Διάλεξη 2 / Διάλεξη 2 / Διάλεξη 2

Διάλεξη 2: Εκκλησιαστικής Περιουσίας Δεν υπάρχει καμία διάταξη του κοινού δικονομικού ή του εκκλησιαστικού δικαίου, που να χαρακτηρίζει ειδικά την ακίνητη εκκλησιαστική περιουσία ως ακατάσχετη. Άλλωστε, αφού είναι απαλλοτριωτή και ο κύριος όστης έχει εξουσία διαθέσεως, κανένας λόγος δεν συντρέχει να...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Κυριαζόπουλος Κυριάκος (Επίκουρος Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Νομικής / Εκκλησιαστικό Δίκαιο ΙΙ (Προπτυχιακό)
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=5d4c0e6d
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 2: Εκκλησιαστικής Περιουσίας Δεν υπάρχει καμία διάταξη του κοινού δικονομικού ή του εκκλησιαστικού δικαίου, που να χαρακτηρίζει ειδικά την ακίνητη εκκλησιαστική περιουσία ως ακατάσχετη. Άλλωστε, αφού είναι απαλλοτριωτή και ο κύριος όστης έχει εξουσία διαθέσεως, κανένας λόγος δεν συντρέχει να εξερεθεί από την δυνατότητα κατασχέσεως. Ούτε άλλωστε απαγορεύεται η εναγκαστική εκτέλεση σε βάρος των εκκλησιαστικών οικονομικών προσώπων, ιδιαίτερα μετά την κατάργηση της απαγόρευσης εκτελέσεως κατά του ελληνικού δημοσίου και των λοιπών οικονομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που είχαν το ίδιο προνόμιο. Ωστόσο, τα αρχαία μνημεία, κινητά και ακίνητα, τα οποία χρονολογούνται έως το 1453, δεν υπόκεινται σε κατάσχεση. Τα μεταγενέστρα υπόκεινται σε κατάσχεση, κατά τους όρους και τη διαδικασία που διαγράφεται στο άρθρο 22 παράγραφη 2-5 του αρχαιολογικού νόμου. Ανάλογα, λοιπόν, επιτρέπεται αναγκαστική κατάσχεση για εκείνα τα αρχαία εκκλησιαστικά μνημεία, που είναι μεταγενέστερα του 1453. Όλα όμως τα ακίνητα των εκκλησιαστικών οικονομικών προσώπων, είτε αποτελούν μνημεία, κατά την έννοια του νόμου 3028 του 2002, όχι, λόγω χάρη, τα μεταγενέστερα του 1830, τα οποία έχουν την ιδιότητα των εκτός συναλλαγής πραγμάτων κατά το άρθρο 966 αστικού κώδικα, διότι είναι προορισμένα για την εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών, έχουν δηλαδή αφαιρωθεί στη θεία λατρεία, είναι ακατάσχετα. Η εξουσία προς διάθεση των πραγμάτων, κινητών και ακινήτων, του οφηλέτη, αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση της κατασχέσεως και του πληστηριασμού, γι' αυτό, τα αναπαλλοτρία τα πράγματα θεωρούνται ακατάσχετα, αφού δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο πληστηριασμού. Το ακατάσχετο στην περίπτωση αυτή είναι συνέπεια του αναπαλλοτριώτου. Τέτοια αναπαλλοτρία τα πράγματα είναι και τα εκτός συναλλαγής, που αναφέρονται στο άρθρο 966 αστικού κώδικα. Στη συνέχεια περνάμε με ερωτηματικό τρόπο στο εξηζήτημα. Η εκκλησιαστική υπηρεσία είναι δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία? Και πρώτα εξετάζουμε την άποψη ότι η εκκλησιαστική υπηρεσία είναι δημόσια. Μέχρι τα χρόνια των Βαβαρών διατηρούνταν ανώθευτη η αντίληψη ότι η κάθε φύση ως εκκλησιαστική υπηρεσία είχε την ιδιότητα του ιερού πράγματος που ανήκει στο Θεό και συνεπώς είναι αναπαλλοτρίωτο. Στη συνέχεια όμως αρχίζει να διατυπώνεται μια