Διάλεξη 1 / Διάλεξη 1 / Διάλεξη 1

Διάλεξη 1: Εκεί πάνω στο κομμάτι, στο κομμάτι, στο κομμάτι, στο κομμάτι. Το κομμάτι, το κομμάτι, το κομμάτι, το κομμάτι. Ο κομμάτι, ο κομμάτι, ο κομμάτι, ο κομμάτι. Γεια σας, αγαπητές φίλες και φίλοι! Η παρούσα αποτελεί την πρώτη από μια σειρά διαλέξεων του μεταπτυχιακού, του δευτέρου έτους, δηλαδή,...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Κυριαζόπουλος Κυριάκος (Επίκουρος Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Νομικής / Εκκλησιαστικό Δίκαιο ΙV (Μεταπτυχιακό)
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=e7b8ac06
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 1: Εκεί πάνω στο κομμάτι, στο κομμάτι, στο κομμάτι, στο κομμάτι. Το κομμάτι, το κομμάτι, το κομμάτι, το κομμάτι. Ο κομμάτι, ο κομμάτι, ο κομμάτι, ο κομμάτι. Γεια σας, αγαπητές φίλες και φίλοι! Η παρούσα αποτελεί την πρώτη από μια σειρά διαλέξεων του μεταπτυχιακού, του δευτέρου έτους, δηλαδή, ιερνού εξαμίνου, κατά την οποίαν θα διαπραγματευτούμε ορισμένα ζητήματα των σχέσεων κράτους θρησκευμάτων σε ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με παράδοση καθολική, πρωτεσταντική ή μικτή, δηλαδή καθολικό-πρωτεσταντική. Ως γνωστόν, στο πρώτο εξάμενο του δευτέρου έτους είχαμε πραγματευθεί μια άλλη ομάδα κρατών στο ζήτημα των σχέσεων κράτους θρησκευμάτων και τώρα συνεχίζομαι σε μια δεύτερη ομάδα κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των παραδόσσεων τις οποίες προναφέραμε. Συνεχίζομαι, λοιπόν, με την Ιταλία. Σημείο αναφοράς για τις σχέσεις κράτους Ιταλίας θα αποτελέσει το άρθρο του καθηγητή Σίλιβιο Φεράρη «Κράτος και θρησκεύματα στην Ιταλία», το οποίο δημοσιεύεται στο βιβλίο «Κράτη και θρησκεύματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση», το οποίο επιμελήθηται ο γερμανός καθηγητής Γέρχαρτ Ρόμπερς και το οποίο ο υποφαινόμενος απέδωσε στην ελληνική γλώσσα. Θα ξεκινήσουμε, λοιπόν, με τις νομικές πηγές που αφορούν τις σχέσεις κράτους θρησκευμάτων στην Ιταλία και στη συνέχεια θα μελετήσουμε το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων, δεδομένου ότι μόνο αυτές οι δύο διαστάσεις των σχέσεων κράτους θρησκευμάτων έχουν επιλεγεί να καταστούν αντικείμενο πραγμάτευση σε αυτή τη σειρά διαλέξεων. Νομικές πηγές των σχέσεων κράτους θρησκευμάτων στην Ιταλία. Ο καθηγητής Σίλβιο Φεράρι αναφέρει «Οι θεμελιώδες διατάξεις του Ιταλικού Δικαίου των Θρησκευμάτων περιέχονται στο Σύνταγμα και αποσκοπούν αφενός στη διασφάλιση της ελευθερίας και της ισότητας του ατόμου σε θρησκευτικά θέματα και αφετέρου στην εγγύηση ενός συστήματος συνεργασίας μεταξύ του κράτους και των θρησκευμάτων». Το άρθρο 19 του Συντάγματος προβλέπει ότι «Κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να ομολογεί ελεύθερα