Εκκλησιαστικό Δίκαιο: Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE άσκησης της θρησκείας. Μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει υπόθεση στην Αυστρία που αφορά τη μουσουρμανική μανδήλα και στη θεωρία και στην πράξη. Η τοποθέτηση στο κεφάλι της μουσουρμανικής μανδήλας από μόνη της δεν έχει σημασία για την ταυτότητα, τον προσιλητισμό ή το δογματικό διαποτισμό. Κάποια που φορά μουσουρμανική μανδήλα ως εκ τούτου δεν θα αποκλειώταν απαραίτητα από το επάγγελμα του εκπαιδευτικού. Ο νόμος για τους Ανατολικούς του 2003 έθισε τέλος στην άδικη μεταχείριση μεταξύ της Κοπτικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και των δύο άλλων Ανατολικών Ορθόδοξων Εκκλησιών, οι οποίες ήδη αναγνωρίστηκαν. Της Αρμενικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από το 1973 και της Συριακής Ορθόδοξης Εκκλησίας από το 1985. Αυτές οι εκκλησίες δεν διαφέρουν θεωρητικά παρά την κανονική τους ανεξαρτησία. Ο σκοπός αυτού του νόμου ήταν να διαμορφώσει νομική κατάσταση, η οποία όχι μόνο θα σεβόταν την εσωτερική οργάνωση των Ανατολικών Ορθόδοξων Εκκλησιών, αλλά και θα δημιουργούσε ειδικό και ομοιογενές δίκαιο θρησκευμάτων γι' αυτές. Στη συνέχεια ο καθηγητής Δ. Πότσ αναφέρεται στις καταχωρημένες θρησκευτικές κοινότητες, αφού ολοκλήρωσε το ζήτημα των αναγνωρισμένων εκκλησιών ή θρησκευτικών κοινοτήτων. Ο νόμος για το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων του 1998 θέσπισε για τις θρησκευτικές κοινότητες νομική βάση για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας, χωρίς ταυτόχρονα να τις παρέχει το καθεστώς του νομικού προσώπου δημόσιο δικαίου. Αυτός ο νόμος δεν εφαρμόζεται στις φιλοσοφικές κοινότητες, καθώς είναι κοινότητες μη θρησκευτικών περιπηθήσεων. Υπάρχουν όμως προβλήματα που συνδέονται με αυτό, όταν εξετάζεται από την προοπτική των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Οι διατάξεις για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας από τις θρησκευτικές κοινότητες συντάχθηκαν κατά πολλούς τρόπους, σύμφωνα με την καταχώρηση την οποία προβλέπει το δίκαιο των σωματίων και η οποία αποκτάται ύστερα από έτηση υποκείμενη στην πιθανότητα απόρριψης για ειδικούς λόγους. Η νομική προσωπικότητα στο ιδιωτικό δίκαιο αποκτάται με την καταχώρηση ως μέρος της έτησης. Ο ΕΤΟΝ πρέπει να αποδείξει ότι τουλάχιστον 300 πρόσωπα που κατοικούν στην Αυστρία ανήκουν στη θρησκευτική κοινότητα. Αυτά τα πρόσωπα δεν πρέπει να ανήκουν σε κάποια άλλη θρησκευτική κοινότητα η νομικά αναγνωρισμένη εκκλησία ή θρησκευτική κοινότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 5, οι αρχές πρέπει να απορρίψουν την έτηση εάν το καταστατικό της κοινότητας δεν πληρεί τις νομικές τυπικές προϋποθέσεις ή εάν αυτό είναι απαραίτητο εν όψη της δασκαλίας ή πρακτικής της για την προστασία των συμφερόντων της δημόσιας τάξης, υγείας και ηθικής ή των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων στο πλαίσιο δημοκρατικής κοινωνίας. Αυτή είναι απαραίτητη εγγύηση, ιδιαίτερα στα ζητήματα της ηθικής αυτουργίας σε διάπραξη εγκλήματος, της παρεμπόδησης της ψυχολογικής ανάπτυξης των ανηλήκων, της βλάβης της ψυχολογικής ακεραιότητας των μελών ή της εφαρμογής ψυχοθεραπευτικών μεθόδων με σκοπό τον προσιλητησμό. Οι θρησκευτικές κοινότητες με την καταχώρηση αποκτούν ένα είδος έγκρισης του θρησκευτικού