: ΑΠΗΟΝΕΣΟΣΗΣΗΥ, ΥΙΩΣΑΥΣΗΣΗΣΗΣΙΣΗΤΟΔΗΜΕΧΕΙΙΤΟΝΕΧΕΙΤΟΝΕ ΣΥΙΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΜΕΙΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣ Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μακρινό χωριουδάκι, μικρό χωριουδάκι, ζούσε ένας καλωσυνάτος γεράκος που τον έλεγα Μπαρμπαμπανόφ. Ο γεράκος αυτός ήταν ο τσαγκάρης του χωριού. Όλοι τον αγαπούσαν γιατί ήταν χαμογελαστός πάντα. Γεράκος μας, λοιπόν, ζούσε σε ένα μικρό δωματιάκι που το χρησιμοποιούσε και για εργαστήριο και για σπίτι. Ήταν φτωχός. Το μόνο που είχε είναι ένα κρεβατάκι με το κόκκινο παπλωμά του, μια καλαμένη αποληθρώνα και μια σιδερένια σόμπα για να ζεσταίνει το μεφέτο. Ήταν, όμως, και πλούσιος γιατί όλο και κάποιος στο χωριό θα χρειαζόταν καινούργια παμπούτσια και όλο και κάποιος θα χρειαζόταν να διορθώσει τα παλιά του τα παπούτσια. Έτσι, λοιπόν, κυρούσαν οι μέρες για τον Παρμπαπανόφ. Η σημερινή μέρα, όμως, ήταν διαφορετική για την απαραμονή πρωτοχρονιάς. Έτσι, λοιπόν, ο Παρμπαπανόφ κάθισε στην πολυθρόνη του και με λαγχώλησε για λίγο. Θυμήθηκε τη γυναίκα του που την είχε χάσει και θυμήθηκε και τα παιδιά του που είχαν μεγαλώσει και είχαν φύγει μακριά να ζήσουν στα σπίτια τους και αυτός ήταν μόνος. Έτσι, λοιπόν, αφού έβαλε τον καφέ του, πήγε στη βιβλιαθήκη και πήρε το καφέ δερμάτινο βιβλίο που πάντα διάβαζε τέτοια μέρα. Άνοιξε και άρχισε να διαβάζει για τη γέννηση του Χριστού. Διάβασε ότι ο Χριστός γεννήθηκε σε μία φάτνη γιατί δεν υπήρχε δωμάτιο να μείνει και πως κρύωνε και δεν είχε κρεβατάκι. Άχ! είπε αμέσως μέσα του. Αν ήταν εδώ πέρα, εγώ θα τον έβασα στο κρεβάτι μου να κοιμηθεί και θα του έδινα και κάτι ζεστό να πιει. Μετά από λίγο, διάβασε ότι τρεις μάγοι πήγανε με πλούσια δώρα να του τα δορίσουν και να τον ευχαριστήσουν για τη γέννησή του. Αχ! σκέφτηκε αμέσως. Τι θα μπορούσα εγώ να του κάνω δώρο αν ερχόταν στο σπίτι μου. Έχω τίποτα! Και αμέσως θυμήθηκε το κουτί στο ψηλό ράφι. Το κατεβάζει και βγάζει από μέσα ένα ζευγαράκι μικρή πεμπουτσάκια. Αυτά θα ήταν ό,τι πρέπει για τον μικρό Χριστό. Δεν θα κρυώναν τα ποδαράκια του πια. Μακάρι μόνο να ερχόταν, θα μπορούσα να του προσφέρω εγώ όλα αυτά που δεν είχε. Λύγοντας αυτά λοιπόν, ένιωσε μια κούραση και αποκοιμήθηκε ξανά στην πολυθρόνα του. Τότε είδε ένα όνειρο. Παρουσιάστηκε και ο Χριστός μπροστά του και του είπε, «Α, έχεις τόσα δώρα να μου κάνεις. Τότε κι εγώ θα έρθω να σε επισκεφτώ. Αύριο, που είναι μια πολύ μεγάλη μέρα, θα έρθω στο σπίτι σου να δω τι θα μου δώσεις. Αλλά πρόσεξε, δεν θα σου πω ποιος είμαι. Πρέπει εσύ να καταλάβεις». Ο γεράκος ξύπνησε, ξύπνησε πάρα πολύ γρήγορα γιατί άκουσε απ' έξω τις καμπάρνες να χτυπάνε. Ξυμέρονται πρωτοχρονιά και όλοι πήγαιναν στην εκκλησία. Σηκώθηκε λοιπόν, χωρίς να σκεφτεί δεύτερη φορά το όνειρό του, έβαλε