περίεργη και ξένη προς τις παραδόσεις μας διδασκαλία για την έννοια και το περιεχόμενο της εκκλησιαστικής υπηρεσίας. Με τη θεωρία αυτή η περιουσία της εκκλησίας αποτελεί θησαυρό, τον οποίο μας κυροδότησαν οι προγονείς μας με σκοπό και μόνο την εξυπηρέτηση των αναγκών της πολιτείας. Συνεπώς ανήκει αποκλειστικά στο έθνος και προορίζεται για την ικανοποίηση των δημόσιων αναγκών της πολιτείας. Αποτέλεσμα των εσφαλμένων αυτών αντιλήψεων υπήρξαν τα μέτρα της αντιβασιλίας επί όθονος κατά τα έτη 1833 και 1834 με τα οποία αποφασίστηκε η διάλυση του μεγαλύτρου μέρους των μοναστηριών και η διάθεση της περιουσίας τους κινητής και ακίνητης για κρατικές ανάγκες. Στην ίδια λογική που αποτέλεσμά της είναι η αφαίρεση της μοναστηριακής περιουσίας από το κράτος χωρίς αποζημίωση, κινήθηκαν και τα μέτρα που έλαβε η πολιτεία σε βάρος της περιουσίας, κυρίως των Ιερών Μονών, τα έτη 1830, 1852 και 1987. Η θεωρία μας αυτή δεν είναι ορθή. Αντίθετα, στηρίζεται σε παράνομη, αντικανονική και αντισταγματική βάση. Η κάθε φύση ως εκκλησιαστική περιουσία, η οποία περιήλθε στα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο, κληρονομία, δωρεά, χρησιεκτισία, ανήκει αναφυσβήτητα στον ιδιοκτήτη αυτής, δηλαδή, στο ηχείο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί θησαυρό, τον οποίο μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας, με σκοπό την εξυπηρέτηση και θεραπεία των αναγκών της πολιτείας. Η περιουσία που αποκτήθηκε κυρίως από τις Ιερές Μονές, με τον κόπο και την εργασία των αδελφωτήτων, δεν προορίστηκε από τους αυτουργούς της κτήσεώς της μοναχούς για τις ανάγκες του κράτους, αλλά για τη θεραπεία των αναγκών και των σκοπών της Μονής τους. Επίσης, όσοι παραχώρησαν περιουσία στις Ιερές Μονές ή στους ναούς με δωρεά κλπ, παραχώρησαν την κυριότητα στο διενεκές και όχι προσωρινά. Τώρα προχωράμε στο θέμα της ορθής θεώρησης του εκσταζόμενου ζητήματος. Γι' αυτό η ορθή θεώρηση του ζητήματος, όσες φορές η πολιτεία με νόμους και διοικητικές πράξεις αφαιρεί εκκλησιαστική περιουσία, είναι ότι πρόκειται για παραχώρηση ιδιωτικής περιουσίας προς το κράτος για την ικανοποίηση συγκεκριμένης και αποδεδειγμένης δημόσιας ανάγκης. Υπάρχει πάντοτε μετά από προηγούμενη καταβολή πλήρουσα αποζημίωση σύμφωνα με τους όρους του συντάγματος. Σύγχρονη εκδοχή της παραπάνω εσφαλμένης θεωρίας είναι η άποψη, η οποία κατά καιρούς διατυπώνεται ότι η εκκλησιαστική περιουσία είναι δημόσια περιουσία. Την εκδοχή αυτή, δηλαδή η εκκλησιαστική περιουσία μπορεί να είναι δημόσια περιουσία, φαινόταν να ειστερνίζεται ριτά ως συντάκτης του από 7 Τετάρτου 1998 προς σχεδίου του νέου αρχαιολογικού νόμου. Στο Άρθρο 16, όπου πραγματευόταν για την απαλλοτρίωση αντί αποζημιώσεως κτήματον, στα οποία υπάρχουν αρχαία μνημεία, τη δεύτερη παράγραφο όριζε τα κίνητα αρχαία που βρίσκονται μέσα σε κτήματα ιδιοκτησίας οργανισμών τοπικής αυτοδείξης, νομικών προσώπων δημοσιοδικαίου, ιερών μητροπόλεων, ιερών ναών, ιερών μονών, άλλων νομικών προσώπων δημοσιοδικαίου, καθώς και δημοσίων επιχειρήσεων, διατηρούνται και προστατεύονται