τους χαρακτήρα. Αυτή έχει νομική σημασία πέρα από την παραχώρηση νομικής προσωπικότητας, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση κατά την οποία η έννομη τάξαν λύει νομικές συνέπειες από τη θρησκευτική διάσταση ως τέτοια και όχι απλώς και μόνο από το καθεστώς της αναγνώρησης. Στη συνέχεια ο καθηγητής Ρίτσαρν Πόρτς αναφέρεται στις θρησκευτικές κοινότητες που έχουν νομική προσωπικότητα σωματίου σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 του νόμου του 2002. Αυτός ο νόμος δεν εφαρμόσει σε εκείνα τα σωματεία που συστάθηκαν δυνάμια άλλων νομικών διατάξεων ή τα οποία έχουν υιοθετήσει διαφορετική νομική μορφή, δυνάμια άλλης σχετικής νομοθεσίας. Οι θρησκευτικές κοινότητες μπορούν σήμερα να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα μέσω της οδού του σωματίου, το οποίο δεν ήταν δυνατό δυνάμι του προηγούμενου δικαίου. Οι θρησκευτικές κοινότητες που αποκτούν νομική προσωπικότητα δυνάμια αυτού του νόμου έχουν ίση μεταχείριση με άλλα ιδεολογικά σωματεία. Εδώ ολοκληρώνεται το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων κατά την ανάπτυξη του καθηγητή Ρίτσαρντ Πότσ. Μπορούμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις πάνω στη συγκεκριμένη ανάπτυξη του καθηγητή Ρίτσαρντ Πότσ. Πρώτη παρατήρηση ότι οι αναγνωρισμένες εκκλησίες και θρησκευτικές κοινότητες διακρίνονται από τις καταχωρημένες θρησκευτικές κοινότητες και επίσης από τις θρησκευτικές κοινότητες οι οποίες αποκτούν τη νομική προσωπικότητα σωματίου. Οι αναγνωρισμένες εκκλησίες και θρησκευτικές κοινότητες έχουν συνταγματική βάση στο άρθρο 15 του Αυστριακού Συντάγματος. Διότι εκτός εάν αποκλείονται από τη συγκεκριμένη εφαρμογή νόμων που αφορούν τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, η νομοθεσία που αφορά τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, επί και τα θρησκεύματα που έχουν νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου. Για τη νομική αναγνώριση εκκλησιών και θρησκευτικών κοινοτήτων υπάρχει ένας νόμος του 1874 που προβλέπει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αυτή η νομική αναγνώριση. Δηλαδή προβλέπονται οι προϋποθέσεις. Αυτός ο νόμος προέβλεπε δύο προϋποθέσεις, αλλά όμως συμπληρώθηκε με το νόμο του 1998 που αφορά τις καταχωρημένες θρησκευτικές κοινότητες και ο οποίες ως προς τις αναγνωρισμένες εκκλησίες θρησκευτικές κοινότητες θέσπησε και μια τρίτη προϋπόθεση. Η πρώτη προϋπόθεση για τη νομική αναγνώριση μιας εκκλησίας μιας θρησκευτικής κοινότητας είναι, πρώτον, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι θρησκευτικές πρακτικές και το καταστατικό να μην είναι αντίθετες στην δημόσια τάξη ή τα Χρισταϊθη. Δεύτερη προϋπόθεση, να μπορεί να συσταθεί μια τουλάχιστον θρησκευτική κοινότητα σύμφωνα με τις προϋποθέσεις αυτού του νόμου του 1874. Η τρίτη προϋπόθεση είναι δημογραφική αυτή που προβλέπεται από το νόμο του 1998. Δηλαδή, απαιτείται ελάξιος αριθμός πιστών του 2% του αυστριακού πληθυσμού σύμφωνα με την τελευταία απογραφή. Και η αναγνώριση, σύμφωνα με τον νόμο για την αναγνώριση, γίνεται με νόμο. Έτσι, λοιπόν, έχουμε τους εξής ειδικούς νόμους που αφορούν τις νομικές αναγνωρίσεις των εξής θρησκευμάτων. Το νόμο για τους Πρωτεστάντες του 1961, το νόμο για τους Ορθοδόξους, δηλαδή για την Ελληνιορθόδοξη Εκκλησία της Αυστρίας του 1967, το νόμο για