: Φίλες και φίλοι, σας καλωσορίζουμε στο φιλόξενο φόρο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Βέρειας, στην παρουσίαση του καινούργιου βιβλίου του Θανάση Μαρκόπουλου «Ματιές εν μέρι». Ο Θανάσης Μαρκόπουλος είναι ένας αθώρυβος και ακούραστος δημιουργός της περιφέρειας, μακριά από λογοτεχνικές συντεχνίες, που κέρδισε την παρουσία του στα γράμματα με το ουσιαστικό ποιητικό και κριτικό του έργο. Ήταν προτεινόμενος στην βραχεία λίστα για το κρατικό πραβείο ποιησης το 2011 για την ποιητική του συλλογή «Μικρές Ανάσες». Είναι η πρώτη φορά που ο Θανάσης παρουσιάζει κάποιο βιβλίο στην πόλη μας. Όχι μια ποιητική συλλογή από τις 7 που έχει εκδόσει, όχι «Τις Ματιές εν όλο», αλλά το τελευταίο του βιβλίου «Τις Ματιές εν μέρι». Τα κείμενα κριτικής που περιλαμβάνονται στην έκδοση αυτή γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν σε έντυπα του Κέντρου και της Περιφέρειας από το 1993 ως το 2013. Πρόκειται για μια επιλογή 45 κειμένων, τα οποία αναφέρονται σε επιμέρους έργα αντίστοιχων μεταπολεμικών συγγραφέων, 20 ποιητών, 20 πεζογράφων και 5 κριτικών, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος άλλωστε «Ματιές εν μέρι», τίτλος που αντιδιαστέλεται από αυτόν της έκδοσης του 2003 «Ματιές εν όλο», η οποία πραγματευόταν εκτεταμένα το συνολικό έργο 8 μεταπολεμικών ποιητών. Η έκταση των κειμένων δεν έχει απαραίτητος αξιολογικό χαρακτήρα, αλλά συναρτάται και με άλλους παράδοτες, όπως είναι οι συνθήκες δημοσίευσης και οι απαιτήσεις των ίδιων των έργων. Η Συναγωγή ακολούθησε ορισμένες προδιαγραφές. Καταρχήν επιλέχτηκε ένα κείμενο κριτικής για κάθε συγγραφέα, ώστε να είναι αντιπροσωπευτικότερο το γραμματολογικό φάσμα. Ορισμένα κείμενα πάλι ξανακοιτάχτητα λιγότερο ή περισσότερο, ενώ άλλα που λόγω στενότητας χώρου των εντύπων παρουσιάστηκαν συνοπτικότερα, τώρα που καθίστανται. Τέλος, η παράθεση των εκκλημένων γίνεται με βάση το είδος των έργων και το χρόνο γέννηση των συγγραφέων, για να υπάρχει μια τάξη, η οποία στις κατά καιρούς δημοσιεύσεις δεν ήταν δυνατόν να τηρηθεί. Την παρουσίαση του βιβλίου θα κάνει ο Δημήτρης Κόκορης. Θα διαβάσω τώρα το έργο βιογραφικό του σημείωμα. Ο Δημήτρης Κόκορης γεννήθηκε στο ίδιο βιβλίο, ο Δημήτρης Κόκορης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1963. Είναι διδάκτος νεοελληνικής φιλολογίας. Από το 1991 ζήσε στη Θεσσαλονίκη και υπηρέτησε επί αρκετά χρόνια ως φιλόλογο στη μέση εκπαίδευση. Σήμερα διδάσκεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Παρεπιστημίου Θεσσαλονίκης ως επτίκορος καθηγητής. Έλαβε μέρος ως ισυγητής σε συνέβρια και έχει δημοσιεύσει βιβλία, μελετήματα και βιβλιοκρισίες. Τα βιβλία. Όψεις των σχέσεων της Αριστεράς με τη λογοτεχνία στο Μεσοκόλεμο 1927-1936. Εκδόθηκε το 1999. Μια φωτιά η πίηση. Σχόλια στο έργο του Γιάννη Ρίτσου το 2003 για τον Χρυσιανόπλου. Κριτικά κείμενα για την πίησή του, 2003. Ποιητικός ρυθμός, παραδοσιακή και νεοτερική έκφραση, το 2006. Μεταφρασμένη πίηση, διδακτικές και πλητικές προτάσεις, το 2007. Ισαγωγή στην πίηση του Ρίτσου, επιλογή κριτικών κείμενων το 2009. Λόγος γυμνός, εισαγωγή στο έργο του Τίνου Χρυσιανόπλου το 2011 για τον Ιωάννου, κριτικά κείμενα το 2013. Και υποέκδοση, ένα τελευταίο βιβλίο, φιλοσοφία και νεοελληνική λογοτεχνία, τυχιές μιας σύνθετης σχέσης. Θα εκδοθεί ως το καλοκαίρι του βιβλίου αυτό. Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, καλό μεσημέρι από εμένα. Θα ήθελα καταρχάς να ευχαριστήσω και την δημόσια βιβλιοθήκη της Βερίας, που μας φιλοξενεί, και τον Θανάση Μαρκόπουλο, που με τύνησε προσκαλώντας με ως εισηγητής αυτή την παρουσίαση. Και βέβαια όλες και όλους εσάς που μας θυμάται με την παρουσία σας. Θα προσπαθήσω να σας κάνω μια γενικότερη εισαγωγή στο φιλολογικό έργο του Θανάση Μαρκόπουλου, ώστε να φανεί πόσο πολύπλευρη είναι η φιλολογική δουλειά εν γέννη, την οποία μας έχει δώσει σε όλους τους πλάδους της φιλολογίας έργου ένα σημαντικό έργο Θανάσης, για να απολύξουμε στο βιβλίο «Ματιές εν μέρη» να δούμε και εκεί πώς χειρίστηκε το ειδικότερο ζήτημα της λογοτεχνικής κριτικής. Η πνευματική προσφορά του Θανάση Μαρκόπουλου είναι πολύπτυχη, ποιητική, φιλολογική, κριτική. Οι επτά ποιητικές συλλογές του, από το 1982 έως το 2010, συγκροτούν μια νεοτερική έκφραση που έχει ενσωματώσει δημιουργικά τον ποιητικό ρευαλισμό, τον κοινωνικό προβληματισμό και την υπαξιακή αναζήτηση. Η ερμηνευτική ανάλυση λογοτεχνικών κειμένων με αξιοποίηση στοιχείων από τη λογοτεχνική θεωρία, η καητική αξιολόγηση των πειμάτων και των πεζογραφημάτων με ταυτόχρονη ένταξή τους σε ιστορικά και κοινωνικά συγχαρζόμενα, ο αλληλουσισχετισμός των κειμένων και η θεώρησή τους υποτοπίσμα χρονικής διαδοχής, η βιβλιογραφική έρευνα καθώς και η προσέγγιση της λογοτεχνίας ως διδακτικού υλικού συγκροτούν βασικούς άξονες της πολύπτυχης φιλολογικής λειτουργίας ενώ συναποτελούν και τα βασικά πεδία της φιλολογικής δραστηριοποίησης του Θανάση Μαρκόπουλου η οποία ενέχει ως σημείο εχνής τη μεταπολεμική νεοελληνική παραγωγή ως προς την ποιητική πεζογραφική έκφραση. Ο Μαρκόπουλος ως φιλόλογος έχει προσεγγίσει τα πρόσωπα της πεζογραφίας του Μάριου Χάρκα, βιβλίο που εκδόθηκε το 1993, έδωσε τη βιβλιογραφία Νίκου Αλέξιας Λάνογλου το 1996 και μια εμπνευσμένη ερμηνεία του έργου του ποιητή το 2013 ανέλησε την πίηση οκτώ μυζόνων εκπροσώπων της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς το 2003 αυτό το βιβλίο αναδύθησε κάθε πτυχή της δουλειάς του Ανέστη Ευαγγέλου, βιβλίο του 2006 ενώ με τη μελέτη του Ο Ποιητής και το Πείμα του 2010 διανοίγει το τοπίο της διδακτικής της λογοτεχνίας, εισφέροντας διδακτικά σενάρια για πείματα οκτώ δημιουργών Καριοτάκης, Σαχτούρης, Κέντρο Αγαθοπούλου, Δημουλά, Χριστιανόπουλος, Μάρκογλου, Γκανάς και Φωστιέρης, τα οποία βεβούνται, τα κείμενα αυτά, στα σχολικά εγχειρήδια λογοτεχνίας. Να πω κάτι ειδικότερο για κάθε μία από αυτές τις δουλειές, ελπίζω, χωρίς να σας κουράσω. Τα πρόσωπα των 57 πεζογραφικών κειμένων του Μάριου Χάρκαρ συγκρότησαν τρεις ομάδες. Πρώτον, τα πρόσωπα της καθημερινότητας με διάκριση ανρικών και γυναικείων προσώπων, δεύτερον, τα πρόσωπα του καθεστώτος και τρίτον, τους ιδεολογικούς συντρόφους σε σχέση με τον αφηγητή ως λογοτεχνικό ήρωα. Ενίονται, αυτή η τελευταία σχέση ανοιχνεύεται ως αντίπαλη και καταπιεστική, παρόλοιπη τη φαινομενική ιδεολογική σύμβλευση. Όπως αρθά επισημαίνει ο Μαρκόπουλος, τα πράγματα για τους αριστερούς ιδέους του Μάριου Χάρκαρ δεν είναι καθόλου απλά «από εδώ εμείς και από εκεί οι άλλοι», η σύγκρουση αναπτύσσεται στα πλαίσια του «εμείς», στο χώρο δηλαδή στο οποίο οι σύντροφοι έλπιζαν πως θα βρουν οριστικά τη λύση του