την πίστη του με κάθε πιθανή μορφή, μόνος ή από κοινού με άλλους, να την προάγει και να ασκεί τη λατρεία του δημόσια ιδιωτικά, υπό τον όρο ότι οι σχετικές ερωτελεστίες δεν προσβάλλουν τα χριστά ήθη». Η διάταξη του άρθρου 3,1 ορίζει ότι «όλοι οι πολίτες έχουν την ίδια κοινωνική αξιοπρέπεια και είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, ανεξάρτητα από το φύλο, τη φυλή, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές γνώμες τους ή τις προσωπικές ή κοινωνικές περιστάσεις τους». Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το ιταλικό σύστημα του δικαίου των θρησκευμάτων είναι διμερές. Αφενός από σκοπή στο να εγγυάται για όλους συμπεριβραμβανομένων των μη πολιτών τη θρησκευτική ελευθερία και την ισότητα, η κρατούσα ερμηνεία του όρου «θρησκεία» υποστηρίζει την επέκταση των εγγυήσεων των άρθρων 3 και 19 στην ομολογία των άθεων ή αγνοστικιστικών πεποιθήσεων. Από την άποψη των ατομικών δικαιωμάτων στη θρησκευτική ελευθερία και ισότητα, η ιταλική ενόμη τάξη φαίνεται να συμβαδίζει με τις κύριες διατάξεις του διεθνούς δικαίου σε αυτόν τον τομέα και με τις αρχές που περιέχονται στα περισσότερα συντάγματα των άλλων δυτικών χωρών. Η εισαγωγή ειδικών κανόνων που επιτρέπουν την αντίρρηση συνειδήσεων στη στρατιωτική θητεία το 1972 και περιοριζόμενοι σε εργαζόμενους στον τομέα της υγείας. Στη συμμετοχή σε αμβλώσεις το έτος 1978 έχει συμβάλει προς την επίλυση κάποιων σημαντικών προβλημάτων της θρησκευτικής ελευθερίας, αλλά όμως παραμένουν άγιτα. Εδώ τα κύρια προβλήματα είναι εκείνα τα οποία προκαλούνται από θρησκευτικές ομάδες που έχουν εμφανιστεί στην Ιταλία μόνο σχετικά πρόσφετα. Ιδιαίτερες περιπτώσεις που μπορούν να υπενθυμιστούν εδώ είναι εκείνες της άρνησης ιατρικής περίθαλψης. Η κρατούσα νομολογία αναγνωρίζει τη δυνατότητα της άρνησης οποιασδήποτε ιατρικής περίθαλψης που δεν είναι υποκριτική από το νόμο, στο μέτρο που μια τέτοια άρνηση, για παράδειγμα μετάνκησης αίματος, δεν θέτει σε εκείνον τη ζωή άλλου προσώπου, καθώς και εκείνες της άρνησης εργασίας σε θρησκευτικές αργίες. Αυτό το δικαίωμα χωριείται μόνο στους πιστούς των θρησκευμάτων που έχουν συνάψει συμφωνία με το Ιταλικό κράτος. Άλλοι, συμπεριλαμβανομένον των Μουσουρμάνων, δεν απολαμβάνουν του δικαιώματος. Εκτός από αυτές τις διατάξεις που αφορούν τα ατομικά δικαιώματα, υπάρχουν διάφορες διατάξεις που αφορούν τη νομική θέση των θρησκευμάτων. Το άρθρο 8 παράγραφος 1 ορίζει «όλα τα θρησκεύματα είναι εξίσου ελεύθερα ενώπιον του νόμου». Αυτό το άρθρο περιέχει υπεραιτέρω διατάξεις που αφορούν τα μειονωτικά θρησκεύματα. Τα μη καθολικά θρησκεύματα έχουν το δικαίωμα να οργανώνονται σύμφωνα με τα δικά τους καταστατικά, στην έκταση που δεν ερχονται σε σύγκρουση με το Ιταλικό δίκαιο. Οι