με ευθύνη της υπηρεσίας, χωρίς το δημόσιο να υποχρεούνται σε απαλλοτρίωση, εφόσον τα κτήματα αυτά αποτελούν δημόσια περιουσία τους. Βέβαια, μετά από έτοιμα της Εκκλησίας Ελλάδος, η τελική μορφή της διατάξεως είναι διαφορετική. Στο άρθρο 18 απαλλοτριώσης του νόμου 3028 ορίζεται τα ακίντα μνημεία που βρίσκονται μέσα σε ακίντα ιδιοκτησίας οργανισμών τοπικής αυτοδείξης άλλων νομικών προσώπων δημοσιοδικαίου. Εκκλησιαστικών νομικών προσώπων διατηρούνται και προστατεύονται με ευθύνη της υπηρεσίας, χωρίς το δημόσιο να υποχρεούνται σε απαλλοτρίωση. Απαλήθηκε βέβαια η αναφορά περί δημόσιας περιουσίας, αλλά αυτή η εξομίωση των ακίνητων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων ως προς την εξαίρεση της υποχρεώσεως του δημοσίου για απαλλοτρίωση, άρα και για καταβολή αποζημιώσεως προς τα ακίνητα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Και το λοιπόν νομικών προσώπων δημοσιοδικαίου είναι ουσιαστικά απόειχος και εφαρμογή της αντιλήψιος ότι η εκκλησιαστική περιουσία είναι δημόσια περιουσία. Η άποψη αυτή σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνει αποδεικτή, γιατί οδηγεί σε άτοπα και ασύμφορα για τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα αποτελέσματα. Τη δημόσια περιουσία το κράτος μπορεί να τη μετακινεί από ένα νομικό πρόσωπο δημοσιοδικαίου σε άλλο, μεταβάλλοντας κάθε φορά κατά την κυριαρχική του κρίση, λόγω χαρημένόμου, τον φορέα του και τον σκοπό που υπηρετεί. Η δημόσια περιουσία συνδεόμενη άμεσα με το δημόσιο συμφέρον και την άσκηση δημόσιας εξουσίας διέπεται βασικά από τους ιδιαίτερους κανόνες του δημοσίου δικαίου. Αντίυτα η ιδιωτική κτήση, όπως είναι η εκκλησιαστική και η μοναστριακή περιουσία, διέπεται βασικά από το ιδιωτικό δίκιο και τα πράγματα που τη συγκροτούν αποτελούν αντικείμενο κυριότητας κατά το αστικό δίκιο. Είναι δεδεκτικά συναλλαγής και προορίζονται στον πορισμό οικονομικού ωφέλους. Η εκκλησιαστική περιουσία δεν συγκεντρώνει τους γενικούς χαρακτήρες της δημόσιας περιουσίας. Η δημόσια περιουσία είναι ανεπίδεκτη ιδιωτικής κυριότητας. Αντίθετα, η εκκλησιαστική περιουσία έχει κύριο το συγκεκριμένο οικκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, στο οποίο ανήκει το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο. Η δημόσια περιουσία είναι ανεπίδεκτη άλλων εμπράγματον δικαιωμάτων, ενώ κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται για τα εκκλησιαστικά κτήματα, επί των οποίων, λόγω χάρη, νόμιμα μπορεί να σταθεί δουλεία. Η δημόσια περιουσία είναι αναπαλλοτρίωτη, ενώ η εκκλησιαστική περιουσία υπόκειται σε απαλλοτρίωση, έναν διαποζημιώσιος. Η δημόσια περιουσία είναι ανεπίδεκτη ιδιωτικών συναλλαγών, ενώ η εκκλησιαστική μπορεί να εκποιηθεί, να επιβαλλεινθεί κλπ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την απόφαση της 9.12.1994, αριθμός 492, στην υπόθεση των ιερών μονών κατά του ελληνικού δημοσίου, αποδέχθηκε την άποψη ότι η μοναστρική περιουσία είναι ιδιωτική περιουσία και ότι η απαλλοτριώσή της μπορεί να γίνει μόνον μετά από αποζημίωση. Εύλογη, κατά το άρθρο 1 του πρώτου