πολιτικού προβλήματος. Η ερμηνευτική προσέγγιση των προσώπων ενός λογοτεχνικού έργου αναφέρεται κατά κύριο λόγο στο περιεχόμενο και στην ιδεολογική φόρτιση των κειμένων. Ο Μαρκόπουλος, έχοντας ακριβώς συνέστηση της συγκεκριμένης παραμέτρου και αποβλέποντας σε ένα σφαιρικότερο χειρισμό του υλικού του, εμπλουτίζει τη μελέτη με διάφορα κεφάλαια. Σ' αυτό που την τηλεοφορείται ο πεζογράφος και η εποχή του προσδιορίζει με διάβγεια τις μεταπολεμικές ιστορικές συμμεταγμένες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκε το έργο του Μάριου Χάκα, ενώ στο κεφάλαιο οι τρόποι της αφήγησης αναλύεται ένα βασικό τεχνικό χαρακτηριστικό του αφηγηματικού υλικού, εντοπίζεται δηλαδή η πορεία του Χάκα από τη σχετικά αντικειμενική αφήγηση προς την αμεσότερη και φυσικότερη, θα λέγαμε, υποκειμενική ματιά, η οποία καθρεφτίζεται στη μετατόπιση από το τρίτο ρηματικό πρόσωπο των πρώτων διηγημάτων στο πρώτο ρηματικό πρόσωπο των μεταγενέστερων ή αν θα θέλαμε να αξιοποιήσουμε θεωρητικούς όρους, θα αναφερόμασταν στην παθμία αντικατάστασης της μηδενικής αισθίασης από τη δεσοτερική αισθίαση και του ετεροδηγητικού αφηγητή στην αρχή από τον ομοδηγητικό. Η βιβλιογραφία τώρα ως τομέας φιλολογικής δραστηριότητας αποτελεί, όπως ξέρουμε οι φιλόλογοι, τη βάση της έρευνας και της ερμηνείας και με άξονα το εύγο του Ασλάνο Γλου καλλιεργήθηκε από τον Μαρκόπουλο με άρτιο τρόπο. Στο βιβλίο για τον Ίκο Αλέξη Ασλάνο Γλου, τη βιβλιογραφία δηλαδή, γιατί υπάρχει και ένα άλλο μετά, δεν περιλαμβάνονται μόνο η εργογραφία του ΠΥΠΥ και τα μελετήματα, τα σχόλια, τα κριτικά σημειώματα που γράφτηκαν γι' αυτόν, αλλά εντάσσονται σε παράρτημα και δύο απαντήσεις συνεντεύτης του Ασλάνο Γλου, οι οποίες δόθηκαν στη δημοσιογράφου Ελένη Λαζαρίδου και φωτίζουν τη βιοθεωρία του και την ποιητική του. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Μαρκόπουλος δεν αρκείται στην παράθυση βιβλιογραφικών λημάτων, αλλά όταν το κρίνει σκόπιμο παρεμβάλλει προσωπικά και δυτικά σχόλια που εξηγούν την καλλιτεχνική πορεία του Ασλάνο Γλου και συμβάλλουν στην ουσιαστική ενημέρωση των αναγνωστών για τον ίδιο. Ένα μικρό παράδειγμα. Στη βιβλιογράφηση της έκδοσης 44 πείματα επιλογή, ο Μαρκόπουλος επισημαίνει ότι η επιλογή ξαναδουλεύει τα κείμενα κάποτε δραστικά. Εάν διαβάσουμε τα πείματα της έκδοσης και τα συγκρίνουμε με προγενέστερες δημοσιευμένες εκδοχές τους, νιώθουμε την προσπάθεια για ποιητική έκφραση πιο ρεαλιστική, όσο το δυνατόν αποφορτισμένη από την ανάσα του παλαιότερου λιρισμού. Ωστόσο, η λιρική φύση της πείησης του Ασλάνοδου Λεπανακάμπτη στη βρώτη οριστική έκδοση των πειμάτων του, που έγινε το 1978, και ο Μαρκόπουλος σημειώνει ότι ο δύσκολος θάνατος, έτσι ονομαζόταν η οριστική έκδοση, αγνοεί κατά βάση τις αλλαγές που επέφερε εκείνη η προηγούμενη επιλογή και επανέρχεται στις προγενέστερες λύσεις. Και αυτό είναι ένα πάρα πολύ καλό σχόλιο για αυτό που διαβάζει, ώστε να καταλάβει καλύτερα και την ποιητική του Ασλάνοδου. Οι λογοτέχνες τώρα, των οποίων το έργο αναλύει και κρίνει ο Μαρκόπουλος στο βιβλίο του Ματιέ Σενόλο, ανήκουν σε δυο στενά συνδεόμενες λογοτεχνικές γενιές. Βέβαια, η σύνδεση δεν συνεπάγεται ταύτιση. Στην πρώτη δηλαδή και στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Οι οκτώ λογοτέχνες συνδέονται είτε αποκλειστικά είτε σε αρκετά μεγάλο βαθμό με την πόλη της Θεσσαλονίκης ως χώρο ζωής και δράσης και ως μία από τις πηγές άντλησης των βιωμάτων τους. Παρότι οι λογοτέχνες αυτοί έχουν καταθέσει και έργο πεζογραφικό ή και δοκιμιακό, από τον Μαρκόπουλο μελετώνονται ως ποιητές και κρίνονται για την ποιητική παρουσία τους. Η σειρά των κεφαλαίων του βιβλίου καθορίστηκε από το έτος γέννησης του κάθε λογοτέχνη αλλά και από την προλογία της εμφάνισης του με δημοσίευμα στο λογοτεχνικό χώρο. Προτάσετε λοιπόν το μελέτημα για την ποιήση του Μανώλη Ραγωνστάκη και ακολουθούν τα κείμενα για την ποιήση των κλήτου Κύρου, Πάνου Θασίτη, Δήμου Χριστιανόπουλου, Νίκου Αλέξια Σλάνογλου, Μάρκου Μέσκου, Ανέστη Ευαγγέλου και Πρόδρομου Μάρκογλου. Στιχειοθετείται η ποιητική πορεία του Ραγωνστάκη από τους δρόμους της ιστορίας στους διαδρόμους της σιωπής, δηλαδή δίδεται έμφαση στην πολιτική και κοινωνική φόρτιση των συμθέσεων του Ραγωνστάκη, διερευνάται η κατεύθυνση με συγχωρείται του δημιουργού προς την έσχατη λεπτική λιτότητα και τις εσωχές της συγκεκριμένης ποιήσης. Ο κλήτος Κύρου εύστοχα χαρακτηρίζεται ένυκος της μνήμης και του ονείρου. Ο μελετητής εξηγεί με σαφήνια γιατί ο χαρακτηρισμός ποιήσης της ίτας δεν εκφράζει την ποιήση του κλήτου Κύρου, αξιοποιώντας μάλιστα και τοποθετήσεις του ίδιου του ποιητή. Σκιαγραφούνται οι κοινωνικοί και υπαρξιακοί άξονες της ποιήσης του Κύρου, η οποία επισημαίνεται ως βασική παράμετρος των καταθέσεων του η εντατική ενασχόληση του ποιητή με την ξένη λογοτεχνία, κυρίως την αγγλόφωνη. Ο χαρακτηρισμός «Ουρανός απο μνήμη και φως για την ποιήση του Πάνου Θασίτη» υποδηλώνει τη φυρολογική ακριβολογία αλλά και την ποιητική φλεύρα του Θανάση Μαρκόπουλου. Καταδεικνύεται ότι η επίτραση των ιστορικών συμφραζωμένων στα πούμερα του Θασίτη επίτραση υπαρκτή και αναγνωρίσιμη δεν δηλώνεται άμεσα επειδή ο ποιητής αποστάζει περισσότερο τα πράγματα της εξωτερικές συνθήκες με αποτέλεσμα να γίνεται πιο αφερετικός και πιο ελμητικός. Η πορεία του Πιστιανόπουλου προς τον ποιητικό ρεαλισμό αποδίδεται σε συλλειτουργία με την ερωτική διαστρομάτωση της ποιητικής του αλλά η απόγνωση της ερωτικής αναζήτησης και η απελπισία από τη μοναξιά δεν μονοπολούν ως διώματα τη θεματική περιοχή των πειμάτων. Μεστάσκια γραφούνται με κύρια αφορμή τη σειρά πειμάτων ο Αλήθορος, τόσο η ερωτική διάσταση όσο και η κοινωνική προέκταση της ποιησης του Πιστιανόπουλου. Το εξομολογητικό ποιητικό ιδίωμα του Νίκου Αλέξια Σλάνογλου εκλαμβάνεται από το μελετητή ως καλλιτεχνικό καθρέπτησμα μιας άδελας μοναξιάς, στην οποία εμφολεύουν τα σπαράγματα του λιδισμού, εναρμονισμένα με τόνους δραματικής δόμησης και με συναισθήματα τραγικής φόρτισης. Η ποιητική φωνή του Μάκου Μέσκου προσαρμόζει τη συνθετότητά της στα ιστορικά κοινωνικά συμφραζόμενα και σε ένα συναισθηματικό κλίμα που αντανακλάται φθορά την προδοσία προγραμμάτων και την αλλοκτρίωση της σύγχρονης ζωής. Ωστόσο, η βλάστηση της φύσης, το φυσικό περιβάλλον, δηλαδή στην αθώα και αχάλαστη μορφή του, ενθυλοχωρεί στα πήματα και ως βίωμα της ποιητικής φωνής, αλλά και νίωται σαν αντίδοτο στη φθορά και στην προδοσία, οπότε η θαλερή φύση συντελεί και στην ανήψωση μιας θαλερής ποιητικής δραστικότητας. Τέλος, ο πόλεμος, η κατοχή, ο εμφύλιος, η πικρή ορίμανση μέσα στις συνθήκες αλλοτρίωσης και κοινωνικής αδικίας, καθώς