Διάλεξη 9 / Διάλεξη 9 / Διάλεξη 9

Διάλεξη 9: Στο σημερινό μάθημα, αφού είπαμε στο προηγούμενό μας μάθημα, παρουσιάσαμε τις ομάδες αυτές των Αγίων, τους χωρούς των Αγίων που συγκροτούν τον πλήρη αγιολογικό κύκλο από τους οποίους αποτελείται το αγιολόγιο της Εκκλησίας κατά τη Βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο. Θα αναφερθούμε σε ένα...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Πασχαλίδης Συμεών (Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Αγιολογία και Εορτολογία
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2014
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=c66e774d
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 9: Στο σημερινό μάθημα, αφού είπαμε στο προηγούμενό μας μάθημα, παρουσιάσαμε τις ομάδες αυτές των Αγίων, τους χωρούς των Αγίων που συγκροτούν τον πλήρη αγιολογικό κύκλο από τους οποίους αποτελείται το αγιολόγιο της Εκκλησίας κατά τη Βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο. Θα αναφερθούμε σε ένα πολύ σημαντικό ζήτημα το οποίο αφορά στην τιμή των Αγίων, όπως αυτή τη αχρονικά καταγράφεται από τις πιο πρόημες πηγές, από τις αφετηρίες δηλαδή, το αφετηριακό σημείο της αποδώσεως του λειτουργικής τιμής προς τους Αγίους της Εκκλησίας κατά την εποχή των διωγμών ως και στη νεότερη περίοδο όταν θα εξετάσουμε το πώς εξελίχθηκε η τιμή των Αγίων και με βάση ποια κριτήρια καθιερώθηκε η ανάδειξη των νέων Αγίων στην Εκκλησία. Μιλήσαμε για ένα πολύ διεξοδικά, πολύ επιφανειακά για το ζήτημα της τιμής των μαρτύρων στο προηγούμενο μας μάθημα. Σήμερα όμως θα επιμείνουμε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι η αφετηρία, όπως είπαμε, της τιμής προς τους Αγίους, σημειώνεται και καταγράφεται ήδη στις πρώιμες μαρτυρολογικές πηγές. Η αρχαιότερη μαρτυρία, στην οποίαν καταγράφεται ακριβώς η καθιέρωση του αιτήσιου εορτασμού της μήμης των μαρτύρων, εντοπίζεται στο μαρτύριο του Αγίου Πολικάρπου, του επισκόπου Σμύρνης, που αποτελεί μια από τις κυρίαρχες μορφές της μεταποστολικής περιόδου, από τον κύκλο των Αποστολικών Πατέρων και γνωρίζουμε από το αρχαίο αυτό μαρτύριο, που είναι ίσως το αρχαιότερο μαρτύριο, το οποίο μας έχει διασωθεί στον κύκλο των μαρτυρολογικών πηγών της εκκλησίας, ότι είχε πάρα πολύ νωρίς καταγραφεί ακριβώς η μνήμη του Αγίου Πολικάρπου και είχε καθιερωθεί ο αιτήσιος εορτασμός αυτής της μνήμης μέσα σε ένα λειτουργικό πλαίσιο. Ο συγγραφέας του κειμένου, του αρχαίου μαρτυρίου του Αγίου Πολικάρπου, ο πρεσβύτερος της εκκλησίας της Σμύρνης, της οποίας επίσκοπος ηγούνταν ο Αγιος Πολικάρπος, ο πρεσβύτερος πιώνιος λοιπόν ο συγγραφέας του κειμένου, τονίζει χαρακτηριστικά ότι στο προήμιο του μαρτυρίου ότι ο Αγιος Πολικάρπος τιμάται και μνημονεύεται μόνος υπό πάντων μάλλον μνημονεύεται. Και μάλιστα όχι μόνον επειδή υπήρξε ένας επίσημος διδάσκαλος της εκκλησίας αλλά και διότι υπήρξε ένας έξοχος μάρτις της Αγίας Εκκλησίας. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο σημειώνει ο πιώνιος ότι όταν είναι δυνατόν σε εμάς, δηλαδή όταν δεν υπήρχε η απειλή των διωγμών, συναγωμένης, εναγαλιάση και χαρά παρέξει ο Κύριος επιτελήν την του μαρτυρίου αυτού ημέρα γενέθλιο. Όταν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες συγκεντρώνονταν για να επιτελέσουν με χαρά και αγαλίαση την μνήμη της γενεθλίου ημέρας του μαρτυρίου του Αγίου Πολικάρπου. Όπως γενέθλιο ημέρα είπαμε ότι καταγράφεται η μνήμη των μαρτύρων ακριβώς διότι στην Αρχαία Εκκλησία υπήρχε έντονη η συνείδηση ότι κατά την ημέρα του μαρτυρικού του στανάτου οι χριστιανοί μάρτυρες γεννιόνταν στην Βασιλεία του Θεού. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο χαρακτηρίζεται η ημέρα του μαρτυρίου τους και ως γενέθλιο ημέρα. Είναι το τέλος της επιγείοπαρουσίας τους αλλά είναι η αρχή, η γέννησή τους στην αιωνιότητα, μέσα στην αιώνια βασιλεία του Θεού. Και βέβαια ο Πιόνιος σημειώνει και σε κάποιο άλλο σημείο του μαρτυρίου του Αγίου Πολικάρπου και πρέπει να το επισημάνουμε ότι αυτές οι εορτές, η μνήμη δηλαδή των μαρτύρων, δεν αποτελούσε μόνο μία έκφραση της ευχαριστίας και της χαράς των χριστιανών για την ανάδειξη των αδερφών τους εκείνων από την τοπική εκκλησία που μαρτυρούσαν ομολογώντας το όνομα του Χριστού, αλλά οι εορτές αυτές είχαν και έναν αλληπτικό χαρακτήρα, δηλαδή είχαν έναν παιδαγωγικό χαρακτήρα για να προετοιμάσουν και άλλα μέλη των τοπικών εκκλησιαστικών κοινοτήτων να εδρεώσουν αυτήν την πίστη και τη συνείδηση στον χριστιανικό μαρτύριο. Και γι' αυτό τονίζει ο Πιόνιος και πάλι στο μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου ότι οι εορτές αυτές, οι μνήμη της γενευθείου ημέρας, τελούνταν εις τίν των προηφληκότων μνήμην, δηλαδή αφενός μέν για να θυμώνται οι χριστιανοί των τοπικών εκκλησιαστικών κοινοτήτων τους προηφληκότες, τους μάρτυρες, αλλά και εις τίν των μελλόντων άσκησίνται και ετοιμασία, δηλαδή και σε μια προετοιμασία των χριστιανών εκείνων οι οποίοι θα ήταν πιθανόν να συλληφθούν σε κάποιο νελοντικό διωγμό και να αναγκαστούν να ομολογήσουν και αυτήν την χριστιανική τους πίστη και τελικά να μαρτυρήσουν. Βουμορίζουμε επίσης από τα κείμενα αυτά ότι είχε δημιουργηθεί ένα σαφές πλαίσιο που απέδειδε αυτήν την λειτουργική που πραγματοποιούνταν κατά τη διάρκεια αυτής της λειτουργικής μνήμης των αρχαίων μαρτύρων. Είχαμε πει στο προηγούμενό μας μάθημα ότι έχουμε πρόημενες αναφορές, ιδίως από τους Καπαδόκες πατέρες που με ρίμεσαν ιδιαίτερα στο να προβάλλουν τους μάρτυρες των επαρχιών τους, των τοπικών επαρχιών και των τοπικών υπλησιών στην Καπαδοκία, ακριβώς στην μαρτυρούν, διασώζουν πληροφορίες για το πώς επιτελούνταν οι συνάξεις αυτές προς τη μνήμη των μαρτύρων της εκκλησίας συνήθως σε μία μορφή πανυχίδων, δηλαδή νυκτερινών λατρευτικών λειτουργικών συνάξεων. Γνωρίζουμε επίσης ότι αυτές τις συνάξεις περιελάμβαναν αφενώς προτίστοσμεν την εκτέλεση του ευχαριστιακού γεγονότος, την τέλεση της θείας ευχαριστίας, μέσα από την οποία επιτελούνταν και μία κοινωνία των ζώντων των μερών δηλαδή της στρατευόμενης υπλησίας με τους κυκυμένους, με τους μάρτυρες, εν τω ποτηρίου του Χριστού όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά και πάλι στο μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου, αλλά επίσης γνωρίζουμε ότι στη διάρκεια αυτών των ιερών συναθρίσεων οι Χριστιανοί διάβαζαν και σχετικές διηγήσεις, ιερά κείμενα, είτε από τα κείμενα της Αγίας Γραφής είτε αναγνώσματα τα οποία σχετίζονταν με τους μάρτυρες των οποίων επιτελούνταν οι μνήμοι και σημειώνεται αυτό χαρακτηριστικά και σε έναν κανόνα στον 54ο κανόνα της Συνόδου της Καρθαγένης όπου τονίζεται χαρακτηριστικά ότι επιτρέπεται εξ έστω έτι μην αναγινώσκεσθε τα πάθη των μαρτύρων η μήκα αι τίση αυτών ημέραι επιτελούνται. Ότι επιτρέπεται να διαβάζονται τα πάθη τα μαρτύρια δηλαδή προς τιμήν που γράφονταν για τους μάρτυρες της Αρχίας Επιλησίας κάθε φορά που επιτελούνται οι αιτήσεις αυτών οι μέρες δηλαδή οι συναθρίσεις για την μνήμη τους. Επίσης γνωρίζουμε ότι πραγματοποιούνταν ότι εκφωνούνταν διάφορες ευχές και προσευχές για τους μάρτυρες και εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι αρχικά αυτές οι προσευχές επιτελούνταν υπέρ των μαρτύρων. Μετά όμως όταν ευρεώθηκε η συνείδηση ότι οι μάρτυρες αποτελούσαν ιωνί μεσύτες των μελών της αδερφμένης εκκλησίας προς τον Θεό, οι προσευχές αυτές απεχθύνονταν προς τους μάρτυρες. Αυτό ακριβώς το στοιχείο τονίζεται χαρακτηριστικά από τον Άγιο Κύριλο Ιεροσολίμων ο οποίος σημειώνει ότι όπως ο Θεός, οι προσευχές αυτές απεχθύνονταν στους μάρτυρες, όπως ο Θεός, τις ευχές αυτών και τις πρεσβείες προσδέξετε ημών την δέηση. Η δέηση λοιπόν απευθύνονταν στους μάρτυρες που με τη σειρά τους δέονταν έχοντας παρησία προς τον Θεό. Στις συνάξεις αυτές γνωρίζουμε επίσης ότι ψάλλονταν διάφοροι ύμνοι. Υμνοί και ψαλνοί από το ψαλτήριο που γνωρίζουμε ότι το ψαλτήριο κατείχε κεντρική θέση μέσα στις συνάξεις αυτές, τις αρχές εκκλησίστικες λειτουργικές συναθρήσεις, αλλά και η ψαλμώδηση και άλλων ύμνων προς τιμήν των μαρτύρων. Έχουμε την πολύ πρόημη αναφορά στη διάρκεια του 3ου αιώνα, δηλαδή στην εποχή των διωγμών του Τερτιλιανού, ενός δυτικού χριστιανού εκκλησιαστικού συγγραφέα, όπου ακριβώς ο Τερτιλιανός, είναι από τους συγγραφείς που γράφουν στη λατινική γλώσσα τα