τους Ισραηλίτες του έτους 1890, το νόμο του 1912 σε συνδυασμό με εκείνον του 1980-1988 για τους Μουσουρμάνους, το νόμο του 2003 για τους μονοφυσίτες, Κλουκοπτική Ορθόδοξη Εκκλησία, Αρμενική Ορθόδοξη Εκκλησία, Συριακή Ορθόδοξη Εκκλησία. Όσον αφορά την Καθολική Εκκλησία, η νομική αναγνώρισή της γίνεται με τον Κογκορδάτο μεταξύ της Αγίας Έδρας και της Δημοκρατίας της Αυστρίας του 1933. Οι νόμοι, οι αυστριακοί που παρέχουν ειδική αναγνώριση στα θρησκεύματα, στα οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως, περιλαμβάνουν και ένα καταστατικό για κάθε ένα από αυτά τα θρησκεύματα, ούτως ώστε να υπάρχουν όλες εκείνες οι διασφαλίσεις που αφορούν την διοίκηση και την εκπροσώπησή τους σε σχέση με τις συναλλαγές. Δικαιώματα κρατικής εποπτείας, εξουσίες μάλλον κρατικής εποπτείας, προβλέπονται στο νόμο για τους Ορθοδόξους και στο νόμο για τους Ισραηλίτες. Οι αρμοδιώτες κρατικής εποπτείας στην έκταση που παραβιάζουν το δικαίωμα στην αυτονομία των Εκκλησιών και της Εθνικών Κοινοτήτων, υποστηρίχθηκε στην Αυστρία ότι δεν είναι σύμφωνα με τις συνταγματικές εγγυήσεις της αυτονομίας των Εκκλησιών και της Εθνικών Κοινοτήτων, δηλαδή με τη σκεφτική ελευθερία. Είναι αξιοσημείωτες οι διατάξεις που αφορούν την Καθολική Εκκλησία, η οποία αναγνωρίζεται ειδικά με συμβατικό τρόπο, δηλαδή με διεθνή συνθήκη, δηλαδή με το Κογκολδάτο του 1933 μεταξύ της Αγίας Έδρας και του Αυστριακού Κράτους. Οι οργανισμοί της Καθολικής Εκκλησίας που έχουν νομική προσωπικότητα σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο, είναι και νομικά πρόσβα δημόσιο δικαίου κατά το κρατικό δίκαιο. Η Καθολική Εκκλησία ως γνωστών αποτελεί τη μοναδική περίπτωση, εξόσον γνωρίζω θρησκεύματος, το οποίο κατά το εσωτερικό δίκαιο, το δικό της, δηλαδή σύμφωνα με τον Κόδικα Κανονικού Δικαίου της Λατινικής Εκκλησίας και σύμφωνα με τον Κόδικα Κανονών των Αντολικών Καθολικών Εκκλησιών, προβλέπει μορφές νομικής προσωπικότητας δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου για τους οργανισμούς τους δικούς της. Αυτές οι μορφές νομικής προσωπικότητες ισχύουν στο εσωτερικό δίκαιο της Καθολικής Εκκλησίας. Δεν ισχύουν αυτοδικαίως και στις κρατικές ενωμείς τάξεις. Όμως εδώ έχουμε ένα κονκορδάτο με το οποίο το αυστριακό κράτος αναγνωρίζει ότι όλοι οι οργανισμοί της Καθολικής Εκκλησίας, που έχουν νομική προσωπικότητα σύμφωνα με το εσωτερικό της δίκαιο του Κανονικού Δίκαιου, έχουν αυτοδικαίως νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου κατά το κρατικό δίκαιο της Αυστρίας. Οι υφιστάμενοι κατά το κονκορδάτο. Και ότι οι οργανισμοί που πρότει να ιδρυθούν μετά το κονκορδάτο, οι οργανισμοί της Καθολικής Εκκλησίας που πρότει να ιδρυθούν από τις αρμόδιες αρχές της Καθολικής Εκκλησίας μετά το κονκορδάτο, αποκτούν νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου μόλις γνωστοποιηθεί η ίδρυσή τους στο αρμόδιο ομοσπονδιακό υπουργείο. Για την ίδρυση εκκλησιαστικών επαρχιών και επισκοπών, όπως και για σημαντικές μεταβολές ορίων, τα ζητήματα αυτά αποτελούν αντικείμενο της Διεθνούς Συμφωνίας μεταξύ της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης και της Αγίας Έδρας. Όσον αφορά το διορισμό σε εκκλησιαστικά αξιώματα της Καθολικής Εκκλησίας, αυτή είναι χωρίς παρέμβαση από την κυβέρνηση της Αυστρίας, με μία εξαίρεση μόνο για την αντίρρηση πολιτικού