και η διάψευση του αριστερού οράματος συγκροτούν τον διωματικό πυρήνα της ποιήσης του πρόδρομου Μάκουμνου, μιας ποιήσης λεπτικά συμπυκνωμένης, υποβλητικά τραγικής, που κατοχθώνει να μεταδώσει συναισθηματικές δονήσεις και να δηλώσει με εγνυσιότητα και ειλικρίνεια, μέσα στη σκοτεινή εικόνα του παρόντος, την αλληλεγγύη στους απελπισμένους και τους αδικημένους, προς όλους αυτούς τους οποίους έχουν απομείνει μόνο το φιλότιμο και η αξιοπρέπεια ενός αγώνα που δόθηκε έντιμα, αλλά κατέληξε σε ήταν. Με τη μελέτη Ανέστης Ευαγγέλου, ο ποιητής-πεζογράφος ο Κρητικός, που κατατέθηκε ως διδακτορική διατριβή στο τμήμα φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο Μαρκόπουλος φωτίζει με επάρκεια το έργο ενός από τους πλέον αξιόλογους ευπροσώπους της δεύτερης λογοτεχνικής γενιάς του μεταπολέμου. Ο πυρήνας της παρουσίας του Ανέστη Ευαγγέλου είναι βέβαια η ποιήση, γι' αυτό σωστά ο Μαρκόπουλος αφιερώνει το προσωτικά μεγαλύτερο μέρος της μελέτης στη διερεύνηση των ποιητικών τρόπων του Ευαγγέλου. Στη θεματική περιοχή των ποιητικών συλλογών του ανοιχνεύονται μνήμες της περικής ηλικίας, τίματα ποιητικής, το βίωμα του έρωτα αλλά και του θανάτου, τόσο ως τραύμα από την απώλη αγαπημένων προσώπων, όσο και ως βαθμιαία διωγούμενη απειλή για τον ίδιο τον ποιητή ως ανθρώπινη υπόσταση. Οι δημιουργικές επιρροές που ασκήθηκαν στην ποιητική έκφραση του Ευαγγέλου από μίζωνες του ποιητικού μας λόγου, από τον Κωνσταντίνο Καβάβ και τον Γιώργο Σεφέρη ως τον Ανδρέα Δηρύκο και τον Νίκο Εγκονόπουλο, ανοιχνεύονται και στοιχειοθετούνται, ενώ υπογραμμίζεται ότι η λιτουργικότερη επίδραση ασκήθηκε από τον μεταπολεμικό ποιητικό ρεαλισμό, εξογολογητικός τόνος, προσπάθεια έκφρασης του απογυμνωμένου διωματικού πυρήνα και βέβαια εκδίωξη της λογοτεχνικής πόζας. Και αυτό τον ποιητικό ρεαλισμό τον προώθησαν ποιητές μας σαν τον Αγνωστάκη, σαν τον Χριστιανόπουλο και άλλοι. Αποδεικνύεται ότι στη δίηση του Ευαγγέλου κάνει αισθητή την παρουσία του περισσότερο οδηλωτικός και λιγότερο ο συνδηλωτικός λόγος, αφού ο πρώτος είναι λιγότερο κρυπτικός, εναρμονίζεται με τον ικείο και καθημερινό τόνο της ποιητικής γλώσσας. Σχεγραφείται ως παράγων υψηλόβαθμις δραματικότητας, η ιρωνία που εκπηγάζει από την αντίθεση ανάμεσα στο είναι και στο θένεστε, ενώ γίνεται και μια επιτυχημένη προσπάθεια ερμηνείας των θεϊτικών συμβόλων. Το σπίτι είναι η παιδική ηλικία, σαν πανδοχείο συμβολοποιείται η αρνητική πραγματικότητα, της οποίας η κοινωνικοπολιτική διάσταση ενσαρκώνεται ποιητικά μέσα από την ομίχλη, το χιόνι, τη νύχτα, το μαχαίρι. Το χιόνι, η νύχτα και ο ανίκαιος χώρος που λεπτικά συμπυκνώνεται στην έκφραση τα ξένα, εκτείνουν τη συμβολική τους διάσταση έως και το βίωμα του θανάτου, ενώ το καράβι συμβολίζει την πορεία του ανθρώπου στο κοινωνικό γύγνασθε και στη ζωή γενικότερα. Χαμηλόφωνη και υπαρξιακή η ποιήση του Ευαγγέλου εκτείνεται και στην ποιητική ενσάρκωση τραυμάτων που προέρχονται από τα κοινωνικοπολιτικά δρόμενα, στη μελέτη προσεγγίζεται και η στάση της κριτικής απέναντι σε αυτή την ποιήση, η οποία υπήρξε ενγένει θετική και σε λίγες περιπτώσεις αρμητική, με αντιρίσεις ιδεολογικού και πιο σπάνια τεχνοτροπικού χαρακτήρα, αλλά βέβαια προσεγγίζονται και ο παιζογραφικός και ο κριτικός λόγος του Ανέστη Ευαγγέλου. Μία ακόμη πτυχή του έργου του Θανάση Μαρκόπουλου αφορά ως πεδίο εφαρμογής στη διδακτική της λογοτεχνίας, το μέρος τον οποίο ο Θανάσης έχει εμπλουτίσει ως φιλόλογος της σχολικής τάξης αρχικά και ως σχολικός σύμβουλος φιλολόγων, όπως ξέρετε, στη συνέχεια. Σε αρκετά περιοδικά που θέτουν ως έναν από τους θεμελιώδεις άξονες της στόχευσής τους τη διδακτική πράξη, αναφέρον δεικτικά τη Νέα Παιδεία, τη Φιλολογική, το περιοδικό που εκδίδεται από τη Μανελίνη ενός φιλολόγων και τον Φιλόλογο, το περιοδικό των αποφύτων της Φιλοσοφικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί αρκετά μελετήματα του Μαρκόπουλου ως διδακτικές προτάσεις. 18 από αυτές τις προτάσεις συγκρότησαν επιτελώντας τον ρόλο διδακτικών σενάριων του βιβλίου «Ποιητής και το Πήμα» του 2010. Εδώ προσεγγίζονται διδακτικά κείμενα 8 σημαντικών ποιητών μας που τους ανέφερα πρωτοίτερα και αυτές οι προσεγγίσεις βοηθούν λειτουργικά και ουσιαστικά τόσο τους δασκάλους όσο και τους μαθητές του λογοτεχνικού φαινομένου. Το πλέον πρόσφατο δείγμα φιλολογικής, όχι κριτικής γιατί κριτικής είναι το «ματιές εν μέρη» και αμέσως σε λίγο θα συστήσουμε και γι' αυτό, το πιο πρόσφατο δείγμα λοιπόν φιλολογικής δουλειάς του Θανάση Μαρκόπουλου επαναφέρει στο προσκήνιο μία μόνιμη αγάπη του μελετητή και εννοώ βέβαια το έργο του Νίκου Αλέξη Ασλάνοβλου. Ποιητικός και ευαίσθητος ο τίτλος «Ένα πουλί στην άσφαλτο» βιβλίου του 2013 θέτει αθετηριακά και εύστοχα το βαθύτατο πυρήνα της ποιήσεις και της ποιητικής του Ασλάνοβλου. Στα κεφάλαια διερευνώνται η σχέση του ποιητή με το μακεδονικό χώρο, η χρήση των ποιητικών συμβόλων και οι τεχνικές απόκρυψης και αναθεωρητικής παρέμβασης που επιχειρεί ο ποιητής σε πλήτλους, φράσεις, στίχους, ενότητες ή και σε ολόκληρα πείματα, καθώς και η δόμηση της ποιητικής έκφρασης του Ασλάνοβλου με πεδίο μελέτης και πείματα πρωτόλια, ανέκδοτα ή δημοσιευμένα μεν, αλλά τελικώς αποκλεισμένα από το κόρπους των 122 πειμάτων της οριστικής έκδοσης «Ο δύσκολος θάνατος». Και περνάμε τώρα στο ματιές εν μέρι. Τα κείμενα που συγκροτούν αυτό το βιβλίο υποδεικνύουν ότι ο ποιητής και φιλόλογος Θανάσης Μαρκόπουλος έχει υπηρετήσει τη λογοτεχνία και ως κριτικός της. Χρησιμοποιώ τη συγκεκριμένη διατύπωση και ιδίως το ρήμα «υπηρετό» μεταγνώσεως λόγου, γιατί οι βιβλιοκρισίες του Μαρκόπουλου, που γίνονται με όρους εκδοτικής επικαιρότητας ως προς την τρέχουσα βιβλιοπαραγωγή, δεν εμπεριέχουν ακυσμούς και πόζα, δεν σκοπούν στην ενοκλητική περιαυτολογία, δεν κατατρίχονται από το άγχος της επίδειξης φιλολογικών γνώσεων. Αντίθετα, υπηρετούν το κρινόμενο κείμενο, ακολουθώντας μια παλιά αλλά σωστή άποψη περιλογοτεχνικής κριτικής, άποψη που με συμπυκνωμένο τρόπο είχε εκφράσει και ο Γιώργος Σεφέρης στις δοκιμές του. Γράφει ο Σεφέρης «ο ρόλος του κριτικού είναι, αν μπορώ να πω, ο ρόλος του ταποτοσκόπου. Βρίσκει μέσα μας τις νέες πηγές εδαισθησίας, τις πηγές που κάνουν τα τέλματα τρεχάμενα νερά». Η αποστολή της κριτικής, δηλαδή, δεν είναι απλώς και επιφανειακά να απονήμη τον έπαινο ή την κατηγόρια, αλλά σκοπή και στο να ολοκληρώσει μια ορισμένη εδαισθησία, να μας ανοίξει κάποια μονοπάτια, να φτιάξει κάποιες γέφυρες, να ανοίξει κάποια παράθυρα προς το λογοτεχνικό έργο, ώστε να μπορέσουν οι αναγνώστες να επικοινωνήσουν καλύτερα με αυτό. Ο Θανάσης Σιμαρκόπιλος, επειδή ακριβώς δεν είναι