τα ρούχα του και πήγε στην εκκλησία. Στο γύρισμα δεν έφυγε μπροστά από το παράθυρο. Περίμενε εκεί υπομονετικά να δει πότε θα έρθει ο Χριστός να τον επισκεφτεί. Κοιτούσε λοιπόν δεξιά, κοιτούσε εριστερά, κανένας δε φαινόταν στο δρόμο. Και να που κάποιος φάνηκε από μακριά. Είχε και μια σκούπα μαζί του και σκούπιζε και σκούπιζε, αφ' δεν ήταν ο Χριστός, ήταν ο οδοκαθαριστής. Καθώς λοιπόν σκούπιζε, σταμάτησε μπροστά από το τσανκαράδικο. Τι κουρασμένος που φαινόταν. Και φαινόταν να έχει παγώσει. Βγαίνει γρήγορα ο Μπορμπαπανόφ και του λέει, «Έλα λίγο μέσα να σε ζεστάνω, φαίνεται ότι είσαι πολύ τελειωμένος». Ο γεράκος χωρίς δεύτερη κουβέντα μπήκε μέσα γρήγορα και ζεστάθηκε δίπλα στη σόμπα. Του έδωσε να πιει και ένα ποτήρι καφέ και ένιωσε πολύ καλύτερα. Μετά από λίγη ώρα βγήκε έξω να συνεχίσει τη δουλειά του. Ο Μπορμπαπανόφ πήγε γρήγορο πάλι στο παράθυρο. Με μωρί του είπε ο Χριστός ότι θα τον επισκεφτεί. Εκεί λοιπόν που κοιτούσε τον κόσμο που πήγαινε να ερχόταν και κανένας δεν γυρνούσε να κοιτάξει το τσαντεράδικο, βλέπει μια γυναίκα με κουρελιασμένα ρούχα να κρατάει ένα μωράκι. Χωρίς να το σκεφτεί βγαίνει αμέσως έξω. «Έλα καλή μου κυρία μέσα, θα κρυώσεις και εσύ και τον μωρό». «Ελάτε μέσα να ζεσταθείτε λίγο, κρύμα είναι». Πηγαίνει λοιπόν και η γυναίκα μέσα με το μωρό με κουρελιασμένα ρούχα. «Τι θα ήθελες να κάνω για σένα», λέει στην κυρία. «Αχ, να δώσουμε λίγο γάλα στο μωρό που δεν έχω να του δώσω». Γρήγορα ο Παρπαγανόφ ζέστανε το γάλα στη σόμπα του και έδωσε στο μωρό για να πιει. Παρατήρησε όμως ότι δεν είχε παπουτσάκια. «Γιατί, λέει, είναι ξυπόλητο το μωρό, μα δεν έχω να το αγοράσω», λέει η μητέρα του. Αμέσως, λοιπόν, ο Παρπαγανόφ παίρνει από το ψηλά το ράβι το κουτί και το ανοίγει και φοβάει στο μωρό τα μικρά παπουτσάκια που είχε για τον ίσου. Η γυναίκα τον ευχαρίστησε και έφυγε. Η μέρα περνούσε, έφτασε η νύχτα. Ο Παρπαγανόφ απογοητεύτηκε. «Μα, γιατί, αφού μου είπε ότι θα έρθει να με επισκεφτεί, γιατί δεν έχει έρθει ακόμα». Κάθισε λοιπόν στην πολυθρόνα του και ένα δάκρυα έφυγε από τα μάτια του. Εκεί λοιπόν που κάθισε, άρχισε να ακούει διάφορες φωνές και να βλέπει μπροστά του το γεράκο που του έδωσε να πιει και να ζεσταθεί, τη γυναίκα με το μωρό και τα παπουτσάκια. Και ακούστηκε πάλι η φωνή από το όνειρό του. «Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τα δώρα που μου έδωσες σήμερα». Ήταν ο Χριστός. «Εγώ ήμουνα σήμερα. Εγώ ήμουν η γυναίκα και το μωρό. Εγώ ήμουν ο γέρος που τον φρόνοντισες και τον ζέστανες. Εγώ ήμουν όλα αυτά, σε μένα τα πρόσφερες. Σε ευχαριστώ πολύ να έχεις καλή χρονιά και καλή υγεία». Το χαμόγελο γύρισε στα μάτια του και τα μάτια του λαμπύρισαν. Έτσι λοιπόν, τελείωσε και η μέρα της Πρωτοχρονιάς και ο Μπαρομπαμπανόφ ήταν πάρα πολύ ευχαριστημένος. Καλή χρονιά σε όλους. |