χαρακτήρα όσον αφορά τον αντιορισμό επισκόπων. Δηλαδή, κοινοποιείται εμπιστευτικά, δηλαδή ενημερώνεται εμπιστευτικά η αυστριακή ομοσπονδιακή κυβέρνηση από την Αγία Έδρα για το όνομα του επισκόπου ο οποίος πρόκειται να διοριστεί από την Αγία Έδρα. Η κυβέρνηση της Αυστρίας μπορεί να προβάλλει αντίρρηση πολιτικού χαρακτήρα για τον συγκεκριμένο πρόσωπο. Αν δεν υπάρξει συμφωνία ως προς τον συγκεκριμένο πρόσωπο, η Αγία Έδρα είναι ελεύθερη να διορίσει το δικό της υποψήφιο. Μέχρι τον όμο του 1998 για τις καταχωρημένες θρησκευτικές κοινότητες, η Αυστρία είχε μόνον δύο είδη θρησκευτικών κοινοτήτων. Τις αναγνωρισμένες με νόμο και τις μη αναγνωρισμένες. Από το 1998 έχει και τις καταχωρημένες θρησκευτικές κοινότητες. Ο νόμος για τις καταχωρημένες θρησκευτικές κοινότητες είναι ένας ειδικός νόμος για τα θρησκεύματα, τα οποία εάν εκπληρώσουν τις προϋποθέσεις αυτού του νόμου, μπορούν να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα ιδιωτικού δικαίου, σύμφωνα με αυτόν τον ειδικό νόμο για τα θρησκεύματα. Βέβαια, υπάρξει τουλάχιστον 300 προσώπων μελών του θρησκεύματος, συνιστά υπερβολικά μεγάλο αριθμό, διότι δυσκαιρένει σημαντικά την απόκτηση νομικής προσωπικότητας, σύμφωνα με αυτόν τον ειδικό νόμο για τα θρησκεύματα, από νεοεμφανιζόμενα θρησκεύματα στην Αυστριακή επικράτεια. Επίσης, η δυνατότητα της απόρριψης της αίτησης για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας, σύμφωνα με το νόμο για τις καταχωρημένες σχετικές κοινότητες του 1998, για το λόγο ότι η διδασκαλία της σχετικής κοινότητας είναι αντίθετη με τα διεθνείς standards, με τους διεθνείς κανόνες για τον περιορισμό της ελευθερίας εκδήλωσης θρησκείας, δεν εσύμφωνει αυτή η δυνατότητα απόρριψης με τα διεθνείς standards. Διότι η ελευθερία διδασκαλίας, δηλαδή οι θρησκευτικές περιπηθήσεις, δεν μπορούν να υπόκεινται, δεν επιτρέπεται κατά τους διεθνείς κανόνες να υπόκεινται σε κανέναν απολύτως περιορισμό, παρά μόνο η ελευθερία εκδήλωσης θρησκείας. Αυτή μόνο υπόκειται στους περιορισμούς που προβλέπουν οι διεθνείς κανόνες. Δημόσια ασφάλεια, δημόσια τάξη, δημόσια υγεία, δημόσια εθνική δικαιώματα και λευθερίας των άλλων. Οι καταχωρημένες θρησκευτικές κοινότητες είναι οι εξής. Η θρησκευτική κοινότητα των Μπαχάη, η Ομοσπονδία των Κοινοτήτων των Βαπτιστών στην Αυστρία, η Ομοσπονδία των Ευαγγελικών Κοινωντήτων στην Αυστρία, το Κίνημα της Χριστιανικής Κοινότητας για τη Θρησκευτική Αναγέννηση στην Αυστρία, η Ελεύθερη Χριστιανική Κοινότητα της Πενδικοστής, η Ένωση Ινδοϊστών Μάντι, οι Μάρτυρες του Ιωχωβά, η Εκκλησία των Ανδυνδιστών της 7ης ημέρας, η Ελεύθερη Εκκλησία των Μενονιτών της Αυστρίας, η Πενδικοστιανή Εκκλησιαστική Κοινότητα του Θεού στην Αυστρία. Η Εκκλησία της Ανητολογίας υπέβαλε αλλά πέσυρε την αίτησή της για να αποκτήσει νομική προσωπικότητα, σύμφωνα με τον ειδικό νόμο για το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινωντήτων. Ενώ η αίτηση για καταχώρηση ενός θρησκεύματος «Γιόγκα Τζαχάια» απορρίφθηκε. Στη συνέχεια ο καθηγητής Ρίτσαρ Πότς μας δίνει την έννοια της ελευθερίας των θρησκευτικών κοινοτήτων. «Ο όρος εσωτερικές υποθέσεις, όπως εφαρμόζεται στις αναγκωρισμένες εκκλησίες και θρησκευτικές κοινότητες, είναι συνταγματικός όρος που περιορίζει την ελευθερία δράσης του κράτους. Σε αυτές τις υποθέσεις, η δραστηριότητα των θρησκευμάτων δεν είναι