επαγγελματίας κριτικός, επιλέγει και σωστά, να κρίνει δημοσίως βιβλία που τον έχουν αγγίξει και τον έχουν ελικήσει. Μέσα από τις σελίδες περιοδικών και εφημερίδων που εγκύπτουν με ενδιαφέρον και σοβαρότητα στο λογοτεχνικό φαινόμενο, αναφέρω τους τίτλους «Ακτί», «Αντί», «Αναγνώσε της Εφημερίδας Αυγή», «Διαβάζω», «Ελιτροχός», «Εντευκτήριο», «Μαντραγόρας», «Νέα Εποχή», «Παρέμβαση», «The Books Journal», «Φιλόλογος», παρουσιάζει βιβλία λοιπόν που έφερε θύση το αναγνωστικό του ενδιαφέρον, χωρίς όμως να εξαντλείται στην περιγραφή του περιεχομένου τους ή στη διατύπωση μιας απλής θετικής γνώμης. Οι ματιές εν μέρη περιλαμβάνουν 45 κριτικά κείμενα, στα οποία προσεγγίζονται ισάρτημα βιβλία που εκδόθηκαν κατά την εικοσαετία 1993-2013, 20 ποιητικά, 20 πεζογραφικά και 5 που ανήκουν στην κατηγορία της φιλολογικής κριτικής μελέτης. Οι 5 μελέτες που έπινε ο Θανάσης Μαρκόπουλος αφορούν την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και την πρόσδυψή της κατά το Μεσοπόλεμο, έργο του σπουδαίου γραμματολόγου μας Αλέξανδρο Αργυρίου, τη μονογραφία του Γιώργου Αράγη για την εξέλιξη της ποιησής μας από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως το 1930, ένα δοκίμιο εμμηνίας της πληγικής του Ανέστη Ευαγγέλου που συνέγραψε ο Αλέξης Ζύρας, τη δοκιμιακή ως προστιμπίηση συμβολή του Ηλία Κεφάλα που εκδόθηκε με τον ευθέστητο τίτλο «Η Κυριακή των Ποιητών» και την ελέτη του Ομιλούντος για τις παραδοσιακές και τις νεοτερικές ετεροχές του ποιητικού ρυθμού. Για αυτό το κριτικό κείμενο πραγματικά θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Θανάση, ειλικρινά και δημόσια. Τα κριτικά του κείμενα που προσεγγίζουν ποιητικά και αφηγηματικά έργα διακρίνονται και από μια ματιά γραμματολογική ιστορική, γιατί εάν τα αντικρίσουμε εν συνόλο θα διαπιστώσουμε ότι αξιοποιούνται πέρα από την διαβγή και στηριγμένη σε αναγνωστικά επιχειρήματα γνώμη για την αισθητική λειτουργία των κειμένων το κριτήριο της χρονικής διαδοχής καθώς και το κριτήριο της αλληλοσυσχέτησης των λογοτεχνικών κειμένων. Απόρεια αυτής της λειτουργικής οπτικής, όπως μας εξηγεί ο συγγραφέας στον πρόλογο του, ήταν η παράθυση των κειμένων να γίνεται με βάση το είδος των έργων και το χρόνο γέννησης των συγγραφέων για να υπάρχει μια τάξη, σωστά το τόνση και αγαπητή συνάδελφο στην αρχή, η οποία στις κατά καιρούς δημοσιεύσεις δεν ήταν δυνατόν να τηρηθεί στον βαθμό που η κριτική παρακολουθεί τη στιγμή εμφάνισης των βιβλίων. Ως προς τα ποιητικά έργα, λοιπόν, προηγούνται οι κριτικές για δημιουργούς της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς Γιώργος Λύκος, Ελένη Μπακαλώ, Άρης Αλεξάνδρου, Νίκος Καρούζος. Ακολουθούν τα κριτικά κείμενα για ποιητικά συνθέματα και προσώπων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, Χρήστος Λάσκαρης, Θωμάς Γόρπας, Μάρκος Μέσκος, Μάριος Μαρκίδης. Και έρχονται μετά οι κριτικές προσεγγίσεις ποιημάτων που έδωσαν οι ποιητές της γενιάς του 1970 και οι ακόμη νεότεροι. Γιάννης Ιφαντίς, Μιχάλης Κανάς, Γιάννης Πατήλης, Μίμη Σουλιώτης, Γιάννης Κουβαράς, Γιώργος Θεοχάρης, Αλεξάνδρα Βακονίκα, Αντώνης Κάλφας, Γεράσιμος Λουκάτος, Γιώργος Γιώβας, Αρετή Κανίδου, Ιγνάτης Κουβαρδάς. Ένα ομόλογο γραμματολογικό-ειστορικό περίπλημα αγκαλιάζει και τις κριτικές για τα αφηγηματικά κείμενα. Αρχικά λοιπόν τήθενται κριτικές απόψεις για βιβλία συγγραφέων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Μαρία Κέντρο Αγαθοπούλου, Ηλίας Ταπαδημητρακόπουλος, Δίνος Χριστιανόπουλος ως θεζογράφος, Θανάσης Μαλτινός, Περικλή Σφυρίδης, Πρόδρομος Μάρκομπλου, Κώστας Λαχάς, Τόλης Νικηφόρη. Η συγκεκριμένη ενότητα του βιβλίου ολοκληρώνεται με τις κριτικές απόψεις του Θανάση Μαρκόπουλου για πεζογραφικά έργα συγγραφέων της γενιάς του 1970 ή και νεότερο, Τάσος Χατζιτάτσις, Δημήτρης Μάνος, Τάσος Καλούτσας, Κώστας Μαυρουδής, Γιώργος Μαρκόπουλος, Ευαίσθητος Καλός Ποιητής, που είναι πόνιμος του Θανάση στον κρίνι με οξυδέρ και όσο θεμιματογράφο για το Βιβλίο Ιστορικό Κέντρο, Δημήτρης Μίγκας, Κούλα Αδαλόγλου, Βασίλης Καραγιάννης, Γιώργος Καμπαρδώνης, Στάθης Κοψαχίλης, Μάκης Καραγιάννης και Αντωνία Μποτονάκη. Φίλες και φίλοι, σας κούρασα ίσως με την αναφορά πολλών ονοματεπονήμων, αλλά νομίζω πως η συγκεκριμένη αναφορά εκτός από χρήσινη και αναγκαία είναι και τη λοτική της ευρείας κριτικής ματιάς του Θανάση Μαρκόπουλου, που αγκαλιάζει όχι απλώς ποικίλα λογοτεχνικά είδη, ποιήση, αφηγηματική πεζογραφία, δοκιμιακή μελέτη, αλλά και αρκετές συγγραφικές γενιές, υποδεικνύοντας αναπόθεχτες ελειξείς, αναβυσβήτητες συνέχειες, γόνιμες εξελίξεις και δημιουργικούς αλληλοεπιραιασμούς, όλα αυτά τα στοιχεία δηλαδή, που συγκροτούν ένα σύνθετο, περίπλοκο, αλλά και ελκυστικό λογοτεχνικό τοπίο. Κλείνω με μία βασική παρατήρηση. Ο κριτικός δεν έχει αναγάγει σε βασικό γνώμο αναξιολόγησης την προσωπική του κριτική. Συγγραφείς με ισχυρή λογοτεχνική προσωπικότητα συχνά δεν αποφεύγουν αυτή την πρακτική κατά την κριτική τους δραστηριότητα. Αντιθέτως, στηρίζει σε λογικά και αναγνωστικά επιχειρήματα την κριτική του γνώμη, με απλότητα, με διάβυα, με φιλολογική επάρκεια και προπάντων με ειλικρινή αγάπη προς τους συγγραφείς και το έργο τους. Ο νηφάλαιος και ακριβής κριτικός λόγος εμπλουτίζεται και καθίσταται λειτουργικός με τις ματιές εν μέρει. Σε έναν χώρο, απ' τον οποίο δεν λείπουν αφενός οι άκρητες υμνολογίες και αφετέρου οι εμπαθέστρατες και άδικες κατηγορίες, οι εμπεριστατομένες και χαμηλότονα εκφρασμένες κριτικές θέσεις, μας δίνουν το σωστό μέτρο. Και αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει να προγραφεί στα πολλά θετικά στοιχεία, όχι μόνο της κριτικής παρέμβασης, αλλά της όλης συγγραφικής παρουσίας του Θανάση Μαρκόπουλου. Σας ευχαριστώ. Ευχαριστούμε πολύ τον Δημήτρη Κόκορη. Με ακαδημαϊκό λόγο έκανε μια εμβελεχή και οξυδερική αποτίμηση του συνολικού έργου του Θανάση Μαρκόπουλου. Ήταν μια ματιά εν όλο θα έλεγα. Θα διαβάσω το βιογραφικό σημείο του Θανάση Μαρκόπουλου. Ο Θανάση Μαρκόπουλος γεννήθηκε το 1951 στα Κρανίδια Κοζάνης. Σπούδασε αρχαία ελληνική και νεοελληνική φιλολογία στο Αριστοτέλο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και έκανε τις μεταπτυχιακές και ριδακτορικές τους σπουδές στο ίδιο πανεπιστήμιο. Τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά του εστιάσσονται στην ποιήση και τη λογοτεχνική κριτική. Ποιήματά του και κριτικά του κείμενα γύρω από τη μεταπολεμική ελληνική ποιήση και παιδογραφία δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε εφημερίδες και περιοδικά λογοτεχνικά και φιλολογικά. Τα έδρα του από την ποιήση. 