πρότετου Πρωτοκόλου, παράγραφος 2. Αλλά και αυτά ακόμη, αν και προσωμιάζουν με τα δημόσια πράγματα ιδικών σκοπών, όσο δηλαδή προορίζουν να εξυπηρετούν δημόσιο, δημοτικό και κοινοτικό σκοπό, διακρίνονται ωστόσο και από τα κοινόχρηστα και από τα προναφερόμενα πράγματα ιδικής χρήσης. Διότι οι δικός σκοπός που υπηρετούν και οειδιάζουν προορισμός τους, δεν συνιστά οπωσδήποτε δημόσιο σκοπό, σκοπό δηλαδή υπηρεσίας, επιδιοκόπνουν με τη χρήση δημόσιας εξουσίας, δεδομένου ότι ο θρησκευτικός σκοπός τους επιδιώκεται με τους πνευματικούς κανόνες εμπροκειμένου της χριστιανικής θρησκείας. Γι' αυτό, η προαναφερόμενη διάτεξη στο άρθρο 18 Παράφουστρια Αρχαιολογικού Νόμου είναι αναφορικά με τα κίνητα μνημεία των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, αντίθη τόσο στο άρθρο 17 του Συντάγματος, τόσο και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσωπου Πορτοκόλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων των Ανθρώπων. Συνακόλουθα, οποιαδήποτε δέσμευση και περιορισμός της κυριότητας εκκλησιαστικών αρχαίων νημείων μπορεί νόμιμα να γίνει μόνο με αναγκαστική απαλλοτρίωση και καταβολή αποζημίωσης, ή με την καταβολή αποζημίωση, αν πρόκειται για προσωρινή ιωριστική στερέση ή περιορισμό της χρήσης του, όπως και των λοιπόν ιδιοκτητών. Και τώρα περνάμε στο θέμα της διαχείρισης της περιουσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και ειδικότερα στη διαχείριση ακινήτων Μητροπόλεων και Νοριακών Ναών. Στης Μητροπόλης, που είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, την ευθύνη για τη διαχείριση κάθε περιουσίας, άρα και της ακινήτης, έχει ο Μητροπολίτης, σύμφωνα με το άρθρο 30 του Καταστρατικού Χάρτη. Η διαχείρισή του πρέπει να είναι σύμφωνη με τις σχετικές κανονιστικές αποφάσεις της διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Ωστόσο, για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων των Μητροπόλεων δεν προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις κάποια ειδική διαδικασία. Το νομοθετικό αυτό κενό πρέπει να ρυθμιστεί με ικανονιστική απόφαση της Ιεράς Συνόδου, η οποία έχει την απαιτούμενη νομοθετική αξιοδότηση από το άρθρο 46 παράφρος 2 Καταστρατικού Χάρτη. Για τα κίντα Μητροπόλεων στα οποία έχουν αναγερθεί οικοδομές, που χρησιμοποιούν τα εξεγραφεία Μητροπόλεων, κατοικίες, αρχιερέων ή εξυπηρετούν άμεσα οι έμμες εκκλησιαστικούς, φιλανθρωπικούς ή μορφοντικούς σκοπούς. Το άρθρο 47 παράφρος 1 Καταστρατικού Χάρτη ορίζει ότι εκποιούνται με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, μετά από πρόταση του οικείου αρχιερέα, υπό την προϋπότηση ότι υπάρχει προφανής δημόσια ωφέλεια. Σχετική είναι και η διάταξη του άρθρου 39 παράφρος 2 Τελικό Εδάφιο Καταστρατικού Χάρτη, κατά την οποία οι ναείς των διαλυμμένων ή των διαλυωμένων μονών παραμένουν στην κυριότητα της οικίας Μητροπόλεως, εφόσον βέβαια η νομική τύχη του δεν ορίστηκε διαφορετικά με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο ως διαλυμμένη μονή. Νοείται όχι απλώς η ερημοθήσα, αλλά εκείνη που με νομοθετική πράξη κρήθηκε μη διατηρητέα