σχέσεις τους με το κράτος ρυθμίζονται από νόμους στη βάση σύμφωνιών με τους εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους τους. Μια ειδική ρύθμιση ωστόσο εφαρμόζεται στην Καθολική Εκκλησία σύμφωνα με το άρθρο 7. Το κράτος και η Καθολική Εκκλησία είναι καθένα σύμφωνα με τη δική του ένομη τάξη, ανεξάρτητες και κυρίαρχες. Οι σχέσεις τους διέπονται από τις συνθήκες του λατερανού. Οι τροποποίησεις σε αυτές τις συνθήκες που συμφωνούνται και από τις δύο πλευρές, δεν πρέπει να ακολουθούν τη διαδικασία που προβλέπεται για τις συνταγματικές αναθεωρήσεις. Τέλος, το άρθρο 20, που απευθύνται επίσης σε όλα τα θρησκεύματα, προβλέπει ότι ο εκκλησιαστικός χαρακτήρας ή ο θρησκευτικός ή λατρευτικός σκοπός σωματίου ή ιδρύματος δεν επιτρέπεται να δικαιολογεί ιδιαίτερους νομοθετικούς περιορισμούς ή φορολογικές επιβαρύνσεις σε σχέση με την ίδρυση, τη νομική ικανότητα ή οποιαδήποτε μορφή δραστηριότητάς του. Δυνάμι το άρθρο 7 του Συντάγματος της Ιταλίας συνάφθηκε το 1984 μεταξύ του κράτους και της Καθολικής Εκκλησίας η συμφωνία της Βίλα Μαντάμα. Ακόρντο τη Βίλα Μαντάμα, η οποία αντικατέσσε το κοκορδάτο του Λατρεανού του 1929. Τη συμφωνία ακολούθησαν σειρά ειδικών συμφωνιών, οι σημαντικότερες των οποίων αφορούν τη ρύθμιση των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων και της εκκλησιαστικής περιουσίας το 1984, το καθολικό μάθημα των θρησκευτικών στα κρατικά σχολεία το 1985, τις εκκλησιαστικές αργίες το 1985, την προστασία της πολιτιστικής και θρησκευτικής κληρονομιάς το 1996 και την πειμαντική μέρημνα στην αστυνομία το 1999. Δηλαδή με το άρθρο 8 παράγραφος 3, επιτεύθηκαν συμφωνίες ηντέζε μεταξύ του Ιταλικού κράτους και της τάβολα βαλτέζε το 1984, των χριστιανικών εκκλησιών των Ανδυντιστών της 7ης ημέρας το 1986, των συνελεύσεων του Θεού μιας πεντηκοστιανής εκκλησίας το 1986, της Ένωσης των Ιουδαϊκών Κοινοτήτων το 1987, της Χριστιανικής Ευαγγελικής Βαπτιστικής Ένωσης το 1993, της Λουθυρανικής Εκκλησίας το 1993, αλλά και άλλων θρησκευμάτων με τα οποία η Ιταλική Κυβέρνηση σύναψε συμφωνίες με βάση το άρθρο 8 παράγραφος 3 του Ιταλικού Συντάγματος. Συνολικά με 11 θρησκεύματα σύναψε τέτοιες συμφωνίες. Δύο περαιτέρω συμφωνίες με τη Χριστιανική Κοινότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Αναφέρει ο καθηγητής Φεράρη και τη Βουδιστική Ένωση. Υπογράφηκαν το 2000, αλλά δεν έχουν εγκληθεί ακόμη από το Κοινοβούλιο. Εδώ χρειάζεται να επικυροποιηθεί αυτό που έγραψε στο άρθρο του αυτό ο καθηγητής Φεράρη. Με τη Βουδιστική Ένωση έχει υπογραφή συμφωνία και έχει εγκληθεί από το Κοινοβούλιο, αλλά όχι ακόμα με τη Χριστιανική Κοινότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά, η οποία συμφωνία έχει υπογραφεί, αλλά δεν έχει ακόμα εγκληθεί από το Ιταλικό