1982 Απόπειρα Εξόδου, 1985 Το Ανταποκριτή μας, το 88 Μοντέλο Σώματος, το 91 Ανοιγμένη Φλέβα, το 96 Το Περίστροφο της Σιωπής, το 2002 Τέστικο Κοπόσεως και το 10 Μικρές Ανάσες. Οι μελέτες και τα δοκίμια. Το 1995 Τα πρόσωπα του δράματος το παιζογραφικό έργο του Μάριου Χάκα, το 96 Βιβλιογραφία του Νίχου Αλέξη Σλάνογου, το 2003 Ματιές εν όλο, το 2006 Ανέστης Ευαγγέλου, ο ποιητής, ο παιζογράφος, ο κριτικός, το 10 Ο ποιητής και το ποιήμα. Δεν αναφέρω τους Πίτερ για τους ανέφεροι του Δημήτρης. Το 2013 Ένα πουλί στην άσφαλτο, ποιήση και ποιητική του Νίχου Αλέξη Σλάνογου και το 2014 το πρόσφατο βιβλίο Ματιές εν μέρη, κείμενα κριτικής. Πριν όμως δώσω τον λόγο στον Θανάση θα προσπαθήσω εγώ να κάνω μια κριτική ως αναγνώστρια, μια ματιά εν μέρη του βιβλίου του Θανάση για να παίξει και λίγο με τον τίτλο. Όταν μου έστειλε ο Θανάσης για πρώτη φορά με το ηλεκτρονικό τραχυδρομείο το εμπροσώφινο του καινούργιου του βιβλίου, απόρισαν με την επιλογή ενός λόγιου τίτλου, καθώς ξέρω ότι προτιμά λέξεις της Δημοτικής. Όμως δεν θα μπορούσε ένας τέτοιος τίτλος, παραδείγματος χάρης θα μπορούσαν να είναι μερικές σηματιές, να αποδώσει αυτό που είναι το βιβλίο. Όταν πήγα να το διαβάσω, το βιβλίο, σε αυτή την καλέσθητη έκδοση από τις εκδόσεις Μελάνη της Πόπης Γκανά, πήγα να το διαβάσω μάλλον προκατελημένη για μια συλλογή βιβλιοκριτικού χαρακτήρα, με στενά φιλολογικό ενδιαφέρον, επιστημονικό και κατά συνέπεια βαρύ, μου φάνηκε σαν δουλειά δηλαδή φιλολογική. Όμως έπειτα, διαβάζοντάς του, τον θαύμασα για ακόμη μια φορά και χάρηκα την ανάγνωση αυτών των εξειδικευμένων αλλά άκρως γοητευτικών κειμένων. Οι τίτλοι των κειμένων, ευθύις, ποιητικοί, σαν στίχοι οι τίτλοι ποιήματος, συμπυκνώνουν το βασικό χαρακτηριστικό των έργων ή των δημιουργών τους. Θα παραθέσω μερικούς για του λόγου, το άλλο το αληθές. Λόγος άκρως ανδιεξουσιαστικός του Άρη Αλεξάνδρου, καιρός του Θερίζιν, Μάρκος Μέσκος, ο πληθορισμός του αισθήματος, Γιάννης Κουβαράς, μοναξιά με άρωμα πλήθους, γεράσιμος Λουκάτος, εικόνες βάθους, αρετή γανίδου, η δρόμη του σώματος στην κάτω γόρτα του τίμου Χρυσιανόπουλου, η ηθική του συμφέροντος, πρόδομος Μάρκογλου, η θλιμμένη ομορφιά του κόσμου, κουλαδαλόγλου, η αισθητική της υφθαγένειας του Καραγιάννη. Αυτά, λοιπόν, μου έκανα έτσι ιδιαίτερα τύφους και τα άλλα, φυσικά, κινούνται στο ίδιο πλαίσιο. Προσεγγίζει τα κείμενα με την τριπλή του ιδιότητα, του δημιουργού, του φιλολόγου και του κριτικού και τα ακουμπά άλλοτε με συμπάθεια και κατανόηση, άλλοτε με αποδοχή και ενίοτε με θαυμασμό, έτσι τουλάχιστον είδα εγώ, πάντα όμως χωρίς ωραιοποιήσεις, αντικειμενικά και νυφάλια, με την ευαίσθητη ματιά του ομότεχνου. Εξαντλεί κάθε τους πλευρά, έτσι μου φάνηκε τουλάχιστον για κάποιοι από αυτά που γνωρίζω, ή αναδεικνύει τη βασική τους πλευρά, διαθέτοντας τέρη επιστημονική κατάρτιση και βαθιά γνώση του έργου και της πορείας των δημιουργών τους. Ο λόγος του, πλούσιος, εμπεριστατομένος, με τεκμηρωμένες αποφάσεις, κάνει την κριτική πιστική και επικοδομητική. Οι λέξεις, ζυγιασμένες, διαλεγμένες με ακρίβεια και προσοχή. Καμιά δεν περισσεύει, καμιά δεν αστοχεί. Ζήλεψα την άνεση και την τεξιοτεχνία με την οποία χειρίζεται το γλωσσικό το όργανο και έτλεψα φράσεις και λέξεις. Το βιβλίο, εν τέλει, είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για το μελετητή της μεταπολεμικής πίησης και παιδογραφίας και σημαντικό βοήθημα, νομίζω, κάθε φιλολόγου. Για άλλη μια φορά, ο δάσκαλός μου, γιατί μέσα μου πάντα έτσι θα τον νιώθω, απέδειξε ότι μπορεί να είναι δάσκαλος για όλους μας. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που δεν ήθελα να εκπορρισιάσω βιβλίες στην ΕΕ. Δεν ήτανε τόσο μεγαλόστομα. Λοιπόν, πρέπει να ευχαριστήσω πρώτο πράτως τον Σύνδεσμο Φιλολόγων, του ΛΟΜΟΥ, γιατί τόσα χρόνια φορευτείκαμε μαζί, κάναμε πολλές δουλές, τα μέλη του Συνδέσμου και βέβαια την βαρβά την πρώην μαθήτρια, για την οποία χαίρομαι που την είχα μαθήτρια. Την δημόσια βιβλιοδίκη της Βέριας με τα ευγενέστατα και προθυμότατα παιδιά της, τις εκδόσεις Μελάνη και την Πόπι Γκανά για την όμορφη εκτύπωση. Θα πρέπει να ευχαριστήσω ιδιωτελώς για την εικόνα του εξωφύρου, τη Γεωργία Τριανταφυλίων, που συμβαίνει να είναι και η γυναίκα μου, για την αναγνώστρια που μας χάρισε. Είναι μια εικόνα από γλυπτό φτιαγμένο από χαρτοπολτό εφημερίδας. Βέβαια πρέπει να ευχαριστήσω τον Κόκορη που με ακτινό σκοπί εδώ και χρόνια παρακολουθεί τις δουλειές μου. Είναι έγκριτος φιλόλογος, οξυδεκής κρητικός. Δεν βρίσκεις εύκολα ανθρώπους τέτοιους. Επίσης τον ευχαριστώ γιατί είναι και ο λόγος του πολύ όμορφος, παραστατικός, οξυδεκής της παρατηρήσεις. Δεν τον εκθιάζω, τον ξέρει η πιάτσα της λογοτεχνίας. Πρέπει να ευχαριστήσω και όλους εσάς όλο το ξεχνό αυτό που μου κάνει την τιμή να είσαι εδώ και να ζητήσω συγγνώμη από εκείνους και από εκείνες που συντόμαξαν τον καφέ τους σήμερα. Λοιπόν, θα ήθελα να σας διαβάσω μερικές σκέψεις για την ακρίβεια, να δείξω μερικές μαθιές, έξι σημεία, στο τοπίο της Κρητικής, στο δικό μου τοπίο. Δεν θα σας φοράσω, είμαι πολύ σύντομος, έτσι κι αλλιώς λέω λίγα, αν και έγραψα πολλά. Πρώτη ματιά, κάθε λογοτέχνης είναι και αναγνώστης, μάλιστα από τους πιο φανατικούς, για το λόγο ότι δεν διαβάζει απλώς για να χαρεί την αναγνώση, αλλά και για να μάθει να γράφει. Ακόμα ακόμα και για να κλέψει ιδέες. Βέβαια έτσι διατρέχει τον κίνδυνο να παγκυρευτεί στις απομοιμήσεις, αλλά αυτό σε μια πρώτη φάση δεν είναι κακό. Κακό είναι αν συνεχιστεί και σε ένα δεύτερο. Δεύτερη ματιά, διαβάζοντας κανείς συναντά συχνά και βιβλία ενδιαφέροντα. Κείμενα που του αρέσουν ιδιαίτερα και νιώθει την ανάγκη να τα δείξει και στους άλλους. Έτσι φτάνει στη γραφή, η οποία με τον καιρό δεν αρκείται στην απλή παρουσίαση των κειμένων, αλλά αφιλοδοξεί να τα αναδείξει και με μια γλώσσα όσο γίνεται πιο αποτελεσματική. Έτσι φτάνει στη κριτική γραφή. Και τότε ακριβώς χάνει την ασφαλότητά του ως αναγνώστης. Γιατί κάθε φορά που ανοίγει ένα καινούργιο βιβλίο, το μυαλό του ασυνέσπτα τρέχει στις παρατηρήσεις που θα μπορούσε να κάνει και έτσι στερείται την απόλαυση του κειμένου. Τρίτη. Η κριτική, όπως και κάθε άλλη δραστηριότητα, υπόκειται σε κανόνες. Δεν θα έλεγα απαράβατος, αλλά μπορώ να σκεφτώ ότι υπάρχει μια απαράδοση στο χώρο και αυτή η απαράδοση δημιουργεί ορισμένα συνόργαση. Παρότι και πάλι δεν είμαι σίγουρος ότι πρέπει αυτές να τηρούνται απαρέγγιτα. Μπορούμε όμως να συμφωνήσουμε σε ορισμένα πράγματα. Δικαιούται η κριτική να είναι επιφυλακτική, αυστηρή, απορριπτική αν θέλει, αρκεί να είναι ευπρεπής και έντιμη. Δικαιούται όμως να είναι και θετική, αρκεί να μην είναι χαριστική ή απλώς φιλοφρονητική. Μάλιστα οι πιο πολλές κριτικές είναι αυτού του τύπου. Συχνά με