και έλαβε αυτήν την ιδιότητα. Τα απαιτείς διαχείρισεως των κτημάτων των ενοριακών ναών που είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου προβλέπονται στο οικονομισμό 8 του 1980 της Ιεράς Συνόδων. Τη διαχείριση της ενοριακής περιουσίας έχει το εκκλησιαστικό συμβούλιο. Το ίδιο έχει και τη διαχείριση περιουσίας των παρεκκλησίων και των εξοκλησίων που υπάγονται στον ενοριακό ναό. Αυτό αποφασίζει για την αγορά, πόληση δωρεά, ανταλλαγή και τιμίστοση των ακυνήτων και γενικότερα για την αξιοποίηση της αστικής και αγροτικής ενοριακής περιουσίας. Οι αποφάσεις του υποβάλλονται προηγουμένως στο Μητροπολιτικό Συμβούλιο το οποίο μπορεί να τις εγκρίνει όπως έχουν να τις τροποποιήσει ή να τις ακυρώσει. Η απόφάση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου πρέπει να εκδοθεί μέσα σε δύο μήνες από την υποβολή της πράξεως του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Διαφορετικά, αν περάσει άπρακτο το διάστημα, η πράξη είναι εκτελεστή διότι θεωρείται ότι εγκρίθηκε σιωπηρά. Ρήτη έγκριση απαιτείται οπωσδήποτε στην περίπτωση που η απόφαση αφορά δωρεά ακυνήτου. Σε κάθε περίπτωση εναντίον της αποφάσης του Μητροπολιτικού Συμβουλίου χορηγεί προσφυγή αλλά μόνο για λόγους νομιμότητας ενώπιον της διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Ωστόσο, η αποδοχή ή αποποίηση κληρονομίας, κληροδοσίας και δωρεάς, μόνο στην περίπτωση που τελεί υπό όρο η δωρεά, γίνεται όχι από το Εκκλησιαστικό αλλά από το Μητροπολιτικό Συμβούλιο. Και τέλος, απόφαση Εκκλησιαστικού Συμβουλίου για την άσκηση αγωγής και άλλου ένδικου βοηθήματος που εξομοιώνεται με αυτή, απόφαση για παρέτηση από ένδικο μέσο, για συμβιβασμό ή κατάργηση δίκης, που αφορά όχι μόνο στα διαχειριζόμενα κίντα αλλά και σε κάθε γενικότερα θέμα του ενωριακού βίου, πρέπει να εγκριθεί ρητά από το Μητροπολιτικό Συμβούλιο. Αλλιώς η αγωγή είναι απαράδεκτη. Δεν απαιτείται τέτοια έγκριση μόνο για δίκες που αφορούν ασφαλιστικά μέτρα και έτσι ακυρώσεως εκτελεστής πράξεως. Η έλλειψη της άδειας μπορεί να θεραπευθεί από το Δικαστήριο κατά εφαρμογή του άρθρου 67 κώδικα πολιτικής δικονομίας, ενώ η έγκριση μπορεί να δοθεί και εκ των υστέρων και να θεραπεύσει την έλλειψη κατά άρθρων 238 του αιστικού κώδικα. Ωστόσο, βάσιμα μπορεί να υποστηριχθεί ότι εν όψη της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας των ενοριακών ναών, η εξάρτηση του δικαιώματος των να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη από την προηγούμενη, χωρίς όρια και όρους έγκριση του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου, παραβιάζει το άρθρο 20 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, όσο και το άρθρο 6 παράγφους 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων των Ανθρώπων, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα στη χρήση και απονομή δικαιοσύνης. Το τελευταίο εμπεριέχει και το δικαίωμα πρόσβασης σε ένα δικαστήριο. Βέβαια, νόμος μπορεί να καθορίζει όρους και προϋποθέες για την άσκηση του δικαιώματος αυτού, πλήν όμως οι όροι αυτοί δεν πρέπει να οδηγούν σε ουσιαστική