παράδειγμα διπλωματική υπάλληλη σε ευαίσθητα σημεία. Ωραία. Έτσι μια πολύ συγκεκριμένη έκφραση αρχής εισότητας στο 4.4 που είναι το ποιος έχει πρόσβαση στις δημόσιες λειτουργίες. Στα πολιτικά δικαιώματα. Πολύ σωστά. Και κυρίως στα πολιτικά δικαιώματα. Εκεί είναι και αυτές οι δημόσιες λειτουργίες τις οποίες αποκλείονται ακόμα και οι ενωσιακοί, οι μεγαπεί, σύμφωνα με το 4.4 του Συντάγματος. Είναι εκείνες που σχετίζονται περισσότερο με το σκληρό πυρήνα του κράτους και άρα έχουν και εκείνες μία ενευρία ενία πολιτική ή πάντως πολιτιακή διάσταση. Άρα λοιπόν καταρχήν φορείς της γενικής αρχής εισότητας είναι όλοι οι Έλληνες πολίτες και οι Ελληνίδες. Είναι και οι ενωσιακοί, οι μεγαπεί, οι Ευρωπαίοι πολίτες με βάση στο ενωσιακό δίκιο εκτός από πολύ συγκεκριμένες σφαίρες όπως είναι τα πολιτικά δικαιώματα και η πρόσβαση αδημόσιας λειτουργής που βρίσκονται στον πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας. Οι αλλοδαπεί, οι μη ενωσιακοί πολίτες μπορεί και αυτοί να απολαμβάνουν το δικαίωμα σε ίση μεταχύριση βάσει κάποιων διεθνών συνθηκών. Είτε είναι η ΕΣΔΑ, μια τέτοια διεθνή συνθήκη, για παράδειγμα και στην ΕΣΔΑ, έχουμε το άρθρο 14 για παγόρευση διακριτικής μεταχύρισης, είτε είναι κάποιες άλλες συνθήκες, για παράδειγμα μπορεί να είναι η δεθνή συνθήκη για τα δικαιώματα των παιδιών, που μιλάει για το δικαίωμα των παιδιών, για την πρόσβασή τους στην εκπαίδευση και άρα λοιπόν να μην μπορεί κανείς να αποκλεί τα αλλοδαπά παιδιά από τα ελληνικά σχολεία για παράδειγμα ή να μην μπορεί να επιβάλλει δίδακτα για παράδειγμα εν όψι του ίδιου δικαιώματος. Άρα λοιπόν, καταρχήν οι Έλληνες στο μεγαλύτερο πεδίο των δικαιωμάτων και της πρόσβασης σε αγαθά οι Ευρωπαίοι πολίτες, αλλά και σε πολλά αγαθά και οι αλλοδαπεί, με βάση διεθνής συνθήκες. Τώρα, ποιοι είναι οι αποδέκτες, σε ποιους μιλάει το σύνθεγμα? Ποιο δηλαδή λειτουργείο? Σωστό, δηλαδή εκτελεστική λειτουργία και φυσικά τα δικαστήρια. Καταρχάς, όπως ξέρουμε για όλα τα δικαιώματα, πρώτος και κύριος αποδέκτης είναι το κράτος. Ξέρουμε όμως ότι το 25 μας λέει ότι όποια δικαιώματα συνάβουν με τις ιδιωτικές σχέσεις εφαρμόζονται και σε αυτές. Εφαρμόζονται συνήθως όχι απευθείας αλλά δια των νόμων που θεσπίζει ο νομοθέτης. Για παράδειγμα μπορούμε να βρούμε την εφαρμογή της γενικής αρχής ισότητας πολλές φορές τις εργασιακές σχέσεις που μπορεί να είναι και μεταξύ ιδιωτών. Αν διαβάσατε πρόσφατα το παράδειγμα της κυρίας από το Ηράκλειο στην οποία σκήθηκε πίεση να αποβάλει για να μην αποληθεί επειδή ήταν έγιος. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι το κράτος ο εργοδότης για να απαγορεύεται. Απαγορεύεται και την κοινή νομοθεσία η οποία έρχεται να επιβάλλει την αρχή της ισότητας των φίλων και της συμμεταχύρισης. Άρα λοιπόν η αποδέκτηση είναι καταρχήν το κράτος αλλά και οι ιδιώτες το βαθμό που συνάδει με τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Άρα λοιπόν προς τον νομοθέτη, προς την Κανονιστικός Ρώσα Διοίκηση, αλλά και προς τον δικαστή που έρχεται να ελέγξει τον νομοθέτη και την Κανονιστικός Ρώσα Διοίκηση και να πει ο δικαστής αν σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ο νόμος προέδει σε προβήλος ανώμια μεταχύριση περιπτώσεων ή προσώπων που τελούν σε ουσιωδός όμοιες συνθήκες. Προσέξτε το προβήλος, θα το δούμε αμέσως παρακάτω. Ας δούμε λοιπόν στα δικαστήρια όταν έρχεται το δικαστής να ελέγξει τον νομοθέτη ή την Κανονιστικός Ρώσα Διοίκηση πώς εφαρμόζει ποιο περιεχόμενο Κανονιστικό βλέπει από δίδει στην αρχή της ισότητας όπως αυτή αποτυπώνεται στο σύνταγμα. Διαβάζουμε από την απόφαση 1557 του 2000 που θα μας την παρουσιάσει η Κωνσταντίνα. Μας λέει ότι η αρχή της ισότητας που καθιερώνει στο 4.1 θεσπίζει νομικό κανόνα ο οποίος δεσμένει όλα τα συντεταγμένα όργανα της κολυτείας άρα και τον νομοθέτη, αυτό που μόλις είπαμε αυτό νόητο. Ο κανόνας αυτός επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχύριση των τελούντων υπό τις αυτές συνθήκες προσώπων. Πάντοτε βέβαια μένει να δούμε αν οι συνθήκες είναι όμοιες. Άρα λοιπόν καταλείπεται και στο νομοθέτη αλλά και στο δικαστή ένα ευρύ περιθώριο να αποφασίσει τι είναι όμοιο και ως προς τι αναζητούμε την ομοιότητα. Γιατί μπορεί να αναζητούμε την ομοιότητα σε διαφορετικά πράγματα. Δεν πρέπει να την αναζητούμε ως προς άσχετες ιδιότητες, πρέπει να την ζητούμε ως προς σχετικές με τη συγκεκριμένη ρύθμιση ιδιότητας. Αποκλεί την εκδηλάνιση μεταχείριση. Προσέξτε λίγο ότι ο δικαστής μόνο την εκδήλως, την προδήλως άνιση μεταχείριση μπορεί να κηρύξει αντισυνταγματική και άρα να την επιστρέψει ας το πούμε έτσι στο νομοθέτη χωρίς να την εφαρμόσει. Την καταρχήν απόφαση την έχει ο νομοθέτης. Την ουσιαστική κρίση την κάνει ο νομοθέτης, το αποδέχεται αυτό το δικαστήριο. Μόνο την εκδήλως άνιση μεταχείριση μπορεί το δικαστήριο να κηρύξει αντισυνταγματική όπως και την αφαίρετη εξωμείωση διαφορετικών καταστάσεων. Δηλαδή το κριτήρα που χρησιμοποιείται δεν είναι το σχετικό με τη ρύθμιση αλλά είναι ένα αφαίρετο κριτήρα, ένα κριτήρα που δεν έχει σχέση με τη συγκεκριμένη ρύθμιση. Βεβαίως αποκλεί και την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν σε διαφορετικές συνθήκες, βάσει συρκτοματικό ή άσχετο μεταξύ τους κριτηρίων, αυτό που μόλις είπαμε. Δεν