επιμέρους επιφυλάξεις. Αυτός έχει μεγάλο ενδιαφέρον για τον συγγραφέα προπάντων. Τόσο η θετική αποτύμηση της δουλειάς του, όσο και η επισήμαση των αδυναμιών. Στο βαθμό που πρόκειται οι αδυναμίες. Μια και στις καλλιτεχνικές αξιολογήσεις, ο υποκειμενισμός είναι αναπόφυκτος. Εκείνο που σε κάθε περίπτωση θα περίμενε κανείς είναι η τεκνηρίωση των αποφάνσεων. Έτσι που η κριτική να είναι πιστική και τελικά επικοδομητική. Με άλλα λόγια, ο κριτικός δεν είναι νησί. Ζει στο χώρο και το χρόνο που ζουν και οι δημιουργοί. Συνεπώς δεν αποκλείονται συνάθιες κάθε είδους. Το είδημα είναι να βάζει στην άκρη συμπάθειες και αντιπάθειες, να αποστασιωποιείται από τα πρόσωπα και τα πράγματα, για να μπορέσει να ξεχωρίσει το έργο και να το περιγράψει, να το φωτίσει και να δει τη γνώμη του γι' αυτό, να παίξει καλά σε τελευταία ανάλυση τον διαμεσολαβητικό του ρόλο ανάμεσα στο κείμενο και τον αναγνώστη. Τέταρτη ματιά. Αν ήθελα να είμαι πιο ακριβής ή και πιο ειλικρινής, θα έλεγα ότι η σκοπιά του κριτικού δεν είναι παρά μια οπτική ανάμεσα σε άλλες. Θέλω να πω ότι μιλώντας για τους άλλους και τα έργα των άλλων, κάθε κριτικός και περισσότερο αυτός που συμβαίνει να είναι και δημιουργός, ουσιαστικά μιλάει για τον εαυτό του και για τους δικούς του τρόπους. Γι' αυτό και δεν μπορεί, παρά να είναι προκατηλημένος, σε ένα βαφό τουλάχιστον. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως μας είναι αδιάφορο τα λεγόμενά του. Έτσι κι αλλιώς, μας ανοίγει έναν βρόμο να φτάσουμε στο κείμενο. Κάτι παραπάνω. Ενδέχεται να μαθαίνει και να μιλήσει, ενδέχεται να μας δείχνει και πράγματα που μονάχα οι μύστες της δημιουργίας μπορούν να διακρίνουν. Πέμπτη ματιά. Σε ό,τι με αφορά, αντιμετωπίζω τα βιβλία όχι μονάχα ως δημιουργός, αλλά και ως φιλόλογος. Έτσι η γρηδική μου γραφή δεν εκφράζει απλώς τις εντυπώσεις μου από την ανάγνωση. Δεν είναι απλώς «υμπρέσιονιστική», που κατά κανόνα είναι υποκειμενική. Ούτε απλώς «φιλολογική», που θεωρείται πιο στοιχειοθετημένη και αντικειμενική, πιο αποδεικτική. Αλλά ένας συνδυασμός των δύο. Κάτι σαν λουλούδι με ρίζες και άνθη. Αυτό σημαίνει πως θέλω να βλέπω το έργο σφαιρικά, σε όλες του τις διαστάσεις αν γίνεται. Με ενδιαφέρει βέβαια η αισθητική, οι τρόποι και οι τεχνικές. Στυχία απαραίτητα του λογοτεχνικού έργου. Αλλά με ενδιαφέρουν και τα θέματα. Η μύθη και οι χαρακτήρες. Η χρόνη και οι τόποι. Ολόκληρη η συλλοθεσία του πεζού ή του ποιήματος. Ακόμα προσπαθώ να δω και την προγενέστερη δημιουργία, που οδηγεί στο συγκεκριμένο κείμενο. Ενώ δεν γράφω για την μέλος έργου, χωρίς να έχω υπόψη μου τα προηγούμενα, αλλά και τις κριτικές που γράφτηκαν γι' αυτό. Έκτη. Τα βιβλία που με απασχόλησα στις ματιές εν μέρη. Ποιητικά, πεζογραφικά και κριτικά. Δεν επιλέγτηκαν από όλο το εκδροτικό φάσμα των 20 χρόνων. 1993-2013. Αυτό ήταν αυροπίνως αδύνατο. Άλλωστε δεν ήμουν επαγγελματιές κριτικός, για να συσσορεύονται στο γραφείο μου οι καινούργιες εκδόσεις με το καρότσι και να ασχολούμαι νυχτινερών μαυτές. Έτσι, αρκέστηκα σε ορισμένες προσωπικές μου επιλογές από την ελεύθερη αγορά, αλλά και σε βιβλία που έφταναν στα χέρια μου από διάφορους συγγραφείς, λιγότερο ή περισσότερο γνωστούς, ή και άγνωστος. Βιβλία που έβρισκα ότι μπορούσα να ενδιαφέρουν και κάποιους άλλους. Σε τελευταία ανάλυση, όμως, σημασία έχουν τα ίδια τα κείμενα. Και όχι βέβαια αυτά που κρίνονται, αλλά αυτά που κρίνουν. Και τελευταία ματιά. Τέλος, και για την ιστορία θα πρέπει να σημειώσω, ότι πριν στάσα στα έντυπα της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, την εφημερίδα «Αυγή της Κυριακής» και τα περιοδικά «Ειντευκύριο» και «Αντίποτιστος», δημοσίευσα τα πρώτα μου κείμενα κριτικής σε δύο εφημερίδες της Βέβιας, τον «Παρατηρητή» και την «Τοπική Γνώμη», και στο περιοδικό της Κοζάνης «Παρέμβαση», του οποίου υπήρξε έκτοτε βασικός συνεργάτης. Τα κείμενα αναφέρονταν, αντίστοιχα, στην «Αραβωνιαστικιά του Αχιλέα» της Άκης Ζέη, 1438, στα δοκίμια του Κώστα Παπαγεωργίου, η γενιά του 70, 1818, και στα ποιήματα του Δημήτρη Δούκαρη, ενός από τους πιο σωματικούς ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής. Κάποια ερώτηση? Αποκλείθηκε κάποιος διάλογος. Έχω να σας πω ότι αποκόβησα κάτι από το διάβασμα αυτού του λιβίου. Εκείνο που αποκόβησα ήταν μια παράλληλη πνευματικότητα, που δεν τον ήξερα τον Δημήτρη Δούκαρη και του Θανάση, στο εξής σημείο. Είναι λοιπόν εδώ μέσα ο Θανάσης για τον Δημήτρη Κόκορη ότι έτσι δεν διστάζει να κρίνει την άστοχη ενέργεια του καμπάφι, να μην δημοσιεύσει πείηματα όπως τα επάνωδος από την Ελλάδα σημείων και ο Δεμένος όμως, αλλά και την εκτίμηση που έπρεπε ο Σεφέρης για τον ιστορικό άποψο έξι νύχτες στην Ακρόπολη και ο Τσίπκας για το ποιητικό του έργου. Και αυτή η ευψυχία και ευτονία παρουσιάζεται και στις εκείμενα του Θανάση Μαρπόπουλου στο σημείο που μιλάει για τον Θανάση Βαλτινό, κόκορηθο κατά τη γνώμη μου και είναι κάποια μέρα που τολμάει να πει ότι και εκεί όπου αυτός αυθαιρετεί. Τα εκτίματα άρκου για αυτό το παρέμβαμα. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ Πιθαγόρα. Πιθαγόρας είναι από το 1880, είναι από τους συνεργάτες του παρατηρητή που βγάζαμε τώρα. Συνεκδότης. Υπόσχελος, αν θέλει, υποβάλλει κάποιο ερώτημα, να πει κάτι. Ο Στάδης ή μετά εσύ. Εγώ θέλω να ευχαριστώ τον Θανάση. Γιατί είναι συμφάνεθος. Ούτε για αυτά που έκανε στα πλαίσια του 1880. Ο Θανάσης για μένα είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο για την πόλη του. Όλο το διάστημα του δραστηριοποιήθηκε και ένας πολιτροσύμβουλος, και ειδικότερα σαν παρουσία παιχνιτική, που νομίζω ότι η πόλη ήταν γεμάτη. Θυμάμαι ότι δεν υπήρχε ειδικά το διάστημα του χιβερινίου περίοδου. Δεν υπήρχε μήνας, δεν υπήρχε ομάδα. Δεν υπήρχε μια εμπειρία να σχέσουμε τους φιλοντόμους, να σχέσουμε τα δάκρυα, και παρασκευές κάτω στους φιλοντόμους. Η σαν τύπη κεφάλαιο του Θανάσης, ακόμα και τώρα που την σύνταξε, θα έπρεπε να αξιοποιηθεί κυρίως αυτήν την εκκάλυψη σε ένα άλλο σχολείο. Γιατί εγώ το βλέπω και εγώ σαν τάσκαλο και λιγότερο σαν εντυστάξει τίποτα. Ο τόπος αυτός είναι ό,τι είναι κάτι. Θα να το ρωτήσω κάτι. Αυτό με τις δασκαλίες βοητεχνίας θα σκοτεύω μεγάλο. Ευχαριστούμε πολύ το θέμα της αξιολόγησης της βοητεχνίας μας. Θέλω να μου πει ποιο λόγο, για το κατά πόσο ο φιλόλογος, ο ενημερωμένος φιλόλογος, ο πληροφορημένος, και για τους βρώνους των άλλων, τις επιχειρές βρώνους των άλλων. Μεταξύ του μαθητή αναγνώσης και του κειμένου, δεσμένει τη φαντασία του μαθητή ή ενεργοποιεί την εμπιστοσύνη, όπως ο Δημήτρης είπε κάποιος πριν. Ρίχνει τον χαλιναγωγή και τον κατευθύνει τη φαντασία, ή πρέπει να τον αφήνει ελεύθερο. Ή τον αφήνει