Κοινοβούλιο. Τα υπόλοιπα θρησκεύματα διέπονται ακόμη από το νόμο 1159 της 24ης Ιουνίου 1929. Αυτός ο νόμος, εξαιτίας του ιστορικού υπόβαθρου της θέσπισης του, περιέχει διάφορες διατάξεις που φαίνονται να είναι ασυμβίβαστες με τις αρχές του συντάγματος. Ωστόσο, μια πρόταση για τη μεταρρύθμισή του, που εγκλήθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο το 1999, δεν έχει υποβληθεί μέχρι σήμερα στο Κοινοβούλιο για ψήφιση. Η συζήτηση γίνεται πιο περίπλοκη όταν περνάει κάποιος από τα δικαιώματα των ατόμων στη νομική ταξινόμηση των εκκλησιών. Σε αυτόν τον τομέα, το σύστημα των κορδάτων και των συμφωνιών, εισάγει στοιχεία διαφοροποίησης μεταξύ των θρησκευμάτων. Αυτά δεν αποκλείονται από το άρθρο 8 παράγραφος 1, που αναφέρεται στην ίση ελευθερία, όχι στην ισότητα, αλλά σε μερικές περιτώσεις μπορούν να έχουν αποτέλεσμα στη νομική θέση των ατόμων. Παραδείγματα μπορούν να βρεθούν στα τελευταία τύματα αυτού του κεφαλαίου για τη χρηματοδότηση των θρησκευμάτων και το μάθημα των θρησκευτικών στα κρατικά σχολεία. Γι' αυτό το λόγο, η σωστή σχέση μεταξύ ελευθερίας, δηλαδή της δυνατότητας ειδικής ρύθμισης για κάθε θρήσκευμα και ισότητας, δηλαδή της ανάγκης ενός κοινού συνολου δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για όλα, είναι κεντρικό πρόβλημα του ιταλικού δικαίου των θρησκευμάτων στο παρόν στάδιο ανάπτυξής του. Το ιταλικό δίκαιο των θρησκευμάτων είναι σύστημα τριών επιπέδων. Η Καθολική Εκκλησία κατέχει την πιο διακεκριμένη θέση, Εκκλησία η οποία λόγω του αριθμού των πιστών της και της ειδικής σημασίας της στην ιστορία της Ιταλίας, απολαμβάνει μια καταπροτίμηση θέση η οποία διασφαλίζεται με τη συμφωνία της Βίλα Μαντάμα και πολυάριθμες άλλες διατάξεις. Εκείνα τα θρησκεύματα που έχουν συνάψει συμφωνία με το κράτος κατέχουν ενδιάμεση θέση. Οι ελόγω όμως ομάδες είναι εκείνες που έχουν υπάρξει στην Ιταλία για μεγάλη διάρκεια, δηλαδή οι Βαλδέζοι, οι Ιουδαίοι και οι Προδεστάντες ή πιο πρόσφατα ομάδες, οι οποίες όμως δεν έχουν χαρακτηριστικά γνωρίσματα συμβίβαστα με το ιταλικό δίκαιο. Με αυτές τις χωριστές συμφωνίες έχουν εγγυημένη μια θέση ισοδύναμη, εάν όχι ίση με εκείνη της Καθολικής Εκκλησίας. Στο χαμηλότερο επίπεδο είναι τα θρησκεύματα, κάποια από αυτά, το ισοδοτικό αριθμό πιστών όπως οι Μουσουλμάνοι, που έχουν εγκατασταθεί στην Ιταλία, μόνο σχετικά πρόσφατα και τα οποία προπάντων χαρακτηρίζονται από δόγματα και πρακτικές, που είναι σύμφωνα με την κρατούσα ερμηνεία σε περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτή σύγκρουση με την δημόσια τάξη. Αυτό το επίπεδο περιλαμβάνει μερικά από τα εξαιρετικώς αμφισβητούμενα νέα θρησκευτικά κινήματα, όπως η Εκκλησία της Σαϊντολογίας. Αυτές οι ομάδες ρυθμίζονται από τον νόμο 1.159 του 1929 και ή