Διάλεξη 1: Στη σειρά των μεταρχιακών μαθημάτων που φέρνουν το τίτλο «Το συνοχτικό πρόβλημα» θα συζητήσουμε ευγενικά για αυτό που ασχολεί χρόνια το Επινέλο και θα πούμε στη συνέχεια πολλά για αυτό το πράγμα όσον αφορά τα τρία πρώτα κανονικά Ευαγγέλια της Κενής Διαθήκης κατά Μέρκον, κατά Μαθέο και κατά Λουκάν ή κατά την κανονική σειρά κατά Μαθέο, κατά Μάο και κατά Λουκάν και θα δούμε διεξοδικά τόσο το πρόβλημα της συμφωνίας ή διαφωνίας των κοινών αυτών μεταξύ τους όσο θα δούμε και διάφορα επιμέρους ζητήματα κριτικής θεώρησης της παράδοσης, της αναθεώρησης την οποία υπέστη το κάθε ένα από αυτά τα κείμενα με σκοπό ακριβώς να εγβαθύνουμε όσο το μυατόν περισσότερο στο ζήτημα αυτό που όπως είπα πριν ονομάζεται «Συνοπτικό πρόβλημα». Τι εννοούμε όμως όταν λέμε «Συνοπτικό πρόβλημα»? Όταν λέμε «Συνοπτικό πρόβλημα» το είπα ήδη πιο πριν, εννοούμε τις ομοιότητες και τις διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των τριών πρώτων Ευαγγελίων, Άρχο, Βακθέο και Λουκάν. Σε ποια σημεία δηλαδή διαφοροποιούνται, σε ποια σημεία συγκλίνουν, σε ποια σημεία φαίνεται ο ένας να αντιγράφει τον άλλον και ούτω καθώς. Με ακρίβεια, «Συνοπτικό» βγαίνει από τη λέξη «Συν οράν» γιατί ακριβώς όταν βάλουμε σε τρεις στήλες παράλληλες τα τρία αυτά Ευαγγέλια θα παρατηρήσουμε πολύ μεγαλύτερη σαφήλεια και πολύ πιο ξεκάθαρα τι ακριβώς συμβαίνει. Πώς δηλαδή υπάρχουν σημεία στα οποία φαίνεται ο ένας να αντιγράφει τον άλλον, σε ποια άλλα σημεία φαίνεται να υπάρχει μεγάλη αποκλειστούς από το ενός από το άλλο και ούτω καθεξής. Το πρόβλημα βέβαιο ως «Συνοπτικό πρόβλημα» ουσιαστικά διατυπώνονται για πρώτη φορά στα νεότερα χρόνια, ήδη στο 18ο αιώνα αρχίζουμε να συζητάμε το θέμα, αλλά ουσιαστικά οι απαρχές, θα λέγαμε, τις συντοποίησεις του προβλήματος είναι πολύ μακριά, είναι πολύ παλιά, είναι για την ακρίβεια, στα χρόνια των παντέρων, διότι οι ίδιοι οι ειρησιαστικοί συγγραφείς και οι πατέρες της αρχαιότητας, από το 2ο αιώνα και έξις, είχαν ακριβώς εντοπίσει αυτό το πρόβλημα. Και θα δούμε πολλές φορές διαβάζοντας φορτωρικά κείμενα, ελληνιστικά, ότι γίνεται μια προσπάθεια να εξηγηθεί αυτό το πρόβλημα. Αναδεικνύεται πολλές φορές, γίνεται η σύγκριση με τους άλλους συνοπτικούς, όταν συζητεί ένα συγκεκριμένο κείμενο και ούτω καθεξής. Αυτό που είναι χαρακτηριστικό σε αυτή την αρχαία πρώτη φάση της συζήτησης του συνοπτικού προβλήματος, είναι η προσπάθεια που γίνεται εναρμόνισης των επιμέρους πηγών. Δηλαδή, από μια μεριά βέβαια είναι συνειδητοποιημένη η συγγραφή, ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο, με κείμενα συνοδικά, για κάποιον λόγο παρουσιάζουν ομοιόντιες ή διαφορές, από την άλλη μοσμεριά ταυτόχρονα, έχουμε μία προσπάθεια κάπως αυτές οι διαφορές να απαλληθούν και κάπως να βρεθεί μία εξήγηση λογική, η οποία να συνδέει τα προβλήματα, αυτά μεταξύ τους, έτσι ώστε να απαλλήνονται, θα λέγαμε, οι διακρίσεις και οι διαφορές. Και μία πάρα πολύ χαρακτηστική προσπάθεια εναρμόνισης, τα λέγαμε από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα, είναι το λεγόμενο Διατεσάρων, όπου το Διατεσάρων είναι ένα κείμενο, το οποίο γνωρίζουμε ότι συνέταξε ο Τατιανός, προσπαθώντας να εναρμονήσει τις διαφορετικές παραδόσεις των Ευαγγελίων, δίνοντας τελικά ένα ενιαίο κείμενο, μια ενιαία αφήγηση, όπου προσπάθησε, από όσο γνωρίζουμε, κάτω το μαύρι, να συνδυάσει όλα όσα είχε στη διάθεσή του από τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια, εξού και το όνομα Διατεσάρων. Και δυστυχώς το κείμενο δεν σώζεται σήμερα, τουλάχιστον στην αρχική του πορφύ, υπάρχουν κομμάτια που σώζονται στα έργα διαφόρου σε δυο πατέρων, υπάρχουν αποσπάσματα και ούτω καθεξής, αλλά ολόκληρο το κείμενο, ακριβώς όπως το χρησιμοποίησε, το έγραψε ο Βατιανός δεν υπάρχει και γι' αυτό υπάρχει μια εξήγηση, γιατί ακριβώς το κείμενο αυτό, παρόλο που στην αρχή χρησιμοποιήθηκε ως ανάγνωσμα στην Αρχαία Συριακή Εκκλησία, τελικά δεν κατάφερε να επικρατήσει, αφού η Εκκλησία φαίνεται να αποτίμησε τη διαφορά και την ποικιλία. Έτσι λοιπόν η Εκκλησία απέρριψε τη λύση της εναρμόνισης των τεσσάρων Ευαγγελίων, με τη συνείδηση πλήρως ακριβώς και της διαφοράς και της ποικιλίας, θεωρώντας όμως ότι αυτή η ποικιλία και αυτή η διαφορά είναι αυτή που αποτελεί την ομορφιά και τη δύναμη των Ευαγγελικών Εκκλημένων και για να θυμίσω εδώ το γνωστό επιχείρημα, το οποίο πολλές φορές διατυπώθηκε από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς όσον αφορά την ύπαρξη τεσσάρων Ευαγγελίων, ήταν παραλισμός που έκαναν με τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, λέγοντας ακριβώς πως όπως είναι τέσσερα τα σημεία του ορίζοντα, έτσι είναι τέσσερα τα Ευαγγέλια και προσδίδονταν με αυτόν τον τρόπο σε αυτή την ποικιλία και την πολυμορφία των Ευαγγελίων μία οικομενική διάσταση. Οικομενώς, ήδη στην αρχαιότητα είναι συμμετοπημένη η συγγραφή, η Εκκλησία γνωρίζει πάρα πολύ καλά ότι έχουν να κάνουν διαφορετικά κείμενα, τα οποία παρουσιάζουν ομιλότητες, παρουσιάζουν και διαφορές και όπως είπα πριν γίνεται μια προσπάθεια εδαρμόνισης κατά κάποιο τρόπο και προσπάθεια εξήγησης των διαφορών και των ομιλότητων. Κοιτώντας τον πίνακα, όπως φαίνεται στη διαφάνεια, είναι πάρα πολύ ξεκάθαρο για το τι ακριβώς λέμε όταν λέμε συνοπτικό πρόβλημα, αφού με τρεις διαφορετικούς κύκλους συμφωνίζονται τα τρία διαφορετικά Ευαγγέλια, Μάρκος Μαθαίος και Λουκάς. Έτσι ο Μαθαίος, ο Μάρκος μάλλον, συγνώμη, εικονίζεται με ένα με το ροζ κύκλο κύκλο, ο Λουκάς και μπλε ο Μαθαίος. Και αν παρατηρήσουμε θα δούμε ότι υπάρχει ένα κοινό υλικό και τον τριώσιμο κύκλο. Μαθαίος, Μάρκος και ο Λουκάς έχουν το ίδιο κοινό. Θα πούμε βέβαια και λεπτομέρες και στο επόμενο μάθημα για αυτές τις συμφωνίες. Υπάρχει ένα υλικό που το μοιράζεται μόνο ο Μαθαίος και ο Λουκάς, που είναι περίπου 240 στίχοι. Υπάρχει ένα υλικό το οποίο το