ελεύθερο. Αποκτήξαν τα αδέρφωνα. Πρέπει να είναι ειρητικικός ο ρόλος του, πρέπει να είναι λιμπότερο αντιδρικός. Τελικά αυτή την αλφεδικότητα της σχέσης μεταξύ αναγνώσης και κειμένου, πρέπει να την καθορίζει παράγοντας τρίτος. Ευχαριστώ τον Στάθη για τις καλές του κουβέντες. Το θέμα είναι μεγάλο που ανοίγει ο Στάθης. Φύγει το θέμα της προσέγγισης των κοινών των λογοτεχνικών στο σχολείο. Κοιτάξτε, υπάρχει ο αναγνώστης, υπάρχει και το κείμενο. Αυτό υπάρχει ούτως ή άλλως. Από την άλλη όμως, υπάρχει ανέμψας το κείμενο και τον αναγνώστη, η διαμισολάτιση. Μπορεί να είναι ο δάσκαλος, μπορεί να είναι ο κλητικός. Από την εμπειρία μου βλέπω ότι δεν φτάνει να αφήσουμε τον, δεν είναι σωστό, να αφήσουμε τον αναγνώστη μόνο που απέτει στο κείμενο. Έτσι κι αλλιώς βέβαια, αν θέλει μας το ρωτάει, μπορεί να βρεθεί μόνος του με το κείμενο, οπότε δίποτε. Το ζήτημα είναι ότι όταν αυτό εντάσσεται στο σχολείο, σε ένα θέσμο, δεν μπορείς να αφήσεις το μαθητή από τη μια, το κείμενο από την άλλη, και εσύ να αρχίσεις απέξω. Αναγνωστικά, δε με σοβαρήσεις. Άλλωστε, τα κείμενα δεν προσυγγίζονται πάντα εύκολα. Χρειάζονται πληροφορίες, χρειάζονται ματιές άλλων να φωτιστούν. Προσωπικά μου συμβαίνει πολλές φορές, δεν καταλαβαίνω τα κείμενα. Αν δεν διαβάσω κριτικές, δεν μπορώ να τα παρακολουθήσω. Αυτό ισχύει, φαντάζομαι, και για άλλους. Τώρα, περιορίζεται η φαντασία ή όχι. Κοιτάξτε, η φαντασία δεν υπάρχει περίπτωση να περιοριστεί. Ούτως ή άλλως, είτε ένα άλφα χώρο βρει να κινηθεί, είτε ένα βίτα, θα βρει διαφυγές. Εγώ νομίζω ότι η διδασκαλία στο σχολείο από ενημερωμένων φιλόλογων και λοιπά που λέω στάθης, καλλιεργεί την ευαισθησία του μαθητή, του βοηθάει να πάει στα κείμενα, να κατανοεί κείμενα, και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Δεν πάει κανείς στα κείμενα, δεν τα κατανοεί. Κάποια στιγμή κουράζεται και τα αφήνει. Έτσι αυτή η δημοσιογράφη στη βρίσκεται απαραίτητα. Άλλωστε, σημαίνει και σε εμένα. Δεν ξέρω αν δημιουργήθησε να προσθέσει κάτι, ας πούμε είναι αυτός επαγγελματικά χρόνια. Ναι, εγώ θα ήθελα να μάθω το εξής, ότι η ματιά μας μπορεί να γίνει κάπως πιο κριτική και ως δασκάλων, δηλαδή και ως αναγνωστών. Σίγουρα βοηθάει και η κριτική της λογοτεχνίας και η διδακτική ακόμη, όταν δηλαδή η λογοτεχνία είναι διδακτικό υλικό. Αλλά τον εμπλουτισμό τουλάχιστον μπορούμε να τον φανταστούμε και ως κάτι που περιέχει και αντιρρύσεις. Δηλαδή συνήθως το πρόβλημα που δημιουργείται και στο σχολείο αλλά και στο πανεπιστημίο, είναι ότι εκλαμβάνουμε τα κείμενα σαν να είναι όλα αραισθουργηματικά. Πράγμα που είναι τελείως ασφαλμένο. Δεν συμβαίνει αυτό το πράγμα, δηλαδή όποια δουλειά να κάνεις, όχι κάτι τεχνική, δεν γίνονται όλα τέλεια. Θα υπάρχουν και πράγματα που είναι αδύνατα. Και γι' αυτό ακριβώς σε αυτό που είπε ο Πιθαγόρας, αν συγκράτησα το όνομα καλά, η κριτική τιμά περισσότερο τους κρινομένους όταν επισημαίνει και ενδεχομένως κάποια λάθη τους ή κάποιες αδυναμίες τους. Αυτό είναι πιο ουσιαστική τιμή παρά να εκπίπτουμε σε μία άκρη τιμνολογία ότι όλα πια είναι τέλεια και αραισθουργηματικά. Αυτό νομίζω είναι ένα σφάλμα που το κάνουμε, όλοι το κάναμε δηλαδή ως δάσκαλοι. Κάθε κείμενο που πρέπει να διδάξουμε σώνει και καλά να προσπαθούμε ή να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση να δείξουμε ότι είναι εξαιρετικό, που δεν είναι. Μπορεί να γίνει αντιλητικά ένα μάθημα. Γιατί δεν μας αρέσει αυτό το κείμενο, γιατί δεν αρέσει στα παιδιά ένα κείμενο, γιατί εκεί έχουμε και πάρα πολλά, έχουμε και πρόσκληση. Δηλαδή κάτι που μας αρέσει πάρα πολύ και το εκτιμάμε μπορεί να μην αγγίζει αυτά τα παιδιά που είναι 15 χρονών. Μπορεί να γίνει αυτό το πράγμα, τουλάχιστον ως προσέγγιση, γιατί δεν σας αρέσει. Και εντεχομένως μπορεί εκεί να εμπλουτιστεί και η μάτια μας. Θα μου επιτρέψω να κάνω μια προσωπική ερώτηση σας, κύριέ μου. Ποιο είναι το νόημα για σας για την πίεση και γενικά για τη λογοτεχνία. Γιατί ασχολείστε με αυτό το πράγμα και όχι με κάτι άλλο. Κοίταξε να δεις, άνθρωπος πάει στο γύτερο, άνθρωπος πάει στο καφενείο και άνθρωπος πάει στα βιβλία. Τι να σου εξηγήσω. Άρα θεωρείτε ότι είναι άλλη μια ασχολία. Είναι μια ασχολία, σαν όλες τις άλλες. Ας πούμε άλλες τάξεις. Δεν σημαίνει ότι είναι πιο σπουδαία από άλλες. Να σας πω ότι είναι σε φοβερές χαρές στο γύτερο. Όπως τα νιώθω ας πούμε και στα ποιήματα. Αλλά την ντούπα δεν μπορώ να την ξεχάσω όταν πήγαινε στην πίεση ας πούμε. Θέλω να πω δηλαδή ότι είναι άλλες κατηγορίες χαρές. Ούτε ανώτερες, ούτε κάτωτερες. Στην τελευταία ανάλυση. Πέρα απ' ό,τι συμφωνώ απόλυτα στα σημεία που είπε και τις ευθυμίσεις του Στάθη. Γιατί ήταν και εγώ θεωρώ ότι είναι. Γιατί δεν πιστεύω ότι αμπάγουμε να τηλέφωνουμε και ζητήσουμε διαφοήθεια από τον Δανάσο Μαρκόπυλ. Και τώρα ακόμα ως φιλόλογοι θα μας πει όχι. Θα ήθελα να επιπτύχω λίγο την ερώτηση στη σχέση του φιλολόγου με τις κριτικές. Ποια είναι η στάση μας μέσα στην τάξη ή ενδεκομερφικά πρέπει να είναι σε σχέση με την κριτική. Πολλές φορές θα δοκιμάσουμε τις κριτικές σαν θέσπατα. Και απλώς λέμε είπε ο τάδε αυτό, είπε ο τάδε εκείνο. Κάποιες φορές είναι αντιφατικές οι προσεκήσεις πάνω στο λογοτεχνικό έργο. Τουλάχιστον εγώ προσπαθώ να παίρνω θέση. Ψηρυγμένη στο κείμενο. Και σε ό,τι έχω διαβάσει γύρω από αυτό. Είναι σωστό αυτό απλώς αν πρέπει να είμαστε μεταδότες, αναμεταδότες των κριτικών. Έχουμε εμείς προσωπική θέση, άποψη πάνω στο κείμενο. Πρέπει να τη λέμε στα παιδιά. Ποια είναι η άποψη? Καλά όλα πρέπει να τα λέμε στα παιδιά. Πώς έλεγε ο Λαμπροστάκης. Οι κριτικές που πλησιάζουμε, που παίρνουμε υπόψη μας για να προσεγγίσουμε το κείμενο, μπορούν να είναι αντιφατικές όπως είπε Σέφη. Άκρος αντιφατικές. Δεν πειράζει καθόλου. Και γερμηνίες. Και γερμηνίες. Γιατί το λογοτεχνικό φαινόμενο είναι πολύ ευαίσθητο. Η αφησιμία εισχωρεί πάρα πολύ συχνά. Αυτό που για μας είναι εξαιρετικό, για έναν άλλο ίσως θα μην είναι. Ας πούμε ο Δημαράς δεν έρισκε σπουδαίο πεζογράφος ο Παδιαμάδης. Βέβαια από τη λαϊνεριά σήμερα όλοι τον υμνολογούν μέρα-νύχτα. Αυτό είναι η άλλη άκρη. Της παίρνουμε υπόψη μας τις κριτικές, μας βοηθούν να κατανοήσουμε το κείμενο, γιατί πλαγιοκοπούν το κείμενο από διάφορες κατευθύσεις. Για να καταλήξουμε σε μια δική μας ερμηνεία, ασφαλώς. Προσπαθούμε να πατάμε πάντα στο κείμενο, πριν να βρούμε το κείμενο. Βέβαια θα μου πείτε και οι κριτικοί όλοι αυτό θα σας πούνε. Όλοι στο κείμενο πατούν, αλλά γράφουμε διαφορετικές ερμηνείες. Το λόγος είναι, γιατί είναι αυτό που την κυρινήθηκε στο Ρήτα, και το άλλο πάνω από το κείμενο είναι παρούσα η αρτισημεία, η πολυσημεία. Και στα ισθητικά φαινόμενα, τα πράγματα δεν είναι τόσο