αδυναμία πρόσβασης. Όσον αφορά αυτή την ερμηνευτική προσέγγιση, θα ήθελα να εκφράσω τη διαφωνία μου, διότι το Μητροπολιτικό Συμβούλιο διοικεί στα θέματα αρμοδιωτήτων του την οικία Μητρόπολη, όσον αφορά την ενωρία. Όντως, το πολίτευμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ειδικότερα της Εκκλησίας Ελλάδος είναι ιεραρχικό. Όντως, το σύστημα σχέσεων κράτους-εκκλησίας, κράτους και Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα είναι, όσον αφορά την Εκκλησία της Ελλάδος, εκείνο της λεγόμενης νομοκρατούσας πολιτείας, δηλαδή της κρατικής Εκκλησίας. Διότι ο καθαρτικός χάρτης δεν σεφίζεται από την Ελλάδα Σύνοδη της Ιεραρχίας, αλλά από τη Βουλή. Ο καθαρτικός χάρτης, λοιπόν, προβλέπει μια ιεραρχία αξιωματούχων στην Εκκλησία της Ελλάδος, μητροπολίτες, μητροπολιτικά συμβούλια, ιερείς, ενωριακά συμβούλια. Επίσης, ο καθαρτικός χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος προβλέπει και μια ιεραρχία νομικών προσώπων. Στην κορυφή της ιεραρχίας των νομικών προσώπων είναι η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία είναι νομικό πρόσωπος του δημοσίου δικαίου, όπως και οι μητροπόλεις, όπως και οι μονές. Όμως, οι μητροπόλεις είναι στην ιεραρχία των νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία αποτελεί ένα ιεραρχικό θερισκεύμα, δηλαδή έχει ιεραρχικό πολίτευμα, αφού έχει ιεραρχία νομικών προσώπων και ιεραρχία προσώπων, αξιωματούχων. Οι μητροπόλεις στην ιεραρχία των νομικών προσώπων είναι κάτω από την Εκκλησία της Ελλάδος. Οι ενωρίες είναι επίσης νομικά πρόσωπος του δημοσίου δικαίου και είναι κάτω από τις μητροπόλεις, όπως και οι μονές, που είναι νομικά πρόσωπος του δημοσίου δικαίου. Συνεπώς, δεν θεωρώ ότι η σχετική διάταξη που απαγορεύει την προσφυγή στην δικαιοσύνη, χωρίς έγκριση του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου, δεν θεωρώ ότι παραδιάζει ούτε το άρθρο 20 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα προοχής νομικής προστασίας, ούτε και το άρθρο 6.1, δηλαδή το δικαίωμα στη δική δίκη. Συνεπώς, εξαρτά δηλαδή την απόφαση προσφυγής στη δικαιοσύνη των νομικών προσώπων νομικών ναών από την έγκριση του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου. Κατά την άποψή μου, δεν είναι ούτε αντισταματική η σχετική διάταξη, ούτε αντίστοι με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπιών Δικαιωμάτων. Και συνεχίζω. Εμπροκειμένου, η εξάρτηση του δικαιώματος των ενοριακών ναών για παροχή ένωμης προστασίας από την απόλυτη, χωρίς όρους και προϋποθέσεις κρίση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, ισοδυναμή με νομική ενδυναμία πρόσβαση στο δικαστήριο. Διαφωνώ, βέβαια, με αυτή την άποψη. Δεν ισοδυναμή με νομική ενδυναμία πρόσβαση στο δικαστήριο. Για αυτό, κατά την αντίθετη άποψη, η αξιούμενη ένκριση είναι αντίθετη προς το άρθρο 20 της ΣΤΑΓΜΑΤΟΣ και ασύμβατη με το 6 παράφου σ' έναν του ΣΤΑΓΜΑΤΟΣ. Διαφορετικά, βέβαια, θα είχε το ζήτημα αν η παροχή της ένκρισης προρρεπόταν ρητά και εξαρτώνταν από συγκεκριμένα εύλογα κριτήρια και όρους. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αδικαιολόγητη άρνηση του Επισκόπου να χορηγήσει την έγκρισή του θα μπορούσε να ελεγχθεί ως παράνομη. Κατά την άποψή μου, δεν θα μπορούσε να ελεγχθεί ως παράνομη. Επίσης, η εξάρτηση του κύρου στις αποφάσεως του ενοριακού ναού για το διορισμό δικηγόρου δικής του επιλογής προς υποστήριξη των δικαίων του, από την απόλυτη χωρίς όρια και όρους νόμι του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, συνιστά ουσιαστικά ανέρεση των ανωτερού δικαιώματος. Κατά την άποψή μου, για τους λόγους προανέφερα, δεν αποτελεί ανέρεση των ανωτερού δικαιώματος. Η εκποίηση των ενοριακών ακινήτων, καθώς και η σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος, γίνεται σύμφωνα μεταραζόμενα στο άρθρο 16 παράφους 4-10 κανονισμού 8 του 1980. Βασικός όρος για το κύρος της συμβάσεως είναι η διενέργεια πλειοδοτικού διαγωνισμού αφοφορά εκποίηση, που συνιστά τον κανόνα επιλογής του αγοραστή. Τα πρακτικά του διαγωνισμού πρέπει να εγκριθούν από το Μητροπολιτικό Συμβούλιο. Άλλη ουσιαστική προϋπόθεση, λογάρι προφανή σοφέλεια, δεν απαιτείται. Για τα νοριακά κίνητα στο οποίο έχουν αναγερθεί οικοδομές που χρησιμοποιούνται ως γραφεία Μητροπόλεων, ενωριακών ναών, κατοικίες αρχιερέων, εφημερίων ή εξυπηρετούν άμεσα οι έμμες εκκλησιαστικούς φιλανθρωπικούς συμμορφωτικούς σκοπούς στο άρθρο 47 παράγραφος έναν καταστατικού χάρτη ορίζει ότι εκποιούνται με απόφαση της διαρκούς ιερασυνόδου μετά από πρόταση του οικείου αρχιερέα υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει προφανής εκκλησιαστική ωφέλεια. Η μητήρηση των νόμων διατυπώσεων συνεπάγεται την ακυρότητα της σχετικής συμβάσεως, η οποία είναι σχετική και τάσεται υπέρ του ενωριακού ναού. Να σημειωθεί ότι ο νόμος 3.250 του 1924, όπως το άρθρο 2 τρογοποιήθηκε με το μόνο άρθρο του νόμου 248 του 1952, ο οποίος απαγορεύει με ποινή την ακυρότητα εμπράγματης δικαιοπραξίας επί αγροτικών ακινήτων για την πέρα των 250 στρεμάτων έκταση αναειδιοκρίτη χωρίς την άδεια του Υπουργού Γεωργίας, εξακολουθεί και αργότερα του Νομάρχη, εξακολουθεί να ισχύει και δεν ανδίκεται στο ισχύον σύνταγμα έχει διαφαρμογή και της εκκλησιαστικής υπερουσίας. Ο εφημεριακός κλήρος που έχει παραχωρηθεί στον ενωριακό ναό κατά εφαρμογή του άρθρου 28 παράφερας δυο αγροτικού κώδικα, όσο ανήκει μέν στην κυριότητα του ενωριακού ναού, αλλά ο εκάστου εφημερίους έχει κατά την ορθότερη γνώμη εκ του νόμου την επικραπία. Η εκμοίσωση των ενωριακών ακινήτων, είτε σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 16 παράφερος 1, 2, 3, 5, 10 κανονισμού 8 του 1980. Βασικός όρος για το κύρο στη τηγητή συμβάσεως είναι η ενέργεια πλειοδοτικού διαγωνισμού που συνιστά τον κανόνα επιλογής του μισθωτή. Κατεξέρεσιν, αν αποτύχει ο διαγωνισμός μπορεί να γίνει απευθείας εκμοίσθωση μετά από έγκριση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου. Η απευθείας εκμοίσθωση επιτρέπεται και όταν το μίσθωμα είναι πολύ μικρό. Αν τα πρακτικά του διαγωνισμού δεν εγκριθούν από το Μητροπολιτικό Συμβούλιο, η μίσθωση είναι άκυρη. Επισημαίνεται ότι για την ολοκλήρωση της σύμβασης δεν αρκεί