Διάλεξη 11: Υπόσχεσθαι, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην ενδέκατη διάλεξη του μετατυχιακού του εκκλησιαστικού δικαίου, η οποία έχει τη γενική θεματική οδηγίες για την εξέταση των ομοθεσιών των κρατών σε θέματα θρησκείας ή κοσμοθεωρίας από τις δύο επιστημονικές επιτροπές, δηλαδή την Επιτροπή της Βενετίας Συμβουλίου της Ευρώπης ή το Πανεληδικών για τη Σκεφτική Λευθερία του ΑΣΕ, εξετάζομαι, δηλαδή παρουσιάζομαι, αναλύομαι και σχολιάζομαι τις κοινές οδηγίες του 2014. Αυτό είναι το δύο επιστημονικών επιτροπών, οι οποίοι έχουν τίτλο «Η νομική προσωπικότητα των θρησκευτικών ή κοσμοθεωρητικών κοινοτήτων» και με τις οποίες κοινές οδηγίες, ειδη εν λόγω δύο επιστημονικές επιτροπές, αναθεωρούν και επικοιροποιούν το έκτο κεφάλαιο των οδηγιών του 2004, τις οποίες αυτές οι δύο επιστημονικές επιτροπές είχαν συντάξει από κοινού. Και τώρα βρισκόμαστε στο τρίτο μέρος των κοινών οδηγιών του 2014, που επιγράφεται «Θρησκευτικοί κοσμοθεωρητικοί οργανισμοί». Και συγκεκριμένα είμαστε στην παράγραφο 31. Σε αυτή την παράγραφο 31, ειδη εν λόγω δύο επιστημονικές επιτροπές, αναφέρουν «το κράτος πρέπει να σέβεται την αυτονομία των θρησκευτικών ή κοσμοθεωρητικών κοινοτήτων, όταν εκπληρώνει την υποχρεωσή του να της παρέχει πρόσβαση στη νομική προσωπικότητα». Στο καθεστώς που διέπει την πρόσβαση στη νομική προσωπικότητα, τα κράτη θα πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις τους με τη διασφάλιση ότι ο εθνικός νόμος αφήνει στη θρησκευτική κοσμοθεωρητική κοινότητα, κάθε αυτή να αποφασίζει για την ηγεσία της, τους εσωτερικούς της κανόνες, το ουσιαστικό περιεχόμενο των παιπηθήσεών της, τη δομή της κοινότητας και της μεθόδους διορισμού του κλήρου και την επωνυμία και τα άλλα συμβολά της. Ειδικότερα, το κράτος πρέπει να απέχει από ένα ουσιαστικό σε αντιπαραβολή με ένα τυπικό ουσιαστική, σε αντιπαραβολή με μια τυπική εξέταση του καταστατικού και του χαρακτήρα του σχετικού οργανισμού. Θεωρώντας την ευρύα γκάμα των διαφορετικών οργανωτικών μορφών που οι θρησκευτικές ή κοσμοθεωρητικές κοινότητες μπορούν να υιοθετήσουν στην πράξη, ένας υψηλός βαθμός ελαστικότητας στον εθνικό νόμο απητείται σε αυτόν τον τομέα. Τι μας λέει λοιπόν η παράγραφος 31. Μας λέει ότι το δικαίωμα στην απόκτηση νομικής προσωπικότητας από τις θρησκευτικές ή κοσμοθεωρητικές κοινότητες συνδέεται άρρικτα με το δικαίωμα στην αυτονομία των θρησκευτικών ή κοσμοθεωρητικών κοινοτήτων. Τι θα πει δικαίωμα στην αυτονομία. Δικαίωμα στην αυτονομία θα πει οι θρησκευτικές ή κοσμοθεωρητικές κοινότητες έχουν δικαίωμα να ρυθμίζουν μόνες τους δηλαδή να νομοθετούν για τις εσωτερικές τους υποθέσεις. Οι υποθέσεις των δρεσκευμάτων γενικά υπενθυμίζω ότι διακρίνονται σε τρία είδη. Ένα είδος είναι οι εσωτερικές υποθέσεις που ανήκουν με βάση το δικαίωμα στην αυτονομία στην δικαιοδοσία των θρησκευμάτων ή των κοσμοθεωριών. Το δεύτερο είδος