αποκλείται καταρχήν η διαφορετική ρύθμιση περιπτώσεων που τελούν υπό διαφορετικές ή ειδικές συνθήκες, ούτε αποκλείται η θέσπιση εξαιρέσεων, εφόσον όμως οι εξαιρέσεις αυτές δικαιολογούνται από ειδικούς λόγους γενικότερου ή υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Άρα λοιπόν ήδη βλέπουμε τι ψάχνουμε σε κάθε απόφαση ή τι ψάχνουμε στο μέλλον ως νομικοί, ως δικηγόροι, ως δικαστές, τι ψάχνουμε λοιπόν να βρούμε προκειμένου να δούμε αν μια ρύθμιση, κανονιστική ρύθμιση, δηλαδή είτε τυπικός νόμος είτε μια κανονιστική πράξη της διοίκησης, παραβιάζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, αυτό είναι το περιεχόμενο. Όπως προείπα η αρχή της ισότητας διατυπωμένη με αυτή τη γενική αριστοτελική φόρμουλα, ίση με τα χείρις των ομοίων και ανώμε με τα χείρις των ανομίων, είναι μια ανοιχτή φόρμουλα. Μέχρι το σημείο κάποιοι φιλόσοφοι να πω ότι στην πραγματικότητα δεν σημαίνει τίποτα, είναι απλώς μια αρχή δικαιοσύνης, τελείως ανοιχτή, στην οποία ο καθένας μπορεί να υπαγάγει οτιδήποτε του φαίνεται λογικό ή όχι. Εντάξει, αυτό έχει κάποια βάση, γι' αυτό και προσπαθούμε να δούμε ειδικότερα ποιες είναι οι μορφές, ποια είναι τα είδη της ισότητας. Θα δούμε λοιπόν την τυπική, την ουσιαστική ή αναλογική, τη συμπεριληπτική ισότητα, τα θετικά μέτρα και την επεκτατική ισότητα, η οποία δημιουργεί και τις περισσότερες ίσως υποθέσεις δικαστικές και τις περισσότερες ίσως ενστάσεις. Τι σημαίνει τυπική ή αριθμητική ισότητα, τι σημαίνει? Το οποία εξάρτηται από μεταγεία φάρα, αναγνωρίζεται ένα δικαίωμα. Ωραία, τυπική ή αριθμητική ισότητα, ο καθένας έχει ίσα με τους άλλους, έτσι. Ποιο είναι κυρίως το πεδίο που εφαρμόζουμε? Στη συγκλήγια στον κοινωνικό δίκαιο. Στα πολιτικά δικαιώματα, το μία ψήφος, κάθε πολίτης έχει μία μόνο ψήφος, ανεξαρτήτως του πλούτου του, των γνώσεών του, των παιδιών του και το καθεξής. Άρα αυτό, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η τυπική ή αριθμητική ισότητα είναι και αυτή μία μορφή της δεύτερης της αναλογικής ουσιαστικής ισότητας, όπου όμως το κρίσιμο κριτήριο είναι κάτι που ανήκει σε όλους τους ανθρώπους, η ιδιότητα του πολίτη. Γιατί το λέω αυτό, γιατί και εδώ αποκλείονται κάποιοι. Και στη τυπική ή αριθμητική ισότητα αποκλείονται κάποιοι. Ποιοι αποκλείονται, το είπαμε πριν, οι ενουσιακοί ή οι μεδαποί ή γενικότερα οι αλλοδαποί. Άρα λοιπόν, ακόμα και εκεί που έχω τυπική ή αριθμητική ισότητα, ο παραδείγος χαρίστε και στα εκλογικά δικαιώματα, στα πολιτικά δικαιώματα, ακόμα και εκεί είναι σαν να έχω αναλογική, όπου ως κριτήριο, ως κρίσιμο, βάζω μια ιδιότητα που ανήκει σε πάρα πολύ μεγάλο αριθμό πολιτών, όπως η ιδιότητα του πολίτη συγκεκριμένα για να δώσω εκλογικό δικαίωμα. Και μπορεί αυτό να το δει κανείς, να το σκεφτεί γενικότερα για τους αλλοδαποί, που συζητούσαμε πριν, έτσι. Άρα, λοιπόν, εδώ έχουμε ίσα μερίδια του διανεμόμενου αγαθού προς όλους. Πέρα, η αλήθεια είναι ότι αν δούμε ακόμα και το εκλογικό δικαίωμα, γενικότερα το εκλογικό δικαίωμα είναι ένας πολίτης ή μία ψήφος, αλλά αν δούμε τη βαρύτητα αυτής της ψήφω, πάμε δηλαδή όχι στην ισότητα της ψήφω, αλλά στην ισοδυναμία, στις ισοβαρές της ψήφω, θα δούμε ότι εκεί υπάρχουν οι διαφοροποιήσεις, έτσι, με βάση στο εκλογικό σύστημα, το οποίο και βάζει την ΡΙΤΡΑ, το κατόφυλλο του 3% για παράδειγμα, και δίνει ένα μπόνους στο πρώτο κόμμα και χωρίζει σε εκλογικές περιφέρειες που αυτό εξορισμού από μόνο του διαφοροποιεί το βάρος της ψήφου, δηλαδή το μερίδιο, το ποσοστό της ψήφου που έχει ο κάθε πολίτης για να εκλέξει ένα βουλευτή. Άρα λοιπόν, ενώ καταρχήν τα εκλογικά δικαιώματα σωστά, λέμε ότι δεν είναι αναλογική ισότητα, είναι τυπική αριθμητική, παρά το γεγονός ότι θα δούμε στο επόμενο μάθημα και την ασχετική απόφαση με τις ποσοστώσεις, που βάζει ένα ερωτηματικό σε αυτό που λέμε τώρα, αλλά πάντως και εκεί δεν έχουμε την απόλυτη τυπική αριθμητική ισότητα. Μπορεί κανείς βέβαια να σκεφτεί την ανθρώπινη αξία ως τέτοιο αγαθό που ανήκει σε όλους, δηλαδή όλοι οι άνθρωποι έχουν την ανθρώπινη αξία, ανεξαρτήτως από οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό και η αλλοδαπή εκεί. Η δεύτερη μορφή ισότητας είναι η αναλογική ουσιαστική ισότητα, αυτό δηλαδή που είπαμε και από την αρχή, η αριστοτελική ισότητα των λόγων, όταν η ποσότητα του διανεμόμενου αγαθού ή του βάρους να εκφράζεται από μία γνησίως αύξουσα συνάρτηση των προσωπικών χαρακτηριστικών που προβλέπει ο κανόνος. Δηλαδή η ποσότητα του διανεμόμενου αγαθού αυξάνει κατά πόλη και αναλογία προς το μέγεθος του χαρακτηριστικού. Άρα λοιπόν αυτό μπορεί να το δει κανείς για παράδειγμα εκεί που έχουμε αξιοκρατία, στην εισαγωγή μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων στριτοβάθμια εκπαίδευση. Ανάλογα με το αριθμό των μωρίων που συγκεντρώνεται μπαίνεται και σε μία σχολή και ανάλογα με τη ζήτηση της σχολής κατά κάποιο τρόπο. Όταν υπάρχουν μεγαλύτερες ζήτησες της σχολής αυξάνεται η βάση και το καθεξής. Άρα εκεί έχουμε μία τέτοιου είδους αναλογική ισότητα που πηγαίνει ανάλογα με την αξία, ανάλογα με ένα χαρακτηριστικό που θεωρείται σχετικό. Είναι προφανές ότι αν αντί να γινόταν η εισαγωγή στριτοβάθμια εκπαίδευση με βάση τα μώρια που συγκεντρώνται στις πανελλαδικές γινόταν με βάση το ύψος, αυτό θα έλεγε