η κοινοποίηση της εγκριτικής απόφασης στον πλειοδότη, αλλά απαιτείται και η υπογραφή του μισθωτηρίου. Αν συνδρέχουν οι όροι του Προεδρικού Διατάμος 34 του 1995, η μίσθωση έχει χαρακτήρα εμπορικής μίσθωσης και υπάρχει τις ειδικές ρυθμίσεις των μισθώσεων αυτών, πράγμα που δεν εμποδίζει ούτε η ιδιότητα του εκμισθωτή ως ναού, ούτε η λυπή εκκλησιαστική νομοθεσία. Τέλος, η μη τήρηση των νομων διατυπώσεων συνεπάγεται την ακυρότητα της μισθώσεως, η οποία είναι σχετική κετάστα υπέρ του ενωριακού ναού. Πρέπει να σημειωθεί ότι έχει καταργηθεί η υποχρέωση λήψης άδειας του Υπουργού Γεωργίας για εμπράγματες δικαιοπραξίες επί αγροτικών ακινήτων για πέρα των 250 στρεμάτων έκταση αναειδιώτη. Και τώρα προχωρούμε στη διαχείριση των ακινήτων των ιερών μονών. Το προησχύσαν δίκαιο. Βασικό νομοθέτημα που ρύθμιζε την ψήφιση των νόμων 1787 και 1811 του 1988, τη δίξη και η διαχείριση της πυρουσίας και των προσώδων αυτής των ιερών μονών που βρίσκονται στα όρια της ελληνικής επικράτειας, ήταν ο νόμος 4674 του 1930 όπως τροποποιήθηκε κωδικοποιηθής με το προεδρικό διάταμα της 14 παύλα 21 Σεπτεμβρίου 1931 περί κωδικοποιήσεως των περί διοικίσεως και διαχείρισεως εκκλησιαστικής πυρουσίας και περί συγχωνεύσεως των μικρών ιερών μονών ισχυούσων διατάξεων. Βάση των διατάξεων του κωδικοποιημένου νόμου 1484-1931 η μοναστηριακή πυρουσία διαρέθηκε σε δύο κατηγορίες. Πρώτον στη διατηρητέα και δεύτερον στην εκποιητέα. Διατηρητέα καλούνταν εκείνη από το σύνολο της ακίνητης πυρουσίας μιας σειράς μονής, η οποία εξαιρέθηκε από το αποφασιθέν μέτρο της ρευστοποίησεως. Χαρακτηρίστηκε ως τέτοια όσοι κρήθηκε απαραίτητοι για τις ανάγκες της ιεράς μονής με κριτήριο των αριθμών των μελών της μοναχικής αδελφότητας καθώς και την ιστορική και προσκυνηματική αξία της εκποιητέα. Εκποιητέα καλούνταν εκείνη που απέμενε μετά τον χαρακτηρισμό της διατηρητέας. Εκποιητέα περιουσία. Οναστηριακή. Ο διαχωρισμός έγινε με διάταγμα που εκδόθηκε φάπαξ από τον Υπουργό Παιδείας και Διασκευμάτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η περιουσία που απέκτησε μια μονή μετά τον παραπάνω διαχωρισμό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκποιητέα, αλλά επάγεται στη διατηρητέα. Η ρύθμιση αυτοί του άρθρου 8 του κωδικοποιημένου νόμου 4684-1931 είναι βασική για τη μοναστηριακή περιουσία. Η διάκληση που εισάγησε διατηρητέα και εκποιητέα μοναστηριακή περιουσία θεωρείται δεδομένη από τα μεταγενέστερα νομοθετήματα συμπεριλαμβανομένου και του καθαστατικού χάρτη. Η διαχείριση της μεν διατηρητέας περιουσίας αφαίθηκε στις Μονές. Της δε εκποιητέας αντέθηκε στον τότε ο ΔΕΠ με σκοπό οργανισμό διαχείρισης χρυσαστικής περιουσίας, με σκοπό τη ρευστοποίησή της και την εποφελέστερη για την εκκλησία αξιοποίησή της. Την κυριότητα όμως και της εκποιητέας περιουσίας μέχρι την εκποίησή της εξακολουθούσε να έχει η οικία Μονή. Στο σημείο αυτό πρέπει να διακόψουμε την παρούσα διάλεξή μας, διότι συμπειρώθηκε ο χρόνος της και θα επανέλθουμε στο ίδιο θέμα στην επόμενη διάλεξή μας. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.