υποθέσεων είναι οι εξωτερικές υποθέσεις οι οποίες ανήκουν στη δικαιοδοσία την αποκλειστική του κράτους για τα θρησκεύματα. Με τέτοια περίπτωση που ανήκει στη δικαιοδοσία την αποκλειστική του κράτους ως εξωτερική υπόθεση των θρησκευμάτων ή των κοσμοθεωριών, είναι η ρύθμιση της νομικής προσωπικότητας των θρησκευτικών ή κοσμοθεωρητικών κοινοτήτων. Το δεύτερο είδος υποθέσεων είναι οι μικτές υποθέσεις του κράτους και των θρησκευτικών ή κοσμοθεωρητικών κοινοτήτων. Οι μικτές υποθέσεις μπορούν να ρυθμίζονται είτε μονομερώς από το κράτος σε κάποια κράτη, σε κάποιες κρατικές ένομες τάξεις, είτε με συμφωνία του κράτους με το αντίστοιχο θρήσκευμα σε άλλες ένομες τάξεις και εν συνεχεία ενσωματώνονται οι συμφωνίες αυτές αφενός μες στην κρατική ένομη τάξη μέσω νόμου, κρατικού αφετέρου δε στη θρησκευτική ένομη τάξη μέσω νομοθετικής πράξης του οικείου νομοθετικού οργάνου το αντίστοιχο θρησκεύματος. Τέτοιες μικτές υποθέσεις είναι η θρησκευτική υπηρεσία ενόπλων δυνάμεων. Στην Ελλάδα για παράδειγμα θρησκευτική υπηρεσία ενόπλων δυνάμεων ρυθμίζεται μονομερός από το κράτος με νόμους σχετικούς. Σε άλλες χώρες, παράδειγμα Ιταλία, Ισπανία και λοιπά, η ρύθμιση αυτού του ζητήματος είναι και κρατική και εκκλησιαστική. Η καθολική εκκλησία, η οποία αποτελεί μια θρησκευτική κοινότητα, έχει ως ανώτατο νομοθετικό όργανο τον ΠΑΠΑ. Διότι έχει μοναρχικό πολίτευμα, δηλαδή οργάνους και δείξεις μοναρχικοί, τόσο σε επίπεδο παγκόσμιο, όσο και σε επίπεδο επισκοπής καθολικής, αλλά και σε επίπεδο ενωρίας. Υπάρχουν βέβαια γνωμοδοτικά όργανα σε κάθε επίπεδο, είτε σε επίπεδο Αγίας Έδρας, είτε σε επίπεδο επισκοπής, είτε σε επίπεδο ενωρίας, αλλά τα αποφασιστικό όργανα είναι πάντα ένα σε κάθε επίπεδο. Είναι δηλαδή μοναρχικό το πολίτευμα, δηλαδή οργάνους η διοίκησή της. Ο Πάπας, λοιπόν, ως ανώτατο νομαθητικό όργανο της Καθολικής Εκκλησίας, εξέδωσε έναν νόμο που λέγεται, όλοι οι νόμοι του Πάπα λέγονται, αποστόλικε, αποστόλικε κονστιτουτιώνες, αποστολική διάταξη, αποστολική κονστιτούτσιο, αποστολική διάταξη. Είναι νόμος παππικός. Ο Πάπας, λοιπόν, εξέδωσε την αποστολική διάταξη, δηλαδή το παππικό νόμο spirituali militum curae. Όλοι οι παππικοί νόμοι αρχίζουν με τις πρώτες λέξεις. spirituali militum curae ως νοστον σημαίνει για την πνευματική φροντίδα των στρατιωτικών. Είναι ο παππικός νόμος ο οποίος ρυθμίζει τις στρατιωτικές επισκοπές. Αυτός ο νόμος ο παππικός είναι παγκόσμιας ισχύος στα πλαίσια της εσωτερικής ένωμης τάξης της Ρωμιοκαθολικής Εκκλησίας. Δεν ισχύει αυτός ο νόμος και στις εσωτερικές ένωμες τάξεις των κρατών. Για να ισχύσει στις εσωτερικές ένωμες τάξεις των κρατών πρέπει να συναυθεί μια συμφωνία μεταξύ Αγίας Έδρας και το αντίστοιχο κράτος. Ως νοστον η Αγία Έδρα έχει νομική προσωπικότητα δημοσίου διεθνούς δικαίου. Είναι η μόνη της σκεφτική κοινότητα που η κεφαλή της η Αγία Έδρα έχει νομική προσωπικότητα δημοσίου διεθνούς δικαίου. Δηλαδή όπως τα κράτη έχουν νομική προσωπικότητα δημοσίου διεθνούς δικαίου και επομένως συμφωνίες που συνάπτει η Αγία Έδρα είναι μεταξύ αυτής και του αντίστοιχου κράτους. Αν μια θρησκευτική κοινότητα δεν έχει και όλες οι άλλες βεβαίως δεν έχουν θρησκευτική νομική προσωπικότητα δημοσίου διεθνούς δικαίου, και ο τότε η συμφωνία γίνεται μεταξύ της θρησκευτικής κοινότητας και της αντίστοιχης κυβέρνησης, όχι του αντίστοιχου κράτους. Όμως με την Αγία Έδρα η συμφωνία γίνεται με το αντίστοιχο κράτος. Έτσι λοιπόν, προκειμένου να έχει θρησκευτική υπηρεσία στις ένοπλες δυνάμεις η Ιταλία, χρειάστηκε να υπογράψει συμφωνία με την Αγία Έδρα, διεθνή συμφωνία με την Αγία Έδρα ή Ιταλία ως κράτος, με την οποίαν συμφώνησε η Αγία Έδρα και η Ιταλία, να ιδρυθεί στις Ιταλικές Ενόπλες Δυνάμεις στρατιωτική επισκοπή σύμφωνα με τις διατάξεις του παππικού νόμου spirituali militum curae. Και από την άλλη Ιταλία αλλά και άλλα κράτη, επειδή απωνέμουν στον στρατιωτικό επίσκοπο και στους στρατιωτικούς ιερείς και στρατιωτικούς βαθμούς, διεθνίζουν με την κρατική νομοθεσία και τα ζητήματα του στρατιωτικού επισκόπου και των στρατιωτικών ιερέων ως αξιωματικών τορενόπλων δυνάμεων. Άλλες περιπτώσεις μικτών υποθέσεων είναι η αναγνώριση των θρησκευτικών γάμων από την κρατική νομοθεσία, η χωρίγηση φορολογικής απαλλαγής, το μάθημα των θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία. Προηγουμένως ανέφερα ότι το ζήτημα της ρίμπυσης της νομικής προσωπικότητας των θρησκευτικών ή κοσμοθεωτικών κοινοτήτων ανήκει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του κράτους ως εξωτρική υπόθεση των θρησκευμάτων. Η Καθολική Εκκλησία είναι, εξ όσων γνωρίζω, η μοναδική θρησκευτική κοινότητα η οποία στο καταστατικό της και όταν λέμε καταστατικό της Καθολική Εκκλησίας εννοούμε τρία νομοθετικά κείμενα που έχουν εκδοθεί από τον Πάπα ως ανώτητη νομοθετική της αρχή. Δηλαδή τον Κώδικα Κανονικού Δικαίου της Λατινικής Εκκλησίας, τον Κώδικα Κανόνων των Ανατολικών Καθολικών Εκκλησιών και τον Παππικό Νόμο Αποστολική Διάταξη 20 Αποστόλικα για τη Ρωμαϊκή Κουρία, δηλαδή για την κεντρική οργάνωση και διοίκηση της Ρωμακαθολικής Εκκλησίας. Αυτά τα τρία νομοθετήματα του Πάπα, οι δύο κώδικες και αυτός ο Παππικός Νόμος για τη Ρωμαϊκή Κουρία, αποτελούν το καταστατικό της Καθολικής Εκκλησίας. Η Καθολική Εκκλησία, λοιπόν, εξ όσον γνωρίζω, είναι η μοναδική σκεφτική κοινότητα, η οποία στους δύο κώδικες και κώδικες, είναι όπως ο αστικός κώδικας, όπως ο ποινικός κώδικας των Γραδών, έτσι είναι και αυτοί οι δύο κώδικες που αντί να αναφέρουν άρθρο 1, άρθρο 2, άρθρο 3, αναφέρουν κανόνας 1, κανόνας 2, κανόνας 3 κλπ. Λοιπόν, είναι σύγχρονοι κώδικες οι οποίοι έχουν εκδοθεί από τον Πάπα, ο ΜΕΝ Κώδικας Κανονικού Δικαίου της Λατινικής Εκκλησίας, το έτος 1983, μετά από επεξεργασία 25 ετών από μια Διεθνή Νομική Επιτροπή και ο κώδικας Κανόνων των Ανατολικών Καθολικών, δηλαδή των Ουνιτικών Εκκλησιών, έχει εκδοθεί από τον Πάπα και οι δυο κώδικες από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο τον 2ο τον Πολωνό, το έτος 1990, μετά από επεξεργασία και πάλι περίπου 20 ετών από άλλη Διεθνή Νομική Επιτροπή, οι οποίες Διόνομικές Διεθνής Επιτροπές συστάθηκαν μετά τη διεξαγωγή της Δεύτερης Βατικάνιας Συνόδου ή της 21ης Οικουμενικής Συνόδου της Καθολικής Εκκλησίας, που διεξήχθη μεταξύ του 1962 και του 1965, στο Ναό του Αγίου Πέτρου με την παρουσία τριών χιλιάδων καθολικών επισκόπων από όλο τον κόσμο, υπό την Προεδρία δυο Παππών, δηλαδή αρχικός του Ιωάννη του 1923, ο οποίος πέθανε κατά τη διεξαγωγή αυτής της Βατικάνιας Συνόδου και μετά την εκλογή και ανεστάλλει εξ αυτού του λόγου η συνέχιση, μέχρι την εκλογή του επόμενου Παπα του Παύλου του 6ου, ο οποίος διέταξε τη συνέχιση αυτής της Συνόδου και την ολοκληρωσή της. Αυτοί λοιπόν οι δύο κώδικες προβλέπουν μορφές νομικής προσωπικότητας, δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, αλλά αυτές οι μορφές νομικής προσωπικότητας δεν αφορούν τις κρατικές ενόμεις τάξης, αφορούν την εσωτερική ενόμη τάξη της καθολικής εκκλησίας. Για παράδειγμα, μία επισκοπή καθολική, κατά τον κώδικα κανονικού δικαίου της λατινικής εκκλησίας ή κατά τον κώδικα κανόνων των ανατολικών καθολικών εκκλησιών, έχει νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου πάντοτε κατά την εσωτερική ενόμη τάξη της καθολικής εκκλησίας. Αν πάρουμε τώρα την Ελλάδα, σύμφωνα με τον νέο νόμο 4301 του 2014 για την οργάνωση της νομικής προσωπικότητας των σχετικών κοινοτήτων, μία επισκοπή καθολική κατά την κρατική ελληνική ενόμη τάξη έχει νομική προσωπικότητα ιδιωτικού δικαίου. Έτσι, λοιπόν, κατά την εκκλησιαστική κατά την καθολική ενόμη τάξη έχει νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου, η επισκοπή κατά την κρατική ενόμη τάξη την ελληνική έχει νομική προσωπικότητα ιδιωτικού δικαίου sui generis. Δηλαδή με βάση αυτών των ειδικών νόμων για τα θρησκεύματα ως θρησκευτικό νομικό πρόσωπο. Έτσι, λοιπόν, δεν πρέπει να συγχαίουμε τις νομικές προσωπικότητες κατά το εσωτερικό δίκιο ενός θρησκεύματος με τις νομικές προσωπικότητες κατά το κρατικό δίκιο. Επανερχόμενος στην παράγραφο 31 όπου βρισκόμαστε των κοινών οδηγιών, των δύο επιστημονικών επιτροπών, επαναλαμβάνω ότι το δικαίωμα της νομικής προσωπικότητας συνδέεται με το δικαίωμα στην αυτονομία των θρησκευτικών ή κοσμοθεωτικών κοινοτήτων. Και δικαίωμα στην αυτονομία, εξήγησα τι σημαίνει, δηλαδή ρύθμιση των εσωτερικών ζητημάτων, νομοθετική ρύθμιση των εσωτερικών ζητημάτων από το νομοθετικό όργανο του ιχίου θρησκεύματος. Δηλαδή δεν μπορεί να νομοθετεί το κρατικό νομοθετικό όργανο, δηλαδή η Βουλή, δεν μπορεί να νομοθετεί για τα εσωτερικά ζητήματα ενός θρησκεύματος ή μιας κοσμοθεωρίας. Γι' αυτό λοιπόν οι δυο επιστημονικές υπτροπές ερμηνεύουν στην Παράγραφη 31 ότι δεν μπορεί να ανακατεύεται το κράτος, δεν μπορεί να παρεμβαίνει στη ρύθμιση από μία θρησκευτική ή μία κοσμοθεωρική κοινότητα της οργάνωσης, της διοίκησης του θρησκεύματος, της επωνυμίας της, του διορισμού του κλήρου, της ανάδειξης των θρησκευτικών ηγετών, για τους εσωτερικούς της κανόνες, δεν μπορεί να κατέβεται σε όλα αυτά τα ζητήματα για το περιεχόμενο των πεποιθήσεών της. Με βάση το δικείωμα στην αυτονομία των θρησκευτικών ή κοσμοθεωρυτικών κοινοτήτων. Σαν παράδειγμα καλής πρακτικής κράτους, οι δύο επιστημονικές επιτροπές αναφέρουν την Πολωνία. Το Σύνδομα της Πολωνίας, Άρθρο 25 Παρανοφούς 1 και ο νόμος για τις εγγυήσεις της ελευθερίας της θρησκείας της Πολωνίας, προλέπουν ότι κατά την εξαγωγή των δραστηριοτήτων τους, οι θρησκευτικοί οργανισμοί μπορούν, μεταξύ των άλλων δραστηριοτήτων, να καθορίζουν το θρησκευτικό δόγμα, τη διδασκαλία, να καθορίζουν τη διδασκαλία, το δόγμα και τα τελετουργικά. Να οργανώνουν και να εκτελούν δημοσίως, θρησκευτικά, τελετουργικά. Να καθοδηγούν την υπηρεσία των ιερέων. Να διοικούνται σύμφωνα με τους δικούς τους κανόνες, νομική αυτονομία δηλαδή. Να ιδρύουν, να εκπαιδεύουν και να χρησιμοποιούν κληρικούς, να αποκτούν και να διαθέτουν κινητή και ακίνητη περιουσία και να την διαχειρίζονται, να παράγουν, να αγοράζουν και να πουλούν αντικείμενα λατρείας, να χρησιμοποιούν μέσα μαζικής ενημέρωσης, να διεξάγουν εκπαιδευτικές δραστηριότητες, να διεξάγουν φιλανθρωπικές δραστηριότητες, να δημιουργούν διεκκλησιαστικούς οργανισμούς σε κρατικό επίπεδο και να ανήκουν σε διεθνείς θρησκευτικούς οργανισμούς. Μετά, λοιπόν, την καλή πρακτική της Πολωνίας, την οποία μας ανέφεραν οι δύο επιστημονικές εκτροπές, προχωρούμε στην παράραφο 32, η οποία αναφέρει μία απόφαση. Άρνησης ή ανάκλησης της νομικής προσωπικότητας οποιασδήποτε θρησκευτικού ή κοσμοθερωτικού οργανισμού πρέπει να δικαιολογείται με βάση τη διάταξη για τους περιορισμούς της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Αθροποιών Δικαιωμάτων ή του Διεθνού Συμφώνου για Τομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Οι αποφάσεις απόρριψης της έτσις για απόκτηση νομικής προσωπικότητας από θρησκευτική κοσμοθερτική ομάδα ή η ανάκληση αυτής νομικής προσωπικότητας θα πρέπει να εκθέτει τους λόγους για τους οποίους το κάνει. Αυτοί οι λόγοι πρέπει να είναι ειδικοί και σαφείς. Αυτό θα διευκολύνει επίσης το δικαίωμα έφεσης. Αυτό βέβαια το έχουμε ξαναπεί σε προηγούμενες διαλέξεις ότι η απόρριψη έτσι για απόκτηση νομικής προσωπικότητας ή η ανάκληση νομικής προσωπικότητας θα πρέπει να δικαιολογείται ειδικά και σαφώς σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες για τους περιορισμούς που επιβάλλονται στην ευθερία εκδήλωσης θρησκείας και κοσμοθεωρίας. Σαν καλό παράδειγμα, κράτους, οι δύο επιστημονικές επιτροπές μας αναφέρουν την Εσθονία. Στην Εσθονία σύμφωνα με το νόμο για τις εκκλησίες και τις θρησκευτικές κοινότητες, ύστερα από απόρριψη της αίτησης ενός θρησκευτικού σωματίου να εγγραφεί στο σχετικό βιβλίο, δηλαδή να αποκτήσει νομική προσωπικότητα, ο Γραμματέας του Δικαστηρίου πρέπει να αναφέρει το λόγο της άρνησης εγγραφής. Οι τύποι λόγων, τους οποίους το Δικαστήριο μπορεί να δώσει, αναφέρονται στο νόμο αυτών της Εσθονίας. Σύμφωνο μόνο με το άρθρο 24, παράγραφος 2, ένας Γραμματέας δεν θα πρέπει να εγγράψει ένα θρησκευτικό σωματίο στο αντίστοιχο βιβλίο, εάν πρώτον, το καταστατικό ή άλλα έγγραφα που υποβάλλονται από το θρησκευτικό σωματίο δεν είναι σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του νόμου. Δεύτερον, οι δραστηριότητες του θρησκευτικού σωματίου προσβάλλουν τη δημόσια τάξη, τη δημόσια υγεία, τη δημόσια ηθική ή τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των άλλων. Μετά, λοιπόν, το παράδειγμα αυτό της Εσθονίας ως καλής πρακτικής, προχωρούμε κράτους, προχωρούμε στην παράγραφο 33. Αναφέρουν, λοιπόν, οι δυο επιστημονικές επιτροπές στην παράγραφο 33. Θεωρώντας την ευρύα γκάμα και τις σημαντικές συνέπειες, τις οποίες η ανάκληση της νομικής προσωπικότητας ενός θρησκευτικού ή κοσμοθεωρητικού οργανισμού έχει για το καθεστώς του, για τα οικονομικά του και τις δραστηριοτητές του, μια τέτοια απόφαση θα πρέπει να αποτελεί την τελευταία λύση. Σε περίπτωση σοβαρής και σοβαρών και επαναβανομένων παραβιάσεων διακηδύνευσης της δημόσιας τάξης. Τέτοια μέτρα μπορεί να είναι κατάλληλα. Αλλά δεν μπορούν άλλες κυρώσεις να αφερμοστούν αποτελεσματικά. Αλλά μόνον εάν κυρείται η διάταξη για τους περιορισμούς της ελευθερίας εκδήλωσης θρησκείας, που προλέπεται από τα διεθνή standards, διαφορετικά. Οι αρχές της αναλογικότητας και της επικουρικότητας κατά κανόνα θα παραβιάζονταν. Προκειμένου να είναι ικανός οσυχευτικός ή κοσμοθετικός οργανισμός, το οποίο ανακαλείται η νομική προσωπικότητα. Προκειμένου να είναι ικανή να συμμορφωθεί με αυτές τις αρχές, η νομοθεσία θα πρέπει να περιέχει μία γκάμα πικίλων, ελαφρότερων κυρώσεων, όπως προειδοποιήσει, πρόστιμο, ανάκληση φορολογικών πλεονεκτημάτων, τα οποία ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης θα πρέπει να εφαρμόζονται πριν την ανάκληση, πριν να εκσταστεί το ζήτημα της ανάκλησης της νομικής προσωπικότητας. Όπως είναι κατανοητό, αυτή η κλιμάκωση των κυρώσεων σε περίπτωση σοβαρών και επαναλαμβανόμενων φοραβιάσεων διακηδής της Μόσιας Τάξης από ένα θρησκευτικό ή κοσμοθετικό οργανισμό, είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, λόγω ότι η ανάκληση νομικής προσωπικότητας έχει σοβαρότερες συνέπειες για το καθεστώς, τη χρηματοδότηση και τις δραστηριότητες και πρέπει να αποτελεί την τελευταία λύση, για να δημιουργηθούν άλλες ελαφρότερες κυρώσεις, τις οποίες πρέπει να προβλέπει η νομοθεσία. Σε αυτό το σημείο τελειώσαμε την παρούσα διάλεξη. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την προσοχή σας. |