κανείς ότι δεν είναι άσχετο κριτήριο. Θα έχουμε μία αυθαίρετη ρύθμιση. Ή αν γινόταν με βάση τα μώρια που συγκεντρώνεται για παράδειγμα στη γυμναστική μόνο, ενώ θέλετε να μπείτε στη νομική, θα ήταν μία άσχετη ρύθμιση. Αντίθετα όμως, το να μετρέται, το να παίζει ρόλο η επίδοση στη γυμναστική για παράδειγμα, μετράει όταν θέλει κανείς να μπει στη γυμναστική ακαδημία. Γιατί είναι σχετικό το κριτήριο. Άρα λοιπόν πάντα το κρίσιμο είναι ποιο είναι το σχετικό κριτήριο. Παράδειγμα, η 9.92 του 4 μας λέει, η αρχή της σώτας της πύσης νομικών κανόνων, ο οποίος δεσμένει όλες τις εταγμένες όργανα της Πολιτείας, ο κανόνας επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των τελούντων υποτσαπτές συνθήκες, αποκλεί την έκδυλα άνηση μεταχείριση, όσο και την αφθαίρετη εξωμείωση των διαφορετικών καταστάσεων, ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες βάσει ειδητοματικό ή άσχημα μεταξύ τους κριτηρίων. Αυτά που είπαμε μέχρι τώρα. Η τρίτη μορφή ισότητας είναι η ισότητα ως συμπερίληψη περισσότερων ανθρώπων. Αν δηλαδή αυτό που είπε το παράδειγμα που είπαμε τους αλληλογαπούς, το να επιτρέπεται στα παιδιά που δεν έχουν την ελληνική υπηκότητα, την ελληνική υφαγένεια, η πρόσβαση στα κρατικά σχολεία χωρίς δίδακτρα, είναι μια μορφή συμπεριληπτικής ισότητας, η οποία βασίζεται σε κάποιες διεθνείς συνθήκες, δεν αποραίει ανακαστικά αυτό το ελληνικό σύνταγμα να βαθύσσεται σε διεθνείς συνθήκες και προφανώς αποτελεί μια μορφή συμπεριληπτικής ισότητας στο βαθμό που περισσότεροι άνθρωποι απολαμβάνουν ένα αγαθό, την εκπαίδευση. Ή το ίδιο μπορούσαμε να σκεφτούμε για παράδειγμα με τον νόμο, που βέβαια χρήθηκε στη γιατάξη του αυτές αντισταγματικός από το Συμβούλιο της Επικρατίας, που έδινε το δικαίωμα της ψήφου στις εκλογές στην τοπική αυτοδιοίκηση στους αλλοδοφούς τους μόνιμα και νόμιμα εγκατεστημένους εντός της Επικράτειας. Και εκεί βλέπαμε την ισότητα ως μία συμπερίληψη. Και εκεί βλέπετε και τη σύγκρουση ανάμεσα στην ισότητα ως συμπερίληψη, περισσότεροι άνθρωποι να έχουν το δικαίωμα της ψήφου στις εκλογές για την ανάδυξη του αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης, συμπεριληπτική ισότητα, σε αντίθεση με την τυπική ευθυμητική ισότητα που είπαμε στην αρχή, όπου λαμβάνεται ως κριτήριο όμως, ως όμοι αρίθμιστων ομοίων η ηθαγένεια, που αποκλεί τους αλλοδοφούς πολίτες ακόμα και ένα νόμιμα εγκατεστημένους. Το λέω αυτό για να δείξω τις πολλές φορές οι διαφορετικές μορφές ισότητας μπορεί να έρχονται και σε αντίθεση μεταξύ τους. Θα βρίσκονται σε ένταση η μία με την άλλη. Γι' αυτό και είπα στην αρχή ότι κάθε φορά το ερώτημα είναι πρώτον αν θέλουμε ένα αγαθό να το διανύουμε με ισότητα ή όχι. Ένα το κρατούμενο μπορεί να μη θέλουμε καν. Και το δεύτερο είναι ακόμα και αν αποφασίσουμε ναι θέλουμε να το διανύουμε με ισότημα αυτό το αγαθό, το αγαθό μπορεί να είναι χρήματα, μπορεί να είναι πρόσβαση στην επέλευση, μπορεί να είναι δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογές, μπορεί να είναι δικαίωμα ψήφου στις ευρωπαϊκές εκλογές, μπορεί να είναι δικαίωμα ψήφου σε εθνικές εκλογές. Ακόμα και αν λοιπόν αποφασίσουμε να το διανύουμε με ισότημα, είναι ένα μεγάλο ερώτημα και μας δημιουργεί τελείως διαφορετικά αποτελέσματα, το αν θα το εντάξουμε στην τυπική αριθμητική ή στην αναλογική ή στην συμπεριληπτική ή στις άλλες μορφές ισότητας που θα έχουμε παρακάτω. Εντάξει. Κάποιος σήκωσε χέρι, ναι. Μπορεί όμως, όλους τους όμοιους είπες, πολύ σαστά, όλους τους όμοιους είπες. Άρα λοιπόν το κρίσιμο είναι να βρούμε ποιο είναι το κριτήριο της ομοιότητας. Πάρε το δικαίωμα της ψήφος της εκλογές για την ανάδειξη των δημοτικών αρχώντων, του δημάτου και των δημοτικού συμβουλίου. Αν το κριτήριο της ομοιότητας είναι το τι, κάποιος είναι μόνιμα εγκατοστημένος στην πόλη αυτή, τότε μπορεί να ψηφίσει και ο ολονταπός που ζει 20 χρόνια στη Θεσσαλονίκη ή 10 χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Όχι, αυτό εισήχθη το δικαίωμα να ψηφίζουν οι μη ενωσιακοί, οι μη ευρωπαίοι πολίτες, οι αλλοδαπεί πολίτες, στις εκλογές για την ανάδειξη των αρχώντων της τοπικής αυτοδύκησης, εισήχθη με το νόμο 38-38-10, ο οποίος όμως κρίθηκε αντισταγματικός από το σημείο αυτό από το Συμβούριο της Επικρατίας. Άρα λοιπόν, εκείνο ήταν ένα βήμα προς μια συμπερίληψη, δηλαδή οι άνθρωποι, οι οποίοι είναι εγκατιστημένοι νόμιμα και μόνιμα στη Θεσσαλονίκη να ψηφίζουν για την ανάδειξη του Δημάρχου. Όταν όμως ως κριτήριο πάρεις, όχι τη μόνιμη και νόμιμη εγκατάσταση, αλλά την υθαγένεια, αλλάζεις το κριτήριο, αλλάζεις και τον τρόπο με τον οποίο διαμένεις το αγαθό, το αγαθό της ψήφου, στις δημοτικές εκλογές για παράδειγμα. Καταλαβαίνεις? Αν πάρω ως κριτήριο, γιατί θέλω όμοι αρίθμες των ομοίων, σύμφωνει. Ποιο είναι το κριτήριο? Των ομοίων όλοι όσοι είναι ξανθοί? Όχι, θα είναι ένα τυχαίο κριτήριο. Το κριτήριο όσοι είναι νόμιμα και μόνιμα εγκαταστημένοι δεν είναι τυχαίο κριτήριο, σχετίζεται άμεσα με αυτό το οποίο θέλω να δω στο δικαίωμα ψήφου. Γιατί? Γιατί θέλω να ορίζουμε όλοι μαζί το πώς θα κυβερνηθεί η πόλη μας, εντάξει. Εγώ είμαι νόμιμα και μόνιμα εγκαταστημένης στην πόλη, πρέπει να έχω δικαίωμα ψήφου, θα πει κάποιος. Γιατί έτσι ανοίγω και σε περισσότερους ανθρώπους. Κάποιος άλλος μπορεί να πει όχι, δεν είναι αυτό μόνο το κριτήριο. Το κριτήριο είναι αυτό, αλλά είναι και το να έχεις ελληνική ηθαγένεια. Αυτό το δεύτερο κριτήριο, το να έχεις ελληνική ηθαγένεια, αποκλείει κάποιους. Αποκλείει τους μόνιμα και νόμιμα εγκαταστημένους αλλοδαπούς στην πόλη, πλήν των ενωσιακών φυσικά, γιατί εκεί τους το δίνει η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωση το δικαίωμα να ψηφίσουν. Δεν μπερδεύτηκε, μπερδεύτηκε ας πούμε. Είναι μια άλλη μορφή ισότητας, η οποία στην τυπολογία των μορφών ισότητας μας δίνει μια άλλη διάσταση. Τη διάσταση του να συμπεριλάβω περισσότερους ανθρώπους μέσα στην σφαίρα της διανομής των αγαθών ή των επιδομάτων. Για παράδειγμα, θυμάστε μια απόφαση που την είχαμε αναφέρει σε προηγούμενο μάθημα για τις άγαμες θυγατέρες και τους άγαμους γιους, θυμάστε. Έχω μια επεκτατική μορφή ισότητας, η οποία ταυτόχρονα είναι και συμπεριληπτική εκεί. Θα μπορούσε να το σκεφτεί ο νομοθέτης και να πει θα συμπεριλάβω. Ήξερα εγώ τις συντάξεις στους χείρους και στις χείρες, έτσι. Αν όταν ο νομοθέτης έρχεται και πει ότι αυτό το οποίο δίνω τη σύνταξη στη χείρα, τη δίνω και τη σύνταξη στο χείρο, εκεί κάνει μια συμπεριλήψη, μια επέκταση. Αλλά τι γίνεται αν δεν είναι συμπεριληπτική εκεί, αυτό δεν καταλαβαίνει. Ναι, γιατί εξαρτάται ποιο κριτήριο θα βάλεις ως κριτήριο ομοιότητας. Το ξαναλέω, αν βάλεις ως κριτήριο, βάζω κριτήριο το φύλλο, τότε δίνω μόνο στις γυναίκες και δεν δίνω στους άντρες. Μόνο στις άγαμες διγατέρες και όχι στους άγαμους γιους, μόνο στις χείρες και όχι στους χείρους. Αν βάλω ως κριτήριο την ηθαγένεια, τότε δίνω μόνο στους Έλληνες πολίτες που είναι μόνιμα εγκατσιμμένοι στη Θεσσαλονίκη το δικαίωμα ψήφου να εκλέγουν το Δημοτικό Συμβουλί της Θεσσαλονίκης και όχι στους Ελλοδαπούς. Αν βάλω ως κριτήριο την ελληνική ηθαγένεια για την πρόσβαση στο σχολείο, τότε δεν δέχομαι Ελλοδαπά παιδιά στο σχολείο. Εξαρτάται λοιπόν και ο κριτήριος. Θα βάλεις μόνο το κριτήριο παιδί, ας πούμε, ξέρω εγώ, ανήλικος, ηλικίας, τόσο μέχρι τόσο ή θα βάλεις και την ηθαγένεια. Ανάλογο μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο συμπεριληπτική ισότητα. Σωστά. Και έχει επεκταθεί, σωστά, έχει επεκταθεί όχι από τον δικαστή κατα αρχή, αλλά έχει επεκταθεί από τον νομοθέτη. Εντάξει, εκεί που πάει ο δικαστής να το κάνει αυτό, μιλάμε ειδικότερα, ως ειδικότερη έχουμε συμπεριληπτική ισότητα για την επεκτατική ισότητα που ο δικαστής επεκτείνει. Ο νομοθέτης συμπεριλαμβάνει και ο δικαστής επεκτείνει κατά κάποιο τρόπο μέσα από την, θα το δούμε αμέσως παρακάτω και με τις αποφάσεις, μέσα από αυτήν την δημιουργική του νομολογία θα λέγαμε. Εντάξει, ναι. Δηλαδή συμπεριληπτική και επεκτατική ισότητα είναι το ίδιο που βλέπεται ως προσκοπή ως την ιδιβάτη. Ναι, εντάξει, η συμπεριληπτική ισότητα είναι μια γενικότερη κατηγορία, θα λέγαμε ότι είναι η έννοια γένους και η επεκτατική είναι έννοια είδους. Εντάξει, και η επεκτατική είναι συμπεριληπτική από αυτήν την έννοια. Άρα δεν θα έλεγα ότι είναι ακριβώς όπως το είπες ότι είναι το α και το β, απλώς η έννοια γένους είναι συμπεριληπτική και η έννοια είδους ας πούμε είναι η επεκτατική. Και με ποιο σκεφτικό απέριψε το κριτήριο της μόνης εγκατάστασης και συνεχώς και τη συμπεριληπτική ισότητα. Αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία που πρέπει να διαβάσουμε την αποφασθές να την επανουσιάσετε την επόμενη φορά. Ε, το ίδιο αλλά έχω αναλάβει δύο αποφάσεις. Εντάξει, άλλες, ναι. Επομένως το άμα ισότητα είναι συμπεριληπτική το κρίμα με βάση του αποτελεσμάτης. Και με βάση της ρύθμισης. Με βάση της ρύθμισης και με βάση του αποτέλεσματος αλλά και με βάση της ρύθμισης. Γιατί την προηγούμενη διαύσταση για τη τετρική είναι να με βάσει το κριτήριο. Προπόσο την ομοιότητα της κατάστασης να εδώ πέρα έχουν κριτήριο το αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα, σωστά, ναι, εντάξει. Αλλά το αποτέλεσμα το οποίο μου συμπεριέχεται στην ίδια τη ρύθμιση. Γιατί καμιά φορά το αποτέλεσμα αυτό καθεαυτό είναι άλλο να πεις ότι εφαρμόζω την τυπική ρυθμιτική ισότητα αλλά κατά αποτέλεσμα, ας πούμε, αποκλείω. Έτσι μπορείς να το πεις και αυτό. Αλλά αποτέλεσμα, ξέρω εγώ, στο ενοχλωγικό σύστημα. Λέω ότι έχω την τυπική ρυθμιτική ισότητα, ισότητα της ψήφου, αλλά βάζω το 3% αποκλείω τους οικολόγους από τον έχουν βλεπτεί. Άρα συνδέεται και αυτό. Όσο περισσότερο κατεβάζεις το κατόφλι ή αν δεν έχεις καθόλου κατόφλι, περιλαμβάνεις στο αγαθό που λέγεται έδρεση στο κοινοβούλιο περισσότερες πολιτικές δυνάμεις. Άρα βλέπεις ότι συνδέονται αυτά μεταξύ τους, δεν είναι τελείως άσχετα. Όπως είπαμε και ότι η αρθμητική ισότητα μπορεί να θεωρηθεί ως έκφραση της αναλογικής υπό την έννοια ότι βλέπουμε μια ιδιότητα που είναι όμως κοινή σε πολλούς. Δεν είναι δηλαδή τελείως η μορφή αυτής που βλέπουμε, δεν είναι τελείως ξένη σημεία προς την άλλη. Αλλά όμως δεν θα παίζουν ότι το 3% είναι συμπεριληπτική ισότητα. Ναι, η κατάργηση του 3% είναι συμπεριληπτική ισότητα γιατί βάζει περισσότερα κόμματα. Είναι ένα ερώτημα. Θέλουμε όμως τέτοιο είδους ισότητα ή όχι. Κατάλαβες, γι' αυτό λέμε ότι κάθε φορά ρωτάμε πριν τι είδους ισότητα θέλουμε. Θέλουμε να συμπεριλάβουμε περισσότερες πολιτικές ομάδες στο κοινοβούλιο γιατί έχουμε κι άλλους δραγματικά εθνικούς σκοπούς. Θέλουμε να συμπεριλάβουμε περισσότερους ανθρώπους στη ψηφοφορία. Θέλουμε να συμπεριλάβουμε περισσότερους στα επιδόματα. Εντάξει, σχετίζονται όλα αυτά. Και βέβαια πάντοτε, προφανώς και συμπεριληπτική και επεκτατική είναι έκφαση του, καταρχήν, που είδαμε όμια μεταχείριση των ομοίων και ανόμια των ονομίων. Όλα εκεί ανάγκωται και όλες αυτές οι μορφές ισότητες ανάγκωται εκεί. Γι' αυτό και βλέπετε ότι είναι αλληλοεξαρτώμενες, ενίωτε όμως μπορεί να είναι και σε ένταση η μία με την άλλη. Θέλω να ρωτήσω. Κασικά, μία λέξη είναι ότι οι αλλογαπείοι εξηκάσουν τη συμπαρισμή με διαδικασιακό τρόπο. Απλά ήθελα να δωσήσω για τους κύπρους. Εμείς είναι ποιο κριτήριο... Το κριτήριο της γλώσσας. Αυτό έχει να κάνει, ξέρω εγώ, και με θρησκεία ή... Όχι, βέβαια, όχι. Καμία σχέση με θρησκεία. Α, με αυτον άρχιστον, γιατί γίνεται και η δασκαλιά στα σχολεία στην Κύπρο με τα ελληνικά βιβλία. Δεν το ξέρω αυτό. Στη δασκαλία στην Κύπρο γίνεται με βάση τα ελληνικά βιβλία. Ναι. Ωραία, ναι, εντάξει, αυτό... Και λέγεται επάνω και... Ναι. Εντάξει, αυτό προφανώς επειδή... για εξοικονόμηση δυνάμεων, ας το πω έτσι. Ή υλικών πόρων, φαντάζομαι, ότι γίνεται. Προφανώς επειδή επιτρέπεται από τη γλώσσα. Θα μπορούσε, όμως, παρότι επιτρέπεται από τη γλώσσα, παρότι η γλώσσα την δίνει αυτή τη δυνατότητα, στην Κύπρο να υπάρχουν διαφορετικά βιβλία. Απλώς σου λέει γιατί να γράφουμε, αλλ' αφού έχουν γράψει, οι Έλληνες θα τα πάρουν. Οι Ελλαδίτες, σωστότερα, έτσι. Λοιπόν, άρα είναι θέμα, ξέρω πως, αποτελεσματικότητας οικονομίας δυνάμεων, οικονομίας πόρων. Δεν είναι κάτι άλλο. Πάντως η διαφοροποίησή του, αλλά όσο διαφορά της εξετάζει, γίνεται με βάση τη γλώσσα. Ακριβώς επειδή είναι άλλο πράγμα να έχεις την ελληνική ως μητρική σου γλώσσα και άλλο πράγμα να μην την έχεις. Την ίδια πράγμα. Ναι. Η αμμότητα της απόφασης αυτή είναι για τους ελληνικούς. Δεν τη θυμάμαι, αλλά είναι πολύ εύκολο να τη βρεις. Εντάξει. Ναι. Ο δικαστής όταν εξετάζει το κριτήριο με βάση το οποίο διελογεί ο νομοθέτης μου μια νόμια μεταχείριση. Για παράδειγμα από την απόφαση που είδαμε τώρα, που λέγαμε και την Δημογένεια, ότι εφόσον σημαίνει στο νόμο ο νομοθέτης πάνω και να δίνει το δικαίωμα του ψήφου με βάση το κριτήριο της μόνης εγκατάστησης. Μπορεί μετά ο δικαστής να προχωρήσει με κύφαρτικη εμμονία και να πει ότι ό,τι δώσε κριτήριο στην Πόλη της Δημογένεια. Κοίταξε, κατά τη γνώμη μου δεν μπορεί. Αλλά αυτό είναι τώρα κριτική στην απόφαση την οποία για να την κάνουμε πρέπει να διαβάσουμε την απόφαση πολύ συγκεκριμένα και να κάνουμε πολύ συγκεκριμένη την παρουσίας για αυτή και την κριτική. Εγώ συμφωνώ με αυτή την κριτική και θεωρώ ότι είναι μια κακή απόφαση αυτή η απόφαση της Ουγλίας της Επιτρατίας. Μια απόφαση που δεν δικαιολογείται. Ήταν ένας ακτιβισμός του δικαστή. Κάτι που δεν μπορούσα να κάνει κατά την απόψη μου. Όπως και στο δεύτερο σκέλος αυτής της απόφασης που αφορά την απόδοση θαγένειας σε παιδιά που έχουν πάει έξι χρόνια στο ελληνικό σχολείο. Και εκεί βρήκε ότι είναι αντιζυδεγματική αυτή η ρύθμιση ο δικαστής του ΣΤΕ, Συμβούλητς Επιτρατίας ή εμένα. Αυτή η απόφαση δεν είναι μια σωστή απόφαση. Είναι μια απόφαση που και έχουμε παραδειάσει σε αυτή τη διάκριση των εξουσίων αλλά και πολλών άλλων. Πολλά μεθολογικά ασφάλματα, κάτι νόμο έχει διαπράξει ο δικαστής. Αλλά πρέπει να τη ζητήσουμε όμως, δεν είναι τώρα της παρούσης. Αν θέλετε να τη ζητήσουμε, πολύ ευχαριστώ. Ας πάρει κάποιος να την παρουσιάσει. Μάγμα τη θέλει. Ωραία. Την επόμενη φορά και θα τη συζητήσουμε διεξοδικότερα. Εντάξει. Λοιπόν, πάμε στη δέταρτη μορφή, στη δέταρτη έκφραση της αρχής της ισότητες που είναι τα θετικά μέτρα. Τα θετικά μέτρα σημαίνει ότι ο νομοφέτης ή ο κανονιστικός δρόσου αδίκησης λαμβάνει κάποια μέτρα υπέρ μιας συγκεκριμένης κατηγορίας πολιτών, οι οποίοι μειονεκτούν έναντι των υπολίπων για λόγους ιστορικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς, θρησκευτικούς και το καθεξής. Λοιπόν, και εδώ μπορούμε να πούμε ότι η μορφή αυτή, δηλαδή τα θετικά μέτρα, είναι κατά κάποιο τρόπο όμια ρύθμιση των ομοίων και ανόμια ρύθμιση των ανομίων, όπως δηλαδή και η αναλογική ισότητα. Μοιάζει, θα λέει για κανείς, δεν είναι κάτι άλλο, είναι μια έκφραση της αναλογικής ισότητας, μα όλα είναι έκφραση της αναλογικής ισότητας, όμια ρύθμιση των ομοίων και ανόμια ρύθμιση των ανομίων. Ποια είναι η διαφορά? Η διαφορά είναι εδώ το αγαθό που παρέχεται συνδέεται όχι με ένα θετικό χαρακτηριστικό του προσώπου ή της κατηγορίας, αλλά με ένα αρνητικό χαρακτηριστικό. Εντάξει, άρα λοιπόν μιλάμε για αντίστροφη διακριτική μεταχείριση, όχι δηλαδή διακριτική μεταχείριση σε βάρος κάποιου επειδή είναι άλλου χρώματος ή άλλης θρησκείας και άρα έχουμε μια αρνητική, μια ρατσιστική αντιμετώπιση, αλλά κάνουμε μια αντίστροφη διάκριση, δηλαδή αυτούς τους ανθρώπους που έχουν οικονομικά και κοινωνικά υποστεί μία δισμενή μεταχείριση από την κοινωνία, τους μεταχειριζόμαστε δια του νόμου, δια του κανονιστικού μέτρου, με έναν πιο θετικό τρόπο για να τους δώσουμε το αβαντάζ, το πλεονέκτημα. Εντάξει, κατά κάποιο τρόπο για να επανορθώσουμε, μιλάμε λοιπόν στο πλαίσιο μιας επανορθωτικής δικαιοσύνης, για να επανορθώσουμε μία παρελθοντική αδικία. Μπορεί κανείς να σκεφτεί, στο πλαίσιο αυτό εμπίπτουν υποσοστώσεις, κατά κύριο λόγο, έτσι, για παράδειγμα υποσοστώσεις για την συγκρότηση των ψηφοδελτίων στις εκλογές, που πρέπει το ένα τρίτο τουλάχιστον να είναι από κάθε φύλλο, δηλαδή στην πράξη αυτό λειτουργεί υπέρ των γυναικών, γιατί έχω μια κοινωνική κατάσταση ανισότητας, έμφυλης ανισότητας, την οποία πάει ο νομοθέτης κάπως να υπερβεί, κάπως να επανορθώσει, να διορθώσει, μέσω της υποχρέωσης τα ψηφοδέλητα να έχουν κατά το ένα τρίτο τουλάχιστον ανθρώπους από το κάθε φύλλο. Άρα λοιπόν, για αποζημιών, για παρουσιοδικές αρνητικές διακλήσεις, για επιστάμενες κοινωνικές ανισότητες ή ακόμα και για κακή τύχη. Για κακή τύχη σημαίνει έγινε σεισμός, έφυγαν τα σπίτια, δίνω σ' αυτούς που έφυγαν τα σπίτια τους επιδόματα, στεγαστικά ή οτιδήποτε κάποια αποζημίωση, παρότι δεν φταίει το κράτος για το σεισμό, είναι προφανές, δεν μιλάμε για στική ευθύνη του κράτους, μιλάμε για κάποιο θετικό μέτρο για να βοηθηθεί ο πιο αδύναμος, είτε λόγω κοινωνικής οικονομικής δυσμενούς μεταχείρισης, είτε λόγω μιας κακής συγκυρίας, μιας ανώτερης δύναμης, ανώτερης βίας. Και τέλος η επικτατική ισότητα που είπαμε ότι και αυτή προφανώς και σχετίζεται άμεσα με την αναλογική, γιατί όμια μεταχείριση των ομοίων και ανώμια των ανωμίων μας λέει σε αυτήν την περίπτωση ο δικαστής, εδώ έχω όμιες περιπτώσεις, άρα η θετική μεταχείριση της κατηγορίας α πρέπει να επεκταθεί και στην κατηγορία β γιατί είναι όμια μεταχείριση των ομοίων και αποκλείω την έκδυλα ανώμια μεταχείριση ομοίων καταστάσεων. Άρα λοιπόν είναι έκφραση και αυτής της αναλογικής ισότητας, προφανώς είναι και η δίκευση της συμπεριλητικής ισότητας καθώς το διανεμόμενο αγαθό συμπεριλαμβάνεται και ακόμα μια κατηγορία που δεν είχε αρχικά από τον νομοθέτη ή την κανονιστικός δρόσεφ δίκη συμπεριληφθεί. Αυτό είναι ένα θέμα που αφορά πάρα πολύ συχνά, που απασχολεί μάλλον πάρα πολύ συχνά τα δικαστήρια, κατά πόσο δηλαδή ένα δικαίωμα ή προνόμιο, μια υλική βαροχή που έχει αναγνωριστεί σε μία ομάδα προσώπων από τον νομοθέτη, είτε τη βουλή και τον κανονιστικά δρόντα νομοθέτη, επεκτείνεται από τα δικαστήρια με μία νομολογία που είναι δημιουργική, είναι διαπλαστική, διαπλάθει ο δικαστής στην περίπτωση αυτή έναν κανόνα, δεν τον έχει δώσει ο νομοθέτης, αλλά ο δικαστής τον φτιάχνει αυτόν τον κανόνα, τον πλάθει. Για αυτό λέμε διαπλαστική νομολογία, προκειμένου να συμπεριλάβει πρόσωπα ή κατηγορίες προσώπων που ο νομοθέτης τους έχει παραλείψει, παρότι τα πρόσωπα αυτά θέλουν ως προς τη συγκεκριμένη έννομη σχέση στην ίδια κατάσταση με την ομάδα που εξασφάλισε την προνομιακή ρίθληση. Πολλά τα ερωτήματα που γεννά η επεκτατική διαπλαστική νομολογία του δικαστήρια. Α, γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις το δικαστήριο πρέπει να προβεί είτε σε επέκταση της γενικής ρίθμησης, αυτό είναι το λιγότερο προβληματικό, αν έχουμε μια γενική ρίθμηση και ριτά έχει εξαρτηθεί μια ομάδα προσώπων και αυτή η ομάδα βρίσκεται στην ίδια θέση ως προς τη συγκεκριμένη έννομη ρίθμηση με όσους έχουν πάρει το θετικό προνόμιο αγαθοειλική παροχή, τότε είναι πιο εύκολο ο δικαστής να θεωρήσει αυτή τη συνταγματική, την ειδική ρητή και εξαιρετική διάταξη που αποκλεί και να εφαρμόσει τη γενική. Πιο δύσκολο βέβαια είναι να αναβιώσουν προγενέστερες ή ευμενέστερες ρυθμίσεις, δηλαδή να βρει την συνταγματική ρύθμιση, την παρούσα και την ισχύουσα και κρίνοντάς όλα τα συνταγματική, αυτό που είπαμε και σε προηγούμενο μάθημα, να αναβιώσει μια προγενέστερη, παρά ότι ο νομοθετής έχει εκλέξει κάτι άλλο και ακόμα πιο δύσκολο, ακόμα περισσότερες μεθοδολογικές ενστάσεις, για να η τρίτη μεθοδολογική προσέγγιση του δικαστή μπορεί να είναι να επεκτείνει την εφαρμογή μιας εξαιρετικής διάταξης. Όχι να έχω τη γενική, η εξαιρετική να είναι η εξαίρεση, δηλαδή το να αποκλεί κάποιους, καταργώ την εξαίρεση, οπότε στον... Στην κοινή ρύθμιση τη γενική μπαίνουν και αυτοί που εξαιρέθηκα, αλλά αντίστροφα να έχουν μια εξαιρετική ρύθμιση για μια μικρή ομάδα και να έρχονται άλλοι και να ζητούν να υπαχθούν σε αυτήν την εξαιρετική ρύθμιση. Θα το δούμε αυτό με τους πυροτεχνιουργούς. Ποια έχει τους πυροτεχνιουργούς, είναι απόφαση. Δεν έχετε μια ή έχετε... Α, η Καστοδίνα. Συγγνώμη, καστοδίνα. Άρα λοιπόν οι αστάσεις που γεννάει η επεκτατική εφαρμογή της ισότητας, δηλαδή αυτή η διαπλαστική νομολογία του δικαστή, με την οποία ο δικαστής επεκτείνει την παροχή ή το προνόμιο ή την απόλαψη ενός δικαιώματος σε περισσότερες κατηγορίες. Πρώτον, γεννά την ένσταση της διάθεσης των λειτουργιών, γιατί έχετε εδώ ο δικαστής με τη διαπλαστική του νομολογία να διαπλάσει έναν κανόνα δικαίου, να φτιάξει έναν κανόνα δικαίου και ξέρουμε ότι οι δικαστές δεν είναι θετικοί νομοθέτες. Μπορεί να είναι αρνητικός νομοθέτης έτσι το αέδωτο να κυρώνει έναν νόμο, αλλά δεν θέλουμε ο δικαστής να είναι θετικός νομοθέτης, να φτιάχνει νόμους. Πράγμα που το κάνει όμως στην επεκτατική ρύθμιση όταν διαπλάθει μια νομολογία. Και επίσης έρχεται σε αντίθεση, ιδίως όταν αφορά υλική παροχή και όχι απόλαυση ενός δικαιώματος, έρχεται σε αντίθεση με τις δημοσιονομικές διατάσεις του Συντάγματος, που απαιτούν ιδιαίτερα αυστηρές προϋποθέσεις για την εισαγωγή προς συζήτηση κάποιου νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου που συνεπάγεται επιβάριση του κρατικού προϋπολογισμού. Έτσι το 79.2 λέει ότι όλα τα έσοδα του κράτους πρέπει να αναγράφονται στον ετήσιο προϋπολογισμό και τον απολογισμό, μα όταν το δικαστήριο δώσει ένα επίδομα προφανώς αυτό δεν έχει αναγραφεί και δημιουργούνται τα προβλήματα που ακούτε τώρα, έτσι, γιατί πρέπει η κυβέρνηση να δώσει τα χρήματα στους ανστόλους και στους δικαστές που δικαιώθηκαν βάσει δικαστικών αποφάσεων και δημιουργείται η μαύρη τρύπα στον προϋπολογισμό γιατί δεν έχουν προϋπολογιστεί τα έσοδα αυτά και προσπαθεί η κυβέρνηση να μην τα δώσει όλα, να δώσει τα μισά και το καθεξής. Επίσης το άρθρο 80 παράγραφος 1 μας λέει ότι σύνταξη, μισθός, χορηγία ή αμυθή δεν αναγράφεται στον προϋπολογισμό του κράτους ούτε παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο νόμο. Εδώ λοιπόν με μια δικαστική απόφαση δεν έχουμε νόμο, κανέναν νόμο, πολλών θε μάλλον δεν έχουμε οργανικό νόμο, αλλά πάντως δεν έχουμε καν νόμο. Άρα λοιπόν και αυτές οι ειδικές διατάσεις του συντάγματος έρχονται να προστεφούν στις ενστάσεις που έχουμε για την επέκταση των παροχών από μία κατηγορία σε άλλη, ιδίως διότι όπως προείπα όταν αυτό γίνεται με την επέκταση μιας εξαιρετικής διάταξης. Αντίθετα λιγότερες ενστάσεις έχουμε όταν εφαρμόζεται η γενική διάταξη αναλογικά. Βεβαίως μπορεί να πει κανείς ότι κοιτάξτε, όταν ο δικαστής έρχεται και λέει ότι εδώ έχω ανώμια εκδήλως, ανώμια μεταχείριση προσώπων που τελούν σε όμοιες καταστάσεις όσον αφορά την συγκεκριμένη ενωμηρίθμιση, δηλαδή στην πραγματικότητα μπορεί ο νομοθέτης να μην δώσει, για να μην δοθεί το προνόμιο, το επίδομα για παράδειγμα και στις άλλες κατηγορίες, να καταργήσει το επίδομα και από αυτούς τους οποίους το έχει καταρχάς δώσει. Δηλαδή μπορεί ο νομοθέτης να σηκώσει το γάντι ας το πω έτσι από το δικαστή που του λέει εδώ έχεις μια εκδήλως άνυση, ρύθμιση, να δώσει το γάντι και να πει εντάξει αφού είναι εκδήλως άνυση και αφού δεν μπορώ να τη δώσω στους άλλους, τότε την καταργώ και από αυτούς, με βάση τους οποίους είχε εκρυθεί ότι πρέπει να επεκταθεί και σε μια άλλη κατηγορία που αρχικά δεν είχε συμπεριληπθεί. Καταλαβαίνουμε? Αυτή είναι μια απάντηση στις αστάσεις, ότι ο δικαστής καλώς κάνει και λέει εδώ έχω εκδήλως ανώμια ρύθμιση ομίων καταστάσεων, άρα παραβία στη στεγματικής αρχής της ισότητας, ο νομοθέτης αν δεν θέλει να έχω παραβία στον διατάξεων του συντάγματος που αφορούν την εγγραφή στο προϋπολογισμό των διαφόρων μισθών, χωρηγιών, αμμυβών και ούτω καθεξής, μπορεί να καταργήσει και αυτές που δίνει προκειμένου να μην υπάρχει πάντως η άνυση ρύθμιση. Αυτό μπορεί κανείς να το δει, αν ξεφύγουμε λίγο από την επεκτατική ισότητα και το δούμε στο γενικότερο πλαίσιο ενιαγένους της συμπερκληπτικής ισότητας, δηλαδή κάτι που δεν αφορά αναγκαστικά παροχές, μπορούμε να το δούμε στην απόφαση βαλιανάτος του ΕΔΑ, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Αθρώπου, που εδρεύει στο Στρασβούργο, έκρινε πριν από ένα χρόνο, ότι ο αποκλεισμός των ομόφυλων ζευγαριών από το δικαίωμα σύναψης συμβώνου συμβίωσης, έρχεται σε αντίθεση με το α14 της αστάσης, συνδυασμός με το α8 που αποτελεί το δικαίωμα στην προσωπική και οικογενειακή ζωή. Θα μπορούσε ο νομοθέτης, θεωρητικά, να κάνει δύο πράγματα προκειμένου να είναι σύνομος με την απόφαση αυτή, είτε να επεκτείνει το σύμφωνο συμβίωσης, όπως λέει ότι θα το κάνει, διάβαζα πρόσφατα, να επεκτείνει το σύμφωνο συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια, ώστε να μην έχει αυτήν την αρνητική μεταχείριση, την άνηση μεταχείριση, προσώχου βρίσκοντας σε όμοιες καταστάσεις, ή να καταργήσει το σύμφωνο συμβίωσης για όλους. Αν δηλαδή καταργούσε το σύμφωνο συμβίωσης για όλους και για τα ατερόφυλα ζευγάρια, δεν θα έρχονταν πλέον σε αντίθεση με το Άυρο 14 για την αρχή απαγόλουσης των αδυτικών διακρίσεων, ουσιαστικά την αρχή της ισόρτες κατά τα ΕΣΔΑ. Καταλαβαίνετε κάτι αντίστοιχο με αυτό που λέμε τώρα, ότι αν είναι εκδήλος άνηση μεταχείρισης, το να δίνεις ένα επίδομα, δεν θυμάμαι σε ποιον το είχε δώσει ο νομοθέτης και από εκεί το πήραν και οι δικαστές ή η ΕΣΤΟ, ή τότε μπορείς να κόψεις και το αρχικό επίδομα προχειμένου να μην εφαρμοστεί επεκτατικά. Για παράδειγμα, πάμε πίσω στο 1992, θα δούμε ότι εκεί ο δικαστής δεν επέκτηνε. Εκεί δηλαδή τέθηκε το ζήτημα των διαφορετικών προϋποθέσεων συντεξοδότησης των χίρων αδρών και γυναικών και τότε η επίκηση της σταγματικότητας θεωρήθηκε ότι αποκλεί απλώς την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων και υπ' των γυναικών. Και δεν μπορεί να οδηγεί στην επέκτασή τους. Τότε δηλαδή το 1992 ο δικαστής ήταν ακόμα συντηρητικός, αυτοπεριοριζόταν, δεν μοίραζε χρήματα ας το πω έχει, πράγμα το οποίο άλλαξε τα επόμενα χρόνια και το επόμενο 20 αιτία ο δικαστής μοίραζε χρήματα με βάση αυτή την μορφή της επεκτατικής ισότητας. Έτσι το 97 για παράδειγμα γίνεται δεκτή και για το χίρο, το συνταξιοδοτικό καθεστότος που ισχύει η χίρα, προκειμένου να αποκατασταθεί η συμμεταχύριση των δύο φύλλων. Εδώ δίνει το επίδομα και στον άνδρα, που έμεινε χίρος και όχι μόνο στη γυναίκα, κάνει επέκταση λοιπόν. Εδώ έχουμε ένας εργαστικό επίδομα για τους στρατιωτικούς τρονόπλων δυνάμεων και την εξαίρεση από αυτός στρατιωτικού προσωπικού της ελληνικής αστυνομίας. Θα δούμε και την αντίστοιχη υπόθεση των πυροτεχνικών. Πάντως αυτή τη τελευταία 20 αιτία μέχρι την οικονομική κρίση, που έβαλε ένα φρένο σε αυτή την επεκτατική εφαρμογή της ισότητας από τα δικαστήρια, έχουμε πάρα πολλές δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες μοιράζουν αφιδώς τα επιδόματα, με βάση στο σκεπτικό της επεκτατικής ισότητας, διορθώνοντας τον νομοθέτη, κυρίως την κανονιστικός δρόσα δίκης, δηλαδή κυρίως τους ηθογούς, οι οποίοι με διάφορες πολικές αποφάσεις μοιράζαν επιδόματα σε διάφορες κατηγορίες και βεβαίως μπορείτε να κάνετε μόνοι σας και την κριτική σε σχέση με το τι σημαίνει αυτό και για αυτά τα αρχαία χρόνια. Έτσι λοιπόν τελευταία, δηλαδή μετά την κρίση, βλέπουμε ότι οι δικαστές εμφανίζουν ένα σχετικό αυτοπεριορισμό, δηλαδή σκέφτονται πολύ περισσότερο όταν εφαρμόζουν αυτήν την επεκτατική διάσταση της αρχής της ισότητας και προσπαθούν να αναζητήσουν, να βρουν κάποια κριτήρια να αυτοπεριοριστούν και να μειωθεί ας πούμε η έκταση του φαινομένου αυτού της επεκτατικής ισότητας, που όπως προείπα είναι διαπλαστικές αποφάσεις άρα λοιπόν ο δικαστής γίνεται αυτοιτικός νομοθέτης. Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε στο πλαίσιο λοιπόν αυτό του δικαστικού αυτοπεριορισμού που είναι επιβαλόμενος, είναι ότι ο δικαστικός έλεγχος της στήρισης αρχής της ισότητας είναι ένας έλεγχος ορίων. Το δικαστήριο αναγνωρίζει και πρέπει να αναγνωρίζει ότι καταρχάς και καταρχήν την ουσιαστική κρίση αν οι καταστάσεις είναι όμοιες ως προς τη συγκεκριμένη ανομιρίθμηση την έχει ο νομοθέτης, η βουλή ή η κανονιστικός δρόσας διοίκηση δηλαδή η πολιτική εξουσία. Οι ουσιαστικές κρίσεις ανήκουνε σε αυτήν μόνο στα ακραία όρια εκεί που έχω έκδυλει το ξαναλέω άνοιση δηλαδή ανόμια ρύθμιση όμοιων περιστάσεων πρέπει ο δικαστής να επεβαίνει με τον άλλο εφεβεί τα τρόπο. Η αξιολόγηση ουσιαστικής ορθότητας των νομοθετικών επιλογών εκφέβει των ορίων του δικαστικού ελέγχου. Έτσι, για παράδειγμα, στην 250 του 2005 μας λέει ότι αρχή της σώθεσης εκβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν κάτω από 1000 παρόμενες συνθήκες, κατ' τον έλεγχο αυτό που είναι έλεγχος ορίων και όχι έλεγχος των καταρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχωμένων των νομικών κανόνων ο κοινός νομοθέτης ή κανονιστικός δρόσα διοίκησης δίνεται να ρυθμίσει κατά ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις σχέσεις λαμβανομένων υπόψη των φιστάμενων κοινωνικών, οικονομικών, επαγγελματικών ή άλλων συνθηκών. Έτσι, πάντα ο νομοθέτης είναι αυτός που πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τις συνθήκες υπό τις οποίες νομοθετεί, που συνδέονται με τις καταστάσεις σχέσεις που ρυθμίζονται. Στην βάση γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, εκεί θα παρέμβει ο δικαστής όταν τα κριτήρια δεν είναι γενικά και αντικειμενικά. Θυμάστε και πριν για τη ρύθμιση για το διευρυμένο ράδιο θαρμακίων που τόνιζε το δικαστήριο έχω μια γενική και αντικειμενική ρύθμιση. Δεν έχω μια αφαίρετη ρύθμιση, έναν αφαίρετο αποκλεισμό κάποιων προσώπων. Στα όρια της αρχής ώτες που αποκλείουν την έκδυλλα η άνυση μεταχείριση είτε με τη μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρισης. Αποκλείει επίσης η αρχή της ώτες και την αφαίρετη εξωμείωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες ή αντιθέτως τη διαφορετική μεταχείριση των ίδιων ή παρομείων καταστάσεων. Πρέπει λοιπόν να γνωρίζει ο δικαστής ότι υπάρχουν κάποια θεμητά κριτήρια, κάποια κριτήρια δηλαδή που τα δικαστήρια τα αποδέχονται ως μη αντίθετα προς το Σύνταγμα με βάση τα οποία μπορεί ο νομοθέτης να διαφοροποιηθεί. Ποια είναι αυτά? Πρώτον είναι κριτήρια που ανάγονται στο ίδιο το Σύνταγμα. Για παράδειγμα η προστασία της οικογένειας, το να δώσουν οικογενειακό επίδομα ανάγεται σε ένα δικαίωμα, ένα κοινωνικό δικαίωμα που είναι η προστασία της οικογένειας. Για παράδειγμα έχω άνηση μεταχείριση θετικό μέτρο υπέρ των πολιτέχνων. Για παράδειγμα το οποίο δικαιολογείται λόγω του συνταγματικού θεμετού σκοπού της προστασίας της οικογένειας ή μπορεί να έχει να κάνει με κριτήρια αξιολογικά δηλαδή αξιοκρατικά με την αξιοκρατία ως προστατευόμενη συνταγματική αρχή, την αρχή της αξιοκρατίας. Όταν για παράδειγμα έχω το παράδειγμα που σας είπα το ποιος μπαίνει στο πανεπιστήμιο ή το ποιος παίρνει μια δουλειά με βάση τους ακαδημαϊκούς τίτλους που έχει. Έχει δεχτεί το δικαστήριο ότι μπορεί να επιτρέπεται η μωριοδότηση σε περιπτώσεις αντοποιότητας προκειμένου να κρατηθούν οι εργαζόμενοι στους τόπους από τους οποίους κατάγονται. Σε ιδιαίτερη συνθήκης εργασίας βεβαίως, όπως θα δούμε με τους πυροτεχνικούς. Επίσης χρονικά όρια, για παράδειγμα η μεταβολή του στήματος εισαγωγής, τριτοβάθμια εκπαίδευση, κατά πόσο δηλαδή μπορούν να έχουμε κάποιες μεταβατικές ρυθμίσεις και βεβαίως λόγια ανώτερης βίας όπως αναφέραμε και πριν. Αντίθετα δεν μπορεί να δικαιολογήσει διακριτική μεταχείριση η τυχαιότητα, κάτι το οποίο είναι τυχαίο, συμπτωματικό, αφαίρετο, δεν έχει καμία σχέση με την έννομη ρύθμιση. Και φυσικά δεν μπορεί να δικαιολογηθεί καμία διαφορετική μεταχείριση με βάση τίτλων ευγενίας και αυτό το βλέπουμε και στο αφαίρετο 4 αυτούς συντάγματος που ακουκλεί, απαγορεύει το 4.7 την απονομή τίτλων ευγενίας.