ασφαλή, το έργα φροντί είναι τόσο ασφαλής, είναι λουριστικό, ιδιαίτερα. Είμαι εθνικός. Κι εγώ θα συμφωνούσα άλλωστε, φάνηκε από αυτά που είπαμε πριν. Βεβαίως πρέπει να έχουμε επέπεδη συγνώμης, διδάσκοντας ένα κείμενο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ενδεχομένως θα αποσιωπίσουμε κάποια άλλα στοιχεία που ενδεχομένως υποσκάπτουν τη δική μας ανάγνωση. Νομίζω ότι έτσι γίνεται πιο δημιουργική η διαδικασία. Απλώς, ίσως πρέπει να χαμηλώσουμε λίγο τον τόνο σχόν να φορά την ποιότητα των λογοτεχνημάτων, γιατί τα ξέρετε αυτά, είστε άνθρωποι χρόνια στα σχολεία, λαπάτε τη λογοτεχνία προφανέστατα. Πολλές φορές οι επιλογές των κειμένων για τα σχολικά εγχειρήρια δεν είναι οι καλύτερες. Πρέπει να υπερασπίσεις ένα κείμενο που κατά βάθος δεν σου αρέσει. Εγώ με της μνώμης ότι αυτό πρέπει να δηλωθεί. Είναι πολύ γόνιμο μάθημα να γίνει ένα μάθημα γιατί αυτό το κείμενο είναι κακό. Και από κει και πέρα νομίζω ότι υπάρχει και θεσμικά ιδυνατότητα πια, εδώ και κάποια χρόνια δηλαδή, ότι ενίωτε μπορούμε να αξιοποιούμε και κείμενα εκτός σχολικών εγχειρήρια. Δεν είναι καθόλου κακό. Αλλά η γνώμη του επαιρευτικού οπωσδήποτε πρέπει να φαίνεται. Είναι, ας πούμε, ένας κινητήριος μοχλός για να γίνει το μάθημα πιο γόνιμο. Ναι, ρώσει πίσω πρώτα και μετά. Πάω σε αυτό που είπε ο Γιώργος Κόκορης, και εγώ πως μπορούμε ένα κείμενο να το προσεκτήσουμε θετικά και όχι αδύρυτικα όπως δεν μας αρέσει. Από τη στιγμή που δεν μπορεί να υπαγορεύει, να το κάνουμε ένα συγκεκριμένο τρόπο. Δεν νομίζω ότι υπαγορεύεται στο 100% να γίνει με συγκεκριμένο τρόπο. Τώρα με δεξαφτάται και για διά τάξη μιλούμε, έτσι. Το πρόβλημα υπάρχει σε ένα μεγάλο βαθμό σε αυτό που λέμε ως φέτος λογοτεχνία κατεύθυνσης, που εδώ που τα λέμε δεν έχει κακής ποιότητας κείμενα. Στις άλλες τάξεις δεν νομίζω ότι έχουμε ιδιαίτερο πρόβλημα. Δηλαδή να σας θυμίσω κάτι που είναι σχετικό με αυτό που έλεγε και ο Θανάσης πριν και περιέχεται ένα μικρό κομμάτι στο βιβλίο μου που έκρινε. Η παλαιότητα, όπως το θυμάστε, υπήρχε ένα κείμενο του ποιητή Γιάννη Κουζοχέρα που αρθολογούνταν στο βιβλίο της ΒΓΓΙΝΑΣΙΟΥ επί 30 χρόνια και λογόταν μήνυμα. Αυτό είχε ένα πολύ υψηλό ανθρωπιστικό νόημα, έτσι, ότι πρέπει να παλεύουμε για τον άνθρωπο και τα λοιπά. Και είναι από τα χειρότερα που έχουμε ακόμα ποτέ διαβάσει, γιατί δεν έχει καθόλου τεχνική επάρκεια, είναι ένα πράγμα σε έναν ελεύθερο στίχο τελείως αριθμό, δηλαδή το περιεχόμενο έχει καλύψει όλο το ποιητικοτοπίο χωρίς καμία ρυθμική αίσθηση. Προφανώς το επέλεξαν για να γίνει ένα μάθημα ανθρωπιστικού τύπου. Εγώ αυτά τα χρόνια, κάπου πολύ πρώιμα, δηλαδή από το 1990 που διορίστηκα τη βρώτη χρονιά, τον δίδασκα ιδιωτικά, γιατί δεν εννοείχα κανένα εμπόδιο. Δεν βρίσκω δηλαδή το λόγο που κάποιος θα πρέπει ένα κείμενο που του φαίνεται κακό να το παρουσιάζει σαν καλό. Θα μπορούσε ίσως να μην το επιλέξει, γιατί έχουν και αρκετά κείμενα τα βίβλια, αλλά από εκεί και πέρα μπορεί να το κάνει. Το πρόβλημα είναι εκεί που έχουν παραλλαγική εξέταση, ας πούμε που εκεί αναγκαστικά συνταυτίζεσαι γιατί δεν θα τους κάψεις. Λοιπόν, ο Τάκης. Σχετικό με το καλλιτέχνι του κύριου Σκοφουρίς και να επεκτείνει με την ερώτηση του αδερφού του Στάδη και της ΕΕ. Και ρωτήστε ο Θανάσης την εμπειρία του. Αν η σύνδυση του μαθήματος της λογοτεχνίας με τις παραλλαγικές εξετάσεις, αν επαύξησε τη μορφωτική της διάστασης και τον στόχο του στην εκπαίδευση, ή αν τελικά περιόρισε ακόμα και την φαντασία του δημιουργικού αδερφού του Σκοφουρίου. Να μπορώ να συμβιώσω στιγμές αυτής? Εάν αφαιρηθεί από μάθημα κατέθεση λογοτεχνίας. Άλλα, μαθήματος της λογοτεχνίας και δημογραφής. Για να κοιτάξετε. Κατακέντως το σημερινό σχολείο και τον Άγιο Ναβάλετε και αυτός θα αμαρτήσει. Θέλω να πω, δηλαδή, ακόμα και το καλύτερο μάθημα, αν ενταχθεί σε αυτό το σχολείο, το σχολείο των τεσσάνων τείχων και του ενός πίνακα, τα κανόνα, θα φάρει, δεν θα προχώσει. Τώρα, αυτό σημαίνει ότι όταν το μάθημα εντάσσεται στις διαδικασίες, τις εξεταστικές, καταξιωγεί τη Στρή της Λυκείου, τον Πανελλαδικό Εξετάσιο, εκεί πια το τρώει η περίφημη μαρμάγκα γιατί μπαίνει στα καλούθια πια τα φροντιστριακά. Ερώτηση, απάντηση, αυτή η απάντηση, η συγκεκριμένη. Το παιδί συχνά τη μαθαίνει και απ' έξω την απάντηση για να πάει να τη γράψει. Τώρα πια, αυτό πάνυνε, είναι λογοτεχνία σε αυτό το επίπεδο. Απ' την άλλη, όμως, δίνει την ευκαιρία, αν ο φιλόλογος είναι ενημερωμένος, πληροφορημένος, επειδή δίνονται πολλές ώρες για μικρή σχετικά είδη, να αναλύζει τα κείμενα περισσότερο, να τα ευμαθύνει στα κείμενα περισσότερο και ξαναλέω, αν είναι ενημερωμένος, πληροφορημένος, αν το έχει μεράκι δηλαδή και ασχολείται με αυτά, μπορεί να τα συγκινήσει τα παιδιά και να υπερβεί αυτή την αλλοτρίωση που φέρνουν οι εξετάσεις. Ας πούμε, όταν ένας μαθητής, όταν έχετε ο γονείς και σας λέει ότι «από τότε που κάλετε τη Σονάτα του Σιλινόφωτος, ας πούμε, η κόρη μου διαβάζει Βίτσο», τι άλλο θα θέλατε? Αυτό ήθελα να πούμε. Και εγώ θα συμφωνούσα με αυτό. Βέβαια, όταν ένα μάθημα είναι εξετάσιμο σε επίπεδο πανεργατικό για την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο, κερδίζει σε θεσμικό κύρος, αλλά είναι μια διαδικασία ψυχαναγκαστική. Κατά τούτο, οπωσδήποτε υπάρχει μια σχετική αλλουτρίωση. Δεν αποκλεί αυτό να υπάρχουν ορισμένα περιθώρια, κάποια παιδιά που δεν αγαπούσαν τη λογοτεχνία να την αγαπήσουν, με έναν άνθρωπο που δείχνει ότι έχει μεράκι και αγαπά και αυτό στα κείμενα. Αλλά, οπωσδήποτε είναι αυτό που είπε ο Θανάσης, ότι το πράγμα αρχίζει να γίνεται πια εντελώς μετρήσιμο. Και αυτό, από τη φύση της λογοτεχνίας, και ιδίως της λογοτεχνίας που είναι κάπως μοντερνιστική, είναι ένας παράγον που οδηγεί τα ζητήματα σε μια εκπτώχευση. Τώρα, βέβαια, τα ξέρετε αυτά. Κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι θα γίνει έτσι, εκτός αν κάποιος έχει μια πληροφορία πιο στέρεη. Και υπήρχε μια απόφαση, γιατί η Υπουργίας Ανδρέα Λοβέλδου, νομίζω, η λογοτεχνία επεκτινόταν, αλλά νομίζω ότι δεν θα τήρηθεί. Δεν ξέρω, η πληροφόρηση που έχω είναι ότι μάλλον θα πάμε πάλι σε ένα μοντέλο... Για τη ΓΑΜΑ ΛΙΚΙΟ. Ναι, για τη ΓΑΜΑ ΛΙΚΙΟ. Γιατί, πάντως, δεν έχει γίνει ακόμη υπουργική απόφαση. Με εκείνη την απόφαση τα παιδιά της ΒΙΤΑ ΛΙΚΙΟΥ δεν το είχαν καταλάβει βέβαια, για να είμαστε κλητήρια. Όσοι το κατάλαβαν και πήγαν θετικοί και αυτά, πάθανε ένα σοκ. Αλλά, ναι, γιατί για αυτούς ήταν έναν αποδογύρισμα. Δηλαδή ένα παιδί που είναι θετικοί, τεχνολογικοί. Αλλά, εν πάση περίπτωση, δεν ξέρω τώρα τι θα απογίνει. Το πιθανότερο, στην τετράδα μαθημάτων που θα εξετάζονται, να είναι η ελληνική γλώσσα η έκφραση έρχεση, δηλαδή. Αλλά, είδομαι. |