τους Γενικούς Νόμους για τα Σωματεία και αποκλείονται από μερικά σημαντικά προνόμια, παραδείγματος χάρη, σε σχέση με τη χρηματοδότηση, το μάθημα των θρησκευτικών και την ποιημαντική μέρημνα, τα οποία τουλάχιστον μέχρι σήμερα έχουν χορηγηθεί μόνο στη βάση κονκορδάτου ή συμφωνίας. Κατά προσέγγιση, αυτό το σύστημα των τριών επιπέδων είναι βασισμένο στην ταλική ιστορία και πολιτισμό. Εν τούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα έπρεπε να εξταστεί από άλλες οπτικές γωνίες. Το πρώτο σημείο αφορά την έκταση του συστήματος των συνθηκών και των συμφωνιών, το οποίο επεκτάθηκε για να περιλάβει θέματα που θα μπορούσαν να είχαν αντιμετωπιστεί από το κρατικό δίκιο και να παράγουν πιο ικανοποιητικά αποτελέσματα σε σχέση με την αρχή της ισότητας. Για παράδειγμα, στον τομέα της χρηματοδότησης των θρησκευμάτων, το παρόν σύστημα αποκλεί τους Μουσουρμάνους και τους μάρτυρες του Ιεχοβά, που αποτελούν αριθμητικά τη δεύτερη και τη τρίτη μεγαλύτερη θρησκευτική κοινότητα στην Ιταλία, οι οποίοι χωρίς συμφωνία δεν μπορούν ούτε να μετέχουν στην κατανομή του 0,8% του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, ούτε να αφαιρέσουν τα ποσά που δορίζονται στη θρησκευτική τους κοινότητα από το φορολογητέο εισόδημά τους. Ένας κρατικός νόμος που θα άνοιγε αυτά τα κανάλια χρηματοδότησης σε όλα τα θρησκεύματα που αναγνωρίζονται ως τέτοια από το ιταλικό δίκαιο, δεν έτρεχνε περισσότερο σεβασμό για την ίση ελευθερία την οποία εγγυάται το άλθρο 8 του συντάγματος. Παρόμοια κριτική ασκείται για άλλους τομείς του ιταλικού δικαίου των θρησκευμάτων. Δεν υπάρχει κοινός νόμος για τις θρησκευτικές κοινότητες που να αφορά τα προβλήματα που θα μπορούσαν να επιλυθούν ομοιόμορφα. Από την χρηματοδότηση, αυτό ισχύει για την πειμαντική μέρημνα σε δημόσιους θεσμούς, στην πρόσβαση σε σχολεία κλπ. Εάν επρόκειτο να ισχύσει αυτό, θα άφηνε στις συνθήκες και τις συμφωνίες μόνο τη ρύθμιση θεμάτων, ενδεχομένως με διαφορετικό τρόπο, ειδικού ενδιαφέροντος για τα επιμέρους θρησκεύματα. Αυτά τα ζητήματα περιλαμβάνουν, παραδείγματος χάρη, την άρνηση μεταγγίσεων αίματος για τους μάρτρες του Ιεχωβά, την τελετουργική σφαγή ζώων για τους Ιουδαίους και την αργία του Σαββάτου για τους Ιουδαίους και τους Ατβεντιστές. Μια άλλη πτυχή του Ιταλικού Δικαίου των Θρησκευμάτων, που προσελκύει την κριτική, αλλά την υπερβολική διακριτική ευκαιρία την οποίαν διαθέτουν οι δημόσιες αρχές, στο να αποφασίζουν εάν θα αποδεχθούν ή θα απορρίψουν την πρόταση θρησκεύματος, να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για συμφωνία. Βεβαίως, ένα περιθώριο ευελιξία στην εξέταση των ετήσεων και ειδικά ως προς το περιεκόμενό τους, μοιάζει λογικό. Όμως, η λήψη αποφάσεων από δημόσια όργανα που δεν βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, αριθμός πιστών, διάρκεια της παρουσίας τους στην Ιταλία ή άλλες χώρες, τύπος οργανισμού κλπ, διευκολύνει την κατάχρηση. Στο ζήτημα, λοιπόν, τώρα θα προχωρήσουμε στο σχολιασμό ορισμένων σημαντικών σημείων από το κεφάλαιο αυτό του άρθρου του καθηγητή Σίλβιο Φεράρι για το κράτος και τα θρησκεύματα στην Ιταλία. Ο καθηγητής Σίλβιο Φεράρι γράφει ότι οι θεμελιώδεις διατάξεις του ιταλικού δικαίου των θρησκευμάτων βρίσκονται στο ιταλικό σύνταγμα και αυτές οι διατάξεις έχουν δύο σκοπούς. Αφενός με την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας και θρησκευτικής ισότητας ατόμων και θρησκευτικών κοινοτήτων και αφετέρου την ύπραξη και την εγγύηση της ύπραξης ενός συστήματος συνεργασίας μεταξύ του κράτους και ορισμένων θρησκευμάτων. Δηλαδή το ιταλικό σύστημα σχέσεων κράτους θρησκευμάτων είναι εκείνο του χωρισμού με εκτεταμένη συνεργασία του κράτους με ορισμένα θρησκεύματα. Εκτεταμένη συνεργασία του κράτους με ορισμένα θρησκεύματα σημαίνει εκτεταμένη χωρίγηση προνομίων σε ορισμένα θρησκεύματα μόνον. Είναι μία μορφή δηλαδή αναγνώρισης αυτή. Και πώς γίνεται στο ιταλικό δίκιο αυτή η μορφή αναγνώρισης, δηλαδή η εκτεταμένη συνεργασία του κράτους με ορισμένα θρησκεύματα. Επειδή χάνεται μέσω του συστήματος των συμφωνιών, των συμφωνιών του κράτους με ορισμένα θρησκεύματα. Αυτός είναι ο τρόπος αναγνωρίσεως ορισμένων θρησκευμάτων. Δηλαδή έχουμε στην πραγματικότητα χωρισμό, σύστημα χωρισμού με αναγνώριση ορισμένων θρησκευμάτων. Και αναγνώριση ορισμένων θρησκευμάτων σημαίνει χωρίγηση εκτεταμένων προνομίων σε ορισμένα θρησκεύματα. Τα προνόμια ως γνωστό είναι θρησκευτικά δικαιώματα τα οποία χωριγούνται από το κράτος πέραν των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία αναγνωρίζονται από το σύνταγμα μιας χώρας ή από το Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τα οποία το άτομο ή η θρησκευτική κοινότητα απολαμβάνουν αυτοδικαίως με μόνο τον ισχυρισμό ότι το άτομο είναι θρησκευόμενο και η κοινότητα, η ομάδα ότι είναι θρησκευτική. Αρκεί αυτός ο ισχυρισμός για να απολαύσουν τα θρησκευτικά ανθρώπινα δικαιώματα που προστατεύονται από το σύνταγμα και από το Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Δηλαδή δεν απαιτείται κάποιος νομικός ορισμός της θρησκείας προκειμένου οι θρησκευτικές ομάδες να απολαμβάνουν τα θρησκευτικά ανθρώπινα δικαιώματα βασικού επιπέδου, δηλαδή αυτά τα οποία αναγνωρίζονται από το Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και από το Σύνταγμα μιας χώρας. Τα προνόμια είναι επιπλέον θρησκευτικά δικαιώματα, πέραν δηλαδή των προβλεπωμένων από το Σύνταγμα και από το Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιπλέον, θρησκευτικά δικαιώματα, για τα οποία μπορεί ένα κράτος