κρατική δραστηριότητα. Οι γενικές και ατομικές πράξεις τους δεν είναι διοικητικές πράξεις κατά την έννοια του ομοσπονδιακού συντάγματος. Συνεπώς δεν υποβάλλονται στον έλεγχο του διοικητικού ή συνταγματικού δικαστηρίου. Η σημασία του παραπάνω όρου για τη συγκεκριμένη εκκλησία ή θρησκευτική κοινότητα πρέπει να προέρχεται από την έκταση των δραστηριοτήτων αυτού του οργανισμού και πρέπει να καθορίζεται πρωταρχικά από τον κάτοχο του θεμελιώδους δικαιώματος, όπως μπορεί να κατανοείται μόνο στο πλαίσιο της αυτοκατανόησης της εκκλησίας ή θρησκευτικής κοινότητας. Η κοινή κρατική νομοθεσία δεν επιτρέπεται να επιβάλλει περιορισμό στη θρησκευτική δράση. Πρέπει να σέβεται τις εγγενείς διακρίσεις που μόλις έγιναν και να λαμβάνει υπόψη άλλα θεμελιώδη δικαιώματα. Αυτή η άποψη που αναπτύθηκε στη θεωρία έχει είναι δεκτή από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Το Συνταγματικό Δικαστήριο αναγνωρίζει το δικαίωμα των νομικά αναγνωρισμένων εκκλησιών και θρησκευτικών κοινοτήτων στην πλήρη ρύθμιση και διοίκηση των εσωτερικών τους υποθέσεων χωρίς κρατική παρέμβαση και εποπτεία. Αυτό είναι επιδεικτικό κριτικής, καθώς το δικαίωμα πρέπει να θεωρηθεί ως συνέπεια στους θεμελιώδους δικαιώματος, στη σκεφτική ελευθερία και έτσι θα έπρεπε γενικά να είναι εγγυημένο, ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο νομικό καθεστώς. Με την έννοια της θρησεελευθερίας των σκεφτικών κοινοτήτων, ο καθηγητής Πότσε εννοεί, το δικαίωμα στην αυτονομία, ακόμη και των αναγνωρισμένων εκκλησιών θρησκευτικών κοινοτήτων. Δηλαδή, θέλει να μας πει ο καθηγητής της Ζητσάς Πότσε ότι ακόμα και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου των αναγνωρισμένων εκκλησιών θρησκευτικών κοινοτήτων είναι sui generis. Δηλαδή, ακόμα και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου των εκκλησιών ή των αναγνωρισμένων εκκλησιών θρησκευτικών κοινοτήτων έχουν το δικαίωμα στην αυτονομία τους. Το δικαίωμα στην αυτονομία τους, δηλαδή να ρυθμίζουν μόνα τους τις εσωτερικές τους υποθέσεις, προσδιορίζεται από την αυτοαντίληψή τους, ως προς το τι δηλαδή συνιστά εσωτερική υπόθεση, ως προς το ποιες είναι οι εσωτερικές υποθέσεις. Αυτό το αποφασίζουν τα ίδια τα θρησκεύματα με βάση την θρησκευτική τους αυτοαντίληψη, με βάση τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και πρακτικές τους. Επομένως, όταν γίνεται μια νομική αναγνώριση μιας εκκλησίας της σχετικής κοινότητας με νόμο, ναι με περιέχει το καταστατικό της αναγνωριζόμενης εκκλησίας της σχετικής κοινότητας ο νόμος, πλεινόμως, ο νόμος ως συγκεκριμένος διευκολύνει και μόνον την υποναγνώριση εκκλησίας της σχετικής κοινότητα να ενσωματώσει μέσα στο νόμο αυτό το δικό της καταστατικό, δηλαδή να αυτοριθμίσει τις εσωτερικές της υποθέσεις. Επίσης, ο καθηγητής Ρίτσαρ Πόρτς θεωρεί ότι το δικαίωμα στην αυτονομία εφαρμόζεται και στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου των καταχωρημένων θρησκευτικών κοινοτήτων. Αυτό, βέβαια, προκύπτει από τον ίδιο αυτό νόμο του 1998 για τις καταχωρημένες θρησκευτικές κοινότητες. Είναι και αυταίοι οι τζένερις, αφού έχουν δικαίωμα στη ρύθμιση των εσωτερικών τους υποθέσεων με το καταστατικό τους. Σε αυτό το σημείο τελειώνει η τρίτη διάλεξη του Μεταρχικού του Εκκλησιαστικού Δικαίου του Δευτέρου Έτους. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |