: Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας. Καλώς ήρθατε στην απόψηνή εκδήλωση. Χαίρομαι πάρα πολύ που μετά από τόσα πολλά χρόνια το Γραγγρού είναι στις καρδιές όλων μας και κατάφερε να γεμίσει την αίθουσά μας από πολύ νωρίς κιόλας. Έχουμε τη χαρά λοιπόν σήμερα να παρουσιάζουμε το ολοκένουργιο graphic novel, το ολοκένουργιο βιβλίο με τον τίτλο Γραγγρού, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος. Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο κύριος Γιάννης Κεσαρίδης και η δημιουργή του Γραγγρού, δηλαδή ο κύριος Τάσος Ζαφυριάδης, ο οποίος έχει το σενάριο, μαζί με τον κύριο Γιάννη Παλαβώ, ο οποίος επίσης έχει το σενάριο, και ο κύριος Θανάσης Πέτρου, ο οποίος έχει αναλάβει την εικονογράφηση του βιβλίου. Να σημειώσω ότι η μουσική είναι του Μιχάλη Σιγανίδη. Το βιβλιοπωλείο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος και απόψε μαζί μας είναι και το βιβλιοπωλείο Ηλιοτρόπιο, το οποίο βρίσκεται στο Φουαγέ της Έθουσας, όπου όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να προμηθευτεί το βιβλίο, το οποίο θα υπογράψουν τη συγγραφή. Παρακαλώ τον κύριο Κεσαρίδη να κάνει την αρχή. Το βιβλιοπωλείο Κεσαρίδη Παρακαλώ τον κύριο Κεσαρίδη Παρακαλώ τον κύριο Κεσαρίδη Παρακαλώ τον κύριο Κεσαρίδη Παρακαλώ τον κύριο Κεσαρίδη Το βραγγρού δεν πρέπει να κλείσει. Προς αρχηγό δυτικής στρατιάς τουρκικών δυνάμεων, ευρισκόμενος εις θανάσιμων και άνισων εμπλοκήν μετά του ελληνικού στρατού, παρακαλώ πως με απαλλάξετε της βαριτάτης ευθύνης. Χασάν Ταξίν Πασάς, αρχηγός τουρκικών δυνάμεων, υψώματα Καστανιάς Βερμίου 13 Οκτωβρίου 1328-1912. Διαταγή επιχειρήσεων 15 Οκτωβρίου 1912 Καστανιά Βερμίου. Μεραρχείες 2, 3, 4 και 5 του ελληνικού στρατού κινηθούν προς στενά τρυποτάμου, ξυρολυβάδου και ευρωμοπήγαδου με κατεύθυνση Τιβέρια. 1917. Λέγεται ότι οι Γάλλοι, κατά το πέρασμά τους από την περιοχή μας, στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, υλωτόμησαν το δάσος Καστανιάς στα υψήπεδα της σημερινής Καστανιάς, μετέφεραν την ξυλία με το τρενάκι Δεκοβίλ στον συνδρομικό σταθμό Βέριας και από εκεί την πρόθεσαν στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, να καταστήσουν ή και να ενισχύσουν χαρακόματα. 20 Ιουλίου 1924. Ιδρύεται από σαν δέους πρόσφυγες η Καστανιά. Η περιοχή ομοιάζει με τη χαμένη τους πατρίδα στον Πόντο. Φόβος ελλονοσίας ουδής. Πρώτα, κατασκευάζουν όλοι μαζί τα σπίτια οικογενειών με παιδιά. 1925. Στο ύψος της Καστανιάς, επί της παλαιάς εθνικής οδού Βέριας-Κοζάνης, παλαιότερα και Βέριας-Αθηνών, χτίζεται ένα μικρό χάνη. Αργότερα λειτουργεί ως κουρίο και τελικά ως εστιατόριο, το Γραγρού. Για χρόνια θα λειτουργήσει υπό τη διέθεση της οικογένειας του Χρήστου Χιμωνίδη. Αργότερα θα περάσει στα χέρια της οικογένειας του Γεωργίου Ιλιαννίδη και θα κλείσει τον κύκλο του στα χέρια της οικογένειας Τριαταφυλίδη. 1951. Το Σωματείο Παναγίας Σουμελά με πρωτοβουλία του κορομνέου, ρωματιστή και κτήτορα φύλλο Νακτενίδη θεμελιώνει τη Νέα Παναγία Σουμελά στην Καστανιά. Η εικόνα τοποθετείται στο μικρό ναό που χτίστηκε το 1952. 2004. Κλίνει το Γραγρού, αμέσως μετά την ένωση λειτουργίας της Εγνατίας Οδού. Λίγο αργότερα το κτίριο του εστιατορίου κατεδαφίζεται. Τέλη του 2017. Ανοίγει και πάλι το Γραγρού. Ο τόπος δεν είναι μόνο φυσικές γεωμετρικές διαστάσεις, είναι κυρίως βιώματα. Κατακλείζεται από ιστορίες συμβάντων, γεγονότων, τα οποία με τους κατάλληλους τρόπους κινητοποιούν τον άνθρωπο, παίρνοντάς τον πρόσωπο με πρόσωπο με τη βαθύτερη σημασία των πραγμάτων και τη σχέση του με αυτά. Τα τοπόσιμα καταδούν νεκρόσιμα όταν δεν αποδίδεται σε αυτά η αξία που τους αρμόζει. Και τότε τα ήχνη χάνονται, δεν υπάρχει συνέχεια, οι δεσμοί και ό,τι εκπροσωπούν αυτοί καταλείονται. Αυτή τη δυναμική του χώρου, την επαφτού και εξαφτού ιερότητα του βλέμματος, συχνά η εξουσία τη φοβάται και γι' αυτό την περιορίζει με λύθη, καταστολή και περιφράξεις. Το πόσυμο του τόπου και του χρόνου ψυχεί της περιοχής στον Γραγρού. Επί 80 χρόνια υπήρξε καταφύγιο αυτοκινητιστών, ιστοριών, συμβάντων, ανθρώπινων προβλημάτων, γευστικών αναζητήσεων. Σήμερα, από τα τέλη του 2017 μέσω της προσπάθειας των παιδιών, μέσω του δικού τους τρόπου προσέγγισης, ενσωματώνοντας ιστορίες, πραγματικότητες, φαντασία, τεχνοτροπίες, ήχους, γεύσεις, δηλαδή κομίζοντας ύλη και υπέρβαση ταυτόχρονα, το Γραγρού καταφέρνει να βρει αλλά και να γίνει και πάλι καταφύγιο. Αναδείεται ξανά μέσα από το συναρπαστικό graphic novel των παιδιών και συνεχίζει την πορεία του μες το χρόνο. Ο Τάσος Ζαφυριάδης, ο Γιάννης Παλαβός και ο Θανάσης Πέτρου έχουν χτίσει ένα πρωτότυπο ήκονο γραφήγημα. Ο τρόπος που οργανώνουν το υλικό τους, οι χρωματικές ενότητες, το κλίμα μυστηρίου, μια εξαιρετική δουλειά μυθοπλασίας και εικόνων, αναμυγνύοντας με μαεστρία στοιχεία του φανταστικού, με πραγματικά γεγονότα της ευρύτερης περιοχής, ιδανικό παράδειγμα της νέας εποχής του ελληνικού κόμικ, λένε οι ειδικότεροι. Όμως το πολυεπίπεδο γραγρού των παιδιών δεν εξαντιλείται στις σελίδες της έντυπης έκδοσης. Γίνεται ακόμα πιο απολαυστικό συνοδεία του εικονικού soundtrack του συνέθεση ο Μιχάλης Σιγανίδης. Μοναχικούς ανθρώπους τους τυχιώνει ένα γεφύρι πάνω στα περάσματα της καστανιάς. Το γεφύρι, που στην περίπτωση μας θυμίζει κατά πολύ τη δική μας Καραχμέτ, είναι ο άλλος πρωταγωνιστής του έργου πέρα από το εστιατόριο. Τα κουδαρίτικα, η γλώσσα η μαγική των λαϊκών μαστόρων, που πολύτιμα στεριώνουν το γεφύρι, ένα κορίτσι, όνειρα και όλα αυτά μαζί συμβάλουν έμμεσα, έτσι όπως αρμόζει στη λειτουργία της τέχνης, στην ανασύσταση της συλλογικής μνήμης. Πώς χώροι και χρόνοι πολλαπλήσιν υπάρχουν εντός ενός, πώς το παρελθόν βασισμένο στα ίχνη που αποκαλύπτουν στο παρόν προβάλλει ένα πιθανό μέλλον εξοβελίζοντας κάθε είδους ριχότητα τουριστικής αντίληψης για έναν τόπο, πώς μελετώντας και παρατηρώντας ανθρώπους, δημιουργήματα, ιστορίες, τοπογραφίες, χρόνους, πώς περπατώντας και καταγράφοντας ανασυγκροτείται ο χώρος και ο χρόνος ώστε να γίνουν κατανοητές η συλλογική μνήμη και η ταυτότητα ενός τόπου, πώς μπορούμε σε μια εποχή που τα σύνορα πότε αλλάζουν, πότε ανοίγουν, πότε απαγορεύουν να κατανοήσουμε την ουσία των πραγμάτων κοιτάζοντας πέρα από τα σύνορα και προς τις δύο πλευρές τους και το σημαντικότερο ίσως πώς δοξάζει και δοξάζεται η σημασία της απομονωμένης μονάδας που σταδιακά εξελίσσεται σε δυναμική, πώς αυτή επιστρέφει, πώς ένας νέος κόσμος αναδίεται. Η Εγνατία οδός παρακάμπη το γραγρού και οι πελάτες μειώνονται δραματικά, όμως ο ηλικιωμένος αισθιάτορας δεν πντοείται, αυτός βρίσκεται εκεί για άλλον λόγο, φυλάει τον τόπο, κρατάει τα κλειδιά του βυθισμένου στην ομίχλη παράξενου και αφυριού που στέκεται δίπλα τους χαμένο και αγέροχο για να χωρίζει το εδώ από το εκεί, αυτός παραμένει εκεί για όλους εκείνους που από μια ανεξήγητη παρόρμηση, ένα όνειρο που είδαν, μια σκοτεινή επιθυμία, μια τάση φυγής από κάτι που τους τυχιώνει, ένα βαθιά κρυμμένο μυστικό, τολμούν να φουγγραστούν, να αντιμετωπίσουν τα αδυσσόπιτα γραγγρού γραρνάζια του χρόνου που ρέει διαβρωτικά κάτω από τα πόδια όλων μας. Τα γεφύρια γραγγρού δεν ενώνουν μόνο τόπους, ενώνουν κυρίως άλλου είδους διαστάσεις χρόνου. Γεφυρώνουν αυτήν την αφανή διαφανή πλευρά της ζωής που λέγεται μεταφορά, μετάσταση, μετάδοση μιας ασυνήθης της έντασης που επιτείνεται από την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε μια διάβαση, ένα σύνορο και ότι το γραγγρού ήταν το φυλάκιο γεφύρι για να περνάς απέναντι. Ίσως όπως η σκάλα της ζωής του άντρα που στόλιζε τον εσωτερικό χώρο του εστιατορίου. Αυτή ένιωσα ότι είναι ορισμένη από τους στόχους που φέρει εις πέρας η σεβάσμια τρέλα των παιδιών. Τι υπάρχει απέναντι, οποιος περνάει απέναντι δεν επιστρέφει, κάποιος πρέπει να φυλάει το πέρασμα. Κάτι βαρύ συμβαίνει εδώ, κάτι βαρύ τους φέρνει εδώ. Το γραγγρού, κάθε γραγγρού πρέπει να μείνει ανοιχτό, έστω σαν ένα κβάζαρ μακρινό, μα εξαιρετικά λαμπρό και ενεργό. Ένας πυρήνας, μια συνιακή πηγή φωτός, μία πυκνή άλλος μνήμης που θα περιβάλλει τον τόπο για να μην περιφέρεται αυτός και οι άνθρωποι του στο κενό. Όπως μια αόρατη πληνόμως υπαρκτή γέφυρα σαν αυτή που περιγράφεται στο βιβλίο των παιδιών. Για να μην είμαστε εξόριστοι στον ίδιο μας τον τόπο. Για να μην συντελέσουμε και εμείς αδιαφορώντας, αγνοώντας ή μη, σε μία ακόμη ιστορία αφανισμού. Υπάρχει αυτή η γέφυρα εκεί πάνω. Δεν τη βλέπουμε. Παρά μόνο φτάνει πάνω στους παγωκριστάλους μας πότε η διάθλαση και πότε η ανάκλαση του φωτός της. Κάποιοι την έχουν διαβεί. Ακόμη και αν δεν γύρισε κανείς από την άλλη πλευρά, η γέφυρα, το φως της, υπάρχει. Το γραγρού πρέπει να μείνει ανοιχτό. Το ότι βρισκόμαστε όλοι εδώ σήμερα μαζεμένοι για κάτι, και μάλιστα για κάτι που δεν είναι αριστοκρατικό, που έπαψε να υπάρχει πριν από χρόνια, είναι το μεγαλύτερο κέρδος, ελπίδα, καλλιέργεια της μνήμης. Τελειώνω αποδίδοντας τιμή στους ανώνυμους και υπώνυμους αυτοκινητιστές που διέσχισαν τα υψώματα της Καστανιάς, συχνά βρίσκοντας καταφύγιο στην αισθία του γραγρού. Ένα απόσπασμα παντικό μου κειμένο του 95, περίπου. Η τελευταία διαδρομή. Ο πρόδρομος κουβαλούσε στις φλέβες του αμέτρητες διαδρομές. Άναμε σήμα κάθε τόσο στο αίμα του και ξεκινούσε για άλλη μια φορά, ακόμη και τώρα που ήταν στη σύνταξη. Ένιωσε σήματα μέσα στο κόκκινο υγρό παιδί ακόμη, όταν είδε στην πλατεία ορολογιού το πρώτο φορτηγό. Κατηβόρησε αυτό τα ψώματα της πόλης και στάθηκε μπροστά του. Εκείνη την ώρα του ανέβηκε όλο το αίμα στο κεφάλι. Κρατήθηκε από τον προφυλακτήρα του για να μην πέσει και τότε η μυρωδιά από τα λάδια και τα πετρέλια της μηχανής χώθηκαν στα ρουθούνια του και δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ. Έσκυψε τότε και είδε τον θησαυρό που μύριζε 11 χιλιόμετρα να μπαίνει μέσα του και να παίρνει θέση στις φουσκωμένες του φλέβες. Έτσι ξεκίνησε την πρώτη διαδρομή. Με έναν γκαζοζέν στο αίμα του έφτιαξε ταξίδια. Όταν κάθισε βοηθός μετά τον πόλεμο, ήξερα πέξω τον δρόμο. Εκεί στα βουνά της Καστανιάς, στα περάσματα της Παλαιάς Εθνικής Οδού, το αίμα του μαρτυρούσε τον τρόπο και τις δυσκολίες. Άλλοτε δίπλωνε το κορμί κόντρα στο χιόνι και έκανε κουμάντος στο αφεντικό που δεν έβλεπε μέσα στις ομίχλες. Και το αίμα εκεί οδηγός ποτέ δεν τον πρόδωσε. Και όλο είχε στο νου του το μεγάλο ταξίδι. Τόπος και χρόνος, ένα είναι. Και όλα ίσως να συμβαίνουν ταυτόχρονα με τη βοήθεια μιας γέφυρας που ενώνει τις δύο πλευρές. Παρόν και παρελθόν, μνήμη, λύθη, αλήθεια, όνειρο. Σαν το στρατιώτη του βιβλίου που έρχεται από το παρελθόν διασκίζει τη γέφυρα και πεθαίνει στο παρόν. Ποιος ξέρει, ίσως όλα είναι ενδιάμεσα, κάτι το μεταβατικό. Ένα μετέωρο ρυψοκίνδυνο βήμα πάνω στο λαξευμένο γείσο ενός γεφυριού. Ας γίνουμε τόπος, γέφυρα, κλαδί, δέντρο, καστανιά, μνήμη. Ευχαριστούμε πάρα πολύ τον Κιάνη Κεσαρίδη για αυτό υπέροχο κείμενο. Το Γραγρού πρέπει να μείνει ανοιχτό. Το Γραγρού έχει κλείσει, αλλά είναι ανοιχτό όταν τόσοι άνθρωποι είναι εδώ, για να θυμηθούν και για να μνημονέσουν το κείμενο. Βλέπετε, όταν βλέπουμε το κείμενο του Κιάνη Κεσαρίδη, είναι ανοιχτό όταν τόσοι άνθρωποι είναι εδώ, για να θυμηθούν και για να μνημονέψουν αυτό το υπέροχο μέρος, το οποίο στη δική μας μνήμη έχει κάτι από την αύρα του μαγικού. Και νομίζω είναι κάτι που συμμεριζόμαστε όλοι όσοι είμαστε εδώ σήμερα. Ευχαριστούμε πάρα πολύ την παρουσία σας εδώ. Για εμάς κάναμε μια παρουσία στο βιβλίο στην Αθήνα, αλλά στην Αθήνα δεν ήταν τίποτα σε σχέση με αυτό που είναι εδώ σήμερα, γιατί το λέγαμε από την αρχή, ότι θέλουμε να, κατά κάποιον τρόπο, να επιστρέψουμε το γραγρού στον τόπο του. Οπότε, όλοι βαρουλαδίδες είμαστε, αλλά μένουμε εμείς στην Αθήνα, ο Τάσος, στη Θεσσαλονίκη. Μαζευτήκαμε εδώ ακριβώς για αυτό το σκοπό, ο οποίος έχει κάτι το μαγικό, όπως είχε και ο τόπος ο ίδιος. Ευχαριστούμε πάρα πολύ για την παρουσία σας. Ο δικός μας σκοπός είναι να πούμε δυο λόγια για τι σημαίνει το γραγρού για εμάς, γιατί αυτό το βιβλίο είναι η δική μας εκδοχή του τι είναι το γραγρού και, αφού πούμε λιγάκι για το πώς το στήσαμε, πώς το εμπνευστήκαμε και όλα αυτά, θα θέλαμε πολύ να ακούσουμε και τη δική σας εκδοχή του γραγρού. Είμαστε εδώ 100 άνθρωποι και οι 100 έχουμε πάει στο γραγρού, κατά πάσα πιθανότητα εδώ. Και πάνω από όλα έχουμε εδώ τον κ. Λιαννίδη και την κ. Κλειό και μέλη της οικογένειας Χιμωνίδη, που ήταν οι άνθρωποι που λειτουργούσαν σχεδόν με τη λειτουργική έννοια του λειτουργού το γραγρού επί 80 χρόνια και θα θέλαμε πολύ να ακούσουμε και τις δικές σας μνήμες και σκέψεις για αυτό το υπέροχο μέρος. Τάσο, μια που από σένα ξεκίνησε η ιστορία, θες να πεις δυο λόγια. Καλησπέρα και από μένα. Καταρχήν να πω ότι το βιβλίο δεν είναι μία πραγματική ιστορία, είναι μία φανταστική ιστορία η οποία τοποθετείται στην Καστανιά, στο γραγρού, άρα δεν μιλάμε για ακριβώς αποτύπωση, δεν μπαίνει ο κ. Λιαννίδης μέσα και η κ. Κλειό. Αλλά παρόλα αυτά, μάλλον να ξεκινήσω από την αρχή αρχή. Η αρχή εικόνα που είχα στο μυαλό μου όταν ξεκινήσαμε αυτή την ιστορία, ήταν μία γέφυρα η οποία χάνεται στην ομίχλη σε ένα άγνωστο απέναντι, το οποίο δεν είναι σαφές τι είναι για αυτόν που το περνάει, δηλαδή υπάρχει ένα κάλεσμα στο οποίο περνάμε απέναντι και δεν ξέρουμε ακριβώς τι είναι. Αυτή η ασαφής εικόνα της ομίχλης ενώθηκε στο μυαλό μου με την ομίχλη που κυραχείς το τοπίο του Βερμίου, το τοπίο του σχημερινούς μήνες και σε αυτή τη διαδρομή που λίγο πολύ, εσείς σίγουρα την έχετε κάνει πολύ παραπάνω από μένα, αλλά κάθε φορά σε οποιαδήποτε εξόρμηση προς τη δυτική Μακεδονία, λιγότερο ή περισσότερο περνούσαμε από αυτό το μέρος, σε μια διαδρομή η οποία παρακάμνεται σε 20 λεπτά περίπου, δηλαδή η διαδρομή Βέρια-Κοζάνη είναι πια πολύ γρήγορη λόγω της Εγνατίας, αλλά σε εκείνη τη φιδογυριστή διαδρομή και την αρχή, το γραγρού ήταν ένα τοπόσιμο το οποίο ως παιδί εγώ περίμενα πάντα από το παράθυρο να περάσει. Έχω σταματήσει και εγώ κάποιες φορές, αλλά κυρίως ο Γιάννης είχαν φάει, δεν θα το πω έτσι, οπότε είχε μια, για μένα το ίδιο το εστιατόριο είχε μια μαγική ιδιότητα. Όπως είπε και μια φίλη, το γραγρού ήταν ένας φάρος στην ομίχλη. Δηλαδή μέσα στις τροφές και μέσα στην ομίχλη και μέσα στο κρύο, το γραγρού ήταν ένα καταφύγιο στην πραγματικότητα, όπου σταματούσες για να φας, κυρίως για να έχεις την αίσθηση ότι ζεσταίνεσαι εκεί μέσα. Και αυτή τη ζεστασιά θέλαμε στο βαθμό που μπορούσαμε με το κείμενο και κυρίως με τις εικόνες, γιατί ο Θανάσης θα πει περισσότερα για το πώς το ζωγράφησε, αυτή την αίσθηση της ζεστασιάς και του καταφυγιού με τη σόμπα να μπουμμίζει, ενώ τα τζάμια ήταν φωλωμένα, αυτή σχεδόν τη μητρική εικόνα, αυτή θέλαμε, την έννοια της αγκαλιάς, σε σχέση με το έτσι κρύο και αφιλόξενο και ψυχικά με την αλληγορία της γέφυρας του τοπίου, ας πούμε, θέλαμε να αποδώσουμε. Συγγνώμη, τεράστωση διέκοψα. Ήθελα να πω, από την αρχική εικόνα, φυσικά, έπρεπε κάπως να βρω μια δικαιολογία του, γιατί υπάρχει μια γέφυρα εκεί πάνω. Άρα, ψάχνοντας πολύ πολύ, σε πολύ αρχικό στάδιο την ιστορία, έψαξα για πέτεινα γεφύρια στη Βέρια ή στο Βέρμιο και έπεσα πάνω, να το πω έτσι, στην γέφυρα Καραχμέτ, που είναι στην Παρπούτα, φαντάζομαι την ξέρετε όλοι, η οποία αποδίδεται λαθασμένα στον Μιμάρ Σινάν, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος αθωμανός αρχιτέκτορας, είναι του 16ου αιώνα, αν δεν κάνω λάθος. Αυτό, αργότερα, κατάλαβα ότι πρόκειται για παρανόηση, γιατί υπήρχε κάποιος τοπικός άρχοντας, Σινάν Μπέις, Τούρκος, στον οποίο αποδίδεται το τζαμί, επίσης διορθώστηκε, αν δεν κάνω λάθος. Οπότε, λόγω αυτής της συνονιμίας, υπήρχε αυτό το μπέρδεμα, αλλά αυτό το μπέρδεμα εμένα μου γέννησε την ιστορία του γιατί, τι είναι αυτή η γέφυρα και από πού προέκυψε στην ιστορία μου. Οπότε, ήταν αρκετή δικαιολογία για να συνεχίσουμε την ιστορία προς αυτήν την κατέθεση. Μεγάλο ρόλο στην αποτύπωση του γραγκρού, γιατί το γραγκρού για εμένα, ειδικά, ήταν κυρίως ένα μέρος της διαδρομής. Έπαιξε η Μαρία Τοπάλη, η οποία είναι Καστανιώτησα, φιλοξένιζε τον Γιάννη ένα βράδυ, είπε πολλά για το χωριό, για το πώς ήταν πριν την Ενατία, μετά την Ενατία και πολλά. Πολλά από αυτά εντάξαμε σιωπηρά στο ίδιο κόμικ. Δηλαδή, υπάρχει μια πραγματικότητα σε αυτό το κόμικ, παρότι η ιστορία είναι φανταστική. Τελείωσε το δικό μας κομμάτι, ο Θανάσης παρέλαβε το κείμενο και από και πέρα ανέλαβε. Καλησπέρα κι από εμένα. Σας ευχαριστούμε πραγματικά από καρδιάς, φίλους, φίλες, βεριώτες, Καστανιώτες και αγνώστους που ήρθατε, φίλους του Γραγρού, πελάτες του Γραγρού. Εγώ είμαι Θεσσαλονικιός, είχα περάσει πολλές φορές από την Καστανιά πηγαίνοντας προς Κοζάνη. Δεν είχα την τύχη ποτέ να σταματήσω στο Γραγρού, οπότε όταν γράφει κάποιος ένα κείμενο είναι εύκολα τα λόγια. Περίμενε, μη βιάζεστε, δεν είναι εύκολα τα λόγια, αλλά είναι σχετικά πιο εύκολο να γράψεις μια περιγραφή με τις δυσκολίες που έχει και αυτό φυσικά. Αλλά όταν πρέπει να το αποικονίσεις αυτό, μετά αρχίζουν λίγο πιο δύσκολα ζητήματα γιατί ήταν ένα πραγματικό μέρος το Γραγρού, δεν ήταν κάτι φανταστικό, άρα έπρεπε να βρούμε φωτογραφίες, να το δω και όταν κάνεις ένα κόμιξ πρέπει να σχεδιάσεις κάτι πάρα πολλές φορές. Πρόσωπα, κινήσεις, ανθρώπους, χώρους, αλλά για να το κάνεις αυτό πρέπει να τη ζήσεις την ιστορία στο μυαλό σου, να τη φανταστείς πώς θα κινηθεί κάποιος μέσα σε έναν χώρο. Οπότε βρήκαμε κάποιες φωτογραφίες από φίλους, από φίλες που μας τις παραχώρησαν και μέσα από αυτά τα ψήγματα, τα λίγα ψήγματα πληροφορίας προσπάθησα να επικονίσω κάτι το οποίο στην πραγματικότητα δεν είχα δει ποτέ. Αφού σας λέω δεν είχα μπει πραγματικά ποτέ μέσα στο Γραγρού. Επομένως όποιος πήγαινε το ήξερε μπορεί να με διορθώσει αυτή τη στιγμή τώρα, το μόνο πληροφορίες που μου είχε πει ο Γιάννης, είχε τέσσερα τραπέζια μέσα. Α, πολύ ωραία. Και πώς ήταν αυτά τα τραπέζια, πού ήταν αυτά τα τραπέζια. Πριν το ξεκινήσουμε να το φτιάχνουμε, νομίζω, έψαξα να βρω στο ίντερνετ φωτογραφίες, έβαλα Γραγρού, πρέπει να βγει και μία φωτογραφία και μία ασπρόμαυρη που ήταν διαστάσεων 5x3 εκατοστά. Οπότε δεν βοηθούσε πολύ. Θα σας ευχαριστούσα πολύ αν κάνατε παρατηρήσεις ότι δεν ήταν έτσι, πέτρου, τι είναι αυτό, δεν ήταν έτσι τα τραπέζια, ούτε τα παράθυρα ήταν έτσι, αλλά και πάλι, και να μην είναι έτσι δεν πειράζει. Θα διαβάσετε μια ιστορία η οποία έχει, δεν το λέω γιατί τη φτιάξανε μαζί, ότι είχε έναν ενδιαφέρον, θα προβληματιστείτε νομίζω για τη μοναξιά του ανθρώπου. Ναι ρε παιδί μου, γιατί όλοι έχουμε γονείς, αδέρφια, ξαδέρφια, φίλους που μας αγαπάνε, τους αγαπάμε, αλλά κάποια στιγμή ένας άνθρωπος πρέπει να πάρει μια απόφαση από μόνος του. Ό,τι και να το συμβουλέψει κάποιος, πρέπει να το αποφασίσει αυτός. Και αυτό θα έχει πολύ μεγάλη συνέπεια στη ζωή του. Η ιστορία μας, η ιστορία που γράψανε τα παιδιά για την οικονογράφηση εγώ βασίζεται σε αυτό το πράγμα, ότι κάποιος πρέπει να πάρει μια απόφαση πολύ μεγάλη που θα του αλλάξει τη ζωή. Ναι, η ιστορία του κόμιξ του Γραγρού είναι ότι το Γραγρού στην πραγματικότητα είναι ένα φυλάκιο δίπλα σε μια γέθυρα που δεν ξέρουμε πού οδηγεί και είναι σαν ένας τόπος αναμονής. Άνθρωποι καλούνται βλέποντας ένα όνειρο με ψυχαναλυτικούς όρους και πρέπει να περάσουν αυτήν τη γέθυρα ψάχνοντας κάτι, κανείς δεν ξέρει τι είναι αυτό, κανείς δεν ξέρει τι είναι αυτό που θα βρουν πίσω από την ομίχλη. Οπότε το Γραγρού λειτουργεί ως χώρος αναμονής και συνάντησης αυτόν τον ανθρώπων οι οποίοι είναι μοναχικοί, οι οποίοι καλούνται να λάβουν μια σημαντική απόφαση για τον εαυτό τους, η οποία πολλές φορές μπορεί και από τους ίδιους να είναι κρυμμένη, να μην ξέρουν τι ίδιο γιατί είναι εκεί και η γέθυρα αυτή ως ένα νοητό όριο είναι αόρατη, τη βλέπουν μόνο αυτοί που είναι να την περάσουν. Και η Ροίδα μας είναι μια τέτοια κοπέλα από την Πτωλαμαΐδα, η οποία πένει στο λοφορίο, έρχεται στο Γραγρού και πιάνει δουλειά στο Γραγρού διότι διστάζει να περάσει απέναντι, εκεί γνωρίζει άλλους ανθρώπους που έχουν το ίδιο θέμα. Και δεν σας λέω τι γίνεται στο τέλος, θα πρέπει να το δείτε, να το διαβάσετε. Για τις γέφυρες, για πες. Σήμερα μάθαμε και την πληροφορία από τον Γιάννη Κασαρίδη ότι υπήρχαν όντως κάποια γεφύρια στο Ρέμα εκεί. Περιμένε λίγο να τα πείτε στο μικρόφωνο για να τα ακούσουμε όλοι. Η γέφυρα αυτή ήτανε μαρμαρόπέτρα, άσπρη πέτρα χτισμένη σε καμάρα. Ήτανε δύο γέφυρες, ήτανε και λίγο παραπάνω, άλλη μία καμιά 60 μέτρα παραπάνω. Δύο γέφυρες αυτού ήτανε. Αυτά ανατυνάχθηκαν με τον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο. Οι Γερμανοί όταν ήτανε ανατυνάχθηκαν αυτά δύο-τρεις φορές. Και τώρα τελευταία, μετά που έλεξαν οι πόλεμοι, βάλανε λαμαρινένες αυτά με ατσάλι και ήρθε η πολτόζα τα γέμισε. Χαλάσα τις γέφυρες. Έτσι έγινε τώρα τελευταία. Και έγινε μετά πάλι ανακένιση του δρόμου, έγινε πιο φαρδίς ο δρόμος και αυτά που βάλανε εκεί τα μεγαλώσανε, όπως βρίσκεται τώρα. Όλες οι γέφυρες ήταν με τον πόλεμο ανατυναγμένες αυτές. Και κάτω στον Προφήτη Ηλία και παραπάνω άλλες γέφυρες. Άρα πέσαμε μέσα. Κατά λάθος πέσαμε μέσα. Πριν το πόλεμο, πριν το πόλεμο, ήταν όλες με πελικητή πέτρα, μαρμαρόπέτρα και όλες ήταν με καμάρες. Προτού γίνει ο πόλεμος, υπολογίζανε ότι θα γίνει ο πόλεμος, ήδη τις ετοιμάσανε, τις τρυπίσανε κάτω, μόνο βάλανε τα εκκληκτικά μέσα. Και όταν ήρθαν οι Γερμανοί, τους περιμένανε οι σύμμαχοι να έρθουν από τη Βέρια προς τα πάνω. Αλλά οι Γερμανοί ήρθανε από την Κοζάνη, από την πίσω μεριά, από το Ιουγουσσλαβία. Οπότε, εγκατέλειψαν από αυτό. Αγγλικός στρατός και νεοζηλανδί ήταν. Η ελληνικό τάγμα ήταν πρώτα. Μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος στην Αλβανία, μας κηρύξαν οι Ιταλοί. Ξηκώθηκε από εκεί το τάγμα που ήταν οι ελληνικοί στρατοί. Όλοι φύγανε στο μέτωπο. Και τους ήρθαν το 41, Αυστραλί, νεοζηλανδί και Άγγλοι, από τη Λιβύ κάτω. Τους αντικατέστησανε αυτοί και περιμέναν τους Γερμανούς να έρθουν από κάτω. Μας κηρύξαν και ακείνοι τον πόλεμο. Επειδή δεν μπορέσαν οι Ιταλοί να μας καταβάλουν, τους χτύπησα ελληνικός στρατός και τους πήραμε και τη μισή Αλβανία. Και τους αντικατέστησαν νεοζηλανδί και Αυστραλί. Οπότε τους περιμέναν από κάτω τους Γερμανούς και αυτοί ήρθαν από πίσω να τους φιάσουν όλους τους ελληνικούς. Ήχαμε, λοιπόν, έχουμε και μια ιστορία με στρατιώτη, ο οποίος έρχεται από την άλλη μεριά της ο Μίκλης. Και σε αυτό πέσαμε μέσα, κατά λάθος. Όλα κατά λάθος. Αλλά έχουμε τη μεγάλη χαρά να έχουμε εδώ τον κ. Λιαννίδη. Και θα θέλαμε να του δώσουμε... Εγώ θα ήθελα να δώσω τον κ. Λιαννίδη να μας πει δύο λόγια εκείνος, όσο καθύλινα αρμόδιος άνθρωπος που μεγάλωσε μέσα στο Γραγρού. Αυτή είναι η δική μας εκδοχή του Γραγρού. Εγώ θα σας μιλήσω για το πραγματικό Γραγρού, φυσικά. Ένα κομμάτι του οποίου είμαστε και εμείς, έτσι περιληπτικά, στα 80 χρόνια ζωής του Γραγρού, που ο ιδρυτής του ονομαζόταν Χρήστος Χιμωνίδης και μετέπειτα ο γιος του, Ηρακλής Χιμωνίδης, το ανέλαβε από το 50 περίπου μέχρι το 76 και το καθιέρωσε σαν εστιατόριο. Εμείς το βρήκαμε έτοιμο, δηλαδή στρωμένο εστιατόριο, αφού πέρασαν διάφορες χρήσεις παλιότερα. Από το 76 μέχρι το 99 το είχαν οι γονείς μου, κυρίως αυτοί. Η μητέρα μου που είναι εδώ, ο πατέρας μου, έχει φύγει πριν 1,5 χρόνια και εγώ βοηθητικός κυρίως. Θα σας πω δύο-τρία περιστατικά τώρα στο ανάφημό, το ζητήσατε προσωπικά. Η ονομασία είναι γνωστή κατά αρχημοζήτια, το ξέρετε κι εσείς, σημαίνει κίνηση, το έβγαλε ένας δικηγόρος που είχε απέναντι σπίτι που δεν μπορούσε να κοιμηθεί τα βράδια και το βάπτισε έτσι στον τότε ιδιοκτήτυο του Μαρμπα Χρήστο. Γράγγρου, κίνηση σαματάς από τα αυτοκίνητα κλπ. Τώρα μια ιστορία, από τον πατέρα μου είχα ακούσει την περίοδο της κατοχής, αστεία παιδάκι αυτός τότε 14 χρονών. Ήταν έξω από το Γραγγρού με κάποια άλλα παιδιά της ηλικίας του. Ήρθαν οι αντάρτες, περνούσαν από το Γραγγρού και μπήκαν μέσα έμποροι από την Κοζάνη, οι οποίοι κουβαλούσαν παπούτσια. Εκεί οι αντάρτες θαλυπωρημένοι και εξυπόλητοι όπως ήταν εκεί, μπήκαν μέσα και τους ζήτησαν τα παπούτσια. Και αυτός θυμάται την εικόνα τώρα που όλοι βαρούσαν μπαλαμάκια. Οι θαμόνες του μαγαζιού μέσα, για να μην κάνουν κάποια κίνηση ύποπτη, τους υποχρέωσε έναν αντάρτες, όλοι όρθοι και όλοι βαρούσαν μπαλαμάκια. Αυτό ήταν μια αστεία στιγμή που τη θυμάται τη μόνη του πατέρας μου συχνά. Τώρα το Γραγγρού έγινε γνωστό, έγινε θύλος κλπ. Η βάση, το μυστικό δηλαδή για αυτό το πράγμα, πέρα από το χρώμα, το στέκι, τη θέση κλπ, κυρίως ήταν ο ξυλόφουρδος που γινόταν τα φαγητά, τα ξύλα δηλαδή, και η ποιότητα των υλικών. Πάνω σε αυτό δηλαδή, κτίστηκε και η αλήθεια των ανθρώπων που το υπηρετούσαν. Και τον θείο μου πριν, του Ηρακλή και της Θείας Ελένης, αυτή το Γεροκλή και της Θείας Ελένης που το είχαν αυτοί και το φτιάξανε στοιατόριο, αφού πρώτα πέρασε από διάφορες άλλες χρήσεις, και μετά το γονιό μου. Δηλαδή, υπήρχε μια ειλικρίνεια, δεν υπήρχε αυτό το πράγμα της υποκρισίας, του δίθεν, το ψεύτικο, το να ξεγελάσουμε. Εκεί πάνω δηχθήθηκε το κακό και σιγά σιγά πήρε ένα χρώμα οικογενειακό. Δηλαδή, οι πελάτες τα γνωστοί, ξέραν ότι θα έρθουν εκεί να φάνε. Θυμάμαι άνθρωπο που ήρθε από τον Καναδά και μου το έλεγε, και είναι αλήθεια αυτό, ότι δεν έχω φάει πουθενά, θα πήγαινε σε ένα χωριό του Τσοτυλίου και ήρθα από τον Καναδά νηστικός για να φάει εκεί και να πάει στο χωριό του. Πόσες ώρες ταξιδιτόρας. Και πολλοί από τη Θεσσαλονίκη έρχονταν τρόπο και επιστρέφαν. Φυσικά και από τη Βέρεια πάρα πολύ. Φύγαν πολύ από τη ζωή. Ο Αδάμος, ο Καπρίνης, ο Σαρέρας πολύ. Φτυχώς είναι εδώ δίπλα ο γιατρός. Αυτή είναι η σταθερή της Κυριακής που έρχονταν πολύ από τη Βέρεια. Τα φαγητά είναι γνωστό, 5-6 φαγητάν. Χοιρινό με λάχανο ήταν η αδυναμία του. Και η ειδική παραγγελία χοιρινό. Ένα κομμάτι από το κότσι ήθελε η μάνα μου. Είχαμε πληροφόρηση. Μια άλλη πρόσφατη ιστορία που την έζησα εγώ και αξίζει να μη μωρέσει. Πέρα από το στοιχείο του φαγητού που σερίφερε και την εμπορική σχέση με τον κόσμο, το 26-28 Οκτωβρίου του 1978, πρώτη φορά, δεν ξαναγνάγει να ακούω τότε ούτε και πριν ή τε μετά, έριξε πάρα πολύ χιόνι, 1,5 μέτρο χιόνι. Και στη Βέρεια δεν είχε καθόλου χιόνι. Άρχισε από εκεί, από την Καστανιά και πάω. Και εφνιδιάστηκαν όλοι, ας πούμε, και εγκλωβίστηκαν επί μιαν δαλήκα έκλυση του δρόμου πάνω από 1.000 αυτοκίνητα. Και δεν υπέρ πολύ αυτό. Μιλάμε για χιλιόμετρο από πλυσμένα τα αυτοκίνητα μας. Και σκέφτομαι δυόμερων νύχτα, είχαν τελειώσει η βεζίνη από τα αυτοκίνητα και μέναμε εκεί με την μητέρα μου και τον πατέρα μου, συνεχώς δυόμερων νύχτα, η σόμπα στο φουλ και κονιά και ήταν εντυπωσιακό αυτό για μένα. Δεν το ξεχνάω να πω. Από το γαγρού περάσαμε πάρα πολύ επώνυμοι που αν τους βάζαμε, όπως συχνήθηκε, σε κάθε, δεν θα χωρούσε το γαγρού από ηθοποιούς, από τραγουδιστές, πολιτικούς. Σας είπα και νωρίτερα, έρχονταν και πολλοί επώνυμοι ζευγαράκια, γεννήθηκαν έρωτα στο γαγρού και μετά από έξι μήνες το βρίσκαμε στο περιοδικό γραμμένο «Τάδε με την Τάδε». Μη τους βλέπαμε εκεί στα κρυφά, ας πούμε. Ονόματα δεν λέμε, κοτσοπολίο βέβαια δεν κάγαμε. Κυρίως όμως ήταν αυτό ότι ήταν το στέκι του ανθρώπου που νιώθανε, δηλαδή όταν, ας πούμε, ο Νταλάρας και έλεγε «Η μητέρα μου, ούτε από τη μάρα μου έφαγα τόσο νόστιμο φαγητό». Για το ριζόγολο, ας πούμε, ανέβαινε ο Σβαρνόπολος και έλεγε ότι η Βέρεια έχει δύο πράγματα, ας πούμε, το ρεβανί και το ριζόγολο γαλογοράγρου. Είχε μια ποιότητα, η αλήθεια είναι στα υλικά, και, ειλικρινά, ο πατέρας μου ήταν αυτός που ήταν. Δεν υποκρινόταν, αυστηρός, βαρύς φαινόταν, το έδειχνε αυτό. Άρεσε στον κόσμο έτσι πώς ήταν. Η μητέρα μου πάντα γελαστή και όνως ποτέ δεν χαμογελούσα, αλλά ήταν ειλικρινής και έτσι άρεσε. Ήθελα να το βλέπω να μου δρομένω, να τους μαλώνει, ας πούμε, να τους περάσει. Ήταν η σχέση τέτοια, ειλικρινής. Τώρα, για αυτό που γράψατε, ας πούμε, που είχατε και την, που το κάνατε και δώρετε και το διάβασα, ας πούμε, την Ευγένεια, όταν το πρωτοδιάβασα είναι η αλήθεια, η πρωτοδιάβαση είναι ότι αυτό δεν είναι, δεν έχει σχέση με τον γαγογράγο. Αλλά δεν θα μπορούσε και να είχε σχέση, πραγματικά, ρεαλιστικά. Όταν το ξαναδιάβασα, όμως, είδα ότι είχε ένα κοινό, είναι η ποιότητα. Δεν είναι ένα φθινό κόμιξ, εμπορικό, που το διαβάζεις και το ξεκνάς, το διαβάζεις και δεν το καταλαβαίνεις, είναι λίγο δύσκολα. Θα το ξαναδιαβάζεις, θα αφήνει νοήματα, αλληγορικά, η γέφυρα, την ερμηνεία του καθένας όπως θέλει, το πέρασμα, η μεγάλη απόφαση, ένα μεγάλο ναι ή ένα μεγάλο όχι. Η ποιότητα του κόμιξ, δηλαδή, είναι αυτό που είναι το κοινό με τον γαγογράγο για μένα. Και η αγάπη που δείξατε γι' αυτό. Ξεξάξτε εδώ να βρω κάποιο ψεγάδι, ας πούμε, που θέλω έτσι να πω κάτι, η γλώσσα που βάλατε εκεί είναι τα πουδαρίτικα των πυρωτόνων μας όλων. Θα μπορούσα να είναι η Ποντιακή, ας πούμε, που είναι το φοντιακό στοιχείο του κ.Α.Τ. Αλλά πάλι, τι ψεγάδι να πω τώρα σε σας που... Με τους πόδιους, δεν παίζουμε. Ε, θα σας λέγαμε μερικές λέξεις, λοιπόν, μη μας βάσατε εκεί πέρα, ναι, δεν είναι κανένας πόδιος από σας, ένα είναι αυτό. Όχι. Αλλά πάλι, η αγάψα ήταν περισσότερη από τη δική μας για το βραγγρού, για να διατηρηθεί. Το βλέπω αυτό και στο γόνι μας και στα λόγια που κάναμε, ας πούμε, εκεί. Και σας ευχαριστώ γι' αυτό και καλό τάξη εδώ το γόνι μας, που μαθαίνω ότι πάει καλά. Να είστε καλά. Η αγάψα του κ.Α.Τ. Ο κύριος Βίζας. Καλησπέρα. Για εμάς που κάναμε αυτή τη διαδρομή πολλές φορές, ήταν και η ανηφόρα και η κατηφόρα της Καστανιάς, κάτι το επικίνδυνο, και όταν περνούσαν όλο και βλέπουμε σχαράδρες αυτοκίνητα. Που πάνε να πει ότι το χειμώνα είχαν περισσότερα ατυχήματα. Ήταν στενός ο δρόμος και φαίνεται, όποιος έκανε αυτή τη διαδρομή για να πάει για την Κοστάνια Πουβέρια, ότι αναγκάστηκαν μερικές τροφές να τις παρακάμψουν. Και έμεινε ο παλιός στενός δρόμος που χωρούσε μόνο ένα αυτοκίνητο και τώρα ήταν λίγο καλύτερος. Και από τη στιγμή που άνοιξε η Εγνατία είναι παρατημένος, πιστεύω. Επειδή η Καστανιά και το οίκημα αυτό είναι κάτω από την Καστανιά, ήταν σε ύψωμα. Η Καστανιά είναι συνδεμμένη με αρκετά λεγονότα. Και μέχρι το 1925-1927 είχαμε τους κλέφτες, τους λίσταρχους στην περιοχή, στα Πιέρια και αλλού. Εκεί στην περιοχή Καστανιάς κάποιοι κλέφτες, βεριοτάδες από το ΣΕΛΙ, δεν ξέρω συγκεκριμένα όλοι από που ήταν, αλλά είχαμε και βεριοτάδες, και χρηματαποστολή. Αυτοί κλείστηκαν στις φυλακές, είχαν κακό τέλος στο τέλος, γιατί και το σκάσανε από τις φυλακές και τους καταδίκασαν. Αλλά οι μεγάλες υπόλοις, ακούγοντας για την Ήπεθρο, λίσταρχοι και λίσταχοι, από μια μορειά διβρούν τους λίσταρχους, και από την άλλη έπαιρναν όλη τη σεφημερία να τις διαβάσουν. Ήταν κάθε μέρα να υπάρχει και από ένα έγκλημα. Έτσι χωρτώναν στο Ιανκούλας να έχει σκοτώσει και από έναν. Ενώ ο Ιανκούλας ήταν άνθρωπος που υποστήριε το φτωχό. Μπορεί να λύστηκε τους μεγάλους, αλλά υποστήριε το φτωχό. Αν τα κείμενά σας λίγο ξεφύγουν, μπορούν να αναφέρουν πράγματα της περιοχής μας. Ακόμη, στην περιοχή Καστανιάς με τους Γερμανούς. Αντιστάθηκαν οι Ελλασίτες, είχαν και θύματα. Προπάντων, όταν έφευγαν οι Γερμανοί, τότε βάλτηκαν οι Αντάρτες να τους κυνηγήσουν. Είχαμε τέτοια γεγονότα. Αυτά για την ώρα. Αλλά... Νομίζω ο κύριος Γιαννίδης ήθελε να... Ήταν τα Τσελινγκάτα. Όλοι αυτοί που μου είχαν μεγάλα κομπάδια. Και όλα αυτά, αν τα πάρετε και τα κάνετε, είναι αφταρμά. Ναι, όχι. Μπορεί να κάνετε ένα serial για χρόνια. Γραγρού δύο η επιστροφή. Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Κύριε Λιαννίδη θέλατε κάτι να πείτε. Μια παράλειψη. Ήθελα να πω ότι εμείς τον Γραγρού το παραδώσαμε τον 99 και τα τελευταία πέντε χρόνια το συνέχισαν οι αδερφοί Τιριανταφυλλοί. Και επί των ημερών τους έκλεισε και αυτή η συγγενήση. Και υπάρχουν και εδώ κάποιοι από αυτούς. Είναι εδώ, γεια σας. Είναι τα παιδιά. Α, ok. Ευχαριστούμε πολύ που ήρθατε. Ναι, είναι εδώ τα παιδιά. Και ένα ακόμα περιστατικό που ήθελα να αναφέρω και το θυμήθηκα τώρα, είναι ότι, για να πω ότι γνωστώ τον Γραγρού, ας πούμε, παιδιά μου, νιώπατε, είχαμε πάει στο Ναύπλιο, καλοκαίρι, και ψάχναμε να βρούμε σπίτι και δεν βρίσκαμε ξενοδοχείο, τίποτα. Που να πάμε, πού να πάμε, κοιτάω εγώ, ένας μου φάνηκε πόντιος. Λέω, Μαρία, αυτός πόντιος είναι. Κάτι θα πω, θα ποντιάκας. Απ' τη μύτη το γνώρισα. Λέω, πατριώτι πόντιος, λέει και με έναν ομάταυτος. Λέω, βοήθεια, θέλουμε να βρούμε ένα μέρος να μείνουμε, γιατί δεν έχει τίποτα, ξενοδοχείο, ότι να είναι. Από πού είστε, παιδιά, από τη Βέρεια. Εγώ είμαι από την Καστοριά, από την Μπορομπυλιά, μάλιστα, Καστοριά. Αλλά στη Βέρεια, λέω, έχω ένα φίλο, το γεωρίκα που έχει το Γραγρού. Αυτό μόνο ξέρω από εκεί. Κοίτα το πατέρα σου, στο Ναύπλιο τώρα. Κοίτα να δεις, ναι. Επειδή αναφέρθηκε η Εγνατία. Όταν δουλεύαμε με την ιστορία, μία από τις θεματικές, στην ουσία, ήταν επειδή μιλάμε για πέτρινα γεφύρια και ο μόνιμος μύθος, ο οποίος επανέρχεται και επανέχεται σε όλους τους τρίλους για τα γεφύρια, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε όλο και τα Βαλκάνια, είναι η έννοια της θυσίας, δηλαδή η γυναίκα του πρωτομάστορα συνήθως ή κάποια παραλλαγή του μύθου, του γεφύρου της Άρτας και άλλων. Συντοπίσαμε ότι υπήρχε η θεματική αυτή και στη σύγχρονη εποχή, δηλαδή θεωρούμε ότι είναι η Εγνατία οδός, που πέρα από ότι έχει τις κλαδογέφυρες, στην ουσία δευκολύνει όλη τη Βόρεια Ελλάδα, από άκρη σ' άκρη της Ελλάδας. Θεωρήσαμε ότι οι γεφύρες ως σύμβολο προόδου και... πώς το λένε... θα έλεγα γεφυρώματος, αλλά ακούγεται υπερβολικό ανάπτυξης, ότι έχουν μια αναπόφεκτη θυσία και αυτές. Στην περίπτωση αυτή είναι η τοπική οικονομία, δηλαδή παρακάμπτεται η Καστανιά και οποιοδήποτε άλλο χωριό, πολλά χωριά ήταν πάνω στον παλιό το δρόμο και πρακτικά αυτή η θεματική στην ουσία συνεχίζει με τον τρόπο της στην σύγχρονη εποχή. Κυρίως όμως αυτή είναι η όψη της ιστορίας που ανοίγεται προς το συλλογικό, αν θέλεις προς το κοινωνικό. Εμένα αυτό πιο πολύ με οι τρίγκαρες αυτή την ιστορία και ήθελα να την γράψουμε είναι η θυσία που απαιτείται από σένα προκειμένου να πας παρακάτω, προκειμένου να ολοκληρωθείς και να αυτοπραγματοθείς. Κάποια κομμάτι του εαυτού σου θυσιάζεις, όταν παίρνεις μια απόφαση να κάνεις ένα βήμα μεγάλο. Κάτι πρέπει να απαρνηθείς, κάτι πρέπει να σκοτώσεις. Όπως θα φτιάχνεις ένα γεφύρι και σφάσεις κάτι ζωντανό, θεμελιώνεις κάτι ζωντανό. Τη γυναίκα του πρωτομάστορα, ας πούμε, μια γκαλίνα, μια κότα. Έτσι είναι και στη ζωή, αποφάσεις που παίρνεις στις σημαντικές, κάτι ακυρώνεις, προκειμένου να μπορέσεις να δρομοποιήσεις τον εαυτό σου προς την πόρτα που θα ανοίξεις. Αυτό είναι που η Ιωίδα μας δεν κατάφερε να κάνει, αν και μόλις αποκάλυψα το τέλος. Λοιπόν, είναι και η παράλληλη ιστορία με τον Αρχιτέκτονα στο παραλυθόν. Δηλαδή, αυτές οι δυο ιστορίες, οι δυο κεντρικοί χαρακτήρες συνδέονται με αυτόν τον τρόπο. Βέβαια, η Ιωίδα είχε γράψει ένα διηγηματογραφείο δώς, το μόνιμο, αν θυμάμαι καλά, το οποίο ασχολείται με το ίδιο θέμα, στην ουσία, βέβαια. Από τη μεριά του ντόπιου, εμείς δεν είμαστε ντόπιοι, ακριβώς. Αν υπάρχει κάτι που... Εγώ ήθελα να ρωτήσω για εσάς τι είναι το Γράγκρου, γιατί για εμάς είναι αυτή η ιστορία. Για εσάς τι είναι, για τους ανθρώπους που θέλατε να πείτε. Περιμένετε να πάρετε το μικρόφωνο, το μικρόφωνο, το μικρόφωνο, να σας ακούμε. Είναι μια μεγάλη ιστορία αυτό που έζησα, με πολύ συγκίνηση και πολύ μεγάλη νοσταργία. Εγώ μεγάλωσα εκεί. Ο αδερφός του κυρίου Λιαννίδη ο Στόμπος, τα συμμαθητή μου. Ήμασταν έξι, εφ' τα χρόνια στο ιδιωθρανείο, στο γυμνάσιο. Το Μπαρμπαγιώη, το Λιαννίδη, το γνώσα από πολύ κοντά. Ήμασταν εξαιρετικός και πολύ τίμιος όντιος. Το λέω με συγκίνηση. Αυτό το γραγγρού έχει ταΐσει την Ελλάδα. Τίποτα. Ναι, ναι. Το αναφέραμε, το αναφέραμε. Α, ναι. Περιμένει το μικρόφωνο να σας το... εκεί. Ήθελα λίγο να προσθέσω κάτι στο συστηματικό κομμάτι του γραγγρού, πέρα από τη γέφυρα. Αυτό κατά το γραγγρού, νομίζω και εμένα και για πολλούς κόσμου εδώ μέσα ίσως, συμβολίζει στην παιδική μας ηλικία. Με ποια έννοια. Και αυτό ήταν πολύ καλό γιατί τα παιδιά να γράψουν την ιστορία. Είναι ό,τι καλύτερο. Μέσα, λοιπόν, στο γραγγρού κατοικούσαν οι γέψεις, τα ρότα, όλα αυτά τα οποία θύμιζαν το φαγητό της μητέρας μας, της γιαγιάς μας. Προσωπικά, εγώ η γιαγιά μου καταγούνταν από τη Μιλιτσάντα. Έχει φύγει πολλά χρόνια. Αυτό είναι ό,τι έγινε στο γραγγρού. Εκεί, πραγματικά, υπήρχε και η δική της μορφή, μαζί με όλα αυτά που προανέφερα, τις γέψεις, τα χρώματα και ό,τι αυτή θα μπορεί, αγαπημένων και βροσφυλών ανθρώπων που δεν υπάρχουν πια. Ήταν, λοιπόν, το γραγγρού ένα ξεκίνημα. Ήταν μια παιδική ηλικία από που ξεκινάς κάτι και, σ' αυτό, μπορεί να δοθεί και μια συνέχεια, για το γεφύρι που λένε, μια διαπόφαση να συνεχίσεις να ξεκινήσεις τη ζωή σου. Αυτό, ευχαριστώ. Πολύ ωραία τα είπα το. Είναι εδώ πολλοί φίλοι από το χωριό και είναι και γονείς μου. Ο οποίος ήταν οδηγός φορτηγού στα εννιάτα του και υπάρχει μια ιστορία που συνδέει τον πατέρα μου με πολλές ιστορίες, δηλαδή. Μπαμπά, θες να πεις τι έγινε στο γραγγρού με τα ριζόγαλα. Ναι, εκεί. Γεια σας. Η παρουσία εδώ πραγματικά είναι συγκινητική. Είχα ένα φίλο που ήταν και αυτός φορτηγαζής και εγώ φορτηγαζής και συζητούσαμε για το γραγγρού. Περνούσαμε από εκεί, σταματούσαμε, τρώγαμε. Απέναντι ήταν ο Άγιος Χριστόφωρος, ανάβαμε το κεράκι και μας... Το λέω, πέρασες από το γραγγρού, σταμάτησες... και έτσι τα πλήρωσε. Τα έφαγα, πώς τα έφαγα, αλλά το θέμα ήταν ότι τα πλήρωσε από εκεί. Ευχαριστώ. Θα θέλαμε πολύ να ακούσουμε αντίστοιχες ιστορίες. Περιμένετε μόνο το μικρόφωνο και... είμαστε όλοι αυτιά. Η Καστανιά δεν είναι μόνο των σαντέων, των φορτηγατζίδων και των άλλων διερχομένων, ήταν και των προσκόπων. Δεν φτιάχναμε στις εκδρομές μας, λίγο πιο πάνω είναι η κατασκήνωση μας, δεν φτιάχναμε στις εκδρομές μας ποτέ γλυκό, γιατί προμηθευόμασταν το ρυζόγαλο του γραγγρού. Δεν χρειαζόταν να ταλαιπωρηθούμε. Επίσης, ήταν στο σημείο το οποίο μονίμωσαν, και δεν ξέρω για ποιους λόγους, τα κτέλ της Κοζάνης μας αφήναν και έπρεπε να πεζοπορήσουμε για να ανέβουμε πάνω στην Καστανιά. Λίγο, αν θέλετε, το μονοπόλιο του κτέλ, λίγο παλιά τα αλαιοφορία. Πολλές έτσι ωραίες και στιγμές, οι οποίες συναντώντας έτσι φίλους παλιούς προσκόπους, που ακόμα είμαστε, θεωρούς πάντων, θυμούνται το γραγκρού και σαν ένα πέρασμα, σαν μια γέφυρα από την παιδική ηλικία, πλέον στην εφηβία και μετά στην ελικίωση, για όσους κάθισαν πολλά χρόνια και ποτέ όλα αυτά τα χρόνια δεν εγκατέλειψαν το ρυζόγαλο. Ναι, είναι σημαντικό, δηλαδή και ενήλικες ακόμη, που φτιάχναμε διάφορες συναντήσεις έτσι, 30-40 λαμαρίνες, πήγαινε αυτοκίνητο, τα έπαιρνε και τα τρώγαμε στην κατασκήνωση μας, επιστρέφαμε βέβαια τα σκέβη. Συγχαρητήρια για το πόνιμα. Το πιο σημαντικό είναι να μπορέσουμε να καταλάβουμε τη γέφυρα, από πού είμαστε, πού μπορούμε να πάμε και τι ενδεχομένως θα μας προκύψει, ή μπορεί και να μην συμβεί και τίποτα. Ευχαριστώ. Το είπατε πάρα πολύ ωραία στη σχέση με την παιδική ηλικία και τον ηλικίος και η δική μου εικόνα από τις πολλές που έχω από το γραγκρού είναι η σκάλα της ζωής του άντρα. Δεν ξέρω αν το θυμάστε. Από τα λίγα πράγματα έτσι κάτρα που κοσμούσαν τους στίχους του γραγκρού ήταν η σκάλα της ζωής του άντρα. Το οποίο, αν θυμάμαι καλά, στα 50 είναι ολοκληρός, οπότε έχουμε καιρό ακόμα. Να είμαστε λίγο ανόριμοι ακόμα, δεν πειράζει. Θα θέλαμε να ακούσουμε αν υπάρχουν άλλοι που θα θέλαμε να συμφέρον στη κουβέντα με κάποια ιστορία ή κάποια μνήμη. Γι' αυτό ήρθαμε εμείς. Υπάρχει κάποιος που θα ήθελε να συμφέρει, να πει κάτι, να μοιραστεί. Κώστα, εσύ? Αγοράτσιος, ναι. Όχι. Τι έφαγες? Φύγαν από τη ζωή, ε? Είναι σχεδόν ένας αιώνας. Κατά κάποιον τρόπο το Γραγρού είναι μία περγαμηνή στην οποία γράφτηκε η τοπική ιστορία του 20ου αιώνα στην περιοχή της Βέρειας. Και είμαι πολύ περήφανοι που έτσι προσφέραμε το δικό μας μικρό λιφαράκι από τις μνήμες και από τα συναισθήματά μας σε αυτή τη μικρή έτσι... Ένα παιδάκι σήμερα? Έχω και παιδάκι. Ήταν σπουδαίο μέρος. Θέλετε να πούμε... Α, ναι, ναι. Αν περιμένετε το μικρόφωνο... Αγαπητέ Αλέξη. Λοιπόν, αφού θέλετε να ακούσετε... Συγχαρητήρια καταρχήν και στους τρεις. Εγώ είμαι πιο κοντά στην εκδοχή Παλαβού, καθότι Σερβιότισσα. Δεν ξέρω ποια είναι η άποψή μας... Πιθανότατα μας χωρίζει η άποψη για το Δήμος Σερβίων-Βελβεντού. Μας ενώνει το Γραγρού. Βλέπετε, όταν βλέπετε το Γραγρού, η άποψη για το Δήμος Σερβίων-Βελβεντού μας ενώνει το Γραγρού. Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό το οποίο αναδεικνύεται. Ουσιαστικά, ένας μη τόπος μας ενώνει... τη στιγμή που οι τόποι μπορεί να μας χωρίζουν. Δεν ξέρω. Λέω εγώ τώρα. Λοιπόν, τι ήταν το Γραγρού για εμάς. Για εμάς ήταν ένα οδόσυμο, ένα πάρα πολύ σημαντικό οδόσυμο. Διασχίζοντας όλο το άγωνο, στεγνό, άνυδρο... κακάσχημο μέρος του βερμίου, το κακάσχημο μισό του βερμίου... που χαρακτηρίζει τον ομό της Κοζάνης... πιάνοντας τον Κατύφορο προς τη Βέρεια, το Γραγρού ήταν η ιδανική στάση. Ήταν εξαιρετικό εμείς. Δεν σταματάγαμε συχνά. Βέβαια, ως φοιτητές περνούσαμε συνέχεια με το λεωφορείο. Δεν έκανε στάση στο λεωφορείο. Στάσεις ήτανε δυνατές μόνο με τα Ιχ. Ήταν χαρακτηριστική η μυρωδιά του λάχανο με το χοιρινό. Είναι μία εικόνα η οποία είναι εξαιρετικά γλυκιά, ζεστή, όμορφη. Είναι μία εικόνα την οποία είμαι χαρούμενη γιατί... μόλις είδε το βιβλίο σας η κόρη μου, το θυμήθηκε και το αναγνώρισε... πρέπει να σταματήσουμε όταν ήταν σε ηλικία τριών, τεσσάρων ετών... και θυμάται ότι έφαγε εκεί πατάτες, μακαρόνια και διάφορα τέτοια... που τρώνε τα παιδιά σε αυτήν την ηλικία, εν πάση περιπτώσει να είστε καλά, παιδιά. Είναι πάρα πολύ σημαντική η συνισφορά σας και γι' αυτόν τον λόγο... ξυσηκωθήκαμε κι όσοι εμείς από μακριά και ήρθαμε εδώ να σας καμαρώσουμε. Ευχαριστούμε πολύ. Θα ήθελε κάποιος ή κάποια να μοιραστεί κάτι με την ομίγυρη. Όσοι και όσες το έχετε διαβάσει ή θα το διαβάσετε, θα δείτε ότι κάποια στιγμή... ένας από τους πρωταγωνιστές είναι ένας αρχιτέκτονας, ο οποίος είναι Οθωμανός... και λέει, μιλάω, καταλάβαινε, μιλούσε Τούρκικα, Ελληνικά, προφανώς κάποιες άλλες γλώσσες... που μιλούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και άκουσε τα κουδαρίτικα και δεν κατάλαβε. Δεν καταλάβαινε, ήταν αυτή η γλώσσα. Αυτό ήταν ένα σημείο τριβής μεταξύ μας. Να τα βάλουμε, να μην τα βάλουμε. Να τα μεταφράσουμε, να μην τα μεταφράσουμε, να τα βάλουμε και να μην τα μεταφράσουμε καθόλου. Τελικά τα βάλαμε και βάλαμε τη μετάφραση στο τέλος. Αλλά η έκπληξη, νομίζω, που θα νιώσετε διαβάζοντάς τα, γιατί δεν θα καταλάβετε... και σας θα σας φανούνε, θέλαμε αυτό, νομίζω, να πετύχουμε, ότι θα βρεθείτε στην ίδια δύσκολη θέση... που βλέπετε και το κυροαρχιτέκτονας, ότι θα ακούσει κάτι «Άιντι να μανίψουμε». Και βλέπετε αυτό «να μανίψουμε» και θα λες με κάτι μοιάζει αυτό, με ελληνικά, αλλά δεν είναι ελληνικά... ή είναι ελληνικά παρεφθαρμένα. Οπότε, νομίζω, ελπίζω μάλλον να το έχουμε πετύχει αυτό και να είναι κάφα. Τα τσέκαρε και ο Κώστας. Έχουμε ένα κουδαρέο, μάλλον ένα μάστορα Πελεκάνο εδώ πέρα, που τα τσέκαρε ότι είμαστε σωστοί. Γιατί δεν είναι με άρεσμα και όπου να αρέσει. Πάω σε αυτό που είπες με το ακατανόητο, για μένα ήταν πολύ βασικό η αίσθηση του ανήκειου... όπως είναι η ομίχλη η οποία βλέπεις και δεν βλέπεις, βλέπεις το σχήμα των πραγμάτων... αλλά δεν βλέπεις τα πράγματα τα ίδια. Αυτό ήθελα να υπάρχει με την ιστορία, η αίσθηση του ανήκειου. Όπως το Γραγρού είναι ένας μετεχμιακός τόπος ανάμεσα στο εδώ και στο άγνωστο. Στο εδώ και στο μη εδώ, έτσι λειτουργεί και η γλώσσα. Για αυτό και κοντέψα να μαλώσουμε όταν είπα ότι δεν θέλω μεταφράσεις στο... Ο Γιάννης δεν ήθελε καθόλου να τα μεταφράσουμε. Αλλά τα βρήκαμε. Όχι, λέω ότι μόνο ο Κώστας τα καταλάβαινε, που τα ήξερε αλλιώς. Στο Ζουπάνι. Μαρία, περίμενε το μικρόφωνο. Έχω μια φωνή καλή εγώ. Πάντως για εμάς που ήρθε σπίτι μας ο Γιάννης και λέει... Ξέρετε, σκεφτήκαμε να κάνουμε ένα κόμικ για τον Γραγρού. Λόγω τι? Κόμικ, πρώτον. Καλά, είχα διαβάσει το πτώμα. Εντάξει, δεν θα υπάρξει δεύτερο ή λίγο περίεργα... τα κόμικη για τον περισσότερο κόσμο. Μετά λέω για τον Γραγρού. Μα τι θα γράψει τον Γραγρού. Δεν είναι δυνατό να γράψει κόμικη γι' αυτό το πράγμα. Αλλά όταν μας έφερε το προσχέδιο για να το δούμε... η αλήθεια είναι ότι όπως είπε και ο κύριος Λιανίδης... την πρώτη φορά δεν το πολύ κατάλαβα. Πρέπει να πάω δυός τρεις φορές για να πω... και τελικά να καταλάβω αυτά όλα τα νομίωτα που ήθελα να δώσουν... ή τέλος πάντων, ό,τι ήθελα εγώ να καταλάβω. Μου άρεσε πάρα πολύ να είστε καλά. Ελπίζω να πάει πολύ καλά και να συνεχίσετε. Θα ήθελε κάποιος ή κάποια να συνησφέρει με κάποια μνήμη... ή κάποια σκέψη. Αν το διάβασε και όλος να μας πει... του άρεσε, δεν του άρεσε. Θέλαμε να πούμε κάτι, παιδιά? Υπάρχει κάτι που εκραιμεί? Ναι, αν θέλει κάποιος να ρωτήσει κάτι... ήρθα να πάω μακριά. Να πω τεξί, ότι επειδή το Γραγρού... ήταν συμφασμένο με δύο πράγματα... με τη φασολάδα και με το ρυζόγαλο... φασολάδα δεν μπορέσαμε να κάνουμε... αλλά έχουμε ρυζόγαλο για όλους εσάς που ήρθατε. Στην έξοδο θα έχουμε και ρυζόγαλο. Νομίζω ότι ως... ως φόρο τιμής μπορούμε να... Γευστικό. Γευστικό φόρο τιμής μπορούμε έτσι να το γευτούμε. Και στην έξοδο... σας ευχαριστούμε πάρα πολύ που ήρθατε. Για εμάς ήταν πολύ μεγάλη τιμή και μεγάλη χαρά. Και ευχαριστούμε πολύ την Βιλιοθήκη που μας φιλοξένησε. |