μοιράζεται μόνο ο Μαθαίος και ο Μάρκος, 150 στίχοι και ένα κοινό υλικό Μάρκος και Λουκά που είναι γύρω στους 70 στίχους. Και από εκεί και πέρα έχουμε και στον καθένα ένα υλικό το οποίο αποτελεί θα λέγαμε το ιδιαίτερο και προσωπικό υλικό του. Έτσι ας πούμε ο Μάρκος έχει 30 στίχους οι οποίοι είναι αποκλειστικά δική του, δεν τις ορίσκουμε στα άλλα Ευαγγέλια. Ο Λουκάς το 1 τέταρτο του Ευαγγελίου του ανοίγει σε αυτό το ιδιαίτερο υλικό του, ενώ ο Μαθαίος το 1 έκτο του Ευαγγελίου του. Βλέπουμε λοιπόν επομένως ότι εδώ έχουμε μια επικοιλία φαινομένων, η οποία προκύπτει ακριβώς η παρατήρηση από τη σύγκριση των τριών Ευαγγελίων. Μαθαίος, Μάρκος και Λουκάς ο καθένας ακολουθεί τη δική του παράδοση ως μενες σημεία, από εκεί και πέρα συγκλίνουν και οι τρεις είναι πολύ ενδιαφέρονοι ότι ο Μάρκος ολόκληρος υπάρχει στους άλλους δύο συμμακτικούς, είτε και στους δύο είτε στον καθένα ξεπορεστά. Και από εκεί και πέρα ιδιο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο Λουκάς είναι εκείνος ο οποίος έχει και το περισσότερο ιδιαίτερο υλικό, το ενδιαφέρον του Ευαγγελίου. Ας σκεφτείτε ότι ο Λουκάς έχει και το μεγαλύτερο όγκο, το μεγαλύτερο αριθμό στίχων, 1.151 στίχους, αριθμοί του Ευαγγέλιου με βάση τη διαρρήσεπτη γίνεται σύννερα, ενώ ακολουθεί ο Ματθέος με 1.071 και αναέφθει συνέχεια ο Μάρκος με 677. Βλέπουμε λοιπόν, νομίζω ότι το σχήμα είναι πολύ κατατοπιστικό, εξηγεί πλήρως τις ιδιαιτερότητες που υπάρχουν σε αυτή τη σχέση μεταξύ των τριών κειμέν. Όπως είπα και πριν, η συζήτηση και μάλιστα σε ένα τέτοιο επίπεδο, σαν αυτό που έδειξα τώρα, με στατιστικά και με συγκρίσεις, αρχίζει να είναι ουσιαστική γύρω στο 18ο αιώνα, για την ακρίβεια του 1776, με το έργο του Γιώχαν Γιάκων Κρίσπαχ. Ο Κρίσπαχ είναι αυτός ο οποίος δίνει μια πρώτη σύνοψη των Ευαγγελίων, δηλαδή παίρνει τα 4 Ευαγγέλια και στην ακρίβεια τα 3 πρώτα περισσότερο και τα βάζει σε παράλληλες τύλες, διαπιστώνοντας τις ομοιότητες και τις διαφορές. Και γεννιέται θα λέγαμε στην ακαδημακή κοινότητα το ζήτημα, το συνοπτικό ζήτημα. Αυτό που είναι ενδιαφέρον στο έργο του Κρίσπαχ και το οποίο αξίζει κανείς να σημειώσει, είναι εκτός βέβαια ότι για πρώτη φορά ατίθεται το ζήτημα ως συνοπτικό πρόβλημα. Το άλλο πολύ σημαντικό είναι ότι για πρώτη φορά έχουμε μία αντιμετώπιση των Ευαγγελίων ως λογοτεχνικά κείμενα και μία διαπίστωση της λογοτεχνικής εξάρτησης των κειμένων μεταξύ τους. Δηλαδή δεν είναι απλώς, δεν βρίσκουμε μόνο θεολογική συγκένεια, δεν γίνεται μία προσπάθεια να αρμώνεις σε θεολογικό επίπεδο, αλλά διαπιστώνεται ότι σε ένα καθαρά λογοτεχνικό επίπεδο τα κείμενα αυτά έχουν κάποιο είδους αλληλεξάρτηση. Οι οποίοι θα δούμε στη συνέχεια μέσα στις θεωρίες που προτάθηκαν τι σημαίνει και πού τελικά καταλήγουν. Και αυτό που παρατηρεί ο Κρίσπαρ και επισημαίνει πέρα από τις διαφορές είναι ότι οι ομοιότητες δεν είναι μόνο λεκτικές. Δεν είναι δηλαδή μόνο ότι ο ένας αντιγράφει από τον άλλον ή φαίνεται ο ένας να εξαπλώνεται από τον άλλον όσον φορά τη λεκτική, την φραστική ή λεκτική πάνω μορφή του κειμένου, αλλά κυρίως οι ομοιότητες έχουν την ίδια διαδοχή των γεγονότων, ακολουθούν την ίδια διαδοχή και περιγράφουν με τον ίδιο τρόπο και οι τρεις τα ίδια γεγονότητα. Θα δούμε ότι παραμόσχαλη ένα μεγάλο κομμάτι, αυτό κυρίως που οι τρεις τους μοιράζονται, υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη σχέση στον τρόπο που παρατίθεται τα γεγονότητα, τη σειρά δηλαδή με την οποία παρατίθεται τα γεγονότητα. Οπότε καταλαβαίνει κανείς ότι ο Γκρίσπαχ είναι αυτός ο οποίος βάζει, θα λέγαμε, τον ακρογωνιαίο λίθο για να συζητηθεί το θέμα της εξάρτησης των συνοπτικών μεταξύ τους. Από εκεί πέρα καταλαβαίνει κανείς ότι άρχισαν να προτείνονται διάφορες λύσεις, οι οποίες βέβαια η κάθε μια τόνιζε το ένα ή το άλλο. Καμία ποτέ δεν υπήρξε απόλυτα ικανοποιητική και καμία δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν έχει τις αδυναμίες της και τις δυσκολίες της. Οπωσδήποτε βέβαια καμία από τις θεωρίες οι οποίες ποτάθηκαν δεν έχει γενική απονοχή. Υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση η οποία συνεχίζει μέχρι σήμερα. Άλλωστε στο επόμενο μάθημα θα κάνουμε μια κριτική αποτίμηση των θεωριών και κυρίως θα δούμε πού βρίσκεται σήμερα η έρευνα και πως ακριβώς σήμερα αντιμετωπίζεται το συνεπτικό πρόβλημα σε ένα πολύ διαφορετικό επίπεδο και αφού φυσικά έχουν περάσει σχεδόν 250 χρόνια από την εργασία του κρίση. Σε κάθε περίπτωση όλες αυτές οι προτάσεις έχουν κάθε μια τα δυνατά της σημεία, όπως έχουν και τα δύναμα τους σημεία. Γιατί ακριβώς το πρόβλημα το συνεπτικό είναι ένα πρόβλημα εξαιρετικά ακαθώδες, εξαιρετικά πολύπλοκο και καθώς μάλιστα εμβαθύνουμε όλο και περισσότερο στη μελέτη της αφρόπινης παράδοσης και στον τρόπο που διατυπώνονται τα καταγράφωτα κείμενα και στον τρόπο που τέλος πάντων έχουμε μια αποτύπωση, αποκρυστάλωση της προφορικής παράδοσης ή ακόμα και με το τρόπο το οποίο λειτουργεί η προφορικότητα στην αγιότητα καταλαβαίνει κανείς ότι αντί να γίνονται απλούστερα τα πράγματα μάλλον γίνονται πολύπλοκότερα και περισσότερο απαιτητικά. Ο Κρίσμα λοιπόν ας πούμε ρίχνει το βότζαλο μέσα στην ήρεμη λίμνη, την ήρεμη λίμνη η οποία βέβαια είχε υπόψη της πάντοτε την διαφορά μεταξύ των συνεπτικών, προσπαθούσε όμως πάνω την ακαλυμαϊκή κοινότητα αλλά και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και ερμηνευτές να λύσουνε όλη αυτή τη δυσκολία προσπαθώντας να κατά κάποιο τρόπο να ενωποιήσουνε τις διαφορετικές παράδοσες βέβαια για να είμαστε ακριβείς. Ο πρώτος ο οποίος θέτει ένα ζήτη προτείνει μας μία λύση και ο οποίος διαπιστώνει αυτό που διαπίστωσε και ο Κρίσμα, δηλαδή την λογοτεχνική αλληλεξάρτηση κειμένου μεταξύ τους είναι ο Αυγουστίνος και νομίζω φυσικά και άλλη και ο Ριγέννης, ο Αυγουστίνος δίνει μία λύση, η οποία για πάρα πολλά χρόνια επικράτησε ότι προηγείται ο Ματθαίος και ο Λουκάς και του ουσιστικά ο Μάρκος είναι μία επιτομή των δύο προηγουμένων ακριβώς λόγω της συντομίας του και λόγω του θα έλεγα μερικές φορές αγιεκτικού τρόπου διατύπωσης σε αυτό το Ευαγγέλιο. Θα δούμε τώρα μερικές από τις προτάσεις οι οποίες έγινε ακριβώς στον απόηχο των δημοσιεύσεων του Κρίσμα και των προτάσεων που εκείνος παρουσίασε. Μία πάρα πολύ σημαντική πρόταση είναι η λύση του Πρωτευαγγελίου. Η σηγητής της είναι ο Gotthold Ephraim Lessing, ο οποίος και αυτός το 1776 προτείνει ένα μοντέλο για να εξηγήσει ακριβώς ποια είναι αυτή η λογοτεχνική εξάρτηση των Ευαγγελίων μεταξύ. Βλέπετε, αυτό ήταν ένα πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο στη πρόταση του Κρίσμα. Παρ' ό,τι θα δούμε στη συνέχεια, υπάρχει και ένα ολόκληρο μοντέλο το οποίο πρότεινε ο Κρίσμα και το οποίο είχε επανέλθει σήμερα στην Έλληνα, αλλά δεν γίνεται ευρύτατα γνωστό. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο Lessing υπογράμψε αυτή τη λογοτεχνική εξάρτηση, όπως είπαμε ήδη και στην αρχαιότητα, οι πατέρες την είχαν εντοπίσει, αυτό ήταν η βάση θα λέγαμε για τις θεωρίες οι οποίες αναπτύχασαν συνέχεια. Υποθετεί τη λύση του Πρωτευαγγέλιου την οποία στη συνέχεια επεκτείνει και αναπτύσσει περισσότερο ο Γιώχαν Κότσφριχ Άιχον στις αφιές του 1894. Τι σημαίνει αυτό το Πρωτευαγγέλιο. Αυτό ξεκινάει από τη λογική ότι δεν αντιγράφει ο ένας τον άλλο αλλά ότι και οι τρεις αντιγράφουν από ένα αρχικό Ευαγγέλιο, το Ουρ Ευαγγέλιο ή αλλιώς Πρωτευαγγέλιο. Και ότι αυτό το Πρωτευαγγέλιο είναι αυτό το οποίο θα πρέπει να αναζητήσουμε πρώτα από τις σκηνές τα κοινά σημεία των Τριών Ευαγγέλιων. Και αυτό μάλιστα η υπόθεση που χωράει ακόμα περισσότερο δεν ήταν αρχικά γραμμένο στα ελληνικά αλλά ήταν στα εβραϊκά ή καλύτερα στα ραμαϊκά. Μια έξυπνη λύση τα λέγαμε αφού βάζει, τοποθετεί ουσιαστικά το πρόβλημα έξω από τα συνοπτικά δίνει μια λύση και προτείνει ένα κείμενο το οποίο είναι εκτός του κειμένου μας. Έχει βέβαια βασικά προβλήματα η συγκεκριμένη πρόταση. Το ένα και βασικό πρόβλημα το οποίο θα το συναντήσουμε σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης του συνοπτικού προβλήματος είναι ότι αυτή η λύση που προτείνει ο Λέσιν και ο Άιχορν ουσιαστικά προϋποθέτει ένα κείμενο το οποίο είναι υποθετικό. Δεν το έχουμε στην βλαθυσή μας, ηκάζουμε ότι υπήρχε αλλά δεν υπάρχει τίποτε που να βεβαιώνει ακριβώς ότι αυτό το κείμενο υπήξε κάποτε. Και δεν είναι μόνο αυτό, γιατί θα δούμε στην αργότερα ότι ας πούμε η θεωρία των δύο πηγών η οποία τελικά επικρατεί στην Έλλη να σήμερα και αυτή στηρίζεται σε υποθετική πηγή στην ιδεολογία, όμως αυτό που πρέπει στη συνέχεια να δούμε και αυτό που πρέπει πάντων να βλέπουμε σε αυτή τη στιγμή είναι πόσο αυτό το καινούριο μοντέλο, κάθε μοντέλο το οποίο θέλετε, μπορεί να δώσει όσο δυνατόν περισσότερες απαντήσεις στα ανοιχτά ερωτήματα τα οποία υπάρχουν στην Έλλη όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των τριών συνοπτικών. Επομένως στο Πρωτευαγγέλιο η δεύτερη μεγάλη αντίρρηση η οποία διατυπώθηκε είναι ότι μπορούμε να υποθέσουμε ότι και οι τρεις αντιγράφουν από ένα αρχικό Πρωτευαγγέλιο, ωστόσο μας δυσκολεύει πάρα πολύ να εξηγήσουμε τι συμβαίνει με το ιδιαίτερο υλικό τους. Γιατί είπαμε ότι και οι τρεις, ακόμα και ο Μάρκος, έχουν ένα υλικό το οποίο φαίνεται ότι είναι εντελώς δικό τους, δηλαδή δεν το γνωρίζουν οι άλλοι δύο συνοπτικοί και αυτό επομένως δημιουργεί ένα πρόβλημα. Τι σημαίνει αυτό, τι μπορεί να σημαίνει στην τελική ανάλυση αυτό το πράγμα. Και για αυτό το λόγο ακριβώς η θεωρία του Πρωτευαγγελίου που αρχικά βοήτευσε, τελικά επειδή ακριβώς δεν μπορούσε να δώσει λύσεις πρώτον στα κομμάτια του ιδιαίτερου υλικού και δεύτερον σε σημεία εκείνα που μοιάζουν οι δύο και όχι οι τρεις μεταξύ τους. Δηλαδή ο Ματθαίος με τον Μάρκο ή ο Λουκάς με τον Μάρκο ή καλύτερα ο Ματθαίος με τον Λουκά. Και ακριβώς η θεωρία αυτή τελικά εγκαταλείφθηκε, άστισε βοητεία μεταξύ των ερμηνευτών. Στη συνέχεια έρχεται μία άλλη θεωρία που λέγεται η υπόθεση των ιδιηγίσεων. Τι θα πει αυτή. Εδώ έχουμε ουσιαστικά την επίδραση τόσο της φόνης της ιστορίας όσο και της... έχει αρχίσει πλέον να συζητιέται να βένει στο παιχνίδι και η λογική για την ιστορία της σύνταξης και της αναθεώψης. Αυτό που λέει αυτή η θεωρία είναι τα Ευαγγέλια είναι το τελικό συγκρονικό αποτέλεσμα μίας διαδικασίας συλλογής και επεξεργασίας επιμέρους προφορικών και γραπτών διηγήσεων. Δηλαδή ο κάθε Ευαγγελιστής έχει στη διάθεσή του ένα γραπτό υλικό και επιπλέον έχει και κάποιες προφορικές παραδόσεις τις οποίες αντάσσει μέσα στην αφήγησή του. Και το 1817 η ιδέα αυτή πρώτη φορά προτείνεται από τον Friedrich Daniel Ernst Schleiermacher ο οποίος την προτείνει ειδικά για το καταλουκάν Ευαγγέλιο. Πολύ γοητευτική και αυτή η ερμηνεία και κυρίως γιατί θέτει για πρώτη φορά το ζήτημα στις προφορικότητες. Αυτό που σήμερα μαθαίνουμε είναι ότι η πολιτισμία εκείνης της εποχής ήταν προφορική και όχι γραπτή όπως είναι η δική μας σήμερα. Στην στιγμή σήμερα όλοι λίγο πολύ εξαπτώμαστε από το γραπτό λόγο και ο γραπτός λόγος είναι αυτός ο οποίος σωστικά διέπει την ζωή μας. Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο ήσυχε όμως και για τον αρχαίο κόσμο. Στον αρχαίο κόσμο τα πράγματα είναι μάλλον διαφορετικά αφού οι περισσότεροι άνθρωποι δεν δίνανται να γράψουν ούτε και να διαβάσουν. Όχι το άλλο στη γραφή συγγραμματής αλλά και οι ιερείς και τα πρόσωπα τα οποία κατέχουν η μόρφωση στην αρχαίο κόσμο είναι πρόσωπα που έχουν εκείρους και κοινωνική επιφάνεια. Επομένως υπάρχει μια άλλη λογική της προφορικής παράδοσης και ουσιαστικά η υπόθεση των διηγήσων βάζει και αυτή την παράμετρο στο παιχνίδι. Ουσιαστικά έχει και αυτή τα μειοδεκτήματά της η υπόθεση γιατί σε πολλές περιπτώσεις είναι πάρα πολύ δύσκολο να διακρίνεται τι ανήκει στην προφορική και τι ανήκει στην γραπτή παράδοση. Και επίσης μας είναι πάντοτε γνωστό πως είναι σωλάβισσα μέχρι τελικά να φτάσει το υλικό στα χέρια του συγγραφέου. Είναι πάντα πάρα πολύ εύκολο να πούμε βεβαιότητα ότι αυτό προέρχεται από μια γραπτή πηγή ή εκείνο προέρχεται από μια προφορική παράδοση. Όμως το σημαντικό σημείο σε αυτή και το δυνατό σημείο σε αυτή τη θεωρία είναι ακριβώς ότι αφήνει χώρο για το ιδιαίτερο ελληνικό το οποίο το συνδέει κυρίως με τις προφορικές παραδόσεις. Δημιουργεί ένα χώρο για να υπολογίσουμε τις τοπικές και ιδιαίτερες παραδόσεις της κάθε κοινότητας και του κάθε συγγραφέου του ευαγγελίου και επίσης θέτει στο παιχνίδι την παρέμβαση και την συντακτική επεξεργασία ως δυναμικές θα λέγαμε οι οποίες επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η συνοπτική παράδοση. Και το θέμα της προφορικότητας θα ξανάρθει στη συνέχεια ή λίγο νωρίτερα μάλλον αλλά και στη συνέχεια στα 1796-1797 στο τέλος του 18ου αιώνα. Ο Ιώχαν Γότφριντ Χέρτερ θα μιλήσει για πρωτευαγγέλιο με μια πάρα πολύ βοητευτική πρόταση, η πρόταση αυτή, ο οποίος όμως τώρα θα πει ότι αυτό το πρωτευαγγέλιο δεν είναι μια γραπτή αραμαϊκή εβραϊκή πηγή όπως υποστήριξε ο Λέσιν, αλλά πρόκειται ουσιαστικά για ένα προφορικό κείμενο, μια προφορική παράδοση, η οποία τι ονομάζει, προφορικό πρωτευαγγέλιο, μια θεωρία η οποία όπως και αυτή που στη συνέχεια θα προτείνει ο Ιώχαν Καρλ Λούτβιχ Γκίσελερ στα 1818, ο οποίος θα ορίσει ότι είναι ένα αραμαϊκό προφορικό πρωτευαγγέλιο, είναι βοητευτική, αλλά καταλαβαίνει κανείς ότι είναι αρκετά ασαφής, αφού δεν μπορούμε να έχουμε στα χέρια μας ακριβώς τι είναι αυτό το προφορικό κείμενο. Είναι πάρα πολύ δύσκολο σήμερα να έχουμε στη διάθεσή μας αποδείξεις για την ύπαρξη αυτού του προφορικού κειμένου. Και είναι δύσκολο γιατί σήμερα, γιατί απλώς την αρχαιότητα και την εποχή εκείνη δεν έχουμε ούτε, να το πω έτσι, καταγραφές και με το σκοφίσεις και με τα υποφωνήσεις, ούτε κάτι το οποίο θα μπορούσαμε να αποτυπώσουμε τον προφορικό λόγο, με αποτέλεσμα σήμερα να υποθέτουμε εμένα, αλλά να μην μπορούμε να αποδείξουμε. Επομένως, βοητευτική με τη θεωρία φέρνει για πάλι, για μία ακόμα φορά το θέμα της προφορικότητας, πολύ σημαντικό θέμα στη συζήτηση για την συνολική παράδοση και θα μιλήσουμε για την προφορικότητα και σε επόμενα μαθήματα, όμως ουσιαστικά δεν μας λύνει το πρόβλημα ούτε και αυτή η θεωρία. Η θεωρία η οποία τελικά κατορθώνει να επικρατήσει στην έρευνα είναι η θεωρία των δύο πηγών. Και λέγεται θεωρία των δύο πηγών, γιατί η προσπάθεια που έγινε σε αυτή τη θεωρία, ήταν ακριβώς να καταλήξουμε όσο δυνατόν καλύτερα σε μία πιο απλούστερη λύση. Γενικά να ξέρουμε ότι στο σωστικό πρόβλημα επικρατούσε παλαιότερα η τάση ότι το απλούστερο είναι και το καλύτερο και είναι και το ασφαλέστερο. Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον βέβαια, αλλά θα πρέπει να πω ότι δεν είναι πάντοτε η λύση, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Σε κάθε περίπτωση όμως, σε αυτή τη περίοδο για την οποία μιλάμε, επικρατεί η λογική ότι οι απλούστερες λύσεις είναι οι ασφαλέστερες. Και γι' αυτό ακριβώς η θεωρία των δύο πηγών είχε ένα καλό, είχε πολλά δυνατά σημεία. Και στα βασικά δυνατά σημεία της ήταν ακριβώς ότι κατέληγε στο να ελαχιστοποιήσει, θα λέγαμε, τις πιθανές πηγές των Ευαγγελιστών και ταυτόχρονα άφηνε χώρο για να δοθούν απαντήσεις σε διάφορα προβλήματα τα οποία ανέκυπταν από τη διερεύνηση της σχέσης των Ευαγγελιστών, όπως για παράδειγμα αυτό που είπα πριν, τις διαφωνίες μεταξύ τους ή και την απομάκρυση τους και τη χρήση ενός ιδιαίτερου υλικού. Τι λέει τώρα η θεωρία των δύο πηγών αυτό? Μπορεί κανείς να το καταλάβει και βλέποντας το σχήμα στην αρχή της παρουσίασης όπου δείχνει ακριβώς τη λογοτεχνική εξάρτηση των δύο ευαγγελιών. Τι λέει η θεωρία? Η θεωρία λέει ότι πρώτος είναι ο Μάρκος. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό γιατί καταλαβαίνετε ότι αντιστρέφει ή ανατρέπει να πω καλύτερα την προηγούμενη παράδοση η οποία ήθελε τον Ματθαίο να προηγείται όλον τον άλλον Ευαγγέλιο και τον Μάρκο να θεωρείτε ότι είναι η επιτομή. Τον δύο άλλον ακριβώς γιατί τα συντομότερος. Η θεωρία λέει ότι το συντομότερο είναι και το αρχαιότερο και απομένως ο Μάρκος όσο συντομότερος, ο περισσότερο αφαιρετικός, ο περισσότερο ανοιχτός σε ερωτήματα είναι εκείνος ο οποίος προηγείται ενώ αντίθετα οι άλλοι δύο Ευαγγελιστές έρχονται ουσιαστικά να το συμβιρώσουν, να το διορθώσουν, να το ερμηνεύσουν και επομένως θα πρέπει να τοποθετούν σε ένα επόμενο στάδιο της γραπτής Ευαγγελικής Παράδοσης. Ο Μάρκος λοιπόν είναι ο αρχαιότερος, τοποθετεί γύρω στα 70 μετά χρηστών ή λίγο πριν ή λίγο μετά την καταστροφή της Ιερουσαλίας και του Ναού και στη συνέχεια υπάρχει και μια δεύτερη πηγή, γιατί αυτό ο Μάρκος μπορεί να μας βοηθήσει στο να λύσουμε το πρόβλημα όσον αφορά το φαινόμενο που είπα ότι σχεδόν ολόκληρος αντιγράφεται από τους δύο Ευαγγελιστές, μόνο 30 στίχοι να τη κοίτουν, αποκλειστικά σε αυτόν όλοι οι άλλοι μπορούμε να τους βοηθήσουμε ή στον ένα ή στον άλλο, είτε και στους δυο μαζί Ευαγγελιστές. Και τίθεται και το ζήτημα πλέον μιας υποθετικής βέβαια αλλά σημαντικής για τη θεωρία αυτή των δύο πηγών πηγής, που είναι η λεγόμενη πηγή των λογίων. Η πηγή των λογίων τώρα, αν θέλουμε να το πούμε πάρα πολύ απλά, εντοπίζεται σε εκείνο το κομμάτι της συνοπτικής παράδοσης, όπου ο Μαρθέος και ο Λουκάς συμφωνούν μεταξύ τους και δεν μαρτυρείται αυτό από το μάγμα, το κείμενο. Βέβαια θα δούμε ότι σήμερα και αυτό έχει αρκετή συζήτηση και υπάρχουν πράγματα που έχουν εμφισβητηθεί όσον αφορά και αυτό το ζήτημα. Σε κάθε όμως περίπτωση η Cure, όπως ονομάζεται συνήθως στην έρευνα, δηλαδή η πηγή των λογίων, θεωρείται εκείνη η πηγή που μπορεί να εξηγήσει γιατί συμπίπτουν ακριβώς και στη σειρά του νογεμονότον και στον τρόπο διατύπωσης Ματθέος και Λουκάς. Η πηγή των λογίων, λοιπόν, αν θέλουμε πολύ απλά να την βρούμε, είναι ότι είναι κοινό μεταξύ των δύο αυτών, Ματθέου και Λουκά, και δεν απαντά στον Μαρθέο. Το ενδιαφέρον με την πηγή των λογίων είναι βέβαια και το δύσκολο και το βασικό επιχείρημα αυτό, που μέχρι σήμερα εκφράζονται σαν θυμβολίες τους και για την πηγή των λογίων, είναι ότι πρόκειται για μία υποθετική πανεπηγή, αφού δεν την έχουμε στην ιδεάθεσή μας. Όχι μόνο σήμερα, αλλά και τότε όταν πρωτοεδικώθηκε η θεωρία, δεν υπήρχε η δυνατότητα να καταλήξουμε με βεβαιότητα, αν πρόκειται για ένα γραπτό κείμενο στο οποίο να τρέχουν οι δύο άλλοι συμματικοί, ή αν πρόκειται για ένα προφορικό κείμενο και στη συνέχεια γιατί κείμενο πρόκειται, αν είναι δηλαδή στα ελληνικά, αν είναι στα ελληνικά, ποια είναι η χρήση του, η πραγματική του χρήση και φυσικά υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με τη θεολογία του συγκεκριμένου κειμένου, γιατί ακριβώς η πηγή των λογίων, όπως το λέει και το όνομά του, ουσιαστικά είναι μια συλλογή από λόγια τα οποία έχουν να κάνουν με τον Ιησού, μόνο ένα σταύμα διασώζεται στην πηγή των λογίων, κάτι βέβαια που οδήγησε τους επικριτές της θεωρίας, τουλάχιστον τους επικριτές αυτού που με μεγάλη ισοτοξία θεωρούσαν και θεωρούν ότι το πρόβλημα έχει λυθεί εφόσον κανείς έδωσε την πηγή των λογίων, έκαναν λοιπόν τους ερευνητές να είναι αρκετά ευφυλακτικοί όσον αφορά τα όρια αυτές τις πηγές, δηλαδή το ερώτημα το οποίο τίθεται σήμερα είναι κατά πόσο μπορούμε να προβεβαιώνται να πούμε από πού άρχισε και πού τελείωνε αυτή η πηγή, γιατί ως προστόν απτείχτηκε μια ολόκληρη θεολογία, θεολογική συζήτηση για την πηγή των λογίων, αν η κοινότητα που κρύβεται πίσω από αυτή ενδεχόταν την Ανάσταση, τι γνώριζε και ούτω, αφού η πηγή των λογίων δεν έχει περιγραφή της Ανάστασης, επομένως δεν έχει και γεγονότα περισσότερο, λόγια παραθέτη του Ιησού, επομένως υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση, φυσικά υπάρχει και ένα δεύτερο στάδιο, όπου η πηγή των λογίων αναζητήθηκε σε άλλα κείμενα και με τη σημασία που απέκτησαν τα απόκρυφα Ευαγγέλια όπως είναι για παράδειγμα το Ευαγγέλιο του Θωμά, η πηγή των λογίων αναζητήθηκε και εντοπίστηκε μέσα στο συγκεκριμένο απόκρυφο κείμενο. Και διευκόθηκε ακριβώς ότι πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο ουσιαστικά διασώζει την πηγή των λογίων, σήμερα βέβαια είμαστε πολύ επιφυλακτικοί για το αν αυτό που έχουμε σήμερα είναι πραγματικά η πηγή των λογίων, τουλάχιστον έτσι όπως τη φαντάστηκαν οι πρώτοι εισηγητές της θεωρίας. Σήμερα λοιπόν, θα πούμε βέβαια και αργότερα στο επόμενο μάθημα για αυτό, αλλά σήμερα είμαστε αρκετά επιφυλακτικοί και επικριτικοί όσον αφορά την αρχική βεβαιότητα για την πηγή των λογίων, δεν γνωρίζουμε πολλά, έχουμε πλήρη συγγενήση ότι είναι μια υποθετική πηγή, η οποία φυσικά δεν γνωρίζουμε επίσης αν γράφτηκε αρχικά στα ραμαϊκά ή στα ελληνικά, κράζουμε βέβαια ότι πρόκειται για μια κοφορική πηγή, αλλά όπως θα πω και πάλι αυτό δεν σημαίνει ότι έχει μία θα λέγαμε 100% βεβαιότητα. Και στη συνέχεια πηγαίνουμε στη θεωρία του Φάρερ. Η θεωρία του Φάρερ είναι ενδιαφέροσα, την εισήγαγε για πρώτη φορά στην μορφή του λέσδου που την έχουμε σήμερα ως την Φάρερ στην Οξφόλδη, η καθηγητής της Οξφόλδης, η οποία ουσιαστικά προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα της ΚΙΟ, γιατί όπως είπαμε η ΚΙΟ είναι μια πάρα πολύ ωραία και δελαστική πρόταση, μας δίνει δηλαδή το πρόβλημα των κοινών σημειών, των συμφωνιών μεταξύ Μάρκου και Ματιθέου Σιμώνι και Λουκά, δεν μας δίνει όμως απάντηση για όλα τα προβλήματα αλλά κυρίως παραμένει μια υποθετική πηγή. Είπαμε ότι η τάση γενικά στην έρευνα ήταν να αναζητούμε όσο να πλούστερες λύσεις, ότι οι απλούστερες λύσεις είναι και οι καλύτερες ή οι πιο αυθεντικές θα λέγαμε και πιο κοντά στην ιστορία του πράγματος. Διότι το σχετικό σήμερα έχει αλλάξει, αλλά σε εκείνη την εποχή για την οποία μιλάμε η τάση στην έρευνα ήταν αυτή. Η θεωρία λοιπόν του Φάρεν λέει το εξής, ότι προηγείται ο Μάρκος, αυτό δεν υπάρχει καμία αφιβολία, έτσι, και από εκεί και πέρα ουσιαστικά ο Μάρκος αντιγράφεται από τον Ματιθέο και αντιγράφεται ταχθόχρονα και από τον Λουκά και στη συνέχεια ο Λουκάς αντιγράφει και από τον Ματιθέο, δηλαδή ουσιαστικά ο Λουκάς παίρνει υλικό από τον Μάρκο, απευθείας, ή παίρνει υλικό από τον Ματιθέο, ο οποίος Ματθέος πάλι με τη σειρά του το έχει πάρει από τον Μάρκο, δηλαδή η δεύτερη, ας το πούμε έτσι, εξάρτηση εθνικά από τον Μάρκο είναι έμειση μέσω του Ματθέου. Είναι μια λύση, η οποία ακόμα και σήμερα έχει κάποιους υποστήριχτες, έχει προβλήματα. Το βασικό πρόβλημα είναι ακριβώς ότι δεν μας δίνει απαντήσεις για το ιδιαίτερο υλικό του καθενός, δεν μας δίνει απαντήσεις επίσης στο γιατί ο Ματθέος και ο Μάρκος συμφωνούν σε κάποια σημεία και σε αυτά δεν συμφωνεί ο Λουκάς, δηλαδή γιατί φαίνεται να γνωρίζουν για δύο το κείμενο και εφόσον ο Λουκάς θα τη γράφει που το μαθαίνει γιατί τελικά τα παραλείπει πράγματα τα οποία ουσιαστικά θα μπορούσαν πάρα πολύ καλά να ενταχθούν μέσα στο θεωρηλικό πλαίσιο της αφήγησης του Λουκάου αφού ταιριάζουν με άλλα τα οποία ο Λουκάς παραλαμβάνει και διατηρεί μέσα στο κείμενο. Είναι όμως μία λύση, μία ενδιαφέρουσα λύση και το βασικό της πλεονέκτημα είναι ακριβώς ότι βάζει στην άκρη την υπόθεση της Q, η οποία Q όπως είπαμε είναι μία θέση δελαστική. Σήμερα θα πρέπει να πω στην έρευνα ουσιαστικά πέζουμε και κοινούμαστε πάνω στην θεωρία των δύο πηγών, Q όμως παραμένει για όλους ένα δύσκολο κομμάτι ενδιαφέρων και βοητευτικών με αρκετά όμως προβλημάτων. Και στη συνέχεια έχουμε τη θεωρία Κρίσπαχ. Ο Κρίσπαχ μας είναι ονωστός, είναι αυτός που είπαμε για πρώτη φορά θέτει το ζήτημα των συνοπτικών αυαγγελίων, το συνοπτικό πρόβλημα, είναι αυτός που κάνει τη σύλληση μεταξύ τους, ασχολείται δελεχώς και είναι αυτός ο οποίος θα προτείνει και μία λύση. Πάλι και ο Κρίσπαχ, φυσικά ακόμα στη εποχή του δεν είναι διετυπωμένη η θεωρία των δύο πηγών, πάλι και ο Κρίσπαχ προσπαθεί ακριβώς να βγάλει έξω από τη συνάρτηση τη συνιστώση που λέγεται Q. Γιατί ακριβώς και γι' αυτό ακριβώς τελικά και σήμερα αρκετοί οι ερευνητές την αφητούν αυτή τη θέση, ξεκινώντας ακριβώς από τη δυσκολία που παρουσιάζει η Q. Ο Κρίσπαχ λοιπόν λέει πρώτος είναι ο Ματθαίος. Μην ξεχνάμε ότι ο Κρίσπαχ είναι στην αρχή αυτής της συζήτησης για το συνεπτικό πρόεδρο. Επανέρχεται δηλαδή στην Αγουστίνια θα λέγαμε λύση, να θυμίσω ότι Αγουστίνος, το είπα και όμως στην αρχή του μαθήματος, υιοθέτησε τη λύση του Ματθαίου ως το αρχαιότερο Ευαγγελίου το οποίο αντιγράφει στο τέλος της διαδικασίας ο Μάρκος και του ίδιο φαίνεται να υιοθετεί και ο Κρίσπαχ, περίπου δηλαδή, ο οποίος λέει ότι ο Ματθαίος αντιγράφεται από τον Λουκά και ο Μάρκος επίσης αντιγράφει μέσω του Λουκά τον Ματθαίο, αλλά ταυτόχρονα ο Μάρκος αντιγράφει και κατευθείαν από τον Ματθαίο. Το ερώτημα είναι γιατί αφήνει απ' έξω αρκετά πράγματα το 1-6 του Ευαγγελίου τον Ματθαίου και γιατί αφήνει απ' έξω το 1-3 του Ευαγγελίου του Λουκά. Γιατί δηλαδή, ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία τελικά ο συγγραφέας του Καταμάκων Ευαγγελίου επιλαγεί τα συγκεκριμένα ορία και όχι άλλα αφήνοντας στην άκρη ένα πολύ μεγάλο μέρος της παράδοσης Ευαγγελικής που βρίσκει στα δύο άλλα συνοπτικά. Και η θεωρία φυσικά ξεκινάει με τη λογική εδώ ότι το συντονότερο προϋποθέτει ότι έχουν προηγηθεί εκτενές τρακείμενα και ότι ο συγγραφέας του σύντομου Καταμάκων που σπαθεί ουσιαστικά να μαζέψει τις διαφορετικές παραδόσεις και να δώσει μία θα λέγαμε μία πιο συνοπτική και συνδετημένη αφήγηση. Η θεωρία αυτή ουσιαστικά επανήρθε στην συζήτηση ακαδημαϊκή με τον William Farmer αντίστοιχα σήμερα να λέγεται θεωρία Grisbach Farmer και κυρίως επικρατεί στον αγγλωσσαξονικό κόσμο και μάλιστα στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου βέβαια ταυτόχρονα παρακολουθούμε διαφορετικές στάσεις. Από τη μία μεριά έχουμε τέτοιες ιδέες να υποστηρίζει δηλαδή με αρκετή θέρμη και με αρκετούς εκπροσώπους συγκεκριμένη θεωρία. Από την άλλη μεριά όμως είναι και ο χώρος στον οποίο κυρίως έγινε η συζήτηση και η μελέτη της ΚΙΟ η οποία βέβαια σήμερα έχει προχωρήσει πάρα πολύ συζήτηση. Σήμερα μιλάμε για στρώματα της ΚΙΟ διακρίνουμε διαφορετικά στρώματα με ξεβρασίες του κειμένου και να μπορέσουμε ακριβώς να εξηγήσουμε και τις διαφοροποίησεις μεταξύ των δύο Ματθαίου και Λουκά όταν ενηγράφουμε από αυτό που ονομάζουμε ΚΙΟ. Πάντοτε δεν είναι απόλυτα συμβείς, θα τα δομιστεί το επόμενο μάθημα, υπάρχουν αποκλήσεις και αυτές φυσικά πρέπει να δοθεί κάποια λύση, κάποια εξήγηση. Νομίζω ότι βλέποντας ως εδώ την έρευνα στο οποίο πολύ συνηπτικά παρουσίασα τις βασικές τερεσίες έτσι για να αποκλείσουμε μια πρώτη επαφή με το πρόβλημα καταλαβαίνει κανείς πρώτον πόσο πολύπλοκο και πόσο δυσεπήλυτο κατά δεύτερον αυτό το πρόβλημα είναι. Πάρα πολύ δύσκολο σήμερα να καταλήξουμε βιβαιότητα ότι ισχύει η μία ή άλλη θεωρία, το είπα και νωρίτερα, είναι πάρα πολύ δύσκολο σήμερα να καταλήξουμε στο τι ακριβώς συνέβη στην πορεία σύνταξης των Ενταγγελίων και φυσικά πάντοτε όλες οι θεωρίες μας είναι θεωρίες οι οποίες κινούν στο χώρο της υπόθεσης. Αυτό νομίζω ότι ο κάθε ρεβλητής οφείλει τίμια και ειλικρινά να το πει στον εαυτό του και με βάση αυτή την προϋπόθεση να δουλέψει. Είναι το ερώτημα τότε που τίθεται γιατί τελικά πρέπει να συζητάμε με το συνοπτικό πρόβλημα αφού είναι ένα πρόβλημα που λίγο πολύ σήμερα δεν έχουμε καταλήξει, αφού είναι ένα πρόβλημα που τελικά δεν μπορούμε να βρούμε να με συμφωνήσουμε μεταξύ μας, γιατί τελικά είναι τόσο σημαντικό να ασχοληθούμε με μια τέτοια διαχρονική ανάλυση των κειμένων. Να προλάβω και να πω ότι σήμερα σε πάρα πολλές περιπτώσεις που έχουμε καταλήξει αυτή τη διαχρονική συζήτηση και καταλήγουμε σε περισσότερο συχρονικά μοντέλα έρευνας των κειμένων, από την άλλη μου σημεριά ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις που έχουμε τη συχρονική ματιά θα λέγαμε στα βιβλικά κείμενα, ακόμα και εκεί όμως υπάρχει μια συνειδητοποίηση της σπουδαιότητας της διαχρονίας όπου ελευθούμε τα κείμενα των συνοπτικών ευαγγέλειων. Στον Ιωάννη βέβαια να πω ότι έχουμε καταλήψει τελώς τη συζήτηση για τη διαχρονική ανάλυση του κειμένου γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο σήμερα να διακρίνουμε τα διάφορα στρώματα, όμως τις συνοπικά συνεχίζουμε ακόμα να συνεχίσουμε έχοντας βέβαια συνείδηση ότι πρόκειται για κείμενα τα οποία τελικά ίσως να μην καταλήψουμε ποτέ σε μια απόλυτα ασφαλή απάντηση. Γιατί λοιπόν ενδιαφέρει το συνοπτικό πρόγραμμα. Πρώτα πρώτα μας ενδιαφέρει για λόγους ιστορίας. Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον ότι το συνοπτικό πρόγραμμα συνδέεται με ένα άλλο ζήτημα, εξίσου σημαντικό στην έρευλο, που είναι τη συζήτηση για τον ιστορικό Ιησού. Βέβαια στην Ελλάδα και γενικότερο στον αυθόδοξο χώρο της Ανατολής το θέμα του ιστορικού Ιησού δεν απασχόλησε γιατί οι τρόποι που κατανοήθηκε η ιστορία στο Ανατολικό κομμάτι της Θεονοσύνης ήταν πολύ διαφορετικοί από τους τρόπους που κατανοήθηκε στο Δυτικό κομμάτι και γιατί φυσικά στην Δύση έπαιξε ένα πάρα πολύ σημαντικό ρόλο ο διαφωτισμός ο οποίος έδισε πολύ διαφορετικά κριτήρια στην έρωνα του ελληνικού της αρχαίου του παρελθόνους και έπαιξε επίσης και το ζήτημα της ιστορικότητας. Δεν είναι ιστορικό Ιησού, σαστικά εννοούμε όλα αυτά τα στοιχεία, όλα τα λόγια, οι πράξεις, τις οποίες διασώζονται σήμερα και οι οποίες ανάγονται ακριβώς στον ίδιο τον Ιησού και δεν πρόκειται για επεξελασίες, προσθήκες, ρημιγίες, παραφθορές ή αν θέλετε μετατροπές ή λοιπού από την Εκκλησία η οποία ακολούθησε. Και φυσικά το πρόβλημα για τον ιστορικό Ιησού είναι πολύ μεγάλο, δε πέρα από τα όρια του παρόντος μαθήματος, είναι ένα ζήτημα το οποίο ακόμα πασχολεί την έρευνα, χωρίς και αυτό, παρόμοια όπως και το συμμετικό, να μπορεί να έχει μία βέβαιη απάντηση. Και η διαπίστωση και στην περίπτωση του θέματος του ιστορικού Ιησού είναι ακριβώς ότι εξακολουθεί και αυτό είναι εξαιρετικά πολύπλοκο ζήτημα. Άρα λοιπόν, πρώτα απ' όλα το συνοπτικό πρόβλημα συνδέεται άμασταν με τον ιστορικό Ιησού γιατί ακριβώς αυτές οι διαφορές που πολύ συχνά μας οδηγούν στο ερώτημα και τελικά ποιο από όλα αυτά σημαίνει. Ας πούμε για παράδειγμα ο Ιησούς λέει δύο φορές, έχουμε δύο παραδόσεις για την ιστορία του χαμένου προβάτου σε διαφορετικές μου συνάφειες. Σε άλλη συνάφεια την έχει ο Μαθέος, σε άλλη συνάφεια έχει ο Λουκάς και αποτέλεσμα να βγαίνουν διαφορετικά συμπεράσματα ή έχουμε ταυτόχρονα θαύμα χορτασμού 4.000 και θαύμα χορτασμού 5.000. Ποιο από τα δύο ισχύει, ισχύουν και τα δύο συνέχισα και τα δύο πρόκειται για δύο διαφορετικές παραδόσεις που για κάποιο λόγο τελικά οι Ευαγγελιστές τις διατηρούν μέσα στα κείμενά τους. Τι ακριβώς συνέβη, είναι ένα θέμα, το ακριβώς αυτό τι συνέβη είναι ένα ερώτημα καθαρά ιστορικό και είναι ένα ερώτημα που αφορά αυτό που είπα και πριν τον ιστορικό ίσου. Σε ένα δεύτερο επίπεδο βέβαια η συζήτηση για το συνορτικό πρόβλημα αφορά στη μεγαλύτερη συζήτηση που κάνουμε για τον Αρχαίγωνο Χριστιανισμό και τελώς η συζήτηση για τον Αρχαίγωνο Χριστιανισμό, το ζήτημα για παράδειγμα τι ήταν τελικά, πως λειτούργησαν οι παραδόσεις μέσα στις κοινότητες, πως διαδόθηκαν, πως καταγράφηκαν, ποιες δομές θα λέγαμε αυθεντίας και ποιες δομές ελέγχου ή μη ελέγχου λειτούργησαν, ώστε να έχουμε στα χέρια μας σήμερα το κείμενο που έχουμε, γιατί επικρατούν τα συγκεκριμένα κείμενα, γιατί ο ένας ευαγγελιστής επιλέγει εφτά και ο άλλος επιλέγει κάποια άλλα γεγονότα και ούτω καθεξής, όλα αυτά είναι ερωτήματα που λίγο πολύ έχουν να κάνουν ακριβώς με αυτό που είπα τώρα, την ιστορία του Αρχαίγωνο Χριστιανισμού, μια αγοητευτική ιστορία, η οποία ουσιαστικά αυτό που διαπιστώνουμε συνεχώς είναι το πόσο λίγο γνωρίζουμε, γιατί ακριβώς είμαστε υποκρομένοι να στηλεθούμε συγκασίες, είμαστε υποκρομένοι να στηλεθούμε σε αυτά που έχουμε στα χέρια μας. Ο δεύτερος λόγος είναι η θεολογία, είναι θεολογική η λόγη μας, γιατί ακριβώς όπως είπα πριν, ένα μεγάλο ερώτημα είναι γιατί ο κάθε Ευαγγελιστής φαίνεται να λέει της ίδιος ιστορίας, πως επιλέγει κάθε φορά μια διαφορετική γραμμή αφήγησης ή επιλέγει διαφορετικά γεγονόματα ή τονίζει διαφορετικά στοιχεία στις ίδιες αφηγήσεις που κάνει ο άλλος Ευαγγελιστής. Ποιοι είναι οι λόγοι και τι είναι αυτό που τον οδηγεί τελικά σε τέτοιες αποφάσεις. Η απάντηση που δίνεται καταρχάς είναι ότι αυτοί οι λόγοι δεν μπορεί να είναι η τυχαιότητα ή αν θέλετε η έλλειψη ικανότητας εκ μέρους των Ευαγγελιστών, αλλά απλά πιστεύουμε ότι πίσω από αυτό πρέπει να υπάρχει μια βαθύτερη θεολογική αιτία, δηλαδή να υπάρχουν συγκεκριμένοι θεολογικοί λόγοι, οι οποίοι οθούν τους συγγραφείς να επιλέξουν το ένα ή το άλλο περιστατικό, να τονίσουν στο ίδιο περιστατικό καθώς διαφορετικά πράγματα, να αλλάξουν τη σειρά τον περιστατικό, να αλλάξουν τη συνάφεια, να οδηγήσουν επομένως σε διαφορετικά θεολογικά συμπεράσματα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για να το καταλάβουμε αυτό είναι η παράδοση του μυστικού δίπλου, για την οποία έχουμε και από τους τρεις συνοπτικούς Ευαγγελιστές την ίδια περίπου παράδοση. Μαρθέο, Μάρπορ και Λουκά. Αλλά θα δούμε ότι παρόλο που έχουμε την ίδια περίπου παράδοση, υπάρχουν διαφορετικές διατυπώσεις, υπάρχουν διαφοροποίησεις οι οποίες δεν μπορεί να είναι και τόσο τυχές, αλλά μάλλον να πληγούν κάτι πιο βαθύτερες επιλογές και προφανώς αντικατοτρίζουν και συγκεκριμένες θεολογικές συζητήσεις μες στις συγκεκριμένες κοινότησες. Ας δούμε λίγο για παράδειγμα στο Ματθαίος 26, 27, 28 λέει και λαβών το ποτήριο και ευχαριστήσεις σας, έδω και ναυτής λέγω πείτε εξ αυτού πάντως, τούτο γαρεστή το αίμα μου, τούτο της Καινής Διαθήκης, το περίπολον εκχεινόμενον εισάφια συναμαρτιών. Πηγαίνοντας στο Μάρκος το 14, 23 έως 24 και αιστιώντο λέει λαβών ο Ιησούς Άρτον έτσι ευλογή σας έκλασε και έδωσε εδώ και ναυτής και είπε λάβετε φάγετε, τούτο αισθή το αίμα μου, το σώμα μου και λαβών το ποτήριο ευχαριστήσεις εδώ και ναυτής και έπαιρνε εξ αυτού πάντως και είπε ναυτής, τούτο εισθή το αίμα μου, τούτο της Καινής Διαθήκης, το περίπολον εκχεινόμενον. Εδώ μοιάζει να ο Ματθαίος με τον Λουκά αρκετά, προχωράμε στον Λουκά στο 22 κεφάλαιο και στο στίχο 20. Εδώ ο Λουκάς παραδίδει ως εξής το ίδιο περιστατικό, ο σαφθος και το ποτήριο είναι μετά το διπνή, το 19 αρχίζει και λαβών ο Ιησούς Άρτον ευχαριστήσεις έκλασε και έδωσε και ναυτής λέγουν, τούτο εισθή το αίμα μου, το υπερμόν διδόμενο, τούτο ποιήται εις την εμήν ανάμνηση, εδώ έχουμε την ανάμνηση ένα καινούργιο στοιχείο το οποίο δεν υπήρχε στις προηγούμενες αφηγήσεις, ο σαφθος και το ποτήριο είναι μετά το διπνή σε λαβών, τούτο το ποτήριο είναι καινή διαθήκεν το αίμα τίμου, το υπερμόν εχεινόμενο. Βλέπουμε ότι υπάρχουν πολλές σημείες τα οποία συμφουνούν, υπάρχουν όμως και κάποια στοιχεία που διαφοροποιούνται. Στοιχείο της ανάμνησης εδώ είναι εξαιρετικά σημαντικό. Η ιστορία αυτή με τις τρεις παραδόσεις αποκτά και ένα ακόμα πιο ενδιαφέροντα χαρακτήρα, γιατί ακριβώς την ίδια παράδοση έχουμε και στην Άλθα προς Κολυφείως. Πολλοί πριν δηλαδή γράφουν τα Ευαγγέλια, από μόνο σε μια προφορική παράδοση η οποία περνάει μέσα στα Ευαγγέλια μας. Στο ενδέκατο κεφάλαιο και στο στίχο 25 που ο Παύλος μιλάει ακριβώς για το θέμα της Θείας Ευχαριστίας, αρχίζει από το στίχο 23 που λέει «γώ απαλεύω από του Κυρίου οκε παρέδω καηβήν, ότι ο Κύριος Ιησούς εν νυχθεί, παρεδίωτο έλα βενάριτον και ευχαριστή σας έκλασσε και είπε λάβετε φάγηδε τούτο μου ειστεί το σώμα το υπερημό κλώμα μου, τούτο ποιήτης είναι μια ανάμνηση». Εδώ φέρνει εξάρτηση από την παράδοση που έχει ο υπόψης του Λουκάνη. Στο σάθος που το ποτήριο μετά το πνεί σε λεύον τούτο το ποτήριο «Η Καινή Διαθήκε στείεν το ημωέματι». Πάλι εδώ έχουν εξάρτηση από τον Λουκάνη, λοιπόν αποκτάει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον εδώ ο τρόπος που περιπλέκονται και εμπλέκονται οι διάφορες ιστορίες, διαφοροποιούνται που συγκλίνουν και ακριβώς μια θεολογική διαφοροποίηση εδώ είναι ότι ανάμεσα στον Μακθαίο και στον Λουκάν τον είστε περισσότερο το στοιχείο της θυσίας, το οποίο βέβαια αποσυνάζει και στον Λουκάν ή στον Παύλο, εκεί υπάρχει και το στοιχείο της ανάμνησης ακριβώς γιατί υπάρχει μια πιο σαφή σαν αφορά στο παρόν των αναγνωστών του συγκεκριμένου κειμένου. Α λοιπόν το στοιχτικό πρόβλημα δεν είναι μόνο καθαρά ένα πρόβλημα που μας λύνει απορίες ιστορικής φύσης, αλλά είναι και ένα πρόβλημα το οποίο μας βοηθάει να αναζητήσουμε ακριβώς αυτό τον αρχαίγοντος θεοδισμό, θεολογικές θάσεις, να δούμε στοιχεία της θεολογίας των συγγραφέων και αυτό που σήμερα καταλήγουμε χάρης τόσο στην στα επιτέλδα της Φορνγκησίκτη αλλά και της δεταξιόσκησης, είναι ότι επρόκειται για μία... τα κείμενα με συγγνώνα από πίσω έχουν ελπίδες κοινότητες και επομένως αυτό που βλέπουμε να αντικατοπτρίζει και να αποτυπώνει ως θεολογική ερώτηση και απορία, ουσιαστικά κρύβει πίσω του προφανώς μία βαθύτερη θεολογική συζήτηση. Πέρα όμως από αυτά, οι λόγοι που συζητάμε για το συνοπτικό πρόβλημα είναι και πολιτισμικοί. Οι παμπούτσοι στην αρχαιότητα δεν υπάρχει τόσο μεγάλα ενδιαφέρον να συζητηθεί το θέμα, είτε σου αν δεν υπάρχει διάθεση να εντοπιστούν τόσο πολλοί διαφορές, αυτό που γενικά προτιμάται είναι να βρούμε τις ομοιότητες και να κάνουμε μία προσπάθεια σύγκριση σε όλο τον αφηγήσουν έτσι ώστε να επαληθούν κατά το μάλλον ή τον όλες οι διαφορές. Ωστόσο, όταν βλέπουμε ότι το πρόβλημα το συνοπτικό τίθεται με αρκετή οξύχτα αμέσως μετά από την περίοδο διαφέροντισμού και σε μια περίοδο που η ανθρωπότητα αρχίζει να έχει, ειδικά η Ευρώπη, να δει μία ιδιαίτερη έμφαση σε ιστορικά ζητήματα αλλά και στο κείμενο. Και όχι πλέον που ανατρέχει και χάρη στη μεταρρύθμιση ανατρέχουν οι μελετές στο ίδιο το κείμενο της Αγίας Γραφής, ας μην ξεχνάμε κιόλας ότι στον Προτεστατικό χώρο τη μεταρρύθμιση κυριαρχεί η αρχή της σόλας κρυπτούρα, μόνο η γραφή, η οποία ακριβώς δίνει μία θα λέγαμε διαφορετική θέση στην Αγία Γραφή Επομένως είναι λογικό ότι μέσα σε αυτή την προτεραιότητα, αποτέλεσμα αυτής της προτεραιότητας και πρόκριση της Αγίας Γραφής είναι ακριβώς να τεθούν με μεγαλύτερη οξύτητα τέτοια προβλήματα. Είναι ο λοιπόν ένας πολιτισμικός παράγοντας ο οποίος οδηγεί στη συζήτηση για το συμβουλτικό πρόβλημα και επίσης η αλήθεια είναι ότι και σήμερα ακόμα, ούντας ένα πολιτισμικό πρόβλημα και ούντας ένα πρόβλημα που απασχολεί το σύγχρονο ερευνητή Ίσως πολύ περισσότερο από ό,τι απασχολούν σε εκείνη της αυθότητας, οι λύσεις που προτείνονται μπορούν να συμβάλουν σε μια κατανόηση. Βλέπουμε το ζήτημα μας σήμερα σε μια κατανόηση που είναι ακριβώς, όχι μόνο του παρελθόντος αλλά και του δικού μας παρόντος και της θέσης και του ρόλου που έχει το κάθε μέρος της κοινότητας μας στη γεινότητα. Όμως εδώ δείτε και ένα άλλο ζήτημα σύγχρονο, είναι κατά πόσο αυτή η θεωρία του συνοπτικού προβλήματος, το ζήτημα συζήτη και το θεωρηματικό προβλήμα μπορεί να συμπεριλάβει και λύσεις οι οποίες θα είναι περισσότερο προσανατορισμένες στον αναγνώστο. Βλέπετε, το είπα πριν και για τη σύγχρονια και τη διαχρονία, μία άλλη μετακίνηση που έχουν τα τελευταία χρόνια, μια αλλαγή του παραδείγματος, τα έλεγα, είναι ότι ξεφεύγουμε από την παλαιότερη λογική, την καθαρά ιστορικοκριτική, όπου το κείμενο και ο συγγραφέας και το αρχικό ερχική συνάδραμα στην οποία διτυπώνεται το κείμενο είναι αυτά που έχουν σημασία και αρχίζουμε σιγά σιγά να προχωρούμε σε περισσότερο προσανατορισμένες στον αναγνώστο οι λύσεις, σε λύσεις οι οποίες περισσότερο δίνουν έμφαση σε αυτό που λέμε σήμερα ανταπόκριση του αναγνώστη, ρίτες της φως. Ένα ράπημα λοιπόν είναι πώς αυτές οι νέες προσεγγίσεις μπορούν να εναρμονιστούν, μπορούν κατά κάποιο τρόπο να συμβλέψουν με τη συζήτηση για το συνοπτικό πρόβλημα και πώς θα μπορούσαν αυτές οι καινούργιες θεωριές με κάποιο τρόπο να ειλαγούν και να αξιοποιηθούν μέσα στη γενικότερη συζήτηση του συνοπτικού προβλήματος. Νομίζω ότι βλέποντας όλα τα προηγούμενα και κάνοντας και αυτή τη σύντομη, στο τέλος, ενήτηση, συμπεράσματος συζήτηση, μπορούμε να καταλάβουμε ακριβώς το πώς το συνοπτικό πρόβλημα τελικά όσο βοητευτικό, όσο πραγματικά θα λέγαμε προκλητικό για συζήτηση και για αναζήτηση λύσεων είναι, ουσιαστικά καταλήγει πάντοτε σε μια πορεία των ερευνητών, σε ένα διέξοδο θα λέγαμε, αφού καμία θεωρία όπως πολύ συχνά ανέφερα σήμερα στο μάθημα δεν έχει θα λέγαμε το απόλυτο κυρουσβέβαιο, επικρατεί σαφώς η θεωρία των δύο κουβόνια, το μοντέλο το οποίο συνήθως σήμερα χρησιμοποιείται στη συζήτηση, όμως σε καμία περίπτωση δεν είναι το μόνο μοντέλο το οποίο αξιοποιείται και λαμβάνει την υπόψη συζήτηση, εισαγωγή στο επόμενο μάθημα πως σε πολλές περιπτώσεις τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Αυτό που μπορούμε να πούμε έτσι με μεγάλη ασφάλεια και το μόνο που τελικά μπορούμε να πούμε καταλήγοντας στο σημερινό μάθημα είναι ότι το συγκεκτικό πρόβλημα παραμένει ένα γοητευτικό λογοτεχνικό ένιγμα, ένα ένιγμα το οποίο έχει τεθεί ως πρόβλημα εδώ και αρκετούς αιώνες και το οποίο όμως δεν βρήκε ποτέ λύση. Καμία λύση από όλες δεν είναι απόλυτα ικανοποιητική, ακόμα και αυτές οι οποίες σήμερα είναι εκείνες που επικρατούν στον ακαδημαϊκό χώρο με κύρια μεταξύ τους στη θεωρία των δύο πληγών, δεν μπορεί, θα θυμούν και όλα στο επόμενο μάθημα, να απαντήσει πλήρως στα προβλήματα τα οποία θέτει το κείμενό μας. |