να προβλέπει ένα σύστημα αναγνώρισης. Όπως η Ιταλία το σύστημα αναγνώρισής της γίνεται μέσω συμφωνιών του κράτους με ορισμένα θρησκεύματα. Σε άλλα κράτη υπάρχουν άλλα συστήματα αναγνώρισης ορισμένων θρησκευμάτων. Ως γνωστόν αυτό το σύστημα του χωρισμού με αναγνώριση ορισμένων θρησκευμάτων ή αλλιώς θα μπορούσαμε να το πούμε το σύστημα χωρισμού με πολυθεσκευτικότητα του κράτους ή καλύτερα το σύστημα του χωρισμού με αναγνώριση ορισμένων θρησκευμάτων είναι το σύστημα που επικρατεί στις χώρες της Ευρώπης και ιδικότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άλλο σύστημα, ως γνωστόν, είναι το σύστημα της κρατικής εκκλησίας, το οποίο το έχουν μια μειονότητα χωρών της Ευρώπης και ιδικότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι συμφωνίες του κράτους με τα θρησκεύματα προβλέπονται συνταγματικώς. Για μέν την Καθολική Εκκλησία υπάρχει το άθρο 7 του Ιταλικού Συντάγματος, για δε τα υπόλοιπα θρησκεύματα το άθρο 8 παράγραφο 3 του Ιταλικού Συντάγματος. Αυτά είναι οι συνταγματικές βάσεις της υπογραφής συμφωνιών μεταξύ του Ιταλικού Κράτους και ορισμένων θρησκευμάτων, τα οποία επιλέγει το Ιταλικό Κράτος να τα αναγνωρίσει μέσω της υπογραφής συμφωνιών. Όπως σωστά επισημένει ο καθηγητής Ιλιοφεράρη, η επιλογή των θρησκευμάτων τα οποία θα αναγνωρίσει το κράτος εξαρτάται από την κυβέρνηση και εν τέλεια από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Δεν υπάρχει δηλαδή ένας νόμος που να προβλέπει αντικειμενικές προϋποθέσεις, τις οποίες εάν εκπληρώσουν τα θρησκεύματα να έχουν αυτοδικαίο στο δικαίωμα, να περάσουν στο ανώτερο επίπεδο μεταχείρισης, που είναι το επίπεδο της υπογραφής συμφωνίας με την Ιταλική Κυβέρνηση. Δηλαδή να περάσουν στο ανώτερο επίπεδο που είναι η αναγνώριση από το κράτος. Και η αναγνώριση γίνεται, όπως προείπαμε, με συμφωνία μεταξύ του κράτους με ορισμένα θρησκεύματα. Έτσι, λοιπόν, το θέμα της αναγνώρισης θρησκευμάτων στην Ιταλία εξαρτάται από μια αφθαίρετη κυβερνητική απόφαση, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν νόμιμες προϋποθέσεις που να έχουν ένα αντικειμενικό χαρακτήρα κατοχυρωμένες σε ένα νόμο. Έτσι, ισχύει η Διεθνής Δημερής Συμφωνία της Βίλα Μαντάμα του 1984, η οποία τροποποίησε το κοκορδάτο του Λατερανού του 1929 και οι δυο αυτές συμφωνίες υπογράφηκαν μεταξύ της Αγίας Έδρας και του κράτους του Ισραήλ. Επίσης, έχουν υπογραφεί με 11 θρησκεύματα και κυρωθεί, υπογραφεί και κυρωθεί με 11 θρησκεύματα συμφωνίες μεταξύ του κράτους και αυτών. Όπως ήδη προείπαμε, υπάρχει και εμείς και ένα 12ο θρησκεύμα, οι μάρτρες του Ιεχωβά, οι χριστιανοί μάρτρες του Ιεχωβά, με τους οποίους έχει υπογραφεί σύμβαση αλλά ακόμα δεν έχει κυρωθεί. Δηλαδή το ιταλικό σύστημα σχέσεων κράτων θρησκευμάτων, αυτό δηλαδή του χωρισμού με αναγνώριση ορισμένων θρησκευμάτων, είναι πολυεπίπεδο. Αυτή είναι η έννοια εξάλλου αυτού του είδους σχέσεων κράτων θρησκευμάτων, δηλαδή του χωρισμού με αναγνώριση ορισμένων θρησκευμάτων. Στην κορυφή της πυραμίδας της ευνοϊκότερης μεταχείρισης βρίσκεται η Καθολική Εκκλησία. Στην επόμενη βαθμίδα ευνοϊκότερης μεταχείρισης, στη δεύτερη βαθμίδα είναι τα 11 θρησκεύματα, τα οποία έχουν υπογράψει σύμβαση με την ιταλική κυβέρνηση. Η τρίτη βαθμίδα ευνοϊκότερης μεταχείρισης στην πυραμίδα μεταχείρισης των θρησκευμάτων από το κράτος είναι τα θρησκεύματα που έχουν νομική προσωπικότητα σύμφωνα με το νόμο του 1929 για τις σχετικές μειονότητες. Στην τέταρτη βαθμίδα μεταχείρισης είναι τα θρησκεύματα που έχουν νομική προσωπικότητα με βάση των αστικών κώδικα, κοινούς σωματίων παραδείγματι. Στην πέμπτη βαθμίδα είναι τα θρησκεύματα που δεν έχουν καθόλου νομική προσωπικότητα, διότι ως γνωστόν τα θρησκεύματα δεν υποχρεούνται να έχουν νομική προσωπικότητα. Αν θέλουν να αποκτήσουν, το κράτος οφείλει να έχει προβλέψει την ύπαρξη ενός νόμου που να οριθμίζει τις μορφές νομικής προσωπικότητας, που να είναι σύμβατες με το πολίτευμά τους, δηλαδή με την οργάνωση και η διοικησία τους, η οποία προβλέπται από το εσωτερικό τους δίκιο. Το πρόβλημα δηλαδή του Συστήματος Σχέσεων Κράτους Θεσκευμάτων στην Ιταλία, όπως το επισημένει ο καθηγητής Σίριο Φεράρι, στο κεφάλαιο για τις νομικές πηγές αυτού του Συστήματος που περιέχεται στο άρθρο του που αφορά το κράτος και τα θρησκεύματα στην Ιταλία, το πρόβλημα λοιπόν των Σχέσεων είναι της σχετικής ισόδυνας. Εξάλλου αυτό δεν είναι μόνο πρόβλημα της Ιταλίας, είναι πρόβλημα και όλων των χωρών των Ευρωπαϊκών που έχουν το Σύστημα Σχέσεων Κράτους Θεσκευμάτων εκείνο, του χωρισμού με αναγνώριση ορισμένων θρησκευμάτων. Σε αυτό το Σύστημα Σχέσεων στην Ιταλία και σ' άλλες χώρες που το έχουν αυτό το Σύστημα, η έννοια θρησκευτικής ισότητας εννοείται σχετικά, δηλαδή επιτρέπται διαφορετική μεταχείριση των θρησκευμάτων όταν αυτή ερήδεται σε κοινωνιολογικά κριτήρια. Δεν επιτρέπεται διαφορετική μεταχείριση των ερήδεται σε θρησκευτικά κριτήρια, διότι σε αυτή την περίπτωση προκύπτει ότι το κράτος προκαλεί θρησκευτικές διακρίσεις. Ακόμα το ζήτημα της ισότητας, της πραγματικής ισότητας μεταξύ του κράτους με τα θρησκεύματα είναι ανοιχτό στην Ιταλία, είναι το κυριότερο ζήτημα που απασχολεί τώρα την Ιταλία, δεδομένου ότι όπως ισχύει το Σύστημα τώρα, είναι εκείνη η έννοια της σχετικής ισότητας και όχι της πλήρους ισότητας, της σχετικής ισότητας της δικαιολογούμενης από κοινωνιολογικά κριτήρια. Στο σημείο αυτό ολοκληρώσαμε την πρώτη διάλειξη του Μεταφτυχιακού του Δευτέρου Έτους του Εκκλησιαστικού Δικαίου του Ιεραινού Εξαμίνου. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.