έργα τους, σημειώνεται ότι οι χριστιανοί καντάτουρ ένιμ ετ έξιτους μαρτύρου, δηλαδή έψαλαν την έξοδο των μαρτύρων, δηλαδή για την γενέθλιο ημέρα την εξόδιο της μαρτυρικής αθλησίως των αρχαίων μαρτύρων. Και τέλος γνωρίζουμε ότι κατά τη διάρκεια αυτών των συνάξεων της γενεθλίου ημέρας, όπως είπαμε σε αιτήσια εοτολογική βάση, γνωρίζουμε ότι επιτελούνταν και διάφορα συμπόσια προς έλεον και ανάκτηση των δεωμένων και προς βοήθεια των εκπεσόντων, όπως χαρακτηριστικά τονίζεται σε πρόημες πηγές. Αλλά γνωρίζουμε επίσης ότι τα συμπόσια αυτά, προϊόντος του χρόνου, εξέπεσαν από την αρχική τους χρησιμότητα και το πνευματικό περιεχόμενο το οποίο είχαν και απόσοφρονέστατα συμπόσια, όπως αναφέρονται, τελικά είχαν καταλήξει, είχαν καταδίσει συμπόσια μέθις και κρεπάλης και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο οι πατέρες από τον 4ο αιώνα και μετά, πατέρες όπως ο Μέγας Βασίλειος, καταδίκασαν την τέλεση, την τέλεση τέτοιων συμποσίων κατά τη διάρκεια της εορτίου μνήμης των μαρτύρων της Αρχαίας Εκκλησίας. Έτσι λοιπόν γνωρίζουμε ότι διαμοφώνεται πολύ νωρίς, ήδη από την εποχή των διωγμών, ένα τέτοιο σαφές εορτολογικό πλαίσιο μέσα από το οποίο καθιερώνεται η λειτουργική μνήμη των μαρτύρων της Αρχαίας Εκκλησίας. Αυτό το πλαίσιο έχει μάλιστα αποκτήσει, γνωρίζουμε, κατά τους μεταγενέστερους αιώνες, τον 4ο και κυρίως τον 5ο αιώνα, μια τόσο σαφή αποτύπωση και εκτείνεται σε ένα τόσο ευρύ πλαίσιο η καθιέρωση της λειτουργικής μνήμης των αρχαίων μαρτύρων, ώστε να σημειώνεται από συγγραφείς, από εγκωμιαστές των μαρτύρων, κατά τον 4ο αιώνα, όπως είναι ο Αστέριος Αμασίας, ή τον 5ο αιώνα, όπως είναι ο Θεοδόρητος Κύρου, ότι πλέον είχε συγκροτηθεί ένας πλήρης εορτολογικός κύκλος, στον οποίο προτοστατούσαν οι μνήμες των μαρτύρων. Σημειώνει χαρακτηριστικά ο Αστέριος Αμασίας, σε ένα σχετικό εγκωμιαστικό λόγο του, ότι πεπλήρωται πας της οικουμένης κύκλος των αθλητών του Χριστού. Όλος ο κύκλος της οικουμένης, όλος ο εορτολογικός κύκλος σε οικουμενικό πλαίσιο, σε όλη τη χριστιανική οικουμένη, από τους αθλητές του Χριστού, και πας τόπος, έχει των Αγίων τη μνήμη. Δηλαδή κάθε εκκλησία, κάθε τοπική εκκλησία, είχε της καθιερώσει την λειτουργική μνήμη των Αγίων. Πάντες δεκερή κρίτωνα, των απογείς δόρων και βλαστιμάτων, τα των αγωνιστών της εορτάζουση χαρίζονται διηγήματα. Σε τέτοιο σημείο, όσο λέει, αν κάποιος ήταν φίλος των μαρτύρων, αγαπούσε δηλαδή τις μνήμες των μαρτύρων και είχε ως μέρη μνά του, ως επιθυμία του, να εκτελεί πανηγύρις κατά τη μνήμη των μαρτύρων, πανηγυρίζει τον όλον πάθεση, δεν θα υπήρχε ούτε μία ημέρα του έτους, η οποία θα παρέμενε ανεόρταστη, ούκ αν ημέραν παρήλθεν του ενιαυτού ανεόρτασθαν. Και τονίζει επίσης χαρακτηριστικά ο Αστέριος Αμασίας ότι όλες οι εκκλησίες έχουν κρίτωνα του ηλιακού κύκλου κόσμου σε όλη την οικουμένη, έχουν στολίδι καλύτερο και από τον ηλιακό κύκλο από τον ήλιο και τη σελήνη, την λαμπρότητα δηλαδή που προσδίδει στην ημέρα το ηλιακό φως, τα των γενναίων αντραγαθήματα, τις γενναίες πράξεις των μαρτύρων. Έτσι λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι στη διάρκεια του 4ου και του 5ου αιώνα έχουμε τη συγκρότηση ενός πλήρους αιωτολογίου που βασίζεται στους μάρτυρες, στις λειτουργικοί μνήμη των μαρτύρων των αρχαίων εκκλησιών. Και βέβαια γνωρίζουμε ότι στην περίοδο αυτή, σε τόσο πρόημη περίοδο, έχουμε τη συγκρότηση σχετικών μαρτυρολογικών συλλογών όπως είναι οι μαρτυρολογικές συλλογές της Ανατολής και της Δύσεως που μας έχουν διασωθεί και μας είναι γνωστές σήμερα όπως είναι το Συριακό Μαρτυρολόγιο ή το Μαρτυρολόγιο της Εκκλησίας της Ρώμης και κυρίως το Ιεωρονυμικό Μαρτυρολόγιο που μας αποτυπώνει ακριβώς αυτόν τον κατακλυσμό από μνήμες μαρτύρων μέσα στον ενιαύσιο, στον ενετήσιο αιωτολογικό κύκλο. Το τέλος βέβαια της εποχής των διωγμών οριοθετεί τη διεύρυνση του όρου Άγιος με τη συμπερίληψη κάτω από τον όρο αυτό και των νέων ηρώων της Εκκλησίας που όπως είπαμε στο προηγούμενο μάθημα μιλώντας για τους χωρούς των Αγίων είναι οι ασκητές και οι μοναχοί και μάλιστα κατά κύριο λόγο τα πρόσωπα εκείνα που με ρίμνησαν για να διαδοθεί αυτή η ασκητή. Αυτή η νέα έκφραση του ενθουσιαστικού φρονήματος της Αρχαίας Εκκλησίας. Έτσι λοιπόν οι μοναστικοί ηγέτες, οι μεγάλοι πατέρες της ερήμου και του μοναχισμού καθίστανται οι νέοι Άγιοι στους οποίους αφιερώνονται νέες εορτές και καθιερώνεται η λειτουργική μνήμη τους μέσα και εντάσσεται μέσα στο εορτολόγιο της Εκκλησίας. Είπαμε ότι εξισώνονται οι όσοι, οι μεγάλοι αβάδες της και ασκητές της ερήμου και οι μεγάλοι μοναστικοί ηγέτες, εξισώνονται με τους μάρτυρες της Αρχαίας Εκκλησίας. Καθίστανται γνωστοί πλέον ως μάρτυρες της προερέσης ή ως μάρτυρες οι οποίοι εξετέλεσαν το μαρτύριο της συνειδήσεως. Και βέβαια το γεγονός ότι πλέον περνούμε σε αυτό το νέο κύκλο αγίων οδηγεί και στην καθιέρωση νέων κριτηρίων αγιότητας, στην εμφάνιση νέων κριτηρίων όπως είναι η ορθή πίστη, η οθέτηση δηλαδή της ορθής διδασκαλίας της Εκκλησίας, σε μια περίοδο μάλιστα η οποία είναι πάρα πολύ κρίσιμη λόγω των θεολογικών, των εκκλησιαστικών αιρίδων για την ανάδειξη της δογματικής ορθοδοξίας, της δογματικής αλήθειας, της ορθοδοξίας της πίστεως. Και βέβαια ο ενάρετός βίος, ο βίος ο οποίος αποτελεί ένα στοιχείο σύμπλησης και συμπόρευσης με την διδασκαλία και με την ομολογία της ορθής πίστεως. Και βέβαια κάποια άλλα ζητήματα που εμφανίζονται σταδιακά από την εποχή αυτή και μετά, όπως είναι το τεκμήριο της παρουσίας και της επικύρωσης, της παλήθευσης της αγιότητας των προσώπων μέσα από τη θεόθενη μαρτυρία όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται των θαυμάτων που επιτελούσαν τα λείψανα των μαρτύρων και αργότερα των ασκητών της εκκλησίας. Έτσι λοιπόν τα θαύματα αναδεικνύονται σε ένα κέρριο τεκμήριο θεόθεσιν καταθέσεως που είναι συνδεδεμένο ασφαλώς με τα δύο προηγούμενα για την ανάδειξη και την καθολική λειτουργική τιμή και λειτουργική αναγνώριση των νέων αγίων από εδώ και στο εξής. Στο χώρο του μοναχισμού ήδη έχουμε σημειώσει ότι έχουμε την καθιέρωση του ερημητικού και αργότερα και του κοινοβιακού μοναχισμού στις πρόημες μορφές του με τα παχωμιανά κοινόδια της λάβρες του Αγίου Παχωμίου του Μεγάλου ή της λάβρες αργότερα στην Παλιστίνη ή ο αναχορισμός σε πιο αυστηρή μορφή που εκφράζεται μέσα από τους στυλίτες του σyριακού μοναχισμού που όλα αυτά τα πρόσωπα αναδεικνύονται σε παραδείγματα σε πρότυπα εν Χριστός ζωής για τους ακολούθους τους στα μοναστικά πολλήσματα τα οποία έχουν ιδρύσει αλλά και για τους κοσμικούς χριστιανούς και αυτόν ακριβώς τον λόγο προβάλλεται και σε ένα ευρύτερο πλαίσιο η λειτουργική τιμή αυτών των Αγίων, των Οσίων δηλαδή, των μεγάλων μοναστικών ηγετών του Πέμπτου και των μεταγενέστερων αιώνων με τη διαφορά ότι πλέον εδώ την λειτουργική μνήμη αυτών των Αγίων θα μπορούσαμε να πούμε ότι την διαχειρίζονται οι τοπικές μοναστικές κοινότητες και σε δεύτερο πλαίσιο οι εκκλησιαστικές κοινότητες οι μοναστικές λοιπόν κοινότητες καθιερώνουν τη μνήμη τους, τη μνήμη των πατέρων τους αυτών και των μοναστικών λοιπόν αυτών ηγετών και την διαδίδουν και την επαναλαμβάνουν κάθε ετήσια βάση. Σε αυτό το πλαίσιο γνωρίζουμε ότι έχουμε και την εμφάνιση της συγγραφής βίων Αγίων μέσα από το πρότυπο αυτό κείμενο που υπήρξε όπως είπαμε ο βίος του Μ. Αντωνίου και ο οποίος λειτουργεί ως ένα ακριβώς υπόδειγμα για τη συστηματική συγγραφή μοναστικών βιογραφιών που σχετίζονται και συντελούν στη διάδοση του βίου, της διδασκαλίας και των θαυμάτων των μεγάλων ασκητών και στις μοναστικές κοινότητες αλλά και σε έναν ευρύτερο εκκλησιαστικό χώρο πολύ μακριά ακόμη και από τον εγγυής γεωγραφικό χώρο στον οποίο βρίσκονταν τα μοναστήρια τα οποία δημιούργησαν οι μεγάλοι πατέρες της ερήμου από τον 4ο αιώνα και μετά. Στο πλαίσιο αυτό ο Μέγας Αφανάσιος τον είζε χαρακτηριστικά στο βίο του Μεγάλου Αντωνίου ότι η φήμη της θεοσέβριας του Μεγάλου Αντωνίου δεν είχε περιοριστεί μόνο στην εγγυής περιοχή αλλά είχε ξεπεράσει τα όρια της Αγίπτου και είχε μάλιστα φτάσει και είχε διαδοθεί ακόμη και στην Ισπανία και στην Γαλλία δηλαδή σε ευρύτερες περιοχές ακριβώς στο πλαίσιο αυτό που οδήγησε και στην αναγκαιότητα συγγραφής του βίου αφού απευθύνεται προς τους εντοιξένει μοναχούς όπως γνωρίζουμε ο Μέγας Αφανάσιος γράφοντας τον βίο του Μεγάλου Αντωνίου. Και βέβαια στους μεταγενέστερους αιώνες έχουμε την εμφάνιση και την ανάπτυξη πιο αστηρών μορφών ακραίων εντός εισαγωγικών μορφών ασκήσεως όπως είναι οι στυλίτες και οι διαχριστών σαλλοί που προβάλλουν ακριβώς αυτήν την ένθευη μωρία μέσα από την κατακόσμον υποκρινόμενη την κατακόσμον μωρία τους όπως είναι ο Άγιος Σημεών ο διαχριστών σαλλός και αργότερα και πολλοί άλλοι ο Άγιος Ανδρέας ο διαχριστών σαλλός και πολλά άλλα πρόσωπα που υποκρίνονταν την διαχριστών σαλλότητα και ανάγονται σε πρότυπα αγιότητας μέσα από τους εκτενείς βίους τους και προσελκύουν έτσι είτε στα μοναστήρια τα οποία έχουν ιδρύσει ή στις ευρύτερες μοναστικές περιοχές τις οποίες εγκαταβιούσαν πλήθος χριστιανών οι οποίοι εγκαταβιώνουν και μάλιστα τους τιμούν. Οι χριστιανοί ως αγίους ακόμη και ευρισκόμενους εν ζωή όπως έχουμε στην χαρακτηριστική περίπτωση του Αγίου Σημεών του Στυλίτη που γνωρίζουμε από τον βίο του ότι οι χριστιανοί των πέριξ περιοχών είχαν δημιουργήσει είχαν κατασκευάσει εικόνες και είχαν αναρτήσει τις εικόνες αυτές με το πρόσωπό του στις οικείες τους ή και στα εργαστήριά τους. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα ότι δεν θα πρέπει να διακρίνουμε τον όρο λατρεία από τον όρο τιμή των αγίων. Στην περίπτωση των αγίων δεν αναφερόμαστε στην λατρεία των αγίων ο όρος λατρεία είναι ένας όρος που προσυδιάζει μόνο στη λατρεία του Θεού αλλά μιλούμε για τιμή των αγίων. Και αυτό βέβαια προκύπτει μέσα από τα σχετικά κείμενα και επισημαίνεται ιδιαίτερα στο έργο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκενού αλλά και σε άλλα έργα πολύ προγενέστερα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκενού που αναφέρονται στο ζήτημα της τιμής ή της λατρείας των αγίων. Ακριβώς μέσα σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί ένα είδος μια μορφή ειδωλολατρίας, μια μορφή υπερβολικής τιμής προς τα πρόσωπα των αγίων της Εκκλησίας. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο στα κείμενα στις σχετικές πηγές γίνεται αναφορά στην προσκύνηση του Θεού και στην σχετική προσκύνηση των αγίων. Ως προς τους αγίους όλοι οι συγγραφείς μιλούν μόνο για την σχετική την κατασχέση προσκύνηση που πρέπει να αποδίδεται από τους χριστιανούς στα πρόσωπα των αγίων. Ως πρότυπο και ως αθετηρία καταγράφεται ένα χωρίο της Αποκαλύψεως στο 22ο κεφάλαιο όπου ακριβώς ο Ευαγγελιστής Ιωάννης σημειώνει ότι έπεσε προσκυνίσε έπρος των ποδών του αγγέλου ο οποίος όμως αμέσως προσπαθεί να τον αποτρέψει από μια τέτοια προσκύνηση και του λέει ώρα μη δες όχι συνδουλώ σου η μη. Το ίδιο βλέπουμε ότι συμβαίνει και καταγράφεται και σε πολλά άλλα μεταγενέστερα κείμενα της Χριστιανικής Γραμματείας αρκεί να μνημονεύσουμε εδώ και πάλι τον αστέριο Αμασίας στο περίφημο εγκόμιό τους τους Αγίους Πάντες όπου ακριβώς σημειώνει ότι τους μάρτυρες δεν τους προσκυνούμε, δεν προσκυνούμε τους μάρτυρες αλλά τους τιμούμε ως γνησιούς προσκυνητές του Θεού. Και βέβαια όλη αυτή η προγενέστερη γραμματεία συνοψήσεται και συγκεφαλαιώνεται και επαναλαμβάνεται και στη μεταγενέστερη γραμματεία ιδιαίτερα της περιόδου της οικονομαχίας όπου όπως έχουμε αναφέρει δεν πρόκειται μόνο για μια πολεμική εναντίον των ιερών εικόνων αλλά και εναντίον των Αγίων, της τιμής των Αγίων και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο επανέρχεται πολλές φορές σε διάφορα κείμενα επανέρχονται οι συγγραφείς αυτής της περιόδου όπως και οι πατέρες της ίδιας της 7ης οικουμενικής συνοβου τονίζουν ότι τον μεν ως Θεό και δεσπότην προσκυνούνταις και σέβονταις, τον με Χριστό ως Θεό και δεσπότη προσκυνούνταις και σέβονταις, τους δε Αγίους και τους Μάρτυρες δια των κοινών δεσπότην ως αυτού γνησίους θεράποντας, τιμώνταις και την κατασχέση όπως ήδη σημειώσαμε προσκύνηση από νέμονες. Επομένως γίνεται η διάκριση για την προσκύνηση και το σέβος προς τον Θεό, την λατρεία δηλαδή του Θεού σε σχέση με την τιμή και την κατασχέση, την σχετική προσκύνηση προς τους θεράποντες του Θεού, προς τους Αγίους. Αυτή η σύγχυση που φαίνεται ότι δημιουργήθηκε σε κάποιες περιόδους οδήγησε και σε μια αντίδραση απέναντι ως προς την τιμή που απέδιδαν οι Χριστιανοί προς τους Μάρτυρες και αργότερα προς τις άλλες κατηγορίες των Αγίων. Έτσι λοιπόν καταγράφεται η αντίδραση αφενός μεν των ειδωλολατρών και των Ιουδαίων εναντίον των Χριστιανών, οι οποίοι σημειώνεται σε αρκετές και πρόημες μάλιστα πηγές, ότι θεωρούσαν ότι τιμώνταν για παράδειγμα οι Χριστιανοί Μάρτυρες ως να είναι οι ίδιοι τα πρότυπα και οι αρχηγοί της πίστεως των Χριστιανών. Αυτό το στοιχείο σημειώνεται χαρακτηριστικά στο μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου, όπου οι Ιουδαίοι σημειώνουν σχετικά με το λείψανό του προς τον ρωμαίο διοικητή της πόλεως, ότι μη αφέντες των εσταυρωμένων του τον άρξονται σέβεστε, τους ζήτησαν να μην παραδώσει, να μην υπάρξει δυνατότητα να υφίσταται το λείψανο του Πολυκάρπου για να μην παραλάβουν οι Χριστιανοί της πόλεως το λείψανό, το μαρτυρικό του λείψανο και αφέντες των εσταυρωμένων του τον άρξονται σέβεστε. Και βέβαια με αφορμή αυτό το γεγονός ο Πρεσβύτερος Πιόνιος, ο συγγραφέας του κειμένου, σημειώνει χαρακτηριστικά ότι ούτε των Χριστών ποτέ καταλυπείν δινησόμεθα, δεν μπορούμε ποτέ να εγκαταλείψουμε τον Χριστό τον υπέρ της του παντός κόσμου το σωζωμένο σωτηρίας παθώντα, υπέρ αμαρτωλών, ούτε και κάποιον άλλον να σεβόμαστε, εκτός από τον Χριστό που έπαθε υπέρ της σωτηρίας όλων των ανθρώπων, όλου του κόσμου, αλλά τον προσκυνούμε η όνοντα του Θεού, τους δε μάρτυρας ως μαθητάς και μιμητάς του Κυρίου αγαπώμεν, ενώ αγαπούμεν τους μάρτυρες ως μαθητές και μιμητές του Κυρίου, έναι καελβνία σαν υπερβλή του εις τον ίδιο βασιλεία και διδάσκαλο. Έτσι λοιπόν φροντίζουν οι Χριστιανοί να υπερτονίσουν αυτό το στοιχείο της απλής τιμής και της σχετικής προσκύνησης σε σχέση με την λατρεία που αποδίδεται στον Χριστό ως Θεό. Και βέβαια γνωρίζουμε ότι αντιδράσεις κατά της τιμής των Αγίων υπήρξαν και μέσα στην Αρχαία Εκκλησία. Έχουμε τέτοιες μαρτυρίες από τον Άγιο Κύριλο Αλεξανδρείας για τον Ιουλιανό τον Παραβάτη ή προκύπτει από μια απάντηση που δίνει ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης στον Ιέρακας έναν φιλόσοφο της εποχής του που του λέει ότι αν σκαταλίζεσαι για τα υπολήματα των μαρτυρικών λειψάνων που εμείς τιμούμε, για την περί των Θεών αγάπη και έσταση ρώτησε τους εξαυτών τα σιάση λαμβάνοντας και μάθε πόσες πάθες της θεραπείας χαρίζονται. Ρώτησε αυτούς οι οποίοι θεραπεύονται από τα μαρτυρικά λείψανα των Αγίων και γι' αυτό ακριβώς τον λόγο τους τιμούν επειδή χαρίζουν μέσα από το μαρτυρικό πάθος το οποίο έλαβαν τις θεραπείες στους αδερφούς τους στους εν ζωή χριστιανούς. Και βέβαια αντιδράσεις κατά τις τιμήσεις των Αγίων υπήρχαν καταγράφονται και μεταξύ διαφορών ερετικών ομάδων που κατηγορούσαν για ειδωλολατρία τους χριστιανούς, τις εκκλησιαστικές κοινότητες αφού όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά κατηγορούσαν τις συνάξεις των μαρτύρων, τα συνάξεις των μαρτύρων καταγινώσκοντες. Κατηγορούσαν τις εκκλησιαστικές κοινότητες που πραγματοποιούσαν αυτές τις συνάξεις τις οποίες αναφέραμε προς τιμήν, τις οποίες τελούσαν προς τιμήν των μαρτύρων κατά την ημέρα της γενεφλίου μνήμης τους. Η εκκλησία βέβαια προέβαλε ιδιαίτερα την τιμή των μαρτύρων καταρχήν και αργότερα και των άλλων αγίων σε ένα πλαίσιο, σε μια προσπάθεια αντιδιαστολής της τιμής των αγίων απέναντι στους θεούς και τους ήρωες που τιμούσε ο αρχαίος ειδωλολατρικός κόσμος. Τονίζεται ιδιαίτερα με πολύ σαρθή τρόπο από τον Θεοδόρη τον Κύρου, ο οποίος αντιδιαστέλει την τιμή των ηρώων της αρχαίας θρησκείας προς τους μάρτυρες της εκκλησίας λέγοντας ότι τους οικείους νεκρούς, δηλαδή τους μάρτυρες, ο ημέτερος δεσπότης, ο δικός μας δεσπότης ο Χριστός αντισήξε, δηλαδή τους αντισήγαγε και τους αντιπαρέθεσε προς τους ημέτερους θεούς και τους ήρωες της αρχαίας θρησκείας. Έτσι, λοιπόν, τονίζεται ότι τις εσχουργίες των ειδωλολατρικών συνάξεων ήρθε η εκκλησία να τις υποκαταστήσει με τις σώφρονες πανηγύρεις κατά τις οποίες εορτάζονταν οι μήμοι των μαρτύρων της εκκλησίας. Έχει, λοιπόν, σαφώς και ένα χαρακτήρα αντιστάσεως και αντιδράσεως της εκκλησίας προς την λατρεία του ειδωλολατρικού κόσμου με τον οποίο συμπορευόταν κατά τους πρώτους αιώνες η εκκλησία. Βέβαια, καταγράφονται υπερβολές και έχουμε μαρτυρίες όπου καταγράφονται υπερβολές και καταχρήσεις στη μνήμη των μαρτύρων. Μία τέτοια καταγράφεται, για παράδειγμα, από τον Μέγα Αθανάσιο στο βίο του Μεγάλου Αντωνίου όπου σημειώνεται ότι οι χριστιανοί της Αιγύπτου δεν έθαβαν τα σώματα των μαρτύρων. Και αυτό μεύφεται αυτή τη συνήθεια ο Μέγας Αθανάσιος. Μη κρύπτειν δε υπογίν, αλλά επί σκυμποδίων τι θέμε, λέει χαρακτηριστικά, ότι τοποθετούσαν δηλαδή τα σώματα των μαρτύρων πάνω σε νεκροκρέβατα θα μπορούσαμε να έχουν, σε σκυμπόδια. Ή επίσης η αναφορά που έχουμε, η καταγραφή που έχουμε στις περιπτώσεις ψευδομαρτύρων που προέρχονταν από ερετικές ομάδες, κυρίως από ομάδες ερετικών που διακρίνονταν ιδιαίτερα για το ενθουσιαστικό τους φρόνιμα όπως ήταν οι Νοβατιανοί και άλλες ομάδες. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο οι ποιμένες της εκκλησίας και οι πατέρες της εκκλησίας προσπάθησαν να διαχωρήσουν τους μνησίους μάρτυρες της εκκλησίας από αυτούς τους μάρτυρες που προέρχονταν από ερετικές ομάδες και των οποίων το μαρτύριο αποκαλείται κενό με ε. δηλαδή ότι ήταν ένα άδειο μαρτύριο, ένα μαρτύριο το οποίο δεν είχε αντικείμενο. Ο Άγιος Τυπριανός Καρχιδόνος που είναι ένας από τους προασφιστές της εκκλησιαστικής ενότητας αλλά και τους σημαντικούς αντιερετικούς συγγραφείς της εποχής του, τονίζει χαρακτηριστικά ότι δεν μπορεί να υπάρξει ένας μάρτυρας, να χαρακτηριστεί κάποιος ως μάρτυρας εάν το πρόσωπο αυτό δεν υπήρξε μέλος της γνησίας εκκλησίας. Δεν μπορεί λοιπόν να υπάρξει μάρτυρας εάν ο μάρτυρας αυτός δεν ανήκει στην αληθή εκκλησία. Και ο Κλίμης ο Αλεξανδρέας τονίζει επίσης για αυτούς τους ψευδομάρτυρες ότι δεν διέσωζαν τον χαρακτήρα του μαρτυρίου του πιστού, του γνησίου δηλαδή μαρτυρίου, των όντως θεών μη γνωρίσανες. Αφού δεν γνώρισαν μέσα στην αίρεση στην οποία βρίσκονταν τον πραγματικό θεό, θανάτωδε εαυτούς επειδή δόαση κενόεν και γι' αυτόν τον λόγο οδήγησαν τον εαυτό τους σε έναν κενό θάνατο καθάπερ και ει των Ινδών γινωσοφιστέ Ματέο Πυρή και επικαλείται μάλιστα την περίπτωση των Ινδών εκείνων, οι οποίοι παρέδιδαν το σώμα τους σε μια τέτοια μάταια πράξη. Και βέβαια καταγράφονται και άλλες περιπτώσεις όπως η περίπτωση του Μαρκιονίτη, μάρτυρα Μητρόδωρο, ο οποίος είχε μαρτυρήσει μαζί με τον γνήσιο μάρτυρα τον Πιόνιος, το μαρτύριο του Αγίου Πιονίου καταγράφεται η περίπτωση αυτή, ή η Εκκλησία επειδή ακριβώς το φαινόμενο εξακολουθούσε να γνωρίζει αρκετή διάδοση της τιμής των ψευδομαρτύρων, αναγκάστηκε με συνοδικούς κανόνες όπως είναι ένας κανόνας της Συνόδου της Λαοδικίας, στον 4ο αιώνα, να αντιμετωπίσει και να απαγορεύσει τους χριστιανούς εις τα κοιμητήρια ή εις τα λεγόμενα μαρτύρια πάντων των ερετικών Απιένε, τους της Εκκλησίας Ευχής ή Θεραπείας Ένεκα. Απαγορεύει λοιπόν όλοι οι χριστιανοί να προσέρχονται στα κοιμητήρια ή στα μαρτύρια, τα λεγόμενα μαρτύρια των ερετικών. Επίσης γνωρίζουμε ότι υπήρξε αντίδραση της Εκκλησίας προς τους αυτόκλιτους μάρτυρες, τους εισπηδήσαντας, τους επιπηδήσαντας όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά θρανάτο. Η Εκκλησία καταδίκασε αυτή την πρακτική του αυτόκλιτου μαρτυρίου, διότι οδηγούσε πολλές φορές τελικά αυτούς τους χριστιανούς που από ζήλο και από ενθουσιασμό μόνοι τους επιρρύπτονταν στο μαρτύριο για να ομολογήσουν και να μαρτυρήσουν. Τελικά πολλές φορές μετά από τους σκληρούς βασανισμούς οδηγούνταν τελικά στην άρνηση της πίστεώς τους. Και βέβαια η εκκλησιαστική συνείδηση, η συνείδηση του εκκλησιαστικού, της εκκλησιαστικής κοινότητας πολλές φορές απέτρεπε την τιμή τέτοιων ψευδών μαρτύρων. Είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση του μοναχού Αμμονίου, τον οποίον θέλησε και προσπάθησε να αναδείξει και να τιμήσει ως μάρτυρα ο Άγιος Κύριλος Αλεξανδρίας στην εκκλησία του στην Αλεξάνδρια, αλλά την τιμή του οποίου δεν δέχτηκαν οι χριστιανοί της εκκλησίας της Αλεξάνδρια γνωρίζοντας ότι ο Αμμόνιος δεν είχε μαρτυρήσει για την πίστη του, για την ομολογία της πίστεώς του, αλλά λόγω κάποιας στάσεως έναντι του επάρκου της Αλεξάνδριας. Στους μεταγενέστερους χρόνους βέβαια γνωρίζουμε ότι επανέρχεται αυτή η αντίδραση προς την τιμή των Αγίων, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της οικονομαχίας όπου είπαμε δεν έχουμε μόνο αμφισβήτηση των εικόνων και των ιερών λειψάνων αλλά και αυτού του όρου Άγιος όπως ακριβώς καταγράφεται στα πρακτικά της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, αφού οι οικονομάχοι δεν δέχονταν τη χρήση του όρου Άγιος για κανέναν άνθρωπο ακόμη κι αν αυτός επέδειξε θαυμαστό βίο και ευαρέστησε τον Θεό και δέχθηκε μέσα του την ενίκηση του Αγίου Πνεύματος. Και βέβαια ως και στον 10ο αιώνα αλλά και μεταγενέστερα ως και στην Παλαιολόγια περίοδο καταγράφεται αυτό το φαινόμενο παράλληλα με την ανάδειξη της τιμής νέων Αγίων, των αντιδράσεων που γεννούσε η τιμή αυτή των νέων Αγίων ιδιαίτερα μέσα στο πλαίσιο όπως είπαμε των μοναστικών κοινοτήτων και είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των αντιδράσεων που γέννησε η τιμή ως ίου Σημεών του Στουδίτη του Ευλαβούς από τον Άγιο Σημεών τον νέο Θεολόγο ο οποίος υπήρξε πνευματικό του παιδί, πνευματικό του τέκνο. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Νικήτας Τιθάτος όπως έχουμε σημειώσει και άλλοτε υπερασπίστηκε αυτή την ανάδειξη των νέων Αγίων και την τιμή των νέων Αγίων και στην εποχή του μέσα από το έργο του Κατά Αγιοκατηγόρου όπου ακριβώς διασώζει αυτή την αντίληψη που είχε ευρεωθεί σε κάποιους κύκλους εκκλησιαστικούς μέσα στην εκκλησία της Κωνσταντινου Πόλου, ότι δεν μπορούσε κάποιος μη δύναστη τεινά του λοιπού, δεν μπορούσε πλέον κανένας εις ύψος αναδρανείν αγιότητος κατά τους πάλαια Αγίους εν την παρούση γενιά των ανθρώπων. Ότι κανένας πλέον δεν ήταν δυνατό να αναδειχθεί σε Άγιο όπως ήταν οι παλαιοί Άγιοι στην γενιά του Αγίου Σημεών του νέου Θεολόγου. Και βέβαια γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο γνωρίζουμε ότι κατά την παλαιολόγια περίοδο, αμέσως μετά την ανακατάληψη της προσερδίνου πόλεως από τον Μιχαή Λόγδο τον Παλαιολόγο, καταγράφονται περιπτώσεις γιατί αυτοί έχουμε είτε σποραδικές αναφορές είτε και πλούσια στοιχεία όπου οι νέοι Άγιοι τηνήθηκαν μέσα από συνοδικές αποφάσεις, με συνοδικές διαγνώσεις όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά δηλαδή με τη δημιουργία, με τη συγγραφή και την υπογραφή ειδικών συνοδικών κειμένων, συνοδικών πράξεων μέσα από τις οποίες προβαλόταν η τιμή των νέων Αγίων. Έχουμε ήδη από την πιο πρόημη περίπτωση του Αγίου Μελετίου του Γαλισιώτη, του ομολογητή, αργότερα του Πατριάρχη Αυθανασίου του I, στα τέλη του 13ου αιώνα και με πιο χαρακτηριστική περίπτωση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που τιμήθηκε με τον πιο πανηγυρικό τρόπο ως Άγιος μέσα από ένα τέτοιο συνοδικό κείμενο, ένα συνοδικό τόμο, ο οποίος καταπολέμησε τις θέσεις, τις ερετικές θέσεις του πρόχωρου Κηδώνη το 1368, κατά την περίοδο που ήταν Πατριάρχης, επίσης Ισυχαστής Άγιος, Θεσσαλονικέας Άγιος, ο Πατριάρχης Φιλόθεος ο Κόκκινος. Και γνωρίζουμε ότι ο Φιλόθεος συνέταξε αυτόν τον συνοδικό τόμο του 1368, στον οποίο ιδιαίτερα προέβαλε την τιμή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, για την οποία μάλιστα μας δίνει και μια πολύτιμη μαρτυρία ότι ήδη τιμόνταν ως Άγιος στην πατρίδα του, στην Θεσσαλονίκη, αλλά και στο Άγιον Όρος και αλλού, στη Βέρια και στην Καστοριά, όπου γνωρίζουμε ότι στις περιοχές αυτές είχαν ήδη κατασκευαστεί εικόνες και τυχογραφίες με την απεικόνιση του Αρχιεπισκόπου Γρηγορίου του Παλαμά ως Αγίου. Έτσι λοιπόν επισέρχεται πλέον στη διαδικασία της τιμής και της αναδείξεως των νέων Αγίων ως συνοδικός παράγοντας, ως κέριος παράγοντας για την τιμή και την ανάδειξη και την ευρέωση της λειτουργικής γνήμης των νέων Αγίων. Στο επόμενό μας μάθημα θα συνεχίσουμε αυτήν την παρουσίαση της παραδόσεως για την ανάδειξη των νέων Αγίων στους νεότερους χρόνους σε συνάρτηση μάλιστα με τις σχετικές πράξεις που υιοθετήθηκαν και που ακολουθούνται σε άλλες εκκλησίες, είτε στην εκκλησία της δοσίας όπου εμφανίζει μία ιδιομορφία το φαινόμενο αυτό, είτε και στη ρομακαθολική εκκλησία όπου έχουμε μια μεγαλύτερη απόκληση από αυτήν την αρχική κοινή παράδοση σχετικά με την τιμή των Αγίων.